της Αθηνάς Αθανασίου
Ομιλία στην εκδήλωση «Το χρέος ως τεχνική διακυβέρνησης», συζήτηση με τον Maurizio Lazzarato, στις 29 Απριλίου 2015, στο πλαίσιο του κύκλου συζητήσεων «Από το χρέος και τη λιτότητα στη διεκδίκηση της δημοκρατίας», που οργανώνει το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς με την υποστήριξη του δικτύου transform! Europe. H Αθηνά Αθανασίου διδάσκει κοινωνική ανθρωπολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και είναι αντιπρόεδρος του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς.
Ένα σχόλιο στον Μαουρίτσιο Λατσαράτο
…
Ο Λατσαράτο υποστηρίζει ότι ο πόλεμος και το χρέος, ή το χρέος ως πολεμική μηχανή, υπήρξε και παραμένει στρατηγικό όπλο του κεφαλαίου. Το κεντρικό του επιχείρημα, ότι «το χρέος συνιστά συνέχιση του πολέμου με άλλα μέσα», αντιστρέφει τον διάσημο αφορισμό του Κλαούζεβιτς («ο πόλεμος δεν είναι παρά η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα»). Ο Φουκώ, όπως και οι Ντελέζ και Γκουαταρί, έχουν επίσης αντιστρέψει το δόγμα του Κλαούζεβιτς, υποστηρίζοντας ότι ο πόλεμος δεν έπεται της πολιτικής, αλλά είναι πολιτική που συνεχίζει τον πόλεμο. Έτσι, παράγουν μια νέα έννοια του πολέμου αλλά και μια νέα πολιτική έννοια. Ο Φουκώ ενεργοποίησε την έννοια του «εμφυλίου πολέμου» ως υπόδειγμα για τις σχέσεις εξουσίας, ενώ οι Ντελέζ και Γκουαταρί δημιούργησαν την έννοια «μηχανή πολέμου» για να περιγράψουν τη λειτουργία του πολέμου στο σύγχρονο καπιταλισμό.
Μέσω της φουκωικής αντιστροφής της φόρμουλας του Kλαούζεβιτς μπορούμε να κατανοήσουμε τη λειτουργία του χρέους ως τεχνική διακυβέρνησης ενός πληθυσμού, και ως πόλεμο, δηλαδή ως στρατηγικό πεδίο σύγκρουσης. Μπορούμε να δούμε το χρέος ως διάσταση των σχέσεων εξουσίας, οι οποίες μάλιστα περιλαμβάνουν το πεδίο της υποκειμενικότητας, το παράγουν και παρεμβαίνουν στρατηγικά και ρυθμιστικά σ’ αυτό. Η σχέση της μηχανής του χρέους με τη λογική της υποκειμενοποίησης μας ανοίγει σε μια τροχιά σκέψης που μπορούμε να ανιχνεύσουμε από τον Μαρξ, στον Νίτσε, τον Φουκώ, τους Ντελέζ και Γκουαταρί, καθώς και, θα πρόσθετα οπωσδήποτε, στον Ετιέν Μπαλιμπάρ, στη Γουέντι Μπράουν και την Τζούντιθ Μπάτλερ.
Κυβερνώντας μέσω της πίστωσης
Ο Μαουρίτσιο Λατσαράτο επερωτά τη λογι(στι)κή της πίστωσης, που βρίσκεται στην καρδιά του νεοφιλελεύθερου εγχειρήματος, και αναλύει τις συνθήκες μέσω των οποίων η «χρέωση» γίνεται «υπο-χρέωση». Από τη σκοπιά μιας χώρας που έγινε εργαστήριο της αυταρχικής κυβερνολογικής (gouvernementalité) του χρέους, μπορούμε να αντιληφθούμε ότι η υποχρέωση της υπερχρέωσης δεν συνιστά απλώς οικονομικό μηχανισμό, αλλά τεχνική διακυβέρνησης και ελέγχου των ατομικών και των συλλογικών υποκειμένων, μετατροπής τους σε κυβερνήσιμες οικονομικές μονάδες δεσμευμένες από την κατηγορική προσταγή της πίστωσης.
Το χρέος αποτελεί σχέση εξουσίας και τεχνική υποκειμενοποίησης: αυτό που αποκαλεί ο Λατσαράτο συνθήκη του χρεωμένου ανθρώπου, του Homo debitor. Με άλλα λόγια, είναι πολιτικό και όχι οικονομικό ζήτημα. Αυτό είναι άλλωστε το «σκάνδαλο» που φέρνει σήμερα η ελληνική κυβέρνηση στη γραφειοκρατία της Ευρώπης μέσω της διαπραγμάτευσης: η δυνατότητα της πολιτικής εναλλακτικής. Κι αυτό είναι για τη διεθνή Αριστερά κεντρικό επίδικο: η ανάκτηση της πολιτικής με δημοκρατικούς όρους, σε ορατό χρόνο.
