Η αδιαφορία για τον κόσμο είναι δυνατή ως πολιτικό φαινόμενο μόνο αν στηριχτεί στην υπόθεση ότι ο κόσμος δεν θα διαρκέσει· αν όμως υποτεθεί αυτό, είναι σχεδόν αναπόφευκτο ότι η αδιαφορία για τον κόσμο, με τη μία ή την άλλη μορφή, θ’ αρχίσει να κυριαρχεί στην πολιτική σκηνή. Αυτό συνέβη μετά την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και φαίνεται να συμβαίνει πάλι στις μέρες μας, μολονότι για εντελώς διαφορετικούς λόγους και με πολύ διαφορετικές, ίσως ακόμα πιο δυσάρεστες μορφές. Η χριστιανική αποχή από τα πράγματα του κόσμου τούτου δεν είναι κατά κανέναν τρόπο η μόνη κατάληξη, στην οποία μπορεί να φτάσει κανείς από την πεποίθηση ότι το ανθρώπινο οικοδόμημα, όντας προϊόν ανθρώπινων χεριών, είναι εξίσου θνητό με τους δημιουργούς του.
Η πεποίθηση αυτή, απεναντίας, μπορεί να εντατικοποιήσει την απόλαυση και την κατανάλωση των πραγμάτων του κόσμου τούτου, όπως και όλους τους τρόπους επικοινωνίας, στους οποίους ο κόσμος δεν κατανοείται ως κάτι που είναι κοινόν για όλους. Μόνο η ύπαρξη μιας δημόσιας σφαίρας και ο παρεπόμενος μετασχηματισμός του κόσμου σε μια κοινότητα πραγμάτων, η οποία συγκεντρώνει τους ανθρώπους και τους συνδέει μεταξύ τους στηρίζεται ολοκληρωτικά στη διάρκεια. Αν ο κόσμος πρόκειται να περιλαμβάνει ένα δημόσιο χώρο, αυτός δεν μπορεί να οικοδομείται μόνο για μια γενεά και να σχεδιάζεται μόνο για τους ζώντες· πρέπει να υπερβαίνει το χρονικό διάστημα της ζωής των θνητών.
Χωρίς αυτή την υπέρβαση σε μια δυνάμει επίγεια αθανασία, καμιά πολιτική, με την αυστηρή έννοια της λέξης, κανένας κοινός κόσμος και κανένας δημόσιος χώρος δεν είναι δυνατός. Διότι αντίθετα από το κοινό καλό όπως το εννοούσε ο Χριστιανισμός – η σωτηρία μιας ψυχής ως ένα κοινό για όλους συμφέρον – ο κοινός κόσμος είναι ο χώρος στον οποίον μπαίνουμε όταν γεννιόμαστε, και ο χώρος, τον οποίο αφήνουμε πίσω μας όταν πεθαίνουμε. Υπερβαίνει τον χρόνο ζωής μας τόσο προς το παρελθόν όσο και προς το μέλλον· υπήρχε πριν έλθουμε και θα διαρκέσει περισσότερο από τη σύντομη διαμονή μας σ’ αυτόν. Είναι ότι έχουμε από κοινού όχι μόνο με όσους ζουν μαζί μας, αλλά και με όσους υπήρξαν εδώ πριν και με όσους θα έλθουν μετά από μας. Αλλά ένας τέτοιος κοινός κόσμος μπορεί να επιβιώσει των ερχόμενων και απερχόμενων γενεών μόνο στο βαθμό που εμφανίζεται δημοσίως. Ακριβώς η δημοσιότητα της δημόσιας σφαίρας μπορεί να ενσωματώσει και να αγλαΐσει δια μέσου των αιώνων οτιδήποτε θελήσουν ίσως οι άνθρωποι να διασώσουν από τη φυσική φθορά του χρόνου.
