Η Υπόσχεση της Πράσινης Ανάπτυξης ότι μπορούμε να πάμε προς ένα βιώσιμο μέλλον χωρίς καμία παραίτηση, ενόψει των αυξανόμενων ανθρώπινων πληθυσμών, του φαινομένου αναπήδησης και της εγγενούς λογικής του προτύπου της ανάπτυξης, δεν είναι κάτι περισσότερο από έναν κοινωνιολογικό μύθο. Χωρίς την αλλαγή προς μια κουλτούρα της επάρκειας, της δίκαιης κατανομής των πόρων, χωρίς βαθιές αλλαγές στη συμπεριφορά των καταναλωτών και του οικονομικού συστήματος, καθώς και χωρίς μια σαφή αποστασιοποίηση από το μοντέλο ανάπτυξης και της κοινωνικής εκμετάλλευσης της φύσης, δεν αρκεί ο τεχνολογικός φετιχισμός για να ληφθούν υπόψη τα πλανητικά όρια και να πετύχουμε τους στόχους της αειφορίας.
Από την πρωτοποριακή στην «Πράσινη Ανάπτυξη» Νότια Κορέα μαθαίνουμε ότι η πρακτική της εφαρμογή οδήγησε εν μέρει σε αντίθετα αποτελέσματα. Υπήρξε σπατάλη πόρων, από τη μια διότι δεν τέθηκαν επαρκείς στόχοι και από την άλλη γιατί και οι στόχοι που είχαν τεθεί δεν επιτεύχθηκαν: Ο αριθμός των θέσεων εργασίας («πράσινες θέσεις εργασίας»), που είχαν προβλεφθεί για τον τοπικό πληθυσμό, αποδείχθηκε πολύ χαμηλότερος από ό, τι είχε αρχικά ανακοινωθεί. Επιπλέον, οι δυνατότητες συμμετοχής των τοπικών επιχειρήσεων στα προβλεπόμενα «πράσινα» έργα ήταν πολύ χαμηλές. Σαν σαφή σημεία κριτικής της μορφής και των τρόπων εφαρμογής της «πράσινης ανάπτυξης», διατυπώνονται για παράδειγμα, η έλλειψη ενδιαφέροντος για τις τοπικές μη χρηματικές μορφές παραγόμενης- προστιθέμενης αξίας και η απόλυτη κατανάλωση των πόρων σε δείκτες παρακολούθησης, καθώς επίσης και η έλλειψη σε συμμετοχικές προσεγγίσεις-δραστηριότητες.
Μια ενδιαφέρουσα περίπτωση είναι, επίσης, η Βραζιλία: Εδώ φάνηκε ξεκάθαρα ότι η οικονομική ανάπτυξη δεν είναι κατάλληλη ως δείκτης επιτυχίας, γιατί παρά την σημαντική αύξηση των εισοδημάτων των φτωχότερων στρωμάτων του πληθυσμού, η έλλειψη επενδύσεων στα «κοινά»(συλλογικά αγαθά), η «επανανθρακοποίηση» της οικονομίας μέσα από την αύξηση του μεριδίου του άνθρακα και του φυσικού αερίου στο ενεργειακό προφίλ της Βραζιλίας και οι επενδύσεις σε υδροηλεκτρικά έργα υποδομής, δεν εξασφαλίζουν ένα βιώσιμο μέλλον για τη χώρα.
Στη Γερμανία: ενώ είχαμε μείωση των εκπομπών στον τομέα της παραγωγής ενέργειας, λόγω του ότι αυξήθηκε σημαντικά το ποσοστό των ΑΠΕ(Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας) στο ενεργειακό προφίλ της, οι συνολικές εκπομπές ισοδύναμου διοξειδίου αντίθετα αυξάνονται και δεν πιάνονται οι στόχοι της μείωσης του 40% μέχρι το 2020. Αυτό συμβαίνει γιατί υπάρχει μεγάλη ανάπτυξη της βιομηχανίας-π.χ. της τσιμεντοβιομηχανίας λόγω οικοδομικού μπουμ τα τελευταία χρόνια-αύξηση στην κατανάλωση άνθρακα, αύξηση στον τομέα των μεταφορών και της κυκλοφορίας αυτοκινήτων-το γρήγορο, μεγάλο αμάξι είναι φετίχ για τον μέσο Γερμανό- και στη θέρμανση κτιρίων-αν και τα τελευταία χρόνια δεν έχουμε εδώ πολύ κρύους χειμώνες λόγω της αλλαγής του κλίματος. Η εξοικονόμηση λόγω της αντιρρυπαντικής τεχνολογίας δεν είναι αρκετή, ενώ οι ιστορικά χαμηλές τιμές-από τότε που δημιουργήθηκε η αγορά ρύπων- των πιστοποιητικών εκπομπής κάνουν τις βιομηχανίες να μην ενδιαφέρονται και πολύ για «πράσινες» τεχνολογίες μείωσης(λογική του κόστους-οφέλους).
