του Αθανασίου Θεοδωράκη
Εισαγωγή
Εδώ που φτάσαμε και χωρίς βαρύγδουπες αναλύσεις, πρέπει να απαντήσουμε κυρίως στο ερώτημα «τί κάνουμε τώρα». Το τώρα συνδέεται σαφέστατα με το αύριο, με το μέλλον, με την επιβίωση της χώρας. Η κατάσταση της οικονομίας είναι γνωστή, η σύνθεση του ΑΕΠ, έστω όπως αυτό υπολογίζεται, επίσης, ενώ οι νοοτροπίες, οι πρακτικές των πολιτών, αλλά και η λειτουργία του θεσμικού και πολιτικού συστήματος δεν προοιωνίζουν αισιοδοξία. Πάμε στην παραγωγή λοιπόν, αφού εκεί θα κριθεί η μάχη της επιβίωσης. Παραγωγή προϊόντων, προϊόντα για κατανάλωση και μεταποίηση, προϊόντα ποιοτικά για την εσωτερική αγορά και τις εξαγωγές. Πού θα στηριχθούμε; Σε ένα νέο ενδογενές μοντέλο και στον πρωτογενή. Στα βασικά δηλαδή.
Η λογική του αγρο-κεντρικού μοντέλου
Να δούμε καθαρά το πρόβλημα. Δεν παράγουμε αρκετά, εισάγουμε πολλά αγαθά, οι ανισορροπίες στην οικονομία είναι διαχρονικές. Οι δυσκολίες της ανάγνωσης των αριθμών και των στοιχείων, λόγω της παραοικονομίας και της μικρής ελληνικής οικογενειακής επιχείρησης, δεν πρέπει να οδηγήσουν στην υποτίμηση του προβλήματος. Για την δημιουργία των απαραίτητων νέων θέσεων εργασίας δεν περιμένουμε θαύματα: το δημόσιο αδυνατεί, οι επιχειρήσεις κλείνουν, το εμπόριο έχει δυσκολίες, ο τουρισμός λειτουργεί εποχικά και ανάλογα με τη συγκυρία. Πώς θα δημιουργηθούν λοιπόν νέες θέσεις εργασίας; Η απάντηση βρίσκεται στην αυτο-απασχόληση και συγκεκριμένα στον αγροτικό τομέα. Από τη μια άκρη της χώρας μέχρι την άλλη οι νέοι και οι άνεργοι επιστρέφουν στο χωριό, χωρίς βοήθεια, χωρίς στήριξη, συχνά χωρίς γνώση. Η κρίση οδηγεί τους ανθρώπους στην επιβίωση, στην αυτο-κατανάλωση, στην αγροτική παραγωγή. Κυριαρχεί όμως η γραφειοκρατία, η έλλειψη φαντασίας, στην ουσία η άρνηση της πραγματικότητας. Κι όμως η χώρα έχει σημαντικά πλεονεκτήματα (κλίμα, γεωγραφία, διατροφικό πολιτισμό, βιοποικιλότητα, ιστορική παράδοση), μπορεί να πρωτοστατήσει, να κάνει τη στροφή στην παραγωγή, στην ποιότητα, στην ανάδειξη του τοπικού προϊόντος, του τοπικού πολιτισμού, όπως γίνεται σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Έχουμε επιπλέον την παράδοση, τα βιώματα των κοινοτήτων, τις παρακαταθήκες του κοινοτισμού του Καραβίδα, που προσαρμοσμένες στα σημερινά δεδομένα μπορούν να αποτελέσουν ένα νέο πεδίο δράσης, συνεργασίας, κοινωνικής ένταξης, αναγνώρισης ενός νέου ρόλου: αυτού του παραγωγού, του ενεργού του οικονομικού συντελεστή. Με ή χωρίς επιδοτήσεις, με μικρή ή μεσαία περιουσία, με μικρό θερμοκήπιο ή διαφοροποιούμενες παραγωγές λαχανικών ένα νέο ζευγάρι θα προσπαθήσει κάτι νέο, διαφορετικό, δημιουργικό. Με σκληρή εργασία, με αγάπη για τα δέντρα, τα ζωντανά ή τα λαχανικά, με αγάπη και φροντίδα με ό,τι καταπιάνεται καθημερινά. Όλα τα άλλα θα έρθουν.
Ποιότητα ζωής, οικονομικό ενδιαφέρον, αυτο-απασχόληση και αυτό-κατανάλωση, συνεργασία και λειτουργική σχέση με την κοινότητα, τοπικές συνέργειες, αυτά είναι τα νέα στοιχεία, μακριά από την κρίση της πόλης. Δεν γίναμε ποτέ βιομηχανική χώρα, η φούσκα των υπηρεσιών έσκασε, τα δανεικά τέλειωσαν, τί απομένει; Να οργανώσουμε την επιστροφή στην ύπαιθρο, την παραγωγή αγαθών, την ένταξη των νέων στη μικρή κοινότητα. Χωρίς να υποτιμούμε τα προβλήματα, ας δούμε ρεαλιστικά το μέλλον. Μόνο ο αγροτικός τομέας μπορεί σήμερα να δώσει πλούτο, πρώτη ύλη για τη βιοτεχνία, τη βιομηχανία, το εμπόριο, την αγορά, τις εξαγωγές. Η λύση είναι η αγροτική επιχειρηματικότητα, η απάντηση στην κρίση είναι η αγροτική παραγωγή. Από το «φύγε από το χωριό» του ’60 φτάσαμε στο «πίσω στο χωριό» του 2016. Ήρθε η ώρα για τα ξεχασμένα χωριά να πάρουν την εκδίκησή τους, η πόλη δεν δίνει πλέον καμία ελπίδα. Κι η ελπίδα είναι η παραγωγή, η σκληρή καθημερινή εργασία, η συνεργασία με τους συντοπίτες, η συνέργεια με τους άλλους παραγωγούς, με τη βιοτεχνία και το εμπόριο. Εν ολίγοις, η κρίση οδηγεί τη χώρα σε ένα άλλο οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο, ενδογενές, βιώσιμο, παραγωγικό, εξωστρεφές, δημιουργικό.
Όταν μιλάμε για θέματα βιώσιμης ανάπτυξης το στοιχείο της τοπικότητας πρέπει βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Το ενδιαφέρον για το τοπικό δεν είναι απλά μια πρόχειρη, απλοϊκή, αυθόρμητη απάντηση στην ισοπεδωτική παγκοσμιοποίηση, στην απρόσωπη αγορά. Είναι η καρδιά του προβλήματος που ζούμε σήμερα. Όλα ανάγονται πλέον σε ζήτημα ανταγωνισμού κι έτσι τόσο οι μετεγκαταστάσεις επιχειρήσεων σε απόμακρες χώρες, όσο και οι εισαγωγές φθηνών προϊόντων προκύπτουν σαν κάτι το λογικό. Κι όμως το τοπικό έχει ασύγκριτα πλεονεκτήματα γιατί είναι χειροπιαστό, δίπλα σου, συνδέεται με την εγχώρια ιστορία, με την κοινωνική τεχνογνωσία, με την διατήρηση των θέσεων εργασίας, με την ζωή σου, την αγάπη για τον τόπο και τους ανθρώπους του.
Στο βιβλίο του «Sans plus attendre! » (KER éditions, 2014) o τεχνοκράτης και ακτιβιστής της βιώσιμης ανάπτυξης Guibert del Marmol, αναδεικνύει την οικονομική δραστηριότητα με βάση την τοπικότητα, σαν μια ξεχωριστή διάσταση. Τονίζει με έμφαση τα ειδικά χαρακτηριστικά της όπως είναι η σχέση της με το υπάρχον οικοσύστημα, η αυτοκατανάλωση αγαθών, οι τοπικές συνέργειες μεταξύ των διαφόρων επαγγελματικών ομάδων, η δημιουργία δικτύων συνεργασίας μεταξύ παραγωγών, δικτύων χρηματοδότησης επιχειρήσεων και προώθησης προϊόντων, κοκ.
Αν αναλύσουμε ένα-ένα όλα αυτά τα χαρακτηριστικά θα δούμε ότι οι τοπικές συνέργειες αφορούν την γεωργία, δηλαδή τη βάση της παραγωγής των αγαθών, τη βιοτεχνία και την μεταποίηση, τις υπηρεσίες όπως είναι ο τουρισμός, κοκ. Όλα αυτά δείχνουν ότι, χωρίς να είναι κανείς αφελής ή εξωπραγματικός, είναι δυνατή μια άλλη θεώρηση της ανάπτυξης, όχι απλά στη βάση των δεικτών μεγέθυνσης του ΑΕΠ, αλλά στη βάση της βιωσιμότητας των δράσεων. Κι αυτό σημαίνει πολλά θετικά για τον άνθρωπο, για το περιβάλλον, για την ποιότητα ζωής, για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των μελλοντικών γενεών.
Η τοπικότητα αποτελεί λοιπόν μια καίρια διάσταση, όχι με την έννοια του κλειστού τοπικισμού, αλλά με την έννοια της ανάπτυξης συνεργασιών πρώτα μέσα στην τοπική κοινότητα παραγωγών, έπειτα με άλλες όμορες κοινότητες ή και με μακρινές περιοχές που ασπάζονται τα ίδια κίνητρα και αρχές. Υπάρχουν πολλά τέτοια δίκτυα και συνεργασίες που αφορούν την κατανάλωση (έντιμο εμπόριο), τον τουρισμό, τις επενδύσεις (ηθικές τράπεζες), τον πολιτισμό (ανταλλαγές). Τοπικότητα σημαίνει ανάδειξη των χαρακτηριστικών της κάθε περιοχής με πνεύμα ανοιχτό, με ικανότητα σύνθεσης ανάμεσα στο παλιό και το νέο, με ευρηματικότητα και με διάθεση συνεργασίας, με χρήση σύγχρονων τεχνολογιών, με νέους τρόπους δράσης.
Η γοητεία του τοπικού και η αυθεντικότητά του, η αξιοποίηση και η ενασχόληση με τις γνώσεις και τα βιώματα των προηγούμενων γενεών, η προστασία του περιβάλλοντος, η ανάδειξη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του τοπίου, η παραγωγή και προώθηση τοπικών προϊόντων, όλα αυτά μπορούν να συνθέσουν το νέο μοντέλο ενδογενούς και βιώσιμης ανάπτυξης που τόσο έχουμε ανάγκη. Το παλιό μοντέλο μας οδήγησε σε αδιέξοδο, ήρθε η ώρα να δράσουμε δημιουργικά και πρωτίστως τοπικά. Να επωφεληθούμε από τις νέες τεχνολογίες που μας δίνουν τη δυνατότητα να γνωρίζουμε τί γίνεται αλλού, αλλά να μην υποβαθμίσουμε - λόγω μιμητισμού ή αδράνειας – τις τοπικές, ενδογενείς δυνατότητες.
Η Ελλάδα έχει, χάρη στη γεωγραφία και την ιστορία της, μοναδικά πλεονεκτήματα. Μάλιστα οι τοπικές ιδιαιτερότητες, το περιορισμένο και το μικρό, το πεδινό, το ορεινό, το νησιώτικο, το μικρο-κλίμα και τα ποικίλα όρια που θέτουν οι ορεινοί όγκοι της πατρίδας μας, θεωρούνται ως βασικός λόγος ανάπτυξης της ελληνικού πολιτισμού. Από τις νησιά-πόλεις-κράτη της αρχαιότητας μέχρι τις κοινότητες της σύγχρονης περιόδου, οι ανάγκες επιβίωσης και επικοινωνίας διαμόρφωσαν πρακτικές, αρχές, συμπεριφορές, βιώματα που έδωσαν την δυνατότητα στον έλληνα να αξιοποιήσει με μέτρο τα πάντα. Την ομορφιά του τοπίου, τα ντόπια υλικά, τις τέχνες, τις γεύσεις, τις γραμμές και τις αρετές που πρέπει να διέπουν τον ανθρώπινο βίο.
Η σύγχρονη θεώρηση, εμπλουτισμένη με τις τεχνολογικές ανακαλύψεις, μπορεί να αναδείξει την τοπικότητα ως κεντρική συνισταμένη της πραγματικής οικονομίας, αξιοποιώντας αυτό ακριβώς το στοιχείο της άμεσης σχέσης της με την παραγωγή και τις επιχειρήσεις. Πόσο μακριά μπορεί να πάει εξάλλου η αβυσσαλέα απόσταση που χωρίζει σήμερα την παραγωγή αγαθών με τις διεθνείς υπηρεσίες, ιδιαίτερα αυτές των τραπεζών και του χρηματοπιστωτικού τομέα; Το νήμα έχει ορισμένα φυσικά όρια, κάποτε σπάει....
Αγρο-συνέργειες
Το βιβλίο μου «Πίσω στο χωριό...Η απάντηση στην κρίση είναι η αγροτική παραγωγή», εκδόσεις Λιβάνη, αποτελεί μια νέα προσέγγιση της ανάπτυξης που βασίζεται σε τρεις παραμέτρους:
-Πρώτη είναι η παράμετρος της κρίσης. Η κρίση είναι βαθιά, συστημική, και για την Ελλάδα τίθεται πλέον άμεσα το θέμα της επιβίωσης μεγάλου μέρους του πληθυσμού. Δεν πρέπει συνεπώς να μείνουμε στα καθιερωμένα και στο πολιτικώς ορθό, αλλά ως επιστήμονες, πρέπει να έχουμε την παρρησία να προειδοποιήσουμε την Πολιτεία και την κοινωνία και να αναδείξουμε τις εφικτές λύσεις. Έρχονται χρόνια δύσκολα, σκληρά και πρέπει να ετοιμασθούμε κατάλληλα. Η διεθνής κρίση εντείνει εξάλλου σε πολλές περιοχές του πλανήτη την επισιτιστική κρίση κι αυτό δίνει μια ιδιαίτερη διάσταση στο θέμα που μας απασχολεί.
