Ο πατέρας μου ο συριζαίος, του classreverb
Την περίοδο μετά την σύλληψη των μελών της 17Ν το 2002, θυμάμαι πόση εντύπωση μου έκανε η στάση του πατέρα μου να υπερασπίζεται με κάθε ευκαιρία τη δράση της 17Ν σε φιλικές μαζώξεις. «Όχι δεν ήταν απλές δολοφονίες» έλεγε σε όσους διαφωνούσαν, «ήταν απάντηση για τις εργοδοτικές δολοφονίες στα κάτεργα των βιομηχάνων». Για έναν έφηβο όπως εγώ τότε, τα βιώματα αυτά έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην πολιτική μου διαμόρφωση. Εκείνα τα χρόνια είχα ήδη συμμετάσχει στις πρώτες μαθητικές πορείες και το παλαιστινιακό μαντήλι είχε μονιμοποιηθεί γύρω από το λαιμό μου. Δήλωνα αριστερός σκέτο και ήξερα ότι προέρχομαι από μια οικογένεια της εργατικής τάξης, παρόλο που εκ των υστέρων κατάλαβα ότι εκείνη την εποχή ζούσα το ταξικό πέρασμα των γονιών μου στον θαυμαστό κόσμο των μεσαίων στρωμάτων.
Το να υπερασπίζεσαι τη δράση μιας ένοπλης ομάδας που οι πάντες ονόμαζαν τρομοκρατική δεν ήταν απλό πράγμα στα μάτια μου. Μπορούσα να καταλάβω έστω και διαισθητικά τη βλασφημία που έκρυβε η στάση αυτή. Παρόλα αυτά μια αντίφαση με εμπόδιζε να αποκωδικοποιήσω την κατάσταση. Μια αντίφαση που κατάφερα να ξεδιαλύνω μετά από αρκετά χρόνια. Πως γίνεται, αναρωτιόμουν, δύο φιλήσυχοι αριστεροί ψηφοφόροι όπως οι γονείς μου, που δεν κατεβαίνουν γενικά σε πορείες, δεν ήταν ποτέ μέλη κάποιας οργάνωσης, που συζητάνε σχεδόν αποκλειστικά για τη δουλειά τους, τα δάνεια και τις μικροεπενδύσεις τους, να υποστηρίζουν μια οργάνωση που μιλούσε για επανάσταση; Αντιστοιχούσε άραγε αυτός ο τρόπος ζωής σε κάποιον που υπερασπίζεται κάτι τόσο τρομερό όπως η ένοπλη πάλη; Θα αρκούσε άραγε να εξελιχθώ κι εγώ σε έναν προοδευτικό ψηφοφόρο-δουλευταρά γονιό, ώστε να δικαιούμαι να λέω ελεύθερα ότι τίθεμαι στο πλευρό των απανταχού ανταρτών πόλης;
Μετά από κάποια χρόνια, όταν μπόρεσα μέσα από ένα πιο ώριμο πλέον πολιτικό βλέμμα να πραγματευτώ διανοητικά έννοιες όπως η μισθωτή εργασία, ο μικροαστισμός, ο κοινοβουλευτισμός, ο μαχητικός αντιφασισμός κλπ., τα κατάλαβα όλα. Κατάλαβα την κρίσιμη ποιοτική διαφορά μεταξύ στράτευσης και ανάθεσης﮲ την υπαρξιακή κολυμπήθρα του Σιλωάμ που σου προσφέρει η πολιτική ταυτότητα του αντι-δεξιού ψηφοφόρου. Κατάλαβα πόσο ξεκούραστο είναι να νιώθεις ότι με την ψήφο σου υπερασπίζεται έναν κόσμο για τον οποίο κατά τα άλλα δεν ρίχνεις ούτε μια στάλα ιδρώτα﮲ πόσο βολική είναι η αυταπάτη των αριστερο-μικροαστών που θεωρούν ότι το να είσαι εργατικός στη δουλειά που σου προσφέρει χρήματα είναι «σοβαρό», ενώ το να ξημεροβραδιάζεσαι στην πολιτική δουλειά που δεν σου προσφέρει φράγκο είναι ένα αφελές νεανικό χόμπι (εκτός αν το κάνουν κομματικά στελέχη που πληρώνονται γι΄αυτό). Κατάλαβα ότι το να μοστράρεις στο σπίτι σου το κάδρο του Βελουχιώτη ενώ δεν έχεις πετάξει ούτε μια πέτρα δεν αποτελεί αντίφαση για την αριστερή ταυτότητα﮲ εδώ δεν αποτελεί αντίφαση να είσαι αριστερό αφεντικό. Μια χαρά επτρέπεται να αντλείς υπεραξία και να εξουσιάζεις τις ζωές των εργαζομένων σου αρκεί να ψηφίζεις αυτούς που μιλάνε για εργατική τάξη.
