Η Ελληνική Τράπεζα Γενετικού Υλικού στην Θεσσαλονίκη συλλέγει και φυλάσσει DNA από 700 και πλέον ποικιλίες φυτών στην Ελλάδα, εδώ και αρκετές δεκαετίες. Όπως σχολιάζουν μελετητές για την Τράπεζα, «αποτελεί αξία ασφάλειας και παραγωγικότητας». Ο πλούτος που είναι σε θέση να προσφέρει η συλλογή της Τράπεζας ανέρχεται σε εκατομμύρια ευρώ. Παρόλα αυτά, σήμερα, η Τράπεζα υπολειτουργεί αντιμετωπίζοντας προβλήματα, όπως η έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού και η στέγαση. Η υποβάθμιση του ρόλου της μπορεί να οδηγήσει στην απώλεια του γενετικού υλικού που έχει συλλεχθεί και μαζί με αυτό να χαθεί και η ασφάλεια που παρέχει.
Στην Ελληνική Τράπεζα Γενετικού Υλικού, που σε παγκόσμια κατάταξη βρίσκεται στην 16η θέση και έχει συνεργαστεί με μεγάλα διεθνή ιδρύματα, φυλάσσονται 14.000 σειρές από κάθε ποικιλία. Οι σπόροι των ποικιλιών συντηρούνται για 20 χρόνια και στην συνέχεια φυτεύονται ξανά. Όταν το φυτό δώσει εκ νέου καρπό, νέοι σπόροι συλλέγονται και φυλάσσονται ώστε να ακολουθηθεί ο ίδιος κύκλος. Με αυτό τον τρόπο εξασφαλίζεται ότι ο συλλεχθέντας σπόρος δεν χάνει την βλαστικότητά του.
Το σύνολο της συλλογής της Τράπεζας μπορεί να προσφέρει τροφή για 80 με 100 χρόνια, ενώ ανάμεσα στις ποικιλίες που φυλάσσονται υπάρχουν και κάποιες που με τα χρόνια έχουν εξαφανιστεί από την καλλιέργεια. Ειδικότερα, ενώ στην αγροτική παραγωγή καλλιεργούνται αυτή την στιγμή 15 είδη ποικιλιών, η Τράπεζα έχει σπόρους για περισσότερες από 700 ποικιλίες.
Η Τράπεζα είναι δημόσια για να διαφυλάσσονται οι ποικιλίες αυτές από πνευματικά δικαιώματα και να είναι διαθέσιμα προς όλους στην παγκόσμια κοινότητα.
«Για τον λόγο αυτό είναι που την ονομάζουμε ως αξία ασφάλειας και παραγωγικότητας», σχολιάζει στο tvxs.gr η Σοφία Σπύρου, σύμβουλος περιβάλλοντος και ερευνήτρια στην μελέτη για την «Αξιολόγηση της Ελληνικής Τράπεζας Γενετικού Υλικού», που διεξήγαγε το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. «Ασφάλειας γιατί σε μια καταστροφή ή δραματική κλιματική αλλαγή μπορούμε να βασιστούμε πάνω στην αγροτική ανάπτυξη ξανά, και παραγωγικότητας γιατί μπορεί να βελτιώσουμε την μέχρι τώρα παραγωγή μας», συμπληρώνει η ίδια.
Η μελέτη αυτή αποτιμά τα οικονομικά οφέλη που συνδέονται με γενετικούς πόρους που διατηρεί η Ελληνική Τράπεζα Γενετικού Υλικού. Το φυτικό γενετικό υλικό που διατηρεί η Ελληνική Τράπεζα επιτρέπει την ανάπτυξη νέων βελτιωμένων ποικιλιών της γεωργίας με καλύτερη απόδοση σε μελλοντικές αβεβαιότητες και κινδύνους γεωργίας, όπως η κλιματική αλλαγή. Αξίες ασφάλειας που μπορεί να παρέχουν οι συλλογές της Ελληνικής Τράπεζας Γενετικού Υλικού εκτιμώνται σε επίπεδα που κυμαίνονται από 55 έως 995 εκ. ευρώ ανάλογα με τα σενάρια ρίσκου για το μέλλον της Ελληνικής γεωργίας που αναπτύσσει η μελέτη.