-Δεύτερη παράμετρος είναι η αγροτική παραγωγή, ως συνιστώσα μιας ανάπτυξης νέου τύπου: τοπικής, εθνικής, παραγωγικής, δυναμικής με βάση κυρίως το παραδοσιακό μας οπλοστάσιο και την βαθιά ιστορική εμπειρία, με παράλληλη βέβαια χρήση των νέων μεθόδων και με σεβασμό στο οικοσύστημα. Μας ενδιαφέρει μια γεωργία πολυσχιδής, που παράγει πολλά προϊόντα και όχι μόνο αυτά που επιδοτούνται, μια γεωργία που συνδυάζει την εκλογικευμένη παραγωγή, την παραδοσιακές μεθόδους του τόπου και τις σύγχρονες πρακτικές που είναι φιλικές προς το περιβάλλον. Στόχος η παραγωγή προϊόντων ποιότητας, η μεταποίησή τους κοντά στους χώρους παραγωγής, η προώθηση των αγαθών στην αγορά με αποτελεσματικούς τρόπους και η νέα σχέση του παραγωγού τόσο με τον συνάδελφο παραγωγό (ομάδες παραγωγών, τοπικές δράσεις) όσο και με τον έμπορο και τον καταναλωτή, μέσα από τον αλληλοσεβασμό και τον αντίστοιχο επιμερισμό των ωφελημάτων σε ισότιμη βάση.
-Ο συνδυασμός των δύο πρώτων παραμέτρων μας οδηγεί στο κύριο θέμα της ταραγμένης εποχής μας, στο κοινωνικό ζήτημα, στο πώς θα «κάνουμε χωριό», δηλαδή πώς θα ξαναφτιάξουμε την κοινωνία μας. Το παλιό μοντέλο της ξέφρενης κατανάλωσης και του ατομικισμού απέτυχε, πρέπει τώρα να προτάξουμε το νέο. Στο νέο μοντέλο κοινωνικής συμβίωσης θα κυριαρχεί το μέτρο, η εργασία, η υπομονή, η συνεργασία, η δικαιοσύνη, η ανθρώπινη σχέση, η συμμετοχή στην κοινότητα. Στο νέο σύστημα θα κυριαρχεί η πραγματική οικονομία, όχι η φούσκα, όχι το αλόγιστο δάνειο, το δεύτερο εξοχικό, η τρίτη τηλεόραση, το τέταρτο αυτοκίνητο, κοκ. Το νέο οικονομικό αλλά και κοινωνικό αίτημα είναι αυτό του μέτρου, της κοινότητας, της ανθρωπιάς.
Γι αυτό το «πίσω στο χωριό», έχει νόημα σήμερα. Ο άνθρωπος ιστορικά εξελίχθηκε κι έφτιαξε το χωριό, την μικρή τοπική κοινότητα όπου δημιουργήθηκε η ανθρώπινη, βιοτική σχέση. Ο μοντερνισμός σε όλες του τις εκδοχές υποβάθμισε το χωριό και τους ανθρώπους του και ο καπιταλισμός έκανε τελικά την πόλη προωθώντας τη βιομηχανία και τις υπηρεσίες. Ήρθε η ώρα φαίνεται όπου το χωριό θα πάρει την εκδίκησή του, αφού ο αχαλίνωτος χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός καταστρέφει την οικονομία, την κοινωνία, το περιβάλλον, την επιχείρηση. Ο πολίτης αναζητεί διέξοδο, ο άνθρωπος θέλει πειστικές λύσεις.
Η γεωργία δεν είναι απλά ένας ακόμα οικονομικός συντελεστής, εμπεριέχει όλα τα στοιχεία που οριοθετούν έναν τρόπος ζωής. Εργασία, συμμετοχή, ταύτιση με τη φύση, άμεση σχέση με τους ανθρώπους, παράδοση, οικογένεια, κοινότητα. Η γεωργία είναι μια πειστική απάντηση στο σημερινό αδιέξοδο και μια απάντηση στην κρίση, αφού ο αγροτικός τομέας από τη φύση του και την εκτεταμένη παρουσία του στην ενδοχώρα παρουσιάζει πολλά πλεονεκτήματα προσωπικού ή κοινωνικού χαρακτήρα. Πέρα από τα εμφανή πλεονεκτήματα που συνδέονται με τον τρόπο ζωής κοντά στη φύση, ο αγροτικός τομέας παρουσιάζει υψηλό δείκτη συνέργειας με άλλους κλάδους και τομείς της πραγματικής οικονομίας : μεταποίηση, εξαγωγές, υποδομές, τουρισμός, πολιτισμός, εστίαση, κατανάλωση, κοκ, Όλοι αυτοί οι τομείς συνδέονται με τον αγροτικό χώρο, επηρεάζονται από τις δραστηριότητές του, εξαρτώνται από τις πρώτες ύλες του (δημητριακά, φρούτα, λαχανικά, μέλι, κρέας, γάλα, τυροκομικά, ξυλεία, αλιεύματα, κοκ) και αποτελούν τη βάση για την ανάπτυξη συναφών υπηρεσιών μέσα στην οικονομική ζωή. Οι τομείς αυτοί συνολικά συνθέτουν έναν ευρύτερο κύκλο που αποκαλώ «σύστημα αγρο-συνεργειών». Το σύνολο των θέσεων εργασίας αφορά στην ουσία την πραγματική μας οικονομία, ενδιαφέρει όλες σχεδόν τις οικογένειες και είναι διάσπαρτο σε ολόκληρη την επικράτεια.
Η μεγέθυνση, αλλά και η νέα σύνθεση του ΑΕΠ θα προέλθει μόνο μέσα από την αύξηση της παραγωγής στους κλάδους της πραγματικής οικονομίας. Γι αυτό είναι απαραίτητο να εμπεδωθεί μια διαφορετική αντίληψη σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη: μια ανάπτυξη βιώσιμη και ποιοτική, με αναζωογόνηση της υπαίθρου, με ενίσχυση της κοινωνικής και οικονομικής συνοχής, με εθνική αλληλεγγύη, με μέτρα ουσιαστικής στήριξης των αγροτών και κίνητρα για κάθε νέο παραγωγό προϊόντων και υπηρεσιών σε τοπικό επίπεδο. Χρειαζόμαστε ένα παραγωγικο-κεντρικό μοντέλο, αντί της σημερινής καταναλωτικής φούσκας των εισαγομένων προϊόντων. Δηλαδή στροφή στην πραγματική οικονομία, στον άνθρωπο και στο προϊόν του κόπου του, με έμφαση στην ποιοτική παραγωγή. Και βεβαίως χρειαζόμαστε μια άλλη σχέση ανάμεσα στον παραγωγό και στον καταναλωτή, με πλήρη αξιοποίηση των σύγχρονων συστημάτων προώθησης προϊόντων και κατάλληλων συνεργασιών. Η έκφραση «Πίσω στο χωριό» εκφράζει όντως μια ανάγκη, αλλά και δεν πρέπει να γίνει μια παγίδα για αφελείς ή ευκαιρία κερδοσκοπίας από επιτήδειους. Η εποχή των πανάκριβων μελετών και της υιοθέτησης εκ μέρους των αγροτών ακατάλληλων μοντέλων καλλιέργειας και εκτροφής ζώων πέρασε και την πληρώσαμε ακριβά. Ξέρουμε πλέον πώς να φυλαχθούμε, ξέρουμε πώς να στηριχθούμε στις τοπικές δυνατότητες.
Η γενικευμένη οικονομική κρίση και η σκληρή πολιτική της λιτότητας προκαλούν στη χώρα μας πρωτοφανή οικονομική ύφεση, δραματική αύξηση της ανεργίας και κυρίως ανεργία των νέων. Η μετεγκατάσταση εκατοντάδων χιλιάδων ανέργων στο χωριό, στην επαρχία και η ένταξή τους στην αγροτική παραγωγή και στο ευρύτερο σύστημα των «αγρο-συνεργειών» με οργανωμένο τρόπο, με τεχνικο-επιστημονική υποστήριξη, διοικητική υποβοήθηση και κίνητρα θα δώσει διέξοδο και εργασία σε όσους το επιθυμούν και παράλληλα θα αυξήσει την εθνική παραγωγή, μειώνοντας τις εισαγωγές και αυξάνοντας τις εξαγωγές. Αλλά αυτό πρέπει να γίνει με σχέδιο, με στόχους και με συμμετοχή των ίδιων των παραγωγών: μόνο η συνειδητή συμμετοχή τους, ατομική και συλλογική, θα διασφαλίσει τη νέα προοπτική. Το κράτος δεν μπορεί και δεν πρέπει να καλύπτει τα χρέη των συνεταιρισμών, δεν χρειάζονται οι συνεταιρισμοί παλιού τύπου και οι παραγωγοί πρέπει να μετέχουν υπεύθυνα, με περηφάνεια, με δικαιώματα και υποχρεώσεις, στο εθνικό παραγωγικό και φορολογικό σύστημα.
Επιστροφή στο χωριό λοιπόν. Ένα χωριό σύγχρονο, όπου η πρόσβαση και η επικοινωνία είναι πλέον εύκολη, ειδικά με τη χρήση των νέων τεχνολογιών, οι υποδομές λειτουργικές, η ποιότητα ζωής καλύτερη σε σχέση με το δράμα των πόλεων, η καθημερινότητα ανθρώπινη. Ένα χωριό όμως που παράγει, που αποτελεί οργανωμένη κοινωνία αλληλεγγύης, ενεργό τοπική κοινότητα, που ζει μέσα από την ουσιαστική συνεργασία των ανθρώπων, των παραγωγών, των βιοτεχνών, του εμπορίου, των τουριστικών επιχειρήσεων και των καταναλωτών. Ένα χωριό, που στηρίζει συνειδητά και συστηματικά τα τοπικά μας προϊόντα, που εκπέμπει ποιότητα σχέσεων, κοινωνική ανταπόκριση και ενισχύει την ευημερία του ατόμου μέσα από την ασφάλεια της συμμετοχής του στην κοινότητα.
Για την προώθηση του νέου συστήματος των «αγρο-συνεργειών» απαιτείται ριζικός επανασχεδιασμός των δημοσίων πολιτικών, επανεξέταση των κοινοτικών και εθνικών επιδοτήσεων, αναθεώρηση της τεχνικής εκπαίδευσης, σύνδεση της παραγωγής με την εγχώρια και τη διεθνή αγορά, εθνική πολιτική γης. Το νέο παραγωγικό μοντέλο θα είναι αγρο-κεντρικό, δυναμικό, ποιοτικό, εξωστρεφές. Κι αυτό σημαίνει εργασία, επενδύσεις, συνέργειες, ώστε να υπάρξει ισχυρή οικονομική ανάκαμψη, αμοιβαίο όφελος και ανάδειξη του εθνικού δυναμικού μέσα από μια πραγματικά βιώσιμη ανάπτυξη. Η προώθηση του οικονομικού μοντέλου των αγρο-συνεργειών συνεπάγεται ανατροπή του σημερινού υπερ-συγκεντρωτικού κράτους αφού η υιοθέτησή του θα επιφέρει ουσιαστική αποκέντρωση των οικονομικών δραστηριοτήτων, αναδιοργάνωση της διοίκησης με επίκεντρο την περιφέρεια, αναθεώρηση των δημοσίων πολιτικών ώστε να λάβουν επιτέλους υπόψη τους την βαθιά κρίση, μεγάλης κλίμακας μετεγκατάσταση των ενδιαφερομένων ανέργων από την πρωτεύουσα και τις άλλες μεγάλες πόλεις στην ύπαιθρο, ενίσχυση της μικρής αγροτικής επιχειρηματικότητας και γενικότερα συνεκτικές προσπάθειες για διασφάλιση της επιβίωσης του πληθυσμού σε εποχή κρίσης και αυξανόμενης φτώχειας. Οι νέοι παραγωγικοί και επαγγελματικοί Συνεταιρισμοί, οι ομάδες παραγωγών, οι Δήμοι, οι Περιφέρειες έχουν ένα λαμπρό πεδίο μπροστά τους και η συνεργασία αγροτικών και αστικών Δήμων μπορεί να δημιουργήσει νέα πρότυπα οικονομικής συνεργασίας για κοινό όφελος.
Ο κόσμος που ζούμε είναι ασταθής, οι ισορροπίες που γνωρίζαμε έχουν αλλάξει, τα μέλλον θα εξαρτηθεί εν πολλοίς από τις δικές μας ενέργειες. Να δούμε άμεσα πού μπορούμε καλύτερα, ποια είναι τα εθνικά συγκριτικά μας πλεονεκτήματα, πώς θα δράσουμε έξυπνα για να βελτιώσουμε διεθνώς τη θέση μας. Αν διαβάσει κανείς τις πρόσφατες μελέτες σχετικά με τις δυνατότητες ανάπτυξης της χώρας και αντιμετώπισης της κρίσης, παρατηρεί δύο κυρίως πράγματα: μια συχνή αναφορά στον αγροτικό τομέα και ταυτόχρονα, μια έλλειψη εξειδίκευσης των προτάσεων. Αναγνωρίζονται, συχνά, οι μεγάλες δυνατότητες του τομέα, αλλά όταν πάμε στο πώς και με ποιο τρόπο, η αμηχανία είναι εμφανής. Το μεγάλο άλμα και στοίχημα της ελληνικής οικονομίας σημαίνει κυρίως στροφή στην παραγωγή, συνειδητή επιλογή κατανάλωσης ντόπιων προϊόντων, συστηματική προβολή του made in Greece. Γι αυτό πρέπει επειγόντως να συζητήσουμε για κίνητρα, μηχανισμούς στήριξης των νέων, μικρο-δάνεια με χαμηλό επιτόκιο, με δυο λόγια για ένα αποτελεσματικό σύστημα υποστήριξης των παραγωγών, έξω από την απογοητευτική σημερινή γραφειοκρατία. Πρέπει να δούμε το όλο θέμα υπό το πρίσμα της νέας, μικρής αγροτικής επιχειρηματικότητας.
