1. Εμπειρίες από την καθημερινότητα των συνεργατικών του πρώιμου εναλλακτικού κινήματος
Υπάρχει μια εμπειρία από την καθημερινή πρακτική των πρώτων κολεκτίβων που δημιουργήθηκαν στην Ευρώπη μετά το 68 και την ανάπτυξη του πρώιμου εναλλακτικού κινήματος. Η κύρια συζήτηση που γινόταν στα πλαίσιά τους αφορούσε στη χειραφέτηση της εργασίας. Οι καθημερινές εργασιακές σχέσεις και η καθημερινή ζωή τους έπρεπε να διαφοροποιηθούν και να συνδεθούν με το όραμα της σοσιαλιστικής κοινωνικής προοπτικής. Και αυτό να εκφρασθεί όχι στα λόγια και στις καθαρά πολιτικές δραστηριότητες μόνο, αλλά και στον αθέατο συνήθως καθημερινό τρόπο συμπεριφοράς των μελών τους.
Η καθημερινή συμπεριφορά θεωρήθηκε το κύριο αντικείμενο των αλλαγών. Όχι μόνο στις συζητήσεις, αλλά επίσης και στην συλλογική τους εργασία, έπρεπε να αναπτυχθούν εναλλακτικές προς την κυρίαρχη νοοτροπία συμπεριφορές. Τονιζόταν ιδιαίτερα ότι δια της εργασίας δεν παραγόταν μόνο αντικείμενα, προϊόντα και αξίες, αλλά και η ομαδικότητα, η ίδια η κοινότητά τους.
Έχουν γραφεί πολλά βιβλία, αλλά κυρίως μικρές μπροσούρες για τις εμπειρίες που δημιουργήθηκαν στα πλαίσια κολεκτίβων εργασίας, κυρίως αγροτικών κομμούνων. Το να αλλάζεις την καθημερινότητα μέσα στην κομμούνα σήμαινε κυρίως να αλλάζεις την οργάνωση της εργασίας της. Όπως διατυπωνόταν χαρακτηριστικά από μια τέτοια κομμούνα: «ο στόχος είναι ο καθένας κατά το δυνατόν να μπορεί να αυτοκαθορίζει τη δουλειά του στο αγρόκτημα και να δουλεύει με όρεξη»[1] . Για τη καθημερινή κατανομή της αναγκαίας εργασίας αποφασιστικό κριτήριο ήταν ο αυτοκαθορισμός. Ο καθένας έπρεπε διαδοχικά να αναλαμβάνει την ευθύνη για κάθε συγκεκριμένο κομμάτι της αναγκαίας εργασίας, αλλά στο πλαίσιο αυτού του κομματιού ήταν σε πολύ μεγάλο βαθμό ανεξάρτητος. « Για τον καθένα μένει μεγάλο πεδίο ελεύθερο για να κατανείμει τη μέρα του, σε συνεννόηση με τους άλλους να φέρνει σε πέρας και να επιδιώκει να ενσωματώνει στο χρόνο του επίκαιρες εργασίες, αλλά και συνεπαγόμενες εργασίες, οι οποίες δεν συνδέονται άμεσα με τη διαδικασία παραγωγής»[2].
Παράλληλα με την αυτονομία έπαιζε σημαντικό ρόλο και η κατάργηση του καταμερισμού της εργασίας. Απορριπτόταν επίσης και η διαφορά μεταξύ της αμειβόμενης και της μη αμειβόμενης εργασίας στο νοικοκυριό. Άνδρες και γυναίκες έκαναν ίδιες εργασίες και αμείβονταν το ίδιο. Το κριτήριο ήταν αν η συγκεκριμένη εργασία θεωρούνταν απαραίτητη για τη συλλογικότητα. Έτσι το μαγείρεμα, το καθάρισμα, η ενασχόληση με τα παιδιά, ήταν εργασίες που αναλαμβάνονταν εκ περιτροπής από τα μέλη της, μπαίνοντας στο πλάνο των απαραίτητων για την ημέρα εργασιών-συνήθως στο εβδομαδιαίο πλάνο.
