Υπό το φως ενός κοντινού παραδείγματος στο Κουρδιστάν κι ενός μακρινού στην Τσιάπας του Μεξικό, εμείς, άνθρωποι που εδώ και χρόνια συμμετέχουμε σε αυτόνομες κοινότητες αγώνα στον ελλαδικό χώρο, βρισκόμαστε σε μια πρωτόγνωρη πρόκληση. Η πρόκληση δεν είναι άλλη από την εγγενή αδυναμία του πολιτικού συστήματος της διαμεσολάβησης και του καπιταλιστικού ολοκληρωτισμού που γίνεται ολοένα και πιο φανερή.
Με ιστορική ευθύνη των κυρίαρχων τάξεων σε οικουμενικό επίπεδο, κυριολεκτικά, οδηγούμαστε σε αδιέξοδο με απίστευτες καταστροφικές προεκτάσεις στην οικονομία, στις κοινωνικές αξίες, στο περιβάλλον. Αδυνατώντας η φιλελεύθερη ολιγαρχία που κυβερνά τη χώρα, εδώ και μια τεσσαρακονταετία, να ανταποκριθεί στις ανάγκες του συνόλου της κοινωνίας, συνεχίζει και επεκτείνει το αποικιακό, παρασιτικό και μεταπρατικό μοντέλο, ενώ οι αλλαγές φρουράς αποδεικνύονται όλο και πιο επώδυνες: φτώχεια, καταστροφή του περιβάλλοντος χώρου, πολιτισμικός μαρασμός, κοινωνικός κανιβαλισμός, ρατσισμός, είναι συμπτώματα μιας πολυδιάστατης κρίσης, ενώ η ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής ξεκινάει να αποτελεί το μοντέλο αποσταθεροποίησης για τα Βαλκάνια, για τη Μαύρη Θάλασσα, για τις χώρες της Μεσογείου και του ευρωπαϊκού νότου.
Από την άλλη, το κοινωνικό κίνημα βάσης αδυνατεί να βρεθεί στο ύψος των περιστάσεων. Στον ελλαδικό χώρο, οι «αγανακτισμένοι», οι συνελεύσεις καθώς και οι ακηδεμόνευτες πρωτοβουλίες ή αυτοργανωμένες συσσωματώσεις δεν μπόρεσαν να διαμορφώσουν μια συνολική πρόταση αυτόνομης πολιτικής παρουσίας. Μοιραία επομένως κυριάρχησε η παρασιτική τάση της επιστροφής σε ένα παρελθόν φαινομενικής ευμάρειας «χωρίς ΠΑΣΟΚ αλλά με λεφτά» εισπράττοντας ένα νέο «ΠΑΣΟΚ χωρίς λεφτά»-»πρώτη και δεύτερη φορά αριστερά».
Αντίστοιχα κι αλλού, εστίες αντίστασης όπως η ισπανική άνοιξη του 2011, στο πρόσφατο παρελθόν, παρέδωσαν το ιδανικό μιας άλλης κοινωνίας σε εκλογικές διαδικασίες, ενώ η αραβική άνοιξη -που συνοδεύτηκε από τη δίκαιη οργή - πνίγηκε από την κρατική καταστολή, από τις χειρουργικές επεμβάσεις των δυτικών αποικιοκρατών, από τις βλέψεις των τοπικών ηγεμόνων και από την άνοδο του ισλαμικού επεκτατισμού, με συνέπειες τις εκατόμβες θυμάτων, την καταστροφή ολόκληρων περιοχών και τα εκατομμύρια προσφύγων που πνίγονται στα νερά της Μεσογείου, εγκλωβίζονται στα Βαλκάνια, προωθούνται στην “πολιτισμένη” Δύση, έτοιμοι να γίνουν καύσιμος ύλη στις επιχειρήσεις των Ειδικών Οικονομικών Ζωνών.
