Των Vasilis Kostakis και Andreas Roos
(Η μετάφραση έγινε με την «αρχή των τεσσάρων οφθαλμών», όπου η πρωτογενής μετάφραση έγινε από τον Αναστάσιο Αντωνόπουλο και μερικώς από την Φρόσω Παύλου, και η αναθεώρηση/επιμέλεια κειμένου από τον Αλέκο Πανταζή.)
Στο βιβλίο τους Γιατί απλώς να μην μπορούμε να συνεννοηθούμε; οι επιστήμονες του MIT Χένρυ Λίμπερμαν και Κρίστοφερ Φράϋ συζητούν τις αιτίες των πολέμων, της γενικευμένης φτώχειας και άλλων κοινωνικών δεινών. Η άποψή τους είναι ότι δεν μπορούμε να συνεργαστούμε για τη λύση των κύριων προβλημάτων μας γιατί οι θεσμοί μας και οι επιχειρήσεις μας είναι διαποτισμένοι από ένα ανταγωνιστικό πνεύμα. Όμως, οι Λίμπερμαν και Φράϋ φέρνουν και καλά νέα: η σύγχρονη τεχνολογία μπορεί να αντιμετωπίσει τη ρίζα του προβλήματος. Πιστεύουν ότι ανταγωνιζόμαστε όταν υπάρχει σπανιότητα, και ότι οι πρόσφατες τεχνολογικές πρόοδοι, όπως οι τρισδιάστατη εκτύπωση και η τεχνητή νοημοσύνη, θα φέρουν τέλος στην εκτεταμένη σπανιότητα. Έτσι, θα αναδυθεί ένας νέος κόσμος μετα-σπανιότητας, που θα βασίζεται στη συνεργασία.
Μπορούμε όμως πραγματικά να απαλλαγούμε από την σπανιότητα;
Πιστεύουμε ότι το όραμα ενός μέλλοντος όπου η σπανιότητα θα είναι παρελθόν είναι προβληματικό γιατί αντανακλά μια κατανόηση της τεχνολογίας και της οικονομίας που θα μπορούσε να επιδεινώσει τα προβλήματα που επιχειρεί να επιλύσει. Αυτά είναι τα κακά νέα. Και να γιατί:
Οι νέες τεχνολογίες φθάνουν στον καταναλωτή ως τελικά προϊόντα που τα αποκτά με χρηματικό αντάλλαγμα. Αυτό που συχνά δεν κατανοεί ο καταναλωτής είναι ότι το χρηματικό αντάλλαγμα υποκρύπτει το γεγονός ότι πολλές από αυτές τις τεχνολογίες υφίστανται εις βάρος άλλων ανθρώπων και του τοπικού περιβάλλοντος κάπου αλλού στην παγκόσμια οικονομία. Όπως μας λένε οι ανθρωπολόγοι, η αντίληψη ότι η τεχνολογία είναι μόνο αποτέλεσμα του χρήματος, είναι μια πολιτισμικά ριζωμένη έννοια, η οποία αποσιωπά το γεγονός ότι η σπανιότητα που βιώνεται από κάποιους είναι συνδεδεμένη με την αφθονία που απολαμβάνουν μόνο κάποιοι λίγοι.