Θεωρώ ότι πρέπει να δράσουμε τώρα υπεύθυνα και με εθνικό σχέδιο. Η κρίση είναι βαθιά, δεν είναι μόνο κρίση αριθμών, τίθενται θέματα αξιών, επιλογών, κατεύθυνσης. Έχουμε ως χώρα μια μοναδική μακραίωνη ιστορική εμπειρία, ξέρουμε τί είναι χωριό, δηλαδή κοινότητα ανθρώπων, έχουμε τον απαράμιλλο διατροφικό μας πολιτισμό, το εκπληκτικό μας περιβάλλον και την πλούσια βιοποικιλότητα. Δεν μπορούμε συνεπώς να συνεχίσουμε έτσι, δηλαδή να εισάγουμε τα πάντα, να χρεώνουμε για τις αλόγιστες ενέργειές μας τις επόμενες γενιές, να υποθηκεύουμε το μέλλον της πατρίδας μας. Η ενασχόληση με τη γεωργία απαιτεί κυρίως ισορροπημένη προσέγγιση, προσωπική διάθεση. Ένα νέο ζευγάρι, γιατί γι αυτό τελικά μιλούμε, αντί να κάθεται άνεργο στην Αθήνα, μπορεί, με σχετικά μικρό κεφάλαιο και κυρίως με διάθεση εργασίας, να κερδίσει επάξια τη ζωή του, να δημιουργήσει τις βάσεις για ένα αξιοπρεπές μέλλον στην επαρχία. Στην επαρχία που σνομπάρεται σήμερα από τα ίδια τα παιδιά μας…
Πεποίθησή μου είναι ότι έχουμε σαν κοινωνία όλα αυτά που χρειάζονται για να ξεκινήσουμε μια νέα πορεία, με ένα ενδογενές παραγωγικό μοντέλο, όπου ο πρωτογενής τομέας θα έχει καθοριστικό ρόλο. Δεν πιστεύω ότι το μοντέλο της οικονομίας των υπηρεσιών αποτελεί λύση, αφού οι υπηρεσίες πρέπει να στηρίζονται στην παραγωγή και στη μεταποίηση. Αν όλα είναι εισαγόμενα δεν υπάρχει διέξοδος. Θέλουμε ένα μοντέλο παραγωγικό, αγρο-κεντρικό, δηλαδή στην ουσία ένα ανθρωπο-κεντρικό, αφού χωρίς τον παραγωγό, τον άνθρωπο, δεν έχει ενδιαφέρον καμία δραστηριότητα. Υπό την έννοια αυτή η επιλογή του χωριού, της γεωργίας ως τρόπου ζωής είναι σημαντική προσωπική αλλά και πολιτική επιλογή, είναι επιλογή ανθρωπίνων σχέσεων, διαφορετικής οργάνωσης του κοινωνικού βίου. Η ευημερία δεν ταυτίζεται με την κατοχή υλικών αγαθών. Ο αγρότης, ο παραγωγός μπορεί, χάρη στην επαφή του με τη φύση να αναδείξει τη νέα ισορροπία, δηλαδή την ηθική διάσταση της ανάπτυξης και την κοινωνική χρησιμότητα των παραγομένων προϊόντων. « Ο αληθινός πολιτισμός προέρχεται μέσα από τη φύση και είναι αγνός, λιτός και απλός » (Masanobu Fukuoka) Το μέλλον μας θα διαμορφωθεί με βάση αυτές τις αρχές καθώς και από την συμμετοχή μας στην κοινότητα, το τέλος του υπερβολικού καταναλωτισμού και του ατομικισμού είναι πλέον ορατό. Έτσι όλα μπορούν να αλλάξουν. Σε αυτό το πλαίσιο ο γεωργός, ο παραγωγός, το χωριό με τα αυθεντικά του έθιμά του και τον ιδιαίτερο τρόπο ζωής, έχουν ένα νέο κοινωνικό και οικονομικό ρόλο.
Προϋποθέσεις επιτυχίας
Πώς όμως θα γίνει αυτή στροφή; Πώς θα ξεκινήσει μια σοβαρή και αξιόπιστη εθνική προσπάθεια για παραγωγή και προκοπή. Ας δούμε πρώτα τις ρεαλιστικές προϋποθέσεις που σχετίζονται με την συγκυρία. Ποιες είναι οι πτυχές εκείνες που προσδιορίζουν σήμερα την οικονομική και κοινωνική θέση των αγροτών; Ως βάση του συλλογισμού λαμβάνεται η επείγουσα ανάγκη προσδιορισμού του φορολογητέου εισοδήματος που προέρχεται από εν γένει άσκηση αγροτικής δραστηριότητας, στα πλαίσια της συνταγματικής αρχής που επιτάσσει την ισότιμη συμμετοχή των πολιτών στα φορολογικά βάρη. Πρόκειται για ένα περίπλοκο θέμα το οποίο συνδέεται με πολιτικές πρακτικές, συντεχνιακά συμφέροντα, ισχυρή γραφειοκρατία και βεβαίως παγιωμένες κοινωνικές αντιλήψεις και στερεότυπα.
Κατ’ αρχήν πρέπει να γίνει σαφές ότι η ελληνική Πολιτεία και η ΕΕ έχουν προσδιορίσει σε διαφορετικές φάσεις τα κριτήρια της αγροτικής ιδιότητας είτε λόγω των επιδοτήσεων, είτε λόγω της φορολογικής πολιτικής. Στην Ελλάδα ειδικότερα η κομματική παροχολογία, στα πλαίσια της καθιερωμένης πελατειακής λογικής, δημιούργησε πρόσθετες δυσκολίες.
Υπάρχουν σήμερα αρκετοί ορισμοί του αγρότη/γεωργού, συχνά αντιφατικοί και επικαλυπτόμενοι, που βρίσκονται σε Νόμους, Κανονισμούς, Οδηγίες, αλλά και σε ερμηνευτικές Εγκυκλίους που αφορούν την εφαρμογή των μέτρων ενίσχυσης ή την υλοποίηση των διαδοχικών προγραμμάτων αγροτικής ανάπτυξης. Με την επιφύλαξη συνεπώς των ισχυουσών εθνικών και κοινοτικών διατάξεων σε όλους τους τομείς, για τις οποίες απαιτείται μια ενδελεχής νομική εργασία ακριβούς καταγραφής και προσδιορισμού τους, παραθέτω προς συνεκτίμηση τα εξής στοιχεία:
-Η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) της ΕΕ, είναι η παλαιότερη κοινοτική πολιτική και ορίζει εδώ και πολλές δεκαετίες, τα ισχύοντα στον τομέα της αγροτικής πολιτικής, επηρεάζοντας σαφώς το αγροτικό εισόδημα και την παραγωγή, μέσω των διαφόρων ενισχύσεων και προγραμμάτων. Η ενίσχυση στην παραγωγή, υπό μορφή άμεση ή έμμεση, αφορά όλα τα κράτη-μέλη και καλύπτει τις σημαντικότερες αγροτικές δραστηριότητες. Αυτή η πολιτική διαμόρφωσε ένα ξεχωριστό και αρκετά γραφειοκρατικό θεσμικό πλαίσιο κι ένα οικονομικό τοπίο, που εξυπηρετεί πέραν του αγρο-διατροφικού τομέα κι άλλες κοινωνικές ανάγκες (π.χ. έργα υποδομών, περιβάλλον). Η ΚΑΠ αλλάζει αργά, κάθε επταετία περίπου, αλλά οι δομές που δημιουργούνται εξακολουθούν να ισχύουν και στην επόμενη φάση, ενώ τα «δικαιώματα» και οι συναφείς ενισχύσεις που εκχωρούνται εθίζουν στους παραγωγούς σε συγκεκριμένες δραστηριότητες, δημιουργούν στρεβλώσεις και αποκλίσεις από την αγορά, η οποία βεβαίως αλλάζει πολύ γρήγορα. Η στροφή και ο εθισμός των παραγωγών στις επιδοτούμενες καλλιέργειες οδήγησε στην εγκατάλειψη παραδοσιακών καλλιεργειών και το παράλληλα άνοιγμα της εθνικής αγοράς σε συνδυασμό με τις «ελληνοποιήσεις» εισαγομένων προϊόντων, οδήγησε ολόκληρους κλάδους στον αφανισμό.
-Η εθνική νομοθεσία συνήθως ακολουθεί την ΕΕ και είναι εφαρμοστική των κοινοτικών κανονισμών, ενώ σε κάθε κανονισμό υπάρχει η γνωστή φράση «τα κράτος-μέλος δύναται....». Αυτό σημαίνει ότι το κάθε κράτος έχει την δυνατότητα χρήσης μιας μορφής ευελιξίας στην εφαρμογή των κανονισμών της ΕΕ κι αυτό σημαίνει αποκλίσεις από κράτος σε κράτος, ανάλογα με τις προτεραιότητες και τις επιλογές. Η φορολογική πολιτική είναι εν πολλοίς υπόθεση των εθνικών κυβερνήσεων κι έτσι εξηγούνται οι διαφορετικές προσεγγίσεις, οι διαφοροποιήσεις σε ό,τι αφορά ορισμούς όπως το κατώτατο εισόδημα, το «κατώφλι της φτώχειας», το ύψος του αφορολόγητου εισοδήματος, κοκ. Σε χώρες όπως η Ελλάδα όπου οι αλλαγές της φορολογικής νομοθεσίας είναι συχνότατες και μάλιστα μέσα στο ίδιο οικονομικό έτος, αυτό δημιουργεί ένα λαβύρινθο νομικών διατάξεων που περιπλέκονται περισσότερο από τις δεκάδες εφαρμοστικές αποφάσεις και εγκυκλίους που έπονται. Ο έλεγχος, ο εναρμονισμός όλων αυτώ των ρυθμίσεων, η σαφήνεια και κυρίως η απλοποίηση των διαδικασιών είναι πλέον μια απαραίτητη εργασία. Εφόσον βεβαίως δεν υπάρχει στην ΕΕ κοινή φορολογική πολιτική, όλοι οι επαγγελματίες ελέγχονται από την εθνική νομοθεσία.
-Η έννοια της επιχείρησης όπως εξελίχθηκε μέχρι σήμερα, δεν αφορά τις αμιγώς αγροτικές επιχειρήσεις, αφού η κοινοτική και εθνική νομοθεσία, για λόγους γενικότερου συμφέροντος θεωρούν ότι η αγροτική δραστηριότητα στα πλαίσια της ΚΑΠ (ρυθμίσεις, αδειοδοτήσεις, έλεγχοι, «ιστορικά δικαιώματα» για επιδοτήσεις, ρυθμίσεις και παρεμβάσεις στην αγορά, κίνητρα, πρόστιμα, κοκ) λειτουργεί ως ένα αυτοτελές «ειδικό καθεστώς». Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το καθεστώς αυτό δημιούργησε στην πράξη ένα «ειδικό επάγγελμα» και γι αυτό η φορολογική του αντιμετώπιση δεν πρέπει να εδράζεται σε μια γενική οριζόντια βάση αύξησης των εσόδων, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η γενικότερη λογική και σκοπιμότητα της αγροτικής δραστηριότητας. Δυστυχώς οι επιδοτήσεις ιστορικά δεν ενίσχυσαν την παραγωγή (υποδομές, βελτίωση μονάδων, μείωση του κόστους παραγωγής), αλλά διοχετεύθηκαν χωρίς έλεγχο σε μη παραγωγικές επενδύσεις (ακίνητα, αυτοκίνητα) και στην κατανάλωση εισαγομένων προϊόντων..
-Λόγω των ειδικών αναγκών και της ανάγκης αυστηρού ελέγχου των κοινοτικών πόρων, οι προσδιορισμοί αλλάζουν συχνά με κάθε νέο κανονισμό ή νόμο, και εισάγουν στοιχεία που δεν απαντώνται σε άλλα επαγγέλματα, κατηγορίες ή ενασχολήσεις: π.χ. κατά κύριο ή αποκλειστικό επάγγελμα αγρότης, ελάχιστος χρόνος απασχόλησης εντός της εκμετάλλευσης, εργατοώρες απασχόλησης ανάλογα με την δραστηριότητα, περιορισμοί άσκησης δραστηριότητας στον χώρο της Κοινότητας ή του Δήμου, αγροτικό εισόδημα από ετεροεπαγγελματίες, εισόδημα από ενοικίαση γης, ετήσιες δηλώσεις ΟΣΔΕ με ταυτοποιήσεις κτημάτων και σύστημα ελέγχου των ζώων, κλπ. Ο Υπουργός Γεωργίας καθορίζει εξάλλου με απόφασή του το ποσοστό του ετήσιου χρόνου απασχόλησης στη γεωργία ανά προϊόν και ανά καλλιεργούμενη έκταση. Ο χρόνος αυτός μεταφράζεται από τον ΟΠΕΚΕΠΕ με βάση την ετήσια δήλωση ΟΣΔΕ σε «δικαιώματα», μέσα από ένα δαιδαλώδες σύστημα που μόνο οι ειδικοί κατανοούν. Η ανάγκη συμπερίληψης της οικογενειακής διάστασης, αφού από τη φύση της η αγροτική δραστηριότητα εμπλέκει συχνά ολόκληρη την οικογένεια (π.χ. θερμοκήπιο, κτηνοτροφία) καθιστά το εγχείρημα δυσκολότερο. Στην πράξη κάθε νέος κανονισμός ή ορισμός περιπλέκει κι άλλο τα πράγματα, ενώ έχουμε άμεση ανάγκη απλοποίησης. Στη νέα ΚΑΠ σημασία έχει πλέον ο ορισμός του «ενεργού αγρότη» κι αυτό έχει σημασία για μια σειρά ζητήματα, όπως είναι οι «μεταβιβάσεις δικαιωμάτων», η ενοικίαση γης, οι φορολογικές ελαφρύνσεις, κλπ. Παραθέτω για μια συνολικότερη απεικόνιση το παρακάτω στοιχεία της ΠΕΝΑ: «Με την νόθευση της εκπροσώπησης των αγροτών, με «Μητρώο Αγροτών» στο οποίο εγγράφονται και απασχολούμενοι με εισόδημα μόνο κατά 35% από αγροτικά επαγγέλματα αλλά και οι συνταξιούχοι αγρότες, με επαγγελματίες αγρότες αλλά και ετεροεπαγγελματίες παραγωγούς 1.200.000 Έλληνες και Αλλοδαπούς να έχουν εισόδημα από αγροτική δραστηριότητα, με 850.000 να εισπράττουν ενιαία ενίσχυση από την ΚΓΠ της ΕΕ, με 500.000 περίπου να δηλώνουν «αγρότες 35%», με εκτιμώμενους 320.000 «κατά κύριο επάγγελμα αγρότες», συμπεριλαμβάνοντας και τους συνταξιούχους αγρότες, άνω των 65 ετών και με μόνο 180.000 πραγματικούς αγρότες, δηλαδή κάτω των 65 ετών αποκλειστικά απασχολούμενους με την αγροτική παραγωγή ως επάγγελμα, το σύνολο αυτό δεν βοηθά στην διαμόρφωση ενός υγιούς, ειλικρινούς και εφαρμόσιμου συμβολαίου μεταξύ αγροτών και καταναλωτών, το οποίο να έχει πιθανότητα πραγματικής συμβολής στην ανάπτυξη και την ευημερία του τόπου, με παραγωγή πλούτου και όχι μόνο δικαιολόγηση επιδοτήσεων.» (http://www.neoiagrotes.gr/el/content/einai-dyskolo-na-eisai-agrotis-kai-tragiko-na-eisai-neos-agrotis).
