Από το τρίτο τεύχος του περιοδικού Πρόταγμα (μετάφραση Αρετή Παπά)
* Ο Ιβάν Ίλιτς (1926 – 2002) ήταν φιλόσοφος, θεολόγος, ανθρωπολόγος, κοινωνιολόγος και ιστορικός. Άσκησε έντονη κριτική στη βιομηχανική κοινωνία και τους θεσμούς της, τους οποίους θεωρούσε ότι είχαν αυτονομηθεί από την ίδια την κοινωνία και τις πραγματικές της ανάγκες. Οραματίστηκε μια μεταβιομηχανική κοινωνία που θα υπερβαίνει την ύβρη της απεριόριστης οικονομικής «ανάπτυξης» και τους ειδικούς, που θα είναι ικανή να αμφισβητήσει τις βεβαιότητές της και να δημιουργήσει νέους θεσμούς που θα σέβονται το περιβάλλον και θα υπηρετούν μια φιλική συμβίωση μεταξύ των ανθρώπων. Πολλά από τα βιβλία του, μεταφράστηκαν και κυκλοφορούν στα ελληνικά: Κοινωνία χωρίς σχολεία (Νεφέλη 1976), Στο σοσιαλισμό φτάνεις μόνο με ποδήλατο (Κατσάνος 1989), Ευτραπελία (Κατσάνος 1989),Η2Ο και τα νερά της λησμοσύνης (Χατζηνικολή 1992), Για τις ανάγκες του ανθρώπου σήμερα (Νησίδες 1999), Ιατρική νέμεση (Νησίδες, 2010). Το κείμενο που δημοσιεύουμε αποτελεί κεφάλαιο από το βιβλίο του Ιλιτς, The tools of conviviality. Το βασικό κείμενο του βιβλίου αυτού παρουσιάστηκε για πρώτη φορά σε ένα λατινοαμερικάνικο συνέδριο που έγινε στο Centro intercultural de documentaciòn (Cidoc),το 1972. Στη συνέχεια, δημοσιεύτηκε την ίδια χρονιά στο γαλλικό περιοδικό Esprit και απετέλεσε αντικείμενο διαλόγου. Τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε στην αγγλική και στη γαλλική γλώσσα υπό μορφή βιβλίου.Το παραπάνω κείμενο αποτελεί μετάφραση, από την δεύτερη ιταλική έκδοση, του βιβλίου, με τίτλο: La convivialita (edizioni Red, 1992). «Το ιταλικό κείμενο δεν αποτελεί μια αναδημιουργία, αλλά ούτε και μια απλή εκδοχή της γαλλικής μετάφρασης: ενσωματώνει τις απαντήσεις μου στις ακριβείς και οξυδερκείς παρατηρήσεις του Ιταλού εκδότη μου, Donato Barbone», μας λέει ο Ιλιτς στην εισαγωγή της ιταλικής έκδοσης. Το βιβλίο αυτό έχει μεταφραστεί στα ελληνικά με τον τίτλο Ευτραπελία, σε μετάφραση του Β.Τομανά.
Ο κατ’ εξοχήν κυρίαρχος σκοπός της νομοθετικής διαδικασίας και του Δικαίου, στις σύγχρονες μορφές τους, είναι να συνδράμει μια κοινωνία που τείνει προς την απεριόριστη ανάπτυξη. Η διαδικασία δια μέσου της οποίας οι άνθρωποι αποφασίζουν τι πρέπει να κάνουν, είναι σήμερα υποδουλωμένη στην ιδεολογία της παραγωγικότητας: πρέπει να παραχθεί όλο και περισσότερο, περισσότερη γνώση και αποφάσεις, περισσότερα αγαθά και υπηρεσίες. Μετά τη διαστροφή της γνώσης και της γλώσσας,η διαστροφή του Δικαίου είναι το τρίτο εμπόδιο στην εφαρμογή μιας περιοριστικής πολιτικής.
Τα κόμματα, τα νομοθετικά όργανα και το δικαστικό σύστημα χρησιμοποιήθηκαν για να προωθήσουν και να προστατεύσουν την ανάπτυξη των σχολείων, των συνδικάτων, των νοσοκομείων, των αυτοκινητόδρομων για να μη μιλήσω για τα εργοστάσια. Σιγά-σιγά, όχι μόνον η αστυνομία, αλλά και τα νομοθετικά όργανα και τα δικαστήρια κατέληξαν να θεωρούνται εργαλεία στην υπηρεσία του βιομηχανικού κράτους. Το γεγονός ότι μερικές φορές υπερασπίζονται το άτομο από τις απαιτήσεις της βιομηχανίας, είναι το άλλοθι που κρύβει την υπακοή τους να υπηρετήσουν το βιομηχανικό μονοπώλιο και να νομιμοποιήσουν μια όλο και μεγαλύτερη συγκέντρωση της εξουσίας. Με τον τρόπο τους, οι δικαστές γίνονται ένα είδος μηχανικών της ανάπτυξης. Στο καθεστώς της λαϊκής ή καπιταλιστικής δημοκρατίας είναι οι «αντικειμενικοί» σύμμαχοι ενός εργαλείου που στρέφεται κατά του ανθρώπου.
Μαζί με την ειδωλολατρία της επιστήμης και την αλλοίωση της γλώσσας, αυτή η υποβάθμιση του Δικαίου αποτελεί ένα πρώτης τάξεως εμπόδιο για την αναδιάρθρωση των κοινωνικών εργαλείων. Γίνεται αντιληπτό ότι μια άλλη κοινωνία είναι εφικτή, όταν κατορθώνει να το εκφράσει καθαρά. Κάνει την εμφάνισή της όταν συνειδητοποιεί τη διαδικασία δια μέσου της οποίας η υπάρχουσα κοινωνία παίρνει τις αποφάσεις της. Οργανώνει την δομή της, όταν χρησιμοποιούνται η μητρική γλώσσα και οι παραδοσιακές διαδικασίες του Δικαίου για σκοπούς διαφορετικούς από αυτούς που προδιαγράφει η σημερινή τους χρήση. Σε κάθε κοινωνία υπάρχει μια βαθιά δομή που οργανώνει την λήψη των αποφάσεων. Αυτή η δομή υπάρχει οπουδήποτε και αν ενώνονται οι άνθρωποι. Αυτή καθεαυτή η διαδικασία μπορεί να ευνοήσει αντιφατικές αποφάσεις, επειδή η δομή δεν εξυπηρετεί μόνο τον καθορισμό των προσωπικών αξιών, αλλά επίσης και την επιβίωση μιας θεσμοποιημένης συμπεριφοράς. Ωστόσο, η ύπαρξη αυτών των αντιθέσεων δεν αντιφάσκει στην ύπαρξη μιας συνεπούς δομής η οποία τις γεννά, το αντίθετο. Μπορώ να αποφασίσω ότι θα αποκτήσω μια εκπαίδευση και για έναν άλλο λόγο να αποφασίσω ότι θα ήταν καλύτερο να μάθω συμμετέχοντας στην καθημερινή ζωή. Μπορώ να αφήσω να με μεταφέρουν σε ένα νοσοκομείο,παρότι έχω αποφασίσει ότι θα υποφέρω λιγότερο και θα πεθάνω πιο ήσυχα παραμένοντας στο σπίτι μου. Ακριβώς όπως οι γνωστικές διαφωνίες είναι το θεμέλιο της διαλεκτικής, έτσι και η συνύπαρξη αντιφατικών κανόνων αποδεικνύει την ύπαρξη κανονιστικών διαδικασιών.
Οι άνθρωποι δεν έχουν πια μεγάλη εμπιστοσύνη στις υπάρχουσες διαδικασίες, όχι επειδή αυτές έχουν ενδογενώς διαστραφεί, αλλά επειδή καταστρατηγούνται συνεχώς. Χρησιμοποιούνται για να γεμίζουν τους ανθρώπους με ηθικά, πολιτικά ή νομικά επιχειρήματα. Έχουν γίνει οι τροχοί της απεριόριστης παραγωγικής ανάπτυξης. Οι εκκλησίες κηρύσσουν την ταπεινότητα, την φιλανθρωπία και τη λιτότητα, αλλά χρηματοδοτούντα προγράμματα της βιομηχανικής ανάπτυξης. Οι σοσιαλιστές έχουν γίνει,χωρίς καμία επιφύλαξη, υπερασπιστές του βιομηχανικού μονοπωλίου. Η γραφειοκρατία του Δικαίου έχει συμμαχήσει με τις γραφειοκρατίες της ιδεολογίας της γενικής ευημερίας, για να υπερασπιστεί την ανάπτυξη των εταιριών και όχι το άτομο. Σύντομα, θα είναι ο υπολογιστής που θα αποφασίζει για τις ιδέες, τους νόμους και τις τεχνικές που θα θεωρούνται αναγκαίες για την ανάπτυξη. Εάν οι άνθρωποι δεν συμφωνήσουν σε μια διαδικασία αποτελεσματική, ανθεκτική και συμβιωτική, προσανατολισμένη να ελέγχει τα κοινωνικά εργαλεία, η αντιστροφή της υπάρχουσας θεσμικής δομής δεν μπορεί ούτε να ξεκινήσει, ούτε, πολύ περισσότερο, να συνεχιστεί.Θα υπάρχουν πάντα οι διαχειριστές που θα θέλουν να αυξήσουν την παραγωγικότητα του θεσμού, όπως και οι λαοπλάνοι που θα υπόσχονται το φεγγάρι στα άπληστα πλήθη.