Όμως και το συντριπτικό τμήμα της ελλαδικής κοινωνίας, αφού προσαρμόστηκε στο παρασιτικό-καταναλωτικό μοντέλο της μεταπολιτευτικής σύντομης ευμάρειας, αφού ένα τμήμα της έγινε σχεδόν δουλοκτητικό από την εργασία των μεταναστών, μετά το σύντομο διάλειμμα αναμονής και προσδοκίας σε ψεύτικες και κίβδηλες υποσχέσεις, βρίσκεται σε μια βαθειά κοινωνική κατάθλιψη και μετέωρο ανάμεσα σε επίμονες προσπάθειες αναπαραγωγής του πολιτικού συστήματος. Αν ψάξουμε σε βάθος, ίσως ωστόσο ανακαλύψουμε ότι οι ευθύνες δεν είναι ακριβώς ατομικές. Ο σύγχρονος ανθρωπολογικός τύπος που διαμορφώθηκε μέσα στη κουλτούρα του ατομικισμού,της κατανάλωσης, των ανέσεων και της κοινωνικής ανόδου, αδυνατεί να ανταπεξέλθει σε μια κατάσταση που προϋποθέτει απλότητα, εγρήγορση, συλλογικοποίηση και ζωή με ουσία. Πρόκειται -ίσως για το λόγο αυτό- για την πιο δύσκολη εποχή, η οποία χρειάζεται άμυνα.
Όμως για αυτήν την άμυνα απέναντι σε αυτόν τον καταστροφικό μονόδρομο, απαραίτητη προϋπόθεση δεν είναι άλλη από την αναζήτηση του βαθύτερου νοήματος όλων των επαναστάσεων που μας ενέπνευσαν. Δεν μπορεί να υπάρξει αυτή η άμυνα αποτελεσματικά αν δεν βασιστεί σε ένα σχέδιο και προπάντων σε μια διεργασία κοινωνικής αναγέννησης, ανασυγκρότησης και ανάτασης. Κι αυτό δεν είναι άλλο από την επανεμφάνιση του λαού στις σύγχρονες συνθήκες απομόνωσης και προσαρμογής. Είναι η προσπάθεια αναγέννησης ενός κινήματος βάσης, ενός κινήματος που επιζητά ένα σύγχρονο κοινοτισμό, ομόσπονδες δημοκρατικές δομές, ενός κινήματος που θα θέτει την εδώ και τώρα αλλαγή της ζωής -εκεί που ζει ο άνθρωπος και η κοινωνία του. Όσο φαίνεται αδύνατη και εκκρεμής αυτή η προσπάθεια ανασύνταξης της κοινωνίας στην κατεύθυνση της δημοκρατικής αυτονομίας και του συνομοσπονδιακού κοινοτισμού, άλλο τόσο αναγκαία κρίνεται η προσπάθεια για τη δημιουργία μιας ένωσης που θα προωθήσει αυτό το όραμα της Κομμούνας των Κομμούνων στο λόγο και στην πράξη.
Η σύνθεση του δημοκρατικού, του οικολογικού, του συνεργατικού/παραγωγικού, του διεκδικητικού και του αντιαποικιακού/διεθνιστικού/κοινωνικοαπελευθερωτικού, του αποαναπτυξιακού φαίνεται να είναι η απαραίτητη θεωρητική συνθήκη ξεπεράσματος τόσο των αδυναμιών του κοινωνικού κινήματος όσο και των εγγενών αδυναμιών του συνόλου της φτωχοποιημένης και υποβαθμισμένης κοινωνίας μας, σε κατευθύνσεις συνολικής χειραφέτησης. Γι΄ αυτό και οι θεσμοί, μέσα από μια διαδικασία αυτοθέσμισης που έχουμε να αντιπροτείνουμε, δεν είναι απλά ένα θεωρητικό κατασκεύασμα αλλά απόρροια μιας κοσμοθεώρησης προσαρμοσμένης στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εποχής μας: ένα πρότυπο οριζόντιας κοινωνικής οργάνωσης, ένα κίνητρο αγώνα που θα λειτουργεί ως πολλαπλό αντίβαρο, για παράδειγμα απέναντι στις αιτίες της τραγωδίας των προσφύγων αλλά και στις διαρκείς τάσεις για αποσταθεροποίηση που επιβάλουν οι τοπικές και υπερατλαντικές ηγεμονίες.