Οι άνθρωποι για πολλούς αιώνες πριν από μας – αλλά όχι τώρα πλέον – εισέρχονταν στο δημόσιο χώρο διότι επιθυμούσαν κάτι τι δικό τους ή κάτι τι που είχαν από κοινού με άλλους να διαρκέσει περισσότερο από τη γήινη ύπαρξη τους. (Έτσι η κατάρα της δουλείας δεν ήταν μόνο ότι στερούσε από τους δούλους την ελευθερία και την ορατή ύπαρξη, αλλά και ο φόβος των ίδιων των αφανών εκείνων ανθρώπων «ότι περνώντας από την αφάνεια της ζωής τους στον θάνατο δεν θα άφηναν πίσω τους κανένα σημάδι να μαρτυράει πως κάποτε υπήρξαν»). Δεν υπάρχει ίσως σαφέστερη μαρτυρία για την απώλεια της δημόσιας σφαίρας κατά τους νεότερους χρόνους από την ολοκληρωτική σχεδόν απώλεια του αυθεντικού ενδιαφέροντος για την αθανασία, μια απώλεια η οποία επισκιάστηκε κάπως από την ταυτόχρονη απώλεια του μεταφυσικού ενδιαφέροντος για την αιωνιότητα. Η δεύτερη, η αιωνιότητα, αποτελώντας μέριμνα των φιλοσόφων και της vita contemplativa πρέπει να παραμείνει έξω απ’ το πεδίο τούτων των σκέψεων μας. Αλλά η πρώτη, η αθανασία, επιβεβαιώνεται από την συνηθισμένη σήμερα κατάταξη του αγώνα για την κατάκτηση της αθανασίας στο ιδιωτικό ελάττωμα της ματαιοδοξίας. Κάτω από τις σύγχρονες συνθήκες είναι πράγματι τόσο απίθανο να φιλοδοξεί κανείς στα σοβαρά μια επίγεια αθανασία, ώστε πιθανώς δίκαια να θεωρούμε τη φιλοδοξία αυτή σκέτη ματαιοδοξία.
Το περίφημο εδάφιο του Αριστοτέλη: «Κατά την εξέταση των ανθρωπίνων υποθέσεων δεν πρέπει κανείς… να εξετάζει τον άνθρωπο ως έχει, δεν πρέπει να εξετάζει τι είναι θνητό στα θνητά πράγματα, αλλά να στοχάζεται γι αυτά [μόνο] στον βαθμό που έχουν την δυνατότητα να καταστούν αθάνατα», βρίσκεται με τρόπο πολύ ταιριαστό στα πολιτικά του γραπτά. Διότι η πόλις για τους Έλληνες, όπως η res publica για τους Ρωμαίους, ήταν πριν απ’ όλα εγγύηση κατά της ασημαντότητας της ατομικής ζωής, χώρος προφυλαγμένος απέναντι σε αυτήν την ασημαντότητα και προορισμένος για την σχετική διάρκεια, αν όχι για την αθανασία, των θνητών.
Η αντίληψη της νεότερης εποχής για τη δημόσια σφαίρα, μετά τη θεαματική αύξηση της δημόσιας σημασίας της «κοινωνίας», εκφράζεται από τον Adam Smith, όταν, με αφοπλιστική ειλικρίνεια, αναφέρει «την ανεπρόκοπη εκείνη ράτσα των ανθρώπων που κοινώς αποκαλούνται άνθρωποι των γραμμάτων», για τους οποίους «η δημόσια αναγνώριση… αποτελεί πάντα ένα μέρος της αμοιβής τους…· ένα σημαντικό μέρος για το επάγγελμα του γιατρού, ένα ακόμα μεγαλύτερο ίσως για το επάγγελμα του νομικού, ενώ για τον ποιητή και τον φιλόσοφο αποτελεί σχεδόν το σύνολο». Εδώ είναι αυταπόδεικτο ότι η δημόσια αναγνώριση και η χρηματική αμοιβή είναι της αυτής φύσεως και μπορούν να πάρουν το ένα τη θέση του άλλου. Η δημόσια αναγνώριση είναι κι αυτή κάτι που χρησιμοποιείται και καταναλώνεται, και το γόητρο, καθώς θα λέγαμε σήμερα, ικανοποιεί μιαν ανάγκη όπως η τροφή ικανοποιεί μιαν άλλη: η δημόσια αναγνώριση καταναλώνεται από την ατομική ματαιοδοξία όπως καταναλώνεται η τροφή από την πείνα. Είναι προφανές ότι απ’ αυτήν την άποψη το κριτήριο της πραγματικότητας δεν έγκειται στην δημόσια παρουσία των άλλων, αλλά μάλλον στην μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτακτικότητα των αναγκών εκείνων που την ύπαρξη ή μη ύπαρξη τους δεν μπορεί να βεβαιώσει κανείς άλλος εκτός από όσους τις νιώθουν.