Πολλοί πιστεύουν ότι ζητήματα σπανιότητας μπορούν να λυθούν χρησιμοποιώντας περισσότερο αποδοτικές μεθόδους παραγωγής. Κάτι τέτοιο όμως παραβλέπει κάποιες από τις ανεπιθύμητες επιπτώσεις της βελτίωσης της αποδοτικότητας. Το παράδοξο Τζέβονς (Jevons Paradox), μια καίρια ανακάλυψη που αποδίδεται στον Βρετανό οικονομολόγο του 19ου αιώνα Στάνλεϋ Τζέβονς, περιγράφει το πώς οι βελτιώσεις στην αποδοτικότητα μπορούν να οδηγήσουν σε αύξηση -σε απόλυτες τιμές- της κατανάλωσης εξ αιτίας των χαμηλότερων τιμών ανά μονάδα προϊόντος και την συνεπαγόμενη αύξηση της ζήτησης. Για παράδειγμα, η εφεύρεση περισσότερο αποδοτικών μηχανών στους σιδηροδρόμους επέτρεψε φθηνότερες μεταφορές, οι οποίες υπήρξαν καταλύτης της βιομηχανικής επανάστασης. Ωστόσο, αυτό δεν μείωσε την χρήση των ορυκτών καυσίμων˙ αντιθέτως προκάλεσε την αύξησή τους. Όταν περισσότερο αποδοτικές μηχανές χρησιμοποιούν λιγότερη ενέργεια, τότε κοστίζουν λιγότερο, κάτι που μας ενθαρρύνει να τις χρησιμοποιούμε περισσότερο – με αποτέλεσμα την συνολική αύξηση της κατανάλωσης ενέργειας.
Η εμπειρία του παρελθόντος μας διδάσκει ότι οι υπερ-αποδοτικές τεχνολογίες κατά κανόνα ενθαρρύνουν την αύξηση της κατανάλωσης ενέργειας και πρώτων υλών παρά τη μείωση. Στοιχεία που αφορούν την παγκόσμια κατανάλωση ενέργειας και πρώτων υλών υποδεικνύουν ότι ουδέποτε επιτεύχθηκε η απόλυτη αποδοτικότητα: τόσο η παγκόσμια κατανάλωση ενέργειας όσο και η παγκόσμια κατανάλωση υλικών έχουν τριπλασιαστεί από τη δεκαετία του ΄70. Ως εκ τούτου, η έννοια της αποδοτικότητας γίνεται καλύτερα κατανοητή ως αναδιάταξη της κατανάλωσης των πόρων όπου οι βελτιώσεις της αποδοτικότητας στο ένα άκρο της παγκόσμιας οικονομίας αυξάνουν την κατανάλωση των πόρων στο άλλο άκρο.
Τα καλά νέα είναι ότι υπάρχουν εναλλακτικές. Η ευρεία διαθεσιμότητα δικτυωμένων υπολογιστών επέτρεψε την ανάδυση νέων επιχειρηματικών μοντέλων ανοιχτού κώδικα με βάση την κοινότητα. Για παράδειγμα σκεφτείτε τη Wikipedia, μια ανοικτή και δωρεάν εγκυκλοπαίδεια η οποία εκτόπισε την εγκυκλοπαίδεια Britannica και την Encarta της Microsoft. Η Wikipedia παράγεται και συντηρείται από μια κοινότητα διασκορπισμένων υποστηρικτών των οποίων πρωτεύoν κίνητρο δεν είναι το οικονομικό όφελος. Ακόμη, στο χώρο του λογισμικού, ας δούμε την περίπτωση του GNU/Linux που «τρέχει» στους 500 ισχυρότερους υπερυπολογιστές και στις περισσότερες ιστοσελίδες. Ας δούμε ακόμη την περίπτωση του Apache Web Server, του κορυφαίου λογισμικού στην αγορά των διακομιστών ιστού. Η Wikipedia, το Apache και το GNU/Linux καταδεικνύουν ότι η ελεύθερη συνεργασία γύρω από παγκόσμια διαμοιραζόμενους πόρους (δηλ. συνεργασία κοινών) μπορεί να παράξει τεχνουργήματα εξ' ίσου, αν όχι περισσότερο, καινοτόμα όπως αυτά που παράγονται από τον βιομηχανικό καπιταλισμό.