Κινητήρια δύναμη της νεοφιλελεύθερης βιοπολιτικής είναι η συνθήκη, ή ο μηχανισμός (dispositif) του υπο-χρεωμένου ανθρώπου: ενός τύπου υποκειμένου που πρέπει να λειτουργεί με γνώμονα τον οικονομικό λογισμό, τον ατομιστικό ωφελιμισμό και την ανταγωνιστική ιδιοτέλεια. Η έννοια «ανθρώπινο κεφάλαιο» απεικονίζει την επιτομή του νεοφιλελεύθερου υποκειμένου, που προέρχεται από την αντικατάσταση του εργάτη και της εργάτριας του φορντικού καπιταλισμού από τον άνθρωπο-ιδιώτη.
Το να είναι κανείς οικονομικό υποκείμενο και υποκείμενο-οφειλέτης («ανθρώπινο κεφάλαιο») σημαίνει ότι πρέπει να είναι σε θέση να διαχειρίζεται τη μείωση του εισοδήματός του/της, τις περικοπές του μισθού ή την απόλυση, τη συρρίκνωση των δημόσιων υπηρεσιών, την επισφάλεια, την ανεργία, τη φτώχεια, ως «επιχειρηματίας του εαυτού του», σύμφωνα με τη διατύπωση του Φουκώ, δηλαδή υπολογίζοντας ζημίες και οφέλη και εκπονώντας ανάλογους ισολογισμούς. Ο νέος τύπος του homo economicus δεν είναι απλώς ο «ελεύθερος» εταίρος του laissez-faire, αλλά ένα υποκείμενο απολύτως διαθέσιμο και κυβερνήσιμο μέσω της τεχνικής της πίστωσης και της οφειλής.
Περιφράξεις σωμάτων, ή για μια εναλλακτική ιστορία της υφαρπαγής
Εδώ, ο Λατσαράτο ανοίγει έναν δρόμο για να σκεφτούμε κριτικά την πολιτική οικονομία του χρέους φωτίζοντας μια διάσταση που παραμελούν άλλοι σύγχρονοι στοχαστές, όπως ο Αλέν Μπαντιού και ο Ζακ Ρανσιέρ: τη λειτουργία της οικονομίας του χρέους ως πολιτική παραγωγής υποκειμενικότητας. Στον πυρήνα αυτή της διαδικασίας υποκειμενοποίησης βρίσκεται η σχέση πιστωτή-οφειλέτη, που συνάπτεται με βάση έναν απαράβατο διττό όρο: το χρέος που δεσμεύει τον οφειλέτη και τον τόκο που οικειοποιείται και εκμεταλλεύεται ο πιστωτής. Η λογι(στι)κή της πίστωσης και της οφειλής εμπλέκει τα υποκείμενα σε έναν κύκλο διαρκούς αξίωσης και ματαίωσης. Εξασφαλίζεται έτσι η αναπαραγωγή της υποταγής του οφειλέτη και της οφειλέτριας που αδυνατεί να τηρήσει τη δέσμευση της αποπληρωμής, αφού η αποπληρωμή εξ ορισμού δεν είναι ούτε εφικτή για τον οφειλέτη ούτε ευκταία για τον πιστωτή, άλλωστε το χρέος δημιουργήθηκε ακριβώς για να μην είναι εξοφλήσιμο και για να παράγει τόκους και μερίσματα στο διηνεκές.
Κατά τη γνώμη μου, είναι απαραίτητο, στο σημείο αυτό, να ανιχνεύσουμε την υποκειμενοποίηση μέσα από τις πολλαπλές και συνυφασμένες εκφάνσεις της, συμπεριλαμβανομένων αυτών που αφορούν το φύλο και την εθνότητα, και ενέχονται στη διαδικασία παραγωγής υποκειμένων, την ίδια στιγμή που περιστέλλεται το πεδίο της πολιτικής υποκειμενικότητας.[2]Καλούμαστε, δηλαδή, να ιστορικοποιήσουμε την οικονομία με μη-οικονομιστικούς όρους, και μέσα από τη λογική της ανάδειξης της διοίκησης, του management, ή του νόμου του οίκου σε κατεξοχήν πολιτικό διακύβευμα.
Προκειμένου να κατανοήσουμε το πλέγμα πολιτικού-στρατιωτικού-οικονομικού, σε όλες του τις βιοπολιτικές διαστάσεις, πρέπει να εστιάσουμε στην άμεση σχέση της πρωταρχικής συσσώρευσης -ως μόνιμο χαρακτηριστικό στην ανάπτυξη του καπιταλισμού- με την απλήρωτη γυναικεία εργασία, αλλά και, γενικότερα, με την εκμετάλλευση των γυναικείων σωμάτων ως θεμελιώδη διάσταση της ιστορίας του καπιταλισμού. [3] Μιλώντας για την «πολεμική μηχανή» της πίστωσης, δεν μπορούμε να μην αποτιμήσουμε τον κρίσιμο ρόλο που έπαιξε ο πόλεμος εναντίον των γυναικών και η μετατροπή του γυναικείου σώματος σε αναπαραγωγική μηχανή. Πιστεύω, λοιπόν, ότι πρέπει να δούμε την ιστορία των περιφράξεων ως ιστορία όχι μόνο περιφράξεων γαιών αλλά και περιφράξεων σωμάτων· επομένως, χρειαζόμαστε μια ευρύτερη και συνθετότερη έννοια της υφαρπαγής (dispossession) από αυτήν που έχει επεξεργαστεί η μαρξιστική θεωρία.