-Η ανάγκη ακριβούς προσδιορισμού του αγροτικού εισοδήματος και ειδικά των καθαρών κερδών που προκύπτουν μετά τον συμψηφισμό εσόδων-εξόδων και κατ’ επέκταση η δίκαιη κατανομή των φορολογικών βαρών μεταξύ των πολιτών, πρέπει να λάβει υπόψη της πέραν των ανωτέρω και τους φυσικούς περιορισμούς της αγροτικής δραστηριότητας: τα στοιχεία της φύσης δεν ελέγχονται, οι παραγωγοί είναι εκτεθειμένοι σε πολλούς κινδύνους που δεν καλύπτονται από τον ΕΛΓΑ στο σύνολό τους και γι αυτούς τους λόγους, ειδικά στις δυσπρόσιτες ή μειονεκτικές από πλευράς πρόσβασης περιοχές, η ΕΕ και η Πολιτεία έχουν θεσπίσει ειδικές ενισχύσεις οι οποίες δεν αποτελούν κλασσική περίπτωση εισοδήματος. Πρόκειται για ενισχύσεις εγκατάστασης, διαβίωσης, συντήρησης του χώρου και αποφυγής της ερήμωσης του τόπου, αφού η αγροτική δραστηριότητα είναι πολυδιάστατη.
-Η αγορά από τη φύση της δεν μπορεί εγγυηθεί το αγροτικό εισόδημα. Οι τιμές των βασικών προϊόντων είναι συνάρτηση αφενός των καιρικών συνθηκών και αφετέρου αποτέλεσμα προσφοράς και ζήτησης ή διαπραγμάτευσης των αγαθών στα διεθνή χρηματιστήρια. Ορθώς λοιπόν η ΕΕ έχει προβλέψει ενισχύσεις υπέρ της αγροτικής δραστηριότητας. Η κοινωνία και η οικονομία χρειάζονται αγροτικά προϊόντα σε σταθερή βάση, προϊόντα πολλά και καλής ποιότητας, γι αυτό και υπάρχουν τα κοινοτικά Ταμεία παρέμβασης και υποδομών ώστε να λειτουργεί ομαλά το σύστημα μέσω των κινήτρων, τουλάχιστον για τους μικρούς και μεσαίους παραγωγούς. Οι μεγάλες αγροτικές επιχειρήσεις είναι προσανατολισμένες στην αγορά και τις εξαγωγές, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν κάνουν κι αυτές χρήση των επιδοτήσεων. Η φθίνουσα πορεία της αγροτικής οικονομίας, η μείωση του αριθμού των απασχολουμένων και η κοινωνική απαξίωση του αγρότη είναι σημεία που αποδεικνύουν τις εγγενείς δυσκολίες της ενασχόλησης στην ύπαιθρο, πράγμα που αντανακλάται και στις προτιμήσεις των νέων σχετικά με τον επαγγελματικό προσανατολισμό.
-Για τους λόγους αυτούς θεωρώ ότι οι αγρότες είναι κυρίως παραγωγοί προϊόντων και υπηρεσιών, αλλά δεν είναι ούτε κατά νόμο ούτε και στην πράξη ελεύθεροι επαγγελματίες ή επιτηδευματίες και γι αυτό δεν πρέπει να εξομοιωθούν φορολογικά αυτούς. Οι κοινοτικές και οι εθνικές ρυθμίσεις είναι ειδικές, λεπτομερείς και αυστηρές κι επομένως ο αγρότης δεν έχει την δυνατότητα επιλογής και την ελευθερία κινήσεων του ελεύθερου επιχειρηματία κατά το κοινοτικό και εθνικό, αστικό και εμπορικό δίκαιο. Υπάρχουν περιορισμοί στις καλλιέργειες, απαιτούνται ειδικές άδεις καλλιεργειών, υπάρχουν οι ΚΟΑ, κοκ, και γι αυτό θα πρέπει να υπάρχουν ειδικές φορολογικές ρυθμίσεις για τους αγρότες-παραγωγούς στη βάση της αρχής της αναλογικότητας και με σεβασμό των κοινοτικών προβλέψεων και πρακτικών. Η νομολογία του ΔΕΚ δεν συνηγορεί υπέρ της εξαίρεσης των αγροτών από τις εθνικές φορολογικές ρυθμίσεις. Πρέπει όμως να αποφευχθούν μέτρα που οδηγούν σε περαιτέρω μείωση της ανταγωνιστικότητας σε σχέση με τους εταίρους μας στην ΕΕ. Δεν νοείται π.χ. προκαταβολή φόρου για τους μικρούς τουλάχιστον παραγωγούς, των οποίων το ετήσιο καθαρό εισόδημα δεν υπερβαίνει τα 12.000 ευρώ. Οι ισχύουσες νομοθετικές προβλέψεις είναι αντιπαραγωγικές και ο κίνδυνος της εγκατάλειψης των μικρών εκμεταλλεύσεων εμφανής. Πρέπει τώρα να βρεθούν λύσεις πριν είναι αργά, πριν επέλθει το μοιραίο χτύπημα.
-Τούτων δοθέντων η αγορά ή πώληση αγροτικού προϊόντος πρέπει οπωσδήποτε να συνοδεύεται από επίσημο παραστατικό (τιμολόγιο πώλησης ή αγοράς), αφού το τεκμαρτό εισόδημα είναι και ανεπαρκές και άδικο. Η φοροδιαφυγή οργιάζει τόσο στα αστικά κέντρα όσο και στην επαρχία και πρέπει να τεθεί φραγμός στις σημερινές πρακτικές της γενικής ανομίας. Ο έλεγχος και η απόδοση του ΦΠΑ είναι κεντρικό ζήτημα της σύγχρονης οικονομικής ζωής και θα πρέπει όλοι οι πολίτες να είναι συνεπείς, οι δε παραβάτες να υφίστανται τις συνέπειες. Αφού η ετήσια δήλωση εισοδήματος του αγρότη βασίζεται πλέον σε αποδείξεις, τιμολόγια, συμβόλαια, τεκμήρια, βεβαιώσεις ενισχύσεων, ΟΣΔΕ, κοκ, η δημόσια πολιτική έχει όλα εκείνα τα στοιχεία που της επιτρέπουν να λειτουργεί συνεκτικά και αποτελεσματικά. Έτσι οι επενδύσεις του αγρότη σε ακίνητα ή μηχανήματα πρέπει να λαμβάνονται διαχρονικά υπόψη εκ μέρους της φορολογικής αρχής, ενώ η μεταποίηση προϊόντων εκ μέρους του παραγωγού και η οικοτεχνία πρέπει να τύχουν ευνοϊκής μεταχείρισης, ιδιαίτερα σε μια χώρα που θέλει να συνδέσει τον τουρισμό με την αγροτική παραγωγή και την πολιτιστική και γαστρονομική παράδοση. Γι αυτό είναι απείρως προτιμότερο και αποδοτικότερο να εστιάσουμε σήμερα στην καταπολέμηση της αγροτικής φοροδιαφυγής μέσω της καταβολής και απόδοσης του ΦΠΑ και στην προοδευτική φορολόγηση των καθαρών κερδών, εστιάζοντας κυρίως στις αγροτικές επιχειρήσεις και θέτοντας ένα λογικό αφορολόγητο όριο για τους πραγματικούς παραγωγούς. Προτείνω γι αυτό τη σύνταξη ενός «Κώδικα φορολογίας αγροτικού εισοδήματος», ώστε να καλύπτονται με σαφήνεια όλες οι περιπτώσεις και να διασφαλίζεται η σταθερότητα των οικονομικών και επενδυτικών δραστηριοτήτων. Αξίζουν επισήμανσης οι σχετικές προτάσεις του ΓΕΩΤΕ/ΔΜ: «Αλλά και η επιχειρούμενη εξομοίωση της φορολόγησης των αγροτών με τους ελεύθερους επαγγελματίες είναι απολύτως λανθασμένη γιατί στην αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα υπάρχουν ιδιαίτερες συνθήκες, όπως συχνές φυσικές καταστροφές της παραγωγής, αλλά και των παραγωγικών μέσων….» (http://www.e-geoponoi.gr/2010-01-09-21-08-09/11395-2015-09-04-19-26-11.html)
Στην Ελλάδα ειδικά, λόγω της γήρανσης του πληθυσμού, του δημογραφικού προβλήματος και της επί σειρά δεκαετιών εγκατάλειψης της γεωργίας, πρέπει να γίνει άμεσα η επεξεργασία μιας πολιτικής αγροτικής ανάπτυξης, με διαμόρφωση εθνικών στόχων και εξειδίκευση ανά Περιφέρεια και προϊόν. Με την ευκαιρία της νέας ΚΑΠ πρέπει να θέσουμε ως στόχο την δραστική μείωση του κόστους παραγωγής, την στροφή στην ποιότητα και την εξωστρέφεια και κυρίως την προσέλκυση νέων στον αγροτικό χώρο. Η κρίση είναι ευκαιρία, η αγροτική επιχειρηματικότητα πρέπει να μπει σε νέα βάση, αλλά χωρίς νέους στην παραγωγή αυτό είναι ανέφικτο. Οι παρεμβάσεις όμως πρέπει να είναι μελετημένες και συνολικές, αφού η κοινωνική απαξίωση του αγρότη αποτελεί βασική αιτία αποστροφής της νεολαίας προς το αγροτικό επάγγελμα.
Συμπερασματικά θεωρώ ότι τα φορολογικά μέτρα θα πρέπει να είναι εργαλείο και συνάρτηση μιας συγκροτημένης δημόσιας αγροτικής πολιτικής που σήμερα δεν υπάρχει. Αυτή η νέα πολιτική θα αποσκοπεί στην ριζική αλλαγή των όρων άσκησης αγροτικής δραστηριότητας, με άμεσο εξορθολογισμό των υφισταμένων ρυθμίσεων, επανεξέταση των παρακρατήσεων των επιδοτήσεων υπέρ τρίτων, κλπ, τόνωση της επιχειρηματικότητας και της οικογενειακής εκμετάλλευσης, ώστε η χώρα μας να αξιοποιήσει με επιτυχία τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα. Μελέτες και προτάσεις υπάρχουν, τόσο για τη συμβατική όσο και για τη βιολογική γεωργία, αλλά αυτό που λείπει είναι η βούληση για ορθολογισμό και διαμόρφωση εθνικής πολιτικής αγροτικής ανάπτυξης. Η παραγωγή, η μεταποίηση, η ποιότητα, οι εξαγωγές, η κοινωνική ασφάλιση, οι επενδύσεις, οι επιδοτήσεις, ο ΕΛΓΑ, οι συντάξεις, κοκ, όλα αυτά είναι στοιχεία για μια συνεκτική πολιτική που θα καλύπτει σαφώς και τη φορολογική πτυχή. Το ζητούμενο είναι η νέα αυτή πολιτική, να λειτουργεί με τρόπο δίκαιο, ανταγωνιστικό και αποτελεσματικό, ώστε να επιβιώσει και να προκόψει ο πρωτογενής τομέας για να αντισταθεί η χώρα στην κρίση. Διαφορετικά η φθίνουσα πορεία του χώρου θα συνεχιστεί και οι συνέπειες για την εθνική οικονομία θα είναι δυσβάστακτες.
Η πολιτική πρέπει συνεπώς τώρα να παρέμβει. Προτείνω να συνέλθει άμεσα το Εθνικό Συμβούλιο Αγροτικής Πολιτικής, με συμμετοχή όμως και των εκπροσώπων των παραγωγών, για να συντάξει πόρισμα και να προτείνει νέες κατευθύνσεις. Το πόρισμά του να σταλεί στη νέα Βουλή, όπου θα πρέπει να συσταθεί άμεσα μια διακομματική επιτροπή για σύνταξη έκθεσης και διατύπωση προτάσεων σχετικά με το μέλλον της εθνικής αγροτικής παραγωγής. Όλα τα άλλα θα ακολουθήσουν. Τα λόγια τέλειωσαν, ήρθε η ώρα της πράξης. Η νέα ΚΑΠ αφήνει πολλά περιθώρια σε κάθε κράτος μέλος στην εφαρμογή της πολιτικής και καθορισμό των προτεραιοτήτων.