Το «πράσινο ξέπλυμα»Ως έννοια εμφανίσθηκε το 1986 πρώτα στις ΗΠΑ και χρησιμοποιήθηκε από περιβαλλοντολόγους για να στιγματισθεί η πρακτική των επιχειρήσεων που, προς μεν την κοινωνία διαφημίζουν την φαινομενικά περιβαλλοντική τους ευαισθησία, στην πραγματικότητα δε επιδιώκουν το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος από την πώληση των προϊόντων τους σε περιβαλλοντικά ευαίσθητους καταναλωτές, χωρίς στην ουσία τα προϊόντα τους να είναι «φιλικά» προς το περιβάλλον.
Οι επιχειρηματικοί κλάδοι, βασιζόμενοι σε μελέτες που δείχνουν το αυξανόμενο κοινωνικό ενδιαφέρον για το περιβάλλον, στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν τις κοινωνικές αντιδράσεις, δεν διστάζουν να διαφημίζουν με παραποιημένα μηνύματα, νοήματα και αριθμούς, με ψευδείς πληροφορίες κ.λπ., τις περιβαλλοντικές φαινομενικά επιδόσεις των δραστηριοτήτων και προϊόντων τους. Κάνουν δηλαδή ένα «πράσινο ξέπλυμα» των οικονομικών τους δραστηριοτήτων(Greenwashing). Συχνά επενδύουν περισσότερο χρόνο και κεφάλαιο για να διαφημισθεί η περιβαλλοντική ευαισθησία των επιχειρήσεων, παρά για την πραγματικά περιβαλλοντική τους λειτουργία.
Παραδείγματα:
[1] Αναφέρεται από τον Γιώργο Σμπώκο, στο βιβλίο του: Η Επινόηση της Αειφορίας σελ. 135
[2]http://tvxs.gr/news/ellada/sygkalypse-berolino-tin-ekthesi-gia-skandalo-tis-vw
Από την πρωτοποριακή στην «Πράσινη Ανάπτυξη» Νότια Κορέα μαθαίνουμε ότι η πρακτική της εφαρμογή οδήγησε εν μέρει σε αντίθετα αποτελέσματα. Υπήρξε σπατάλη πόρων, από τη μια διότι δεν τέθηκαν επαρκείς στόχοι και από την άλλη γιατί και οι στόχοι που είχαν τεθεί δεν επιτεύχθηκαν: Ο αριθμός των θέσεων εργασίας («πράσινες θέσεις εργασίας»), που είχαν προβλεφθεί για τον τοπικό πληθυσμό, αποδείχθηκε πολύ χαμηλότερος από ό, τι είχε αρχικά ανακοινωθεί. Επιπλέον, οι δυνατότητες συμμετοχής των τοπικών επιχειρήσεων στα προβλεπόμενα «πράσινα» έργα ήταν πολύ χαμηλές. Σαν σαφή σημεία κριτικής της μορφής και των τρόπων εφαρμογής της «πράσινης ανάπτυξης», διατυπώνονται για παράδειγμα, η έλλειψη ενδιαφέροντος για τις τοπικές μη χρηματικές μορφές παραγόμενης- προστιθέμενης αξίας και η απόλυτη κατανάλωση των πόρων σε δείκτες παρακολούθησης, καθώς επίσης και η έλλειψη σε συμμετοχικές προσεγγίσεις-δραστηριότητες.