Τέλος, πρόκειται για ένα σχέδιο αποδυνάμωσης του ελέγχου που ασκεί η κεντρική πολιτική εξουσία (κυβέρνηση, αστικό κοινοβούλιο, αυτοδιοικητικές προεκτάσεις) προς την κατεύθυνση διαχείρισης των κοινών - ανάληψης πρωτοβουλιών από τις αποκεντρωμένες περιφερειακές και ομόσπονδες δομές της δημοκρατικής αυτονομίας. Έτσι οι θεσμοί -ως μια διαρκής επαναστατική διαδικασία αυτοθέσμισης-προτείνονται ως ένα αρχικό σχέδιο απέναντι στην ερώτηση «πώς;».
Το σχέδιο που προτείνουμε είναι λιτό, κατανοητό, λειτουργικό και ουσιαστικά μπορεί να αποτελέσει μια συγκεκριμένη εναλλακτική μορφή πολιτικής διαχείρισης των τεράστιων εγχώριων προβλημάτων αλλά και όσων προκύπτουν σε διεθνές επίπεδο απέναντι στη διεθνή αλλά και εγχώρια χρεοκοπία της κεντρικής πολιτικής διαχείρισης και της «νέας» γραφειοκρατικής περιφερειακής διοίκησης. Το σχέδιο αυτό ενέχει ως οργανική ύλη μια πολιτική-ποιητική κουλτούρα κοινωνικής ενεργοποίησης και δημοκρατικής συμμετοχής που θα διαχυθεί και θα μπολιαστεί μέσα από συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές.
Η δική μας πρόταση δεν μπορεί παρά να έχει ως ανώτατη αρχή την έννοια της άμεσης/συμβουλιακής/ κοινωνικής δημοκρατίας, στην οποία όλοι δύνανται να συμμετέχουν ισότιμα στη διαμόρφωση των συνθηκών ζωής και στη διαχείριση των κοινών. Η αρχή αυτή μπορεί να βρει εφαρμογή στη σύγκλιση τακτικών λαϊκών συνελεύσεων, σε τακτά χρονικά διαστήματα, σε επίπεδο χωρικής ενότητας. [Εδώ οφείλουμε να υποσημειώσουμε ότι η έννοια της χωρικής ενότητας θα καθοριστεί με βάση τις πρακτικές δυνατότητες (π.χ. γεωγραφικοί και χωροταξικοί/πολεοδομικοί όροι, προβλεπόμενη διαθεσιμότητα, κ.λ.π.). Έτσι λοιπόν, η χωρική ενότητα στην Αθήνα, μπορεί να είναι ένας δήμος, (π.χ. Δήμος Αθηναίων) ή μία ευρύτερη περιοχή (π.χ. νοτιοανατολική Αθήνα) και εκτός Αθήνας μία ενιαία περιοχή (π.χ. Πήλιο), τα όρια ενός νομαρχιακού διαμερίσματος (π.χ. νομός Μαγνησίας) ή και μία ακόμα μεγαλύτερη γεωγραφική ενότητα (π.χ. ανατολική Θεσσαλία ή ολόκληρη η Θεσσαλία)].
Οι λαϊκές συνελεύσεις θα καλούνται ταυτόχρονα σε όλες τις χωρικές ενότητες, στις οποίες υπάρχει η δυνατότητα σύγκλισής τους. Εκεί θα συζητούνται όλα τα βασικά προβλήματα της περιοχής ή της χώρας (όχι με την έννοια της κρατικής εδαφικής επικράτειας αλλά της γεωγραφικής ενότητας) και θα λαμβάνονται οι βασικές κατευθυντήριες αποφάσεις. Επίσης θα θέτονται τα ζητήματα που αφορούν τις διεθνείς σχέσεις στη Μέση Ανατολή, στα Βαλκάνια, στη Μεσόγειο ή στον ευρωπαϊκό Νότο, εφόσον υπάρξουν και σε άλλες χώρες αντίστοιχες δράσεις προσώπων, κινήσεων και κινημάτων που ενδιαφέρονται για διεθνείς προσπάθειες προώθησης της δημοκρατικής αυτονομίας και του συνομοσπονδισμού.