Όλα αυτά αφορούν τους τωρινούς συριζαίους (ΣΥΝασπισμένους τότε) και αριστεροπασόκους μεσήλικες που ενόσω μοίραζαν την ψήφο τους μεταξύ ΣΥΝ-ΚΚΕ-ΠΑΣΟΚ, χειροκροτούσαν κρυφά ή φανερά τον άγνωστο τότε Κουφοντίνα. Είναι αυτός ο οπορτουνιστικός εκλογικός όχλος της γενιάς ή της μετα-γενιάς του Πολυτεχνείου που σήμερα συμπονεί «τον καημένο τον Κουφοντίνα» από τον καναπέ ή τις καρέκλες των γραφείων του. Αυτοί που πέρα από «τοξικοί γονείς που την είδαν ψυχολόγοι»[1], δεν υπήρξαν τίποτα παραπάνω από ψηφοφόροι. Και την 17Ν ως ψηφοφόροι την χειροκροτούσαν, χαμένοι μέσα στη νιρβάνα της ανάθεσης. Για να αποδεικνύουν στον θλιβερό εαυτό τους ότι ήταν ικανοί για κάτι ακραίο, κάτι αντισυμβατικό, μέσα στην φυσιολογική επιχειρηματική-οικογενειακή ζωή τους. Αυτοί είναι που λάμπουν περισσότερο δια της απουσίας τους από τις κινητοποιήσεις αλληλεγγύης προς τον Δημήτρη Κουφοντίνα και όχι τα παιδιά τους. Τουλάχιστον ένα τμήμα των σημερινών καταθλιπτικών ευέλικτων εργαζόμενων τέκνων τους αποφάσισε να σταθεί έμπρακτα δίπλα στην παλιά τους συμπάθεια, που τώρα αργοπεθαίνει στα κελιά του κράτους.
Αυτές οι μερικές εκατοντάδες άνθρωποι που κατεβαίνουν σήμερα στις κατα τόπους πορείες και δράσεις αλληλεγγύης για τον Κουφοντίνα είναι το νεανικό προλεταριάτο του ελευθεριακού χώρου. Είναι ένα σύνολο ανθρώπων που ως επί το πλείστον δεν ανέπτυξαν κανέναν σοβαρό ιδεολογικό δεσμό με τον περίεργο αντιιμπεριαλισμό της 17Ν και δεν ταυτίστηκαν με τις προκυρήξεις της. Άλλωστε πολλοί απ’ αυτούς δεν τις έχουν καν μελετήσει και αγνοούν πολλές από τις ενέργειές της. Κι όμως δεν αξιοποίησαν τις πολιτικές τους διαφωνίες ως φθηνό άλλοθι για να σφυρίξουν αδιάφορα ή να περιοριστούν σε απλές διαδικτυακές καταγγελίες της κρατικής εκδικητικότητας, όπως κάνουν σήμερα τα περισσότερα κόμματα και οργανώσεις της αριστεράς. Αυτός ο κόσμος δεν έθεσε ποτέ την ιδεολογική ταύτιση ως προυπόθεση για την έμπρακτη υπεράσπιση ενός φυλακισμένου απεργού πείνας που αφιέρωσε ολόκληρη τη ζωή του για να κάνει πράξη αυτό που διάβαζε στα βιβλία του, ακόμα κι αν οι εκτιμήσεις του ήταν λάθος.
