του Δ. Μαρκόπουλου
Η συζήτηση για τον κοινωνικό ρόλο της τεχνολογίας διεξάγεται σήμερα (όποτε διεξάγεται) μέσα σε ένα ακραιφνώς τεχνοφιλικό περιβάλλον, το οποίο δεν περιορίζεται στον δυτικό κόσμο, αλλά εξάγεται ολοένα και πιο επιθετικά σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη. Συνήθως ο θαυμασμός για κάθε τεχνικό επίτευγμα ή καινοτομία και γενικώς κάθετι το «νέο», επισκιάζει την ψύχραιμη και διαυγή ανάλυση του ζητήματος. Πυλώνας της τελευταίας θα ήταν η παραδοχή πως η γκατζετομανία και η αποχαύνωση στα πανταχού παρόντα social media, δεν ενσαρκώνουν απλά το καταναλωτικό και κομφορμιστικό πνεύμα της εποχής, αλλά διαπλάθουν επίσης έναν νέο ανθρωπολογικό τύπο, που βυθιζόμενος συνεχώς στον ναρκισσισμό και την αμετροέπεια, απεμπολεί τις πολιτικές του υποχρεώσεις και απορρίπτει πλέον κάθε συγκροτημένο κοινωνικό δεσμό.
Στο προσφάτως εκδοθέν βιβλίο του (πάλαι ποτέ ηγετικού στελέχους των Ερυθρών Ταξιαρχιών) Renato Curcio επιχειρείται με ενδιαφέροντα τρόπο μια ανανεωμένη κριτική ματιά γύρω από τη χρήση και τον ιδεολογικό ρόλο των νέων τεχνολογιών. Επιτεύγματα ψηφιακής τεχνολογίας (π.χ. Smartphones, Tablets, εφαρμογές και μέσα κοινωνικής δικτύωσης) αναλύονται διεξοδικά από τον συγγραφέα ως οι νέες δομές που συνθέτουν το πλέγμα του μετα-βιομηχανικού καπιταλισμού, αυτής της «Εικονικής Αυτοκρατορίας» όπως τον βαφτίζει.
Σύμφωνα με τον Curcio οι ιντερνετικές εφαρμογές και οι λοιπές τεχνολογίες αιχμής έχουν αποικίσει το κοινωνικό φαντασιακό σε πρωτοφανή -και σχεδόν ολοκληρωτικό- βαθμό, λειτουργώντας ως ένας ισχυρός μηχανισμός έλξης και οδηγώντας τον σημερινό άνθρωπο σε μια «εθελούσια υποταγή» στις νέες ολιγαρχίες. Οι πολυεθνικοί επιχειρηματικοί κολοσσοί του κλάδου της νεοτεχνολογίας -έτσι όπως ξεπήδησαν τις προηγούμενες δεκαετίες από τα εργαστήρια της SiliconValley– εκμεταλλεύονται την απεριόριστη «δωρεάν εργασία» εκατομμυρίων ανθρώπων (το γεγονός δηλαδή ότι η πολύωρη καθημερινή ενασχόλησή μας με το ίντερνετ και τις εφαρμογές του χαρίζει στις εταιρείες αυτές εμπορική -και συνεπώς διαφημιστική- αποδοχή) για να αποκομίσουν υπερκέρδη[1].
Μέσω των ψηφιακών ταυτοτήτων και της εικονοποίησης της ζωής, κάθε χρήστης της τεχνολογίας λειτουργεί ως ένα είδος άμισθου υπαλλήλου που προωθεί το εκάστοτε προϊόν, ακόμα κι αν αυτό διατίθεται δωρεάν. Η εσωτερίκευση της νεοτεχνολογίας γίνεται αντιληπτή από τον Curcio ως ο κομβικός εκείνος παράγοντας που μας ωθεί σε ένα είδος σύγχρονης δουλείας: την άνευ όρων παράδοση στη λογική της μαζικής επιτήρησης και της «διαφάνειας» των προσωπικών μας δεδομένων. Αυτό το «Πανοπτικόν» αυξάνει τον κοινωνικό έλεγχο (π.χ. παρακολούθηση δεδομένων από υπηρεσίες ασφαλείας) και προωθεί την παραγωγικότητα της εργασίας (π.χ. ψηφιακός έλεγχος ρυθμού εργασίας και αποδοτικότητας).