Από τις λαϊκές συνελεύσεις, θα ορίζεται (με εκλογή, με κλήρωση ή κοινή συναινέση) ένα Γενικό Αυτόνομο Συμβούλιο Χωρικής Ενότητας με συγκεκριμένο αριθμό ανακλητών εκπροσώπων. Επίσης, θα ορίζονται με τον ίδιο τρόπο Θεματικά Αυτόνομα Συμβούλια Χωρικής Ενότητας πάνω σε ζητήματα όπως α)της οικονομίας- παραγωγής, β) των κοινωνικών αγαθών (παιδεία, υγεία, πολιτισμός, κ.λ.π.), γ) των κοινωνικών και εργατικών δικαιωμάτων, δ) των οικολογικών ζητημάτων και ε) της κοινωνικής αυτοάμυνας. Στο Γενικό Αυτόνομο Συμβούλιο θα συμμετέχουν μέλη των Θεματικών Συμβουλίων αλλά και εκπρόσωποι που θα καθοριστούν απευθείας από τη Λαϊκή Συνέλευση Χωρικής Ενότητας. Με αυτόν τον τρόπο, το Γενικό Συμβούλιο δεν θα είναι απλά ένα άθροισμα των επιμέρους πεδίων δραστηριοποίησης αλλά κάτι πολύ παρα- πάνω. Οι εκπρόσωποι των Γενικών ή των Θεματικών Αυτόνομων Συμβουλίων θα συναντιούνται μεταξύ τους και, με βάση τις προτάσεις αλλά και τις δυνατότητες που υπάρχουν, θα είναι υπεύθυνοι για την προώθηση και τον συντονισμό τους. Οι εκπρόσωποι των Αυτόνομων Συμβουλίων θα πρέπει να έχουν συγκεκριμένα όρια θητείας, προκειμένου οι θέσεις εκπροσώπησης να μην μετατρέπονται σε προσωποπαγείς.
Αυτό ασφαλώς είναι ένα γενικό περίγραμμα του Ευκταίου, αυτού δηλαδή που θα θέλαμε να συμβεί ως έκφραση μιας νέας κοινωνικής οργάνωσης, μιας νέας μορφής πολιτειακής οργάνωσης. Χρειάζεται να θέσουμε την πρόταση της συνθετικής ενωτικής δράσης στην κατεύθυνση μιας ολικής αναδιοργάνωσης της ζωής μας. Αυτή θα βασιστεί σε μία δημοκρατία συμβουλιακού χαρακτήρα, σε μια οικονομία κοινοτικού χαρακτήρα, σε μια πολιτική ελευθεριακού/ακρατικού χαρακτήρα, σε μια κοινωνία ανοιχτού χαρακτήρα.
Μιλάμε για μια κοινωνική πρόταση που προϋποθέτει όντως να πάρουμε τις ζωές μας στα χέρια μας όχι ως ευχή αλλά ως πολιτικό σχέδιο διαμορφωμένο οργανωτικά στη βάση της δημοκρατικής αυτονομίας. Αναγκαία συνθήκη για να γίνει μια αλλαγή ορατή και πιστευτή είναι η δυνατότητα πραγμάτωσής της στο σήμερα. Αυτή τη δυνατότητα οφείλουμε με θάρρος να διερευνήσουμε.
