- Η πολιτική και ανθρωπολογική διάσταση του προβλήματος
Πριν το δημοψήφισμα στη Μ. Βρετανία ο μέγας πολιτικός ανήρ, Ντόναλντ Τουσκ είχε δηλώσει απερίφραστα και κατηγορηματικό ότι «πιθανό Μπρέξιτ θα σηματοδοτούσε το τέλος του δυτικού πολιτικού πολιτισμού». Φαίνεται λοιπόν ότι ορισμένοι ομοϊδεάτες του πήραν στα σοβαρά τούτον τον χρησμό και τελούν εδώ και λίγες εβδομάδες εν πλήρη πανικώ. Δεν εξηγούνται αλλιώς τα όσα απίστευτα ακούμε και διαβάζουμε αυτές τις μέρες σχετικά με τους ψηφοφόρους που τάχθηκαν υπέρ της εξόδου της Βρετανίας από την Ε.Ε. Και τι δεν ακούσαμε: τι για «γερο ηλίθιους, ρατσιστές και ξενόφοβους», τι για «εγωιστές και άμυαλους ηλίθιους», τι για «νίκη των μπαχαλάκηδων και των ηλίθιων αριστεριστών, των φασισταριών και των μεθυσμένων χούλιγκανς, των αναλφάβητων επαναστατών και των νεοεθνικιστών που βρωμάνε ιδρωτίλα και έχουν κάτι μέτωπα σαν βόδια».
Τα ίδια όμως δεν ακούγαμε και πριν ένα χρόνο από τους εκπροσώπους του εγχώριου νεο-φιλελέ-«Μένουμε Ευρώπη»-και-δε-συμμαζεύεται τόξου σχετικά με τους υποστηρικτές του «ΟΧΙ» στο δικό μας δημοψήφισμα; Βλέπουμε για ακόμη μια φορά όχι μόνο την απέχθεια και συνάμα τον φόβο των σημερινών ψευτο-φιλελεύθερων απέναντι σε πρακτικές όχι απαραίτητα δημοκρατικές μα με αδιαμφισβήτητα δημοκρατικές δυνατότητες όπως το δημοψήφισμα, αλλά και τη βαθειά τους περιφρόνηση για τις σημερινές λαϊκές τάξεις, οι οποίες δεν μπορεί παρά να είναι ένα συνοθύλευμα «βλάχων», «ρατσιστών», «αντιδραστικών» και «μικροαστών». Σε ό,τι αφορά δε στους τεχνοκράτες της Ε.Ε., είναι γνωστή η παράδοση επιδεικτικής αγνόησης της λαϊκής ετυμηγορίας, όποτε αυτή δεν συμβαδίζει με τις βλέψεις και τα σχέδιά τους –όπως συνέβη σε προηγούμενες περιπτώσεις δημοψηφισμάτων (στη Δανία, τη Γαλλία κ.λπ.).
Ο Κρίστοφερ Λας είχε εδώ και δεκαετίες αναλύσει τη ριζική αποκοπή των σύγχρονων ολιγαρχιών από το κοινωνικό σώμα προτείνοντας την περίφημη ιδέα της «εξέγερσης των ελίτ». Κι είχε σωστά εντοπίσει τις ρίζες αυτής της εξέλιξης όχι μόνο στην εμπέδωση της νεοφιλελεύθερης οικονομίας μα και στην αριστερίστικη ιδεολογία της δεκαετίας του ’60, η οποία ουσιαστικά προετοίμασε το έδαφος για την πλήρη κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού. Διόλου τυχαίο που αυτός ο μεταμοντέρνος αριστερισμός, εμμονικά «αντιρατσιστικός» και «αντισεξιστικός», έχει μάθει να βλέπει την κοινωνία ως έναν «βόθρο» ή «εμετό» και τις λαϊκές τάξεις ως «σκουλήκια μικροαστούς» (για να παραθέσουμε μόνο τρεις από τις πολύ χαρακτηριστικές εκφράσεις με τις οποίες ορισμένες ομάδες του ελληνικού αναρχικού Χώρου χρησιμοποιούν όταν αναφέρονται στην ελληνική κοινωνία). Όπως έχουμε προσπαθήσει να δείξουμε, αυτή η εστέτ περιφρόνηση για το κοινωνικό σώμα (τον περίφημο «εθνικό κορμό» των μεταμοντέρνων αριστεριστών) συνιστά την βαθύτερη ουσία του «χιπστερισμού», δηλαδή της πολιτιστικής ευαισθησίας των σύγχρονων ολιγαρχιών.
Η νέα κοινωνική γεωγραφία των δυτικών χωρών
Βασική ιδεολογία αυτών των ολιγαρχιών, που, ως προερχόμενες από την πολιτιστική επανάσταση των κινημάτων του ’60 και του ’70, δεν είναι πλέον συντηρητικές και «αντιδραστικές», είναι ο πολιτιστικός φιλελευθερισμός -δηλαδή η αντίθεση σε κάθε είδους όριο και περιορισμό στις επιλογές και την ελευθερία κινήσεων του ατόμου. Βασική συνιστώσα τούτης της πολιτιστικής ευαισθησίας είναι η αποθέωση της ελευθερίας μετακίνησης -ανθρώπων, εμπορευμάτων και κεφαλαίων. Αν οι τόσοι και τόσοι από τους σημερινούς «σταρς» και λοιπούς μεγαλοκαλλιτέχνες συγκινούνται τόσο με το δράμα των προσφύγων, είναι ακριβώς επειδή βλέπουν σ’ αυτούς -μέσα στην εστέτ και μπλαζέ τους αφέλεια- το ίδιο στοιχείο εκρίζωσης και νομαδισμού που χαρακτηρίζει και τους ίδιους (παραβλέποντας, φυσικά, πως στη δική τους περίπτωση τούτη η κατάσταση συνιστά ηθελημένη και δίχως το παραμικρό κόστος επιλογή). Λογικό είναι, λοιπόν, όποιος δεν ενθουσιάζεται από αυτόν τον αφελή ψευτο-κοσμοπολιτισμό να κατακεραυνώνεται ως «ρατσιστής» και «φασίστας».
