Ο εφοδιασμός του πληθυσμού σε ηλεκτρική ενέργεια έχει να κάνει σε ένα μεγάλο βαθμό με την εξασφάλιση ενός κοινωνικού -συλλογικού αγαθού. Γιατί ναι μεν υπάρχουν σήμερα τεχνολογικές δυνατότητες παραγωγής της σε ατομικό ή επίπεδο νοικοκυριού, όμως η επένδυση σε τέτοια συστήματα είναι αρκετά υψηλή ακόμα. Το γεγονός αυτό δεν δίνει τη δυνατότητα, ιδίως σε νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα, να ανεξαρτοποιηθούν σε σχέση με τον εφοδιασμό σε ηλεκτρική ενέργεια, πράγμα το οποίο συμβαίνει με τις άλλες μορφές ενέργειας. Και επειδή ο εφοδιασμός στηρίζεται μάλιστα στα δίκτυα διανομής(ΥΤ,ΜΤ,ΧΤ), η ηλεκτρική ενέργεια έχει τα χαρακτηριστικά περισσότερο ενός συλλογικού-κοινωνικού αγαθού (το κοινωνικό γιατί αφορά στις νεωτεριστικές κοινωνίες και δεν είναι ένα φυσικό αγαθό, όπως π.χ. το νερό), παρά ενός αγαθού που ο κάθε καταναλωτής του μπορεί να εξασφαλίσει άμεσα και καθημερινά από την αγορά.
Με αυτή την έννοια και σαν καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας-και όχι μόνο σαν πολίτες-θα πρέπει να μας απασχολεί το θέμα της παραγωγής, της διανομής και της κατανάλωσής της, σαν να πρόκειται για ένα συλλογικό αγαθό, που μας αφορά όλους. Αν π.χ. παράγεται με τρόπο που μολύνει τον αέρα ή τα νερά ή γενικότερα το περιβάλλον, αυτό μας αφορά όλους, γιατί τις συνέπειες όλοι θα τις υποστούμε. Αν το δίκτυο διανομής μιας εταιρείας (π.χ. ΔΕΗ) στήνεται σε δημόσια ή δημοτική γη και δρόμους αυτό αφορά όλους τους πολίτες ή δημότες. Αν αυξάνεται η τιμή του ρεύματος επίσης μας αφορά όλους. Ακόμα και αν σπάσει το μονοπώλιο της ΔΕΗ στη χώρα και δημιουργηθούν και άλλες εταιρείες παροχής, αν η μια εταιρεία αυξάνει την τιμή του ρεύματος προς τους πελάτες της, θα την ακολουθούν και οι άλλες(διεθνής εμπειρία: πουθενά ο ανταγωνισμός στα πλαίσια του ιδίου δικτύου δεν οδήγησε σε μείωση τιμών ρεύματος, αντίθετα σχεδόν παντού σε αύξηση). Αυτό επομένως αφορά όλους τους κατοίκους μιας περιοχής και ιδίως αυτούς που δεν μπορούν να πληρώσουν την αύξηση, αφού δεν θα το μπορούν και αν αλλάξουν πάροχο. Βλέπουμε δε πως χρησιμοποιεί τους λογαριασμούς όχι μόνο της ΔΕΗ, αλλά και των άλλων παρόχων η κάθε κυβέρνηση. Για να εισπράττονται οφειλές και προς τρίτους (π.χ. ΕΡΤ)και προς το ίδιο το κράτος( π.χ. ο φόρος κατοικίας). Το κεντρικό δίκτυο διανομής και η διαχείρισή του από εταιρείες και όχι από την κοινωνία, μετατρέπει λοιπόν αυτό το συλλογικό-κοινωνικό αγαθό στο να καταναλώνεται μόνο ατομικά μέσω των ιδιοκτητών των συνδέσεων και της πληρωμής των λογαριασμών. Η μη δυνατότητα πληρωμής του λογαριασμού από κάποια μέλη της κοινωνίας όμως δεν θα πρέπει να οδηγεί και στη μη δυνατότητα χρήσης του από αυτά(διακοπή της σύνδεσης). Γιατί τότε χάνεται ο κοινωνικός-συλλογικός του χαρακτήρας και άρα σπάει και η συναίνεση στο γενικότερο «κοινωνικό συμβόλαιο». Και άρα γίνεται κατανοητή η αντίδραση «της επανασύνδεσης» και χωρίς τη θέληση της εταιρείας.