“Προσοχή, σύντροφοι! Αξίζει περισσότερο να προετοιμάζεσαι με θάρρος –κι ας κάνεις λάθος- παρά να θρηνείς λόγω ολιγωρίας.” (Εθνική Επιτροπή της CNT, Σαραγόσα, 14 Φλεβάρη 1936)
Μάρτης 2016
Α. Αδαμίδης, Γ. Βασιλάκης, Δ. Γιαννακόπουλος, Σ. Καραγεωργάκης, Ν. Καραγεώργος, Φ. Κατέβας, Γ. Κολέμπας, Γ. Κυριακού, Θ. Μπέλτσιος, Γ. Μπιταξή, Κ. Παλαμηδάς, Ν. Παπάζης, Χρ. Τριανταφυλλάκος, Ν. Χατζηπέρρος
Με ιστορική ευθύνη των κυρίαρχων τάξεων σε οικουμενικό επίπεδο, κυριολεκτικά, οδηγούμαστε σε αδιέξοδο με απίστευτες καταστροφικές προεκτάσεις στην οικονομία, στις κοινωνικές αξίες, στο περιβάλλον. Αδυνατώντας η φιλελεύθερη ολιγαρχία που κυβερνά τη χώρα, εδώ και μια τεσσαρακονταετία, να ανταποκριθεί στις ανάγκες του συνόλου της κοινωνίας, συνεχίζει και επεκτείνει το αποικιακό, παρασιτικό και μεταπρατικό μοντέλο, ενώ οι αλλαγές φρουράς αποδεικνύονται όλο και πιο επώδυνες: φτώχεια, καταστροφή του περιβάλλοντος χώρου, πολιτισμικός μαρασμός, κοινωνικός κανιβαλισμός, ρατσισμός, είναι συμπτώματα μιας πολυδιάστατης κρίσης, ενώ η ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής ξεκινάει να αποτελεί το μοντέλο αποσταθεροποίησης για τα Βαλκάνια, για τη Μαύρη Θάλασσα, για τις χώρες της Μεσογείου και του ευρωπαϊκού νότου.
Από την άλλη, το κοινωνικό κίνημα βάσης αδυνατεί να βρεθεί στο ύψος των περιστάσεων. Στον ελλαδικό χώρο, οι «αγανακτισμένοι», οι συνελεύσεις καθώς και οι ακηδεμόνευτες πρωτοβουλίες ή αυτοργανωμένες συσσωματώσεις δεν μπόρεσαν να διαμορφώσουν μια συνολική πρόταση αυτόνομης πολιτικής παρουσίας. Μοιραία επομένως κυριάρχησε η παρασιτική τάση της επιστροφής σε ένα παρελθόν φαινομενικής ευμάρειας «χωρίς ΠΑΣΟΚ αλλά με λεφτά» εισπράττοντας ένα νέο «ΠΑΣΟΚ χωρίς λεφτά»-»πρώτη και δεύτερη φορά αριστερά».
Αντίστοιχα κι αλλού, εστίες αντίστασης όπως η ισπανική άνοιξη του 2011, στο πρόσφατο παρελθόν, παρέδωσαν το ιδανικό μιας άλλης κοινωνίας σε εκλογικές διαδικασίες, ενώ η αραβική άνοιξη -που συνοδεύτηκε από τη δίκαιη οργή - πνίγηκε από την κρατική καταστολή, από τις χειρουργικές επεμβάσεις των δυτικών αποικιοκρατών, από τις βλέψεις των τοπικών ηγεμόνων και από την άνοδο του ισλαμικού επεκτατισμού, με συνέπειες τις εκατόμβες θυμάτων, την καταστροφή ολόκληρων περιοχών και τα εκατομμύρια προσφύγων που πνίγονται στα νερά της Μεσογείου, εγκλωβίζονται στα Βαλκάνια, προωθούνται στην “πολιτισμένη” Δύση, έτοιμοι να γίνουν καύσιμος ύλη στις επιχειρήσεις των Ειδικών Οικονομικών Ζωνών.
