Η οικονομική πολιτική του Ποδέμος είναι προς τη σωστή κατεύθυνση,
αλλά μπορεί και πρέπει να τολμήσει περισσότερο
Γιώργος Καλλής
Λιτότητα ή αναθέρμανση της ζήτησης; Στον απόηχο της κρίσης αυτό είναι το κύριο δίλημμα που συνεχίζει να απασχολεί οικονομολόγους και κυβερνήσεις. Όπως όμως υποστηρίξαμε στο βιβλίο μας 11 κείμενα για την αποανάπτυξη, αλλά και στο πιο πρόσφατο Αποανάπτυξη. Το λεξιλόγιο μιας νέας εποχής, το δίλημμα αυτό αποτελεί κενό γράμμα στην εποχή μας. Έχουμε εισέλθει σε μια εποχή στην οποία η ανάπτυξη, είτε μέσω της λιτότητας είτε μέσω της ζήτησης, δεν είναι ούτε εφικτή ούτε βιώσιμη. Ακόμα και οικονομολόγοι του συστήματος, όπως οι Σάμμερς και Κρούγκμαν αναγνωρίζουν πλέον ότι οι χώρες της Δύσης βρίσκονται σε μια περίοδο διαρκούς, διαρθρωτικής οικονομικής στασιμότητας. Στο περίφημο έργο του Το κεφάλαιο τον 21ο αιώνα (εκδ. Πόλις), ο Τομά Πικεττύ μας θύμισε ότι η μετά τον πόλεμο περίοδος της ταχείας ανάπτυξης στη Δύση αποτελεί ιστορική εξαίρεση, η οποία, θα πρόσθετα, διατηρήθηκε από το 1980 και μετά με φούσκες και δανεισμό – ιδιωτικό και δημόσιο. Σύμφωνα με τον Τιμ Τζάκσον, το κεντρικό ερώτημα της εποχής μας, δεν είναι αν θα ακολουθήσουμε πολιτική λιτότητας ή ανάπτυξης αλλά το πώς θα επιδιώξουμε την «ευημερία χωρίς ανάπτυξη».
Τίποτα δεν μπορεί να περιμένει κανείς προς αυτή την κατεύθυνση από τους ανά την Ευρώπη συντηρητικούς και σοσιαλφιλελεύθερους που έχουν εναγκαλιστεί την αυτοκαστροφική λιτότητα εξυπηρετώντας τις ανάγκες της πλουτοκρατίας. Γι’ αυτούς, ο στόχος της οικονομικής μεγέθυνσης είναι αδιαπραγμάτευτος. Όμως, μια ριζική στροφή της οικονομικής πολιτικής απαιτεί και πολιτικά κάτι ριζικά νέο. Το ισπανικό κόμμα Ποδέμος είναι, κατά τη γνώμη μου, τέτοιο. Είναι ένα κόμμα 20άρηδων και 30άρηδων, τροφοδοτούμενο από τα πανεπιστήμια και το κίνημα των πλατειών και το οποίο με έναν μόλις χρόνο ζωής έχει φτάσει να προηγείται στις δημοσκοπήσεις στην Ισπανία ανατρέποντας το πολιτικό σκηνικό. Στα τέλη Νοεμβρίου το Ποδέμος δημοσιοποίησε το προσχέδιο της πολιτικής του για την οικονομία. Πριν από κάποιο διάστημα ο Πάμπλο Ιγκλέσιας, αρχηγός και ιδρυτής του Ποδέμος, υπέγραψε μαζί με άλλους διανοούμενους το μανιφέστο «Ύστατη Κλήση» που επικαλείται τα οικολογικά όρια της ανάπτυξης και την ανάγκη για αλλαγή πλεύσης στην οικονομία. Σημαίνοντα στελέχη του κόμματος, όπως ο Χουάν Κάρλος Μονεδέρο, έχουν μιλήσει θερμά για την πρόταση της αποανάπτυξης. Θα τολμούσε όμως το κόμμα τους να κάνει κάτι τόσο ρηξικέλευθο, όπως το να τα βάλει με το τοτέμ της οικονομικής ανάπτυξης; Οι αμφιβολίες πύκνωσαν όταν έγινε γνωστό ότι η συγγραφή του οικονομικού προγράμματος ανατέθηκε στον Βινσέντς Ναβάρο, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο John Hopkins, και αρθογράφο στην αριστερή εφημερίδα Publico, ο οποίος, παρά το αξιόλογο επιστημονικό του έργο, τον τελευταίο καιρό είχε επιδοθεί σε μια δριμύτατη κριτική της αποανάπτυξης (κριτική η οποία όπως εξήγησα σε άρθρο μου στα ισπανικά για την Publico σε μεγάλο βαθμό οφειλόταν σε άγνοια και παρανοήσεις για το τι λέει τελικά η θεωρία της αποανάπτυξης).
Τελικά, η έκθεση που συνέταξαν οι Ναβάρο και Τόρρες χρήζει επαίνων. Αν και οι συγγραφείς δεν ενστερνίζονται τη λογική της αποανάπτυξης ή έστω της «ευημερίας χωρίς ανάπτυξη», πολλές προτάσεις τους είναι απόλυτα συμβατές με αυτές τις θεωρίες και κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση.
