Τι είναι αυτό που κάνει τα δίκτυα αλληλεγγύης να αποτελούν προσωπική επιλογή για μια μεγάλη μερίδα του λαού και κυρίαρχη πολιτική επιλογή για οργανωμένους πολιτικούς φορείς, τι είναι αυτό που οδηγεί τον κόσμο να συμμετέχει σε ένα δίκτυο αλληλεγγύης ψυχή τε και σώματι; Είναι, άραγε, η συμμετοχή στα δίκτυα αλληλεγγύης ικανός παράγοντας να οδηγήσει στη ριζοσπαστικοποίηση της κοινωνίας, στην ανατροπή του μέχρι τώρα εμπεδωμένου τρόπου σκέψης και συμπεριφοράς; Υπάρχουν ρεαλιστικές πιθανότητες αναδόμησης των κοινωνικών στερεοτύπων μέσα απ' αυτά; Πώς βιώνεται η έννοια της αυτοδιαχείρισης από τους αλληλέγγυους συμμετέχοντες και τι συνέπειες έχει τούτη η εμπειρία τους;
Το ενδιαφέρον για τους άλλους έχει αναγνωριστεί ως ένα σημαντικό μέσο προφύλαξης απέναντι στις απειλές του ατομικισμού στις σύγχρονες «δημοκρατικές» κοινωνίες. Τα άτομα συχνά αντιλαμβάνονται πως είναι προς όφελός τους να δρουν αλληλέγγυα προς τους άλλους. Ταυτόχρονα, συνειδητοποιούν πως αυτή τους η δράση καλύπτει προσωπικές, συναισθηματικές κυρίως ανάγκες και μειώνει το αίσθημα μοναξιάς και κατάθλιψης. Η δραστηριοποίηση σε μία τέτοια ομάδα δράσης εξηγείται φυσικά σε μεγάλο βαθμό και από την αρχή της ολόπλευρης ανάπτυξης του ανθρώπινου δυναμικού και της πλήρους αξιοποίησης των ικανοτήτων και των δυνατοτήτων του ατόμου.
Η ταυτοποίηση με τις ομάδες αλληλέγγυας δράσης συνήθως συμβαίνει φυσιολογικά. Φαίνεται πως οι άνθρωποι έχουν μία έμφυτη ανάγκη να εργασθούν ή να παράγουν και μία τάση να ψάχνουν για σκοπό και νόημα στη ζωή. Έχουν επίσης την ανάγκη να δημιουργούν δεσμούς. Ο λαός βιώνει τις πρωτόγνωρα στρεσογόνες καταστάσεις που προκαλεί η βάρβαρη πολιτική της λιτότητας. Κατά συνέπεια, οι άνθρωποι που βρίσκονται κάτω από συνθήκες ψυχικής εξουθένωσης αναζητούν τη δημιουργία συνδέσεων και δεσμών με τους άλλους μέσω της εμπλοκής τους σε κάποια ομάδα δράσης . Μειώνεται έτσι το αίσθημα του άγχους και της μοναξιάς και ταυτόχρονα συναντούν κοινωνική υποστήριξη, η οποία συνήθως λαμβάνει τις εξής μορφές: συναισθηματική υποστήριξη, ανατροφοδότηση, πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο χειρισμού των καταστάσεων και αποδοχή συγκεκριμένης έμπρακτης (σε αρκετά δίκτυα υλικής) βοήθειας και υποστήριξης.
