«Έχουμε μια πολύ, πολύ δυνατή σχέση. Πολύ καλή χημεία. Αν αλλάξει κάτι θα σου το πω αμέσως αλλά δεν νομίζω ότι θα γίνει». Ο Ιάπωνας πρωθυπουργός, Σίνζο Άμπε, πρέπει να αισθανόταν ότι βιώνει μια ασταθή ερωτική σχέση καθώς ο Ντόναλντ Τραμπ τον περνούσε από συνεχείς ψυχρολουσίες σε θερμούς εναγκαλισμούς κατά τη διάρκεια της επίσημης συνάντησής τους στην Ουάσιγκτον.
Καθώς ο νέος πρόεδρος των Ηνωμένων πολιτειών έχει αναγάγει τη λεγόμενη «μη προβλεψιμότητα» σε βασικό χαρακτηριστικό της εξωτερικής του πολιτικής, ο Άμπε ζητούσε εναγωνίως να μάθει εάν στη νέα, εξαιρετικά επιθετική πολιτική που έχει προαναγγείλει ο Λευκός Οίκος για την Ανατολική Ασία, η Ιαπωνία θα συμπεριλαμβάνεται στους φίλους ή τους εχθρούς. Και με αυτή την απορία έμεινε.
Παρά το γεγονός ότι σειρά Αμερικανών αξιωματούχων επιβεβαίωσαν τις τελευταίες ημέρες την πολιτική και στρατιωτική στήριξη στην Ιαπωνία σε ό,τι αφορά τις εδαφικές και γεωπολιτικές διαφορές της με την Κίνα, ο Τραμπ εξακολουθεί να κατηγορεί το Τόκιο για το τεράστιο εμπορικό πλεόνασμα που διατηρεί αλλά και για νομισματική χειραγώγηση. Η απομάκρυνση μάλιστα των ΗΠΑ από το Σύμφωνο Συνεργασίας των Δυο Πλευρών του Ειρηνικού (TPP) αποτέλεσε προσωπικό χτύπημα για τον Άμπε, ο οποίος είχε στηρίξει στη συγκεκριμένη εμπορική συμφωνία τις υποσχέσεις του για ανάκαμψη της ιαπωνικής οικονομίας.
Η μόνη παρηγοριά για τον Άμπε είναι ότι ο Τραμπ θα χρειαστεί άμεσα τη στήριξη της Ιαπωνίας και της Νότιας Κορέας στην ολομέτωπη οικονομική επίθεση που έχει προαναγγείλει εναντίον της Κίνας. Παρά το γεγονός ότι ο Τραμπ υποσχέθηκε αυτή την εβδομάδα ότι θα σεβαστεί την πολιτική της «μιας Κίνας», το θερμόμετρο ανεβαίνει επικίνδυνα στη νότια σινική θάλασσα όπου αμερικανικά πολεμικά πλοία και αεροσκάφη συνεχίζουν να παρενοχλούν τον κινεζικό στόλο – την πολιτική δηλαδή που ξεκίνησε ο Ομπάμα.
Οι αναφορές σε υπερμεγέθη εμπορικά πλεονάσματα, όμως, ήταν το στοιχείο που έριξε αυτή την εβδομάδα μαύρη σκιά και στις σχέσεις της Ουάσιγκτον και του Βερολίνου. Μπορεί τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης να φόρεσαν τον ανθρωπιστικό τους μανδύα και να παρουσίαζαν τον Τραμπ σαν «τζιχαντιστή» που αποκεφαλίζει το άγαλμα της Ελευθερίας (εξώφυλλο Σπίγκελ), στην πραγματικότητα όμως αυτό που καταδικάζουν είναι ο εμπορικός και νομισματικός πόλεμος με τον οποίο απειλούν οι ΗΠΑ την Μέρκελ.
Για δικούς τους λόγους, στενοί συνεργάτες του Τραμπ, συνέχισαν και αυτή την εβδομάδα να κατηγορούν τον γερμανικό γίγαντα ότι εκμεταλλεύεται την Ευρωπαϊκή Ένωση για να σταθεροποιήσει την οικονομική της κυριαρχία στην Ευρώπη και να ενισχύσει τη θέση της σε διεθνές επίπεδο. Το γράφημα που παρουσιάζει το γιγαντιαίο πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας, έναντι των ευρωπαίων «εταίρων» της, φιγουράριζε σε περίοπτη θέση στον αγγλοσαξωνικό Τύπο, που συντάσσεται με την οικονομική πολιτική Τραμπ.