Πρώτον, το κείμενό τους προτάσσει την ανακατανομή του εισοδήματος μέσω της επιβολής υψηλότερων φόρων στο κεφάλαιο και στα ανώτερα εισοδήματα, μέσω της θέσπισης ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, καθώς και μέσω ορίων μέγιστων επιτρεπτών μισθολογικών διαφορών εντός των επιχειρήσεων. Σε μια κοινωνία όπου η ανάπτυξη δεν είναι πλέον εφικτή, η μείωση των ανισοτήτων είναι απαραίτητη, αφού χωρίς ανάπτυξη οι ανισότητες εκτοξεύονται, όπως κατέδειξε και ο Πικεττύ στο πρόσφατο έργο του Το κεφάλαιο τον 21ο αιώνα. Μόνο με ανακατανομή του πλούτου και με εξασφάλιση των βασικών αναγκών θα μπορούσε ποτέ το μεγάλο μέρος του πληθυσμού να αποδεχτεί τη μείωση της κατανάλωσης που συνεπάγεται η αποανάπτυξη.
Δεύτερον, η έκθεση προτείνει έναν φόρο τύπου Τόμπιν στις διεθνείς χρηματοοικονομικές συναλλαγές καθώς και φορολόγηση των βραχειών και κερδοσκοπικών αγοροπωλησιών στο χρηματιστήριο. Παράλληλα εισάγει μια σειρά μεταρρυθμίσεων στο τραπεζικό σύστημα, οι οποίες σκοπό έχουν τη διοχέτευση κεφαλαίων προς τις μικρές επιχειρήσεις και τα πιο αδύνατα στρώματα. Η επιβράδυνση της γενικευμένης και κυρίως της κερδοσκοπικής κίνησης του κεφαλαίου και η κατεύθυνσή του προς κοινωνικές επενδύσεις, επίσης συμβαδίζει με τη λογική της «ευημερίας χωρίς ανάπτυξη».
Τρίτον, προτείνει την αναδιάρθρωση και την παύση πληρωμής μέρος του χρέους της Ισπανίας, μέσα από μια δημόσια συζήτηση τύπου Ισλανδίας και σε συνεργασία με τις άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου. Σωστό και αυτό από τη σκοπιά της αποανάπτυξης και της βιωσιμότητας μιας οικονομίας, αφού χωρίς ανάπτυξη τα χρέη δεν δύνανται να αποπληρωθούν, και είναι παράλογο να επιδιώκουμε εκ νέου ανάπτυξη για να ξεπληρώσουμε χρέη τα οποία συσσωρεύτηκαν για να διατηρήσουν μια αφύσικη ανάπτυξη στο παρελθόν.
Τέταρτον, η έκθεση προτείνει την 35ωρη εβδομαδιαία εργασία. Όντως, σε μια οικονομία χωρίς ανάπτυξη η οποία δεν δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας, ο αριθμός των εργαζομένων μπορεί να αυξηθεί μόνο αν ο καθένας από μας αρχίσει να δουλεύει λίγο λιγότερο.
Πέμπτον, καλεί για στροφή των δημόσιων επενδύσεων προς τις καθαρές βιομηχανίες και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, προτείνοντας άμεσο μορατόριουμ σε όλα τα υπό εξέλιξη μεγάλα αναπτυξιακά έργα (αεροδρόμια, αυτοκινητόδρομους κ.λπ.), τα οποία είναι πηγές σκανδάλων, κατασπατάλησης δημόσιου χρήματος και περιβαλλοντικής καταστροφής. Παράλληλα προτείνει τη στροφή επενδύσεων προς τους τομείς της εκπαίδευσης και της κοινωνικής μέριμνας, με ταυτόχρονη στήριξη των συνεταιρισμών και της αλληλέγγυας οικονομίας. Πολύ σωστή πολιτική και αυτή, αφού σε μια οικονομία με χαμηλή ή μηδενική ανάπτυξη οι συνεταιρισμοί έχουν φυσικό πλεονέκτημα μια και δεν απαιτούν διαρκή αύξηση των κερδών τους για την εξασφάλιση της βιωσιμότητάς τους. Επιπλέον, σε ένα πλαίσιο ενδεχόμενης ανεργίας λόγω έλλειψης ανάπτυξης, οι τομείς έντασης εργασίας, όπως η εκπαίδευση και η κοινωνική μέριμνα, όχι μόνο προσφέρουν περισσότερες θέσεις εργασίας, αλλά παράγουν και σημαντικότατο κοινωνικό έργο.
Το κείμενο των Ναβάρο-Τόρρες είναι ένα προσχέδιο το οποίο θα συγκεκριμενοποιηθεί μέσω ομάδων εργασίας εξειδικευμένων οικονομολόγων, καθώς και των περίφημων συμμετοχικών κύκλων και συνελεύσεων του Ποδέμος. Το προσχέδιο αναφέρεται κυρίως σε γενικούς στόχους, αφήνοντας εύλογα ερωτήματα για το πώς θα υλοποιηθούν ακριβώς κάποιες από τις προτεινόμενες πολιτικές. Κατά τη γνώμη μου, ένα βασικό ερώτημα στο οποίο το κείμενο δεν απαντά είναι το πώς ακριβώς θα γίνει η αναδιάρθρωση του χρέους, του δημόσιου και των νοικοκυριών, χωρίς να περάσει μέρος του κόστους του στους μικρούς καταθέτες εντός ή εκτός Ισπανίας ή χωρίς να τη γλιτώσουν μαζί και οι μεγαλοκαρχαρίες που επίσης χρωστούν.