Και αφού η ανάγκη της τροφής έχει την αυταπόδεικτη πραγματική βάση της στην ίδια τη λειτουργία της ζωής, είναι επίσης προφανές ότι οι εντελώς υποκειμενικές σουβλιές της πείνας είναι πιο ‘πραγματικές’ από την ‘ματαιοδοξία’ όπως ονόμαζε ο Hobbes την δίψα της δημόσιας αναγνώρισης. Όμως, κι αν ακόμη αυτές τις ανάγκες, μ’ ένα θαύμα συμπόνοιας, τις συμμερίζονταν και οι άλλοι, πάλι η ίδια κενότητα τους θα τις εμπόδιζε πάντα να εγκαθιδρύσουν κάτι τόσο στέρεο και τόσο διαρκές όσο ένας κοινός κόσμος. Το θέμα λοιπόν δεν είναι ότι υπάρχει μια έλλειψη κοινής αναγνώρισης για την ποίηση και την φιλοσοφία στον σύγχρονο κόσμο, αλλά ότι αυτή η αναγνώριση δεν συνιστά ένα χώρο όπου διασώζονται τα πράγματα από την φθορά του χρόνου. Η ματαιότητα της κοινής αναγνώρισης, η οποία καταναλώνεται καθημερινά σε όλο και μεγαλύτερες ποσότητες, είναι τέτοια, ώστε, αντίθετα, η χρηματική αμοιβή, ένα από τα πιο μάταια πράγματα που υπάρχουν, μπορεί να γίνει πιο ‘αντικειμενική’ και πιο ‘πραγματική’.
Σε αντιδιαστολή μ’ αυτήν την ‘αντικειμενικότητα’, της οποίας μόνη βάση είναι το χρήμα ως κοινός παρανομαστής για την ικανοποίηση όλων των αναγκών, η πραγματικότητα της δημόσιας σφαίρας στηρίζεται στην ταυτόχρονη παρουσία αναρίθμητων προοπτικών και όψεων, με τις οποίες δεν μπορεί ποτέ να επινοηθεί κοινό μέτρο ή κοινός παρανομαστής. Διότι αν και ο κοινός κόσμος αποτελεί το κοινό πεδίο συνάντησης όλων, όμως όσοι είναι παρόντες έχουν διαφορετικές θέσεις μέσα σ’ αυτό, και η θέση του ενός δεν μπορεί να συμπίπτει με τη θέση του άλλου, όπως δεν μπορεί να συμπίπτει η θέση δύο αντικειμένων.
Το να είναι κανείς ορατός και ακουστός από τους άλλους αντλεί τη σημασία του από το γεγονός ότι καθένας βλέπει και ακούει από διαφορετική θέση. Αυτό είναι το νόημα του δημόσιου βίου, σε σύγκριση με τον οποίο ακόμη και η πιο πλούσια και πιο ικανοποιητική οικογενειακή ζωή δεν μπορεί να προσφέρει σε κάποιον παρά μόνο της επέκταση ή τον πολλαπλασιασμό της θέσης του με τις συνακόλουθες όψεις και προοπτικές της. Η υποκειμενικότητα της ιδιωτικότητας μπορεί να επεκταθεί και να πολλαπλασιαστεί σε μια οικογένεια, μπορεί να ισχυροποιηθεί τόσο, ώστε το βάρος της να γίνει αισθητό στη δημόσια σφαίρα· αλλά αυτή η «δημόσια» οικογένεια δεν μπορεί ποτέ να αντικαταστήσει την πραγματικότητα που προκύπτει από το ολικό άθροισμα των όψεων που παρουσιάζει ένα αντικείμενο σ’ ένα πλήθος θεατών. Μόνον όπου είναι δυνατόν να αντικρύζονται τα πράγματα από τους πολλούς στην ποικιλία των όψεων τους χωρίς να μεταβάλλουν ταυτότητα, ούτως ώστε όσοι συγκεντρώνονται γύρω τους να ξέρουν πως βλέπουν την ταυτότητα στην απόλυτη διαφορά, εκεί μπορεί αληθινά και αξιόπιστα να εμφανιστεί η εγκόσμια πραγματικότητα.
