Ένας από τους μηχανισμούς που προώθησε την παγκοσμιοποίηση της καπιταλιστικής οικονομίας, η Παγκόσμια Τράπεζα, κάνει μια όσο γίνεται πιο ευνοϊκή προς τους επενδυτές πρόβλεψη για την δεκαετία που μας έρχεται: Η πανδημία του νέου κορονοϊού οδηγεί την παγκόσμια οικονομία στη δεκαετία 2020-30, στη μεγαλύτερη οικονομική ύφεση από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Επειδή το μοντέλο της μέχρι τώρα αέναης οικονομικής ανάπτυξης έχει μεταμορφώσει βαθιά την ανθρώπινη ζωή και τον πλανήτη και οι τρέχουσες κοινωνίες, οικονομίες και πολιτισμοί βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στην προσδοκία για μια συνεχή στο μέλλον ανάπτυξη, το ερώτημα για το μέλλον της, μετατρέπεται σε ερώτημα για το μέλλον των ίδιων των κοινωνιών.
Με δεδομένο τις εξαιρετικές και μη επαναλαμβανόμενες περιστάσεις, που οδήγησαν στην άνευ προηγουμένου οικονομική επέκταση στην πρόσφατη ιστορία, φαίνεται σήμερα να είναι ουσιαστικά σαφές ότι: ανεξάρτητα από τις τοπικές ή περιφερειακές εξελίξεις, σε παγκόσμια κλίμακα οι μελλοντικοί ρυθμοί ανάπτυξης δεν θα είναι πουθενά κοντά σε αυτό που ήταν στο πρόσφατο παρελθόν. Η «ανάπτυξη», όπως την ξέραμε, μάλλον βρίσκεται προς το τέλος της.
Αυτό που δεν είναι σαφές ακόμα, είναι το πώς θα αντιδράσουν οι κοινωνίες στο τέλος της ανάπτυξης και στις συναφείς επερχόμενες κρίσεις. Οπότε τα ερωτήματα που έχουμε μπροστά μας είναι του τύπου: Ποια είναι η σημασία της οικονομικής ανάπτυξης στις τρέχουσες κοινωνίες; Πώς η ανθρωπότητα δημιούργησε αυτήν την εξάρτησή της από μια οικονομία με επίκεντρο την ανάπτυξη; Και είναι δυνατόν να υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις και πώς αυτές έχουν εξελιχθεί ιστορικά;
Ο όρος «ανάπτυξη», αν και είναι ένας πολύ αμφίσημος και αόριστος όρος, όταν εκφράσθηκε από τον μετρήσιμο στατιστικά οικονομικό δείκτη του ΑΕΠ, έγινε ορισμένος, μονοσήμαντος και σταθερός, με την έννοια που δίνουν τα μαθηματικά σε αυτά τα επίθετα. Ο σημασιολογικός πυρήνας της οικονομικής ανάπτυξης λοιπόν εντοπίσθηκε και ορίσθηκε γενικά ως η ετήσια αύξηση του δείκτη του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος (ΑΕΠ) ή του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος(ΑΕγχΠ). Το ΑΕΠ και το ΑΕγχΠ μετρούν τη νομισματική αξία όλων των τελικών αγαθών και υπηρεσιών που παράγονται σε μια χώρα, συμπεριλαμβανομένου του κόστους παραγωγής όλων των υπηρεσιών που παρέχονται από το κράτος και την κυβέρνησή της.
Δεδομένου ότι η παραγωγή υλικών αγαθών και οι υπηρεσίες προέρχονται, παρέχονται και καταναλώνονται από τους κατοίκους μιας χώρας, το ΑΕΠ / ΑΕγχΠ σχετίζεται άμεσα με τον πληθυσμό της. Έτσι η χρήση του δείκτη κατά κεφαλήν ΑΕΠ / ΑΕγχΠ επιτρέπει τη σύγκριση των οικονομιών χωρών με διαφορετικά μεγέθη πληθυσμού. Ενώ αυτός ο ορισμός παρέμενε πάντα στον πυρήνα του όρου «οικονομική ανάπτυξη», η ιδέα της χρήσης ενός Μέσου Όρου σαν μέτρου σύγκρισης έχει αμφισβητηθεί σε μεγάλο βαθμό γιατί χρεώνεται με πολλά αμφισβητούμενα και μεταβαλλόμενα νοήματα, υποθέσεις και υποδηλώσεις. Συχνά, η «οικονομική ανάπτυξη» εξισώνεται με την ανάπτυξη γενικά (από μόνη της μια αμφισβητούμενη έννοια), με την κοινωνική πρόοδο, την οικονομική βελτίωση και ευημερία ή την επέκταση των υλικών μέσων.