Κάθε φορά που προτείνεται να χρησιμοποιηθεί το δίκαιο σαν ένα μέσο για την κοινωνική αλλαγή, προβάλλονται τρεις ενστάσεις. Η πρώτη είναι επιφανειακή: δεν μπορούν όλοι να είναι νομικοί, και συνεπώς δεν μπορούν όλοι να χρησιμοποιήσουν οι ίδιοι το Δίκαιο. Φυσικά αυτό ισχύει μόνο σε κάποιο βαθμό. Θα μπορούσαν να θεσπιστούν, μέσα σε ειδικές κοινότητες, παραδικαστικά συστήματα τα οποία θα μπορούσαν στη συνέχεια να ενσωματωθούν στην γενική δομή του Δικαίου. Επιπλέον, θα μπορούσε να δοθεί ευρύτερος χώρος στη συμμετοχή των μη επαγγελματιών, η οποία θα αποδεικνυόταν σίγουρα πολύτιμη στις διαδικασίες της διαμεσολάβησης,του συμβιβασμού ή της διαιτησίας [1]. Αλλά αυτή η ένσταση, όσο και αν έχει κάποια βάση, δεν μπαίνει στην ουσία του ζητήματος. Επειδή το Δίκαιο ρυθμίζει τα μέσα που διέπουν την καθημερινή ζωή, δεν υπάρχει κανένας λόγος για τον οποίο η πλειονότητα των διαδικασιών αυτών θα πρέπει να είναι συγκεντρωτικές, μυθοποιημένες και γραφειοκρατικές. Παραμένει βέβαια το γεγονός ότι ορισμένα κοινωνικά προβλήματα έχουν μια πιο ευρεία διάσταση, είναι πολύπλοκα, και έτσι θα παραμείνουν επί μακρόν απαιτούν επομένως ένα δικαστικό εξοπλισμό στο μέγεθός τους. Καθώς πρέπει να συνδράμει εκτενείς ανθρώπινες κοινωνίες, κάθε μια από τις οποίες φέρει μια παράδοση αιώνων, για να διαπραγματευτεί προγραφές σε διεθνές επίπεδο το Δίκαιο, όντας διαδικασία ρύθμισης αυτών των κοινωνικών προβλημάτων, είναι στην πραγματικότητα ένας εξοπλισμός που απαιτεί το έργο των ειδικών. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι αυτοί οι ειδικοί πρέπει να είναι πτυχιούχοι των νομικών σχολών, ή να αποτελούν μέλη ενός κλειστού επαγγέλματος.
Η δεύτερη ένσταση όμως, εστιάζει κατευθείαν στο θέμα μας και πηγαίνει πολύ πιο βαθιά: οι σύγχρονοι εκπρόσωποι του δικαστικού συστήματος, είναι βαθιά εξαρτημένοι από τη μυθολογία της ανάπτυξης.Το φαντασιακό τους για το τι είναι δυνατό και εφικτό, έχει παθητικά προσαρμοστεί στη βιομηχανική κατήχηση. Θα ήταν τρέλα να ελπίζουμε ότι οι σημερινοί πρωτεργάτες της απεριόριστης παραγωγικότητας, θα μετατραπούν σε φύλακες μιας συμβιωτικής κοινωνίας. Η σημασία αυτής της παρατήρησης συμπληρώνεται και τονίζεται από μια τρίτη ένσταση:το δικαιϊκό σύστημα δεν είναι μόνο ένα σύνολο γραπτών κανόνων, είναι μια συνεχής διαδικασία με την οποία οι νόμοι προσαρμόζονται και εφαρμόζονται στις πραγματικές καταστάσεις. Δια μέσου μιας σειράς δικαστικών πράξεων, η κοινότητα μας δίνει ένα ορισμένο σημασιακό πλαίσιο. Προκύπτει έτσι ένα περιεχόμενο του δικαίου, το οποίο αντανακλά την ιδεολογία των νομοθετών και των δικαστών. Ο τρόπος με τον οποίον αντιλαμβάνονται την ιδεολογία που ενυπάρχει σε κάθε κουλτούρα, γίνεται η επίσημη μυθολογία που συγκεκριμενοποιείται μέσα από τους νόμους που διαμορφώνουν και εφαρμόζουν. Το σώμα των νόμων που ρυθμίζουν την βιομηχανική κοινωνία, αντικατοπτρίζει, αναπόφευκτα, την ιδεολογία,τα κοινωνικά χαρακτηριστικά και την ταξική δομή της, ενώ ταυτοχρόνως ενισχύει και διασφαλίζει την αναπαραγωγή τους. Όποια κι αν είναι η ιδεολογική της αναφορά, κάθε νεωτερική κοινωνία τοποθετεί πάντα το κοινό καλό στην επικράτεια του «περισσότερο»: περισσότερη εξουσία για τις βιομηχανίες και τους ειδικούς, περισσότερη κατανάλωση για τους χρήστες.
Οι αντιρρήσεις αυτές, παρότι υπογραμμίζουν μια σημαντική δυσκολία στη χρήση του νόμου προς το σκοπό να αντιστρέψουν τη σημερινή κοινωνική κατάσταση, δεν επηρεάζουν τον βασικό πυρήνα του ζητήματος.Κάνω μια σαφή διάκριση μεταξύ του σώματος των νόμων και της τυπικής δομής που το διαμορφώνει. Είναι προφανές, όταν πρόκειται για το δίκαιο,όπως για τη γνώση ή τη γλώσσα, ότι αναφερόμαστε στη δομή που διέπει βαθιά την απόδοση του νοήματος. Και από την πλήρη επανάκτηση και την ελεύθερη χρήση αυτής της δομής, εξαρτάται η αφύπνιση των δυνάμεων που είναι ικανές να μετασχηματίσουν την “συμμαχία για την πρόοδο.”Σε μια εποχή που η διεκπεραίωση έχει γίνει αυτοσκοπός, δεν θα είναι ποτέ αρκετό να τονίζουμε τη διαφορά μεταξύ του σκοπού και του μέσου, μεταξύ της διαδικασίας και της ουσίας. Η γλώσσα συρρικνώνεται στην εκπομπή και τη λήψη μηνυμάτων, η σκέψη στη συσσώρευση πληροφοριών,το Δίκαιο στη ρύθμιση του κεντρικού σχεδιασμού. Για να βρούμε τη θεμελιώδη διάκριση μεταξύ της διαδικασίας και της ουσίας, η ανάλυση της δικαστικής διαδικασίας μπορεί να μας χρησιμεύσει ως παράδειγμα. Αυτή η διάκριση είναι στην πραγματικότητα η ρίζα οποιουδήποτε Δικαίου, ακόμα και εάν κάθε παράδειγμα του Δικαίου χαρακτηρίζεται από το ιδιαίτερο ύφος της τυπικής του διαδικασίας. Για να στηρίξω την επιχειρηματολογία μου θα προσφύγω στο αγγλοαμερικανικό δίκαιο.