Κατά ανάλογο τρόπο, η ανάδυση δικτυωμένων μικρο-εργοστασίων γεννά νέα επιχειρηματικά μοντέλα ανοικτού κώδικα στο χώρο του σχεδιασμού και της παραγωγής. Τέτοιοι χώροι μπορεί να είναι είτε εργαστήρια κατασκευής (makerspaces, fab Labs), είτε άλλοι συνεργατικοί χώροι, εξοπλισμένοι με τεχνολογίες τοπικής κατασκευής όπως η τρισδιάστατη εκτύπωση και οι μηχανές CNC ή παραδοσιακά εργαλεία χαμηλής τεχνολογίας και τεχνικών. Επιπλέον, τέτοιοι χώροι συχνά προσφέρουν ένα περιβάλλον συνεργασίας όπου οι άνθρωποι συναντώνται, συναναστρέφονται και συν-δημιουργούν.
Σ' αυτό το πλαίσιο αναδύεται ένας νέος τρόπος παραγωγής. Αυτός ο τρόπος βασίζεται στη συμβολή των ψηφιακών κοινών της γνώσης, του λογισμικού και του σχεδιασμού με τεχνολογίες κατασκευής σε τοπικό επίπεδο. Θα μπορούσε να πάρει την κωδική ονομασία «σχεδιάζουμε παγκόσμια, κατασκευάζουμε τοπικά» με το σκεπτικό πως ό,τι είναι ελαφρύ (γνώση, σχεδίαση) παγκοσμιοποιείται, ενώ ό,τι είναι βαρύ (μηχανικός εξοπλισμός) παραμένει τοπικό και ιδανικά, διαμοιράζεται. Η έννοια του σχεδιάζουμε παγκόσμια, κατασκευάζουμε τοπικά (Design Global, Manufacture Local (DGML)) επιδεικνύει το πώς ένα τεχνολογικό πρότζεκτ μπορεί να αξιοποιήσει τα ψηφιακά κοινά ώστε να εμπλέξει την παγκόσμια κοινότητα στην ανάπτυξή του, εγκαινιάζοντας νέες μορφές συνεργασίας. Σε αντίθεση με τη βιομηχανική παραγωγή μεγάλης κλίμακας, το μοντέλο DGML δίνει έμφαση στην αποκεντρωμένη, ανθεκτική, μικρής κλίμακας κατασκευή η οποία ελέγχεται τοπικά. Το μοντέλο DGML μπορεί να αναγνωρίσει τις σπανιότητες που υποβάλλονται από τους πεπερασμένους πόρους και να οργανώσει αναλόγως τις υλικές δραστηριότητες. Πρώτον, ελαχιστοποιεί τις ανάγκες αποστολής υλικών σε μεγάλες αποστάσεις γιατί ένα σημαντικό μέρος της κατασκευής γίνεται τοπικά. Επίσης η παραγωγή τοπικά καθιστά ευκολότερη τη συντήρηση και επίσης ενθαρρύνει τους κατασκευαστές να σχεδιάζουν προϊόντα που να διαρκούν όσο το δυνατόν περισσότερο. Τέλος, το DGML βελτιστοποιεί τον διαμοιρασμό της γνώσης και του σχεδιασμού αφού δεν υπάρχει κόστος χρήσης ευρεσιτεχνιών.
Υπάρχει ήδη μια πλούσια ποικιλία εγχειρημάτων DGML στην παγκόσμια οικονομία τα οποία δεν χρειάζονται ενιαία τοπική βάση γιατί τα μέλη τους βρίσκονται σε όλο τον κόσμο. Για παράδειγμα, οι συλλογικότητες L' Atelier Paysan (Γαλλία) και Farmhack (Η.Π.Α.), συνεργατικά κατασκευάζουν εργαλεία «ανοικτού κώδικα» για μικρής κλίμακας αγροτικές εργασίεςˑ ή το εγχείρημα Wikihouse το οποίο καθιστά ευρέως προσιτή την κατασκευή βιώσιμων και με μικρές απαιτήσεις σε πόρους κατοικιώνˑ ή το εγχείρημα OpenBionics το οποίο παράγει βιονικές (προσθετικές) και ρομποτικές συσκευές ανοικτού κώδικα και χαμηλού κόστουςˑ ή η κοινότητα RepRap η οποία δημιουργεί σχέδια ανοικτού κώδικα για τρισδιάστατους εκτυπωτές οι οποίοι έχουν τη δυνατότητα να εκτυπώνουν τμήματά τους. Νέες επιχειρηματικές ευκαιρίες αναπτύσσονται γύρω από αυτά τα ψηφιακά κοινά, ενώ άνθρωποι, με διάφορα κίνητρα, δραστηριοποιούνται σε συνεργατικές παραγωγές.