Αντί επιλόγου
Το συμπέρασμα είναι απλό. Έρχονται σκληρά χρόνια. Στην εποχή της σύγχυσης και της ανασφάλειας, πρέπει να δούμε πώς θα διασφαλίσουμε το μέλλον. Ένα μέλλον βιώσιμο, με αξιοπρέπεια, με αισιοδοξία. Ο σύγχρονος κόσμος υπολογίζει τις χώρες που παράγουν, που δημιουργούν, που εξάγουν. Η Ελλάδα πρέπει να δημιουργήσει ένα νέο, ενδογενές, ανθρωπο-κεντρικό μοντέλο. Κι αυτό σημαίνει ένα μοντέλο αγρο-κεντρικό, όπου θα συνυπάρχουν οι διαστάσεις της παραγωγής, της συνεργασίας, της δημιουργίας. Με τη νεολαία στην παραγωγή, με την επαρχία αναζωογονημένη, την κοινωνία αισιόδοξη. Μπορούμε, αν το θελήσουμε.
http://endogenis.blogspot.de/2016/03/blog-post.html
Εισαγωγή
Εδώ που φτάσαμε και χωρίς βαρύγδουπες αναλύσεις, πρέπει να απαντήσουμε κυρίως στο ερώτημα «τί κάνουμε τώρα». Το τώρα συνδέεται σαφέστατα με το αύριο, με το μέλλον, με την επιβίωση της χώρας. Η κατάσταση της οικονομίας είναι γνωστή, η σύνθεση του ΑΕΠ, έστω όπως αυτό υπολογίζεται, επίσης, ενώ οι νοοτροπίες, οι πρακτικές των πολιτών, αλλά και η λειτουργία του θεσμικού και πολιτικού συστήματος δεν προοιωνίζουν αισιοδοξία. Πάμε στην παραγωγή λοιπόν, αφού εκεί θα κριθεί η μάχη της επιβίωσης. Παραγωγή προϊόντων, προϊόντα για κατανάλωση και μεταποίηση, προϊόντα ποιοτικά για την εσωτερική αγορά και τις εξαγωγές. Πού θα στηριχθούμε; Σε ένα νέο ενδογενές μοντέλο και στον πρωτογενή. Στα βασικά δηλαδή.
Η λογική του αγρο-κεντρικού μοντέλου
Να δούμε καθαρά το πρόβλημα. Δεν παράγουμε αρκετά, εισάγουμε πολλά αγαθά, οι ανισορροπίες στην οικονομία είναι διαχρονικές. Οι δυσκολίες της ανάγνωσης των αριθμών και των στοιχείων, λόγω της παραοικονομίας και της μικρής ελληνικής οικογενειακής επιχείρησης, δεν πρέπει να οδηγήσουν στην υποτίμηση του προβλήματος. Για την δημιουργία των απαραίτητων νέων θέσεων εργασίας δεν περιμένουμε θαύματα: το δημόσιο αδυνατεί, οι επιχειρήσεις κλείνουν, το εμπόριο έχει δυσκολίες, ο τουρισμός λειτουργεί εποχικά και ανάλογα με τη συγκυρία. Πώς θα δημιουργηθούν λοιπόν νέες θέσεις εργασίας; Η απάντηση βρίσκεται στην αυτο-απασχόληση και συγκεκριμένα στον αγροτικό τομέα. Από τη μια άκρη της χώρας μέχρι την άλλη οι νέοι και οι άνεργοι επιστρέφουν στο χωριό, χωρίς βοήθεια, χωρίς στήριξη, συχνά χωρίς γνώση. Η κρίση οδηγεί τους ανθρώπους στην επιβίωση, στην αυτο-κατανάλωση, στην αγροτική παραγωγή. Κυριαρχεί όμως η γραφειοκρατία, η έλλειψη φαντασίας, στην ουσία η άρνηση της πραγματικότητας. Κι όμως η χώρα έχει σημαντικά πλεονεκτήματα (κλίμα, γεωγραφία, διατροφικό πολιτισμό, βιοποικιλότητα, ιστορική παράδοση), μπορεί να πρωτοστατήσει, να κάνει τη στροφή στην παραγωγή, στην ποιότητα, στην ανάδειξη του τοπικού προϊόντος, του τοπικού πολιτισμού, όπως γίνεται σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Έχουμε επιπλέον την παράδοση, τα βιώματα των κοινοτήτων, τις παρακαταθήκες του κοινοτισμού του Καραβίδα, που προσαρμοσμένες στα σημερινά δεδομένα μπορούν να αποτελέσουν ένα νέο πεδίο δράσης, συνεργασίας, κοινωνικής ένταξης, αναγνώρισης ενός νέου ρόλου: αυτού του παραγωγού, του ενεργού του οικονομικού συντελεστή. Με ή χωρίς επιδοτήσεις, με μικρή ή μεσαία περιουσία, με μικρό θερμοκήπιο ή διαφοροποιούμενες παραγωγές λαχανικών ένα νέο ζευγάρι θα προσπαθήσει κάτι νέο, διαφορετικό, δημιουργικό. Με σκληρή εργασία, με αγάπη για τα δέντρα, τα ζωντανά ή τα λαχανικά, με αγάπη και φροντίδα με ό,τι καταπιάνεται καθημερινά. Όλα τα άλλα θα έρθουν.
Ποιότητα ζωής, οικονομικό ενδιαφέρον, αυτο-απασχόληση και αυτό-κατανάλωση, συνεργασία και λειτουργική σχέση με την κοινότητα, τοπικές συνέργειες, αυτά είναι τα νέα στοιχεία, μακριά από την κρίση της πόλης. Δεν γίναμε ποτέ βιομηχανική χώρα, η φούσκα των υπηρεσιών έσκασε, τα δανεικά τέλειωσαν, τί απομένει; Να οργανώσουμε την επιστροφή στην ύπαιθρο, την παραγωγή αγαθών, την ένταξη των νέων στη μικρή κοινότητα. Χωρίς να υποτιμούμε τα προβλήματα, ας δούμε ρεαλιστικά το μέλλον. Μόνο ο αγροτικός τομέας μπορεί σήμερα να δώσει πλούτο, πρώτη ύλη για τη βιοτεχνία, τη βιομηχανία, το εμπόριο, την αγορά, τις εξαγωγές. Η λύση είναι η αγροτική επιχειρηματικότητα, η απάντηση στην κρίση είναι η αγροτική παραγωγή. Από το «φύγε από το χωριό» του ’60 φτάσαμε στο «πίσω στο χωριό» του 2016. Ήρθε η ώρα για τα ξεχασμένα χωριά να πάρουν την εκδίκησή τους, η πόλη δεν δίνει πλέον καμία ελπίδα. Κι η ελπίδα είναι η παραγωγή, η σκληρή καθημερινή εργασία, η συνεργασία με τους συντοπίτες, η συνέργεια με τους άλλους παραγωγούς, με τη βιοτεχνία και το εμπόριο. Εν ολίγοις, η κρίση οδηγεί τη χώρα σε ένα άλλο οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο, ενδογενές, βιώσιμο, παραγωγικό, εξωστρεφές, δημιουργικό.
Όταν μιλάμε για θέματα βιώσιμης ανάπτυξης το στοιχείο της τοπικότητας πρέπει βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Το ενδιαφέρον για το τοπικό δεν είναι απλά μια πρόχειρη, απλοϊκή, αυθόρμητη απάντηση στην ισοπεδωτική παγκοσμιοποίηση, στην απρόσωπη αγορά. Είναι η καρδιά του προβλήματος που ζούμε σήμερα. Όλα ανάγονται πλέον σε ζήτημα ανταγωνισμού κι έτσι τόσο οι μετεγκαταστάσεις επιχειρήσεων σε απόμακρες χώρες, όσο και οι εισαγωγές φθηνών προϊόντων προκύπτουν σαν κάτι το λογικό. Κι όμως το τοπικό έχει ασύγκριτα πλεονεκτήματα γιατί είναι χειροπιαστό, δίπλα σου, συνδέεται με την εγχώρια ιστορία, με την κοινωνική τεχνογνωσία, με την διατήρηση των θέσεων εργασίας, με την ζωή σου, την αγάπη για τον τόπο και τους ανθρώπους του.
Στο βιβλίο του «Sans plus attendre! » (KER éditions, 2014) o τεχνοκράτης και ακτιβιστής της βιώσιμης ανάπτυξης Guibert del Marmol, αναδεικνύει την οικονομική δραστηριότητα με βάση την τοπικότητα, σαν μια ξεχωριστή διάσταση. Τονίζει με έμφαση τα ειδικά χαρακτηριστικά της όπως είναι η σχέση της με το υπάρχον οικοσύστημα, η αυτοκατανάλωση αγαθών, οι τοπικές συνέργειες μεταξύ των διαφόρων επαγγελματικών ομάδων, η δημιουργία δικτύων συνεργασίας μεταξύ παραγωγών, δικτύων χρηματοδότησης επιχειρήσεων και προώθησης προϊόντων, κοκ.
Αν αναλύσουμε ένα-ένα όλα αυτά τα χαρακτηριστικά θα δούμε ότι οι τοπικές συνέργειες αφορούν την γεωργία, δηλαδή τη βάση της παραγωγής των αγαθών, τη βιοτεχνία και την μεταποίηση, τις υπηρεσίες όπως είναι ο τουρισμός, κοκ. Όλα αυτά δείχνουν ότι, χωρίς να είναι κανείς αφελής ή εξωπραγματικός, είναι δυνατή μια άλλη θεώρηση της ανάπτυξης, όχι απλά στη βάση των δεικτών μεγέθυνσης του ΑΕΠ, αλλά στη βάση της βιωσιμότητας των δράσεων. Κι αυτό σημαίνει πολλά θετικά για τον άνθρωπο, για το περιβάλλον, για την ποιότητα ζωής, για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των μελλοντικών γενεών.
Η τοπικότητα αποτελεί λοιπόν μια καίρια διάσταση, όχι με την έννοια του κλειστού τοπικισμού, αλλά με την έννοια της ανάπτυξης συνεργασιών πρώτα μέσα στην τοπική κοινότητα παραγωγών, έπειτα με άλλες όμορες κοινότητες ή και με μακρινές περιοχές που ασπάζονται τα ίδια κίνητρα και αρχές. Υπάρχουν πολλά τέτοια δίκτυα και συνεργασίες που αφορούν την κατανάλωση (έντιμο εμπόριο), τον τουρισμό, τις επενδύσεις (ηθικές τράπεζες), τον πολιτισμό (ανταλλαγές). Τοπικότητα σημαίνει ανάδειξη των χαρακτηριστικών της κάθε περιοχής με πνεύμα ανοιχτό, με ικανότητα σύνθεσης ανάμεσα στο παλιό και το νέο, με ευρηματικότητα και με διάθεση συνεργασίας, με χρήση σύγχρονων τεχνολογιών, με νέους τρόπους δράσης.
Η γοητεία του τοπικού και η αυθεντικότητά του, η αξιοποίηση και η ενασχόληση με τις γνώσεις και τα βιώματα των προηγούμενων γενεών, η προστασία του περιβάλλοντος, η ανάδειξη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του τοπίου, η παραγωγή και προώθηση τοπικών προϊόντων, όλα αυτά μπορούν να συνθέσουν το νέο μοντέλο ενδογενούς και βιώσιμης ανάπτυξης που τόσο έχουμε ανάγκη. Το παλιό μοντέλο μας οδήγησε σε αδιέξοδο, ήρθε η ώρα να δράσουμε δημιουργικά και πρωτίστως τοπικά. Να επωφεληθούμε από τις νέες τεχνολογίες που μας δίνουν τη δυνατότητα να γνωρίζουμε τί γίνεται αλλού, αλλά να μην υποβαθμίσουμε - λόγω μιμητισμού ή αδράνειας – τις τοπικές, ενδογενείς δυνατότητες.
Η Ελλάδα έχει, χάρη στη γεωγραφία και την ιστορία της, μοναδικά πλεονεκτήματα. Μάλιστα οι τοπικές ιδιαιτερότητες, το περιορισμένο και το μικρό, το πεδινό, το ορεινό, το νησιώτικο, το μικρο-κλίμα και τα ποικίλα όρια που θέτουν οι ορεινοί όγκοι της πατρίδας μας, θεωρούνται ως βασικός λόγος ανάπτυξης της ελληνικού πολιτισμού. Από τις νησιά-πόλεις-κράτη της αρχαιότητας μέχρι τις κοινότητες της σύγχρονης περιόδου, οι ανάγκες επιβίωσης και επικοινωνίας διαμόρφωσαν πρακτικές, αρχές, συμπεριφορές, βιώματα που έδωσαν την δυνατότητα στον έλληνα να αξιοποιήσει με μέτρο τα πάντα. Την ομορφιά του τοπίου, τα ντόπια υλικά, τις τέχνες, τις γεύσεις, τις γραμμές και τις αρετές που πρέπει να διέπουν τον ανθρώπινο βίο.
Η σύγχρονη θεώρηση, εμπλουτισμένη με τις τεχνολογικές ανακαλύψεις, μπορεί να αναδείξει την τοπικότητα ως κεντρική συνισταμένη της πραγματικής οικονομίας, αξιοποιώντας αυτό ακριβώς το στοιχείο της άμεσης σχέσης της με την παραγωγή και τις επιχειρήσεις. Πόσο μακριά μπορεί να πάει εξάλλου η αβυσσαλέα απόσταση που χωρίζει σήμερα την παραγωγή αγαθών με τις διεθνείς υπηρεσίες, ιδιαίτερα αυτές των τραπεζών και του χρηματοπιστωτικού τομέα; Το νήμα έχει ορισμένα φυσικά όρια, κάποτε σπάει....
Αγρο-συνέργειες
Το βιβλίο μου «Πίσω στο χωριό...Η απάντηση στην κρίση είναι η αγροτική παραγωγή», εκδόσεις Λιβάνη, αποτελεί μια νέα προσέγγιση της ανάπτυξης που βασίζεται σε τρεις παραμέτρους:
-Πρώτη είναι η παράμετρος της κρίσης. Η κρίση είναι βαθιά, συστημική, και για την Ελλάδα τίθεται πλέον άμεσα το θέμα της επιβίωσης μεγάλου μέρους του πληθυσμού. Δεν πρέπει συνεπώς να μείνουμε στα καθιερωμένα και στο πολιτικώς ορθό, αλλά ως επιστήμονες, πρέπει να έχουμε την παρρησία να προειδοποιήσουμε την Πολιτεία και την κοινωνία και να αναδείξουμε τις εφικτές λύσεις. Έρχονται χρόνια δύσκολα, σκληρά και πρέπει να ετοιμασθούμε κατάλληλα. Η διεθνής κρίση εντείνει εξάλλου σε πολλές περιοχές του πλανήτη την επισιτιστική κρίση κι αυτό δίνει μια ιδιαίτερη διάσταση στο θέμα που μας απασχολεί.