Ένα άλλο ζήτημα αφορά το πως θα γίνει η περίφημη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα, την οποία το κείμενο ευαγγελίζεται και προσδιορίζει ως πηγή δημόσιων εσόδων, αλλά πέρα από τις καλές προθέσεις και τη δεδομένη τιμιότητα των νέων του Ποδέμος δεν προτάσσει κανένα εναλλακτικό όραμα απέναντι στο νεοφιλελεύθερο δόγμα των γενικευμένων περικοπών και της ιδιωτικοποίησης. Η νέα Αριστερά οφείλει να προχωρήσει πέρα από την αμυντική στάση που λέει, σωστά, όχι στις περικοπές και να προσφέρει τη δική της συγκεκριμένη πρόταση για τη μεταρρύθμιση του δημοσίου. Το προσχέδιο του Ποδέμος χάνει την ευκαιρία να συνδέσει τη μεταρρύθμιση του κράτους πρόνοιας με την ακμάζουσα στην Ισπανία κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία και το πλήθος αυτοοργανωμένων ομάδων αλληλοβοήθειας και εναλλακτικών δικτύων που δραστηριοποιούνται στα πεδία της πρωτοβάθμιας υγείας, της εκπαίδευσης, της υγιεινής διατροφής και της στέγασης, λύσεις οι οποίες θα μπορούσαν να μεταλλάξουν το κράτος πρόνοιας σε ένα πιο αποκεντρωμένο, λιγότερο συγκεντρωτικό, φτηνότερο και δημοκρατικότερο μοντέλο.
Το κείμενο των Ναβάρο-Τόρρες θέτει ως κύριο στόχο του την αναθέρμανση της ζήτησης, προς το οποίο είμαι θετικός αν και υποστηρικτής της αποανάπτυξης. Πρώτον, διότι η ζήτηση στην οποία αναφέρονται οι Ναβάρο-Τόρρες δεν είναι η γενικευμένη ζήτηση των κεϋνσιανών αλλά στοχευμένα η κατανάλωση των πιο αδύναμων στρωμάτων για την ικανοποίηση βασικών αναγκών. Σε αυτό δεν έχω καμία αντίρρηση. Άλλο ο γενικευμένος καταναλωτισμός, στον οποίο συχνά προσβλέπουν κάποιοι κεϋνσιανοί, και άλλο η εξυπηρέτηση βασικών αναγκών οι οποίες βρίσκονται υπό κίνδυνο από τις πολιτικές λιτότητας. Δεύτερον, οι συγγραφείς τονίζουν ότι η κατανάλωση την οποία οραματίζονται θα είναι μια οικολογικά βιώσιμη κατανάλωση και ότι με κανέναν τρόπο δεν επιδιώκουν την επιστροφή στην περίοδο πριν από την κρίση, του γενικευμένου καταναλωτισμού και της υπερχρέωσης, με τις τεράστιες περιβαλλοντικές επιπτώσεις.
Ωστόσο –και αυτή είναι, κατά τη γνώμη μου, η κεντρική αδυναμία του κειμένου– δεν γίνεται σαφές το γιατί και κυρίως το πώς οι προτεινόμενες πολιτικές δεν θα οδηγήσουν σε μία οικολογικά επιζήμια κατανάλωση. Η μείωση του χρέους, για παράδειγμα, ή η επανεκκίνηση των επενδύσεων από μόνες τους δεν οδηγούν απαραίτητα στη βιωσιμότητα, αλλά κάλλιστα στη συνηθισμένου τύπου ανάπτυξη. Η μείωση του χρόνου εργασίας επίσης μπορεί να καταστεί περιβαλλοντικά επιζήμια αν περισσότερος ελεύθερος χρόνος σημαίνει περισσότερα ψώνια ή διακοπές στο εξωτερικό. Η προτεινόμενη δέσμη μέτρων θα όφειλε να πλαισιωθεί από ρυθμίσεις οικολογικού περιεχομένου, όπως οι ακόλουθες.
Πρώτον, απαιτούνται ανώτατα δεσμευτικά όρια στην ποσότητα των πρώτων υλών που θα χρησιμοποιεί η ισπανική οικονομία και των εκπεμπόμενων αερίων του θερμοκηπίου (συμπεριλαμβανομένων των πρώτων υλών και των εκπομπών που είναι ενσωματωμένες στα προϊόντα τα οποία εισάγει). Δεύτερον, απαιτούνται δεσμευτικοί περιορισμοί σε συγκεκριμένες περιβαλλοντικές πιέσεις, όπως καθορισμός της μέγιστης έκτασης γης που δύναται να οικοδομηθεί, μέγιστες ποσότητες νερού που δύνανται να αντληθούν ή μέγιστος αριθμός τουριστικών καταλυμάτων στις τουριστικές περιοχές. Τρίτον, χρειάζεται αυστηρός έλεγχος και περιορισμός της διαφήμισης, με κατ’ ελάχιστο την απαγόρευσή της στους δημόσιους χώρους, όπως πρόσφατα έγινε στην Γκρενόμπλ. Τέλος, αλλά εξίσου σημαντικό, απαιτούνται σταδιακά αλλαγές στο φορολογικό σύστημα, με μείωση της φορολόγησης της εργασίας και αντικατάστασή της με φορολόγηση της ενέργειας και των φυσικών πόρων, με τέτοιον τρόπο ώστε να επωφεληθούν τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα.