Οπότε, τί σημαίνουν αυτά για το μέλλον των αυριανών επιχειρήσεων, το μέλλον της παγκόσμιας οικονομίας και το μέλλον του φυσικού κόσμου;
Πρώτον, είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι μέσα στον ίδιο άνθρωπο, ο “homo economicus” -το ιδιοτελές ον προγραμματισμένο να μεγιστοποιεί τα κέρδη- θα συνεχίσει να συνυπάρχει με τον “homo socialis”, ένα περισσότερο αλτρουιστικό ον που αγαπά την επικοινωνία, εργάζεται από ευχαρίστηση και αγαπά να μοιράζεται. Οι θεσμοί μας, έχουν σχεδιαστεί μεροληπτικά. Υιοθετούν συγκεκριμένες συμπεριφορές έναντι άλλων. Στον σύγχρονο βιομηχανικό καπιταλισμό, το θεμέλιο πάνω στο οποίο έχουν θεσπιστεί οι οργανισμοί μας είναι ότι είμαστε όλοι homo economicus. Ως εκ τούτου για μια «καλή» ζωή, η οποία δεν αντιστοιχεί πάντα με την ανάπτυξη και με άλλους νομισματικούς δείκτες, χρειάζεται να δημιουργήσουμε θεσμούς οι οποίοι θα αξιοποιούν και ενισχύουν τον homo socialis.
Δεύτερον, θα πρέπει να αναγνωριστούν τα κρυμμένα κοινωνικά και περιβαλλοντικά κόστη της τεχνολογίας. Η αποκαλούμενη «ψηφιακή κοινωνία» ομολογουμένως βασίζεται σε υποδομές υψηλής κατανάλωσης πρώτων υλών και ενέργειας. Το γεγονός αυτό, είναι σημαντικό να αναγνωρίζεται, ώστε να μην τίθενται σε περαιτέρω κίνδυνο οι ζωές της παρούσας και των επερχόμενων γενεών εξ αιτίας της ακούσιας παρότρυνσης σε σοβαρή περιβαλλοντική αστάθεια και των κοινωνικών προβλημάτων που συνδέονται με αυτήν.
Τέλος, θα συνεχίσει να αναδύεται ένα νέο δίκτυο διασυνδεδεμένων επιχειρήσεων βασισμένων στα κοινά, όπου ο διαμοιρασμός δεν χρησιμοποιείται για τη μεγιστοποίηση των κερδών, αλλά για τη δημιουργία νέων μορφών επιχειρήσεων που θα ενδυναμώνουν ακόμη περισσότερο τον διαμοιρασμό, το νοιάξιμο και τη συνεργασία σε παγκόσμιo επίπεδο. Καθώς η παγκόσμια κοινότητα θα συνειδητοποιεί όλο και περισσότερο τον τρόπο με τον οποίο η αφθονία της εξαρτάται από τα άλλα ανθρώπινα όντα και από τη περιβαλλοντική σταθερότητα, όλο και περισσότερο θα βλέπει τις βασισμένες στα κοινά επιχειρήσεις σαν τον δρόμο για το μέλλον.
Ο Βασίλης Κωστάκης είναι Ανώτερος Ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Τεχνολογίας του Ταλίν και συνεργάζεται με το Κέντρο Μπέρκμαν Κλάϊν στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ.
Ο Andreas Roos είναι διδακτορικός φοιτητής στο διεπιστημονικό πεδίο της Οικολογικής Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο του Λουντ.