Μια ενδιαφέρουσα περίπτωση είναι, επίσης, η Βραζιλία: Εδώ φάνηκε ξεκάθαρα ότι η οικονομική ανάπτυξη δεν είναι κατάλληλη ως δείκτης επιτυχίας, γιατί παρά την σημαντική αύξηση των εισοδημάτων των φτωχότερων στρωμάτων του πληθυσμού, η έλλειψη επενδύσεων στα «κοινά»(συλλογικά αγαθά), η «επανανθρακοποίηση» της οικονομίας μέσα από την αύξηση του μεριδίου του άνθρακα και του φυσικού αερίου στο ενεργειακό προφίλ της Βραζιλίας και οι επενδύσεις σε υδροηλεκτρικά έργα υποδομής, δεν εξασφαλίζουν ένα βιώσιμο μέλλον για τη χώρα.
Στη Γερμανία: ενώ είχαμε μείωση των εκπομπών στον τομέα της παραγωγής ενέργειας, λόγω του ότι αυξήθηκε σημαντικά το ποσοστό των ΑΠΕ(Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας) στο ενεργειακό προφίλ της, οι συνολικές εκπομπές ισοδύναμου διοξειδίου αντίθετα αυξάνονται και δεν πιάνονται οι στόχοι της μείωσης του 40% μέχρι το 2020. Αυτό συμβαίνει γιατί υπάρχει μεγάλη ανάπτυξη της βιομηχανίας-π.χ. της τσιμεντοβιομηχανίας λόγω οικοδομικού μπουμ τα τελευταία χρόνια-αύξηση στην κατανάλωση άνθρακα, αύξηση στον τομέα των μεταφορών και της κυκλοφορίας αυτοκινήτων-το γρήγορο, μεγάλο αμάξι είναι φετίχ για τον μέσο Γερμανό- και στη θέρμανση κτιρίων-αν και τα τελευταία χρόνια δεν έχουμε εδώ πολύ κρύους χειμώνες λόγω της αλλαγής του κλίματος. Η εξοικονόμηση λόγω της αντιρρυπαντικής τεχνολογίας δεν είναι αρκετή, ενώ οι ιστορικά χαμηλές τιμές-από τότε που δημιουργήθηκε η αγορά ρύπων- των πιστοποιητικών εκπομπής κάνουν τις βιομηχανίες να μην ενδιαφέρονται και πολύ για «πράσινες» τεχνολογίες μείωσης(λογική του κόστους-οφέλους).
Το «πράσινο ξέπλυμα»Ως έννοια εμφανίσθηκε το 1986 πρώτα στις ΗΠΑ και χρησιμοποιήθηκε από περιβαλλοντολόγους για να στιγματισθεί η πρακτική των επιχειρήσεων που, προς μεν την κοινωνία διαφημίζουν την φαινομενικά περιβαλλοντική τους ευαισθησία, στην πραγματικότητα δε επιδιώκουν το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος από την πώληση των προϊόντων τους σε περιβαλλοντικά ευαίσθητους καταναλωτές, χωρίς στην ουσία τα προϊόντα τους να είναι «φιλικά» προς το περιβάλλον.
Οι επιχειρηματικοί κλάδοι, βασιζόμενοι σε μελέτες που δείχνουν το αυξανόμενο κοινωνικό ενδιαφέρον για το περιβάλλον, στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν τις κοινωνικές αντιδράσεις, δεν διστάζουν να διαφημίζουν με παραποιημένα μηνύματα, νοήματα και αριθμούς, με ψευδείς πληροφορίες κ.λπ., τις περιβαλλοντικές φαινομενικά επιδόσεις των δραστηριοτήτων και προϊόντων τους. Κάνουν δηλαδή ένα «πράσινο ξέπλυμα» των οικονομικών τους δραστηριοτήτων(Greenwashing). Συχνά επενδύουν περισσότερο χρόνο και κεφάλαιο για να διαφημισθεί η περιβαλλοντική ευαισθησία των επιχειρήσεων, παρά για την πραγματικά περιβαλλοντική τους λειτουργία.
Παραδείγματα:
- Σε ένα ντοκυμαντέρ της Bentley αναφέρεται ότι η επιχείρηση[1] «…Περήφανα εφάρμοσε πρότυπα ποιότητας: χρήση συγκεκριμένων πρώτων υλών, οριακές τιμές για τις ατμοσφαιρικές εκπομπές, συγκεκριμένες ώρες εργασίας, εγκατάσταση τεχνικών μέσων για την παρακολούθηση της ποιότητας και της ποσότητας των αερίων εκπομπών και της καύσης, μεθόδους δειγματοληψίας και ανάλυσης των καυσίμων και αντιρρυπαντικές τεχνολογίες». Όλα αυτά βέβαια τα αναφέρει με στόχο την προώθηση των πωλήσεών της και όχι γιατί έχει πραγματικά περιβαλλοντική ευθύνη, αφού μια Bentley Arnage εκπέμπει 465 gr. CO2/km, δηλαδή όσο εκπέμπουν τέσσερα Opel Corsa (119 gr. CO2/km), ενώ για να ραφτεί ένα τιμόνι της χρειάζονται πέντε ώρες.