Οι συγγραφείς καλά κάνουν και δεν υποκύπτουν στον φετιχισμό του Α.Ε.Π. και αρνούνται να θέσουν την αύξηση του Α.Ε.Π. ως στόχο της οικονομικής τους στρατηγικής. Δεν ενστερνίζονται φυσικά το επιχείρημα που υποστηρίζουν πολλοί, όπως κι εγώ, δηλαδή ότι η ανάπτυξη φτάνει ή πρέπει να φτάσει στο τέλος της. Όπως έχει γράψει επανειλημμένα ο Ναβάρο, για εκείνον το πρόβλημα είναι το Α.Ε.Π. και η καπιταλιστική ανάπτυξη και όχι η ανάπτυξη γενικά. Κατά τη γνώμη του, ένα άλλο, ενδεχομένως σοσιαλιστικό σύστημα, θα μπορούσε να παράγει «καλή» ανάπτυξη επ’ αόριστον. Παρά ταύτα, στο κείμενό του μαζί με τον Τόρρες για το Ποδέμος, παραδέχονται ότι η στροφή σε επενδύσεις στην κοινωνική μέριμνα και την εκπαίδευση, όπως προτείνουν, ενδέχεται να μην οδηγήσει στην αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας, τουλάχιστον όχι άμεσα. Επιτρέψτε μου να διατηρώ τις αμφιβολίες μου για το αν κάτι τέτοιο θα γίνει δυνατό ακόμα και στο μέλλον και χωρίς ανάλογη αύξηση της περιβαλλοντικής επιβάρυνσης. Αλλά, ας είναι. Δεν υπάρχει λόγος να αναλωνόμαστε σε θεωρητικές διαφωνίες. Οι πολιτικές και οι επενδύσεις τις οποίες προτείνουν είναι όντως καλές, ανεξάρτητα από το θα αυξήσουν ή όχι το Α.Ε.Π., και αυτό είναι το πιο σημαντικό. Το ζήτημα όμως που παραμένει ανοιχτό είναι εάν το Ποδέμος είναι έτοιμο να αντιμετωπίσει τις συνέπειες αν οι πολιτικές του, και οι επιθυμητές επενδύσεις στην κοινωνική οικονομία, οδηγήσουν σε στασιμότητα, αν όχι σε πτώση του Α.Ε.Π. Για παράδειγμα, είναι άραγε έτοιμοι για το ενδεχόμενο να κληθούν να διατηρήσουν το κράτος πρόνοιας και ένα εγγυημένο επίπεδο διαβίωσης για όλους τους πολίτες υπό συνθήκες μη αύξησης, αν όχι μείωσης, των δημόσιων εσόδων;
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, νομίζω ότι είναι λάθος στο κείμενο Ναβάρο-Τόρρες το ότι εγκαταλείφθηκε η πρόταση για ένα εγγυημένο βασικό εισόδημα για όλους, πρόταση η οποία υπήρχε στο προεκλογικό πρόγραμμα του Ποδέμος για τις Ευρωεκλογές. Οι Ναβάρο-Τόρρες προτείνουν αντ’ αυτού ένα ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα μόνο για όσους αποδεδειγμένα δεν μπορούν να βρουν δουλειά, δηλαδή ένα πιο εξασφαλισμένο επίδομα ανεργίας.
Το πλεονέκτημα ενός Βασικού Εισοδήματος είναι ότι θεσμοποιείται ως δικαίωμα ενός πολίτη αφαιρώντας έτσι το στίγμα που φέρνει το επίδομα ανεργίας. Επίσης σε αντίθεση με το επίδομα ανεργίας, το Βασικό Εισόδημα δεν λειτουργεί ως αντικίνητρο για επαναφορά στην αγορά εργασίας, δεδομένου ότι το λαμβάνεις άνευ όρων και δεν το χάνεις αν αρχίσεις να δουλεύεις. Τέλος, το Βασικό Εισόδημα προσφέρει την ευκαιρία σε όσους/-ες θέλουν να δουλεύουν λιγότερες ώρες και με την υποστήριξή του να αφιερώνουν περισσότερο χρόνο στην οικογένειά τους και τους φίλους τους, την κοινωνική μέριμνα, την ψυχαγωγία, την προσωπική ανάπτυξη, τον εθελοντισμό ή την κοινωνική δράση και την πολιτική. Μελέτες για την Ισπανία δείχνουν ότι ένα μηνιαίο βασικό εισόδημα της τάξης των 600 ευρώ είναι εφικτό χωρίς δραματικές αλλαγές στο φορολογικό σύστημα. Τις επιφυλάξεις μου για το Βασικό Εισόδημα τις έχω εκφράσει αλλού, αλλά δεν τις θεωρώ επαρκείς για την εγκατάλειψη της ιδέας. Αν σε ένα Βασικό Εισόδημα προσθέσουμε και μια πολιτική εγγυημένης χαμηλού κόστους πρόσβασης, υποστηριζόμενης από το κράτος, στα ελάχιστα που είναι αναγκαία για την ικανοποίηση βασικών αναγκών (π.χ. δωρεάν ελάχιστη κατανάλωση νερού, ενέργειας κ.λπ. – χρηματοδοτούμενη από υψηλότερες τιμές για υψηλότερα επίπεδα κατανάλωσης), τότε έχουμε τις βάσεις ενός πλέγματος κοινωνικών πολιτικών, προσαρμοσμένου στις ανάγκες μιας εποχής ευημερίας χωρίς ανάπτυξη.
Ευχαριστώ τον Άγγελο Βαρβαρούση για τη βοήθειά του στην επιμέλεια του κειμένου αυτού, το οποίο μεταφράστηκε από τα ισπανικά στα ελληνικά.