Κάτω από τις συνθήκες ενός κοινού κόσμου, την πραγματικότητα δεν την εγγυάται κατά κύριο λόγο η «κοινή φύση» όλων των ανθρώπων που την συνιστούν, αλλά μάλλον το γεγονός ότι, παρά τις διαφορές θέσεως και την ποικιλία όψεων που προκύπτει, όλοι ενδιαφέρονται πάντα για το ίδιο αντικείμενο. Αν η ταυτότητα του αντικειμένου δεν είναι πλέον δυνατόν να διακριθεί, καμιά κοινή φύση των ανθρώπων, και λιγότερο απ’ όλα ο αφύσικος κομφορμισμός μιας μαζικής κοινωνίας, δεν μπορεί να αποτρέψει την καταστροφή του κοινού κόσμου, που συνήθως ακολουθεί την καταστροφή των πολλών όψεων, με τις οποίες εμφανίζεται στο ανθρώπινο πλήθος. Αυτό μπορεί να συμβεί κάτω από συνθήκες απόλυτης απομόνωσης, όπου κανείς πια δεν μπορεί να συμφωνήσει με κανέναν άλλον, όπως συμβαίνει συνήθως στις τυραννίες.
Αλλά αυτό μπορεί επίσης να συμβεί και κάτω από τις συνθήκες μιας μαζικής κοινωνίας ή μιας μαζικής υστερίας, όπου βλέπουμε όλους τους ανθρώπους να συμπεριφέρονται ξαφνικά σαν να ήταν μέλη μιας οικογένειας, αποτελώντας καθένας μιαν επέκταση κι ένα αντίγραφο του πλησίον του. Και στις δύο περιπτώσεις οι άνθρωποι έχουν μεταβληθεί πέρα για πέρα σε ιδιώτες, δηλαδή έχουν στερηθεί το να βλέπουν και να ακούνε τους άλλους ή το να τους βλέπουν και να τους ακούνε οι άλλοι. Βρίσκονται όλοι έγκλειστοι στην υποκειμενικότητα της δικής τους ατομικής εμπειρίας, η οποία δεν παύει να είναι ατομική έστω κι αν πολλαπλασιάζεται απειράριθμες φορές. Το τέλος του κοινού κόσμου έχει επέλθει όταν αυτός αντικρύζεται από μια μόνο πλευρά κι όταν έχει την δυνατότητα να παρουσιάζεται σε μια μόνο προοπτική. […]
Hannah Arendt, The Human Condition, Chicago, 1958 (ελλ. μτφρ., Χάννα Άρεντ, Η ανθρώπινη κατάσταση, μτφρ. Γ. Λυκιαρδόπουλος – Σ. Ροζάνης, Αθήνα, 2008, σ. 80 – 85)
πηγή
Η πεποίθηση αυτή, απεναντίας, μπορεί να εντατικοποιήσει την απόλαυση και την κατανάλωση των πραγμάτων του κόσμου τούτου, όπως και όλους τους τρόπους επικοινωνίας, στους οποίους ο κόσμος δεν κατανοείται ως κάτι που είναι κοινόν για όλους. Μόνο η ύπαρξη μιας δημόσιας σφαίρας και ο παρεπόμενος μετασχηματισμός του κόσμου σε μια κοινότητα πραγμάτων, η οποία συγκεντρώνει τους ανθρώπους και τους συνδέει μεταξύ τους στηρίζεται ολοκληρωτικά στη διάρκεια. Αν ο κόσμος πρόκειται να περιλαμβάνει ένα δημόσιο χώρο, αυτός δεν μπορεί να οικοδομείται μόνο για μια γενεά και να σχεδιάζεται μόνο για τους ζώντες· πρέπει να υπερβαίνει το χρονικό διάστημα της ζωής των θνητών.