Νεοφιλελεύθερη κυβερνολογική και πολιτική υποκειμενικότητα
Ο Μισέλ Φουκώ, από τους συνομιλητές του Λατσαράτο, στις διαλέξεις του στο Collège de France (1978-1979), που δημοσιεύτηκαν υπό τον τίτλο Η Γέννηση της Βιοπολιτικής, τοποθέτησε τη νεοφιλελεύθερη κυβερνολογική στο ευρύτερο πλέγμα της κυριαρχίας-πειθαρχίας-βιοεξουσίας. Αν η κυριαρχία επιδιώκει να κυριαρχήσει επί του θανάτου και μέσω του θανάτου (επιβάλλοντας, δηλαδή, το θάνατο), η βιοπολιτική αφορά τη διαχείριση της «ζωής» μέσω της διοίκησης των πληθυσμών και κυρίως της ρύθμισης των πλεοναζόντων πληθυσμών.
Ωστόσο, αναπτύσσοντας τις μετατοπίσεις στην πολιτική οικονομία της εξουσίας, στη σειρά διαλέξεών του με γενικό τίτλο Για την Υπεράσπιση της Κοινωνίας, ο Φουκώ υπογραμμίζει ότι δεν εξαφανίζεται η κυριαρχία και η πειθαρχία μόλις αναδύεται η κυβερνολογική. Δεν εκλείπει, δηλαδή, η «αρνητική» σχέση της εξουσίας με την ανθρώπινη ζωή, κατά την οποία η κυριαρχία διατηρεί το προνόμιο να επιβάλει το θάνατο και να επιτρέπει τη ζωή. Πρόκειται περισσότερο για αναδιάταξη, παρά για διαδοχή και αντικατάσταση της μιας εκδοχής εξουσίας από την άλλη. Αναδιατάσσεται και αναπτύσσεται μια εκδοχή εξουσίας ως συνολικότερη και συστηματικότερη παρέμβαση στον τρόπο ζωής και διαβίωσης, ως ρύθμιση των μηχανισμών αξίωσης και αξιοδότησης της ζωής. [4]
Ο Λατσαράτο προτείνει να θέσουμε την πρωτοποριακή ανάλυση του Φουκώ για την κυβερνολογική υπό τον έλεγχο των ιστορικών και πολιτικών δεδομένων της κρίσης. Η εξουσία του «να κάνεις να ζουν και να αφήνεις να πεθαίνουν» υπόκειται, επισημαίνει ορθά ο Λατσαράτο, στην αξιωματική λογική του κεφαλαίου, έτσι όπως αυτή ενσωματώνεται στο νεοφιλελεύθερο κοινωνικό μοντέλο. Προτείνει να ξαναδούμε αυτή τη διάσταση της βιοεξουσίας υπό αυτό το πρίσμα. Όπως γράφει, «αν έχεις να πληρώσεις, μπορείς να ζήσεις, αν δεν έχεις, μπορείς να πεθάνεις». [5] Να ξαναδούμε, δηλαδή, την κυβερνολογική υπό το πρίσμα της καταστροφικής διάστασης του κεφαλαίου –ή της «πολεμικής μηχανής» του κεφαλαίου– που εγκαταλείπει στο θάνατο όσες και όσους περισσεύουν. Με αυτό συνδέεται η αυταρχική τροπή της νεοφιλελεύθερης κυβερνολογικής, όπου ο μόνος «πλουραλισμός» που γίνεται ανεκτός, όπως γράφει ο Λατσαράτο, είναι αυτός των οικονομικών ροών. Στο σημείο αυτό, φαίνεται και πάλι επιτακτικό να αναλύσουμε το φάσμα των διακρίσεων που υποδουλώνουν ή υπο-χρεώνουν κάποια υποκείμενα, και αφορούν, ταυτόχρονα και αλληλένδετα, την τάξη, το φύλο, τη φυλή και την εθνότητα.