αλλά μπορεί και πρέπει να τολμήσει περισσότερο
Γιώργος Καλλής
Λιτότητα ή αναθέρμανση της ζήτησης; Στον απόηχο της κρίσης αυτό είναι το κύριο δίλημμα που συνεχίζει να απασχολεί οικονομολόγους και κυβερνήσεις. Όπως όμως υποστηρίξαμε στο βιβλίο μας 11 κείμενα για την αποανάπτυξη, αλλά και στο πιο πρόσφατο Αποανάπτυξη. Το λεξιλόγιο μιας νέας εποχής, το δίλημμα αυτό αποτελεί κενό γράμμα στην εποχή μας. Έχουμε εισέλθει σε μια εποχή στην οποία η ανάπτυξη, είτε μέσω της λιτότητας είτε μέσω της ζήτησης, δεν είναι ούτε εφικτή ούτε βιώσιμη. Ακόμα και οικονομολόγοι του συστήματος, όπως οι Σάμμερς και Κρούγκμαν αναγνωρίζουν πλέον ότι οι χώρες της Δύσης βρίσκονται σε μια περίοδο διαρκούς, διαρθρωτικής οικονομικής στασιμότητας. Στο περίφημο έργο του Το κεφάλαιο τον 21ο αιώνα (εκδ. Πόλις), ο Τομά Πικεττύ μας θύμισε ότι η μετά τον πόλεμο περίοδος της ταχείας ανάπτυξης στη Δύση αποτελεί ιστορική εξαίρεση, η οποία, θα πρόσθετα, διατηρήθηκε από το 1980 και μετά με φούσκες και δανεισμό – ιδιωτικό και δημόσιο. Σύμφωνα με τον Τιμ Τζάκσον, το κεντρικό ερώτημα της εποχής μας, δεν είναι αν θα ακολουθήσουμε πολιτική λιτότητας ή ανάπτυξης αλλά το πώς θα επιδιώξουμε την «ευημερία χωρίς ανάπτυξη».
Τίποτα δεν μπορεί να περιμένει κανείς προς αυτή την κατεύθυνση από τους ανά την Ευρώπη συντηρητικούς και σοσιαλφιλελεύθερους που έχουν εναγκαλιστεί την αυτοκαστροφική λιτότητα εξυπηρετώντας τις ανάγκες της πλουτοκρατίας. Γι’ αυτούς, ο στόχος της οικονομικής μεγέθυνσης είναι αδιαπραγμάτευτος. Όμως, μια ριζική στροφή της οικονομικής πολιτικής απαιτεί και πολιτικά κάτι ριζικά νέο. Το ισπανικό κόμμα Ποδέμος είναι, κατά τη γνώμη μου, τέτοιο. Είναι ένα κόμμα 20άρηδων και 30άρηδων, τροφοδοτούμενο από τα πανεπιστήμια και το κίνημα των πλατειών και το οποίο με έναν μόλις χρόνο ζωής έχει φτάσει να προηγείται στις δημοσκοπήσεις στην Ισπανία ανατρέποντας το πολιτικό σκηνικό. Στα τέλη Νοεμβρίου το Ποδέμος δημοσιοποίησε το προσχέδιο της πολιτικής του για την οικονομία. Πριν από κάποιο διάστημα ο Πάμπλο Ιγκλέσιας, αρχηγός και ιδρυτής του Ποδέμος, υπέγραψε μαζί με άλλους διανοούμενους το μανιφέστο «Ύστατη Κλήση» που επικαλείται τα οικολογικά όρια της ανάπτυξης και την ανάγκη για αλλαγή πλεύσης στην οικονομία. Σημαίνοντα στελέχη του κόμματος, όπως ο Χουάν Κάρλος Μονεδέρο, έχουν μιλήσει θερμά για την πρόταση της αποανάπτυξης. Θα τολμούσε όμως το κόμμα τους να κάνει κάτι τόσο ρηξικέλευθο, όπως το να τα βάλει με το τοτέμ της οικονομικής ανάπτυξης; Οι αμφιβολίες πύκνωσαν όταν έγινε γνωστό ότι η συγγραφή του οικονομικού προγράμματος ανατέθηκε στον Βινσέντς Ναβάρο, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο John Hopkins, και αρθογράφο στην αριστερή εφημερίδα Publico, ο οποίος, παρά το αξιόλογο επιστημονικό του έργο, τον τελευταίο καιρό είχε επιδοθεί σε μια δριμύτατη κριτική της αποανάπτυξης (κριτική η οποία όπως εξήγησα σε άρθρο μου στα ισπανικά για την Publico σε μεγάλο βαθμό οφειλόταν σε άγνοια και παρανοήσεις για το τι λέει τελικά η θεωρία της αποανάπτυξης).
Τελικά, η έκθεση που συνέταξαν οι Ναβάρο και Τόρρες χρήζει επαίνων. Αν και οι συγγραφείς δεν ενστερνίζονται τη λογική της αποανάπτυξης ή έστω της «ευημερίας χωρίς ανάπτυξη», πολλές προτάσεις τους είναι απόλυτα συμβατές με αυτές τις θεωρίες και κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση.