Η τυπική δομή του Common Law [2] παρουσιάζει δύο κύρια και συμπληρωματικά χαρακτηριστικά, τα οποία την καθιστούν ιδιαίτερα κατάλληλη για τις ανάγκες μιας εποχής σε κρίση. Το σύστημα στηρίζεται στην συνέχεια του δικαίου και στην αντιπαράθεση των μερών (adversarynature of the Common Law). Η σύμφυτη συνέχεια στη διαδικασία της επεξεργασίας του Δικαίου, διατηρεί, κατά κάποιο τρόπο, την ουσία του σώματος των νόμων.Αυτό δεν είναι τόσο εμφανές κατά την νομοθετική φάση: ο νομοθέτης έχει την ελευθερία να καινοτομήσει, εφόσον παραμένει στα όρια του συνταγματικού πλαισίου. Αλλά κάθε νόμος πρέπει να εγγραφεί στη πλαίσιο της υπάρχουσας νομοθεσίας, και συνεπώς δεν μπορεί να αποκλίνει πολύ από το ισχύον δίκαιο.Είναι φανερό ότι ο σκοπός της νομολογίας είναι να εξασφαλίσει τη συνέχεια της ουσίας του Δικαίου, εφαρμόζοντάς την. Τα δικαστήρια εφαρμόζουν το δίκαιο σε πραγματικές καταστάσεις. Η δικαστική νομολογία κρίνει με τον ίδιο τρόπο δύο ίδιες περιπτώσεις, ή αντιθέτως ορίζει ότι το ίδιο συμβάν σήμερα, δεν έχει την ίδια σημασία με αυτή που είχε χθες. Το Δίκαιο αντιπροσωπεύει την κυρίαρχη εξουσία που το χθες ασκεί στην παρούσα διαμάχη, τη συνέχεια μιας διαλεκτικής διαδικασίας.
Το δικαστήριο αναγνωρίζει στην αντιδικία ένα ζήτημα κοινωνικού εν-διαφέροντος, και έτσι ενσωματώνει την εκφωνηθείσα απόφαση στο σώμα του δικαίου. Στη δικαστική διαδικασία, η κοινωνική εμπειρία του παρελθόντος, επανεργοποιείται στα όρια των σημερινών αναγκών. Στο μέλλον, η σημερινή απόφαση, θα χρησιμοποιηθεί με τη σειρά της ως προηγούμενο για να ρυθμίσει άλλες διαφορές. Η συνέχεια της τυπικής δομής που διέπει την δικαστική διαδικασία, δεν περιορίζεται στην απλή ενσωμάτωση ενός συνόλου δικαστικών αποφάσεων σε ένα σύνολο νόμων.Από καθαρά τυπική άποψη, αυτός ο τρόπος συνέχειας δεν αποσκοπεί στο να διατηρήσει το περιεχόμενο αυτού ή εκείνου του νόμου: αντιθέτως,θα μπορούσε να χρησιμεύσει για να διαφυλάξει τη συνεχή ανάπτυξη του Δικαίου σε μια κοινωνία που διέπεται από αντίθετες αρχές. Τίποτε δεν απαγορεύει, στα περισσότερα συντάγματα, την νομοθέτηση του περιορισμού της παραγωγικότητας, των γραφειοκρατικών προνομίων, της ειδίκευσης, ή των μονοπωλίων. Κατ’ αρχήν, η νομοθετική και δικαστική διαδικασία, προσανατολισμένη σε διαφορετική και αντίστροφη κατεύθυνση,θα μπορούσε να χρησιμεύσει για να διατυπώσει αυτό το νέο Δίκαιο και να το κάνει σεβαστό.Εξίσου σημαντικός είναι ο αντιπαραθετικός χαρακτήρας της διαδικασίας του Common Law.
Από τυπική άποψη, το Common Law, δεν έχει καμία σχέση με αυτό που ορίζεται ως καλό στο ηθικό ή τεχνικό πεδίο.Είναι ένα εργαλείο για την κατανόηση των σχέσεων, όταν εκρήγνυνται με την μορφή πραγματικών συγκρούσεων. Είναι στο χέρι των ενδιαφερόμενων μερών να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους και να απαιτήσουν αυτό που θεωρούν σωστό. Έτσι λειτουργεί η δομή, τόσο σε νομοθετικό όσο και σε δικαστικό επίπεδο. Εξισορροπώντας αντιτιθέμενα συμφέροντα, η απόφαση θα έπρεπε να εξασφαλίσει αυτό που θεωρητικά θα ήταν προτιμότερο για όλους.Στις πρόσφατες γενεές αυτή η ισορροπία, παρότι ήταν πάντα παραμορφωμένη από την μία ή την άλλη προκατάληψη, έχει ολοκληρωτικά διαστραφεί για να υπηρετήσει την κοινωνία της ανάπτυξης. Αλλά το γεγονός ότι η δικαστική δομή έχει διαστραφεί σήμερα, δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για διαφορετικούς σκοπούς.Τίποτε δεν μπορεί να αποκλείσει ότι αυτό το εργαλείο μπορεί να χρησιμοποιηθεί από διαδίκους που είναι εντελώς αντίθετοι στην κοινωνία της απεριόριστης παραγωγής, που έχουν απελευθερωθεί από την ψευδαίσθηση ότι η ανάπτυξη μπορεί να νικήσει την κοινωνική αδικία, και έχουν επίγνωση ότι οι περιορισμοί είναι αναγκαίοι.
Σίγουρα, δεν αρκεί μόνο η εμφάνιση ενός νέου τύπου ενάγοντος [3]· χρειάζεται επίσης ο νομοθέτης να αποτοξινωθεί από την ανάπτυξη, και οι εκκαλούντες [4] να αγωνιστούν για τα συμφέροντά τους, και για το σκοπό αυτό, να θέσουν σε συστηματική επανεξέταση τις βεβαιότητες που είναι βαθιά ριζωμένες.Ο νόμος όπως και η νομική επιστήμη υποθέτει, ότι οι διάδικοι [5] θέτουν σε εξέταση τις διαφορές που έχουν κοινωνικό ενδιαφέρον σε ένα αμερόληπτο δικαστήριο. Ο ιδανικός δικαστής είναι ένας μέσος άνθρωπος,συνετός, αδιάφορος για το αντικείμενο της διαφοράς και ειδικός στην άσκηση της δικονομίας. Αλλά στην πραγματικότητα, ο δικαστής είναι ένας άνθρωπος της εποχής και του περιβάλλοντός του. Στην πραγματικότητα,τα δικαστήρια κατέληξαν να βοηθούν την συγκέντρωση της εξουσίας και την αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής.
Όχι μόνο ο δικαστής και ο νομοθέτης ωθούνται να πιστεύουν ότι μια υπόθεση έχει κριθεί σωστά και η διαφορά έχει επιλυθεί καταλλήλως,όταν η ζυγαριά της δικαιοσύνης γέρνει προς το συνολικό συμφέρον των βιομηχανιών, αλλά και η κοινωνία από την πλευρά της, έχει διαμορφώσει έτσι τον διάδικο, ώστε να απαιτεί την ανάπτυξή τους. Προτιμούν να διεκδικήσουν ένα μεγαλύτερο κομμάτι από την θεσμική τούρτα, παρά να αμυνθούν απέναντι σε ένα θεσμό που ακρωτηριάζει την ελευθερία τους.Ωστόσο, η παραμορφωμένη χρήση του νομικού μέσου δεν αλλοιώνει εντελώς το περιεχόμενο της εσωτερικής του φύσης.Υπάρχει μια ένσταση που προβάλλεται συχνά, όταν δηλώνεται ότι οι αντιπαραθετικές δικονομικές διαδικασίες είναι ένα εργαλείο-κλειδί για τον περιορισμό της βιομηχανικής ανάπτυξης: ότι δηλαδή, οι κοινωνίες εμπιστεύονται ήδη πάρα πολύ αυτές τις δικαστικές διαδικασίες,χωρίς σπουδαία αποτελέσματα. Στην Αμερική για παράδειγμα, οι μεταρρυθμιστές διεκδικούν το δικαίωμα της νομικής αντιπαράθεσης για όλες τις μειονεκτούσες ομάδες: μαύρους, ινδιάνους, γυναίκες, ανάπηρους,καταναλωτές. Όπως είναι επόμενο, οι δίκες τείνουν να γίνουν χρονοβόρες,δαπανηρές, και το μεγαλύτερο μέρος των ενδιαφερομένων δεν είναι σε θέση να τις ολοκληρώσει. Οι δίκες καθυστερούν πολύ και οι αποφάσεις δημοσιεύονται όταν έχουν χάσει πια τη σημασία τους.