Στο εσωτερικό των ΗΠΑ η εβδομάδα που πέρασε σημαδεύτηκε από μια ακόμη επίδειξη μεσαιωνικών αντιλήψεων και πρακτικών – αν και στους περισσότερους τομείς εκφράστηκε απλώς με μια κλιμάκωση της πολιτικής που ακολουθούσε ο Ομπάμα. Με ένα ακόμη προεδρικό διάταγμα ο Τράμπ θέλησε να ενισχύσει περαιτέρω το κράτος – αστυφύλακα που παρέλαβε ενώ κατηγόρησε το δικαστικό σώμα ότι «στερεί από την αστυνομία τα όπλα που χρειάζεται για να επιβάλλει το νόμο και την τάξη».
Παρόλα αυτά, αναλυτές νομικών θεμάτων υποστηρίζουν ότι οι εντολές που έδωσε (π.χ για τη δημιουργία πολυκλαδικών υπηρεσιών για την πάταξη του εγκλήματος) δεν έχουν καμία συνοχή και πρακτική σημασία και μοναδικό στόχο έχουν τον εντυπωσιασμό. Όλο και περισσότεροι φοβούνται όμως ότι ο πρόεδρος αναζητά εναγωνίως μια αφορμή (όπως ένα τρομοκρατικό χτύπημα) για να επιβάλλει μέτρα ασφαλείας που θα θυμίζουν απολυταρχικά κράτη προηγούμενων αιώνων – αυτό δηλαδή που είχε πραγματοποιήσει σαν πρόβα τζενεράλε ο Ομπάμα, αναπτύσσοντας στρατιωτικές δυνάμεις στη Βοστόνη μετά την επίθεση στον μαραθώνιο της πόλης.
Η επιθετική γραμμή του νόμου και της τάξης δίνει το πράσινο φως στα πιο αντιδραστικά στοιχεία των Ρεπουμπλικάνων να γυρίσουν το χρόνο αρκετές δεκαετίες πίσω σε ολόκληρη την Αμερική. Ενδεικτική του κλίματος ήταν η νομοθετική πρόταση που κατατέθηκε στην πολιτεία του Μισισίπη για την χρήση εκτελεστικών αποσπασμάτων και θαλάμων αερίων για θανατοποινίτες. Και σε αυτή την περίπτωση βέβαια είχε προηγηθεί ανάλογη απόφαση στη Γιούτα επί προεδρίας Ομπάμα το 2015, καθώς οι πολιτείες που διατηρούν τη θανατική ποινή δυσκολεύονται πλέον να προμηθευθούν τις χημικές ουσίες που απαιτούνται για την εκτέλεση κρατουμένων με θανατηφόρο ένεση.
Ο σκοταδισμός του νέου προέδρου επιβεβαιώθηκε και με την ορκωμοσία του Τομ Πράις στη θέση του υπουργού υγείας. Ο Πράις, που υποστήριζε ότι ο εμβολιασμός παιδιών αποτελεί μια μορφή «ιατρικών πειραμάτων σε ανθρώπους» θα έχει ως βασική αποστολή να διαλύσει το πρόγραμμα καθολικής υγείας του Ομπάμα – ή τουλάχιστον ό,τι έχει μείνει όρθιο από τις συνεχείς επιθέσεις των μεγάλων φαρμακοβιομηχανιών και των ιδιωτικών νοσοκομείων.
Την εβδομάδα που πέρασε πάντως ήταν η σειρά των τραπεζικών μετοχών να εκτιναχθούν στα χρηματιστηριακά ταμπλό. Ο Τραμπ διέταξε την αναθεώρηση των (διακοσμητικών) ρυθμίσεων που είχαν επιβληθεί μετά το 2008 με στόχο να περιορίσουν την ανεξέλεγκτη σπέκουλα του αμερικανικού χρηματοπιστωτικού συστήματος. Οι σχετικές αποφάσεις βέβαια θα πρέπει να περάσουν πρώτα από το Κογκρέσο.