Νομιμοποιείται δε περισσότερο, αν αυτή η «επανασύνδεση»(ή μη διακοπή σύνδεσης) γίνεται συλλογικά, με την έννοια ότι προωθείται από κοινωνικές οργανώσεις ή από τους ίδιους τους ΟΤΑ(Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης). Ήδη το βλέπουμε αυτό με αφορμή το «χαράτσι» της φορολογίας ακινήτων μέσω των λογαριασμών ηλεκ. ρεύματος, όπου κάποιοι δήμοι βγήκαν μπροστά στηρίζοντας αυτή την πρακτική αντιμετώπισης .
Όμως ίσως τώρα είναι η ευκαιρία για τη διατύπωση γενικότερων αιτημάτων προς τους δήμους, όσον αφορά στην παραγωγή, την διανομή και την κατανάλωση της ενέργειας. Μπορούμε σαν κίνημα πολιτών-δημοτών-καταναλωτών να απαιτήσουμε την ουσιαστική κοινωνικοποίηση-δημοτικοποίηση της ηλεκτρικής ενέργειας. Και αυτό να γίνει με αιχμή τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας(ΑΠΕ).
Η πρόταση ενός κινήματος πολιτών-δημοτών προς τους ΟΤΑ θα μπορούσε να πάρει τη μορφή: επιδίωξη ενεργειακής αυτοδυναμίας μέσω ενεργειακού εφοδιασμού από δημοτικές-διαδημοτικές επιχειρήσεις, που παράγουν ηλεκ. ενέργεια από ΑΠΕ, αγοράζουν από τον διαχειριστή του Δικτύου ΥΤ το ποσοστό της που ακόμα δεν παράγουν οι ίδιες, κατέχουν τα τοπικά δίκτυα ΜΤ-ΧΤ και διαχειρίζονται τη διανομή της ηλεκτρικής ενέργειας στους τελικούς καταναλωτές της περιοχή τους. Και όλα αυτά να συνδέονται με καμπάνιες εξοικονόμησης ενέργειας από τη μεριά τους.
Ταυτόχρονα θα μπορούσε να προτείνεται και προς τους πολίτες-δημότες:
Όσοι μπορούν οικονομικά(αφού αποσύρουν τις πιθανές οικονομίες από τις τράπεζες) να εγκαθιστούν φ/β συστήματα στις στέγες και ταράτσες των σπιτιών, στις στέγες των αγροτικών υπόστεγων και αποθηκών, σε μη παραγωγική γη. Να εγκαθιστούν μικρές ανεμογεννήτριες σε ευνοϊκά σημεία μη παραγωγικής γης. Να δημιουργούν μη κερδοσκοπικές εταιρείες και συνεταιρισμούς, εταιρείες λαϊκής βάσης( π.χ. ετερόρρυθμες) κ.λπ. για την παραγωγή ενέργειας από μικρές εγκαταστάσεις ΑΠΕ και διάθεσή της στα τοπικά δημοτικά δίκτυα.
Αυτό θα αποτελούσε μια κοινωνικοποίηση της παραγωγής της ενέργειας και θα οδηγούσε στην ενεργειακή αυτονομία των νοικοκυριών, των αγροτών, των μικρών επιχειρήσεων(με εφαρμογές στα κτίριά τους)και στη συνέχεια και στην ενεργειακή αυτονομία των δήμων και των περιοχών καθώς και σε φθηνότερους λογαριασμούς για όσους δημότες δεν μπορούν να προχωρήσουν σε δικές τους εφαρμογές.
Αν οι επόμενες ελληνικές κυβερνήσεις πιεζόταν, από το κίνημα αυτό και από τους ΟΤΑ, να ακολουθήσουν αυτό το δρόμο «απελευθέρωσης» της ενέργειας τα επόμενα χρόνια, τότε η ΔΕΗ αναγκαστικά θα προχωρούσε και αυτή σε αποκεντρωμένες εγκαταστάσεις παραγωγής και διανομής, καθώς και στο κλείσιμο των λιγνιτικών εργοστασίων της.