Η διαδικασία γίνεται ένα παιγνίδι που δημιουργεί νέες εντάσεις, νέους ανταγωνισμούς.Αποσπασμένη από τον σκοπό της η απόφαση, γίνεται ένα σπάνιο αγαθό.Η κοινωνία της ανάπτυξης επανακτά έτσι τον χρήστη της τυπικής διαδικασίας. Η ένσταση που αντιτίθεται σε αυτή την αύξηση των διαδικασιών δεν είναι αβάσιμη, εάν αφορά τον πολλαπλασιασμό τους σαν μέσο επίλυσης των προσωπικών διαφορών. Αλλά εδώ, δεν με απασχολούν οι διαφορές μεταξύ των ατόμων, ή οι αγώνες των διαφόρων ομάδων μεταξύ τους. Αυτό πούμε ενδιαφέρει, δεν είναι η αντίθεση μεταξύ της τάξης των καταπιεσμένων και της τάξης των ιδιοκτητών των εργαλείων, αλλά κυρίως η αντίθεση που εγκαθίσταται μεταξύ του ανθρώπου και της τεχνικής δομής του εργαλείου, και συνεπώς, στη συνέχεια, μεταξύ του ανθρώπου και ορισμένων επαγγελμάτων που έχουν συμφέρον να διατηρηθεί αυτή η τεχνική δομή.Στην κοινωνία η βασική σύγκρουση αφορά σε γεγονότα, πράξεις και αντικείμενα, για τα οποία οι άνθρωποι μπαίνουν σε αντιπαράθεση με τις επιχειρήσεις και τους θεσμούς. Τυπικά, η αντιπαραθετική διαδικασία είναι ο τύπος του εργαλείου το οποίο οι πολίτες διαθέτουν για να αντιταχθούν στις απειλές της βιομηχανίας κατά της ελευθερίας τους Εκτός από σπάνιες εξαιρέσεις, οι νόμοι, τα νομοθετικά όργανα,τα δικαστήρια και οι δικαστές, οι ενάγοντες και τα αιτήματά τους, είναι βαθιά παραμορφωμένοι από την ομόφωνη και συντριπτική συναίνεση που αποδέχεται ανεπιφύλακτα τον τρόπο της βιομηχανικής παραγωγής και τα συνθήματά της: πάντα περισσότερο, είναι πάντα καλύτερο.
Από την άλλη πλευρά, οι επιχειρήσεις και οι θεσμοί, γνωρίζουν καλύτερα από τους ανθρώπους ποιό είναι το γενικό συμφέρον, και πώς να το σερβίρουν.Αλλά αυτή η «συσκοτιστική» συναίνεση, δεν αδυνατίζει καθόλου την θέση μου: κάθε επανάσταση που παραμελεί να χρησιμοποιήσει τις νομικές και πολιτικές διαδικασίες, είναι καταδικασμένη να αποτύχει.Μόνο μια ενεργή πλειοψηφία των ανθρώπων και των ομάδων που επιδιώκουν με μια κοινή συμβιωτική διαδικασία, να επανακτήσουν τα δικαιώματά τους έναντι των επιχειρήσεων, μπορεί να θέσει στην ανάπτυξη όρια, τα οποία είναι απαραίτητα για την επιβίωση και για την καλυτέρευση του πολιτισμού.Για να αρχίσει ο αγώνας εναντίον των εγκαθιδρυμένων προκαταλήψεων, για να οδηγηθούμε στην ανατροπή, κάποιοι από αυτούς που ανήκουν στα διάφορα επαγγέλματα μπορούν να παίξουν έναν διαφωτιστικό ρόλο. Οι εκπαιδευτικοί, συνήθως, όταν αποκτούν συνείδηση της κρίσης που χαρακτηρίζει το σχολείο, ψάχνουν κάποια μαγική λύση που θα τους επιτρέψει να διδάξουν περισσότερα πράγματα σε περισσότερα άτομα. Οι προσπάθειες αυτές και οι αξιώσεις τους, ενδυναμώνουν τη σπουδαιότητα των παιδαγωγικών περιορισμών της βιομηχανικής ανάπτυξης, όπως επιμένει μια μικρή μειοψηφία παιδαγωγών. Κατά τον ίδιο τρόπο, οι γιατροί τείνουν να πιστεύουν ότι τουλάχιστον ένα μέρος της επιστήμης τους δεν μπορεί να εκφραστεί παρά με όρους εσωτερισμού, και ο συνάδελφος που εκλαϊκεύει την ιατρική πράξη, δεν είναι παρά ένας βεβηλωτής. Είναι ανώφελο να περιμένει κανείς ότι η τάξη των γιατρών, το συνδικάτο των εκπαιδευτικών,ή η ένωση των μηχανικών των μέσων μετακίνησης, θα εξηγήσουν με απλούς όρους από την καθημερινή ομιλία τον επαγγελματικό γκαγκστερισμό των συναδέλφων τους. Άλλο τόσο ανώφελο είναι να σκεφτούμε ότι οι πολιτικοί,οι νομικοί και οι δικαστές, θα αναγνωρίσουν ξαφνικά την ανεξαρτησία του δικαίου απέναντι στην δική τους προκατασκευασμένη έννοια για το κοινό καλό, η οποία συγχέεται με την όλο και μεγαλύτερη ποσότητα παροχής προϊόντων σε όλο και μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων.
Όταν μιλάνε στο όνομα των αφεντικών, των μισθωτών, των χρηστών ήτων ίδιων των συναδέλφων τους, είναι εκπαιδευμένοι να διαμεσολαβήσουν τις συγκρούσεις υπέρ των επαγγελματικών τους κλάδων. Ωστόσο, όπως κατ’ εξαίρεση μπορούμε να βρούμε, εδώ ή εκεί, έναν γιατρό που βοηθάει τους άλλους να ζήσουν υπεύθυνα, να δεχτούν τον πόνο, να αντιμετωπίσουν τον θάνατο, το ίδιο, σπανίως θα βρούμε κάποιον άνθρωπο του νόμου, που μπορεί να βοηθήσει τους ανθρώπους να χρησιμοποιήσουν την τυπική δομή του Δικαίου για να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους, μέσα στο πλαίσιο μιας φιλικά συμβιωτικής κοινωνίας. Παρότι, πιθανώς, η τελική απόφαση δεν θα ικανοποιήσει τις επιδιώξεις τους, η δικαστική πράξη θα βοηθήσει να γίνει φανερή η ουσία της σύγκρουσης.Κανείς δεν αμφιβάλλει, ότι η προσφυγή στη νομική διαδικασία,προκειμένου να μπλοκάρει και να ανατρέψει τους κυρίαρχους θεσμούς, δεν θα φανεί στους διευθύνοντες ή στους πιο εξαρτημένους από τους χρήστες σαν μια διαστρέβλωση του Δικαίου. Σαν ανατροπή της μόνης τάξης που αυτοί αναγνωρίζουν. Καθεαυτή η προσφυγή σε μια συμβιωτική διαδικασία με τη δέουσα μορφή, είναι ένα τερατούργημα και ένα έγκλημα για τον γραφειοκράτη, ακόμα και αν αυτός ονομάζεται δικαστής
[1] Ο θεσμός της διαμεσολάβησης και της διαιτησίας προβλέπονται ήδη και εφαρμόζονται σε ένα βαθμό από το ελληνικό Δίκαιο, ως θεσμός εξώδικης επίλυσης των διαφορών. «Η διαιτησία είναι ιδιαίτερη μορφή οργάνωσης, ακολουθητέας διαδικασίας και απαιτουμένων δικονομικών προϋποθέσεων για την παροχή δικαστικής προστασίας, με την έννοια ότι αυτή η προστασία δεν παρέχεται από τακτικά δικαστήρια, αλλά κατά την ελεύθερη επιλογή των διαδίκων από όργανα ή πρόσωπα της απόλυτης εκλογής τους. Οι διαιτητές λοιπόν είναι κατ’ αρχήν ιδιωτικό υποκατάστατο των τακτικών δικαστηρίων και του δικαιοδοτικού τους έργου» (Κ. Μπέης, «Γενική εισαγωγή στη διαιτησία»)
[2] Το Common Law, είναι το αγγλοαμερικανικό δίκαιο. Λέγεται και εθιμικό ή κοινό δίκαιο ή κοινό δίκαιο. Διαμορφώθηκε διαμέσου του νομικού δεδικασμένου και στηρίζεται στη νομολογία, σε αντίθεση με το δυτικοευρωπαϊκό δίκαιο που στηρίζεται στους νόμους.
[3] Ενάγων είναι ο διάδικος που ασκεί την αγωγή, δηλαδή ζητάει από το δικαστήριο να διαγνώσει δεσμευτικά το επίδικο δικαίωμα.
[4] Εκκαλών είναι ο διάδικος που ζητεί, με την έφεση, να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη πρωτοβάθμια απόφαση, ώστε να μπορέσει να ξαναδικαστεί η υπόθεση και να εκδοθεί τελικά ευνοϊκότερη γι’ αυτόν απόφαση.