Η υπαγωγή σε μία ομάδα αλληλεγγύης εξαρτάται από τον βαθμό της ταύτισης με αυτήν, δηλαδή με τον βαθμό στον οποίο το άτομο αισθάνεται ότι ανήκει σε αυτήν, με βάση την ομοιότητα των στάσεων, των πεποιθήσεων και των κοινωνικοοικονομικών χαρακτηριστικών του και αυτών των μελών της ομάδας. Προηγείται πιθανώς μία διαδικασία σύγκρισης των διαφόρων ομάδων που αποτελούν τις εναλλακτικές επιλογές, οι οποίες πιθανά συγκρούονται μεταξύ τους, ώστε να καταλήξει στην φαινομενικά περισσότερο ταιριαστή στην ιδιοσυγκρασία και τις αξίες του ομάδα. Παρόμοιες νόρμες και αξίες σε συνδυασμό με κοινές εμπειρίες οδηγούν τα μέλη διαφορετικών ομάδων να δημιουργούν δεσμούς μεταξύ τους. Σε ένα δίκτυο αλληλεγγύης θα μπορέσουν ναενταχθούν εύκολα και άνθρωποι που προηγουμένως ανήκαν σε διαφορετικούς ή αντίθετους από την Αριστερά χώρους, οι οποίοι, παραμένοντας ευαίσθητοι και συνειδητοποιημένοι πολίτες βιώνουν πλέον μια γνωστική ασυμφωνία αντιλαμβανόμενοι πως οι ιδεολογικοί και πολιτικοί χώροι στους οποίους ανήκαν και οι άνθρωποι τους οποίους εμπιστεύτηκαν για ένα καλύτερο μέλλον ευτελίζουν καθημερινά την ανθρώπινη ζωή και αξιοπρέπεια. Επομένως εγκαταλείπουν τους χώρους τούτους και μπαίνουν ταχύτατα σε μία ουσιαστική προσπάθεια αναμόρφωσης της κοινωνίας, ή σύμφωνα με τη ρητορική των ομάδων αυτών, ανατροπής και εκ νέου οικοδόμησής της. Σίγουρα πάντως, περισσότερες πιθανότητες δραστηριοποίησης σε ένα δίκτυο αλληλεγγύης έχουν τα άτομα με εσωτερική έδρα ελέγχου, εκείνοι δηλαδή που πιστεύουν πως τα πράγματα συμβαίνουν είτε επειδή τα προκαλούμε είτε επειδή επιτρέπουμε να συμβούν.
Τα δίκτυα αλληλεγγύης αποτελούν ένα εξαίρετο παράδειγμα μαζικοποίησης του κινήματος. Η εμπειρική έρευνα έχει δείξει πως η ταυτοποίηση με την ομάδα διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της αντίληψης περί αλληλεγγύης και περί της δέσμευσης των μελών της ομάδας να δεσμευτούν σε συλλογική δράση. Με την ένταξή και τη δράση του σε μία ομάδα αλληλεγγύης το άτομο αποκτά και την αντίστοιχη θετική κοινωνική ταυτότητα, βελτιώνοντας έτσι την αυτοεκτίμησή του. Έπειτα δρα σε αντιστοιχία με αυτή. Ανεπαίσθητα τα αιτήματα μικρότερων συλλογικοτήτων γίνονται πλέον κοινά αιτήματα όλων των συμμετεχόντων. Για παράδειγμα το αίτημα υγειονομικών, συνδικαλιστών και κομμάτων για ισότιμη πρόσβαση όλων στο σύστημα υγείας, βρίσκει εκατοντάδες πολίτες να το ενστερνίζονται, μέσα από τα Κοινωνικά Ιατρεία Αλληλεγγύης. Σημαντικότατη είναι, επομένως η κοινωνική επίδραση που παρατηρείται σε ότι αφορά την αλλαγή στις στάσεις και τη δράση των αλληλέγγυων, η οποία εμφανίζεται ως αξιοσημείωτα μαχητική καθώς και η κοινωνική συμμόρφωση με τις στάσεις και τις πρακτικές της ομάδας. Η ιδιότητα του ανθρώπου ως αλληλέγγυου προσώπου είναι σημαντική, καθώς είναι επικεντρωμένη στην αυτό-εικόνα του και σχετική με τους στόχους και τις αξίες του. Το άτομο πασχίζει λοιπόν να φέρει σε πέρας τους ρόλους που απορρέουν από αυτήν και να μην απογοητεύσει την ομάδα. Απομακρύνεται από τη λογική της ανάθεσης, δραστηριοποιείται και συμμετέχει, αντιλαμβάνεται βιωματικά την πολιτική ως «υπόθεση όλων» και όχι ως τσιτάτο, και διεκδικεί την άμεση ικανοποίηση των ρεαλιστικών αναγκών(τροφή, στέγαση, πρόσβαση σε υγεία και παιδεία), διαχωρίζοντάς τες από τις επιβεβλημένες ανάγκες (καταναλωτισμός).. Μέσω του διαλόγου οι άνθρωποι συμμετέχουν και αναπτύσσουν τις συλλογικές και κοινές μορφές ζωής που συγκροτούν την νέα κουλτούρα τους. Η ιδεολογία που χαρακτηρίζει τους χώρους αυτούς, όχι μόνο δεν περιορίζει τη σκέψη αλλά την ενισχύει εφοδιάζοντάς την με νέα θέματα προς επεξεργασία. Το πλαίσιο αλληλεγγύης παρακινεί τα μέλη της ομάδας να κατευθύνουν τη δράση τους προς την επίτευξη του σημαντικού στόχου. Πρωταρχική πηγή της αυτό-κατηγοριοποίησης καθίσταται η ιδιότητα του μέλους της συγκεκριμένης ομάδας παρά η εθνικότητά του, απομακρύνοντας έτσι το άτομο από ρατσιστικές/φασιστικές ομάδες, τύπου Χ.Α.