Σημαντικός στόχος επίσης στα πλαίσια, ιδίως των αγροτικών κομμούνων, ήταν να εξισώνουν τις διαφορές στη γνώση και τις δεξιότητες μεταξύ των μελών τους, ώστε να καταργείται βαθμιαία η διαφορά χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας, καθώς και η διάκριση μεταξύ του ελεύθερου χρόνου και της εργασίας. Η υποκειμενικότητα είχε τη θέση της όχι μόνο εκτός εργασίας, αλλά και στα πλαίσιά της. Παράλληλα δινόταν μεγάλη σημασία στη σχέση της οικονομικής, συναισθηματικής και πολιτικής διάστασης στη καθημερινότητα της συλλογικότητας.
Οι εξελίξεις στην οργάνωση της εργασίας στα πλαίσια του εναλλακτικού κινήματος, είχαν επηρεασθεί φυσικά από τις προηγούμενες εμπειρίες των συμμετεχόντων στα πλαίσια των καπιταλιστικών ιδιωτικών επιχειρήσεων και των κρατικών υπηρεσιών. Η άρνηση ακριβώς αυτών των συνθηκών εργασίας ήταν και η αφετηρία για τη δημιουργία νέων στα πλαίσια πολλών τέτοιων εναλλακτικών εγχειρημάτων. Σύμφωνα με ένα από αυτά, το «Schwarzmarkt»[3](«Μαύρη Αγορά»): «Ακόμα και όταν η εμπορευματοποιημένη κοινωνία ξανά και ξανά μας ενσωματώνει, τουλάχιστον δεν είμαστε εκτεθειμένοι στην ιδιαίτερη βαρβαρότητα της αλυσίδας παραγωγής και δεν χρειάζεται να πουλιόμαστε στον καπιταλιστικό Μολώχ , εάν δεν δουλεύουμε στο εργοστάσιο, αλλά “καθαρίζουμε το υπόγειο και το πάτωμα” σε ένα συλλογικό εγχείρημα» Κύρια κριτική ασκήθηκε στην αλυσίδα παραγωγής των εργοστασίων, ενώ γινόταν πιο αποδεκτή η εργασία σε μικρά και μεσαία εργαστήρια, παρόλο που και δω οι εξειδικευμένοι εργαζόμενοι υπακούουν σε καπιταλιστικές συνθήκες εργασίας. Όπως το περιγράφει κάποιο μέλος ενός άλλου τέτοιου εγχειρήματος[4]: « Υπάρχει μεγάλη διαφορά αν εργάζομαι στην Όπελ, στην αλυσίδα παραγωγής και στέκομαι όλη την ημέρα κάνοντας τρείς μόνο κινήσεις με τα χέρια, από το αν παίζω τον ρόλο του εξειδικευμένου εργάτη σε ένα μεσαίο εργαστήριο. Στην πρώτη περίπτωση η ίδια η εργασία μου δίνει να καταλάβω ότι είμαι ένα μηδενικό, κάθε στιγμή ανταλλάξιμος, ένας πολύ μικρός αριθμός. Στη δεύτερη περίπτωση μπορώ να αντιμετωπίσω πολύ διαφορετικά τον μαέστρο ή το αφεντικό».
Ο στόχος λοιπόν που έμπαινε από το εναλλακτικό κίνημα, ήταν να εφευρεθούν βασικές εναλλακτικές- προς τις καπιταλιστικές- σχέσεις: «Η ζωή αρχίζει εκεί που τελειώνει η δουλειά στον καπιταλισμό. Η δουλειά είναι κλεμμένη ζωή. Αυτό δεν πρέπει να συμβαίνει. Δουλειά που επιλέγεις ο ίδιος, στην οποία νιώθεις ότι αυτοπραγματώνεσαι, μπορεί να είναι ένα μέρος της ζωής σου»[5]. Η αυτοοργανωμένη συλλογική εργασία προτεινόταν σαν ένα θετικό βήμα σε σχέση με την επιλογή μέρους του κινήματος μετά το `68 , των «Spontis»(«Αυθόρμητων»), οι οποίοι προτιμούσαν να κάνουν οποιαδήποτε προσωρινά μεροκάματα ώστε να χρηματοδοτούν τη συνήθως λιτοδίαιτη ζωή τους ή τις μακρόχρονες διακοπές τους.