Αυτή η ποικιλία νοημάτων που αποδίδονται στην «ανάπτυξη», δεν προκαλεί έκπληξη αφού η έννοια- όπως εξελίχθηκε με την πάροδο του χρόνου- αμφισβητείται έντονα από διάφορες κοινωνικές ομάδες, και είναι πιθανό να συνεχισθεί αυτό και στο μέλλον. Γιατί, ενώ η οικονομική ανάπτυξη άντλησε τη νομιμότητά της από την υπόσχεσή της ότι θα παρέχει τα μέσα τόσο για τη βελτίωση των ατομικών συνθηκών διαβίωσης, όσο και για την κοινωνική πρόοδο-και έτσι εξηγείται γιατί η ιδέα της συνεχούς οικονομικής ανάπτυξης έχει εγκριθεί ευρέως, είναι εύκολα δεδομένη και σπάνια αμφισβητήθηκε-τώρα πρέπει να απαντηθεί το ερώτημα, γιατί αυτή έχει όρια και δεν μπορεί να συνεχισθεί αέναα στο μέλλον.
Τα πλεονεκτήματα της οικονομικής ανάπτυξης είχαν πάντα κοινωνικά ή / και περιβαλλοντικά κόστη και ζημίες, που οι οπαδοί της, είτε δεν ήθελαν να τα δουν είτε τα απέκρυβαν εσκεμμένα. Όμως υπήρξαν και στο παρελθόν ανησυχίες για τις επιπτώσεις της -στην κοινωνία και το περιβάλλον- οι οποίες έχουν επανειλημμένα διατυπωθεί στα πλαίσια της ακαδημαϊκής κοινότητας και των κοινωνικών-οικολογικών κινημάτων.
Η κριτική του «αναπτυξιακού» μοντέλου που προωθείται κυρίως από τις «αναπτυγμένες» χώρες, ξεκίνησε από τη 10ετία του 1970(Κλαμπ της Ρώμης) με τη διατύπωση της θεωρίας των «ορίων της ανάπτυξης». Τα οικονομικά συστήματα που βασίζονται στην «ανάπτυξη», είναι υποσυστήματα σε ένα «υπερσύστημα», αυτό του πλανητικού συστήματος της βιόσφαιρας. Οι έρευνες για τις δυνατότητες του «κλειστού» συστήματος της βιόσφαιρας του πλανήτη, οδήγησαν στη διαπίστωση ότι αυτές είναι περιορισμένες. Υπάρχουν όρια-εξωτερικά λεγόμενα όρια- στις «υπηρεσίες» που μπορεί να προσφέρει αυτή και τα οικοσυστήματά της στα υποσύνολά τους που είναι τα τεχνητά κοινωνικά περιβάλλοντα που δημιούργησαν οι άνθρωποι για τον εαυτό τους(ανθρωπόσφαιρα-κοινωνία). Ο μόνος παράγοντας που είναι απεριόριστος για κάποια ακόμα δισεκατομμύρια χρόνια, είναι η ηλιακή ενέργεια που προσφέρεται από το «υπερ-υπερ σύστημα», αυτό του ηλιακού μας συστήματος. Αλλά και η έρευνα στο ίδιο το κοινωνικό-οικονομικό ανθρώπινο σύστημα(τους τελευταίους αιώνες το αποκαλούμε καπιταλιστικό), οδήγησε στην ταυτόχρονη διαπίστωση ότι υπάρχουν και εσωτερικά όρια από το ανθρώπινο υποσύστημα.
Α) Εξωτερικά όρια της «ανάπτυξης»: πόροι, κλιματική αλλαγή και γη
Μεταξύ 1890 και 1990, ο παγκόσμιος πληθυσμός 4-πλασιάσθηκε, ενώ η παγκόσμια κατανάλωση ενέργειας και το ΑΕγχΠ 14-πλασιάσθηκε, η δε βιομηχανική παραγωγή 40-πλασιάσθηκε. Από όλους τους homo sapiens που έζησαν τα τελευταία τέσσερα εκατομμύρια χρόνια, πιθανότατα το ένα πέμπτο έζησε κατά τον εικοστό αιώνα. Μεγάλο μέρος αυτής της ανάπτυξης συνέβη στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα κατά τη «χρυσή εποχή» των εξαιρετικά υψηλών ρυθμών αύξησης του ΑΕΠ μεταξύ 1950 και 1970. Συνέβη στις βιομηχανικές χώρες και σε οικονομίες «αναδυόμενων αγορών», όπως ονομάσθηκαν. Το «Σύνδρομο της δεκαετίας του 1950» ή «Μεγάλη Επιτάχυνση», έχει επίσης ονομασθεί αυτή η περίοδος. Χαρακτηρίσθηκε από ταχέως αυξανόμενη κατανάλωση ορυκτών καυσίμων, ενέργειας και υλικών αγαθών, αυξανόμενη εκμετάλλευση φυσικών πόρων και διαφόρων μορφών περιβαλλοντικής υποβάθμισης και μόλυνσης.