Αυτοί/ες είναι που χτυπιούνται με τα ΜΑΤ, που καταλαμβάνουν τα γραφεία της «δεξιάς», που πετάνε μπογιές στα δικαστήρια, που συλλαμβάνονται και τρώνε πρόστιμα που όταν εισπραχθούν θα τους στερήσουν το νοίκι τους. Και φυσικά δεν το κάνουν για να «εφαρμοστεί ο νόμος». Δεν το κάνουν ούτε καν για να υπερασπιστούν την ιστορία της 17Ν. Στην τελική δεν είναι εδώ το μέρος να αναλύσουμε γιατί το κάνουν. Φτάνει να πούμε μόνο ότι η έμπρακτη αλληλεγγύη τους ξεφτιλίζει την παλιά «λεβέντικη» πολιτική γενιά των αριστερών οικογενειαρχών. Εκείνους τους προοδευτικούς γονείς που όταν στα 18 μας μάθανε ότι γίναμε αναρχικοί χάρηκαν που το παιδί τους έγινε «επαναστάτης» κι όταν μετά από πολλά χρόνια κατάλαβαν ότι το αστείο τραβάει ακόμα, άρχισαν να οδύρονται για την παρατεταμένη νεανική μας αφέλεια.
Για κάθε τέτοια θλιβερή ύπαρξη λοιπόν υπάρχει ένας Κουφοντίνας να εκθέτει την κατάντια της, κι ένα παιδί να φωνάζει «μεγαλώνω μα ακόμα δεν βάζω μυαλό πατέρα»[2].
[1] Sponty, «Αγκίδες» [https://www.youtube.com/watch?v=7uE-PnHt-F8].
Την περίοδο μετά την σύλληψη των μελών της 17Ν το 2002, θυμάμαι πόση εντύπωση μου έκανε η στάση του πατέρα μου να υπερασπίζεται με κάθε ευκαιρία τη δράση της 17Ν σε φιλικές μαζώξεις. «Όχι δεν ήταν απλές δολοφονίες» έλεγε σε όσους διαφωνούσαν, «ήταν απάντηση για τις εργοδοτικές δολοφονίες στα κάτεργα των βιομηχάνων». Για έναν έφηβο όπως εγώ τότε, τα βιώματα αυτά έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην πολιτική μου διαμόρφωση. Εκείνα τα χρόνια είχα ήδη συμμετάσχει στις πρώτες μαθητικές πορείες και το παλαιστινιακό μαντήλι είχε μονιμοποιηθεί γύρω από το λαιμό μου. Δήλωνα αριστερός σκέτο και ήξερα ότι προέρχομαι από μια οικογένεια της εργατικής τάξης, παρόλο που εκ των υστέρων κατάλαβα ότι εκείνη την εποχή ζούσα το ταξικό πέρασμα των γονιών μου στον θαυμαστό κόσμο των μεσαίων στρωμάτων.