Από το 1970 και μετά στις δυτικές «αναπτυγμένες» χώρες(Αμερική –Ευρώπη) έχανε σταδιακά την πρωτοκαθεδρία η βιομηχανική εργασία. Με την «πληροφορικοποίηση» της διαδικασίας παραγωγής μειώθηκε το βάρος της πνευματικής, καλλιτεχνικής και εξειδικευμένης εργασίας. Το αποτέλεσμα ήταν εκτός των άλλων και η ανάπτυξη μιας «μποέμικης» συνείδησης σε πολλούς νέους της μεσαίας τάξης, που είχαν μορφωθεί, αλλά δεν εύρισκαν δουλειά αντίστοιχη με το επίπεδό τους στη βιομηχανία. Έτσι το 40% περίπου των μελών των εναλλακτικών εγχειρημάτων ήταν σπουδαγμένοι και ακαδημαϊκοί.[6]
2. Μεταξύ της άρνησης και των κινήτρων
Μετά από κάποιο διάστημα λειτουργίας των εναλλακτικών αυτών εγχειρημάτων, φάνηκε ότι το πλαίσιο της αυτοκαθοριζόμενης εργασίας έφθανε στα όριά του. Διαπιστώθηκε π.χ. από τη «Schwarzmarkt»: «μια αντίφαση μεταξύ του εξαναγκασμού μιας συγκεκριμένης χρονικά συγκομιδής, οικολογικά/οικονομικά σωστών γεωργικών πρακτικών και του λεγόμενου “εθελούσιου αξιώματος” ή του “υποκειμενικού παράγοντα”. Μια αντίφαση, η οποία δεν λύνεται ούτε με το τεχνικό-πραγματιστικό σύνθημα “η δουλειά είναι δουλειά”, ούτε με τη πιπίλα του “γουστάρω-δεν γουστάρω ”, αλλά μόνο με το να μπαίνει σε συζήτηση, ξανά και ξανά, η τροποποίηση της οργάνωσης της εργασίας, η ανακατανομή των ρόλων και η επαναξιολόγηση των καθηκόντων»[7]. Οι συμπεριφορές στο χώρο εκπαίδευσης-εργασίας, που πριν στα πλαίσια των σχολείων-πανεπιστημίων και των εργοστασίων ήταν η αρχή της αντίστασης, στα πλαίσια των κολεκτίβων έγιναν εμπόδιο. Έτσι όταν υπήρχε όξυνση έμπαινε στο προσκήνιο ξανά το ζήτημα των κινήτρων για εργασία.
Το ίδιο ζήτημα έμπαινε και στις αγροτικές κομμούνες. Αντιμετώπιζαν το πρόβλημα της υποκειμενικής άρνησης εργασίας: «Όταν και αν βρίσκονται κίνητρα μόνο στη βάση προσωπικών προτεραιοτήτων και των γενικά αποδεκτών σαν αναγκαίων εργασιών-όπως η επιδιόρθωση σκεπής, η αντικατάσταση δαπέδου και μέρους της ηλεκτρικής εγκατάστασης, και, και και-τότε για πόσο μπορεί να υπάρχει συνέχεια χωρίς κατάλληλους κανόνες οργάνωσης και κυρώσεων, που εφάρμοσαν στο παρελθόν και το παρόν επιτυχημένες πειραματικές κομμούνες;»[8].