-Δεύτερη παράμετρος είναι η αγροτική παραγωγή, ως συνιστώσα μιας ανάπτυξης νέου τύπου: τοπικής, εθνικής, παραγωγικής, δυναμικής με βάση κυρίως το παραδοσιακό μας οπλοστάσιο και την βαθιά ιστορική εμπειρία, με παράλληλη βέβαια χρήση των νέων μεθόδων και με σεβασμό στο οικοσύστημα. Μας ενδιαφέρει μια γεωργία πολυσχιδής, που παράγει πολλά προϊόντα και όχι μόνο αυτά που επιδοτούνται, μια γεωργία που συνδυάζει την εκλογικευμένη παραγωγή, την παραδοσιακές μεθόδους του τόπου και τις σύγχρονες πρακτικές που είναι φιλικές προς το περιβάλλον. Στόχος η παραγωγή προϊόντων ποιότητας, η μεταποίησή τους κοντά στους χώρους παραγωγής, η προώθηση των αγαθών στην αγορά με αποτελεσματικούς τρόπους και η νέα σχέση του παραγωγού τόσο με τον συνάδελφο παραγωγό (ομάδες παραγωγών, τοπικές δράσεις) όσο και με τον έμπορο και τον καταναλωτή, μέσα από τον αλληλοσεβασμό και τον αντίστοιχο επιμερισμό των ωφελημάτων σε ισότιμη βάση.
-Ο συνδυασμός των δύο πρώτων παραμέτρων μας οδηγεί στο κύριο θέμα της ταραγμένης εποχής μας, στο κοινωνικό ζήτημα, στο πώς θα «κάνουμε χωριό», δηλαδή πώς θα ξαναφτιάξουμε την κοινωνία μας. Το παλιό μοντέλο της ξέφρενης κατανάλωσης και του ατομικισμού απέτυχε, πρέπει τώρα να προτάξουμε το νέο. Στο νέο μοντέλο κοινωνικής συμβίωσης θα κυριαρχεί το μέτρο, η εργασία, η υπομονή, η συνεργασία, η δικαιοσύνη, η ανθρώπινη σχέση, η συμμετοχή στην κοινότητα. Στο νέο σύστημα θα κυριαρχεί η πραγματική οικονομία, όχι η φούσκα, όχι το αλόγιστο δάνειο, το δεύτερο εξοχικό, η τρίτη τηλεόραση, το τέταρτο αυτοκίνητο, κοκ. Το νέο οικονομικό αλλά και κοινωνικό αίτημα είναι αυτό του μέτρου, της κοινότητας, της ανθρωπιάς.
Γι αυτό το «πίσω στο χωριό», έχει νόημα σήμερα. Ο άνθρωπος ιστορικά εξελίχθηκε κι έφτιαξε το χωριό, την μικρή τοπική κοινότητα όπου δημιουργήθηκε η ανθρώπινη, βιοτική σχέση. Ο μοντερνισμός σε όλες του τις εκδοχές υποβάθμισε το χωριό και τους ανθρώπους του και ο καπιταλισμός έκανε τελικά την πόλη προωθώντας τη βιομηχανία και τις υπηρεσίες. Ήρθε η ώρα φαίνεται όπου το χωριό θα πάρει την εκδίκησή του, αφού ο αχαλίνωτος χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός καταστρέφει την οικονομία, την κοινωνία, το περιβάλλον, την επιχείρηση. Ο πολίτης αναζητεί διέξοδο, ο άνθρωπος θέλει πειστικές λύσεις.
Η γεωργία δεν είναι απλά ένας ακόμα οικονομικός συντελεστής, εμπεριέχει όλα τα στοιχεία που οριοθετούν έναν τρόπος ζωής. Εργασία, συμμετοχή, ταύτιση με τη φύση, άμεση σχέση με τους ανθρώπους, παράδοση, οικογένεια, κοινότητα. Η γεωργία είναι μια πειστική απάντηση στο σημερινό αδιέξοδο και μια απάντηση στην κρίση, αφού ο αγροτικός τομέας από τη φύση του και την εκτεταμένη παρουσία του στην ενδοχώρα παρουσιάζει πολλά πλεονεκτήματα προσωπικού ή κοινωνικού χαρακτήρα. Πέρα από τα εμφανή πλεονεκτήματα που συνδέονται με τον τρόπο ζωής κοντά στη φύση, ο αγροτικός τομέας παρουσιάζει υψηλό δείκτη συνέργειας με άλλους κλάδους και τομείς της πραγματικής οικονομίας : μεταποίηση, εξαγωγές, υποδομές, τουρισμός, πολιτισμός, εστίαση, κατανάλωση, κοκ, Όλοι αυτοί οι τομείς συνδέονται με τον αγροτικό χώρο, επηρεάζονται από τις δραστηριότητές του, εξαρτώνται από τις πρώτες ύλες του (δημητριακά, φρούτα, λαχανικά, μέλι, κρέας, γάλα, τυροκομικά, ξυλεία, αλιεύματα, κοκ) και αποτελούν τη βάση για την ανάπτυξη συναφών υπηρεσιών μέσα στην οικονομική ζωή. Οι τομείς αυτοί συνολικά συνθέτουν έναν ευρύτερο κύκλο που αποκαλώ «σύστημα αγρο-συνεργειών». Το σύνολο των θέσεων εργασίας αφορά στην ουσία την πραγματική μας οικονομία, ενδιαφέρει όλες σχεδόν τις οικογένειες και είναι διάσπαρτο σε ολόκληρη την επικράτεια.
Η μεγέθυνση, αλλά και η νέα σύνθεση του ΑΕΠ θα προέλθει μόνο μέσα από την αύξηση της παραγωγής στους κλάδους της πραγματικής οικονομίας. Γι αυτό είναι απαραίτητο να εμπεδωθεί μια διαφορετική αντίληψη σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη: μια ανάπτυξη βιώσιμη και ποιοτική, με αναζωογόνηση της υπαίθρου, με ενίσχυση της κοινωνικής και οικονομικής συνοχής, με εθνική αλληλεγγύη, με μέτρα ουσιαστικής στήριξης των αγροτών και κίνητρα για κάθε νέο παραγωγό προϊόντων και υπηρεσιών σε τοπικό επίπεδο. Χρειαζόμαστε ένα παραγωγικο-κεντρικό μοντέλο, αντί της σημερινής καταναλωτικής φούσκας των εισαγομένων προϊόντων. Δηλαδή στροφή στην πραγματική οικονομία, στον άνθρωπο και στο προϊόν του κόπου του, με έμφαση στην ποιοτική παραγωγή. Και βεβαίως χρειαζόμαστε μια άλλη σχέση ανάμεσα στον παραγωγό και στον καταναλωτή, με πλήρη αξιοποίηση των σύγχρονων συστημάτων προώθησης προϊόντων και κατάλληλων συνεργασιών. Η έκφραση «Πίσω στο χωριό» εκφράζει όντως μια ανάγκη, αλλά και δεν πρέπει να γίνει μια παγίδα για αφελείς ή ευκαιρία κερδοσκοπίας από επιτήδειους. Η εποχή των πανάκριβων μελετών και της υιοθέτησης εκ μέρους των αγροτών ακατάλληλων μοντέλων καλλιέργειας και εκτροφής ζώων πέρασε και την πληρώσαμε ακριβά. Ξέρουμε πλέον πώς να φυλαχθούμε, ξέρουμε πώς να στηριχθούμε στις τοπικές δυνατότητες.
Η γενικευμένη οικονομική κρίση και η σκληρή πολιτική της λιτότητας προκαλούν στη χώρα μας πρωτοφανή οικονομική ύφεση, δραματική αύξηση της ανεργίας και κυρίως ανεργία των νέων. Η μετεγκατάσταση εκατοντάδων χιλιάδων ανέργων στο χωριό, στην επαρχία και η ένταξή τους στην αγροτική παραγωγή και στο ευρύτερο σύστημα των «αγρο-συνεργειών» με οργανωμένο τρόπο, με τεχνικο-επιστημονική υποστήριξη, διοικητική υποβοήθηση και κίνητρα θα δώσει διέξοδο και εργασία σε όσους το επιθυμούν και παράλληλα θα αυξήσει την εθνική παραγωγή, μειώνοντας τις εισαγωγές και αυξάνοντας τις εξαγωγές. Αλλά αυτό πρέπει να γίνει με σχέδιο, με στόχους και με συμμετοχή των ίδιων των παραγωγών: μόνο η συνειδητή συμμετοχή τους, ατομική και συλλογική, θα διασφαλίσει τη νέα προοπτική. Το κράτος δεν μπορεί και δεν πρέπει να καλύπτει τα χρέη των συνεταιρισμών, δεν χρειάζονται οι συνεταιρισμοί παλιού τύπου και οι παραγωγοί πρέπει να μετέχουν υπεύθυνα, με περηφάνεια, με δικαιώματα και υποχρεώσεις, στο εθνικό παραγωγικό και φορολογικό σύστημα.
Επιστροφή στο χωριό λοιπόν. Ένα χωριό σύγχρονο, όπου η πρόσβαση και η επικοινωνία είναι πλέον εύκολη, ειδικά με τη χρήση των νέων τεχνολογιών, οι υποδομές λειτουργικές, η ποιότητα ζωής καλύτερη σε σχέση με το δράμα των πόλεων, η καθημερινότητα ανθρώπινη. Ένα χωριό όμως που παράγει, που αποτελεί οργανωμένη κοινωνία αλληλεγγύης, ενεργό τοπική κοινότητα, που ζει μέσα από την ουσιαστική συνεργασία των ανθρώπων, των παραγωγών, των βιοτεχνών, του εμπορίου, των τουριστικών επιχειρήσεων και των καταναλωτών. Ένα χωριό, που στηρίζει συνειδητά και συστηματικά τα τοπικά μας προϊόντα, που εκπέμπει ποιότητα σχέσεων, κοινωνική ανταπόκριση και ενισχύει την ευημερία του ατόμου μέσα από την ασφάλεια της συμμετοχής του στην κοινότητα.
Για την προώθηση του νέου συστήματος των «αγρο-συνεργειών» απαιτείται ριζικός επανασχεδιασμός των δημοσίων πολιτικών, επανεξέταση των κοινοτικών και εθνικών επιδοτήσεων, αναθεώρηση της τεχνικής εκπαίδευσης, σύνδεση της παραγωγής με την εγχώρια και τη διεθνή αγορά, εθνική πολιτική γης. Το νέο παραγωγικό μοντέλο θα είναι αγρο-κεντρικό, δυναμικό, ποιοτικό, εξωστρεφές. Κι αυτό σημαίνει εργασία, επενδύσεις, συνέργειες, ώστε να υπάρξει ισχυρή οικονομική ανάκαμψη, αμοιβαίο όφελος και ανάδειξη του εθνικού δυναμικού μέσα από μια πραγματικά βιώσιμη ανάπτυξη. Η προώθηση του οικονομικού μοντέλου των αγρο-συνεργειών συνεπάγεται ανατροπή του σημερινού υπερ-συγκεντρωτικού κράτους αφού η υιοθέτησή του θα επιφέρει ουσιαστική αποκέντρωση των οικονομικών δραστηριοτήτων, αναδιοργάνωση της διοίκησης με επίκεντρο την περιφέρεια, αναθεώρηση των δημοσίων πολιτικών ώστε να λάβουν επιτέλους υπόψη τους την βαθιά κρίση, μεγάλης κλίμακας μετεγκατάσταση των ενδιαφερομένων ανέργων από την πρωτεύουσα και τις άλλες μεγάλες πόλεις στην ύπαιθρο, ενίσχυση της μικρής αγροτικής επιχειρηματικότητας και γενικότερα συνεκτικές προσπάθειες για διασφάλιση της επιβίωσης του πληθυσμού σε εποχή κρίσης και αυξανόμενης φτώχειας. Οι νέοι παραγωγικοί και επαγγελματικοί Συνεταιρισμοί, οι ομάδες παραγωγών, οι Δήμοι, οι Περιφέρειες έχουν ένα λαμπρό πεδίο μπροστά τους και η συνεργασία αγροτικών και αστικών Δήμων μπορεί να δημιουργήσει νέα πρότυπα οικονομικής συνεργασίας για κοινό όφελος.
Ο κόσμος που ζούμε είναι ασταθής, οι ισορροπίες που γνωρίζαμε έχουν αλλάξει, τα μέλλον θα εξαρτηθεί εν πολλοίς από τις δικές μας ενέργειες. Να δούμε άμεσα πού μπορούμε καλύτερα, ποια είναι τα εθνικά συγκριτικά μας πλεονεκτήματα, πώς θα δράσουμε έξυπνα για να βελτιώσουμε διεθνώς τη θέση μας. Αν διαβάσει κανείς τις πρόσφατες μελέτες σχετικά με τις δυνατότητες ανάπτυξης της χώρας και αντιμετώπισης της κρίσης, παρατηρεί δύο κυρίως πράγματα: μια συχνή αναφορά στον αγροτικό τομέα και ταυτόχρονα, μια έλλειψη εξειδίκευσης των προτάσεων. Αναγνωρίζονται, συχνά, οι μεγάλες δυνατότητες του τομέα, αλλά όταν πάμε στο πώς και με ποιο τρόπο, η αμηχανία είναι εμφανής. Το μεγάλο άλμα και στοίχημα της ελληνικής οικονομίας σημαίνει κυρίως στροφή στην παραγωγή, συνειδητή επιλογή κατανάλωσης ντόπιων προϊόντων, συστηματική προβολή του made in Greece. Γι αυτό πρέπει επειγόντως να συζητήσουμε για κίνητρα, μηχανισμούς στήριξης των νέων, μικρο-δάνεια με χαμηλό επιτόκιο, με δυο λόγια για ένα αποτελεσματικό σύστημα υποστήριξης των παραγωγών, έξω από την απογοητευτική σημερινή γραφειοκρατία. Πρέπει να δούμε το όλο θέμα υπό το πρίσμα της νέας, μικρής αγροτικής επιχειρηματικότητας.