- Αυτή η εξέλιξη αντικατοπτρίζει εξαιρετικές περιστάσεις, βασισμένες κυρίως σε μια άνευ προηγουμένου εκμετάλλευση φθηνών ορυκτών καυσίμων, αλλά η επανάληψη της εμπειρίας του εικοστού αιώνα είναι πλέον αδύνατη. Αυτό είναι προφανές ακόμη και στους πιο ενθουσιώδεις υποστηρικτές της «ανάπτυξης». Ο άνθρακας, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο δεν θα μπορέσουν να διατηρήσουν τους μέχρι τώρα ρυθμούς του 2-3% της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης, ατέλειωτα στο μέλλον ( ακόμα και αν παραμείνουμε στάσιμοι στο σημερινό υψηλό επίπεδο οικονομικής δραστηριότητας). Ένας λόγος είναι το απλό γεγονός ότι είναι πεπερασμένοι αυτοί οι ενεργειακοί πόροι και κάποια στιγμή θα εξαντληθούν- αν και είναι αδύνατο να ορίσουμε εκείνη τη στιγμή στο χρόνο. Πολύ νωρίτερα, θα είναι τόσο δαπανηρή η εξόρυξη και η εκμετάλλευση των τελευταίων αποθεμάτων τους, που θα είναι καλύτερα από άποψη οικονομικού αποτελέσματος, να τα αφήσουμε εκεί που βρίσκονται.
- Ακόμα κι αν υπήρχε ατελείωτη δυνατότητα προμήθειας άνθρακα, πετρελαίου και φυσικού αερίου, η καύση τους οδηγεί σε κλιματικές αλλαγές απαράδεκτων διαστάσεων, καθιστώντας τη χρήση τους όλο και πιο απαράδεκτη. Σύμφωνα με ορισμένες μελέτες, τα τρέχοντα αποθέματα ορυκτών καυσίμων, τα οποία βρίσκονται ακόμη στο έδαφος, ισοδυναμούν-αν καούν- με πέντε φορές το ποσό των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα που επιτρέπεται, αν θέλουμε η ανθρωπότητα να παραμείνει εντός του διεθνώς συμφωνημένου ορίου των δύο βαθμών υπερθέρμανσης του πλανήτη, λόγω του φαινομένου του θερμοκηπίου. Υπάρχει ήδη φανερή αντίθεση στις μορφές ενέργειας με υψηλό αρνητικό αντίκτυπο στην κλιματική αλλαγή, και σε τοπικό-περιφερειακό επίπεδο και σε παγκόσμιο. Παρατηρείται ως δημόσια αντίσταση κατά των εξορύξεων πετρελαίου, λιγνίτη, fracking, ή άμμώδους πίσσας, και είναι πιθανό να αυξηθεί με την αυξανόμενη συνειδητοποίηση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής και του ρόλου των ορυκτών καυσίμων στην πρόκλησή της. Οι επιστήμονες προειδοποιούν ότι οι άμεσες επιπτώσεις της παγκόσμιας κλιματικής αλλαγής απειλούν την υγεία εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων. Στα προβλεπόμενα αποτελέσματα περιλαμβάνονται κύματα θερμότητας και ακραίες καιρικές συνθήκες, ελλείψεις στους υδάτινους πόρους, που οδηγούν σε αποτυχίες συγκομιδής, αλλαγές στο φάσμα των ασθενειών, ζημίες και απώλειες περιουσίας, χειροτέρευση των συνθηκών επιβίωσης, απώλειες στις υπηρεσίες που προσφέρουν στον άνθρωπο τα οικοσυστήματα και αύξηση στη βία και τις εχθροπραξίες κ.