Η αυτονομία του ατόμου έρχεται συχνά σε αντίθεση με την απαραίτητη για την ύπαρξη της συλλογικότητας εργασία. Για αυτό οι αγροτικές κομμούνες έπρεπε να βρίσκουν τρόπους να ξεπερνούν το πρόβλημα με το κινητοποιούν τα άτομα χωρίς να καταφεύγουν σε ιεραρχίες και μηχανισμούς κυρώσεων: «Όλοι στην ομάδα θα πρέπει να μαθαίνουν να κινητοποιούν τους εαυτούς τους και τους άλλους με τέτοιο τρόπο, ώστε ο καθένας να αναλαμβάνει υπευθυνότητα, χωρίς να αισθάνεται ότι καθίσταται υπεύθυνος από τους άλλους… Οργάνωση, τάξη, υπευθυνότητα, καθαριότητα, βοηθούν στην επικράτηση μιας πραγματικά χαλαρής καθημερινότητας και στη σχετική σταθερότητα της ομάδας. Όλα αυτά είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για μια μακρόχρονη διαδικασία εκμάθησης σε εναλλακτικές κοινωνικές σχέσεις, με τις οποίες εμπλουτίζεται η συνείδηση των μελών, ώστε να μπορούν να καταλαβαίνουν τι συμβαίνει με τους ίδιους και να δρουν αυτοκαθοριζόμενοι».
Υπήρχε πάντα ο κίνδυνος να αποτύχει ένα εγχείρημα, αν κάποια από τα μέλη επέμειναν στην ικανοποίηση κάποιας ανάγκης, που είτε δεν τη συζητούσαν, είτε στρεφόταν ενάντια στη συλλογικότητα. Από την άλλη η επικράτηση κάθε φορά του συλλογικού μηχανισμού θα μπορούσε να οδηγήσει σε ύπουλη επιστροφή στις στάσεις και συμπεριφορές της αστικής κοινωνίας. Σε κάθε περίπτωση η συλλογικότητα ήταν ο αποφασιστικός χώρος, όπου λυνόταν η αντίθεση και έμπαιναν όρια στην ατομική συμπεριφορά. Στα πλαίσια της συλλογικότητας γινόταν στην ουσία έρευνα και καθημερινή πρακτική σε αυτό που ο Μισέλ Φουκώ είχε περιγράψει για την γενικότερη κοινωνία με τις έννοιες των «τεχνικών εξουσίας» και «ατομικών τεχνικών», σε σχέση με την κοινωνική σταθερότητα και τη συναίνεση. Η εντατική αντιπαράθεση που υπήρχε σε σχέση με την οργάνωση της εργασίας και τα κίνητρα για εργασία, στα πλαίσια του εναλλακτικού κινήματος δείχνει ότι η εναλλακτική καθημερινότητα καθοριζόταν από το ζήτημα της ηγεσίας, της καθοδήγησης και της ταχτικής στην επίλυση αντιθέσεων. Απαιτούσε τη διαμόρφωση μιας νέας μορφής διακυβέρνησης. Στην ώρα των αποφάσεων φαινόταν το σημείο σύγκλησης μεταξύ του ετεροκαθορισμού και αυτοκαθορισμού των μελών. Στην ουσία τότε τα μέλη βρισκόταν μπροστά στο ζήτημα της συλλογικής αυτοκυβέρνησης. Από την προσπάθεια των εναλλακτικών εγχειρημάτων να περιορισθούν οι τάσεις αυτοκαταστροφής, διαμορφώθηκε μια μορφή διακυβέρνησης, η οποία όμως δε θα μπορούσε να επιβιώσει για πολύ χωρίς συναίνεση και στηριζόμενη στην άνευ όρων υπακοή.
Το επίπεδο των περιορισμών των απαραίτητων για τη διατήρηση και συνέχιση των εναλλακτικών εγχειρημάτων, ήταν συνδεδεμένο στενά με τη συγκεκριμένη κάθε φορά οικονομική κατάστασή τους. Όσο μικρότερη ήταν η οικονομική πίεση, τόσο μεγαλύτερη η δυνατότητα ελιγμών και εύρεσης ισορροπίας. Έτσι τα μέλη σε κάποιες αγροτικές κομμούνες της Γερμανίας π.χ. δε μπορούσαν να αντεπεξέλθουν οικονομικά μόνο με τη δουλειά στο αγρόκτημα. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να υπάρχουν και οικονομικές εισροές από ενασχολήσεις «έξω» από αυτό, πράγμα που έδινε τη δυνατότητα για πιο «φιλελεύθερη» αντιμετώπιση των προβλημάτων στην εργασία στο αγρόκτημα, αφού δεν υπήρχε και μεγάλη οικονομική πίεση. Δεν συνέβαινε όμως αυτό παντού.