Κι αν εμείς, με τη σειρά μας, δίνουμε τόση σημασία σε τούτες τις φαινομενικά εντελώς δευτερεύουσες εξελίξεις και πολιτιστικές διακρίσεις, είναι γιατί, παρά τα φαινόμενα, στην πραγματικότητα φτάνουν μέχρι και να διαμορφώνουν τη νέα κοινωνική γεωγραφία της Δύσης: από τη μια μεριά, λοιπόν, έχουμε τις δυτικές μητροπόλεις που τείνουν όλες τους να αρνούνται τα τοπικά και λαϊκά στοιχεία τους και να μετατρέπονται σε global cities, μιας και συγκεντρώνουν τη νέα αυτή «κοσμοπολίτικη», υπερεθνική και εκριζωμένη ολιγαρχία που βασίζει την οικονομική της ισχύ στην παγκοσμιοποίηση· και από την αλλη έχουμε τις διάφορες «βαθιές» ενδοχώρες -κατά το πρότυπο της «Βαθιάς Αμερικής»- στις οποίες συγκεντρώνονται οι χαμένοι της παγκοσμιοποίησης, οι «περιφερειακοί» πληθυσμοί του Κριστόφ Γκιλουί, δηλαδή η ταξικώς ξεπεσμένη -εξ αιτίας της αποβιομηχανοποίησης- εργατική τάξη και τα λαϊκά και πρώην μεσαία στρώματα που εγκαταλείπουν τις μεγαλουπόλεις μιας και δεν μπορούν πλέον να τα βγάλουν πέρα από οικονομικής άποψης[2]. Όλο και περισσότερο, οι δυτικές μητροπόλεις συνιστούν πλέον μεγαλουπόλεις δίχως λαό, μιας και οι πολιτικές του πολεοδομικού εξευγενισμού (gentrification) δημιουργούν ένα είδος αποστειρωμένης πόλης-λούνα παρκ πολιτιστικής διασκέδασης για τις σημερινές «εναλλακτικές» κι «εκλεπτυσμένες» ολιγαρχίες. Το μόνο λαϊκό στοιχείο που επιβιώνει εντός τους (ή, ορθότερα, στην «προαστιακή» τους περιφέρεια) είναι οι μετανάστες, οι οποίοι συνιστούν το υπηρετικό προσωπικό των ολιγαρχιών (μικροτεχνίτες, νταντάδες, καθαρίστριες, ιδιοκτήτες εστιατορίων, ψιλικατζήδικων κ.λπ.). Και μιας και το σύνολο σχεδόν των σημερινών «μορφωμένων» και «λόγιων» τάξεων ανήκει, πολιτιστικά, στην ολιγαρχία και τον κόσμο των «μητροπόλεων», το σύνολο της πολιτιστικής παραγωγής, σε ό,τι έχει να κάνει με την αναπαράσταση της κοινωνίας, αναπαράγει αυτήν την εικόνα, με αποτέλεσμα να καταδικάζει τη Βαθιά Ενδοχώρα στην αφάνεια, παρουσιάζοντάς την, στην καλύτερη περίπτωση, ως ένα βούρκο ακινησίας, έλλειψης καλλιέργειας και πολιτιστικής οπισθοδρόμησης. Το μόνο, αντίθετα, που αναγνωρίζεται πλέον ως λαός μέσα στις δυτικές χώρες είναι είτε οι μετανάστες είτε λούμπεν στρώματα της λεγόμενης υποτάξης (underclass).
Μαζί με τις ΗΠΑ η Βρετανία συνιστά το αποκορύφωμα της αποκρυστάλλωσης αυτών των τάσεων. Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές, αρχικά της Θάτσερ κι εν συνεχεία των Νέων Εργατικών, διέλυσαν την εργατική τάξη, καταστρέφοντας ολόκληρο τον ανθρωπολογικό ιστό ενός μεγάλου μέρους του λαϊκού κόσμου, όχι μόνο των μεγάλων πόλεων μα και των μικρομεσαίων βιομηχανικών πόλεων της περιφέρειας. Ταυτόχρονα, η πλήρης διασύνδεση της χώρας με την παγκοσμιοποιημένη οικονομία μετέτρεψε τις μεγάλες πόλεις σε προπύργια του νέου, κυρίαρχου πολιτιστικού ήθους, με τον τόνο να δίνουν τα στελέχη του Σίτι του Λονδίνου και της σόουμπιζ (τηλεοπτικές περσόνες και μεγαλοαθλητές, μεγαλοκαλλιτέχνες και εργαζόμενοι στον χώρο των ΜΜΕ και του θεάματος), οι καραβιές των ξένων φοιτητών και εκκολαπτόμενων στελεχών επιχειρήσεων κι οι μετανάστες από τις πρώην αποικίες που έρχονται στα μεγάλα αστικά κέντρα σε αναζήτηση εργασίας. Πρόκειται ακριβώς για τον κόσμο που ψήφισε υπέρ της παραμονής της Βρετανίας στην Ε.Ε. –μαζί με όσους γοητεύονται από αυτόν τον τρόπο ζωής, όπως οι νέοι που ψηφισαν μαζικά υπέρ της παραμονής-, ακριβώς επειδή αναγνωρίζουν όλοι τους τη βασική της αρχή ως θεμέλιο της ύπαρξής του: ελευθερία μετακίνησης ανθρώπων κι εμπορευμάτων. Μπροστά στη θεσμική κατοχύρωση τούτου του θεμελιώδους για την ανθρωπολογική συγκρότηση αυτών των στρωμάτων νομαδισμού, όλα τα υπόλοιπα περνούν σε δεύτερη μοίρα.
Ο πολιτιστικός εμφύλιος και η άνοδος της Ακροδεξιάς
Και στην αντίπερα όχθη, ο κόσμος που ψήφισε υπέρ της εξόδου ήταν η περιφέρεια, δηλαδή η αχανής επικράτεια των ξεχασμένων της παγκοσμιοποίησης, των λαϊκών αυτών στρωμάτων που φυτοζωούν πλέον μεταξύ ανεργίας και χρόνιας επισφάλειας. Ο χάρτης των αποτελεσμάτων είναι κάτι παραπάνω από ενδεικτικός. Αν εξαιρέσουμε την κατεχόμενη Ιρλανδία και τη Σκωτία, οι οποίες ψήφισαν υπέρ της παραμονής στην Ε.Ε., καθώς παραδοσιακά την βλέπουν ως αντίβαρο στην αγγλική επικυριαρχία, στο εσωτερικό της τελευταίας (αλλά και της Ουαλίας), η κατάσταση είναι χαρακτηριστική: όλος ο χάρτης καλύπτεται από το χρώμα της Εξόδου με μόνες νησίδες Παραμονής το Λονδίνο με τα περίχωρά του και τις υπόλοιπες βασικές πόλεις. Η διάκριση ανάμεσα στις μητροπόλεις και την ενδοχώρα είναι κάθετη και ριζική και θα πρέπει, κατά συνέπεια, να θεωρείται ως το βασικό ερμηνευτικό δεδομένο.
Ενθυμούμενοι, λοιπόν, έναν όρο που έχει κατά καιρούς χρησιμοποιηθεί στις ΗΠΑ για να περιγράψει τη σύγκρουση των νεολαιίστικων κινημάτων του ’60 και των αποτόκων τους με την παραδοσιακή αμερικανική ιδεολογία (της «ενήλικης» Αμερικής), θα λέγαμε πως συναντάμε εδώ τον πυρήνα αυτού του πολιτιστικού πολέμου (για cultural wars γίνεται λόγος στις ΗΠΑ) που μαίνεται, υπογείως, στο εσωτερικό κάθε δυτικής χώρας από τη δεκαετία του ’70 κι έπειτα. Τόσο το Μπρέξιτ όσο και η άνοδος του Τραμπ στις ΗΠΑσυνιστούν προσπάθειες απάντησης της βουβής Ενδοχώρας απέναντι στην πολιτική, οικονομική μα και πολιτιστική κυριαρχία που ασκούν οι εκριζωμένες παγκόσμιες μητροπόλεις επί των εκάστοτε εθνικών τους μετόπισθεν. Και το ίδιο θα μπορούσαμε να πούμε, σε μεγάλο βαθμό, για τη σταθερή άνοδο της Ακροδεξιάς και του δεξιού λαϊκισμού μέσα στον δυτικό κόσμο, μιας κι η εν λόγω άνοδος χαρακτηρίζεται από μια θεμελιωδώςπολιτιστική διάσταση.