Το βέβαιο είναι ότι ύστερα από σχεδόν τέσσερις δεκαετίες, στις οποίες η φιλελεύθερη Αμερική υποστήριζε ότι η διακυβέρνηση της χώρας πρέπει να θυμίζει τη διοίκηση μιας μεγάλης επιχείρησης… το όνειρό της έγινε πραγματικότητα, έστω και με τη μορφή ενός ακόμη εφιάλτη.
Άρης Χατζηστεφάνου
Εφημερίδα Πριν – 12/2/2017
Καθώς ο νέος πρόεδρος των Ηνωμένων πολιτειών έχει αναγάγει τη λεγόμενη «μη προβλεψιμότητα» σε βασικό χαρακτηριστικό της εξωτερικής του πολιτικής, ο Άμπε ζητούσε εναγωνίως να μάθει εάν στη νέα, εξαιρετικά επιθετική πολιτική που έχει προαναγγείλει ο Λευκός Οίκος για την Ανατολική Ασία, η Ιαπωνία θα συμπεριλαμβάνεται στους φίλους ή τους εχθρούς. Και με αυτή την απορία έμεινε.
Παρά το γεγονός ότι σειρά Αμερικανών αξιωματούχων επιβεβαίωσαν τις τελευταίες ημέρες την πολιτική και στρατιωτική στήριξη στην Ιαπωνία σε ό,τι αφορά τις εδαφικές και γεωπολιτικές διαφορές της με την Κίνα, ο Τραμπ εξακολουθεί να κατηγορεί το Τόκιο για το τεράστιο εμπορικό πλεόνασμα που διατηρεί αλλά και για νομισματική χειραγώγηση. Η απομάκρυνση μάλιστα των ΗΠΑ από το Σύμφωνο Συνεργασίας των Δυο Πλευρών του Ειρηνικού (TPP) αποτέλεσε προσωπικό χτύπημα για τον Άμπε, ο οποίος είχε στηρίξει στη συγκεκριμένη εμπορική συμφωνία τις υποσχέσεις του για ανάκαμψη της ιαπωνικής οικονομίας.
Η μόνη παρηγοριά για τον Άμπε είναι ότι ο Τραμπ θα χρειαστεί άμεσα τη στήριξη της Ιαπωνίας και της Νότιας Κορέας στην ολομέτωπη οικονομική επίθεση που έχει προαναγγείλει εναντίον της Κίνας. Παρά το γεγονός ότι ο Τραμπ υποσχέθηκε αυτή την εβδομάδα ότι θα σεβαστεί την πολιτική της «μιας Κίνας», το θερμόμετρο ανεβαίνει επικίνδυνα στη νότια σινική θάλασσα όπου αμερικανικά πολεμικά πλοία και αεροσκάφη συνεχίζουν να παρενοχλούν τον κινεζικό στόλο – την πολιτική δηλαδή που ξεκίνησε ο Ομπάμα.
Οι αναφορές σε υπερμεγέθη εμπορικά πλεονάσματα, όμως, ήταν το στοιχείο που έριξε αυτή την εβδομάδα μαύρη σκιά και στις σχέσεις της Ουάσιγκτον και του Βερολίνου. Μπορεί τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης να φόρεσαν τον ανθρωπιστικό τους μανδύα και να παρουσίαζαν τον Τραμπ σαν «τζιχαντιστή» που αποκεφαλίζει το άγαλμα της Ελευθερίας (εξώφυλλο Σπίγκελ), στην πραγματικότητα όμως αυτό που καταδικάζουν είναι ο εμπορικός και νομισματικός πόλεμος με τον οποίο απειλούν οι ΗΠΑ την Μέρκελ.
Για δικούς τους λόγους, στενοί συνεργάτες του Τραμπ, συνέχισαν και αυτή την εβδομάδα να κατηγορούν τον γερμανικό γίγαντα ότι εκμεταλλεύεται την Ευρωπαϊκή Ένωση για να σταθεροποιήσει την οικονομική της κυριαρχία στην Ευρώπη και να ενισχύσει τη θέση της σε διεθνές επίπεδο. Το γράφημα που παρουσιάζει το γιγαντιαίο πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας, έναντι των ευρωπαίων «εταίρων» της, φιγουράριζε σε περίοπτη θέση στον αγγλοσαξωνικό Τύπο, που συντάσσεται με την οικονομική πολιτική Τραμπ.