[5] Διάδικος είναι το πρόσωπο που ζητάει ή εναντίον του οποίου ζητείται δικαστική προστασία
* Ο Ιβάν Ίλιτς (1926 – 2002) ήταν φιλόσοφος, θεολόγος, ανθρωπολόγος, κοινωνιολόγος και ιστορικός. Άσκησε έντονη κριτική στη βιομηχανική κοινωνία και τους θεσμούς της, τους οποίους θεωρούσε ότι είχαν αυτονομηθεί από την ίδια την κοινωνία και τις πραγματικές της ανάγκες. Οραματίστηκε μια μεταβιομηχανική κοινωνία που θα υπερβαίνει την ύβρη της απεριόριστης οικονομικής «ανάπτυξης» και τους ειδικούς, που θα είναι ικανή να αμφισβητήσει τις βεβαιότητές της και να δημιουργήσει νέους θεσμούς που θα σέβονται το περιβάλλον και θα υπηρετούν μια φιλική συμβίωση μεταξύ των ανθρώπων. Πολλά από τα βιβλία του, μεταφράστηκαν και κυκλοφορούν στα ελληνικά: Κοινωνία χωρίς σχολεία (Νεφέλη 1976), Στο σοσιαλισμό φτάνεις μόνο με ποδήλατο (Κατσάνος 1989), Ευτραπελία (Κατσάνος 1989),Η2Ο και τα νερά της λησμοσύνης (Χατζηνικολή 1992), Για τις ανάγκες του ανθρώπου σήμερα (Νησίδες 1999), Ιατρική νέμεση (Νησίδες, 2010). Το κείμενο που δημοσιεύουμε αποτελεί κεφάλαιο από το βιβλίο του Ιλιτς, The tools of conviviality. Το βασικό κείμενο του βιβλίου αυτού παρουσιάστηκε για πρώτη φορά σε ένα λατινοαμερικάνικο συνέδριο που έγινε στο Centro intercultural de documentaciòn (Cidoc),το 1972. Στη συνέχεια, δημοσιεύτηκε την ίδια χρονιά στο γαλλικό περιοδικό Esprit και απετέλεσε αντικείμενο διαλόγου. Τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε στην αγγλική και στη γαλλική γλώσσα υπό μορφή βιβλίου.Το παραπάνω κείμενο αποτελεί μετάφραση, από την δεύτερη ιταλική έκδοση, του βιβλίου, με τίτλο: La convivialita (edizioni Red, 1992). «Το ιταλικό κείμενο δεν αποτελεί μια αναδημιουργία, αλλά ούτε και μια απλή εκδοχή της γαλλικής μετάφρασης: ενσωματώνει τις απαντήσεις μου στις ακριβείς και οξυδερκείς παρατηρήσεις του Ιταλού εκδότη μου, Donato Barbone», μας λέει ο Ιλιτς στην εισαγωγή της ιταλικής έκδοσης. Το βιβλίο αυτό έχει μεταφραστεί στα ελληνικά με τον τίτλο Ευτραπελία, σε μετάφραση του Β.Τομανά.
Ο κατ’ εξοχήν κυρίαρχος σκοπός της νομοθετικής διαδικασίας και του Δικαίου, στις σύγχρονες μορφές τους, είναι να συνδράμει μια κοινωνία που τείνει προς την απεριόριστη ανάπτυξη. Η διαδικασία δια μέσου της οποίας οι άνθρωποι αποφασίζουν τι πρέπει να κάνουν, είναι σήμερα υποδουλωμένη στην ιδεολογία της παραγωγικότητας: πρέπει να παραχθεί όλο και περισσότερο, περισσότερη γνώση και αποφάσεις, περισσότερα αγαθά και υπηρεσίες. Μετά τη διαστροφή της γνώσης και της γλώσσας,η διαστροφή του Δικαίου είναι το τρίτο εμπόδιο στην εφαρμογή μιας περιοριστικής πολιτικής.
Τα κόμματα, τα νομοθετικά όργανα και το δικαστικό σύστημα χρησιμοποιήθηκαν για να προωθήσουν και να προστατεύσουν την ανάπτυξη των σχολείων, των συνδικάτων, των νοσοκομείων, των αυτοκινητόδρομων για να μη μιλήσω για τα εργοστάσια. Σιγά-σιγά, όχι μόνον η αστυνομία, αλλά και τα νομοθετικά όργανα και τα δικαστήρια κατέληξαν να θεωρούνται εργαλεία στην υπηρεσία του βιομηχανικού κράτους. Το γεγονός ότι μερικές φορές υπερασπίζονται το άτομο από τις απαιτήσεις της βιομηχανίας, είναι το άλλοθι που κρύβει την υπακοή τους να υπηρετήσουν το βιομηχανικό μονοπώλιο και να νομιμοποιήσουν μια όλο και μεγαλύτερη συγκέντρωση της εξουσίας. Με τον τρόπο τους, οι δικαστές γίνονται ένα είδος μηχανικών της ανάπτυξης. Στο καθεστώς της λαϊκής ή καπιταλιστικής δημοκρατίας είναι οι «αντικειμενικοί» σύμμαχοι ενός εργαλείου που στρέφεται κατά του ανθρώπου.
Μαζί με την ειδωλολατρία της επιστήμης και την αλλοίωση της γλώσσας, αυτή η υποβάθμιση του Δικαίου αποτελεί ένα πρώτης τάξεως εμπόδιο για την αναδιάρθρωση των κοινωνικών εργαλείων. Γίνεται αντιληπτό ότι μια άλλη κοινωνία είναι εφικτή, όταν κατορθώνει να το εκφράσει καθαρά. Κάνει την εμφάνισή της όταν συνειδητοποιεί τη διαδικασία δια μέσου της οποίας η υπάρχουσα κοινωνία παίρνει τις αποφάσεις της. Οργανώνει την δομή της, όταν χρησιμοποιούνται η μητρική γλώσσα και οι παραδοσιακές διαδικασίες του Δικαίου για σκοπούς διαφορετικούς από αυτούς που προδιαγράφει η σημερινή τους χρήση. Σε κάθε κοινωνία υπάρχει μια βαθιά δομή που οργανώνει την λήψη των αποφάσεων. Αυτή η δομή υπάρχει οπουδήποτε και αν ενώνονται οι άνθρωποι. Αυτή καθεαυτή η διαδικασία μπορεί να ευνοήσει αντιφατικές αποφάσεις, επειδή η δομή δεν εξυπηρετεί μόνο τον καθορισμό των προσωπικών αξιών, αλλά επίσης και την επιβίωση μιας θεσμοποιημένης συμπεριφοράς. Ωστόσο, η ύπαρξη αυτών των αντιθέσεων δεν αντιφάσκει στην ύπαρξη μιας συνεπούς δομής η οποία τις γεννά, το αντίθετο. Μπορώ να αποφασίσω ότι θα αποκτήσω μια εκπαίδευση και για έναν άλλο λόγο να αποφασίσω ότι θα ήταν καλύτερο να μάθω συμμετέχοντας στην καθημερινή ζωή. Μπορώ να αφήσω να με μεταφέρουν σε ένα νοσοκομείο,παρότι έχω αποφασίσει ότι θα υποφέρω λιγότερο και θα πεθάνω πιο ήσυχα παραμένοντας στο σπίτι μου. Ακριβώς όπως οι γνωστικές διαφωνίες είναι το θεμέλιο της διαλεκτικής, έτσι και η συνύπαρξη αντιφατικών κανόνων αποδεικνύει την ύπαρξη κανονιστικών διαδικασιών.
Οι άνθρωποι δεν έχουν πια μεγάλη εμπιστοσύνη στις υπάρχουσες διαδικασίες, όχι επειδή αυτές έχουν ενδογενώς διαστραφεί, αλλά επειδή καταστρατηγούνται συνεχώς. Χρησιμοποιούνται για να γεμίζουν τους ανθρώπους με ηθικά, πολιτικά ή νομικά επιχειρήματα. Έχουν γίνει οι τροχοί της απεριόριστης παραγωγικής ανάπτυξης. Οι εκκλησίες κηρύσσουν την ταπεινότητα, την φιλανθρωπία και τη λιτότητα, αλλά χρηματοδοτούντα προγράμματα της βιομηχανικής ανάπτυξης. Οι σοσιαλιστές έχουν γίνει,χωρίς καμία επιφύλαξη, υπερασπιστές του βιομηχανικού μονοπωλίου. Η γραφειοκρατία του Δικαίου έχει συμμαχήσει με τις γραφειοκρατίες της ιδεολογίας της γενικής ευημερίας, για να υπερασπιστεί την ανάπτυξη των εταιριών και όχι το άτομο. Σύντομα, θα είναι ο υπολογιστής που θα αποφασίζει για τις ιδέες, τους νόμους και τις τεχνικές που θα θεωρούνται αναγκαίες για την ανάπτυξη. Εάν οι άνθρωποι δεν συμφωνήσουν σε μια διαδικασία αποτελεσματική, ανθεκτική και συμβιωτική, προσανατολισμένη να ελέγχει τα κοινωνικά εργαλεία, η αντιστροφή της υπάρχουσας θεσμικής δομής δεν μπορεί ούτε να ξεκινήσει, ούτε, πολύ περισσότερο, να συνεχιστεί.Θα υπάρχουν πάντα οι διαχειριστές που θα θέλουν να αυξήσουν την παραγωγικότητα του θεσμού, όπως και οι λαοπλάνοι που θα υπόσχονται το φεγγάρι στα άπληστα πλήθη.