Αυτή η διαπίστωση εξηγεί σε μεγάλο βαθμό και τον ρόλο που παίζει το μεταναστευτικό ζήτημα στην ατζέντα του σύγχρονου λαϊκισμού, ο οποίος, όπως βλέπουμε, θα πρέπει να θεωρείται ως η άναρθρη κραυγή της περιφερειακής Βαθιάς Ενδοχώρας. Μακράν του να είναι απαραιτήτως ρατσιστές και ξενοφοβικοί, οι κάτοικοί της έχουν διαισθητικά αντιληφθεί την ιδιαίτερη σημασία που έχει ο φιλομεταναστευτισμός για τα πολιτιστικά ήθη της μητροπολιτικής ολιγαρχίας κι έτσι βρίσκουν στον αντιμεταναστευτισμό ένα ακόμα μέσο για την έκφραση της αντίθεσής του προς αυτήν. Διότι, φυσικά, υπάρχουν κι οι καθαρά υλικοί παράγοντες που εξηγούν τούτη την καχύποπτη στάση: αρχικά το γεγονός πως οι μετανάστες ρίχνουν τα μεροκάματα αλλά και αντικαθιστούν, σε ορισμένες περιπτώσεις (λόγω της αποβιομηχανοποίησης των δυτικών οικονομιών), τον γηγενή πληθυσμό όπως επίσης κι η διαπίστωση πως, όντας εγγύτερα στα κέντρα της παγκόσμιας οικονομίας οι μεταναστευτικοί πληθυσμοί έχουν συχνά δυνατότητες κοινωνικής ανέλιξης που δεν έχουν οι ξεχασμένοι περιφερειακοί. Προφανώς και η ερμηνεία του φαινομένου δε σημαίνει απαραιτήτως και δικαιολόγησή του. Είναι όμως απαραίτητο να ξεκαθαρίζονται κάποια πράγματα, προκειμένου να ξέρουμε, κάθε φορά, τι έχουμε πραγματικά ν’ αντιμετωπίσουμε, δίχως να παρασυρόμαστε από αντιρατσιστικά παραληρήματα.
Το σημερινό πολιτικό αδιέξοδο
Διότι, κατά τα άλλα, τέτοιες αντιλήψεις συνιστούν δείγμα του σημερινού αδιεξόδου: από τη μια μεριά οι κοντόθωρες και αδιέξοδες πολιτικές των δυτικών ολιγαρχιών αλλά και η γενικότερη κοινωνική και οικονομική εξέλιξη των δυτικών κοινωνιών, που οδηγεί σ’ ένα είδος εξοστρακισμού των λαϊκών στρωμάτων χάριν της κυριαρχίας των «χίπστερ» μεσαίων και ανώτερων στρωμάτων· και από την άλλη ένας λαός απογοητευμένος και θυμωμένος, παραιτημένος όμως και ανίκανος να κινητοποιηθεί, που αφήνεται να άγεται και να φέρεται από απατεώνες λαϊκιστές διάττοντες αστέρες (όπως οι Φαράτζ και Τζόνσον στην Αγγλία) οι οποίοι προσπαθούν να βγουν στον αφρό της Ιστορίας. Ο τρόπος με τον οποίο πολιτεύτηκε η πλευρά του Leave στην Αγγλία είναι χαρακτηριστικός: ψεύτικα στοιχεία, προσπάθεια δημιουργίας αντιμεταναστευτικής υστερίας (με επιχειρήματα του τύπου «θα μπει η Τουρκία στην ΕΕ και θα γεμίσουμε με 76 εκατομύρια μουσουλμάνους»), συνωμοσιολογικά σενάρια για τον δήθεν «ύποπτο» ρόλο των στυλό που πρόσφεραν τα εκλογικά κέντρα και άκρατος λαϊκισμός κάθε είδους από δύο γελοίες προσωπικότητες που προσπάθησαν να γίνουν ηγέτες του κινήματος (Φαράτζ και Τζόνσον). Στο πλαίσιο αυτό όσοι στήριξαν την έξοδο της χώρας από την Ε.Ε. το έκαναν όχι απλώς ως αντίδραση στην άρχουσα ολιγαρχία αλλά ως αντίδραση εντελώς τυφλή και συναισθηματική. Ίσως να μην είναι υπερβολικά, υπό αυτήν την έννοια, ορισμένα δημοσιεύματα που αναφέρουν ότι μερίδα των οπαδών του Leave είναι πλέον πανικόβλητοι, καθώς δε φαντάζονταν ποτέ ότι η επιλογή τους θα κέρδιζε με αποτέλεσμα να έχουν τρομοκρατηθεί από τις επικείμενες συνέπειες του αποτελέσματος.
Άλλο πράγμα, δηλαδή, αυτό που αντικειμενικά μπορεί να σημαίνει μια τέτοια ψήφος και άλλο οι πραγματικοί λόγοι για τους οποίους την επέλεξαν οι ψηφοφόροι. Αδυνατούμε, ως εκ τούτου, να συμμεριστούμε τη χαρά διάφορων αριστερίστικων ή πατριωτικών κύκλων για το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος -από πότε η τυφλή αντίδραση καθιερώνεται κι εγκωμιάζεται ως δείγμα πολιτικής ωριμότητας; Σίγουρα συνιστά ηθική ικανοποίηση να φαντάζεται κανείς τα ξυνισμένα μούτρα του Σόιμπλε ή των διάφορων χαρτογιακάδων τύπου Ντάιζελμπλουμ και Τουσκ κατά το άκουσμα των αποτελεσμάτων, ενώ επόμενο είναι η απέχθεια κάθε δημοκρατικώς σκεπτόμενου ανθρώπου για τη σύγχρονη ολιγαρχία να τον κάνει αυτομάτως να συμπαθεί κάθε αντίδραση των λαϊκών τάξεων απέναντι της, έστω κι αν πρόκειται για αντίδραση ανορθολογική -μέχρι εκεί όμως. Διότι οι πρώτες ενδείξεις δεν προμηνύουν τίποτε καλό: η γενικότερη στάση της Ε.Ε. («φύγετε το γρηγορότερο δυνατό») φανερώνει μάλλον ρεβανσισμό ενώ οι φήμες που κυκλοφορούν δείχνουν τον Σόιμπλε ακόμη πιο πεπεισμένο πως μόνο διά της οδού της «δημοσιονομικής πειθαρχίας» θα ξεπεράσει η Ε.Ε. τα προβλήματά της. Ο συνδυασμός αυτών των παραγόντων προς το παρόν ευνοεί μόνο τον δεξιό και ακροδεξιό ευρωσκεπτικισμό ο οποίος, με τη σειρά του, θα χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο ως φόβητρο από την ολιγαρχία των Βρυξελλών και του Βερολίνου με σκοπό την επιβολή ενός ακόμη πιο αντιδημοκρατικού πλαισίου. Απέναντι σε αυτήν την κατάσταση, τα σενάρια περί ενός αριστερής κατεύθυνσης συνασπισμού των μεσογειακών χωρών υπό τις προτροπές Ρέντσι και Τσίπρα μόνο γέλιο προκαλούν.
- Τα γεωπολιτικά διακυβεύματα.