Σε μια τέτοια φουκωϊκού τύπου εξήγηση της πραγματικότητας, όμως, βρίσκονται ίσως και τα όρια της ανάλυσης του Curcio, δείγμα μάλλον των αριστερίστικων θεωρητικών καταβολών του. Διότι χρησιμοποιεί όλη αυτήν την επιχειρηματολογία του περί της τεχνολογικής αποικιοποίησης του φαντασιακού για να στηρίξει μια θεωρία περί «νέων υπηκόων» και «βιοπολιτικής». Ο ίδιος περιγράφει χαρακτηριστικά το παρόν σύστημα ως «μια εξουσία επί των ψηφιακών μας ταυτοτήτων παγκοσμιοποιημένη και ολοκληρωτική, η οποία θεσπίζει πρωτόγνωρες, ριζικές μορφές υπηκοότητας». Παρ’ όλο που ο προβληματισμός του εκκινά από βάσιμες πολιτικές ανησυχίες, δυσκολεύεται να δει ουσιώδεις πτυχές της τεχνολογικής αλλοτρίωσης σε όλο τους το βάθος και κυρίως να απαντήσει στο γιατί ο σημερινός άνθρωπος παρασύρεται στη δίνη του ψηφιακού κόσμου. Θεωρώντας, μάλιστα, ότι η «Εικονική Αυτοκρατορία» συνιστά εξελικτική συνέχεια της βιομηχανικής κοινωνίας, αδυνατεί να διακρίνει τη ρήξη που έχει κάνει η σημερινή κοινωνία της μαζικής κατανάλωσης και της επικράτησης της ασημαντότητας με το παλαιότερο βιομηχανικό πλέγμα του πιο «κλασικού» καπιταλισμού.
Η κουβέντα περί τεχνολογίας αποτελεί μια καλή αφορμή για να απεγκλωβιστούμε από το αιώνιο σχήμα της καταστολής και του παντοδύναμου κράτους. Αλλωστε, από πολιτική σκοπιά ο άνωθεν κοινωνικός έλεγχος -είτε εντός αυταρχικών καθεστώτων είτε στις σημερινές (παρακμάζουσες) φιλελεύθερες ολιγαρχίες- αποκτά σημασία μόνο όταν υπάρχουν σοβαρά κοινωνικά κινήματα και πολιτικοί αγώνες που προβάλλουν αντιστάσεις. Στην εποχή μας το πρωτεύον είναι μάλλον να εξετάσουμε τις ανθρωπολογικές συνθήκες που καθιστούν δύσκολη ή αδύνατη η ανάπτυξη νέων κινημάτων. Ως εκ τούτου θα πρέπει να δούμε τι επιπτώσεις έχει η σύγχρονη «τεχνολογικοποιημένη» ζωή στην ανθρωπολογική συγκρότηση των υποκειμένων. Με άλλα λόγια, να απαντήσουμε στο ερώτημα: τι παρακινεί τους ανθρώπους να χάνονται να αυτογελοιοποιούνται στον βούρκο του hipster ψηφιακού κόσμου; Αυτή είναι άλλωστε και η ουσία της σύγχρονης τεχνοφιλίας: η διαρκής μανία της δημοσιοποίησης προσωπικών στιγμών, τσιτάτων, εικόνων, και γενικώς κάθε λογής ανούσιων λεπτομερειών, μέσω των πολλαπλών ψηφιακών τεχνολογικών δυνατοτήτων. Μακράν του να διαθέτει κάποια χρηστική αξία, η νεοτεχνολογία περισσότερο αποσκοπεί σε μια «hipster» χρήση της: την αισθητική υιοθέτηση των προϊόντων και την παιγνιώδη αποδοχή των πολυλειτουργιών τους, αλλά και την αδιάκοπη και συχνή ανανέωση των γκάτζετς, χωρίς καν αυτή να προκαλείται απαραίτητα από την (στοχευμένα συχνή) υλική φθορά τους.