(Η μετάφραση έγινε με την «αρχή των τεσσάρων οφθαλμών», όπου η πρωτογενής μετάφραση έγινε από τον Αναστάσιο Αντωνόπουλο και μερικώς από την Φρόσω Παύλου, και η αναθεώρηση/επιμέλεια κειμένου από τον Αλέκο Πανταζή.)
Στο βιβλίο τους Γιατί απλώς να μην μπορούμε να συνεννοηθούμε; οι επιστήμονες του MIT Χένρυ Λίμπερμαν και Κρίστοφερ Φράϋ συζητούν τις αιτίες των πολέμων, της γενικευμένης φτώχειας και άλλων κοινωνικών δεινών. Η άποψή τους είναι ότι δεν μπορούμε να συνεργαστούμε για τη λύση των κύριων προβλημάτων μας γιατί οι θεσμοί μας και οι επιχειρήσεις μας είναι διαποτισμένοι από ένα ανταγωνιστικό πνεύμα. Όμως, οι Λίμπερμαν και Φράϋ φέρνουν και καλά νέα: η σύγχρονη τεχνολογία μπορεί να αντιμετωπίσει τη ρίζα του προβλήματος. Πιστεύουν ότι ανταγωνιζόμαστε όταν υπάρχει σπανιότητα, και ότι οι πρόσφατες τεχνολογικές πρόοδοι, όπως οι τρισδιάστατη εκτύπωση και η τεχνητή νοημοσύνη, θα φέρουν τέλος στην εκτεταμένη σπανιότητα. Έτσι, θα αναδυθεί ένας νέος κόσμος μετα-σπανιότητας, που θα βασίζεται στη συνεργασία.
Μπορούμε όμως πραγματικά να απαλλαγούμε από την σπανιότητα;
Πιστεύουμε ότι το όραμα ενός μέλλοντος όπου η σπανιότητα θα είναι παρελθόν είναι προβληματικό γιατί αντανακλά μια κατανόηση της τεχνολογίας και της οικονομίας που θα μπορούσε να επιδεινώσει τα προβλήματα που επιχειρεί να επιλύσει. Αυτά είναι τα κακά νέα. Και να γιατί:
Οι νέες τεχνολογίες φθάνουν στον καταναλωτή ως τελικά προϊόντα που τα αποκτά με χρηματικό αντάλλαγμα. Αυτό που συχνά δεν κατανοεί ο καταναλωτής είναι ότι το χρηματικό αντάλλαγμα υποκρύπτει το γεγονός ότι πολλές από αυτές τις τεχνολογίες υφίστανται εις βάρος άλλων ανθρώπων και του τοπικού περιβάλλοντος κάπου αλλού στην παγκόσμια οικονομία. Όπως μας λένε οι ανθρωπολόγοι, η αντίληψη ότι η τεχνολογία είναι μόνο αποτέλεσμα του χρήματος, είναι μια πολιτισμικά ριζωμένη έννοια, η οποία αποσιωπά το γεγονός ότι η σπανιότητα που βιώνεται από κάποιους είναι συνδεδεμένη με την αφθονία που απολαμβάνουν μόνο κάποιοι λίγοι.