Θα προσπαθήσουμε να είμαστε όσο πιο σαφείς γίνεται: Η Ευρώπη αντιμετωπίζει κατά τη γνώμη μας έναν παράξενο συνδυασμό αδιεξόδων. Πρώτον, τον ανερχόμενο ρωσικό επεκτατισμό ο οποίος έχει δομηθεί πάνω σε μια νεοαυτοκρατορική βάση. Δεύτερον, τα ασταμάτητα κύματα μετανάστευσης που αποσταθεροποιούν βαθιά τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, σε συνδυασμό με τη δημογραφική κρίση των γηγενών πληθυσμών που μεταβάλλει αθόρυβα την εθνική σύνθεση των ευρωπαϊκών κρατών. Σύστοιχος με αυτό είναι και ο ανερχόμενος ισλαμικός ριζοσπαστισμός που κατακτά σημαντικά κομμάτια των εντός Ευρώπης μουσουλμανικών πληθυσμών, ακόμα και όσων έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει μέσα στις ευρωπαϊκές χώρες. Τρίτον, τη χρηματοπιστωτική κρίση που μετεξελίσσεται σε μια διαδικασία καταστροφής των ίδιων των βάσεων της καπιταλιστικής οικονομίας και ροκανίζει την υπεροχή της Ευρώπης, και της Δύσης γενικότερα, από την άποψη των στρατιωτικών συσχετισμών ισχύος. Τέταρτον, την παταγώδη αποτυχία της Ε.Ε. να προβάλει ένα συνολικό πολιτικό πρόταγμα για το μέλλον των κρατών της ανατολικής και νοτιοδυτικής Ευρώπης, λύνοντας έτσι οριστικά το παλιό και τακτικά επανερχόμενο πρόβλημα του εγκλωβισμού τους μεταξύ αντίπαλων δυνάμεων. Πέμπτον, την πλήρη κατάρρευση των ισσοροπιών που διαμορφώθηκαν μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο στη Μέση Ανατολή -εξέλιξη μοναδικής ιστορικής σημασίας που είναι δύσκολο να αξιολογηθεί πλήρως αυτή τη στιγμή. Έκτο, την απαράμιλλη αδράνειά της, οφειλόμενη στο γεγονός πως δεν αποτελεί μια θετική πολιτική δομή: Δεν έχει κεντρικούς στρατηγικούς άξονες, δε διαθέτει ένα κέντρο λήψης αποφάσεων και κανένα ενιαίο στρατιωτικό μηχανισμό. Δεν είναι ικανή να αποτελέσει έναν σοβαρό γεωπολιτικό παράγοντα παρά μια συσσωμάτωση με αποφατικό πρόσημο, η οποία απλά συμβάλλει στο να αποφεύγονται τα χειρότερα τόσο εντός Ευρώπης όσο και στα σύνορά της. Έβδομο, την αδυναμία της να διαμορφώσει μια κεντρική ευρωπαϊκή ταυτότητα ικανή να της προσφέρει εκείνο τον βαθμό πολιτικής ενότητας και κυριαρχίας που έχουν πετύχει ιστορικά τα εθνικά κράτη, ακόμα και όσα εξ αυτών είναι οργανωμένα σε ομοσπονδιακή βάση (όπως οι ΗΠΑ και ο Καναδάς, λ.χ.). Όγδοο, τον πρωτοφανή πολιτικό λήθαργο μέσα στον οποίο είναι βυθισμένοι οι ευρωπαϊκοί λαοί, αποτέλεσμα και της ανθρωπολογικής κρίσης του δυτικού ανθρώπου αλλά και της ιδιαίτερης ιστορίας της Ευρώπης, με τις τραγωδίες του 20ού αιώνα, την αποτυχία των εργατικών κινημάτων και την κτηνωδία των κομμουνιστικών καθεστώτων να παίζουν έναν καίριο ρόλο.
Από αυτή την άποψη, φάινεται πως το Μπρέξιτ σηματοδοτεί ένα σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση της αποσάθρωσης της ευρωπαϊκής αλλά και γενικότερα δυτικής ισχύος, καθώς φαίνεται πως ανοίγει το πρώτο σοβαρό μεταπολεμικό ρήγμα εντός των δυτικών συμμαχιών. Έχουμε και στο παρελθόν δει αντιθέσεις μεταξύ των δυτικών συμμάχων, όπως στην περίπτωση της εναντίωσης Γαλλίας και Γερμανίας στην αμερικανική επέμβαση στο Ιράκ, ή παλιότερα την αποχώρηση της Γαλλίας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, την διαφοροποίηση της αμερικανικής πολιτικής σχετικά με τον χειρισμό της κρίσης του Σουέζ κ.ο.κ. Ωστόσο, από το 1949 μέχρι τις 23 Ιουνίου 2016 καμία κυβέρνηση, και κυρίως κανένας λαός, δεν αποφάσισε να εγκαταλείψει οριστικά κάποιον υπερεθνικό οργανισμού όπως το ΝΑΤΟ ή η ΕΟΚ-Ε.Ε.-Ευρωζώνη. Ποιές μπορεί να είναι οι συνέπειες αυτού του ρήγματος; Θα πρέπει πρώτα-πρώτα να λάβουμε υπόψιν μια παλιά και δοκιμασμένη τακτική των εχθρών της Δύσης: την προσπάθεια να διασπάσουν τις δυτικές δυνάμεις, να χρησιμοποιήσουν την μία ενάντια στην άλλη. Απέναντι σε αυτή την τακτική, συσσωματώσεις όπως η Ε.Ε. και ειδικά το ΝΑΤΟ αποτελούσαν κατά τα τελευταία 70 χρόνια μια πολύ αποτελεσματική ασπίδα.
Βαλκανοποίηση της Ευρώπης;
Συνεπώς, η κατάσταση που διαμορφώνεται από το Μπρέξιτ είναι πρωτοφανής για την ευρωπαϊκή και αμερικανική διπλωματία και, φυσικά, τους απορρέοντες από αυτές στρατιωτικούς σχεδιασμούς. Στο Εντιτόριαλ του προηγούμενου τεύχους μιλούσαμε για τον φόβο των Αμερικανών απέναντι σε μια διάσπαση της Ευρώπης και τις ανάγκες ανασχεδιασμού της νατοϊκής στρατηγικής για τη Γηραιά Ήπειρο. Και αν αυτό ισχύει για το μικρό οικόπεδο στην ανατολική Μεσόγειο που λέγεται Ελλάδα, τι ισχύει στην περίπτωση μιας χώρας με τη συμβολική και πραγματική βαρύτητα της Μεγάλης Βρετανίας; Το ΝΑΤΟ θα πρέπει τώρα να λάβει υπόψιν του και την πιθανότητα ανάπτυξης ενδοευρωπαϊκών ανταγωνισμών σε κρίσιμες για την ασφάλεια της Ευρώπης μελλοντικές εποχές. Κάτι που αποτελεί ίσως τον μεγαλύτερο εφιάλτη των Αμερικανών, καθότι όχι μόνο χρειάστηκε να επέμβουν δύο φορές μέσα σε μισό αιώνα για να τους τερματίσουν, αλλά και να παραμείνουν παρόντες στην Ευρώπη εδώ και 70 χρόνια για να είναι σίγουροι -μεταξύ άλλων- πως αυτοί δε θα ξαναρχίσουν.