Κάθε φορά που προτείνεται να χρησιμοποιηθεί το δίκαιο σαν ένα μέσο για την κοινωνική αλλαγή, προβάλλονται τρεις ενστάσεις. Η πρώτη είναι επιφανειακή: δεν μπορούν όλοι να είναι νομικοί, και συνεπώς δεν μπορούν όλοι να χρησιμοποιήσουν οι ίδιοι το Δίκαιο. Φυσικά αυτό ισχύει μόνο σε κάποιο βαθμό. Θα μπορούσαν να θεσπιστούν, μέσα σε ειδικές κοινότητες, παραδικαστικά συστήματα τα οποία θα μπορούσαν στη συνέχεια να ενσωματωθούν στην γενική δομή του Δικαίου. Επιπλέον, θα μπορούσε να δοθεί ευρύτερος χώρος στη συμμετοχή των μη επαγγελματιών, η οποία θα αποδεικνυόταν σίγουρα πολύτιμη στις διαδικασίες της διαμεσολάβησης,του συμβιβασμού ή της διαιτησίας [1]. Αλλά αυτή η ένσταση, όσο και αν έχει κάποια βάση, δεν μπαίνει στην ουσία του ζητήματος. Επειδή το Δίκαιο ρυθμίζει τα μέσα που διέπουν την καθημερινή ζωή, δεν υπάρχει κανένας λόγος για τον οποίο η πλειονότητα των διαδικασιών αυτών θα πρέπει να είναι συγκεντρωτικές, μυθοποιημένες και γραφειοκρατικές. Παραμένει βέβαια το γεγονός ότι ορισμένα κοινωνικά προβλήματα έχουν μια πιο ευρεία διάσταση, είναι πολύπλοκα, και έτσι θα παραμείνουν επί μακρόν απαιτούν επομένως ένα δικαστικό εξοπλισμό στο μέγεθός τους. Καθώς πρέπει να συνδράμει εκτενείς ανθρώπινες κοινωνίες, κάθε μια από τις οποίες φέρει μια παράδοση αιώνων, για να διαπραγματευτεί προγραφές σε διεθνές επίπεδο το Δίκαιο, όντας διαδικασία ρύθμισης αυτών των κοινωνικών προβλημάτων, είναι στην πραγματικότητα ένας εξοπλισμός που απαιτεί το έργο των ειδικών. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι αυτοί οι ειδικοί πρέπει να είναι πτυχιούχοι των νομικών σχολών, ή να αποτελούν μέλη ενός κλειστού επαγγέλματος.
Η δεύτερη ένσταση όμως, εστιάζει κατευθείαν στο θέμα μας και πηγαίνει πολύ πιο βαθιά: οι σύγχρονοι εκπρόσωποι του δικαστικού συστήματος, είναι βαθιά εξαρτημένοι από τη μυθολογία της ανάπτυξης.Το φαντασιακό τους για το τι είναι δυνατό και εφικτό, έχει παθητικά προσαρμοστεί στη βιομηχανική κατήχηση. Θα ήταν τρέλα να ελπίζουμε ότι οι σημερινοί πρωτεργάτες της απεριόριστης παραγωγικότητας, θα μετατραπούν σε φύλακες μιας συμβιωτικής κοινωνίας. Η σημασία αυτής της παρατήρησης συμπληρώνεται και τονίζεται από μια τρίτη ένσταση:το δικαιϊκό σύστημα δεν είναι μόνο ένα σύνολο γραπτών κανόνων, είναι μια συνεχής διαδικασία με την οποία οι νόμοι προσαρμόζονται και εφαρμόζονται στις πραγματικές καταστάσεις. Δια μέσου μιας σειράς δικαστικών πράξεων, η κοινότητα μας δίνει ένα ορισμένο σημασιακό πλαίσιο. Προκύπτει έτσι ένα περιεχόμενο του δικαίου, το οποίο αντανακλά την ιδεολογία των νομοθετών και των δικαστών. Ο τρόπος με τον οποίον αντιλαμβάνονται την ιδεολογία που ενυπάρχει σε κάθε κουλτούρα, γίνεται η επίσημη μυθολογία που συγκεκριμενοποιείται μέσα από τους νόμους που διαμορφώνουν και εφαρμόζουν. Το σώμα των νόμων που ρυθμίζουν την βιομηχανική κοινωνία, αντικατοπτρίζει, αναπόφευκτα, την ιδεολογία,τα κοινωνικά χαρακτηριστικά και την ταξική δομή της, ενώ ταυτοχρόνως ενισχύει και διασφαλίζει την αναπαραγωγή τους. Όποια κι αν είναι η ιδεολογική της αναφορά, κάθε νεωτερική κοινωνία τοποθετεί πάντα το κοινό καλό στην επικράτεια του «περισσότερο»: περισσότερη εξουσία για τις βιομηχανίες και τους ειδικούς, περισσότερη κατανάλωση για τους χρήστες.
Οι αντιρρήσεις αυτές, παρότι υπογραμμίζουν μια σημαντική δυσκολία στη χρήση του νόμου προς το σκοπό να αντιστρέψουν τη σημερινή κοινωνική κατάσταση, δεν επηρεάζουν τον βασικό πυρήνα του ζητήματος.Κάνω μια σαφή διάκριση μεταξύ του σώματος των νόμων και της τυπικής δομής που το διαμορφώνει. Είναι προφανές, όταν πρόκειται για το δίκαιο,όπως για τη γνώση ή τη γλώσσα, ότι αναφερόμαστε στη δομή που διέπει βαθιά την απόδοση του νοήματος. Και από την πλήρη επανάκτηση και την ελεύθερη χρήση αυτής της δομής, εξαρτάται η αφύπνιση των δυνάμεων που είναι ικανές να μετασχηματίσουν την “συμμαχία για την πρόοδο.”Σε μια εποχή που η διεκπεραίωση έχει γίνει αυτοσκοπός, δεν θα είναι ποτέ αρκετό να τονίζουμε τη διαφορά μεταξύ του σκοπού και του μέσου, μεταξύ της διαδικασίας και της ουσίας. Η γλώσσα συρρικνώνεται στην εκπομπή και τη λήψη μηνυμάτων, η σκέψη στη συσσώρευση πληροφοριών,το Δίκαιο στη ρύθμιση του κεντρικού σχεδιασμού. Για να βρούμε τη θεμελιώδη διάκριση μεταξύ της διαδικασίας και της ουσίας, η ανάλυση της δικαστικής διαδικασίας μπορεί να μας χρησιμεύσει ως παράδειγμα. Αυτή η διάκριση είναι στην πραγματικότητα η ρίζα οποιουδήποτε Δικαίου, ακόμα και εάν κάθε παράδειγμα του Δικαίου χαρακτηρίζεται από το ιδιαίτερο ύφος της τυπικής του διαδικασίας. Για να στηρίξω την επιχειρηματολογία μου θα προσφύγω στο αγγλοαμερικανικό δίκαιο.