Θεωρώ ότι πρέπει να δράσουμε τώρα υπεύθυνα και με εθνικό σχέδιο. Η κρίση είναι βαθιά, δεν είναι μόνο κρίση αριθμών, τίθενται θέματα αξιών, επιλογών, κατεύθυνσης. Έχουμε ως χώρα μια μοναδική μακραίωνη ιστορική εμπειρία, ξέρουμε τί είναι χωριό, δηλαδή κοινότητα ανθρώπων, έχουμε τον απαράμιλλο διατροφικό μας πολιτισμό, το εκπληκτικό μας περιβάλλον και την πλούσια βιοποικιλότητα. Δεν μπορούμε συνεπώς να συνεχίσουμε έτσι, δηλαδή να εισάγουμε τα πάντα, να χρεώνουμε για τις αλόγιστες ενέργειές μας τις επόμενες γενιές, να υποθηκεύουμε το μέλλον της πατρίδας μας. Η ενασχόληση με τη γεωργία απαιτεί κυρίως ισορροπημένη προσέγγιση, προσωπική διάθεση. Ένα νέο ζευγάρι, γιατί γι αυτό τελικά μιλούμε, αντί να κάθεται άνεργο στην Αθήνα, μπορεί, με σχετικά μικρό κεφάλαιο και κυρίως με διάθεση εργασίας, να κερδίσει επάξια τη ζωή του, να δημιουργήσει τις βάσεις για ένα αξιοπρεπές μέλλον στην επαρχία. Στην επαρχία που σνομπάρεται σήμερα από τα ίδια τα παιδιά μας…
Πεποίθησή μου είναι ότι έχουμε σαν κοινωνία όλα αυτά που χρειάζονται για να ξεκινήσουμε μια νέα πορεία, με ένα ενδογενές παραγωγικό μοντέλο, όπου ο πρωτογενής τομέας θα έχει καθοριστικό ρόλο. Δεν πιστεύω ότι το μοντέλο της οικονομίας των υπηρεσιών αποτελεί λύση, αφού οι υπηρεσίες πρέπει να στηρίζονται στην παραγωγή και στη μεταποίηση. Αν όλα είναι εισαγόμενα δεν υπάρχει διέξοδος. Θέλουμε ένα μοντέλο παραγωγικό, αγρο-κεντρικό, δηλαδή στην ουσία ένα ανθρωπο-κεντρικό, αφού χωρίς τον παραγωγό, τον άνθρωπο, δεν έχει ενδιαφέρον καμία δραστηριότητα. Υπό την έννοια αυτή η επιλογή του χωριού, της γεωργίας ως τρόπου ζωής είναι σημαντική προσωπική αλλά και πολιτική επιλογή, είναι επιλογή ανθρωπίνων σχέσεων, διαφορετικής οργάνωσης του κοινωνικού βίου. Η ευημερία δεν ταυτίζεται με την κατοχή υλικών αγαθών. Ο αγρότης, ο παραγωγός μπορεί, χάρη στην επαφή του με τη φύση να αναδείξει τη νέα ισορροπία, δηλαδή την ηθική διάσταση της ανάπτυξης και την κοινωνική χρησιμότητα των παραγομένων προϊόντων. « Ο αληθινός πολιτισμός προέρχεται μέσα από τη φύση και είναι αγνός, λιτός και απλός » (Masanobu Fukuoka) Το μέλλον μας θα διαμορφωθεί με βάση αυτές τις αρχές καθώς και από την συμμετοχή μας στην κοινότητα, το τέλος του υπερβολικού καταναλωτισμού και του ατομικισμού είναι πλέον ορατό. Έτσι όλα μπορούν να αλλάξουν. Σε αυτό το πλαίσιο ο γεωργός, ο παραγωγός, το χωριό με τα αυθεντικά του έθιμά του και τον ιδιαίτερο τρόπο ζωής, έχουν ένα νέο κοινωνικό και οικονομικό ρόλο.
Προϋποθέσεις επιτυχίας
Πώς όμως θα γίνει αυτή στροφή; Πώς θα ξεκινήσει μια σοβαρή και αξιόπιστη εθνική προσπάθεια για παραγωγή και προκοπή. Ας δούμε πρώτα τις ρεαλιστικές προϋποθέσεις που σχετίζονται με την συγκυρία. Ποιες είναι οι πτυχές εκείνες που προσδιορίζουν σήμερα την οικονομική και κοινωνική θέση των αγροτών; Ως βάση του συλλογισμού λαμβάνεται η επείγουσα ανάγκη προσδιορισμού του φορολογητέου εισοδήματος που προέρχεται από εν γένει άσκηση αγροτικής δραστηριότητας, στα πλαίσια της συνταγματικής αρχής που επιτάσσει την ισότιμη συμμετοχή των πολιτών στα φορολογικά βάρη. Πρόκειται για ένα περίπλοκο θέμα το οποίο συνδέεται με πολιτικές πρακτικές, συντεχνιακά συμφέροντα, ισχυρή γραφειοκρατία και βεβαίως παγιωμένες κοινωνικές αντιλήψεις και στερεότυπα.
Κατ’ αρχήν πρέπει να γίνει σαφές ότι η ελληνική Πολιτεία και η ΕΕ έχουν προσδιορίσει σε διαφορετικές φάσεις τα κριτήρια της αγροτικής ιδιότητας είτε λόγω των επιδοτήσεων, είτε λόγω της φορολογικής πολιτικής. Στην Ελλάδα ειδικότερα η κομματική παροχολογία, στα πλαίσια της καθιερωμένης πελατειακής λογικής, δημιούργησε πρόσθετες δυσκολίες.
Υπάρχουν σήμερα αρκετοί ορισμοί του αγρότη/γεωργού, συχνά αντιφατικοί και επικαλυπτόμενοι, που βρίσκονται σε Νόμους, Κανονισμούς, Οδηγίες, αλλά και σε ερμηνευτικές Εγκυκλίους που αφορούν την εφαρμογή των μέτρων ενίσχυσης ή την υλοποίηση των διαδοχικών προγραμμάτων αγροτικής ανάπτυξης. Με την επιφύλαξη συνεπώς των ισχυουσών εθνικών και κοινοτικών διατάξεων σε όλους τους τομείς, για τις οποίες απαιτείται μια ενδελεχής νομική εργασία ακριβούς καταγραφής και προσδιορισμού τους, παραθέτω προς συνεκτίμηση τα εξής στοιχεία:
-Η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) της ΕΕ, είναι η παλαιότερη κοινοτική πολιτική και ορίζει εδώ και πολλές δεκαετίες, τα ισχύοντα στον τομέα της αγροτικής πολιτικής, επηρεάζοντας σαφώς το αγροτικό εισόδημα και την παραγωγή, μέσω των διαφόρων ενισχύσεων και προγραμμάτων. Η ενίσχυση στην παραγωγή, υπό μορφή άμεση ή έμμεση, αφορά όλα τα κράτη-μέλη και καλύπτει τις σημαντικότερες αγροτικές δραστηριότητες. Αυτή η πολιτική διαμόρφωσε ένα ξεχωριστό και αρκετά γραφειοκρατικό θεσμικό πλαίσιο κι ένα οικονομικό τοπίο, που εξυπηρετεί πέραν του αγρο-διατροφικού τομέα κι άλλες κοινωνικές ανάγκες (π.χ. έργα υποδομών, περιβάλλον). Η ΚΑΠ αλλάζει αργά, κάθε επταετία περίπου, αλλά οι δομές που δημιουργούνται εξακολουθούν να ισχύουν και στην επόμενη φάση, ενώ τα «δικαιώματα» και οι συναφείς ενισχύσεις που εκχωρούνται εθίζουν στους παραγωγούς σε συγκεκριμένες δραστηριότητες, δημιουργούν στρεβλώσεις και αποκλίσεις από την αγορά, η οποία βεβαίως αλλάζει πολύ γρήγορα. Η στροφή και ο εθισμός των παραγωγών στις επιδοτούμενες καλλιέργειες οδήγησε στην εγκατάλειψη παραδοσιακών καλλιεργειών και το παράλληλα άνοιγμα της εθνικής αγοράς σε συνδυασμό με τις «ελληνοποιήσεις» εισαγομένων προϊόντων, οδήγησε ολόκληρους κλάδους στον αφανισμό.
-Η εθνική νομοθεσία συνήθως ακολουθεί την ΕΕ και είναι εφαρμοστική των κοινοτικών κανονισμών, ενώ σε κάθε κανονισμό υπάρχει η γνωστή φράση «τα κράτος-μέλος δύναται....». Αυτό σημαίνει ότι το κάθε κράτος έχει την δυνατότητα χρήσης μιας μορφής ευελιξίας στην εφαρμογή των κανονισμών της ΕΕ κι αυτό σημαίνει αποκλίσεις από κράτος σε κράτος, ανάλογα με τις προτεραιότητες και τις επιλογές. Η φορολογική πολιτική είναι εν πολλοίς υπόθεση των εθνικών κυβερνήσεων κι έτσι εξηγούνται οι διαφορετικές προσεγγίσεις, οι διαφοροποιήσεις σε ό,τι αφορά ορισμούς όπως το κατώτατο εισόδημα, το «κατώφλι της φτώχειας», το ύψος του αφορολόγητου εισοδήματος, κοκ. Σε χώρες όπως η Ελλάδα όπου οι αλλαγές της φορολογικής νομοθεσίας είναι συχνότατες και μάλιστα μέσα στο ίδιο οικονομικό έτος, αυτό δημιουργεί ένα λαβύρινθο νομικών διατάξεων που περιπλέκονται περισσότερο από τις δεκάδες εφαρμοστικές αποφάσεις και εγκυκλίους που έπονται. Ο έλεγχος, ο εναρμονισμός όλων αυτώ των ρυθμίσεων, η σαφήνεια και κυρίως η απλοποίηση των διαδικασιών είναι πλέον μια απαραίτητη εργασία. Εφόσον βεβαίως δεν υπάρχει στην ΕΕ κοινή φορολογική πολιτική, όλοι οι επαγγελματίες ελέγχονται από την εθνική νομοθεσία.
-Η έννοια της επιχείρησης όπως εξελίχθηκε μέχρι σήμερα, δεν αφορά τις αμιγώς αγροτικές επιχειρήσεις, αφού η κοινοτική και εθνική νομοθεσία, για λόγους γενικότερου συμφέροντος θεωρούν ότι η αγροτική δραστηριότητα στα πλαίσια της ΚΑΠ (ρυθμίσεις, αδειοδοτήσεις, έλεγχοι, «ιστορικά δικαιώματα» για επιδοτήσεις, ρυθμίσεις και παρεμβάσεις στην αγορά, κίνητρα, πρόστιμα, κοκ) λειτουργεί ως ένα αυτοτελές «ειδικό καθεστώς». Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το καθεστώς αυτό δημιούργησε στην πράξη ένα «ειδικό επάγγελμα» και γι αυτό η φορολογική του αντιμετώπιση δεν πρέπει να εδράζεται σε μια γενική οριζόντια βάση αύξησης των εσόδων, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η γενικότερη λογική και σκοπιμότητα της αγροτικής δραστηριότητας. Δυστυχώς οι επιδοτήσεις ιστορικά δεν ενίσχυσαν την παραγωγή (υποδομές, βελτίωση μονάδων, μείωση του κόστους παραγωγής), αλλά διοχετεύθηκαν χωρίς έλεγχο σε μη παραγωγικές επενδύσεις (ακίνητα, αυτοκίνητα) και στην κατανάλωση εισαγομένων προϊόντων..
-Λόγω των ειδικών αναγκών και της ανάγκης αυστηρού ελέγχου των κοινοτικών πόρων, οι προσδιορισμοί αλλάζουν συχνά με κάθε νέο κανονισμό ή νόμο, και εισάγουν στοιχεία που δεν απαντώνται σε άλλα επαγγέλματα, κατηγορίες ή ενασχολήσεις: π.χ. κατά κύριο ή αποκλειστικό επάγγελμα αγρότης, ελάχιστος χρόνος απασχόλησης εντός της εκμετάλλευσης, εργατοώρες απασχόλησης ανάλογα με την δραστηριότητα, περιορισμοί άσκησης δραστηριότητας στον χώρο της Κοινότητας ή του Δήμου, αγροτικό εισόδημα από ετεροεπαγγελματίες, εισόδημα από ενοικίαση γης, ετήσιες δηλώσεις ΟΣΔΕ με ταυτοποιήσεις κτημάτων και σύστημα ελέγχου των ζώων, κλπ. Ο Υπουργός Γεωργίας καθορίζει εξάλλου με απόφασή του το ποσοστό του ετήσιου χρόνου απασχόλησης στη γεωργία ανά προϊόν και ανά καλλιεργούμενη έκταση. Ο χρόνος αυτός μεταφράζεται από τον ΟΠΕΚΕΠΕ με βάση την ετήσια δήλωση ΟΣΔΕ σε «δικαιώματα», μέσα από ένα δαιδαλώδες σύστημα που μόνο οι ειδικοί κατανοούν. Η ανάγκη συμπερίληψης της οικογενειακής διάστασης, αφού από τη φύση της η αγροτική δραστηριότητα εμπλέκει συχνά ολόκληρη την οικογένεια (π.χ. θερμοκήπιο, κτηνοτροφία) καθιστά το εγχείρημα δυσκολότερο. Στην πράξη κάθε νέος κανονισμός ή ορισμός περιπλέκει κι άλλο τα πράγματα, ενώ έχουμε άμεση ανάγκη απλοποίησης. Στη νέα ΚΑΠ σημασία έχει πλέον ο ορισμός του «ενεργού αγρότη» κι αυτό έχει σημασία για μια σειρά ζητήματα, όπως είναι οι «μεταβιβάσεις δικαιωμάτων», η ενοικίαση γης, οι φορολογικές ελαφρύνσεις, κλπ. Παραθέτω για μια συνολικότερη απεικόνιση το παρακάτω στοιχεία της ΠΕΝΑ: «Με την νόθευση της εκπροσώπησης των αγροτών, με «Μητρώο Αγροτών» στο οποίο εγγράφονται και απασχολούμενοι με εισόδημα μόνο κατά 35% από αγροτικά επαγγέλματα αλλά και οι συνταξιούχοι αγρότες, με επαγγελματίες αγρότες αλλά και ετεροεπαγγελματίες παραγωγούς 1.200.000 Έλληνες και Αλλοδαπούς να έχουν εισόδημα από αγροτική δραστηριότητα, με 850.000 να εισπράττουν ενιαία ενίσχυση από την ΚΓΠ της ΕΕ, με 500.000 περίπου να δηλώνουν «αγρότες 35%», με εκτιμώμενους 320.000 «κατά κύριο επάγγελμα αγρότες», συμπεριλαμβάνοντας και τους συνταξιούχους αγρότες, άνω των 65 ετών και με μόνο 180.000 πραγματικούς αγρότες, δηλαδή κάτω των 65 ετών αποκλειστικά απασχολούμενους με την αγροτική παραγωγή ως επάγγελμα, το σύνολο αυτό δεν βοηθά στην διαμόρφωση ενός υγιούς, ειλικρινούς και εφαρμόσιμου συμβολαίου μεταξύ αγροτών και καταναλωτών, το οποίο να έχει πιθανότητα πραγματικής συμβολής στην ανάπτυξη και την ευημερία του τόπου, με παραγωγή πλούτου και όχι μόνο δικαιολόγηση επιδοτήσεων.» (http://www.neoiagrotes.gr/el/content/einai-dyskolo-na-eisai-agrotis-kai-tragiko-na-eisai-neos-agrotis).