Πολλοί πιστεύουν ότι ζητήματα σπανιότητας μπορούν να λυθούν χρησιμοποιώντας περισσότερο αποδοτικές μεθόδους παραγωγής. Κάτι τέτοιο όμως παραβλέπει κάποιες από τις ανεπιθύμητες επιπτώσεις της βελτίωσης της αποδοτικότητας. Το παράδοξο Τζέβονς (Jevons Paradox), μια καίρια ανακάλυψη που αποδίδεται στον Βρετανό οικονομολόγο του 19ου αιώνα Στάνλεϋ Τζέβονς, περιγράφει το πώς οι βελτιώσεις στην αποδοτικότητα μπορούν να οδηγήσουν σε αύξηση -σε απόλυτες τιμές- της κατανάλωσης εξ αιτίας των χαμηλότερων τιμών ανά μονάδα προϊόντος και την συνεπαγόμενη αύξηση της ζήτησης. Για παράδειγμα, η εφεύρεση περισσότερο αποδοτικών μηχανών στους σιδηροδρόμους επέτρεψε φθηνότερες μεταφορές, οι οποίες υπήρξαν καταλύτης της βιομηχανικής επανάστασης. Ωστόσο, αυτό δεν μείωσε την χρήση των ορυκτών καυσίμων˙ αντιθέτως προκάλεσε την αύξησή τους. Όταν περισσότερο αποδοτικές μηχανές χρησιμοποιούν λιγότερη ενέργεια, τότε κοστίζουν λιγότερο, κάτι που μας ενθαρρύνει να τις χρησιμοποιούμε περισσότερο – με αποτέλεσμα την συνολική αύξηση της κατανάλωσης ενέργειας.
Η εμπειρία του παρελθόντος μας διδάσκει ότι οι υπερ-αποδοτικές τεχνολογίες κατά κανόνα ενθαρρύνουν την αύξηση της κατανάλωσης ενέργειας και πρώτων υλών παρά τη μείωση. Στοιχεία που αφορούν την παγκόσμια κατανάλωση ενέργειας και πρώτων υλών υποδεικνύουν ότι ουδέποτε επιτεύχθηκε η απόλυτη αποδοτικότητα: τόσο η παγκόσμια κατανάλωση ενέργειας όσο και η παγκόσμια κατανάλωση υλικών έχουν τριπλασιαστεί από τη δεκαετία του ΄70. Ως εκ τούτου, η έννοια της αποδοτικότητας γίνεται καλύτερα κατανοητή ως αναδιάταξη της κατανάλωσης των πόρων όπου οι βελτιώσεις της αποδοτικότητας στο ένα άκρο της παγκόσμιας οικονομίας αυξάνουν την κατανάλωση των πόρων στο άλλο άκρο.
Τα καλά νέα είναι ότι υπάρχουν εναλλακτικές. Η ευρεία διαθεσιμότητα δικτυωμένων υπολογιστών επέτρεψε την ανάδυση νέων επιχειρηματικών μοντέλων ανοιχτού κώδικα με βάση την κοινότητα. Για παράδειγμα σκεφτείτε τη Wikipedia, μια ανοικτή και δωρεάν εγκυκλοπαίδεια η οποία εκτόπισε την εγκυκλοπαίδεια Britannica και την Encarta της Microsoft. Η Wikipedia παράγεται και συντηρείται από μια κοινότητα διασκορπισμένων υποστηρικτών των οποίων πρωτεύoν κίνητρο δεν είναι το οικονομικό όφελος. Ακόμη, στο χώρο του λογισμικού, ας δούμε την περίπτωση του GNU/Linux που «τρέχει» στους 500 ισχυρότερους υπερυπολογιστές και στις περισσότερες ιστοσελίδες. Ας δούμε ακόμη την περίπτωση του Apache Web Server, του κορυφαίου λογισμικού στην αγορά των διακομιστών ιστού. Η Wikipedia, το Apache και το GNU/Linux καταδεικνύουν ότι η ελεύθερη συνεργασία γύρω από παγκόσμια διαμοιραζόμενους πόρους (δηλ. συνεργασία κοινών) μπορεί να παράξει τεχνουργήματα εξ' ίσου, αν όχι περισσότερο, καινοτόμα όπως αυτά που παράγονται από τον βιομηχανικό καπιταλισμό.