Παραδείγματα «βελτίωσης» ποικιλίας είναι και αυτό που πραγματοποίησε η Αυστραλία. Όπως εξηγεί η κα. Σπύρου, η Αυστραλία παρέλαβε γενετικό υλικό από χόρτα της Μεσογείου που είναι ανθεκτικά σε ξηρικά περιβάλλοντα, όπως το μεσογειακό και το αυστραλέζικο. Τα χόρτα αυτά χρησιμοποιούνται στην παραγωγή ζωοτροφών και άλλων γεωργικών προϊόντων. «Έτσι η Αυστραλία κατάφερε να αξιοποιήσει τα χόρτα αυτά και να δει σημαντική βελτίωση στην παραγωγή αυτού του τομέα», αναφέρει η κα. Σπύρου.
Παραδοσιακές ποικιλίες
Στην Τράπεζα Γενετικού Υλικού φυλάσσονται και πολλές παραδοσιακές ποικιλίες προερχόμενες από την ελληνική βιοποικιλότητα, οι οποίες δεν έχουν μουσειακό ρόλο. Οι παραδοσιακές ποικιλίες χρησιμοποιούνται ευρέως σε βιολογικές και οικολογικές καλλιέργειες. «Τα οργανικά τρόφιμα είναι μια αγορά που ανθίζει. Εμείς θα μπορούσαμε να εμπορευτούμε αυτές τις συλλογές με τεράστιο όφελος», αναφέρει η ερευνήτρια.
Παρόλα αυτά, η εμπορευματοποίηση των παραδοσιακών ποικιλιών έρχεται αντιμέτωπη με σημαντικά νομικά προβλήματα. Το νομικό πλαίσιο για την εξαγωγή προϊόντων τονίζει ότι πρέπει τα εν λόγω προϊόντα να είναι καταχωρημένα στον εθνικό κατάλογο. Όμως, οι παραδοσιακές ποικιλίες δεν δίνουν ομοιόμορφα προϊόντα. Για παράδειγμα, μια καλλιέργεια ντομάτας μπορεί να δίνει ντομάτες διαφορετικού μεγέθους. Για να μην δημιουργούνται παρεξηγήσεις μεταξύ εμπόρου και καταναλωτή που θα προέκυπταν από τέτοιου είδους προβλήματα, ο νόμος δεν επιτρέπει την καταγραφή αυτών των προϊόντων. «Αν όμως μπορούσαμε να εκφράσουμε την συλλογή μας αυτή σε κάτι εμπορεύσιμο, πολλοί μικροί αγρότες θα ήταν σε θέση να χτίσουν μια μικρή επιχείρηση με προϊόντα ΠΟΠ [Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης]», αναφέρει η Σοφία Σπύρου.
Ο Νίκος Σταυρόπουλος, συνταξιούχος πρώην προϊστάμενος της Ελληνικής Τράπεζας Γενετικού Υλικού, μιλώντας στο tvxs.gr, αναφέρει ότι «επί χρόνια παλέψαμε να αλλάξουμε τον νόμο αυτό, για να αξιοποιηθούν αυτές οι ποικιλίες. Όμως, βρήκαμε μπροστά μας την ανταγωνιστική γεωργία και τα δικαιώματα των παραγωγών με πατέντες. Δεν υποχωρούν με τίποτα. Έχουν τους νόμους τους και δεν επιτρέπουν τα ντόπια προϊόντα, με την εντύπωση ότι έτσι δεν θα ξεγελαστεί κανείς. Η ντόπια ποικιλία μπορεί να μην είναι ομοιόμορφη σε μέγεθος, αλλά έχει άλλα ποιοτικά χαρακτηριστικά, όπως μια γεύση που έχουμε ξεχάσει».