Όμως και το συντριπτικό τμήμα της ελλαδικής κοινωνίας, αφού προσαρμόστηκε στο παρασιτικό-καταναλωτικό μοντέλο της μεταπολιτευτικής σύντομης ευμάρειας, αφού ένα τμήμα της έγινε σχεδόν δουλοκτητικό από την εργασία των μεταναστών, μετά το σύντομο διάλειμμα αναμονής και προσδοκίας σε ψεύτικες και κίβδηλες υποσχέσεις, βρίσκεται σε μια βαθειά κοινωνική κατάθλιψη και μετέωρο ανάμεσα σε επίμονες προσπάθειες αναπαραγωγής του πολιτικού συστήματος. Αν ψάξουμε σε βάθος, ίσως ωστόσο ανακαλύψουμε ότι οι ευθύνες δεν είναι ακριβώς ατομικές. Ο σύγχρονος ανθρωπολογικός τύπος που διαμορφώθηκε μέσα στη κουλτούρα του ατομικισμού,της κατανάλωσης, των ανέσεων και της κοινωνικής ανόδου, αδυνατεί να ανταπεξέλθει σε μια κατάσταση που προϋποθέτει απλότητα, εγρήγορση, συλλογικοποίηση και ζωή με ουσία. Πρόκειται -ίσως για το λόγο αυτό- για την πιο δύσκολη εποχή, η οποία χρειάζεται άμυνα.
Όμως για αυτήν την άμυνα απέναντι σε αυτόν τον καταστροφικό μονόδρομο, απαραίτητη προϋπόθεση δεν είναι άλλη από την αναζήτηση του βαθύτερου νοήματος όλων των επαναστάσεων που μας ενέπνευσαν. Δεν μπορεί να υπάρξει αυτή η άμυνα αποτελεσματικά αν δεν βασιστεί σε ένα σχέδιο και προπάντων σε μια διεργασία κοινωνικής αναγέννησης, ανασυγκρότησης και ανάτασης. Κι αυτό δεν είναι άλλο από την επανεμφάνιση του λαού στις σύγχρονες συνθήκες απομόνωσης και προσαρμογής. Είναι η προσπάθεια αναγέννησης ενός κινήματος βάσης, ενός κινήματος που επιζητά ένα σύγχρονο κοινοτισμό, ομόσπονδες δημοκρατικές δομές, ενός κινήματος που θα θέτει την εδώ και τώρα αλλαγή της ζωής -εκεί που ζει ο άνθρωπος και η κοινωνία του. Όσο φαίνεται αδύνατη και εκκρεμής αυτή η προσπάθεια ανασύνταξης της κοινωνίας στην κατεύθυνση της δημοκρατικής αυτονομίας και του συνομοσπονδιακού κοινοτισμού, άλλο τόσο αναγκαία κρίνεται η προσπάθεια για τη δημιουργία μιας ένωσης που θα προωθήσει αυτό το όραμα της Κομμούνας των Κομμούνων στο λόγο και στην πράξη.
Η σύνθεση του δημοκρατικού, του οικολογικού, του συνεργατικού/παραγωγικού, του διεκδικητικού και του αντιαποικιακού/διεθνιστικού/κοινωνικοαπελευθερωτικού, του αποαναπτυξιακού φαίνεται να είναι η απαραίτητη θεωρητική συνθήκη ξεπεράσματος τόσο των αδυναμιών του κοινωνικού κινήματος όσο και των εγγενών αδυναμιών του συνόλου της φτωχοποιημένης και υποβαθμισμένης κοινωνίας μας, σε κατευθύνσεις συνολικής χειραφέτησης. Γι΄ αυτό και οι θεσμοί, μέσα από μια διαδικασία αυτοθέσμισης που έχουμε να αντιπροτείνουμε, δεν είναι απλά ένα θεωρητικό κατασκεύασμα αλλά απόρροια μιας κοσμοθεώρησης προσαρμοσμένης στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εποχής μας: ένα πρότυπο οριζόντιας κοινωνικής οργάνωσης, ένα κίνητρο αγώνα που θα λειτουργεί ως πολλαπλό αντίβαρο, για παράδειγμα απέναντι στις αιτίες της τραγωδίας των προσφύγων αλλά και στις διαρκείς τάσεις για αποσταθεροποίηση που επιβάλουν οι τοπικές και υπερατλαντικές ηγεμονίες.