3. Η κρίση των πρώιμων εναλλακτικών εγχειρημάτων
Στα περισσότερα πρώιμα συνεργατικά εγχειρήματα και κολεκτίβες, παρόλο που υπήρχε περιορισμός σε συγκεκριμένες ανάγκες κατά περιόδους και επαναλαμβανόμενες εργασίες με χαμηλές αμοιβές, καθώς και ωράρια μέχρι και 12 ωρών-γενικά όχι καλές συνθήκες εργασίας- επειδή δεν επιβάλλονταν από διευθυντές και αφεντικά, αλλά ήταν αποτέλεσμα συλλογικών συζητήσεων και αποφάσεων, γινόταν όλα αυτά αποδεκτά από τα μέλη. Αλλά επειδή υπήρχε συλλογική απόφαση, δεν σήμαινε ότι άλλαζε και τους οικονομικούς περιορισμούς. Απλά άλλαζε τις προτεραιότητες και αντί να έμπαινε το πρόβλημα για το ποιές αναγκαιότητες και προβλήματα θα έπρεπε να αντιμετωπισθούν με τη συλλογική προσπάθεια, έμπαινε σαν πρωταρχικό το ζήτημα του τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίζονταν.
Στο 2ο μισό της 10ετίας του `70, το εναλλακτικό κίνημα είχε μεγάλη επίδραση και δημιουργήθηκαν πάρα πολλά εγχειρήματα, τα οποία συνδέθηκαν μάλιστα μέσα από τοπικές, περιφερειακές και εθνικές συναντήσεις από τη μια, αλλά από την άλλη πολλά από αυτά, σε μικρό χρονικό διάστημα από τη δημιουργία τους, έπεσαν σε βαθειά κρίση. Η βασική αιτία ήταν ότι έπρεπε να ανταγωνισθούν με όρους αγοράς τις συμβατικές επιχειρήσεις. Το αρχικό κεφάλαιο με το οποίο ξεκινούσαν τις δραστηριότητές τους ήταν συνήθως πολύ μικρό. Έτσι εξαρτιόταν πολύ από τους εράνους στους υποστηρικτές τους και από την ένταση στην προσφορά εργασίας των μελών τους, πράγμα που δεν έμεινε χωρίς συνέπειες. Λόγω της δύσκολης οικονομικής κατάστασης στην οποία βρισκόταν έμπαινε όλο και περισσότερο στο προσκήνιο η ανάγκη για αποδοτική οργάνωση της εργασίας από τη μια, και από την άλλη δεν μπορούσαν να πληρωθούν οι εργασίες των μελών σύμφωνα με τον σχεδιασμένο προϋπολογισμό. Λόγω του μεγάλου συνήθως φόρτου εργασίας, η πρόθεση για ανάπτυξη άλλου τρόπου ζωής και εργασίας έφθανε στα όριά της.
Υπήρχε λοιπόν κριτική από τη μεριά μελών: «απόδοση σημαίνει αντοχή στις συζητήσεις, συνεδριάσεις, διεισδυτική ματιά στα οργανωτικά θέματα, σωστές πολιτικές υποθέσεις για όλα τα συμβαίνοντα, μεγιστοποίηση παραγωγής και πωλήσεων-εν συντομία μέρα νύχτα στα πόδια με ενεργητική συμμετοχή για τη συλλογικότητα και με τις προσωπικές ανάγκες και σχέσεις στο μίνιμουμ ή καλύτερα ολοκληρωτικά ξεχασμένες…». Η μεγάλη πίεση οδηγούσε αργά αλλά σταθερά σε βαθειά κρίση τις σχέσεις μεταξύ των μελών και συνήθως η αντίφαση μεταξύ της ανάγκης για αυτονομία και αυτοπραγμάτωση και της ανάγκης λειτουργίας του εγχειρήματος λυνόταν υπέρ της συλλογικότητας. Αλλά αυτό οδηγούσε σε ένα σπιράλ την αντίδραση κάποιων μελών: «αν δεν είμαστε σε θέση να δημιουργήσουμε συλλογικά μια κατάσταση εργασίας, απαλλαγμένη από καταναγκασμούς και ισορροπημένη μεταξύ της υποκειμενικής ανάγκης και της αντικειμενικής εμπειρίας, τότε μου είναι αδιάφορη η εφημερίδα»[9].