Χωρίς αυτή την υπέρβαση σε μια δυνάμει επίγεια αθανασία, καμιά πολιτική, με την αυστηρή έννοια της λέξης, κανένας κοινός κόσμος και κανένας δημόσιος χώρος δεν είναι δυνατός. Διότι αντίθετα από το κοινό καλό όπως το εννοούσε ο Χριστιανισμός – η σωτηρία μιας ψυχής ως ένα κοινό για όλους συμφέρον – ο κοινός κόσμος είναι ο χώρος στον οποίον μπαίνουμε όταν γεννιόμαστε, και ο χώρος, τον οποίο αφήνουμε πίσω μας όταν πεθαίνουμε. Υπερβαίνει τον χρόνο ζωής μας τόσο προς το παρελθόν όσο και προς το μέλλον· υπήρχε πριν έλθουμε και θα διαρκέσει περισσότερο από τη σύντομη διαμονή μας σ’ αυτόν. Είναι ότι έχουμε από κοινού όχι μόνο με όσους ζουν μαζί μας, αλλά και με όσους υπήρξαν εδώ πριν και με όσους θα έλθουν μετά από μας. Αλλά ένας τέτοιος κοινός κόσμος μπορεί να επιβιώσει των ερχόμενων και απερχόμενων γενεών μόνο στο βαθμό που εμφανίζεται δημοσίως. Ακριβώς η δημοσιότητα της δημόσιας σφαίρας μπορεί να ενσωματώσει και να αγλαΐσει δια μέσου των αιώνων οτιδήποτε θελήσουν ίσως οι άνθρωποι να διασώσουν από τη φυσική φθορά του χρόνου.
Οι άνθρωποι για πολλούς αιώνες πριν από μας – αλλά όχι τώρα πλέον – εισέρχονταν στο δημόσιο χώρο διότι επιθυμούσαν κάτι τι δικό τους ή κάτι τι που είχαν από κοινού με άλλους να διαρκέσει περισσότερο από τη γήινη ύπαρξη τους. (Έτσι η κατάρα της δουλείας δεν ήταν μόνο ότι στερούσε από τους δούλους την ελευθερία και την ορατή ύπαρξη, αλλά και ο φόβος των ίδιων των αφανών εκείνων ανθρώπων «ότι περνώντας από την αφάνεια της ζωής τους στον θάνατο δεν θα άφηναν πίσω τους κανένα σημάδι να μαρτυράει πως κάποτε υπήρξαν»). Δεν υπάρχει ίσως σαφέστερη μαρτυρία για την απώλεια της δημόσιας σφαίρας κατά τους νεότερους χρόνους από την ολοκληρωτική σχεδόν απώλεια του αυθεντικού ενδιαφέροντος για την αθανασία, μια απώλεια η οποία επισκιάστηκε κάπως από την ταυτόχρονη απώλεια του μεταφυσικού ενδιαφέροντος για την αιωνιότητα. Η δεύτερη, η αιωνιότητα, αποτελώντας μέριμνα των φιλοσόφων και της vita contemplativa πρέπει να παραμείνει έξω απ’ το πεδίο τούτων των σκέψεων μας. Αλλά η πρώτη, η αθανασία, επιβεβαιώνεται από την συνηθισμένη σήμερα κατάταξη του αγώνα για την κατάκτηση της αθανασίας στο ιδιωτικό ελάττωμα της ματαιοδοξίας. Κάτω από τις σύγχρονες συνθήκες είναι πράγματι τόσο απίθανο να φιλοδοξεί κανείς στα σοβαρά μια επίγεια αθανασία, ώστε πιθανώς δίκαια να θεωρούμε τη φιλοδοξία αυτή σκέτη ματαιοδοξία.
Το περίφημο εδάφιο του Αριστοτέλη: «Κατά την εξέταση των ανθρωπίνων υποθέσεων δεν πρέπει κανείς… να εξετάζει τον άνθρωπο ως έχει, δεν πρέπει να εξετάζει τι είναι θνητό στα θνητά πράγματα, αλλά να στοχάζεται γι αυτά [μόνο] στον βαθμό που έχουν την δυνατότητα να καταστούν αθάνατα», βρίσκεται με τρόπο πολύ ταιριαστό στα πολιτικά του γραπτά. Διότι η πόλις για τους Έλληνες, όπως η res publica για τους Ρωμαίους, ήταν πριν απ’ όλα εγγύηση κατά της ασημαντότητας της ατομικής ζωής, χώρος προφυλαγμένος απέναντι σε αυτήν την ασημαντότητα και προορισμένος για την σχετική διάρκεια, αν όχι για την αθανασία, των θνητών.