Τέλος, πρόκειται για ένα σχέδιο αποδυνάμωσης του ελέγχου που ασκεί η κεντρική πολιτική εξουσία (κυβέρνηση, αστικό κοινοβούλιο, αυτοδιοικητικές προεκτάσεις) προς την κατεύθυνση διαχείρισης των κοινών - ανάληψης πρωτοβουλιών από τις αποκεντρωμένες περιφερειακές και ομόσπονδες δομές της δημοκρατικής αυτονομίας. Έτσι οι θεσμοί -ως μια διαρκής επαναστατική διαδικασία αυτοθέσμισης-προτείνονται ως ένα αρχικό σχέδιο απέναντι στην ερώτηση «πώς;».
Το σχέδιο που προτείνουμε είναι λιτό, κατανοητό, λειτουργικό και ουσιαστικά μπορεί να αποτελέσει μια συγκεκριμένη εναλλακτική μορφή πολιτικής διαχείρισης των τεράστιων εγχώριων προβλημάτων αλλά και όσων προκύπτουν σε διεθνές επίπεδο απέναντι στη διεθνή αλλά και εγχώρια χρεοκοπία της κεντρικής πολιτικής διαχείρισης και της «νέας» γραφειοκρατικής περιφερειακής διοίκησης. Το σχέδιο αυτό ενέχει ως οργανική ύλη μια πολιτική-ποιητική κουλτούρα κοινωνικής ενεργοποίησης και δημοκρατικής συμμετοχής που θα διαχυθεί και θα μπολιαστεί μέσα από συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές.
Η δική μας πρόταση δεν μπορεί παρά να έχει ως ανώτατη αρχή την έννοια της άμεσης/συμβουλιακής/ κοινωνικής δημοκρατίας, στην οποία όλοι δύνανται να συμμετέχουν ισότιμα στη διαμόρφωση των συνθηκών ζωής και στη διαχείριση των κοινών. Η αρχή αυτή μπορεί να βρει εφαρμογή στη σύγκλιση τακτικών λαϊκών συνελεύσεων, σε τακτά χρονικά διαστήματα, σε επίπεδο χωρικής ενότητας. [Εδώ οφείλουμε να υποσημειώσουμε ότι η έννοια της χωρικής ενότητας θα καθοριστεί με βάση τις πρακτικές δυνατότητες (π.χ. γεωγραφικοί και χωροταξικοί/πολεοδομικοί όροι, προβλεπόμενη διαθεσιμότητα, κ.λ.π.). Έτσι λοιπόν, η χωρική ενότητα στην Αθήνα, μπορεί να είναι ένας δήμος, (π.χ. Δήμος Αθηναίων) ή μία ευρύτερη περιοχή (π.χ. νοτιοανατολική Αθήνα) και εκτός Αθήνας μία ενιαία περιοχή (π.χ. Πήλιο), τα όρια ενός νομαρχιακού διαμερίσματος (π.χ. νομός Μαγνησίας) ή και μία ακόμα μεγαλύτερη γεωγραφική ενότητα (π.χ. ανατολική Θεσσαλία ή ολόκληρη η Θεσσαλία)].
Οι λαϊκές συνελεύσεις θα καλούνται ταυτόχρονα σε όλες τις χωρικές ενότητες, στις οποίες υπάρχει η δυνατότητα σύγκλισής τους. Εκεί θα συζητούνται όλα τα βασικά προβλήματα της περιοχής ή της χώρας (όχι με την έννοια της κρατικής εδαφικής επικράτειας αλλά της γεωγραφικής ενότητας) και θα λαμβάνονται οι βασικές κατευθυντήριες αποφάσεις. Επίσης θα θέτονται τα ζητήματα που αφορούν τις διεθνείς σχέσεις στη Μέση Ανατολή, στα Βαλκάνια, στη Μεσόγειο ή στον ευρωπαϊκό Νότο, εφόσον υπάρξουν και σε άλλες χώρες αντίστοιχες δράσεις προσώπων, κινήσεων και κινημάτων που ενδιαφέρονται για διεθνείς προσπάθειες προώθησης της δημοκρατικής αυτονομίας και του συνομοσπονδισμού.