Επίσης, τα Δίκτυα Αλληλεγγύης που λειτουργούν με αυτοοργάνωση αποτελούν ένα έξοχο «σχολείο δημοκρατίας». Μπορούν δηλαδή να λειτουργήσουν ως μαθησιακές ομάδες όπου με βιωματικό τρόπο μυούνται στην πραγματική δημοκρατία. Οι συνελεύσεις μετατρέπονται σε ομάδες ευαισθητοποίησης που εστιάζουν στην «εδώ και τώρα» εμπειρία των μελών τους. Μέσα στην συνέλευση-ομάδα, η οποία έχει κατακτήσει ένα αμοιβαίο κλίμα εμπιστοσύνης και ανεκτικότητας, το άτομο εμπλέκεται προσωπικά , απαλλάσσεται από συγκεκριμένες "λάθος" πεποιθήσεις και υιοθετεί νέες μεθόδους ακρόασης, αντίληψης και κοινωνικής δράσης, σαφώς περισσότερο δημοκρατικές και με κατεύθυνση τη χειραφέτηση.
Τέλος, στα δίκτυα αλληλεγγύης ο κυρίαρχος λόγος επανεξετάζεται και αμφισβητείται και δομείται εκ νέου στη συνείδηση των εμπλεκόμενων. Η έννοια της αλληλεγγύης για παράδειγμα διαφέρει πολύ από τον τρόπο που τη χρησιμοποιεί το Υπουργείο Οικονομικών για φοροεισπρακτικούς λόγους και εμπεδώνεται μέσα από τη σκληρή δουλειά και αφοσίωση στο συνάνθρωπο. Οι ανάγκες προκύπτουν μέσα από την καθημερινή επαφή και ανταλλαγή υπηρεσιών και όχι από δελτία τύπου κάποιων απόμακρων υπουργών. Η γλώσσα που χρησιμοποιούμε όχι μόνο περιγράφει την πραγματικότητα αλλά και την ανα-κατασκευάζει. Εξοικειώνεται η ελληνική κοινωνία με τις έννοιες της συμμετοχής, της πολιτικής, της αριστεράς, της χειραφέτησης, της αντίστασης, έννοιες από καιρό απόμακρες ή και απαξιωμένες. Η επιχειρηματολογία όπως δομείται μέσα στα δίκτυα κατασκευάζει εκδοχές του κόσμου υποσκάπτοντας τις εναλλακτικές προϋπάρχουσες συστημικές εκδοχές. Ο κυρίαρχος λόγος των ΜΜΕ, οι ατέρμονοι βερμπαλισμοί της πολιτικής ηγεσίας του τόπου και οι οικονομίστικες θεωρίες της εξόδου από την κρίση και της σωτηρίας του ευρώ αποδομούνται, καθώς υπάρχει και η γλώσσα της ανάγκης για επιβίωση. Τα δίκτυα αλληλεγγύης επιστρατεύουν και το εργαλείο της γλώσσας για να δομήσουν τη νέα, υπό κατασκευή στη μικροκλίμακα τους, πραγματικότητα, εμβολιάζοντας τους συμμετέχοντες με όποιον τρόπο σε αυτά, απέναντι στην προπαγάνδα.
Ελπίζοντας πως μία πρώτη ανάλυση, όπως η παραπάνω θα ενισχύσει την συχνά διατυπωμένη επιθυμία για οικοδόμηση νέων δικτύων αλληλεγγύης... σε αντίθετη περίπτωση η εφεδρεία του λαϊκισμού και του φασισμού θα βρουν εύφορο κοινωνικό έδαφος...
της Κατερίνας Νοτοπούλου
Πηγή