Σημάδια τέτοιων πιθανών επιπλοκών είδαμε πρόσφατα, με τις περίεργες δηλώσεις του Γερμανού υπουργού εξωτερικών Στάϊνμάϊερ απέναντι στις μεγάλης κλίμακας στρατιωτικές ασκήσεις που πραγματοποίησε το ΝΑΤΟ στην ανατολική Ευρώπη, την γενικότερη αύξηση του επιπέδου ετοιμότητας και την ενίσχυση των δυνάμεών του σ’ αυτήν. Πιστεύουμε πως αυτή η κίνηση θα πρέπει να ερμηνευτεί ως μια προσπάθεια να διατηρήσει η Γερμανία καλές σχέσεις με τη Ρωσία, δηλαδή με τον βασικό -και κρίσιμο για την βιομηχανία της- ενεργειακό της προμηθευτή, απέναντι στον οποίο άλλωστε έχει υπάρξει αρκετά επιπόλαιη: Στήριξε με απροθυμία τις κυρώσεις εναντίον του μετά την ουκρανική κρίση, ασκεί παρασκηνιακές πιέσεις για να αρθούν σύντομα, δεν έδειξε αρκετά αποφασιστική στάση απέναντι στην προσάρτηση της Κριμαίας και στις συγκρούσεις στην ανατολική Ουκρανία. Έτσι, με την αποχώρηση της Μεγάλης Βρετανίας, που υπήρξε ο πιο ένθερμος υποστηρικτής της σκληρής στάσης απέναντι στον Πούτιν, η Ε.E. χάνει έναν αντισταθμιστικό παράγοντα απέναντι στην πιθανή ενδοτικότητα της ηπειρωτικής ευρώπης προς την Ρωσία, λόγω ενεργειακής εξάρτησής της αλλά και της γενικότερης αίσθησης ανασφάλειας. Στο σημείο αυτό αναδεικνύεται η σημασία της στρατιωτικης προστασίας που παρέχουν οι ΗΠΑ και, συνακόλουθα, το ερώτημα του ποιος θα αναλάβει τα ηνία του «αμερικανικού δακτύλου» εντός Ε.E., που παραδοσιακά κρατούσε η Μεγάλη Βρετανία. Αν αυτή είναι η Γαλλία, τότε αυτή η χώρα καλείται να παίξει έναν ρόλο στον οποίο δε θα μπορέσει εύκολα να ανταποκριθεί: Μέχρι πρότινος, συμμαχώντας με την Μ. Βρετανία ή, ευκαιριακά, με την Ιταλία και την Ισπανία, κατάφερνε να συγκρατεί τις επιδιώξεις του κεντροευρωπαϊκού «άξονα», της Γερμανίας και των κολαούζων της. Δίχως την Μ. Βρετανία, με μια προβληματική οικονομία, με αδύναμους συμμάχους, με μια εντελώς ανίκανη -στα όρια του γελοίου- πολιτική τάξη, η Γαλλία δε θα μπορέσει κατά πάσα πιθανότητα να αποτελέσει σημαντικό αντίβαρο απέναντι στις κοντόθωρες, υπαγορευόμενες από τα στενά οικονομικά συμφέροντα και από μια άκαμπτη λογική, τακτικές της Γερμανίας σε ζητήματα εσωτερικής αλλά κυρίως εξωτερικής πολιτικής. Τα αδιέξοδα, η αδράνεια, η σταθερή αβεβαιότητα και, πιθανόν, η ουσιαστική απαξίωση της Ε.E.-Ευρωζώνης και η διάσπασή της σε δύο ή περισσότερους περιφερειακούς σχηματισμούς, θα πρέπει να θεωρούνται ως πιθανές εξελίξεις. Κάτι τέτοιο μπορεί να υποστηριχθεί in fine και απο τις ΗΠΑ προκειμένου να λήξει η αβεβαιότητα και να βρεθούν πιο αποτελεσματικά πολιτικο-οικονομικά σχήματα που θα κρατούν την Ευρώπη στοιχειωδώς ενωμένη.
Ενα δεύτερο σημείο είναι το σημαντικό πλήγμα αξιοπιστίας που δέχεται η Ε.Ε. ως παράγοντας ισχύος και η ενίσχυση, παράλληλα, των αποσχιστικών τάσεων των ευρωπαϊκών κρατών αλλά και επαρχιών που διαφοροποιούνται πολιτισμικά εντός της επικράτειάς τους. Εκτός από τη περίπτωση της Σκωτίας που ανακινεί το ζήτημα της επανάληψης του δημοψηφίσματος του 2015 αλλά και της Καταλωνίας που ψήφισε το 2014 υπέρ της δημιουργίας ανεξάρτητου κρατους (το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ακυρώθηκε έπειτα από το συνταγματικό δικαστήριο), είδαμε προσφατα τις συγκρούσεις στη Βρετάνη της Γαλλίας με το κίνημα των λεγόμενων «κόκκινων σκούφων», που έφεραν στην επιφάνεια το ξεχασμένο ζήτημα της διαφοροποίησης της τοπικής ταυτότητας. Εχουμε επίσης το παλιό αυτονομιστικό κίνημα στην Κορσική που είναι μεν σε λήθαργο αλλά που θα μπορούσε θεωρητικά να ξαναφουντώσει βασιζόμενο στην παραδοσιακή έχθρα των Κορσικανών απέναντι στους Γάλλους, την Λίγκα του Βορρά στην Ιταλία που θέλει να αποχωριστεί το ελεγχόμενο από τις τοπικές μαφίες νότιο τμήμα της χώρας και βέβαια την περίεργη ισορροπία δυνάμεων στα Βαλκάνια, όπου ένα σωρό ζητήματα παραμένουν άλυτα.
Ταυτόχρονα, η ιστορική αμφιταλάντευση των κρατών της ανατολικής Ευρώπης, σε συνδυασμό με την κάμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας και τις σύστοιχες κοινωνικές κρίσεις που αυτή μπορεί να προκαλέσει ενδυναμώνουν τις φυγόκεντρες τάσεις στο εσωτερικό της ηπείρου. Τέτοιες τάσεις εκφράζονται προς το παρόν με την άνοδο στην εξουσία ευρωσκεπτικιστικών τάσεων, όπως στην Πολωνία και παρολίγον στην Αυστρία, με την ενδυνάμωση του Εθνικού Μετώπου στην Γαλλία και του κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία στην Γερμανία και, βέβαια, με την περίπτωση του ακροδεξιού Ορμπάν στην Ουγγαρία. Ακόμα και αν τέτοιες τάσεις απορροφώνται από το ΝΑΤΟ και την αμερικανική στρατιωτική ομπρέλα, δίχως κάποια άμεση ανατροπή συσχετισμών από γεωπολιτικής άποψης, το συμβολικό μήνυμα είναι ξεκάθαρο: Η Ευρώπη και η Δύση γενικότερα αδυνατεί να συμμαζέψει τα του οίκου της και έτσι καθίσταται πιο ευάλωτη στα μάτια όσων την επιβουλεύονται.