Το να υπερασπίζεσαι τη δράση μιας ένοπλης ομάδας που οι πάντες ονόμαζαν τρομοκρατική δεν ήταν απλό πράγμα στα μάτια μου. Μπορούσα να καταλάβω έστω και διαισθητικά τη βλασφημία που έκρυβε η στάση αυτή. Παρόλα αυτά μια αντίφαση με εμπόδιζε να αποκωδικοποιήσω την κατάσταση. Μια αντίφαση που κατάφερα να ξεδιαλύνω μετά από αρκετά χρόνια. Πως γίνεται, αναρωτιόμουν, δύο φιλήσυχοι αριστεροί ψηφοφόροι όπως οι γονείς μου, που δεν κατεβαίνουν γενικά σε πορείες, δεν ήταν ποτέ μέλη κάποιας οργάνωσης, που συζητάνε σχεδόν αποκλειστικά για τη δουλειά τους, τα δάνεια και τις μικροεπενδύσεις τους, να υποστηρίζουν μια οργάνωση που μιλούσε για επανάσταση; Αντιστοιχούσε άραγε αυτός ο τρόπος ζωής σε κάποιον που υπερασπίζεται κάτι τόσο τρομερό όπως η ένοπλη πάλη; Θα αρκούσε άραγε να εξελιχθώ κι εγώ σε έναν προοδευτικό ψηφοφόρο-δουλευταρά γονιό, ώστε να δικαιούμαι να λέω ελεύθερα ότι τίθεμαι στο πλευρό των απανταχού ανταρτών πόλης;
Μετά από κάποια χρόνια, όταν μπόρεσα μέσα από ένα πιο ώριμο πλέον πολιτικό βλέμμα να πραγματευτώ διανοητικά έννοιες όπως η μισθωτή εργασία, ο μικροαστισμός, ο κοινοβουλευτισμός, ο μαχητικός αντιφασισμός κλπ., τα κατάλαβα όλα. Κατάλαβα την κρίσιμη ποιοτική διαφορά μεταξύ στράτευσης και ανάθεσης﮲ την υπαρξιακή κολυμπήθρα του Σιλωάμ που σου προσφέρει η πολιτική ταυτότητα του αντι-δεξιού ψηφοφόρου. Κατάλαβα πόσο ξεκούραστο είναι να νιώθεις ότι με την ψήφο σου υπερασπίζεται έναν κόσμο για τον οποίο κατά τα άλλα δεν ρίχνεις ούτε μια στάλα ιδρώτα﮲ πόσο βολική είναι η αυταπάτη των αριστερο-μικροαστών που θεωρούν ότι το να είσαι εργατικός στη δουλειά που σου προσφέρει χρήματα είναι «σοβαρό», ενώ το να ξημεροβραδιάζεσαι στην πολιτική δουλειά που δεν σου προσφέρει φράγκο είναι ένα αφελές νεανικό χόμπι (εκτός αν το κάνουν κομματικά στελέχη που πληρώνονται γι΄αυτό). Κατάλαβα ότι το να μοστράρεις στο σπίτι σου το κάδρο του Βελουχιώτη ενώ δεν έχεις πετάξει ούτε μια πέτρα δεν αποτελεί αντίφαση για την αριστερή ταυτότητα﮲ εδώ δεν αποτελεί αντίφαση να είσαι αριστερό αφεντικό. Μια χαρά επτρέπεται να αντλείς υπεραξία και να εξουσιάζεις τις ζωές των εργαζομένων σου αρκεί να ψηφίζεις αυτούς που μιλάνε για εργατική τάξη.
Όλα αυτά αφορούν τους τωρινούς συριζαίους (ΣΥΝασπισμένους τότε) και αριστεροπασόκους μεσήλικες που ενόσω μοίραζαν την ψήφο τους μεταξύ ΣΥΝ-ΚΚΕ-ΠΑΣΟΚ, χειροκροτούσαν κρυφά ή φανερά τον άγνωστο τότε Κουφοντίνα. Είναι αυτός ο οπορτουνιστικός εκλογικός όχλος της γενιάς ή της μετα-γενιάς του Πολυτεχνείου που σήμερα συμπονεί «τον καημένο τον Κουφοντίνα» από τον καναπέ ή τις καρέκλες των γραφείων του. Αυτοί που πέρα από «τοξικοί γονείς που την είδαν ψυχολόγοι»[1], δεν υπήρξαν τίποτα παραπάνω από ψηφοφόροι. Και την 17Ν ως ψηφοφόροι την χειροκροτούσαν, χαμένοι μέσα στη νιρβάνα της ανάθεσης. Για να αποδεικνύουν στον θλιβερό εαυτό τους ότι ήταν ικανοί για κάτι ακραίο, κάτι αντισυμβατικό, μέσα στην φυσιολογική επιχειρηματική-οικογενειακή ζωή τους. Αυτοί είναι που λάμπουν περισσότερο δια της απουσίας τους από τις κινητοποιήσεις αλληλεγγύης προς τον Δημήτρη Κουφοντίνα και όχι τα παιδιά τους. Τουλάχιστον ένα τμήμα των σημερινών καταθλιπτικών ευέλικτων εργαζόμενων τέκνων τους αποφάσισε να σταθεί έμπρακτα δίπλα στην παλιά τους συμπάθεια, που τώρα αργοπεθαίνει στα κελιά του κράτους.