Η τυπική δομή του Common Law [2] παρουσιάζει δύο κύρια και συμπληρωματικά χαρακτηριστικά, τα οποία την καθιστούν ιδιαίτερα κατάλληλη για τις ανάγκες μιας εποχής σε κρίση. Το σύστημα στηρίζεται στην συνέχεια του δικαίου και στην αντιπαράθεση των μερών (adversarynature of the Common Law). Η σύμφυτη συνέχεια στη διαδικασία της επεξεργασίας του Δικαίου, διατηρεί, κατά κάποιο τρόπο, την ουσία του σώματος των νόμων.Αυτό δεν είναι τόσο εμφανές κατά την νομοθετική φάση: ο νομοθέτης έχει την ελευθερία να καινοτομήσει, εφόσον παραμένει στα όρια του συνταγματικού πλαισίου. Αλλά κάθε νόμος πρέπει να εγγραφεί στη πλαίσιο της υπάρχουσας νομοθεσίας, και συνεπώς δεν μπορεί να αποκλίνει πολύ από το ισχύον δίκαιο.Είναι φανερό ότι ο σκοπός της νομολογίας είναι να εξασφαλίσει τη συνέχεια της ουσίας του Δικαίου, εφαρμόζοντάς την. Τα δικαστήρια εφαρμόζουν το δίκαιο σε πραγματικές καταστάσεις. Η δικαστική νομολογία κρίνει με τον ίδιο τρόπο δύο ίδιες περιπτώσεις, ή αντιθέτως ορίζει ότι το ίδιο συμβάν σήμερα, δεν έχει την ίδια σημασία με αυτή που είχε χθες. Το Δίκαιο αντιπροσωπεύει την κυρίαρχη εξουσία που το χθες ασκεί στην παρούσα διαμάχη, τη συνέχεια μιας διαλεκτικής διαδικασίας.
Το δικαστήριο αναγνωρίζει στην αντιδικία ένα ζήτημα κοινωνικού εν-διαφέροντος, και έτσι ενσωματώνει την εκφωνηθείσα απόφαση στο σώμα του δικαίου. Στη δικαστική διαδικασία, η κοινωνική εμπειρία του παρελθόντος, επανεργοποιείται στα όρια των σημερινών αναγκών. Στο μέλλον, η σημερινή απόφαση, θα χρησιμοποιηθεί με τη σειρά της ως προηγούμενο για να ρυθμίσει άλλες διαφορές. Η συνέχεια της τυπικής δομής που διέπει την δικαστική διαδικασία, δεν περιορίζεται στην απλή ενσωμάτωση ενός συνόλου δικαστικών αποφάσεων σε ένα σύνολο νόμων.Από καθαρά τυπική άποψη, αυτός ο τρόπος συνέχειας δεν αποσκοπεί στο να διατηρήσει το περιεχόμενο αυτού ή εκείνου του νόμου: αντιθέτως,θα μπορούσε να χρησιμεύσει για να διαφυλάξει τη συνεχή ανάπτυξη του Δικαίου σε μια κοινωνία που διέπεται από αντίθετες αρχές. Τίποτε δεν απαγορεύει, στα περισσότερα συντάγματα, την νομοθέτηση του περιορισμού της παραγωγικότητας, των γραφειοκρατικών προνομίων, της ειδίκευσης, ή των μονοπωλίων. Κατ’ αρχήν, η νομοθετική και δικαστική διαδικασία, προσανατολισμένη σε διαφορετική και αντίστροφη κατεύθυνση,θα μπορούσε να χρησιμεύσει για να διατυπώσει αυτό το νέο Δίκαιο και να το κάνει σεβαστό.Εξίσου σημαντικός είναι ο αντιπαραθετικός χαρακτήρας της διαδικασίας του Common Law.
Από τυπική άποψη, το Common Law, δεν έχει καμία σχέση με αυτό που ορίζεται ως καλό στο ηθικό ή τεχνικό πεδίο.Είναι ένα εργαλείο για την κατανόηση των σχέσεων, όταν εκρήγνυνται με την μορφή πραγματικών συγκρούσεων. Είναι στο χέρι των ενδιαφερόμενων μερών να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους και να απαιτήσουν αυτό που θεωρούν σωστό. Έτσι λειτουργεί η δομή, τόσο σε νομοθετικό όσο και σε δικαστικό επίπεδο. Εξισορροπώντας αντιτιθέμενα συμφέροντα, η απόφαση θα έπρεπε να εξασφαλίσει αυτό που θεωρητικά θα ήταν προτιμότερο για όλους.Στις πρόσφατες γενεές αυτή η ισορροπία, παρότι ήταν πάντα παραμορφωμένη από την μία ή την άλλη προκατάληψη, έχει ολοκληρωτικά διαστραφεί για να υπηρετήσει την κοινωνία της ανάπτυξης. Αλλά το γεγονός ότι η δικαστική δομή έχει διαστραφεί σήμερα, δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για διαφορετικούς σκοπούς.Τίποτε δεν μπορεί να αποκλείσει ότι αυτό το εργαλείο μπορεί να χρησιμοποιηθεί από διαδίκους που είναι εντελώς αντίθετοι στην κοινωνία της απεριόριστης παραγωγής, που έχουν απελευθερωθεί από την ψευδαίσθηση ότι η ανάπτυξη μπορεί να νικήσει την κοινωνική αδικία, και έχουν επίγνωση ότι οι περιορισμοί είναι αναγκαίοι.
Σίγουρα, δεν αρκεί μόνο η εμφάνιση ενός νέου τύπου ενάγοντος [3]· χρειάζεται επίσης ο νομοθέτης να αποτοξινωθεί από την ανάπτυξη, και οι εκκαλούντες [4] να αγωνιστούν για τα συμφέροντά τους, και για το σκοπό αυτό, να θέσουν σε συστηματική επανεξέταση τις βεβαιότητες που είναι βαθιά ριζωμένες.Ο νόμος όπως και η νομική επιστήμη υποθέτει, ότι οι διάδικοι [5] θέτουν σε εξέταση τις διαφορές που έχουν κοινωνικό ενδιαφέρον σε ένα αμερόληπτο δικαστήριο. Ο ιδανικός δικαστής είναι ένας μέσος άνθρωπος,συνετός, αδιάφορος για το αντικείμενο της διαφοράς και ειδικός στην άσκηση της δικονομίας. Αλλά στην πραγματικότητα, ο δικαστής είναι ένας άνθρωπος της εποχής και του περιβάλλοντός του. Στην πραγματικότητα,τα δικαστήρια κατέληξαν να βοηθούν την συγκέντρωση της εξουσίας και την αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής.
Όχι μόνο ο δικαστής και ο νομοθέτης ωθούνται να πιστεύουν ότι μια υπόθεση έχει κριθεί σωστά και η διαφορά έχει επιλυθεί καταλλήλως,όταν η ζυγαριά της δικαιοσύνης γέρνει προς το συνολικό συμφέρον των βιομηχανιών, αλλά και η κοινωνία από την πλευρά της, έχει διαμορφώσει έτσι τον διάδικο, ώστε να απαιτεί την ανάπτυξή τους. Προτιμούν να διεκδικήσουν ένα μεγαλύτερο κομμάτι από την θεσμική τούρτα, παρά να αμυνθούν απέναντι σε ένα θεσμό που ακρωτηριάζει την ελευθερία τους.Ωστόσο, η παραμορφωμένη χρήση του νομικού μέσου δεν αλλοιώνει εντελώς το περιεχόμενο της εσωτερικής του φύσης.Υπάρχει μια ένσταση που προβάλλεται συχνά, όταν δηλώνεται ότι οι αντιπαραθετικές δικονομικές διαδικασίες είναι ένα εργαλείο-κλειδί για τον περιορισμό της βιομηχανικής ανάπτυξης: ότι δηλαδή, οι κοινωνίες εμπιστεύονται ήδη πάρα πολύ αυτές τις δικαστικές διαδικασίες,χωρίς σπουδαία αποτελέσματα. Στην Αμερική για παράδειγμα, οι μεταρρυθμιστές διεκδικούν το δικαίωμα της νομικής αντιπαράθεσης για όλες τις μειονεκτούσες ομάδες: μαύρους, ινδιάνους, γυναίκες, ανάπηρους,καταναλωτές. Όπως είναι επόμενο, οι δίκες τείνουν να γίνουν χρονοβόρες,δαπανηρές, και το μεγαλύτερο μέρος των ενδιαφερομένων δεν είναι σε θέση να τις ολοκληρώσει. Οι δίκες καθυστερούν πολύ και οι αποφάσεις δημοσιεύονται όταν έχουν χάσει πια τη σημασία τους.