Πρώτον, το κείμενό τους προτάσσει την ανακατανομή του εισοδήματος μέσω της επιβολής υψηλότερων φόρων στο κεφάλαιο και στα ανώτερα εισοδήματα, μέσω της θέσπισης ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, καθώς και μέσω ορίων μέγιστων επιτρεπτών μισθολογικών διαφορών εντός των επιχειρήσεων. Σε μια κοινωνία όπου η ανάπτυξη δεν είναι πλέον εφικτή, η μείωση των ανισοτήτων είναι απαραίτητη, αφού χωρίς ανάπτυξη οι ανισότητες εκτοξεύονται, όπως κατέδειξε και ο Πικεττύ στο πρόσφατο έργο του Το κεφάλαιο τον 21ο αιώνα. Μόνο με ανακατανομή του πλούτου και με εξασφάλιση των βασικών αναγκών θα μπορούσε ποτέ το μεγάλο μέρος του πληθυσμού να αποδεχτεί τη μείωση της κατανάλωσης που συνεπάγεται η αποανάπτυξη.
Δεύτερον, η έκθεση προτείνει έναν φόρο τύπου Τόμπιν στις διεθνείς χρηματοοικονομικές συναλλαγές καθώς και φορολόγηση των βραχειών και κερδοσκοπικών αγοροπωλησιών στο χρηματιστήριο. Παράλληλα εισάγει μια σειρά μεταρρυθμίσεων στο τραπεζικό σύστημα, οι οποίες σκοπό έχουν τη διοχέτευση κεφαλαίων προς τις μικρές επιχειρήσεις και τα πιο αδύνατα στρώματα. Η επιβράδυνση της γενικευμένης και κυρίως της κερδοσκοπικής κίνησης του κεφαλαίου και η κατεύθυνσή του προς κοινωνικές επενδύσεις, επίσης συμβαδίζει με τη λογική της «ευημερίας χωρίς ανάπτυξη».
Τρίτον, προτείνει την αναδιάρθρωση και την παύση πληρωμής μέρος του χρέους της Ισπανίας, μέσα από μια δημόσια συζήτηση τύπου Ισλανδίας και σε συνεργασία με τις άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου. Σωστό και αυτό από τη σκοπιά της αποανάπτυξης και της βιωσιμότητας μιας οικονομίας, αφού χωρίς ανάπτυξη τα χρέη δεν δύνανται να αποπληρωθούν, και είναι παράλογο να επιδιώκουμε εκ νέου ανάπτυξη για να ξεπληρώσουμε χρέη τα οποία συσσωρεύτηκαν για να διατηρήσουν μια αφύσικη ανάπτυξη στο παρελθόν.
Τέταρτον, η έκθεση προτείνει την 35ωρη εβδομαδιαία εργασία. Όντως, σε μια οικονομία χωρίς ανάπτυξη η οποία δεν δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας, ο αριθμός των εργαζομένων μπορεί να αυξηθεί μόνο αν ο καθένας από μας αρχίσει να δουλεύει λίγο λιγότερο.
Πέμπτον, καλεί για στροφή των δημόσιων επενδύσεων προς τις καθαρές βιομηχανίες και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, προτείνοντας άμεσο μορατόριουμ σε όλα τα υπό εξέλιξη μεγάλα αναπτυξιακά έργα (αεροδρόμια, αυτοκινητόδρομους κ.λπ.), τα οποία είναι πηγές σκανδάλων, κατασπατάλησης δημόσιου χρήματος και περιβαλλοντικής καταστροφής. Παράλληλα προτείνει τη στροφή επενδύσεων προς τους τομείς της εκπαίδευσης και της κοινωνικής μέριμνας, με ταυτόχρονη στήριξη των συνεταιρισμών και της αλληλέγγυας οικονομίας. Πολύ σωστή πολιτική και αυτή, αφού σε μια οικονομία με χαμηλή ή μηδενική ανάπτυξη οι συνεταιρισμοί έχουν φυσικό πλεονέκτημα μια και δεν απαιτούν διαρκή αύξηση των κερδών τους για την εξασφάλιση της βιωσιμότητάς τους. Επιπλέον, σε ένα πλαίσιο ενδεχόμενης ανεργίας λόγω έλλειψης ανάπτυξης, οι τομείς έντασης εργασίας, όπως η εκπαίδευση και η κοινωνική μέριμνα, όχι μόνο προσφέρουν περισσότερες θέσεις εργασίας, αλλά παράγουν και σημαντικότατο κοινωνικό έργο.
Το κείμενο των Ναβάρο-Τόρρες είναι ένα προσχέδιο το οποίο θα συγκεκριμενοποιηθεί μέσω ομάδων εργασίας εξειδικευμένων οικονομολόγων, καθώς και των περίφημων συμμετοχικών κύκλων και συνελεύσεων του Ποδέμος. Το προσχέδιο αναφέρεται κυρίως σε γενικούς στόχους, αφήνοντας εύλογα ερωτήματα για το πώς θα υλοποιηθούν ακριβώς κάποιες από τις προτεινόμενες πολιτικές. Κατά τη γνώμη μου, ένα βασικό ερώτημα στο οποίο το κείμενο δεν απαντά είναι το πώς ακριβώς θα γίνει η αναδιάρθρωση του χρέους, του δημόσιου και των νοικοκυριών, χωρίς να περάσει μέρος του κόστους του στους μικρούς καταθέτες εντός ή εκτός Ισπανίας ή χωρίς να τη γλιτώσουν μαζί και οι μεγαλοκαρχαρίες που επίσης χρωστούν.