λπ. Όλα αυτά θα επηρεάσουν δυσανάλογα περισσότερο ευάλωτες ομάδες στον κόσμο και σε κάθε κοινωνία, δηλ. τους φτωχούς, τους ηλικιωμένους και τους περιθωριοποιημένους. Ακόμα πιο ανησυχητικά αποτελέσματα, περιλαμβάνουν τον κίνδυνο η ανθρώπινη δραστηριότητα να φτάσει και να πάει τα πράγματα πέρα από τα «σημεία μη επιστροφής» (tipping points), όπως η τήξη του permafrost(παγωμένου εδάφους) στο Βορρά ή η απώλεια της εδαφοκάλυψης, που θα προκαλέσουν μη αναστρέψιμη και αυτόματη καταλυτική αλλαγή του κλίματος σε νέο και πραγματικά αδιανόητο επίπεδο. Η ιδέα ότι οι τεχνολογικές καινοτομίες θα μπορούσαν να βοηθήσουν να αποσυνδεθεί η «ανάπτυξη» από τη μείωση του φυσικού κεφαλαίου και τη ρύπανση του περιβάλλοντος, αποτελώντας τη βάση της έννοιας της «πράσινης ανάπτυξης», η οποία προτείνει τη συνέχιση του υπάρχοντος οικονομικού συστήματος με μείωση στα οικολογικά βάρη που κουβαλά μαζί του, έγινε αποδεκτή από μέρος του κεφαλαίου («πράσινο κεφάλαιο»), το οποίο επενδύεται στις πράσινες καινοτομίες. Η προσδοκία ότι η «πράσινη ανάπτυξη» θα συμβάλει στην συνέχιση της αυξητικής καμπύλης με την οποία παριστάνουν την «ανάπτυξη» οι θιασώτες της, έχει αμφισβητηθεί από τους «αποαναπτυξιακούς» οικονομολόγους. Στην καλύτερη περίπτωση το «πράσινο» κομμάτι της ανάπτυξης, θα δώσει μια παράταση, προτού καταρρεύσουν οριστικά τα τοπικά και πλανητικά οικοσυστήματα. Το κίνημα της Αποανάπτυξης δεν είναι εναντίον των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, της χρήσης των καινοτομιών και της βιωσιμότητας, αλλά επισημαίνει ότι σε έναν κόσμο με αυξανόμενη οικονομική ανάπτυξη αυτές οι στρατηγικές προσήλωσης στην τεχνολογία δεν αρκούν. Ειδικά όταν θα πρέπει να καταστεί δυνατό ένα παρόμοιο βιοτικό επίπεδο για όλους τους ανθρώπους, χωρίς να καταστρέψουμε τον πλανήτη. Γιατί δεν υπάρχει βιωσιμότητα χωρίς αλλαγή του τρόπου ζωής των ανθρώπων, ιδίως στον «αναπτυγμένο κόσμο.
- Προς το παρόν, ο κόσμος χρησιμοποιεί τους πόρους και τη χωρητικότητα απορρόφησης απορριμμάτων από 1,6 πλανήτες-σαν τη γη- ανά μονάδα χρόνου, και εάν συνεχισθούν οι τρέχουσες τάσεις, αυτό θα αυξηθεί σε δύο πλανήτες έως το 2030(Footprintnetwork 2016). Αυτό μπορεί να φαίνεται ότι λειτουργεί ακόμα, γιατί απλώς η καπιταλιστική κυρίαρχη οικονομία, όπως δημιουργεί οικονομικά χρέη για τα νοικοκυριά τις επιχειρήσεις και τις κυβερνήσεις, με τον ίδιο τρόπο, μετατοπίζοντας το βάρος του οικολογικού αποτυπώματος στο χρόνο και το χώρο και μεταφέροντας έτσι το κόστος στο μέλλον ή σε άλλες περιοχές, δημιουργεί και οικολογικά χρέη, που καλούνται να τα πληρώσουν άλλοι ή οι μέλλουσες γενεές. Αυτό φαίνεται σε σχέση, για παράδειγμα, με την υποβάθμιση της βιοποικιλότητας και της γονιμότητας των εδαφών. Έχει υπολογισθεί ότι όλη η παραγωγικότητα των εδαφών που αφιερώθηκαν εξ ολοκλήρου σε ανθρώπινες δραστηριότητες ανήλθε στο 30,7% της χερσαίας και 2,2% της υδάτινης πρωτογενούς καθαρής παραγωγής Αυτός ο υπολογισμός αναφέρεται στο ποσοστό της συνολικής βιομάζας, την οποία παρέχουν επίσης στον άνθρωπο τα οικοσυστήματα και τα άλλα όντα σε τρόφιμα, φυτικές ίνες και καύσιμα, και δείχνει ότι ο άνθρωπος παράγει μόνο το 1/3 της βιομάζας που χρησιμοποιεί, το υπόλοιπο το δανείζεται από τη βιοποικιλότητα και τα οικοσυστήματα του πλανήτη, που όμως υπερκαταναλώνοντας τις δυνατότητές τους, δεν μπορούν να αναπαραχθούν από μόνα τους και καταρρέουν.