Αυτές οι μερικές εκατοντάδες άνθρωποι που κατεβαίνουν σήμερα στις κατα τόπους πορείες και δράσεις αλληλεγγύης για τον Κουφοντίνα είναι το νεανικό προλεταριάτο του ελευθεριακού χώρου. Είναι ένα σύνολο ανθρώπων που ως επί το πλείστον δεν ανέπτυξαν κανέναν σοβαρό ιδεολογικό δεσμό με τον περίεργο αντιιμπεριαλισμό της 17Ν και δεν ταυτίστηκαν με τις προκυρήξεις της. Άλλωστε πολλοί απ’ αυτούς δεν τις έχουν καν μελετήσει και αγνοούν πολλές από τις ενέργειές της. Κι όμως δεν αξιοποίησαν τις πολιτικές τους διαφωνίες ως φθηνό άλλοθι για να σφυρίξουν αδιάφορα ή να περιοριστούν σε απλές διαδικτυακές καταγγελίες της κρατικής εκδικητικότητας, όπως κάνουν σήμερα τα περισσότερα κόμματα και οργανώσεις της αριστεράς. Αυτός ο κόσμος δεν έθεσε ποτέ την ιδεολογική ταύτιση ως προυπόθεση για την έμπρακτη υπεράσπιση ενός φυλακισμένου απεργού πείνας που αφιέρωσε ολόκληρη τη ζωή του για να κάνει πράξη αυτό που διάβαζε στα βιβλία του, ακόμα κι αν οι εκτιμήσεις του ήταν λάθος.
Αυτοί/ες είναι που χτυπιούνται με τα ΜΑΤ, που καταλαμβάνουν τα γραφεία της «δεξιάς», που πετάνε μπογιές στα δικαστήρια, που συλλαμβάνονται και τρώνε πρόστιμα που όταν εισπραχθούν θα τους στερήσουν το νοίκι τους. Και φυσικά δεν το κάνουν για να «εφαρμοστεί ο νόμος». Δεν το κάνουν ούτε καν για να υπερασπιστούν την ιστορία της 17Ν. Στην τελική δεν είναι εδώ το μέρος να αναλύσουμε γιατί το κάνουν. Φτάνει να πούμε μόνο ότι η έμπρακτη αλληλεγγύη τους ξεφτιλίζει την παλιά «λεβέντικη» πολιτική γενιά των αριστερών οικογενειαρχών. Εκείνους τους προοδευτικούς γονείς που όταν στα 18 μας μάθανε ότι γίναμε αναρχικοί χάρηκαν που το παιδί τους έγινε «επαναστάτης» κι όταν μετά από πολλά χρόνια κατάλαβαν ότι το αστείο τραβάει ακόμα, άρχισαν να οδύρονται για την παρατεταμένη νεανική μας αφέλεια.
Για κάθε τέτοια θλιβερή ύπαρξη λοιπόν υπάρχει ένας Κουφοντίνας να εκθέτει την κατάντια της, κι ένα παιδί να φωνάζει «μεγαλώνω μα ακόμα δεν βάζω μυαλό πατέρα»[2].
[1] Sponty, «Αγκίδες» [https://www.youtube.com/watch?v=7uE-PnHt-F8].