Του Θανάση Τριαρίδη
Το περιστατικό είναι, κατά τη γνώμη μου, ένα από τα κρισιμότερα διανοητικά όρια της Ιστορίας (: της κανοναρχημένης μνήμης που συμφωνήσαμε να λογαριάζουμε για Ιστορία) – και καθώς αποτυπώθηκε και στην ταινία Γκάντι (1982) του Ρίτσαρντ Ατένμπορο είναι πλέον αρκετά γνωστό. Στα 1947, κι ενώ η Μεγάλη Βρετανία έχει αποσυρθεί από την κυριαρχία της στην Ινδία, στην αχανή χώρα έχει ξεσπάσει ο σπαρακτικός εμφύλιος ινδουιστών και μουσουλμάνων. Και οι δύο θρησκευτικές κοινότητες (έχοντας δομήσει την ύπαρξή τους στο θεμελιακό μίσος, την εξαγγελία του φόνου και τη μισαλλοδοξία που κάθε θρησκεία αναγγέλλει για τους πιστούς της) προχωρούν σε γενικευμένες σφαγές αμάχων με στόχο την αμφίπλευρη θρησκειοκάθαρση της Ινδίας (που εντέλει δικαιώθηκε καθώς κατέληξε στη δημιουργία δύο «καθαρών θρησκευτικά» κρατών, της Ινδίας και του Πακιστάν). Ο άνθρωπος που για δεκαετίες πρωτοστάτησε στον αγώνα της ανεξαρτησίας παραμένοντας ανυποχώρητος στο δόγμα τής μη βίαιης ανυπακοής και κάνοντας όλο τον κόσμο να στρέψει την προσοχή του στην Ινδία, ο Μαχάτμα Γκάντι, απελπισμένος, κηρύσσει στις 12 Ιανουαρίου του 1948 μια ακόμη μέχρι θανάτου απεργία πείνας ζητώντας να σταματήσει ο εμφύλιος. Ενώ η αποχή του από την τροφή διαρκεί και ο Γκάντι είναι κατάκοιτος, τον επισκέπτεται ένας ινδουιστής και του ζητάει κάτι σαν εξομολόγηση. «Οι μουσουλμάνοι σκότωσαν την οικογένειά μου, τα τρία παιδιά μου», του λέει κλαίγοντας. «Πήγα κι εγώ σε ένα μουσουλμανικό σπίτι και σκότωσα κι εγώ τρία παιδιά· έλιωσα το κεφάλι τους στον τοίχο». Ο (επίσης πιστός ινδουιστής) Γκάντι τού απαντάει ψιθυρίζοντας με δυσκολία: «Έχω για σένα μια διέξοδο: θα βρεις τρία παιδιά που σκοτώθηκαν οι γονείς τους και θα τα αγαπήσεις σα να ’ναι δικά σου. Και κάτι ακόμη: θα είναι παιδιά μουσουλμάνων και θα τα μεγαλώσεις ως μουσουλμάνους.»
Από το: http://lefkimmiwtes.blogspot.de/2012/02/blog-post_13.html
Το περιστατικό είναι, κατά τη γνώμη μου, ένα από τα κρισιμότερα διανοητικά όρια της Ιστορίας (: της κανοναρχημένης μνήμης που συμφωνήσαμε να λογαριάζουμε για Ιστορία) – και καθώς αποτυπώθηκε και στην ταινία Γκάντι (1982) του Ρίτσαρντ Ατένμπορο είναι πλέον αρκετά γνωστό. Στα 1947, κι ενώ η Μεγάλη Βρετανία έχει αποσυρθεί από την κυριαρχία της στην Ινδία, στην αχανή χώρα έχει ξεσπάσει ο σπαρακτικός εμφύλιος ινδουιστών και μουσουλμάνων. Και οι δύο θρησκευτικές κοινότητες (έχοντας δομήσει την ύπαρξή τους στο θεμελιακό μίσος, την εξαγγελία του φόνου και τη μισαλλοδοξία που κάθε θρησκεία αναγγέλλει για τους πιστούς της) προχωρούν σε γενικευμένες σφαγές αμάχων με στόχο την αμφίπλευρη θρησκειοκάθαρση της Ινδίας (που εντέλει δικαιώθηκε καθώς κατέληξε στη δημιουργία δύο «καθαρών θρησκευτικά» κρατών, της Ινδίας και του Πακιστάν). Ο άνθρωπος που για δεκαετίες πρωτοστάτησε στον αγώνα της ανεξαρτησίας παραμένοντας ανυποχώρητος στο δόγμα τής μη βίαιης ανυπακοής και κάνοντας όλο τον κόσμο να στρέψει την προσοχή του στην Ινδία, ο Μαχάτμα Γκάντι, απελπισμένος, κηρύσσει στις 12 Ιανουαρίου του 1948 μια ακόμη μέχρι θανάτου απεργία πείνας ζητώντας να σταματήσει ο εμφύλιος. Ενώ η αποχή του από την τροφή διαρκεί και ο Γκάντι είναι κατάκοιτος, τον επισκέπτεται ένας ινδουιστής και του ζητάει κάτι σαν εξομολόγηση. «Οι μουσουλμάνοι σκότωσαν την οικογένειά μου, τα τρία παιδιά μου», του λέει κλαίγοντας. «Πήγα κι εγώ σε ένα μουσουλμανικό σπίτι και σκότωσα κι εγώ τρία παιδιά· έλιωσα το κεφάλι τους στον τοίχο». Ο (επίσης πιστός ινδουιστής) Γκάντι τού απαντάει ψιθυρίζοντας με δυσκολία: «Έχω για σένα μια διέξοδο: θα βρεις τρία παιδιά που σκοτώθηκαν οι γονείς τους και θα τα αγαπήσεις σα να ’ναι δικά σου. Και κάτι ακόμη: θα είναι παιδιά μουσουλμάνων και θα τα μεγαλώσεις ως μουσουλμάνους.»
Από το: http://lefkimmiwtes.blogspot.de/2012/02/blog-post_13.html