Όταν ο Φουκώ ισχυρίζεται ότι η κυβερνολογική υποχρεώνει τα υποκείμενα, δηλαδή δεν επιβάλλει, δεν απαγορεύει, αλλά περισσότερο υποκινεί και υποβάλλει, ο Λατσαράτο συμφωνεί εν μέρει αλλά συμπληρώνει: Η κυβερνολογική κάνει κάτι περισσότερο από το απλώς να διευκολύνει, να διεκπεραιώνει και να υποκινεί. Επίσης απαγορεύει, κατευθύνει, επιτάσσει, τυποποιεί και κανονικοποιεί. [6] Αν και οι διαφορετικές τεχνικές της εξουσίας είναι πάντα σε ισχύ, λέει ο Λατσαράτο, εν τούτοις η εντατικοποίηση της κρίσης έφερε στο προσκήνιο εκ νέου την κυριαρχία και την πειθαρχία. [7]
Αν και ο Λατσαράτο παραδέχεται ότι η αυταρχική τροπή των σύγχρονων δημοκρατιών θεμελιώνεται στη συνάρθρωση και των τριών αυτών εκφορών της εξουσίας (κυριαρχία-πειθαρχία-βιοεξουσία), επιμένει ότι πρέπει να λάβουμε υπόψη την πιθανότητα της καταστροφής (φτωχοποίηση, χρέος), που ο Φουκώ φαινόταν να υποτιμά όταν ανέλυε την κυβερνολογική. Ο Λατσαράτο φαίνεται να εισηγείται, ευλόγως, ότι όσο είναι απαραίτητο η ανάλυση του ύστερου καπιταλισμού να λαμβάνει σοβαρά υπόψη τη φουκωική θεώρηση της βιοπολιτικής και της κυβερνολογικής, άλλο τόσο είναι σημαντικό να δίνει προσοχή σε αυτό που ο Φουκώ παραμέλησε: την καπιταλιστική σχέση.
Ένα κριτικό σχόλιο μοιάζει απαραίτητο στο σημείο αυτό: ας μην προϋποθέτουμε μια στατική διάκριση ανάμεσα στην «παραγωγική» και την «καταστροφική» διάσταση της εξουσίας. Η κυβερνολογική περιπλέκει, αλλά και πάει πέρα από, τον ορισμό της εξουσίας ως απόλυτης κυριαρχίας. Έτσι, διαφεύγει της διάκρισης μεταξύ «θετικής» και «αρνητικής» εξουσίας. Η συνθήκη της κρίσης του ύστερου καπιταλισμού περιπλέκει και προβληματοποιεί τη διπολική σχέση ανάμεσα στο «αυθεντικό» καπιταλιστικό, καταναλωτικό πνεύμα της «καλής ζωής» από τη μια πλευρά, και της καταστροφικής νεοφιλελεύθερης λιτότητας από την άλλη. Η σημερινή συνθήκη της νεοφιλελεύθερης λιτότητας πλήττει τους πολλούς ενώ είναι ευκαιρία κερδοσκοπίας για τους λιγότερους, όπως ακριβώς η αφθονία και η καταναλωτική ευημερία ποτέ δεν ήταν εφικτή, ούτε άλλωστε ανεκτή, για όλους και όλες.
Γι’ αυτό, ζητούμενο σήμερα είναι και παραμένει το ερώτημα της πολιτικής επιτελεστικότητας. Όσο κι αν η μετα-δημοκρατική συνθήκη του νεοφιλελευθερισμού λειτουργεί περιστέλλοντας το πεδίο της πολιτικής υποκειμενικότητας, ο/η homo debitor δεν είναι απογυμνωμένος/η από πολιτική υποκειμενικότητα. Μέσα από τη συνθήκη του «γίγνεσθαι-επισφαλής», ως διαδικασία διαφοροποιημένης και διαφοροποιητικής έκθεσης στην κοινωνική οδύνη, αναδύονται δυνατότητες για συλλογική πολιτική υποκειμενικότητα και δράση, ενάντια στις τεχνικές υποκειμενοποίησης που επιστρατεύει η κυβερνολογική του ύστερου καπιταλισμού, με όλες τις συνυφασμένες της εκφορές εξουσίας, όπως ο ρατσισμός και ο σεξισμός.
Σημειώσεις
[1] Enzo Traverso, Οι ρίζες της ναζιστικής βίας: Μια ευρωπαϊκή γενεαλογία, μτφρ. Νίκος Κούρκουλος, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα, 2013, σ. 141-147. Και: Ann Laura Stoler, Race and the Education of Desire: Foucault’s History Of Sexuality and the Colonial Order of Things, Duke University Press, Durham & London, 1995, σ. 127.
[2] Βλ. και Wendy Brown, Undoing the Demos: Neoliberalism’s Stealth Revolution, Boston, MA, MIT Press, 2015.
[3] Βλ. Silvia Federici, Caliban and the Witch. Women, the Body and Primitive Accumulation, Autonomedia, 2004.
[4] Έχω αναπτύξει εκτενώς τη σχετική προβληματική, στο Αθηνά Αθανασίου, Η Κρίση ως «κατάσταση Έκτακτης Ανάγκης»: Κριτικές και Αντιστάσεις, Αθήνα, Σαββάλας, 2012.
[5] Maurizio Lazzarato, Governing by Debt. Semiotext(e), MIT Press, 2015, σ. 173.
[6] Στο ίδιο, σ. 168.
[7] Στο ίδιο, σ. 211. Στο ίδιο, σ. 168.
[7]Στο ίδιο, σ. 211.