- Σκάνδαλο VW: η επιχείρηση είχε εγκαταστήσει παράνομο λογισμικό σε αυτοκίνητά της, με το οποίο αποκρύπτονταν στις δοκιμές οι πραγματικές εκπομπές οξειδίων του αζώτου. Πληροφορίες γερμανικών μέσων ενημέρωσης οδηγούν στο συμπέρασμα πως το γερμανικό υπουργείο Μεταφορών επιδίωξε μετά το ξέσπασμα του σκανδάλου της VW, να συγκαλύψει ενοχοποιητικά στοιχεία άλλων κατασκευαστών αυτοκινήτων «...η επιτροπή ελέγχου είχε ανακαλύψει πως σε κινητήρες ντίζελ είχε εγκατασταθεί ένας μηχανισμός ο οποίος απενεργοποιούσε τη λειτουργία του εξοπλισμού μείωσης των εκπομπών….Στην περίπτωση της Opel η διαδικασία της απενεργοποίησης ξεκινούσε από τη στιγμή που η θερμοκρασία του κινητήρα έφτανε τους 17 βαθμούς και στην περίπτωση της Μερσεντές μόλις τους 10 βαθμούς. Συνέπεια αυτής απενεργοποίησης ήταν το οξείδιο του αζώτου να εκπέμπεται αμείωτο στην ατμόσφαιρα….Μια σύγκριση του πορίσματος της επιτροπής του υπουργείου που διερεύνησε την περίπτωση της VW με παλιότερες εκδοχές έδειξε ότι στο τελικό κείμενο έλειπαν σημεία στα οποία κατηγορούνταν για ανάλογες πράξεις και άλλοι κατασκευαστές αυτοκινήτων όπως η Opel, η Αudi και η Fiat»[2].
- Στη Νορβηγία οι κατασκευαστές αυτοκινήτων διαφημίζουν υποστηρίζοντας ότι τα αυτοκίνητά τους είναι πράσινα καθαρά και φιλικά προς το περιβάλλον, ενώ ο Συνήγορος του Καταναλωτή στην ίδια χώρα ισχυρίζεται αντίθετα ότι σε καμιά περίπτωση «τα αυτοκίνητα δε μπορεί να κάνουν κάτι καλό για το περιβάλλον, από το να το βλάψουν λιγότερο σε σχέση με άλλα».
- Η εταιρεία περιβαλλοντικού μάρκετιγκ TerraChoice δημοσίευσε μια μελέτη, σύμφωνα με την οποία το 99% των 1.018 κοινών καταναλωτικών αγαθών που αξιολογήθηκαν τυχαία, βρέθηκαν ένοχα για πράσινο ξέπλυμα.
- Στην Ελλάδα ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα πράσινου ξεπλύματος είναι τα «οικολογικά γκολφ», που προωθούνται από την Εταιρεία Τουριστικής Ανάπτυξης: στην περιοχή της Μεσογείου με την έλλειψη νερού, ένα γήπεδο γκολφ απαιτεί μεταλλαγμένο γκαζόν-επηρεάζοντας την χλωρίδα ολόκληρης της περιοχής εγκατάστασης-μεγάλες ποσότητες χημικών λιπασμάτων-φυτοφαρμάκων και κατά μ.ό. τόσο νερό όσο και μια πόλη άνω των 20.000 κατοίκων(ετήσια κατανάλωση περίπου 1.000.000 κ.μ. νερού). Ο συνδυασμός της έννοιας πράσινο ή οικολογικό με την πραγματικότητα ενός γκολφ στη Μεσόγειο, είναι πέρα για πέρα ένα οξύμωρο σχήμα!
[1] Αναφέρεται από τον Γιώργο Σμπώκο, στο βιβλίο του: Η Επινόηση της Αειφορίας σελ. 135
[2]http://tvxs.gr/news/ellada/sygkalypse-berolino-tin-ekthesi-gia-skandalo-tis-vw