Η αντίληψη της νεότερης εποχής για τη δημόσια σφαίρα, μετά τη θεαματική αύξηση της δημόσιας σημασίας της «κοινωνίας», εκφράζεται από τον Adam Smith, όταν, με αφοπλιστική ειλικρίνεια, αναφέρει «την ανεπρόκοπη εκείνη ράτσα των ανθρώπων που κοινώς αποκαλούνται άνθρωποι των γραμμάτων», για τους οποίους «η δημόσια αναγνώριση… αποτελεί πάντα ένα μέρος της αμοιβής τους…· ένα σημαντικό μέρος για το επάγγελμα του γιατρού, ένα ακόμα μεγαλύτερο ίσως για το επάγγελμα του νομικού, ενώ για τον ποιητή και τον φιλόσοφο αποτελεί σχεδόν το σύνολο». Εδώ είναι αυταπόδεικτο ότι η δημόσια αναγνώριση και η χρηματική αμοιβή είναι της αυτής φύσεως και μπορούν να πάρουν το ένα τη θέση του άλλου. Η δημόσια αναγνώριση είναι κι αυτή κάτι που χρησιμοποιείται και καταναλώνεται, και το γόητρο, καθώς θα λέγαμε σήμερα, ικανοποιεί μιαν ανάγκη όπως η τροφή ικανοποιεί μιαν άλλη: η δημόσια αναγνώριση καταναλώνεται από την ατομική ματαιοδοξία όπως καταναλώνεται η τροφή από την πείνα. Είναι προφανές ότι απ’ αυτήν την άποψη το κριτήριο της πραγματικότητας δεν έγκειται στην δημόσια παρουσία των άλλων, αλλά μάλλον στην μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτακτικότητα των αναγκών εκείνων που την ύπαρξη ή μη ύπαρξη τους δεν μπορεί να βεβαιώσει κανείς άλλος εκτός από όσους τις νιώθουν.
Και αφού η ανάγκη της τροφής έχει την αυταπόδεικτη πραγματική βάση της στην ίδια τη λειτουργία της ζωής, είναι επίσης προφανές ότι οι εντελώς υποκειμενικές σουβλιές της πείνας είναι πιο ‘πραγματικές’ από την ‘ματαιοδοξία’ όπως ονόμαζε ο Hobbes την δίψα της δημόσιας αναγνώρισης. Όμως, κι αν ακόμη αυτές τις ανάγκες, μ’ ένα θαύμα συμπόνοιας, τις συμμερίζονταν και οι άλλοι, πάλι η ίδια κενότητα τους θα τις εμπόδιζε πάντα να εγκαθιδρύσουν κάτι τόσο στέρεο και τόσο διαρκές όσο ένας κοινός κόσμος. Το θέμα λοιπόν δεν είναι ότι υπάρχει μια έλλειψη κοινής αναγνώρισης για την ποίηση και την φιλοσοφία στον σύγχρονο κόσμο, αλλά ότι αυτή η αναγνώριση δεν συνιστά ένα χώρο όπου διασώζονται τα πράγματα από την φθορά του χρόνου. Η ματαιότητα της κοινής αναγνώρισης, η οποία καταναλώνεται καθημερινά σε όλο και μεγαλύτερες ποσότητες, είναι τέτοια, ώστε, αντίθετα, η χρηματική αμοιβή, ένα από τα πιο μάταια πράγματα που υπάρχουν, μπορεί να γίνει πιο ‘αντικειμενική’ και πιο ‘πραγματική’.
Σε αντιδιαστολή μ’ αυτήν την ‘αντικειμενικότητα’, της οποίας μόνη βάση είναι το χρήμα ως κοινός παρανομαστής για την ικανοποίηση όλων των αναγκών, η πραγματικότητα της δημόσιας σφαίρας στηρίζεται στην ταυτόχρονη παρουσία αναρίθμητων προοπτικών και όψεων, με τις οποίες δεν μπορεί ποτέ να επινοηθεί κοινό μέτρο ή κοινός παρανομαστής. Διότι αν και ο κοινός κόσμος αποτελεί το κοινό πεδίο συνάντησης όλων, όμως όσοι είναι παρόντες έχουν διαφορετικές θέσεις μέσα σ’ αυτό, και η θέση του ενός δεν μπορεί να συμπίπτει με τη θέση του άλλου, όπως δεν μπορεί να συμπίπτει η θέση δύο αντικειμένων.