Πηγή: Ενθέματα
Ομιλία στην εκδήλωση «Το χρέος ως τεχνική διακυβέρνησης», συζήτηση με τον Maurizio Lazzarato, στις 29 Απριλίου 2015, στο πλαίσιο του κύκλου συζητήσεων «Από το χρέος και τη λιτότητα στη διεκδίκηση της δημοκρατίας», που οργανώνει το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς με την υποστήριξη του δικτύου transform! Europe. H Αθηνά Αθανασίου διδάσκει κοινωνική ανθρωπολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και είναι αντιπρόεδρος του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς.
Ένα σχόλιο στον Μαουρίτσιο Λατσαράτο
…
Ο Λατσαράτο υποστηρίζει ότι ο πόλεμος και το χρέος, ή το χρέος ως πολεμική μηχανή, υπήρξε και παραμένει στρατηγικό όπλο του κεφαλαίου. Το κεντρικό του επιχείρημα, ότι «το χρέος συνιστά συνέχιση του πολέμου με άλλα μέσα», αντιστρέφει τον διάσημο αφορισμό του Κλαούζεβιτς («ο πόλεμος δεν είναι παρά η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα»). Ο Φουκώ, όπως και οι Ντελέζ και Γκουαταρί, έχουν επίσης αντιστρέψει το δόγμα του Κλαούζεβιτς, υποστηρίζοντας ότι ο πόλεμος δεν έπεται της πολιτικής, αλλά είναι πολιτική που συνεχίζει τον πόλεμο. Έτσι, παράγουν μια νέα έννοια του πολέμου αλλά και μια νέα πολιτική έννοια. Ο Φουκώ ενεργοποίησε την έννοια του «εμφυλίου πολέμου» ως υπόδειγμα για τις σχέσεις εξουσίας, ενώ οι Ντελέζ και Γκουαταρί δημιούργησαν την έννοια «μηχανή πολέμου» για να περιγράψουν τη λειτουργία του πολέμου στο σύγχρονο καπιταλισμό.
Μέσω της φουκωικής αντιστροφής της φόρμουλας του Kλαούζεβιτς μπορούμε να κατανοήσουμε τη λειτουργία του χρέους ως τεχνική διακυβέρνησης ενός πληθυσμού, και ως πόλεμο, δηλαδή ως στρατηγικό πεδίο σύγκρουσης. Μπορούμε να δούμε το χρέος ως διάσταση των σχέσεων εξουσίας, οι οποίες μάλιστα περιλαμβάνουν το πεδίο της υποκειμενικότητας, το παράγουν και παρεμβαίνουν στρατηγικά και ρυθμιστικά σ’ αυτό. Η σχέση της μηχανής του χρέους με τη λογική της υποκειμενοποίησης μας ανοίγει σε μια τροχιά σκέψης που μπορούμε να ανιχνεύσουμε από τον Μαρξ, στον Νίτσε, τον Φουκώ, τους Ντελέζ και Γκουαταρί, καθώς και, θα πρόσθετα οπωσδήποτε, στον Ετιέν Μπαλιμπάρ, στη Γουέντι Μπράουν και την Τζούντιθ Μπάτλερ.
Κυβερνώντας μέσω της πίστωσης
Ο Μαουρίτσιο Λατσαράτο επερωτά τη λογι(στι)κή της πίστωσης, που βρίσκεται στην καρδιά του νεοφιλελεύθερου εγχειρήματος, και αναλύει τις συνθήκες μέσω των οποίων η «χρέωση» γίνεται «υπο-χρέωση». Από τη σκοπιά μιας χώρας που έγινε εργαστήριο της αυταρχικής κυβερνολογικής (gouvernementalité) του χρέους, μπορούμε να αντιληφθούμε ότι η υποχρέωση της υπερχρέωσης δεν συνιστά απλώς οικονομικό μηχανισμό, αλλά τεχνική διακυβέρνησης και ελέγχου των ατομικών και των συλλογικών υποκειμένων, μετατροπής τους σε κυβερνήσιμες οικονομικές μονάδες δεσμευμένες από την κατηγορική προσταγή της πίστωσης.
Το χρέος αποτελεί σχέση εξουσίας και τεχνική υποκειμενοποίησης: αυτό που αποκαλεί ο Λατσαράτο συνθήκη του χρεωμένου ανθρώπου, του Homo debitor. Με άλλα λόγια, είναι πολιτικό και όχι οικονομικό ζήτημα. Αυτό είναι άλλωστε το «σκάνδαλο» που φέρνει σήμερα η ελληνική κυβέρνηση στη γραφειοκρατία της Ευρώπης μέσω της διαπραγμάτευσης: η δυνατότητα της πολιτικής εναλλακτικής. Κι αυτό είναι για τη διεθνή Αριστερά κεντρικό επίδικο: η ανάκτηση της πολιτικής με δημοκρατικούς όρους, σε ορατό χρόνο.