Η συνήθης εξέλιξη ήταν ότι τα μέλη που διαφωνούσαν με την πλειοψηφία αναγκαζόταν να αποχωρήσουν από το εγχείρημα. Όσοι μένανε αποφασίζανε για τον εαυτό τους ότι ο στόχος της αυτοπραγμάτωσης και της αυτονομίας μετατοπιζόταν για το μέλλον, ότι έμπαιναν όρια στο γούστο και την ευχαρίστηση, χάριν της συνύπαρξης στη συλλογικότητα. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του συνεργατικού τυπογραφείου «Druckladen» της Φρανκφούρτης, όπου ενώ σε ένα άρθρο σε μια εφημερίδα της πόλης, το Pflasterstrand, έκανε κριτική στα άλλα εναλλακτικά τυπογραφεία και ισχυριζόταν για το ίδιο ότι «φυσικά και είμαστε κάτω από συγκεκριμένους οικονομικούς καταναγκασμούς, αλλά δεν συμβιβαζόμαστε με απάνθρωπες συνθήκες στο χώρο μας». Στην ίδια έκδοση όμως της εφημερίδας υπήρχε άρθρο ενός μέλους του «Druckladen» που έγραφε: «Αυτό το τυπογραφείο υπάρχει ακόμα, επειδή εμείς οι ίδιοι με τη δουλειά μας αυτοκαταστρεφόμαστε. Μέσα σε δύο χρόνια έχω δουλέψει περισσότερο από ότι σε τρία χρόνια στο εργοστάσιο. Είναι αυτό εναλλακτικό;» Αναρωτιόταν το μέλος .
Σε μια συζήτηση όμως, μεταξύ διαφόρων εγχειρημάτων που οργανώθηκε στο Δυτικό τότε Βερολίνο, φάνηκε ότι σιγά σιγά η ανάγκη για αυτονομία συνδέθηκε με τον επιχειρηματικό τρόπο σκέψης. Έτσι μεγάλωνε η διάθεση να γίνονται αποδεκτές δυσχερείς συνθήκες εργασίας που ξεπερνούσαν και τα χαμηλότερα στάνταρτς που είχαν πετύχει τα συνδικάτα με τους εργοδότες τότε: «…Αλλά είναι ακριβώς αυτό που δεν χρειαζόμαστε(εννοεί τα στάνταρτς), γιατί μας κάνει κέφι η δουλειά μας όπως την κάνουμε. Όταν εγώ δουλεύω στο χώρο μου και 12 ώρες ασταμάτητα, δεν είμαι κουρασμένος όπως θα ήμουνα με 8 ώρες με διαλείμματα στο εργοστάσιο»[10]. Αυτή η διάθεση για δουλειά στα εγχειρήματα δεν εξηγείται μόνο από το ευχάριστο περιεχόμενο της δουλειάς. Συνδέεται περισσότερο με την οργάνωσή της, που έδινε την αίσθηση της αυτονομίας και της ανεξαρτησίας στον καθένα που συμμετείχε. Μιας αυτονομίας όμως που όλο και περισσότερο σκόνταφτε στα όρια που έβαζε η αγορά έξω.