Στο εσωτερικό των ΗΠΑ η εβδομάδα που πέρασε σημαδεύτηκε από μια ακόμη επίδειξη μεσαιωνικών αντιλήψεων και πρακτικών – αν και στους περισσότερους τομείς εκφράστηκε απλώς με μια κλιμάκωση της πολιτικής που ακολουθούσε ο Ομπάμα. Με ένα ακόμη προεδρικό διάταγμα ο Τράμπ θέλησε να ενισχύσει περαιτέρω το κράτος – αστυφύλακα που παρέλαβε ενώ κατηγόρησε το δικαστικό σώμα ότι «στερεί από την αστυνομία τα όπλα που χρειάζεται για να επιβάλλει το νόμο και την τάξη».
Παρόλα αυτά, αναλυτές νομικών θεμάτων υποστηρίζουν ότι οι εντολές που έδωσε (π.χ για τη δημιουργία πολυκλαδικών υπηρεσιών για την πάταξη του εγκλήματος) δεν έχουν καμία συνοχή και πρακτική σημασία και μοναδικό στόχο έχουν τον εντυπωσιασμό. Όλο και περισσότεροι φοβούνται όμως ότι ο πρόεδρος αναζητά εναγωνίως μια αφορμή (όπως ένα τρομοκρατικό χτύπημα) για να επιβάλλει μέτρα ασφαλείας που θα θυμίζουν απολυταρχικά κράτη προηγούμενων αιώνων – αυτό δηλαδή που είχε πραγματοποιήσει σαν πρόβα τζενεράλε ο Ομπάμα, αναπτύσσοντας στρατιωτικές δυνάμεις στη Βοστόνη μετά την επίθεση στον μαραθώνιο της πόλης.
Η επιθετική γραμμή του νόμου και της τάξης δίνει το πράσινο φως στα πιο αντιδραστικά στοιχεία των Ρεπουμπλικάνων να γυρίσουν το χρόνο αρκετές δεκαετίες πίσω σε ολόκληρη την Αμερική. Ενδεικτική του κλίματος ήταν η νομοθετική πρόταση που κατατέθηκε στην πολιτεία του Μισισίπη για την χρήση εκτελεστικών αποσπασμάτων και θαλάμων αερίων για θανατοποινίτες. Και σε αυτή την περίπτωση βέβαια είχε προηγηθεί ανάλογη απόφαση στη Γιούτα επί προεδρίας Ομπάμα το 2015, καθώς οι πολιτείες που διατηρούν τη θανατική ποινή δυσκολεύονται πλέον να προμηθευθούν τις χημικές ουσίες που απαιτούνται για την εκτέλεση κρατουμένων με θανατηφόρο ένεση.
Ο σκοταδισμός του νέου προέδρου επιβεβαιώθηκε και με την ορκωμοσία του Τομ Πράις στη θέση του υπουργού υγείας. Ο Πράις, που υποστήριζε ότι ο εμβολιασμός παιδιών αποτελεί μια μορφή «ιατρικών πειραμάτων σε ανθρώπους» θα έχει ως βασική αποστολή να διαλύσει το πρόγραμμα καθολικής υγείας του Ομπάμα – ή τουλάχιστον ό,τι έχει μείνει όρθιο από τις συνεχείς επιθέσεις των μεγάλων φαρμακοβιομηχανιών και των ιδιωτικών νοσοκομείων.
Την εβδομάδα που πέρασε πάντως ήταν η σειρά των τραπεζικών μετοχών να εκτιναχθούν στα χρηματιστηριακά ταμπλό. Ο Τραμπ διέταξε την αναθεώρηση των (διακοσμητικών) ρυθμίσεων που είχαν επιβληθεί μετά το 2008 με στόχο να περιορίσουν την ανεξέλεγκτη σπέκουλα του αμερικανικού χρηματοπιστωτικού συστήματος. Οι σχετικές αποφάσεις βέβαια θα πρέπει να περάσουν πρώτα από το Κογκρέσο.
Το βέβαιο είναι ότι ύστερα από σχεδόν τέσσερις δεκαετίες, στις οποίες η φιλελεύθερη Αμερική υποστήριζε ότι η διακυβέρνηση της χώρας πρέπει να θυμίζει τη διοίκηση μιας μεγάλης επιχείρησης… το όνειρό της έγινε πραγματικότητα, έστω και με τη μορφή ενός ακόμη εφιάλτη.
Άρης Χατζηστεφάνου
Εφημερίδα Πριν – 12/2/2017