Κινητήρια δύναμη της νεοφιλελεύθερης βιοπολιτικής είναι η συνθήκη, ή ο μηχανισμός (dispositif) του υπο-χρεωμένου ανθρώπου: ενός τύπου υποκειμένου που πρέπει να λειτουργεί με γνώμονα τον οικονομικό λογισμό, τον ατομιστικό ωφελιμισμό και την ανταγωνιστική ιδιοτέλεια. Η έννοια «ανθρώπινο κεφάλαιο» απεικονίζει την επιτομή του νεοφιλελεύθερου υποκειμένου, που προέρχεται από την αντικατάσταση του εργάτη και της εργάτριας του φορντικού καπιταλισμού από τον άνθρωπο-ιδιώτη.
Το να είναι κανείς οικονομικό υποκείμενο και υποκείμενο-οφειλέτης («ανθρώπινο κεφάλαιο») σημαίνει ότι πρέπει να είναι σε θέση να διαχειρίζεται τη μείωση του εισοδήματός του/της, τις περικοπές του μισθού ή την απόλυση, τη συρρίκνωση των δημόσιων υπηρεσιών, την επισφάλεια, την ανεργία, τη φτώχεια, ως «επιχειρηματίας του εαυτού του», σύμφωνα με τη διατύπωση του Φουκώ, δηλαδή υπολογίζοντας ζημίες και οφέλη και εκπονώντας ανάλογους ισολογισμούς. Ο νέος τύπος του homo economicus δεν είναι απλώς ο «ελεύθερος» εταίρος του laissez-faire, αλλά ένα υποκείμενο απολύτως διαθέσιμο και κυβερνήσιμο μέσω της τεχνικής της πίστωσης και της οφειλής.
Περιφράξεις σωμάτων, ή για μια εναλλακτική ιστορία της υφαρπαγής
Εδώ, ο Λατσαράτο ανοίγει έναν δρόμο για να σκεφτούμε κριτικά την πολιτική οικονομία του χρέους φωτίζοντας μια διάσταση που παραμελούν άλλοι σύγχρονοι στοχαστές, όπως ο Αλέν Μπαντιού και ο Ζακ Ρανσιέρ: τη λειτουργία της οικονομίας του χρέους ως πολιτική παραγωγής υποκειμενικότητας. Στον πυρήνα αυτή της διαδικασίας υποκειμενοποίησης βρίσκεται η σχέση πιστωτή-οφειλέτη, που συνάπτεται με βάση έναν απαράβατο διττό όρο: το χρέος που δεσμεύει τον οφειλέτη και τον τόκο που οικειοποιείται και εκμεταλλεύεται ο πιστωτής. Η λογι(στι)κή της πίστωσης και της οφειλής εμπλέκει τα υποκείμενα σε έναν κύκλο διαρκούς αξίωσης και ματαίωσης. Εξασφαλίζεται έτσι η αναπαραγωγή της υποταγής του οφειλέτη και της οφειλέτριας που αδυνατεί να τηρήσει τη δέσμευση της αποπληρωμής, αφού η αποπληρωμή εξ ορισμού δεν είναι ούτε εφικτή για τον οφειλέτη ούτε ευκταία για τον πιστωτή, άλλωστε το χρέος δημιουργήθηκε ακριβώς για να μην είναι εξοφλήσιμο και για να παράγει τόκους και μερίσματα στο διηνεκές.
Κατά τη γνώμη μου, είναι απαραίτητο, στο σημείο αυτό, να ανιχνεύσουμε την υποκειμενοποίηση μέσα από τις πολλαπλές και συνυφασμένες εκφάνσεις της, συμπεριλαμβανομένων αυτών που αφορούν το φύλο και την εθνότητα, και ενέχονται στη διαδικασία παραγωγής υποκειμένων, την ίδια στιγμή που περιστέλλεται το πεδίο της πολιτικής υποκειμενικότητας.[2]Καλούμαστε, δηλαδή, να ιστορικοποιήσουμε την οικονομία με μη-οικονομιστικούς όρους, και μέσα από τη λογική της ανάδειξης της διοίκησης, του management, ή του νόμου του οίκου σε κατεξοχήν πολιτικό διακύβευμα.
Προκειμένου να κατανοήσουμε το πλέγμα πολιτικού-στρατιωτικού-οικονομικού, σε όλες του τις βιοπολιτικές διαστάσεις, πρέπει να εστιάσουμε στην άμεση σχέση της πρωταρχικής συσσώρευσης -ως μόνιμο χαρακτηριστικό στην ανάπτυξη του καπιταλισμού- με την απλήρωτη γυναικεία εργασία, αλλά και, γενικότερα, με την εκμετάλλευση των γυναικείων σωμάτων ως θεμελιώδη διάσταση της ιστορίας του καπιταλισμού. [3] Μιλώντας για την «πολεμική μηχανή» της πίστωσης, δεν μπορούμε να μην αποτιμήσουμε τον κρίσιμο ρόλο που έπαιξε ο πόλεμος εναντίον των γυναικών και η μετατροπή του γυναικείου σώματος σε αναπαραγωγική μηχανή. Πιστεύω, λοιπόν, ότι πρέπει να δούμε την ιστορία των περιφράξεων ως ιστορία όχι μόνο περιφράξεων γαιών αλλά και περιφράξεων σωμάτων· επομένως, χρειαζόμαστε μια ευρύτερη και συνθετότερη έννοια της υφαρπαγής (dispossession) από αυτήν που έχει επεξεργαστεί η μαρξιστική θεωρία.