Κατά ανάλογο τρόπο, η ανάδυση δικτυωμένων μικρο-εργοστασίων γεννά νέα επιχειρηματικά μοντέλα ανοικτού κώδικα στο χώρο του σχεδιασμού και της παραγωγής. Τέτοιοι χώροι μπορεί να είναι είτε εργαστήρια κατασκευής (makerspaces, fab Labs), είτε άλλοι συνεργατικοί χώροι, εξοπλισμένοι με τεχνολογίες τοπικής κατασκευής όπως η τρισδιάστατη εκτύπωση και οι μηχανές CNC ή παραδοσιακά εργαλεία χαμηλής τεχνολογίας και τεχνικών. Επιπλέον, τέτοιοι χώροι συχνά προσφέρουν ένα περιβάλλον συνεργασίας όπου οι άνθρωποι συναντώνται, συναναστρέφονται και συν-δημιουργούν.
Σ' αυτό το πλαίσιο αναδύεται ένας νέος τρόπος παραγωγής. Αυτός ο τρόπος βασίζεται στη συμβολή των ψηφιακών κοινών της γνώσης, του λογισμικού και του σχεδιασμού με τεχνολογίες κατασκευής σε τοπικό επίπεδο. Θα μπορούσε να πάρει την κωδική ονομασία «σχεδιάζουμε παγκόσμια, κατασκευάζουμε τοπικά» με το σκεπτικό πως ό,τι είναι ελαφρύ (γνώση, σχεδίαση) παγκοσμιοποιείται, ενώ ό,τι είναι βαρύ (μηχανικός εξοπλισμός) παραμένει τοπικό και ιδανικά, διαμοιράζεται. Η έννοια του σχεδιάζουμε παγκόσμια, κατασκευάζουμε τοπικά (Design Global, Manufacture Local (DGML)) επιδεικνύει το πώς ένα τεχνολογικό πρότζεκτ μπορεί να αξιοποιήσει τα ψηφιακά κοινά ώστε να εμπλέξει την παγκόσμια κοινότητα στην ανάπτυξή του, εγκαινιάζοντας νέες μορφές συνεργασίας. Σε αντίθεση με τη βιομηχανική παραγωγή μεγάλης κλίμακας, το μοντέλο DGML δίνει έμφαση στην αποκεντρωμένη, ανθεκτική, μικρής κλίμακας κατασκευή η οποία ελέγχεται τοπικά. Το μοντέλο DGML μπορεί να αναγνωρίσει τις σπανιότητες που υποβάλλονται από τους πεπερασμένους πόρους και να οργανώσει αναλόγως τις υλικές δραστηριότητες. Πρώτον, ελαχιστοποιεί τις ανάγκες αποστολής υλικών σε μεγάλες αποστάσεις γιατί ένα σημαντικό μέρος της κατασκευής γίνεται τοπικά. Επίσης η παραγωγή τοπικά καθιστά ευκολότερη τη συντήρηση και επίσης ενθαρρύνει τους κατασκευαστές να σχεδιάζουν προϊόντα που να διαρκούν όσο το δυνατόν περισσότερο. Τέλος, το DGML βελτιστοποιεί τον διαμοιρασμό της γνώσης και του σχεδιασμού αφού δεν υπάρχει κόστος χρήσης ευρεσιτεχνιών.
Υπάρχει ήδη μια πλούσια ποικιλία εγχειρημάτων DGML στην παγκόσμια οικονομία τα οποία δεν χρειάζονται ενιαία τοπική βάση γιατί τα μέλη τους βρίσκονται σε όλο τον κόσμο. Για παράδειγμα, οι συλλογικότητες L' Atelier Paysan (Γαλλία) και Farmhack (Η.Π.Α.), συνεργατικά κατασκευάζουν εργαλεία «ανοικτού κώδικα» για μικρής κλίμακας αγροτικές εργασίεςˑ ή το εγχείρημα Wikihouse το οποίο καθιστά ευρέως προσιτή την κατασκευή βιώσιμων και με μικρές απαιτήσεις σε πόρους κατοικιώνˑ ή το εγχείρημα OpenBionics το οποίο παράγει βιονικές (προσθετικές) και ρομποτικές συσκευές ανοικτού κώδικα και χαμηλού κόστουςˑ ή η κοινότητα RepRap η οποία δημιουργεί σχέδια ανοικτού κώδικα για τρισδιάστατους εκτυπωτές οι οποίοι έχουν τη δυνατότητα να εκτυπώνουν τμήματά τους. Νέες επιχειρηματικές ευκαιρίες αναπτύσσονται γύρω από αυτά τα ψηφιακά κοινά, ενώ άνθρωποι, με διάφορα κίνητρα, δραστηριοποιούνται σε συνεργατικές παραγωγές.