Τελικά, τι συνέπειες έχει αυτού του τύπου η καταναλωτική και ναρκισσιστική μετάλλαξη στην ίδια την κοινωνικοποίηση των ανθρώπων; Μήπως όλα αυτά αποτελούν εκφάνσεις της εμπέδωσης και της ολοκληρωτικής επικράτησης της κοινωνίας της μαζικής κουλτούρας; Μήπως η έλλειψη δυναμικών κινημάτων θα πρέπει να αποδωθεί, όχι τόσο σε μια πρόσκαιρη υποχώρηση της πολιτικής και ταξικής συνείδησης, αλλά κατά βάση στην τάση αποσύνθεσης των κοινωνικών δεσμών και της ίδιας της έννοιας της συλλογικότητας; Τελικά, ενώ σήμερα η εξάπλωση της ψηφιακής κουλτούρας οδηγεί στην πλήρη παρακμή και εξαφάνιση κάθε στοιχείο λαϊκού πολιτισμού και κοινωνικού δεσμού, εμάς μας απασχολεί απλώς το ότι παρακολουθούν τα γκατζετάκια μας;
[1] Χωρίς να ξεχνάμε βέβαια και τις υπερεντατικές έως απάνθρωπες συνθήκες εκμετάλλευσης στα εργοστάσια των εν λόγω ομίλων σε διάφορες γωνιές της γης.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην εφημερίδα των συντακτών με τον τίτλο «Υποταγή σε νέες ολιγαρχίες».
Πηγή:Πρόταγμα
Η συζήτηση για τον κοινωνικό ρόλο της τεχνολογίας διεξάγεται σήμερα (όποτε διεξάγεται) μέσα σε ένα ακραιφνώς τεχνοφιλικό περιβάλλον, το οποίο δεν περιορίζεται στον δυτικό κόσμο, αλλά εξάγεται ολοένα και πιο επιθετικά σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη. Συνήθως ο θαυμασμός για κάθε τεχνικό επίτευγμα ή καινοτομία και γενικώς κάθετι το «νέο», επισκιάζει την ψύχραιμη και διαυγή ανάλυση του ζητήματος. Πυλώνας της τελευταίας θα ήταν η παραδοχή πως η γκατζετομανία και η αποχαύνωση στα πανταχού παρόντα social media, δεν ενσαρκώνουν απλά το καταναλωτικό και κομφορμιστικό πνεύμα της εποχής, αλλά διαπλάθουν επίσης έναν νέο ανθρωπολογικό τύπο, που βυθιζόμενος συνεχώς στον ναρκισσισμό και την αμετροέπεια, απεμπολεί τις πολιτικές του υποχρεώσεις και απορρίπτει πλέον κάθε συγκροτημένο κοινωνικό δεσμό.
Στο προσφάτως εκδοθέν βιβλίο του (πάλαι ποτέ ηγετικού στελέχους των Ερυθρών Ταξιαρχιών) Renato Curcio επιχειρείται με ενδιαφέροντα τρόπο μια ανανεωμένη κριτική ματιά γύρω από τη χρήση και τον ιδεολογικό ρόλο των νέων τεχνολογιών. Επιτεύγματα ψηφιακής τεχνολογίας (π.χ. Smartphones, Tablets, εφαρμογές και μέσα κοινωνικής δικτύωσης) αναλύονται διεξοδικά από τον συγγραφέα ως οι νέες δομές που συνθέτουν το πλέγμα του μετα-βιομηχανικού καπιταλισμού, αυτής της «Εικονικής Αυτοκρατορίας» όπως τον βαφτίζει.