Νεοφιλελεύθερη κυβερνολογική και πολιτική υποκειμενικότητα
Ο Μισέλ Φουκώ, από τους συνομιλητές του Λατσαράτο, στις διαλέξεις του στο Collège de France (1978-1979), που δημοσιεύτηκαν υπό τον τίτλο Η Γέννηση της Βιοπολιτικής, τοποθέτησε τη νεοφιλελεύθερη κυβερνολογική στο ευρύτερο πλέγμα της κυριαρχίας-πειθαρχίας-βιοεξουσίας. Αν η κυριαρχία επιδιώκει να κυριαρχήσει επί του θανάτου και μέσω του θανάτου (επιβάλλοντας, δηλαδή, το θάνατο), η βιοπολιτική αφορά τη διαχείριση της «ζωής» μέσω της διοίκησης των πληθυσμών και κυρίως της ρύθμισης των πλεοναζόντων πληθυσμών.
Ωστόσο, αναπτύσσοντας τις μετατοπίσεις στην πολιτική οικονομία της εξουσίας, στη σειρά διαλέξεών του με γενικό τίτλο Για την Υπεράσπιση της Κοινωνίας, ο Φουκώ υπογραμμίζει ότι δεν εξαφανίζεται η κυριαρχία και η πειθαρχία μόλις αναδύεται η κυβερνολογική. Δεν εκλείπει, δηλαδή, η «αρνητική» σχέση της εξουσίας με την ανθρώπινη ζωή, κατά την οποία η κυριαρχία διατηρεί το προνόμιο να επιβάλει το θάνατο και να επιτρέπει τη ζωή. Πρόκειται περισσότερο για αναδιάταξη, παρά για διαδοχή και αντικατάσταση της μιας εκδοχής εξουσίας από την άλλη. Αναδιατάσσεται και αναπτύσσεται μια εκδοχή εξουσίας ως συνολικότερη και συστηματικότερη παρέμβαση στον τρόπο ζωής και διαβίωσης, ως ρύθμιση των μηχανισμών αξίωσης και αξιοδότησης της ζωής. [4]
Ο Λατσαράτο προτείνει να θέσουμε την πρωτοποριακή ανάλυση του Φουκώ για την κυβερνολογική υπό τον έλεγχο των ιστορικών και πολιτικών δεδομένων της κρίσης. Η εξουσία του «να κάνεις να ζουν και να αφήνεις να πεθαίνουν» υπόκειται, επισημαίνει ορθά ο Λατσαράτο, στην αξιωματική λογική του κεφαλαίου, έτσι όπως αυτή ενσωματώνεται στο νεοφιλελεύθερο κοινωνικό μοντέλο. Προτείνει να ξαναδούμε αυτή τη διάσταση της βιοεξουσίας υπό αυτό το πρίσμα. Όπως γράφει, «αν έχεις να πληρώσεις, μπορείς να ζήσεις, αν δεν έχεις, μπορείς να πεθάνεις». [5] Να ξαναδούμε, δηλαδή, την κυβερνολογική υπό το πρίσμα της καταστροφικής διάστασης του κεφαλαίου –ή της «πολεμικής μηχανής» του κεφαλαίου– που εγκαταλείπει στο θάνατο όσες και όσους περισσεύουν. Με αυτό συνδέεται η αυταρχική τροπή της νεοφιλελεύθερης κυβερνολογικής, όπου ο μόνος «πλουραλισμός» που γίνεται ανεκτός, όπως γράφει ο Λατσαράτο, είναι αυτός των οικονομικών ροών. Στο σημείο αυτό, φαίνεται και πάλι επιτακτικό να αναλύσουμε το φάσμα των διακρίσεων που υποδουλώνουν ή υπο-χρεώνουν κάποια υποκείμενα, και αφορούν, ταυτόχρονα και αλληλένδετα, την τάξη, το φύλο, τη φυλή και την εθνότητα.