Πρόκειται με άλλα λόγια για μια μοναδική ιστορική ευκαιρία που η ρωσική ολιγαρχία δε θα αφήσει να πάει χαμένη. Η κρίση στην Ουκρανία κατέδειξε τις πρωτοφανείς αδυναμίες της Ε.E. από άποψης γεωπολιτικού σχεδιασμού, οικονομικής προστασίας και στρατιωτικής αποτροπής. Χώρες όπως η Μολδαβία, όπου επιβιώνει ένας περίεργος ρωσικός θύλακας στην περιοχή της Υπερδνειστερίας, η Γεωργία και η γενικότερη περιοχή του Καυκάσου έχουν δίπλα τους έναν αποφασισμένο Πούτιν, ικανό να χρησιμοποιήσει την στρατιωτική απειλή, τα οικονομικά ανταλλάγματα και τον ενεργειακό εκβιασμό για να τις καθυποτάξει. Και από την άλλη πλευρά, μια αμφιταλαντευόμενη και ασταθής Ε.E., χωρίς επαρκή επιρροή σε κρίσιμες περιοχές όπως η Μέση Ανατολή και ο Καύκασος. Αυτή η αδυναμία της στερεί την άνετη πρόσβαση σε κοιτάσματα που θα της επέτρεπαν να παράσχει ενεργειακή ασφάλεια στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης και να τις απαλλάξει από την ρωσική επιρροή. Συν τοις άλλοις, η Ε.E. αρκείται σε κομπορρήμονες διακηρύξεις για θεσμικές αλλαγές, προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και καταπολέμηση της διαφθοράς, δίχως να προτείνει μια συγκεκριμένη μακροπρόθεσμη στρατηγική και έμπρακτες, αξιόπιστες λύσεις[4]. Αυτές οι αδυναμίες είναι προφανείς σ’ αυτούς τους λαούς από καιρό, πράγμα που εκφράστηκε ξεκάθαρα με την υποστήριξη που όλες οι χώρες της ανατολικής Ευρώπης (από την Νορβηγία μέχρι την Ουκρανία και τη Βουλγαρία!) αλλά και του Καυκάσου προσέφεραν στην αμερικανική «εκστρατεία των προθύμων» κατά του Ιράκ, τη στιγμή που ο ευρωπαϊκός πυρήνας ήταν αντίθετος με αυτήν.
Οι γεωπολιτικές επιπτώσεις της κρίσης ταυτότητας.
Η πίεση να εγκαταλειφθούν από τους ευρωπαϊκούς λαούς οι εθνικές τους ταυτότητες υπήρξε η ανομολόγητη κεντρική στρατηγική της ευρωπαϊκής ολιγαρχίας εδώ και πολλά χρόνια. Παρ’ όλο που η προσπάθεια να κατασιγαστούν τα εθνικά πάθη και οι ανταγωνισμοί κατά τα πρώτα χρόνια της γέννησής των ευρωπαϊκών κοινοτήτων και, γενικότερα, να συναδελφωθούν οι ευρωπαϊκοί λαοί, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να μας βρει αντίθετους, πρέπει να τονίσουμε πως αυτή η τάση μετατράπηκε πολύ γρήγορα σε μια δυναμική διάλυσης των δομών αυτοπροσδιορισμού των ευρωπαϊκών λαών, βυθίζοντάς τους σε μια πρωτοφανή κρίση ταυτότητας: Από τη μία οι κλασσικές εθνικές ταυτότητες υπήρξαν υποτίθεται αιτίες όλων μας των δεινών, από την άλλη η ενναλλακτική που ο ευρωπαϊκός Μολώχ μας παρέχει είναι εκείνη ενος διαδικασιο-τεχνοκρατικού τέρατος χωρίς κανένα θετικό αξιακό περιεχόμενο. Ο στεγνός νεοφιλελευθερισμός, η στείρα τεχνοκρατική κουλτούρα και η ελεύθερη κυκλοφορία στις μητροπόλεις της Ευρώπης δεν μπορούν να αποτελέσουν βάση διαμόρφωσης μιας κοινής ταυτότητας, καθώς, όπως είδαμε, συνιστούν κυρίως μια θεσμική κατοχύρωση του τρόπου ζωής και της κοσμοαντίληψης της σημερινής ολιγαρχίας που ελάχιστα έχει να πει στον απλό κόσμο, ο οποίος επιπλέον πλήττεται βάναυσα από τις βασικές τους πρακτικές συνεπαγωγές. Εντός αυτού του πλαισίου, το «ευρωπαϊκό οικοδόμημα» συνιστά κτίσμα με σαθρότατα θεμέλια, καθώς θα έλεγε κανείς πως χτίστηκε στα θεσμικά παρασκήνια, πίσω από κλειστές πόρτες κι ερήμην των λαών. Λειτούργησε όσο λειτούργησε στο βαθμό που η Ευρώπη δεν αντιμετώπιζε κάποια ουσιαστική κρίση αλλά άρχισε να κλυδωνίζεται από τη στιγμή που η ήπειρος μπήκε σε μια εποχή αναταράξεων, κατά την οποία οι λαοί βλέπουν την ταυτότητα αλλά και την κοινωνικοοικονομική τους κατάσταση να βάλλονται πολλαπλά. Έτσι, σήμερα, οι παλιές πατριωτικές αναφορές έχουν ξεφτίσει, ενώ το υποτιθέμενο σύγχρονο «κοινό ευρωπαϊκό όραμα» προκαλεί στην καλύτερη περίπτωση γέλια. Κατά συνέπεια, σε περίπτωση που η ακεραιότητα της ηπείρου κινδυνεύσει στα σοβαρά, για ποιούς λόγους θα δεχτεί ένας Ευρωπαίος να ρισκάρει τη ζωή του για να την υπερασπιστεί;
Αυτό δε σημαίνει πως επίκειται στο άμεσο μέλλον η επιστροφή στις εθνικές ρίζες και η διάλυση της Ε.Ε. Κατά πάσα πιθανότητα, τα μέλη που θα απομείνουν σε αυτό τον περίεργο σχηματισμό θα συσφίξουν τους δεσμούς τους, αλλά δεν θα μεταβάλλουν αυτές τις βαθύτερες δομικές αδυναμίες. Επομένως, στις κρίσιμες ιστορικές στιγμές όπου θα απειληθεί η ασφάλεια και η ακεραιότητα κάποιων μελών της, η Ε.Ε. μπορεί να καταρρεύσει σαν πύργος από τραπουλόχαρτα εξαιτίας της άρνησης των λαών της να υπερασπιστούν ένα άγνωστο έως εχθρικό για αυτούς πολιτικό σχηματισμό.