Σύμφωνα με τον Curcio οι ιντερνετικές εφαρμογές και οι λοιπές τεχνολογίες αιχμής έχουν αποικίσει το κοινωνικό φαντασιακό σε πρωτοφανή -και σχεδόν ολοκληρωτικό- βαθμό, λειτουργώντας ως ένας ισχυρός μηχανισμός έλξης και οδηγώντας τον σημερινό άνθρωπο σε μια «εθελούσια υποταγή» στις νέες ολιγαρχίες. Οι πολυεθνικοί επιχειρηματικοί κολοσσοί του κλάδου της νεοτεχνολογίας -έτσι όπως ξεπήδησαν τις προηγούμενες δεκαετίες από τα εργαστήρια της SiliconValley– εκμεταλλεύονται την απεριόριστη «δωρεάν εργασία» εκατομμυρίων ανθρώπων (το γεγονός δηλαδή ότι η πολύωρη καθημερινή ενασχόλησή μας με το ίντερνετ και τις εφαρμογές του χαρίζει στις εταιρείες αυτές εμπορική -και συνεπώς διαφημιστική- αποδοχή) για να αποκομίσουν υπερκέρδη[1].
Μέσω των ψηφιακών ταυτοτήτων και της εικονοποίησης της ζωής, κάθε χρήστης της τεχνολογίας λειτουργεί ως ένα είδος άμισθου υπαλλήλου που προωθεί το εκάστοτε προϊόν, ακόμα κι αν αυτό διατίθεται δωρεάν. Η εσωτερίκευση της νεοτεχνολογίας γίνεται αντιληπτή από τον Curcio ως ο κομβικός εκείνος παράγοντας που μας ωθεί σε ένα είδος σύγχρονης δουλείας: την άνευ όρων παράδοση στη λογική της μαζικής επιτήρησης και της «διαφάνειας» των προσωπικών μας δεδομένων. Αυτό το «Πανοπτικόν» αυξάνει τον κοινωνικό έλεγχο (π.χ. παρακολούθηση δεδομένων από υπηρεσίες ασφαλείας) και προωθεί την παραγωγικότητα της εργασίας (π.χ. ψηφιακός έλεγχος ρυθμού εργασίας και αποδοτικότητας).
Σε μια τέτοια φουκωϊκού τύπου εξήγηση της πραγματικότητας, όμως, βρίσκονται ίσως και τα όρια της ανάλυσης του Curcio, δείγμα μάλλον των αριστερίστικων θεωρητικών καταβολών του. Διότι χρησιμοποιεί όλη αυτήν την επιχειρηματολογία του περί της τεχνολογικής αποικιοποίησης του φαντασιακού για να στηρίξει μια θεωρία περί «νέων υπηκόων» και «βιοπολιτικής». Ο ίδιος περιγράφει χαρακτηριστικά το παρόν σύστημα ως «μια εξουσία επί των ψηφιακών μας ταυτοτήτων παγκοσμιοποιημένη και ολοκληρωτική, η οποία θεσπίζει πρωτόγνωρες, ριζικές μορφές υπηκοότητας». Παρ’ όλο που ο προβληματισμός του εκκινά από βάσιμες πολιτικές ανησυχίες, δυσκολεύεται να δει ουσιώδεις πτυχές της τεχνολογικής αλλοτρίωσης σε όλο τους το βάθος και κυρίως να απαντήσει στο γιατί ο σημερινός άνθρωπος παρασύρεται στη δίνη του ψηφιακού κόσμου. Θεωρώντας, μάλιστα, ότι η «Εικονική Αυτοκρατορία» συνιστά εξελικτική συνέχεια της βιομηχανικής κοινωνίας, αδυνατεί να διακρίνει τη ρήξη που έχει κάνει η σημερινή κοινωνία της μαζικής κατανάλωσης και της επικράτησης της ασημαντότητας με το παλαιότερο βιομηχανικό πλέγμα του πιο «κλασικού» καπιταλισμού.