Ενώ λοιπόν σε κάποια από τα εγχειρήματα επικράτησε η απογοήτευση και η συρρίκνωση, σε άλλα στάθηκε δυνατόν να συνεχίζουν-ακόμα και κάτω από δύσκολες οικονομικές συνθήκες-με τις πολιτικές αρχές του εναλλακτικού κινήματος. Στάθηκε δυνατόν γιατί είχαν καταφέρει να συνδεθούν με κομμάτια της κοινωνίας και καταναλωτές των προϊόντων τους, που τους στηρίζανε παρόλο που η ποιότητα ή η τιμή τους δεν συναγωνίζονταν αυτή των συμβατικών προϊόντων της αγοράς. Μια από τις αιτίες για την χαμηλή ποιότητα- φαινομενικά γιατί π.χ. τα αγροτικά προϊόντα των κομμούνων μπορεί να μην είχαν και την καλύτερη εμφάνιση, αλλά ποιοτικά ήταν καλύτερα, αφού δεν περιείχαν φυτοφάρμακα και χημικά λιπάσματα-ήταν και το γεγονός ότι τα περισσότερα μέλη ήταν αυτοδίδακτοι στη συγκεκριμένη παραγωγή και ότι σιγά-σιγά αποκτούσαν δεξιότητες με σκληρή και πολλή δουλειά. Αυτό εκτιμούσαν και οι «πελάτες» υποστηρικτές τους, που δεν τους στηρίζανε μόνο για πολιτικούς λόγους, αλλά και γιατί προσέχανε και την υγεία τους. Είχε αρχίσει εντωμεταξύ να δημιουργείται και το πρώιμο αντίστοιχο κίνημα των κριτικών και συνειδητών καταναλωτών και των οπαδών της «υγιεινής ζωής».
Έχουμε αρκετά τέτοια παραδείγματα που κατάφεραν να παραμείνουν μέχρι και σήμερα ελκυστικά για τη νεολαία, η οποία «ψαχνόταν για έναν άλλο τρόπο ζωής». Γινόταν ιδιαίτερα ελκυστικά σε περιόδους που «έξω από αυτά» οι συνθήκες εργασίας χειροτέρευαν ή επικρατούσε μεγάλη ανεργία. Κατάφεραν να ξεπεράσουν τη κρίση τους δίνοντας μια απάντηση που είχε να κάνει περισσότερο με τις αλλαγές στα πλαίσιά τους «εδώ και τώρα» και όχι περιμένοντας τις αλλαγές των γενικότερων κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών συνθηκών. Αυτά μπόρεσαν να δώσουν ταυτόχρονα και μια απάντηση στη ίδια τη κρίση του πρώιμου εναλλακτικού κινήματος και στη διαμόρφωσή του σε πιο ρεαλιστική βάση, παίρνοντας τη μορφή αντιπυρηνικού, οικολογικού ή του κινήματος για την ποιότητας ζωής.
[1] Leineweber, Schibel, “Die Alternativbewegung” («Το Εναλλακτικό Κίνημα»), σελ. 97
[2] Schibel, Es genügt nicht, in den Spalten der Geselschaft zu leben, Teil II (Δεν αρκεί να ζεις στις ρωγμές της κοινωνίας, Μέρος ΙΙ), σελ. 16
[3] Ιδρύθηκε το 1975 στο Αμβούργο και συμμετείχαν περίπου 100 άνθρωποι που απασχολήθηκαν αυτοοργανώνοντας συνεργεία αυτοκινήτων, ηλεκτρολογεία, ραφεία, κεραμοποιεία, γραφεία νομικών και ιατρικών συμβουλών, καθώς και ένα κέντρο πληροφοριών και μια ομάδα βοτάνων, αναπτύσσοντας ταυτόχρονα και σχέσεις με αγροτικές κομμούνες για τη διατροφή τους.
[4] ASH (Arbeiterselbsthilfe=Αυτοβοήθεια των εργατών), ένα εγχείρημα του πρώιμου εναλλακτικού κινήματος στη Γερμανία, που συστάθηκε το 1976 και εξειδικεύθηκε με μετακομίσεις, καθαρισμούς και επιδιορθώσεις επίπλων.
[5] Ebenda, σελ. 11
[6] Brand, Büsser, Rucht, Aufbruch in eine andere Gesellschaft(Εμπρός για μια άλλη κοινωνία), σελ. 256
[7] Carstensen, Gegenökonomie und Alternativkultur, σελ. 11.
[8] Leineweber, Schibel, «Die Alternativbewegung»(«Το Εναλλακτικό Κίνημα»), σελ 100.
[9] Πρόκειται για την εναλλακτική συνεργατική εφημερίδα radikal (ριζοσπαστικός). Το απόσπασμα από το: Wie eine radikal entsteht, σελ.13
[10] Ebenda, σελ. 9