Όπως επισημαίνει ο ίδιος, την περίοδο αυτή γίνεται η προσπάθεια να καταγραφούν στον ελληνικό κατάλογο κάποιες ντόπιες ποικιλίες με επαχθείς, όμως, όρους. Ανάμεσα στους όρους είναι να προϋπάρχουν υποδομές, όπως ψυγεία, ειδικές ταμπέλες, σκευαστήρια κ.α., που αποτρέπουν μια κίνηση προς αυτή την κατεύθυνση από τον μέσο αγρότη. «Το κόστος που ζητούν είναι πολύ μεγαλύτερο του κέρδους», εξηγεί ο κ. Σταυρόπουλος.
Τα DNA σε κίνδυνο
Το τελευταίο διάστημα, όμως, η Ελληνική Τράπεζα Γενετικού Υλικού αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα που βάζουν σε κίνδυνο την λειτουργία της και την βιωσιμότητα των συλλογών υποβαθμίζοντας έτσι τον ρόλο της.
Συγκεκριμένα, αν και έχει κατασκευαστεί νέο κτίριο για να στεγάσει την Τράπεζα ήδη από το 2008, που ικανοποιεί όλες τις προϋποθέσεις για την ασφαλή βιωσιμότητα των σπόρων, εκείνη δεν μπορεί να μεταστεγαστεί. Αυτό γιατί το συγκεκριμένο κτίριο δεν έχει παραληφθεί από τις αρμόδιες υπηρεσίες των Υπουργείων στα οποία υπάγεται η Τράπεζα. «Το κτίριο που χρησιμοποιείται αυτή την στιγμή δεν πληρεί πια τις προϋποθέσεις για να στεγάζει τον πλούτο που φυλά η Τράπεζα», σχολιάζει η Σοφία Σπύρου. «Είχαμε μαζέψει 200 ποικιλίες σταριού, όπως το μονόκοκκο στάρι που βοηθάει στην δυσανεξία στην γλουτένη, από τις οποίες καλλιεργούνται μόνο μια ή δυο. Αν αυτά χαθούν θα μείνουμε άοπλοι για το μέλλον», δηλώνει ο Νίκος Σταυρόπουλος.
Το δεύτερο σημαντικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Ε.Τ.Γ.Υ. είναι η έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού. Αυτή την στιγμή μόνο ένα άτομο διαχειρίζεται ουσιαστικά την Τράπεζα. Αυτό καθιστά πολύ δύσκολη την λειτουργία της με όλες τις διαδικασίες που αυτή συνεπάγεται.
«Αν δεν ανανεώσεις τα δείγματα μέσα σε ένα διάστημα χάνουν την βιωσιμότητα τους», τονίζει ο Νίκος Σταυρόπουλος.
Η μελέτη του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών συμπεραίνει ότι δεν υπάρχει αυτή την περίοδο μακροπρόθεσμο πλαίσιο στήριξης της Τράπεζας. Επιπλέον, όπως προσθέτει ο κ. Σταυρόπουλος, εδώ και επτά χρόνια η βελτίωση στην Ελλάδα έχει σταματήσει. Στα διάφορα ιδρύματα ανά την επικράτεια εργάζονταν αρκετοί βελτιωτές αλλά πλέον ο αριθμός τους έχει μειωθεί δραματικά. «Αυτό που διατηρείται στην Τράπεζα είναι παρακαταθήκη για τις επόμενες γενεές και την παγκόσμια έρευνα. Η Ελλάδα από εκεί που ήταν ψωροκώσταινα κατάφερε και έβγαλε αρκετές ποικιλίες και τις εξήγαγε. Τώρα έχει αρχίσει πάλι η συρρίκνωση», σχολιάζει, συμπληρώνοντας ότι «αν και πολλοί λένε ότι η Ελλάδα θα σωθεί από την γεωργία, εγώ δεν είμαι αισιόδοξος. Όταν έχουν αφεθεί οι υποδομές και η επιστημονική έρευνα να παραπαίουν, χρειάζεται γενναία προσπάθεια για να ξεκινήσει ξανά η μηχανή».