Από τις λαϊκές συνελεύσεις, θα ορίζεται (με εκλογή, με κλήρωση ή κοινή συναινέση) ένα Γενικό Αυτόνομο Συμβούλιο Χωρικής Ενότητας με συγκεκριμένο αριθμό ανακλητών εκπροσώπων. Επίσης, θα ορίζονται με τον ίδιο τρόπο Θεματικά Αυτόνομα Συμβούλια Χωρικής Ενότητας πάνω σε ζητήματα όπως α)της οικονομίας- παραγωγής, β) των κοινωνικών αγαθών (παιδεία, υγεία, πολιτισμός, κ.λ.π.), γ) των κοινωνικών και εργατικών δικαιωμάτων, δ) των οικολογικών ζητημάτων και ε) της κοινωνικής αυτοάμυνας. Στο Γενικό Αυτόνομο Συμβούλιο θα συμμετέχουν μέλη των Θεματικών Συμβουλίων αλλά και εκπρόσωποι που θα καθοριστούν απευθείας από τη Λαϊκή Συνέλευση Χωρικής Ενότητας. Με αυτόν τον τρόπο, το Γενικό Συμβούλιο δεν θα είναι απλά ένα άθροισμα των επιμέρους πεδίων δραστηριοποίησης αλλά κάτι πολύ παρα- πάνω. Οι εκπρόσωποι των Γενικών ή των Θεματικών Αυτόνομων Συμβουλίων θα συναντιούνται μεταξύ τους και, με βάση τις προτάσεις αλλά και τις δυνατότητες που υπάρχουν, θα είναι υπεύθυνοι για την προώθηση και τον συντονισμό τους. Οι εκπρόσωποι των Αυτόνομων Συμβουλίων θα πρέπει να έχουν συγκεκριμένα όρια θητείας, προκειμένου οι θέσεις εκπροσώπησης να μην μετατρέπονται σε προσωποπαγείς.
Αυτό ασφαλώς είναι ένα γενικό περίγραμμα του Ευκταίου, αυτού δηλαδή που θα θέλαμε να συμβεί ως έκφραση μιας νέας κοινωνικής οργάνωσης, μιας νέας μορφής πολιτειακής οργάνωσης. Χρειάζεται να θέσουμε την πρόταση της συνθετικής ενωτικής δράσης στην κατεύθυνση μιας ολικής αναδιοργάνωσης της ζωής μας. Αυτή θα βασιστεί σε μία δημοκρατία συμβουλιακού χαρακτήρα, σε μια οικονομία κοινοτικού χαρακτήρα, σε μια πολιτική ελευθεριακού/ακρατικού χαρακτήρα, σε μια κοινωνία ανοιχτού χαρακτήρα.
Μιλάμε για μια κοινωνική πρόταση που προϋποθέτει όντως να πάρουμε τις ζωές μας στα χέρια μας όχι ως ευχή αλλά ως πολιτικό σχέδιο διαμορφωμένο οργανωτικά στη βάση της δημοκρατικής αυτονομίας. Αναγκαία συνθήκη για να γίνει μια αλλαγή ορατή και πιστευτή είναι η δυνατότητα πραγμάτωσής της στο σήμερα. Αυτή τη δυνατότητα οφείλουμε με θάρρος να διερευνήσουμε.
“Προσοχή, σύντροφοι! Αξίζει περισσότερο να προετοιμάζεσαι με θάρρος –κι ας κάνεις λάθος- παρά να θρηνείς λόγω ολιγωρίας.” (Εθνική Επιτροπή της CNT, Σαραγόσα, 14 Φλεβάρη 1936)
Μάρτης 2016
Α. Αδαμίδης, Γ. Βασιλάκης, Δ. Γιαννακόπουλος, Σ. Καραγεωργάκης, Ν. Καραγεώργος, Φ. Κατέβας, Γ. Κολέμπας, Γ. Κυριακού, Θ. Μπέλτσιος, Γ. Μπιταξή, Κ. Παλαμηδάς, Ν. Παπάζης, Χρ. Τριανταφυλλάκος, Ν. Χατζηπέρρος