Οπότε, τί σημαίνουν αυτά για το μέλλον των αυριανών επιχειρήσεων, το μέλλον της παγκόσμιας οικονομίας και το μέλλον του φυσικού κόσμου;
Πρώτον, είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι μέσα στον ίδιο άνθρωπο, ο “homo economicus” -το ιδιοτελές ον προγραμματισμένο να μεγιστοποιεί τα κέρδη- θα συνεχίσει να συνυπάρχει με τον “homo socialis”, ένα περισσότερο αλτρουιστικό ον που αγαπά την επικοινωνία, εργάζεται από ευχαρίστηση και αγαπά να μοιράζεται. Οι θεσμοί μας, έχουν σχεδιαστεί μεροληπτικά. Υιοθετούν συγκεκριμένες συμπεριφορές έναντι άλλων. Στον σύγχρονο βιομηχανικό καπιταλισμό, το θεμέλιο πάνω στο οποίο έχουν θεσπιστεί οι οργανισμοί μας είναι ότι είμαστε όλοι homo economicus. Ως εκ τούτου για μια «καλή» ζωή, η οποία δεν αντιστοιχεί πάντα με την ανάπτυξη και με άλλους νομισματικούς δείκτες, χρειάζεται να δημιουργήσουμε θεσμούς οι οποίοι θα αξιοποιούν και ενισχύουν τον homo socialis.
Δεύτερον, θα πρέπει να αναγνωριστούν τα κρυμμένα κοινωνικά και περιβαλλοντικά κόστη της τεχνολογίας. Η αποκαλούμενη «ψηφιακή κοινωνία» ομολογουμένως βασίζεται σε υποδομές υψηλής κατανάλωσης πρώτων υλών και ενέργειας. Το γεγονός αυτό, είναι σημαντικό να αναγνωρίζεται, ώστε να μην τίθενται σε περαιτέρω κίνδυνο οι ζωές της παρούσας και των επερχόμενων γενεών εξ αιτίας της ακούσιας παρότρυνσης σε σοβαρή περιβαλλοντική αστάθεια και των κοινωνικών προβλημάτων που συνδέονται με αυτήν.
Τέλος, θα συνεχίσει να αναδύεται ένα νέο δίκτυο διασυνδεδεμένων επιχειρήσεων βασισμένων στα κοινά, όπου ο διαμοιρασμός δεν χρησιμοποιείται για τη μεγιστοποίηση των κερδών, αλλά για τη δημιουργία νέων μορφών επιχειρήσεων που θα ενδυναμώνουν ακόμη περισσότερο τον διαμοιρασμό, το νοιάξιμο και τη συνεργασία σε παγκόσμιo επίπεδο. Καθώς η παγκόσμια κοινότητα θα συνειδητοποιεί όλο και περισσότερο τον τρόπο με τον οποίο η αφθονία της εξαρτάται από τα άλλα ανθρώπινα όντα και από τη περιβαλλοντική σταθερότητα, όλο και περισσότερο θα βλέπει τις βασισμένες στα κοινά επιχειρήσεις σαν τον δρόμο για το μέλλον.
Ο Βασίλης Κωστάκης είναι Ανώτερος Ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Τεχνολογίας του Ταλίν και συνεργάζεται με το Κέντρο Μπέρκμαν Κλάϊν στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ.
Ο Andreas Roos είναι διδακτορικός φοιτητής στο διεπιστημονικό πεδίο της Οικολογικής Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο του Λουντ.