Ένα άλλο ζήτημα αφορά το πως θα γίνει η περίφημη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα, την οποία το κείμενο ευαγγελίζεται και προσδιορίζει ως πηγή δημόσιων εσόδων, αλλά πέρα από τις καλές προθέσεις και τη δεδομένη τιμιότητα των νέων του Ποδέμος δεν προτάσσει κανένα εναλλακτικό όραμα απέναντι στο νεοφιλελεύθερο δόγμα των γενικευμένων περικοπών και της ιδιωτικοποίησης. Η νέα Αριστερά οφείλει να προχωρήσει πέρα από την αμυντική στάση που λέει, σωστά, όχι στις περικοπές και να προσφέρει τη δική της συγκεκριμένη πρόταση για τη μεταρρύθμιση του δημοσίου. Το προσχέδιο του Ποδέμος χάνει την ευκαιρία να συνδέσει τη μεταρρύθμιση του κράτους πρόνοιας με την ακμάζουσα στην Ισπανία κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία και το πλήθος αυτοοργανωμένων ομάδων αλληλοβοήθειας και εναλλακτικών δικτύων που δραστηριοποιούνται στα πεδία της πρωτοβάθμιας υγείας, της εκπαίδευσης, της υγιεινής διατροφής και της στέγασης, λύσεις οι οποίες θα μπορούσαν να μεταλλάξουν το κράτος πρόνοιας σε ένα πιο αποκεντρωμένο, λιγότερο συγκεντρωτικό, φτηνότερο και δημοκρατικότερο μοντέλο.
Το κείμενο των Ναβάρο-Τόρρες θέτει ως κύριο στόχο του την αναθέρμανση της ζήτησης, προς το οποίο είμαι θετικός αν και υποστηρικτής της αποανάπτυξης. Πρώτον, διότι η ζήτηση στην οποία αναφέρονται οι Ναβάρο-Τόρρες δεν είναι η γενικευμένη ζήτηση των κεϋνσιανών αλλά στοχευμένα η κατανάλωση των πιο αδύναμων στρωμάτων για την ικανοποίηση βασικών αναγκών. Σε αυτό δεν έχω καμία αντίρρηση. Άλλο ο γενικευμένος καταναλωτισμός, στον οποίο συχνά προσβλέπουν κάποιοι κεϋνσιανοί, και άλλο η εξυπηρέτηση βασικών αναγκών οι οποίες βρίσκονται υπό κίνδυνο από τις πολιτικές λιτότητας. Δεύτερον, οι συγγραφείς τονίζουν ότι η κατανάλωση την οποία οραματίζονται θα είναι μια οικολογικά βιώσιμη κατανάλωση και ότι με κανέναν τρόπο δεν επιδιώκουν την επιστροφή στην περίοδο πριν από την κρίση, του γενικευμένου καταναλωτισμού και της υπερχρέωσης, με τις τεράστιες περιβαλλοντικές επιπτώσεις.
Ωστόσο –και αυτή είναι, κατά τη γνώμη μου, η κεντρική αδυναμία του κειμένου– δεν γίνεται σαφές το γιατί και κυρίως το πώς οι προτεινόμενες πολιτικές δεν θα οδηγήσουν σε μία οικολογικά επιζήμια κατανάλωση. Η μείωση του χρέους, για παράδειγμα, ή η επανεκκίνηση των επενδύσεων από μόνες τους δεν οδηγούν απαραίτητα στη βιωσιμότητα, αλλά κάλλιστα στη συνηθισμένου τύπου ανάπτυξη. Η μείωση του χρόνου εργασίας επίσης μπορεί να καταστεί περιβαλλοντικά επιζήμια αν περισσότερος ελεύθερος χρόνος σημαίνει περισσότερα ψώνια ή διακοπές στο εξωτερικό. Η προτεινόμενη δέσμη μέτρων θα όφειλε να πλαισιωθεί από ρυθμίσεις οικολογικού περιεχομένου, όπως οι ακόλουθες.
Πρώτον, απαιτούνται ανώτατα δεσμευτικά όρια στην ποσότητα των πρώτων υλών που θα χρησιμοποιεί η ισπανική οικονομία και των εκπεμπόμενων αερίων του θερμοκηπίου (συμπεριλαμβανομένων των πρώτων υλών και των εκπομπών που είναι ενσωματωμένες στα προϊόντα τα οποία εισάγει). Δεύτερον, απαιτούνται δεσμευτικοί περιορισμοί σε συγκεκριμένες περιβαλλοντικές πιέσεις, όπως καθορισμός της μέγιστης έκτασης γης που δύναται να οικοδομηθεί, μέγιστες ποσότητες νερού που δύνανται να αντληθούν ή μέγιστος αριθμός τουριστικών καταλυμάτων στις τουριστικές περιοχές. Τρίτον, χρειάζεται αυστηρός έλεγχος και περιορισμός της διαφήμισης, με κατ’ ελάχιστο την απαγόρευσή της στους δημόσιους χώρους, όπως πρόσφατα έγινε στην Γκρενόμπλ. Τέλος, αλλά εξίσου σημαντικό, απαιτούνται σταδιακά αλλαγές στο φορολογικό σύστημα, με μείωση της φορολόγησης της εργασίας και αντικατάστασή της με φορολόγηση της ενέργειας και των φυσικών πόρων, με τέτοιον τρόπο ώστε να επωφεληθούν τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα.