Η κουβέντα περί τεχνολογίας αποτελεί μια καλή αφορμή για να απεγκλωβιστούμε από το αιώνιο σχήμα της καταστολής και του παντοδύναμου κράτους. Αλλωστε, από πολιτική σκοπιά ο άνωθεν κοινωνικός έλεγχος -είτε εντός αυταρχικών καθεστώτων είτε στις σημερινές (παρακμάζουσες) φιλελεύθερες ολιγαρχίες- αποκτά σημασία μόνο όταν υπάρχουν σοβαρά κοινωνικά κινήματα και πολιτικοί αγώνες που προβάλλουν αντιστάσεις. Στην εποχή μας το πρωτεύον είναι μάλλον να εξετάσουμε τις ανθρωπολογικές συνθήκες που καθιστούν δύσκολη ή αδύνατη η ανάπτυξη νέων κινημάτων. Ως εκ τούτου θα πρέπει να δούμε τι επιπτώσεις έχει η σύγχρονη «τεχνολογικοποιημένη» ζωή στην ανθρωπολογική συγκρότηση των υποκειμένων. Με άλλα λόγια, να απαντήσουμε στο ερώτημα: τι παρακινεί τους ανθρώπους να χάνονται να αυτογελοιοποιούνται στον βούρκο του hipster ψηφιακού κόσμου; Αυτή είναι άλλωστε και η ουσία της σύγχρονης τεχνοφιλίας: η διαρκής μανία της δημοσιοποίησης προσωπικών στιγμών, τσιτάτων, εικόνων, και γενικώς κάθε λογής ανούσιων λεπτομερειών, μέσω των πολλαπλών ψηφιακών τεχνολογικών δυνατοτήτων. Μακράν του να διαθέτει κάποια χρηστική αξία, η νεοτεχνολογία περισσότερο αποσκοπεί σε μια «hipster» χρήση της: την αισθητική υιοθέτηση των προϊόντων και την παιγνιώδη αποδοχή των πολυλειτουργιών τους, αλλά και την αδιάκοπη και συχνή ανανέωση των γκάτζετς, χωρίς καν αυτή να προκαλείται απαραίτητα από την (στοχευμένα συχνή) υλική φθορά τους.
Τελικά, τι συνέπειες έχει αυτού του τύπου η καταναλωτική και ναρκισσιστική μετάλλαξη στην ίδια την κοινωνικοποίηση των ανθρώπων; Μήπως όλα αυτά αποτελούν εκφάνσεις της εμπέδωσης και της ολοκληρωτικής επικράτησης της κοινωνίας της μαζικής κουλτούρας; Μήπως η έλλειψη δυναμικών κινημάτων θα πρέπει να αποδωθεί, όχι τόσο σε μια πρόσκαιρη υποχώρηση της πολιτικής και ταξικής συνείδησης, αλλά κατά βάση στην τάση αποσύνθεσης των κοινωνικών δεσμών και της ίδιας της έννοιας της συλλογικότητας; Τελικά, ενώ σήμερα η εξάπλωση της ψηφιακής κουλτούρας οδηγεί στην πλήρη παρακμή και εξαφάνιση κάθε στοιχείο λαϊκού πολιτισμού και κοινωνικού δεσμού, εμάς μας απασχολεί απλώς το ότι παρακολουθούν τα γκατζετάκια μας;
[1] Χωρίς να ξεχνάμε βέβαια και τις υπερεντατικές έως απάνθρωπες συνθήκες εκμετάλλευσης στα εργοστάσια των εν λόγω ομίλων σε διάφορες γωνιές της γης.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην εφημερίδα των συντακτών με τον τίτλο «Υποταγή σε νέες ολιγαρχίες».
Πηγή:Πρόταγμα