Η μεταναστευτική κρίση πρέπει να εξεταστεί κυρίως από την σκοπιά της όξυνσης της κρίσης ταυτότητας που μαστίζει τους ευρωπαϊκούς λαούς και όχι μόνο από τη στενότερη σκοπιά της αδυναμίας οικονομικής αφομοίωσής τους λόγω της αποβιομηχάνισης και της κρίσης. Πιστεύουμε πως η μαζική μετανάστευση δοκιμάζει τις περιορισμένες δυνατότητες χειρισμού κρίσεων από την ευρωπαϊκή γραφειοκρατική βαβέλ, ενώ ταυτόχρονα εξασθενεί σημαντικά την όποια διάθεση των ευρωπαϊκών λαών να προστατεύσουν το κατ’ ευφημισμόν «κοινό τους σπίτι» μιας και, όπως είδαμε παραπάνω, το μεταναστευτικό αποτελεί γι’ αυτούς προνομιακό πεδίο έκφρασης της αποξένωσής τους από τις πρώτες. Από την άλλη πλευρά, η αργή αλλαγή της εθνικής σύνθεσης των ευρωπαϊκών λαών που επιτελείται κατ’ αυτόν τον τρόπο, πρέπει να εξεταστεί σε συνδυασμό με την εκρηκτική αύξηση του πληθυσμού στην αφρικανική ήπειρο και στη Μέση Ανατολή. Πρόκειται για περιοχές με διαρκή αδυναμία διαμόρφωσης βιώσιμων πολιτικών δομών που θα μπορούσαν να συγκρατήσουν τους πληθυσμούς τους, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να προτιμούν την εύκολη λύση της μετάθεσης ενός μέρους των συνεπειών του προβλήματος -μέσω της μαζικής μετανάστευσης- στον δυτικό κόσμο κι εν προκειμένω στην Ευρώπη[5]. Εντούτοις, τα αλλεπάλληλα κύματα φυγής προς μια καχεκτική ευρωπαϊκή οικονομία οξύνουν τα ενδημικά προβλήματά μας και αυξάνουν τον κίνδυνο απρόβλεπτων εξελίξεων. Η σταδιακή αποδυνάμωση της πολιτιστικής συνοχής των ντόπιων ευρωπαϊκών πληθυσμών, που μπορούν να αποτελέσουν παράγοντα πολιτικής σταθερότητας, θα οδηγήσει σε άνοδο ακροδεξιών κομμάτων, σε γενικευμένες συγκρούσεις πληθυσμών σε ζώνες εντός ή πέριξ των μητροπόλεων, στην υιοθέτηση δραστικών λύσεων περιορισμού της μετανάστευσης, και σε ένα γενικότερο κοινωνικό χάος που καθιστά τα ευρωπαϊκά κράτη πολύ πιο ευάλωτα και δίνει πόντους φερεγγυότητας σε αυταρχικά και λαϊκιστικά μορφώματα της Δεξιάς και της Ακροδεξιάς τα οποία θα παρουσιάζονται, όλο και περισσότερο, ως οι μόνοι πολιτικοί παίκτες ικανοί να πουν τα πράγματα με τ’ όνομά τους αλλά και να βάλουν τάξη στο διαφαινόμενο χάος (η περίπτωση του ούγγρου Ορμπάν είναι χαρακτηριστική εν προκειμένω).
Η δυναμική του χάους στη Μέση Ανατολή
Ενα άλλο σημαντικό ζήτημα είναι τα νέα δεδομένα που δημιουργεί η κατάρρευση των ισορροπιών στην Μέση Ανατολή. Η παρουσία των Αμερικανών και του Ισραήλ εγγυώνται, προς το παρόν, το ότι ούτε οι επεκτατικές βλέψεις του Ερντογάν, ούτε και εκείνες των παρανοϊκών σαουδαράβων ή καταριανών πατρόνων του δεν πρόκειται να λάβουν την μορφή μιας συμπαγούς οντότητας ικανής ν’ αποτελέσει σοβαρό γεωπολιτικό κίνδυνο. Ωστόσο, μια παγιωμένη κατάσταση διαρκούς αστάθειας δεν είναι μικρότερος παράγοντας ανησυχίας, ειδικά αν λάβουμε υπόψιν την σταθερή προσπάθεια διείσδυσης της Ρωσίας στην περιοχή προκειμένου να αποκτήσει την πολυπόθητη, εδώ και αιώνες, άνετη πρόσβαση στα νερά της Μεσογείου[6]. Η ανάσχεση της δυτικής επιρροής σε αυτή την περιοχή δεν θα είναι εύκολη υπόθεση για κανέναν από τους αντιπάλους της. Αλλά αν για τις ΗΠΑ τα διακυβεύματα είναι κατά βάση ενεργειακά και οικονομικά, για την Ευρώπη είναι κυρίως υπαρξιακά. Ο ρωσικός, καθώς και ο κινεζικός επεκτατισμός[7], σε συνδυασμό (ή ίσως και μελλοντική τακτική συνεργασία;) με το ριζοσπαστικό Ισλάμ θα λάβουν έτσι τη μορφή μιας ημικυκλωτικής κίνησης απέναντι σε μια Ευρώπη η οποία τρέχει σταθερά πίσω από τις εξελίξεις και κινδυνεύει να χάσει την όποια αποτρεπτική ισχύ της προσέφερε η ενότητά της και η οικονομική της ευρωστία.
Έπειτα, η κατάρρευση των κρατών της Μέσης Ανατολής και της Βορείου Αφρικής έχει ιδιαίτερη συμβολική βαρύτητα. Αν και κακέκτυπα των δυτικών εθνων-κρατών, τα κράτη αυτά λειτούργησαν σε κάποιο βαθμό ως φορείς των απελευθερωτικών δυτικών ιδεωδών και εισήγαγαν ορισμένα θετικά στοιχεία της δυτικής κουλτούρας στις ανατολικές κοινωνίες (μια μορφή εκκοσμίκευσης, εκσυγχρονισμός της νομοθεσίας, δημιουργία μιας στοιχειώδους κεντρικής διοίκησης κ.λπ.). Η εξαφάνισή τους θα σφραγίσει την από καιρό δρομολογημένη οπισθοχώρηση του δυτικού προτάγματος και τον γεωγραφικό περιορισμό του εντός των ιστορικών του συνόρων της Δυτικής Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής.
Εν κατακλείδι, είναι σε κάθε περίπτωση πολύ δύσκολο να φωτίσουμε καλύτερα την κατάσταση που διαμορφώνεται. Αλλά δεν πιστεύουμε πως το Μπρέξιτ θα είναι καταλύτης καινοφανών εξελίξεων. Οι συσχετισμοί ισχύος στην ανατολική ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και την βόρεια Αφρική έχουν κλονισθεί εδώ και αρκετό καιρό. Η επέλαση του ριζοσπαστικού Ισλάμ έχει τις ρίζες της στην αποτυχία των λαών της Μέσης Ανατολής να διαμορφωθούν ως συνεκτικά εθνικά κράτη, ενδυναμώνοντας τις τάσεις αναβίωσης του χαλιφάτου. Η ανατολική Ευρώπη δεν κατάφερε να απαλλαχθεί από τον ενοχλητικό της γείτονα, ο οποίος, πάλι λόγω της αδυναμίας συγκρότησης μιας εθνικής κοινότητας, ρέπει προς τον αυτοκρατορικό επεκτατισμό. Οι δύο αυτές τάσεις συγκλίνουν προς τον στρατηγικό στόχο της κατάκτησης της δυτικής και βόρειας Ευρώπης, σε μια δυσμενή για αυτήν περίοδο. Έπειτα, η αναμφισβήτητη βαρύτητα της -ηπειρωτικών διαστάσεων- Κίνας, η οποία ενδυναμώνεται χάρη στις στρεβλώσεις και την παρασιτική φύση του δυτικού καπιταλισμού, προσθέτει έναν ακόμα παράγονται αποσταθεροποίησης της δυτικής ισχύος τόσο στο εσωτερικό της ευρωπαϊκής ηπείρου (μέσω της οικονομικής διείσδυσης) όσο και στην Αφρική αλλά και στην Απω Ανατολή (μέσω της αναζωπύρωσης των εντάσεων με την Ιαπωνία και τις ευθείες προκλήσεις απέναντι στην στρατιωτική πρωτοκαθεδρία των Αμερικανών στην περιοχή[8]).