-Η ανάγκη ακριβούς προσδιορισμού του αγροτικού εισοδήματος και ειδικά των καθαρών κερδών που προκύπτουν μετά τον συμψηφισμό εσόδων-εξόδων και κατ’ επέκταση η δίκαιη κατανομή των φορολογικών βαρών μεταξύ των πολιτών, πρέπει να λάβει υπόψη της πέραν των ανωτέρω και τους φυσικούς περιορισμούς της αγροτικής δραστηριότητας: τα στοιχεία της φύσης δεν ελέγχονται, οι παραγωγοί είναι εκτεθειμένοι σε πολλούς κινδύνους που δεν καλύπτονται από τον ΕΛΓΑ στο σύνολό τους και γι αυτούς τους λόγους, ειδικά στις δυσπρόσιτες ή μειονεκτικές από πλευράς πρόσβασης περιοχές, η ΕΕ και η Πολιτεία έχουν θεσπίσει ειδικές ενισχύσεις οι οποίες δεν αποτελούν κλασσική περίπτωση εισοδήματος. Πρόκειται για ενισχύσεις εγκατάστασης, διαβίωσης, συντήρησης του χώρου και αποφυγής της ερήμωσης του τόπου, αφού η αγροτική δραστηριότητα είναι πολυδιάστατη.
-Η αγορά από τη φύση της δεν μπορεί εγγυηθεί το αγροτικό εισόδημα. Οι τιμές των βασικών προϊόντων είναι συνάρτηση αφενός των καιρικών συνθηκών και αφετέρου αποτέλεσμα προσφοράς και ζήτησης ή διαπραγμάτευσης των αγαθών στα διεθνή χρηματιστήρια. Ορθώς λοιπόν η ΕΕ έχει προβλέψει ενισχύσεις υπέρ της αγροτικής δραστηριότητας. Η κοινωνία και η οικονομία χρειάζονται αγροτικά προϊόντα σε σταθερή βάση, προϊόντα πολλά και καλής ποιότητας, γι αυτό και υπάρχουν τα κοινοτικά Ταμεία παρέμβασης και υποδομών ώστε να λειτουργεί ομαλά το σύστημα μέσω των κινήτρων, τουλάχιστον για τους μικρούς και μεσαίους παραγωγούς. Οι μεγάλες αγροτικές επιχειρήσεις είναι προσανατολισμένες στην αγορά και τις εξαγωγές, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν κάνουν κι αυτές χρήση των επιδοτήσεων. Η φθίνουσα πορεία της αγροτικής οικονομίας, η μείωση του αριθμού των απασχολουμένων και η κοινωνική απαξίωση του αγρότη είναι σημεία που αποδεικνύουν τις εγγενείς δυσκολίες της ενασχόλησης στην ύπαιθρο, πράγμα που αντανακλάται και στις προτιμήσεις των νέων σχετικά με τον επαγγελματικό προσανατολισμό.
-Για τους λόγους αυτούς θεωρώ ότι οι αγρότες είναι κυρίως παραγωγοί προϊόντων και υπηρεσιών, αλλά δεν είναι ούτε κατά νόμο ούτε και στην πράξη ελεύθεροι επαγγελματίες ή επιτηδευματίες και γι αυτό δεν πρέπει να εξομοιωθούν φορολογικά αυτούς. Οι κοινοτικές και οι εθνικές ρυθμίσεις είναι ειδικές, λεπτομερείς και αυστηρές κι επομένως ο αγρότης δεν έχει την δυνατότητα επιλογής και την ελευθερία κινήσεων του ελεύθερου επιχειρηματία κατά το κοινοτικό και εθνικό, αστικό και εμπορικό δίκαιο. Υπάρχουν περιορισμοί στις καλλιέργειες, απαιτούνται ειδικές άδεις καλλιεργειών, υπάρχουν οι ΚΟΑ, κοκ, και γι αυτό θα πρέπει να υπάρχουν ειδικές φορολογικές ρυθμίσεις για τους αγρότες-παραγωγούς στη βάση της αρχής της αναλογικότητας και με σεβασμό των κοινοτικών προβλέψεων και πρακτικών. Η νομολογία του ΔΕΚ δεν συνηγορεί υπέρ της εξαίρεσης των αγροτών από τις εθνικές φορολογικές ρυθμίσεις. Πρέπει όμως να αποφευχθούν μέτρα που οδηγούν σε περαιτέρω μείωση της ανταγωνιστικότητας σε σχέση με τους εταίρους μας στην ΕΕ. Δεν νοείται π.χ. προκαταβολή φόρου για τους μικρούς τουλάχιστον παραγωγούς, των οποίων το ετήσιο καθαρό εισόδημα δεν υπερβαίνει τα 12.000 ευρώ. Οι ισχύουσες νομοθετικές προβλέψεις είναι αντιπαραγωγικές και ο κίνδυνος της εγκατάλειψης των μικρών εκμεταλλεύσεων εμφανής. Πρέπει τώρα να βρεθούν λύσεις πριν είναι αργά, πριν επέλθει το μοιραίο χτύπημα.
-Τούτων δοθέντων η αγορά ή πώληση αγροτικού προϊόντος πρέπει οπωσδήποτε να συνοδεύεται από επίσημο παραστατικό (τιμολόγιο πώλησης ή αγοράς), αφού το τεκμαρτό εισόδημα είναι και ανεπαρκές και άδικο. Η φοροδιαφυγή οργιάζει τόσο στα αστικά κέντρα όσο και στην επαρχία και πρέπει να τεθεί φραγμός στις σημερινές πρακτικές της γενικής ανομίας. Ο έλεγχος και η απόδοση του ΦΠΑ είναι κεντρικό ζήτημα της σύγχρονης οικονομικής ζωής και θα πρέπει όλοι οι πολίτες να είναι συνεπείς, οι δε παραβάτες να υφίστανται τις συνέπειες. Αφού η ετήσια δήλωση εισοδήματος του αγρότη βασίζεται πλέον σε αποδείξεις, τιμολόγια, συμβόλαια, τεκμήρια, βεβαιώσεις ενισχύσεων, ΟΣΔΕ, κοκ, η δημόσια πολιτική έχει όλα εκείνα τα στοιχεία που της επιτρέπουν να λειτουργεί συνεκτικά και αποτελεσματικά. Έτσι οι επενδύσεις του αγρότη σε ακίνητα ή μηχανήματα πρέπει να λαμβάνονται διαχρονικά υπόψη εκ μέρους της φορολογικής αρχής, ενώ η μεταποίηση προϊόντων εκ μέρους του παραγωγού και η οικοτεχνία πρέπει να τύχουν ευνοϊκής μεταχείρισης, ιδιαίτερα σε μια χώρα που θέλει να συνδέσει τον τουρισμό με την αγροτική παραγωγή και την πολιτιστική και γαστρονομική παράδοση. Γι αυτό είναι απείρως προτιμότερο και αποδοτικότερο να εστιάσουμε σήμερα στην καταπολέμηση της αγροτικής φοροδιαφυγής μέσω της καταβολής και απόδοσης του ΦΠΑ και στην προοδευτική φορολόγηση των καθαρών κερδών, εστιάζοντας κυρίως στις αγροτικές επιχειρήσεις και θέτοντας ένα λογικό αφορολόγητο όριο για τους πραγματικούς παραγωγούς. Προτείνω γι αυτό τη σύνταξη ενός «Κώδικα φορολογίας αγροτικού εισοδήματος», ώστε να καλύπτονται με σαφήνεια όλες οι περιπτώσεις και να διασφαλίζεται η σταθερότητα των οικονομικών και επενδυτικών δραστηριοτήτων. Αξίζουν επισήμανσης οι σχετικές προτάσεις του ΓΕΩΤΕ/ΔΜ: «Αλλά και η επιχειρούμενη εξομοίωση της φορολόγησης των αγροτών με τους ελεύθερους επαγγελματίες είναι απολύτως λανθασμένη γιατί στην αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα υπάρχουν ιδιαίτερες συνθήκες, όπως συχνές φυσικές καταστροφές της παραγωγής, αλλά και των παραγωγικών μέσων….» (http://www.e-geoponoi.gr/2010-01-09-21-08-09/11395-2015-09-04-19-26-11.html)
Στην Ελλάδα ειδικά, λόγω της γήρανσης του πληθυσμού, του δημογραφικού προβλήματος και της επί σειρά δεκαετιών εγκατάλειψης της γεωργίας, πρέπει να γίνει άμεσα η επεξεργασία μιας πολιτικής αγροτικής ανάπτυξης, με διαμόρφωση εθνικών στόχων και εξειδίκευση ανά Περιφέρεια και προϊόν. Με την ευκαιρία της νέας ΚΑΠ πρέπει να θέσουμε ως στόχο την δραστική μείωση του κόστους παραγωγής, την στροφή στην ποιότητα και την εξωστρέφεια και κυρίως την προσέλκυση νέων στον αγροτικό χώρο. Η κρίση είναι ευκαιρία, η αγροτική επιχειρηματικότητα πρέπει να μπει σε νέα βάση, αλλά χωρίς νέους στην παραγωγή αυτό είναι ανέφικτο. Οι παρεμβάσεις όμως πρέπει να είναι μελετημένες και συνολικές, αφού η κοινωνική απαξίωση του αγρότη αποτελεί βασική αιτία αποστροφής της νεολαίας προς το αγροτικό επάγγελμα.
Συμπερασματικά θεωρώ ότι τα φορολογικά μέτρα θα πρέπει να είναι εργαλείο και συνάρτηση μιας συγκροτημένης δημόσιας αγροτικής πολιτικής που σήμερα δεν υπάρχει. Αυτή η νέα πολιτική θα αποσκοπεί στην ριζική αλλαγή των όρων άσκησης αγροτικής δραστηριότητας, με άμεσο εξορθολογισμό των υφισταμένων ρυθμίσεων, επανεξέταση των παρακρατήσεων των επιδοτήσεων υπέρ τρίτων, κλπ, τόνωση της επιχειρηματικότητας και της οικογενειακής εκμετάλλευσης, ώστε η χώρα μας να αξιοποιήσει με επιτυχία τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα. Μελέτες και προτάσεις υπάρχουν, τόσο για τη συμβατική όσο και για τη βιολογική γεωργία, αλλά αυτό που λείπει είναι η βούληση για ορθολογισμό και διαμόρφωση εθνικής πολιτικής αγροτικής ανάπτυξης. Η παραγωγή, η μεταποίηση, η ποιότητα, οι εξαγωγές, η κοινωνική ασφάλιση, οι επενδύσεις, οι επιδοτήσεις, ο ΕΛΓΑ, οι συντάξεις, κοκ, όλα αυτά είναι στοιχεία για μια συνεκτική πολιτική που θα καλύπτει σαφώς και τη φορολογική πτυχή. Το ζητούμενο είναι η νέα αυτή πολιτική, να λειτουργεί με τρόπο δίκαιο, ανταγωνιστικό και αποτελεσματικό, ώστε να επιβιώσει και να προκόψει ο πρωτογενής τομέας για να αντισταθεί η χώρα στην κρίση. Διαφορετικά η φθίνουσα πορεία του χώρου θα συνεχιστεί και οι συνέπειες για την εθνική οικονομία θα είναι δυσβάστακτες.
Η πολιτική πρέπει συνεπώς τώρα να παρέμβει. Προτείνω να συνέλθει άμεσα το Εθνικό Συμβούλιο Αγροτικής Πολιτικής, με συμμετοχή όμως και των εκπροσώπων των παραγωγών, για να συντάξει πόρισμα και να προτείνει νέες κατευθύνσεις. Το πόρισμά του να σταλεί στη νέα Βουλή, όπου θα πρέπει να συσταθεί άμεσα μια διακομματική επιτροπή για σύνταξη έκθεσης και διατύπωση προτάσεων σχετικά με το μέλλον της εθνικής αγροτικής παραγωγής. Όλα τα άλλα θα ακολουθήσουν. Τα λόγια τέλειωσαν, ήρθε η ώρα της πράξης. Η νέα ΚΑΠ αφήνει πολλά περιθώρια σε κάθε κράτος μέλος στην εφαρμογή της πολιτικής και καθορισμό των προτεραιοτήτων.
Αντί επιλόγου
Το συμπέρασμα είναι απλό. Έρχονται σκληρά χρόνια. Στην εποχή της σύγχυσης και της ανασφάλειας, πρέπει να δούμε πώς θα διασφαλίσουμε το μέλλον. Ένα μέλλον βιώσιμο, με αξιοπρέπεια, με αισιοδοξία. Ο σύγχρονος κόσμος υπολογίζει τις χώρες που παράγουν, που δημιουργούν, που εξάγουν. Η Ελλάδα πρέπει να δημιουργήσει ένα νέο, ενδογενές, ανθρωπο-κεντρικό μοντέλο. Κι αυτό σημαίνει ένα μοντέλο αγρο-κεντρικό, όπου θα συνυπάρχουν οι διαστάσεις της παραγωγής, της συνεργασίας, της δημιουργίας. Με τη νεολαία στην παραγωγή, με την επαρχία αναζωογονημένη, την κοινωνία αισιόδοξη. Μπορούμε, αν το θελήσουμε.
http://endogenis.blogspot.de/2016/03/blog-post.html