Οι συγγραφείς καλά κάνουν και δεν υποκύπτουν στον φετιχισμό του Α.Ε.Π. και αρνούνται να θέσουν την αύξηση του Α.Ε.Π. ως στόχο της οικονομικής τους στρατηγικής. Δεν ενστερνίζονται φυσικά το επιχείρημα που υποστηρίζουν πολλοί, όπως κι εγώ, δηλαδή ότι η ανάπτυξη φτάνει ή πρέπει να φτάσει στο τέλος της. Όπως έχει γράψει επανειλημμένα ο Ναβάρο, για εκείνον το πρόβλημα είναι το Α.Ε.Π. και η καπιταλιστική ανάπτυξη και όχι η ανάπτυξη γενικά. Κατά τη γνώμη του, ένα άλλο, ενδεχομένως σοσιαλιστικό σύστημα, θα μπορούσε να παράγει «καλή» ανάπτυξη επ’ αόριστον. Παρά ταύτα, στο κείμενό του μαζί με τον Τόρρες για το Ποδέμος, παραδέχονται ότι η στροφή σε επενδύσεις στην κοινωνική μέριμνα και την εκπαίδευση, όπως προτείνουν, ενδέχεται να μην οδηγήσει στην αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας, τουλάχιστον όχι άμεσα. Επιτρέψτε μου να διατηρώ τις αμφιβολίες μου για το αν κάτι τέτοιο θα γίνει δυνατό ακόμα και στο μέλλον και χωρίς ανάλογη αύξηση της περιβαλλοντικής επιβάρυνσης. Αλλά, ας είναι. Δεν υπάρχει λόγος να αναλωνόμαστε σε θεωρητικές διαφωνίες. Οι πολιτικές και οι επενδύσεις τις οποίες προτείνουν είναι όντως καλές, ανεξάρτητα από το θα αυξήσουν ή όχι το Α.Ε.Π., και αυτό είναι το πιο σημαντικό. Το ζήτημα όμως που παραμένει ανοιχτό είναι εάν το Ποδέμος είναι έτοιμο να αντιμετωπίσει τις συνέπειες αν οι πολιτικές του, και οι επιθυμητές επενδύσεις στην κοινωνική οικονομία, οδηγήσουν σε στασιμότητα, αν όχι σε πτώση του Α.Ε.Π. Για παράδειγμα, είναι άραγε έτοιμοι για το ενδεχόμενο να κληθούν να διατηρήσουν το κράτος πρόνοιας και ένα εγγυημένο επίπεδο διαβίωσης για όλους τους πολίτες υπό συνθήκες μη αύξησης, αν όχι μείωσης, των δημόσιων εσόδων;
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, νομίζω ότι είναι λάθος στο κείμενο Ναβάρο-Τόρρες το ότι εγκαταλείφθηκε η πρόταση για ένα εγγυημένο βασικό εισόδημα για όλους, πρόταση η οποία υπήρχε στο προεκλογικό πρόγραμμα του Ποδέμος για τις Ευρωεκλογές. Οι Ναβάρο-Τόρρες προτείνουν αντ’ αυτού ένα ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα μόνο για όσους αποδεδειγμένα δεν μπορούν να βρουν δουλειά, δηλαδή ένα πιο εξασφαλισμένο επίδομα ανεργίας.
Το πλεονέκτημα ενός Βασικού Εισοδήματος είναι ότι θεσμοποιείται ως δικαίωμα ενός πολίτη αφαιρώντας έτσι το στίγμα που φέρνει το επίδομα ανεργίας. Επίσης σε αντίθεση με το επίδομα ανεργίας, το Βασικό Εισόδημα δεν λειτουργεί ως αντικίνητρο για επαναφορά στην αγορά εργασίας, δεδομένου ότι το λαμβάνεις άνευ όρων και δεν το χάνεις αν αρχίσεις να δουλεύεις. Τέλος, το Βασικό Εισόδημα προσφέρει την ευκαιρία σε όσους/-ες θέλουν να δουλεύουν λιγότερες ώρες και με την υποστήριξή του να αφιερώνουν περισσότερο χρόνο στην οικογένειά τους και τους φίλους τους, την κοινωνική μέριμνα, την ψυχαγωγία, την προσωπική ανάπτυξη, τον εθελοντισμό ή την κοινωνική δράση και την πολιτική. Μελέτες για την Ισπανία δείχνουν ότι ένα μηνιαίο βασικό εισόδημα της τάξης των 600 ευρώ είναι εφικτό χωρίς δραματικές αλλαγές στο φορολογικό σύστημα. Τις επιφυλάξεις μου για το Βασικό Εισόδημα τις έχω εκφράσει αλλού, αλλά δεν τις θεωρώ επαρκείς για την εγκατάλειψη της ιδέας. Αν σε ένα Βασικό Εισόδημα προσθέσουμε και μια πολιτική εγγυημένης χαμηλού κόστους πρόσβασης, υποστηριζόμενης από το κράτος, στα ελάχιστα που είναι αναγκαία για την ικανοποίηση βασικών αναγκών (π.χ. δωρεάν ελάχιστη κατανάλωση νερού, ενέργειας κ.λπ. – χρηματοδοτούμενη από υψηλότερες τιμές για υψηλότερα επίπεδα κατανάλωσης), τότε έχουμε τις βάσεις ενός πλέγματος κοινωνικών πολιτικών, προσαρμοσμένου στις ανάγκες μιας εποχής ευημερίας χωρίς ανάπτυξη.
Ευχαριστώ τον Άγγελο Βαρβαρούση για τη βοήθειά του στην επιμέλεια του κειμένου αυτού, το οποίο μεταφράστηκε από τα ισπανικά στα ελληνικά.