Όταν ο Φουκώ ισχυρίζεται ότι η κυβερνολογική υποχρεώνει τα υποκείμενα, δηλαδή δεν επιβάλλει, δεν απαγορεύει, αλλά περισσότερο υποκινεί και υποβάλλει, ο Λατσαράτο συμφωνεί εν μέρει αλλά συμπληρώνει: Η κυβερνολογική κάνει κάτι περισσότερο από το απλώς να διευκολύνει, να διεκπεραιώνει και να υποκινεί. Επίσης απαγορεύει, κατευθύνει, επιτάσσει, τυποποιεί και κανονικοποιεί. [6] Αν και οι διαφορετικές τεχνικές της εξουσίας είναι πάντα σε ισχύ, λέει ο Λατσαράτο, εν τούτοις η εντατικοποίηση της κρίσης έφερε στο προσκήνιο εκ νέου την κυριαρχία και την πειθαρχία. [7]
Αν και ο Λατσαράτο παραδέχεται ότι η αυταρχική τροπή των σύγχρονων δημοκρατιών θεμελιώνεται στη συνάρθρωση και των τριών αυτών εκφορών της εξουσίας (κυριαρχία-πειθαρχία-βιοεξουσία), επιμένει ότι πρέπει να λάβουμε υπόψη την πιθανότητα της καταστροφής (φτωχοποίηση, χρέος), που ο Φουκώ φαινόταν να υποτιμά όταν ανέλυε την κυβερνολογική. Ο Λατσαράτο φαίνεται να εισηγείται, ευλόγως, ότι όσο είναι απαραίτητο η ανάλυση του ύστερου καπιταλισμού να λαμβάνει σοβαρά υπόψη τη φουκωική θεώρηση της βιοπολιτικής και της κυβερνολογικής, άλλο τόσο είναι σημαντικό να δίνει προσοχή σε αυτό που ο Φουκώ παραμέλησε: την καπιταλιστική σχέση.
Ένα κριτικό σχόλιο μοιάζει απαραίτητο στο σημείο αυτό: ας μην προϋποθέτουμε μια στατική διάκριση ανάμεσα στην «παραγωγική» και την «καταστροφική» διάσταση της εξουσίας. Η κυβερνολογική περιπλέκει, αλλά και πάει πέρα από, τον ορισμό της εξουσίας ως απόλυτης κυριαρχίας. Έτσι, διαφεύγει της διάκρισης μεταξύ «θετικής» και «αρνητικής» εξουσίας. Η συνθήκη της κρίσης του ύστερου καπιταλισμού περιπλέκει και προβληματοποιεί τη διπολική σχέση ανάμεσα στο «αυθεντικό» καπιταλιστικό, καταναλωτικό πνεύμα της «καλής ζωής» από τη μια πλευρά, και της καταστροφικής νεοφιλελεύθερης λιτότητας από την άλλη. Η σημερινή συνθήκη της νεοφιλελεύθερης λιτότητας πλήττει τους πολλούς ενώ είναι ευκαιρία κερδοσκοπίας για τους λιγότερους, όπως ακριβώς η αφθονία και η καταναλωτική ευημερία ποτέ δεν ήταν εφικτή, ούτε άλλωστε ανεκτή, για όλους και όλες.
Γι’ αυτό, ζητούμενο σήμερα είναι και παραμένει το ερώτημα της πολιτικής επιτελεστικότητας. Όσο κι αν η μετα-δημοκρατική συνθήκη του νεοφιλελευθερισμού λειτουργεί περιστέλλοντας το πεδίο της πολιτικής υποκειμενικότητας, ο/η homo debitor δεν είναι απογυμνωμένος/η από πολιτική υποκειμενικότητα. Μέσα από τη συνθήκη του «γίγνεσθαι-επισφαλής», ως διαδικασία διαφοροποιημένης και διαφοροποιητικής έκθεσης στην κοινωνική οδύνη, αναδύονται δυνατότητες για συλλογική πολιτική υποκειμενικότητα και δράση, ενάντια στις τεχνικές υποκειμενοποίησης που επιστρατεύει η κυβερνολογική του ύστερου καπιταλισμού, με όλες τις συνυφασμένες της εκφορές εξουσίας, όπως ο ρατσισμός και ο σεξισμός.
Σημειώσεις
[1] Enzo Traverso, Οι ρίζες της ναζιστικής βίας: Μια ευρωπαϊκή γενεαλογία, μτφρ. Νίκος Κούρκουλος, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα, 2013, σ. 141-147. Και: Ann Laura Stoler, Race and the Education of Desire: Foucault’s History Of Sexuality and the Colonial Order of Things, Duke University Press, Durham & London, 1995, σ. 127.
[2] Βλ. και Wendy Brown, Undoing the Demos: Neoliberalism’s Stealth Revolution, Boston, MA, MIT Press, 2015.
[3] Βλ. Silvia Federici, Caliban and the Witch. Women, the Body and Primitive Accumulation, Autonomedia, 2004.
[4] Έχω αναπτύξει εκτενώς τη σχετική προβληματική, στο Αθηνά Αθανασίου, Η Κρίση ως «κατάσταση Έκτακτης Ανάγκης»: Κριτικές και Αντιστάσεις, Αθήνα, Σαββάλας, 2012.
[5] Maurizio Lazzarato, Governing by Debt. Semiotext(e), MIT Press, 2015, σ. 173.
[6] Στο ίδιο, σ. 168.
[7] Στο ίδιο, σ. 211. Στο ίδιο, σ. 168.
[7]Στο ίδιο, σ. 211.
Πηγή: Ενθέματα