Το να είναι κανείς ορατός και ακουστός από τους άλλους αντλεί τη σημασία του από το γεγονός ότι καθένας βλέπει και ακούει από διαφορετική θέση. Αυτό είναι το νόημα του δημόσιου βίου, σε σύγκριση με τον οποίο ακόμη και η πιο πλούσια και πιο ικανοποιητική οικογενειακή ζωή δεν μπορεί να προσφέρει σε κάποιον παρά μόνο της επέκταση ή τον πολλαπλασιασμό της θέσης του με τις συνακόλουθες όψεις και προοπτικές της. Η υποκειμενικότητα της ιδιωτικότητας μπορεί να επεκταθεί και να πολλαπλασιαστεί σε μια οικογένεια, μπορεί να ισχυροποιηθεί τόσο, ώστε το βάρος της να γίνει αισθητό στη δημόσια σφαίρα· αλλά αυτή η «δημόσια» οικογένεια δεν μπορεί ποτέ να αντικαταστήσει την πραγματικότητα που προκύπτει από το ολικό άθροισμα των όψεων που παρουσιάζει ένα αντικείμενο σ’ ένα πλήθος θεατών. Μόνον όπου είναι δυνατόν να αντικρύζονται τα πράγματα από τους πολλούς στην ποικιλία των όψεων τους χωρίς να μεταβάλλουν ταυτότητα, ούτως ώστε όσοι συγκεντρώνονται γύρω τους να ξέρουν πως βλέπουν την ταυτότητα στην απόλυτη διαφορά, εκεί μπορεί αληθινά και αξιόπιστα να εμφανιστεί η εγκόσμια πραγματικότητα.
Κάτω από τις συνθήκες ενός κοινού κόσμου, την πραγματικότητα δεν την εγγυάται κατά κύριο λόγο η «κοινή φύση» όλων των ανθρώπων που την συνιστούν, αλλά μάλλον το γεγονός ότι, παρά τις διαφορές θέσεως και την ποικιλία όψεων που προκύπτει, όλοι ενδιαφέρονται πάντα για το ίδιο αντικείμενο. Αν η ταυτότητα του αντικειμένου δεν είναι πλέον δυνατόν να διακριθεί, καμιά κοινή φύση των ανθρώπων, και λιγότερο απ’ όλα ο αφύσικος κομφορμισμός μιας μαζικής κοινωνίας, δεν μπορεί να αποτρέψει την καταστροφή του κοινού κόσμου, που συνήθως ακολουθεί την καταστροφή των πολλών όψεων, με τις οποίες εμφανίζεται στο ανθρώπινο πλήθος. Αυτό μπορεί να συμβεί κάτω από συνθήκες απόλυτης απομόνωσης, όπου κανείς πια δεν μπορεί να συμφωνήσει με κανέναν άλλον, όπως συμβαίνει συνήθως στις τυραννίες.
Αλλά αυτό μπορεί επίσης να συμβεί και κάτω από τις συνθήκες μιας μαζικής κοινωνίας ή μιας μαζικής υστερίας, όπου βλέπουμε όλους τους ανθρώπους να συμπεριφέρονται ξαφνικά σαν να ήταν μέλη μιας οικογένειας, αποτελώντας καθένας μιαν επέκταση κι ένα αντίγραφο του πλησίον του. Και στις δύο περιπτώσεις οι άνθρωποι έχουν μεταβληθεί πέρα για πέρα σε ιδιώτες, δηλαδή έχουν στερηθεί το να βλέπουν και να ακούνε τους άλλους ή το να τους βλέπουν και να τους ακούνε οι άλλοι. Βρίσκονται όλοι έγκλειστοι στην υποκειμενικότητα της δικής τους ατομικής εμπειρίας, η οποία δεν παύει να είναι ατομική έστω κι αν πολλαπλασιάζεται απειράριθμες φορές. Το τέλος του κοινού κόσμου έχει επέλθει όταν αυτός αντικρύζεται από μια μόνο πλευρά κι όταν έχει την δυνατότητα να παρουσιάζεται σε μια μόνο προοπτική. […]
Hannah Arendt, The Human Condition, Chicago, 1958 (ελλ. μτφρ., Χάννα Άρεντ, Η ανθρώπινη κατάσταση, μτφρ. Γ. Λυκιαρδόπουλος – Σ. Ροζάνης, Αθήνα, 2008, σ. 80 – 85)
πηγή