Από την άλλη πλευρά, η παραπάνω ανάλυση της κοινωνικής κατάστασης στην Ευρώπη αποκλείει μια αναβίωση των μοντέλων ένωσης που επικράτησαν κατά τις ιστορικές περιόδους που προηγήθηκαν του Β´Π.Π. Το μοναρχικό μοντέλο που νοσταλγούσε ο Δάντης, αλλά και η μεττερνίχεια ισορροπία δυνάμεων μεταξύ ανταγωνιζόμενων κυρίαρχων εθνικών κρατών φαντάζουν ως ιστορικά απολιθώματα μπροστά στην αργή αλλά σταθερή κατάρρευση των δομών των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Ενώ η αμφίσημη προσπάθεια ένωσης που ξεκίνησε μετά τον Β´Π.Π. πνέει τα λοίσθια. Εν τέλει, κατά πάσα πιθανότητα το Μπρέξιτ θα επιδράσει ως επιταχυντής εξελίξεων που έχουν από καιρό δρομολογηθεί στα πλαίσια της βαθύτερης ιστορικής τάσης που περιγράφεται ως παρακμή του δυτικού πολιτισμού. Χωρίς κανείς να μπορεί να πει με σιγουριά τι θα επακολουθήσει.
_________________________________________________________
[2] Βλ. σχετικά με αυτήν την ανάλυση το κείμενο του Κ. Γκιλουί, «“Ζώντας μαζί” ή χωριστά; Η πολυπολιτισμικότητα και η ρήξη του κοινωνικού δεσμού», Πρόταγμα, τ. 8, Νοέμβριος 2015.
[3] Βλ. το πρώτο μέρος του «Εντιτόριαλ» του 8ου τεύχους του Προτάγματος.
[4] Η περίπτωση της Ουκρανίας θα καταγραφεί πιστεύουμε ως μια πολύ σημαντική στρατηγική αποτυχία. Η πρόταση σύνδεσης που η ΕΕ παρουσίασε περιελάμβανε ολόκληρα κατεβατά θεσμικών αλλαγών και ένα μικρό κονδύλι πεντακοσίων εκκατομμυρίων ευρώ, ενώ δεν είχε σοβαρά πολιτικά ερείσματα εντός της χώρας. Αντίθετα, ο Πούτιν προσέφερε 15 δισ δολλάρια και μια σειρά από ενεργειακά ανταλλάγματα που έμμεσα ξεφτίλισαν τους Ευρωπαίους, ενώ είχε φροντίσει να αποκτήσει σημαντική πολιτική επιρροή. Στο τέλος, μαζί με τις σχεδόν εμφύλιες συγκρούσεις, τα ειδεχθή εγκλήματα και την γελοιοποίηση της Ε.Ε. παγκοσμίως, η ευρωπαϊκή πορεία βρέθηκε να εκπροσωπείται από τους νεοναζί του Δεξιού τομέα και, ουσιαστικά, να βασίζεται στην ιστορική πείρα της βαναυσότητας των ρώσων (μαζική εξόντωση ουκρανών χωρικών από τoν Στάλιν κλπ). Το ανατολικό τμήμα της χώρας, παρά τις συμφωνίες μεταξύ δυτικών και Πούτιν έχει ουσιαστικά περάσει υπό τον έλεγχο του ρωσικού στρατού, αποτελώντας, μαζί με την περιοχή του Καυκάσου, την Υπερδνειστερία και τα Βαλκάνια, έναν ακόμα θύλακα αστάθειας στην ανατολική Ευρώπη.
[5] Το συγκριμένο πρόβλημα είχε ήδη επισημανθεί και από τον Καστοριάδη στο κείμενό του «Ποιά Ευρώπη; Ποιές απειλές; Ποιά άμυνα;»
[6] Η προσάρτηση της Κριμαίας πρέπει να ιδωθεί ώς ενα στρατηγικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. Είχε προηγηθεί η επεμβαση στη Γεωργία το 2008, πάνω στην ίδια λογική καθώς και η προσπάθεια προσεταιρισμού της Ελλάδας, που έληξε άδοξα με την πτώση του Κώστα Καραμανλή, επαναλήφθηκε ως σύντομη μπλόφα από την κυβέρνηση Τσίπρα και συνεχίζεται υπό μορφήν έμμεσης διείσδυσης, διά του προσεταιρισμού βασικών και δραστήριων μονών του Αγίου Όρους, όπως το Βατοπαίδι. Παράλληλα, η ανοιχτή αμφισβήτηση της οικουμενικότητας του Οικουμενικού Πατριάρχη από πλευράς (του πατριάρχη Ρωσίας) Κύριλλου, στα πλαίσια της προσπάθειας του τελευταίου ν’ ανακηρυχθεί ποιμένας ολόκληρης της Ορθοδοξίας (μιας και άρχει του μεγαλύτερου, πληθυσμιακά, ποιμνίου), συνιστά ακόμα μια ένδειξη του ρωσικού επεκτατισμού.
[7] Η οικονομική διείσδυση των Κινέζων στην Αφρική αυξάνεται σταθερά και σύντομα δε θα μπορεί να αγνοηθεί, ενώ θα πρέπει να σημειωθεί κι η άφιξή τους στην ίδια την Ευρωπαϊκή μεθόριο, μέσω των επενδύσεων στο λιμάνι του Πειραιά, το οποίο ήδη έχει καταστεί τρίτος σημαντικότερος μεσογειακός κόμβος σε ό,τι αφορά στη διακίνηση κοντέινερ.
[8] Χαρακτηριστική είναι η αναβίωση από πλευράς Κίνας του ξεχασμένου ζητήματος της κυριαρχίας επι δύο βραχονησίδων της ανατολικής θάλασσας της Κίνας, κοντά στην Ταϊβάν, που αποκαλούνται Senkaku για τους Ιάπωνες και Diaoyou για τους Κινέζους. Οι βραχονησίδες κατακτήθηκαν το 1895 από την Ιαπωνία κατά την επέμβασή της στην Ταϊβάν και μέχρι πρόσφατα οι Κινέζοι δεν είχαν προβάλει αξιώσεις για αυτές. Η ύπαρξη κοιτασμάτων υδρογονανθράκων είναι αναμφισβήτητα ένας από τους λόγους, αλλά η γενικότερη πολιτική επέκτασης της επιρροής και της ισχύος της Κίνας παίζει στο σημείο αυτό τον σημαντικότερο ρόλο. Μια κλιμάκωση μεταξύ Ιαπωνίας και Κίνας απειλήθηκε πριν μερικά χρόνια, αλλά έληξε με την αποφασιστική στάση των Αμερικανών και τις ευθείες απειλές προς την Κίνα. Η ένταση στην περιοχή παραμένει, καθότι η Κίνα έχει στήσει στρατιωτικές βάσεις σε βραχονησίδες στη νότια θάλασσά της, ενώ η διέλευση των Αμερικανικών πλοίων και αεροσκαφών πάνω από ορισμένα σημεία της περιοχής δεν είναι απρόσκοπτη. Πράγμα που συνέβαλε στην μερική μετατόπιση του στρατηγική ενδιαφέροντος των Η.Π.Α από την Μέση στην Άπω Ανατολή τα τελευταία χρόνια.
pigi