Η διαδικασία γίνεται ένα παιγνίδι που δημιουργεί νέες εντάσεις, νέους ανταγωνισμούς.Αποσπασμένη από τον σκοπό της η απόφαση, γίνεται ένα σπάνιο αγαθό.Η κοινωνία της ανάπτυξης επανακτά έτσι τον χρήστη της τυπικής διαδικασίας. Η ένσταση που αντιτίθεται σε αυτή την αύξηση των διαδικασιών δεν είναι αβάσιμη, εάν αφορά τον πολλαπλασιασμό τους σαν μέσο επίλυσης των προσωπικών διαφορών. Αλλά εδώ, δεν με απασχολούν οι διαφορές μεταξύ των ατόμων, ή οι αγώνες των διαφόρων ομάδων μεταξύ τους. Αυτό πούμε ενδιαφέρει, δεν είναι η αντίθεση μεταξύ της τάξης των καταπιεσμένων και της τάξης των ιδιοκτητών των εργαλείων, αλλά κυρίως η αντίθεση που εγκαθίσταται μεταξύ του ανθρώπου και της τεχνικής δομής του εργαλείου, και συνεπώς, στη συνέχεια, μεταξύ του ανθρώπου και ορισμένων επαγγελμάτων που έχουν συμφέρον να διατηρηθεί αυτή η τεχνική δομή.Στην κοινωνία η βασική σύγκρουση αφορά σε γεγονότα, πράξεις και αντικείμενα, για τα οποία οι άνθρωποι μπαίνουν σε αντιπαράθεση με τις επιχειρήσεις και τους θεσμούς. Τυπικά, η αντιπαραθετική διαδικασία είναι ο τύπος του εργαλείου το οποίο οι πολίτες διαθέτουν για να αντιταχθούν στις απειλές της βιομηχανίας κατά της ελευθερίας τους Εκτός από σπάνιες εξαιρέσεις, οι νόμοι, τα νομοθετικά όργανα,τα δικαστήρια και οι δικαστές, οι ενάγοντες και τα αιτήματά τους, είναι βαθιά παραμορφωμένοι από την ομόφωνη και συντριπτική συναίνεση που αποδέχεται ανεπιφύλακτα τον τρόπο της βιομηχανικής παραγωγής και τα συνθήματά της: πάντα περισσότερο, είναι πάντα καλύτερο.
Από την άλλη πλευρά, οι επιχειρήσεις και οι θεσμοί, γνωρίζουν καλύτερα από τους ανθρώπους ποιό είναι το γενικό συμφέρον, και πώς να το σερβίρουν.Αλλά αυτή η «συσκοτιστική» συναίνεση, δεν αδυνατίζει καθόλου την θέση μου: κάθε επανάσταση που παραμελεί να χρησιμοποιήσει τις νομικές και πολιτικές διαδικασίες, είναι καταδικασμένη να αποτύχει.Μόνο μια ενεργή πλειοψηφία των ανθρώπων και των ομάδων που επιδιώκουν με μια κοινή συμβιωτική διαδικασία, να επανακτήσουν τα δικαιώματά τους έναντι των επιχειρήσεων, μπορεί να θέσει στην ανάπτυξη όρια, τα οποία είναι απαραίτητα για την επιβίωση και για την καλυτέρευση του πολιτισμού.Για να αρχίσει ο αγώνας εναντίον των εγκαθιδρυμένων προκαταλήψεων, για να οδηγηθούμε στην ανατροπή, κάποιοι από αυτούς που ανήκουν στα διάφορα επαγγέλματα μπορούν να παίξουν έναν διαφωτιστικό ρόλο. Οι εκπαιδευτικοί, συνήθως, όταν αποκτούν συνείδηση της κρίσης που χαρακτηρίζει το σχολείο, ψάχνουν κάποια μαγική λύση που θα τους επιτρέψει να διδάξουν περισσότερα πράγματα σε περισσότερα άτομα. Οι προσπάθειες αυτές και οι αξιώσεις τους, ενδυναμώνουν τη σπουδαιότητα των παιδαγωγικών περιορισμών της βιομηχανικής ανάπτυξης, όπως επιμένει μια μικρή μειοψηφία παιδαγωγών. Κατά τον ίδιο τρόπο, οι γιατροί τείνουν να πιστεύουν ότι τουλάχιστον ένα μέρος της επιστήμης τους δεν μπορεί να εκφραστεί παρά με όρους εσωτερισμού, και ο συνάδελφος που εκλαϊκεύει την ιατρική πράξη, δεν είναι παρά ένας βεβηλωτής. Είναι ανώφελο να περιμένει κανείς ότι η τάξη των γιατρών, το συνδικάτο των εκπαιδευτικών,ή η ένωση των μηχανικών των μέσων μετακίνησης, θα εξηγήσουν με απλούς όρους από την καθημερινή ομιλία τον επαγγελματικό γκαγκστερισμό των συναδέλφων τους. Άλλο τόσο ανώφελο είναι να σκεφτούμε ότι οι πολιτικοί,οι νομικοί και οι δικαστές, θα αναγνωρίσουν ξαφνικά την ανεξαρτησία του δικαίου απέναντι στην δική τους προκατασκευασμένη έννοια για το κοινό καλό, η οποία συγχέεται με την όλο και μεγαλύτερη ποσότητα παροχής προϊόντων σε όλο και μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων.
Όταν μιλάνε στο όνομα των αφεντικών, των μισθωτών, των χρηστών ήτων ίδιων των συναδέλφων τους, είναι εκπαιδευμένοι να διαμεσολαβήσουν τις συγκρούσεις υπέρ των επαγγελματικών τους κλάδων. Ωστόσο, όπως κατ’ εξαίρεση μπορούμε να βρούμε, εδώ ή εκεί, έναν γιατρό που βοηθάει τους άλλους να ζήσουν υπεύθυνα, να δεχτούν τον πόνο, να αντιμετωπίσουν τον θάνατο, το ίδιο, σπανίως θα βρούμε κάποιον άνθρωπο του νόμου, που μπορεί να βοηθήσει τους ανθρώπους να χρησιμοποιήσουν την τυπική δομή του Δικαίου για να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους, μέσα στο πλαίσιο μιας φιλικά συμβιωτικής κοινωνίας. Παρότι, πιθανώς, η τελική απόφαση δεν θα ικανοποιήσει τις επιδιώξεις τους, η δικαστική πράξη θα βοηθήσει να γίνει φανερή η ουσία της σύγκρουσης.Κανείς δεν αμφιβάλλει, ότι η προσφυγή στη νομική διαδικασία,προκειμένου να μπλοκάρει και να ανατρέψει τους κυρίαρχους θεσμούς, δεν θα φανεί στους διευθύνοντες ή στους πιο εξαρτημένους από τους χρήστες σαν μια διαστρέβλωση του Δικαίου. Σαν ανατροπή της μόνης τάξης που αυτοί αναγνωρίζουν. Καθεαυτή η προσφυγή σε μια συμβιωτική διαδικασία με τη δέουσα μορφή, είναι ένα τερατούργημα και ένα έγκλημα για τον γραφειοκράτη, ακόμα και αν αυτός ονομάζεται δικαστής
[1] Ο θεσμός της διαμεσολάβησης και της διαιτησίας προβλέπονται ήδη και εφαρμόζονται σε ένα βαθμό από το ελληνικό Δίκαιο, ως θεσμός εξώδικης επίλυσης των διαφορών. «Η διαιτησία είναι ιδιαίτερη μορφή οργάνωσης, ακολουθητέας διαδικασίας και απαιτουμένων δικονομικών προϋποθέσεων για την παροχή δικαστικής προστασίας, με την έννοια ότι αυτή η προστασία δεν παρέχεται από τακτικά δικαστήρια, αλλά κατά την ελεύθερη επιλογή των διαδίκων από όργανα ή πρόσωπα της απόλυτης εκλογής τους. Οι διαιτητές λοιπόν είναι κατ’ αρχήν ιδιωτικό υποκατάστατο των τακτικών δικαστηρίων και του δικαιοδοτικού τους έργου» (Κ. Μπέης, «Γενική εισαγωγή στη διαιτησία»)
[2] Το Common Law, είναι το αγγλοαμερικανικό δίκαιο. Λέγεται και εθιμικό ή κοινό δίκαιο ή κοινό δίκαιο. Διαμορφώθηκε διαμέσου του νομικού δεδικασμένου και στηρίζεται στη νομολογία, σε αντίθεση με το δυτικοευρωπαϊκό δίκαιο που στηρίζεται στους νόμους.
[3] Ενάγων είναι ο διάδικος που ασκεί την αγωγή, δηλαδή ζητάει από το δικαστήριο να διαγνώσει δεσμευτικά το επίδικο δικαίωμα.
[4] Εκκαλών είναι ο διάδικος που ζητεί, με την έφεση, να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη πρωτοβάθμια απόφαση, ώστε να μπορέσει να ξαναδικαστεί η υπόθεση και να εκδοθεί τελικά ευνοϊκότερη γι’ αυτόν απόφαση.
[5] Διάδικος είναι το πρόσωπο που ζητάει ή εναντίον του οποίου ζητείται δικαστική προστασία