Είναι φυσικά ένας θεωρητικός υπολογισμός με πολλά περιθώρια λάθους, όμως μας λέει κάτι σε σχέση με τον κύριο πόρο που μας παρέχει η βιόσφαιρα-τη τροφή- και θα έπρεπε να «κτυπήσει το κουδούνι του κινδύνου» στον καθένα μας. Δεν μπορούμε να έχουμε το όραμα ενός κόσμου, ο οποίος δεν περιλαμβάνει τη συνεχιζόμενη ύπαρξη ζώων και φυτών που δεν προορίζονται για να τρώγονται από τον άνθρωπο και γης που δεν καλλιεργείται ή εξορύσσεται ή χτίζεται. Και το πιο απαράδεκτο μάλιστα είναι το γεγονός ότι παρόλη αυτή την υπερκατανάλωση της βιόσφαιρας, το οικονομικό σύστημα της «ανάπτυξης» δεν κατάφερε να θρέψει με επάρκεια τον παγκόσμιο πληθυσμό. Το ένα δις τουλάχιστον των ανθρώπων πεινά ή υποσιτίζεται σήμερα, όχι μόνο στον «υπανάπτυκτο» Νότο[1]. Ακόμη χειρότερα, επιδείνωσε παγκόσμια την αδικία στην παγκόσμια διανομή τροφίμων. Ενίσχυσε ένα σύστημα στο οποίο τα τρόφιμα αντιμετωπίζονται όπως κάθε άλλο εμπορεύσιμο προϊόν, αντί να είναι ένα ουσιαστικό ανθρώπινο δικαίωμα που προστατεύεται από τις απαιτήσεις του κανονικού εμπορίου.
Β) Εσωτερικά όρια: στασιμότητα, ευημερία και ισότητα
Οι εξωτερικοί περιορισμοί που προκύπτουν από την έλλειψη πόρων, την κλιματική αλλαγή και την κατάρρευση των οικοσυστημάτων της βιόσφαιρας της γης γενικότερα, δεν είναι ο μόνος λόγος για τον οποίο δεν είμαστε σίγουροι ότι θα συνεχίζεται η οικονομική ανάπτυξη στο μέλλον. Ανεξάρτητα από αυτές τις περιβαλλοντικές ανησυχίες, υπάρχουν καλοί λόγοι για να αμφισβητηθεί η πιθανότητα, αλλά και η επιθυμία για συνεχιζόμενη ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια. Μετά την πρόσφατη οικονομική κρίση στο τέλος της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, καθώς και την παρούσα υγειονομική κρίση με τα επακόλουθα lockdown της οικονομίας και της ανθρώπινης δραστηριότητας--«ανθρωπόπαυση» έχει ήδη ονομασθεί αυτό- αρκετοί οικονομολόγοι έχουν εκτιμήσει ότι οι πρώιμες βιομηχανικές οικονομίες έχουν εισέλθει σε ένα νέο στάδιο στην ιστορία της οικονομικής ανάπτυξης. Με βάση τη διαπίστωση ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης στις χώρες πρότυπο- πρόκειται για τις χώρες του ΟΟΣΑ από τη Δυτική Ευρώπη, τη Βόρεια Αμερική και την Ιαπωνία - δείχνουν μια συνεχιζόμενη πτώση, εκφράζουν την ανησυχία ότι οι βιομηχανοποιημένες χώρες ενδέχεται να αντιμετωπίσουν σύντομα το τέλος της ανάπτυξης.
- Επιστρέφοντας στις θεωρίες της δεκαετίας του 1930 για την στασιμότητα, οι υποστηρικτές της «νέας υπόθεσης για την παγκόσμια στασιμότητα», προβλέπουν την κατάρρευση των σχετικών ρυθμών ανάπτυξης της πραγματικής οικονομίας, τις επόμενες δεκαετίες. Οι λόγοι για αυτό ξεκινάνε από τα μειωμένα μακροπρόθεσμα αναπτυξιακά δυναμικά που οφείλονται στη μείωση της τεχνολογικής παραγωγικότητας και φθάνουν μέχρι τους δομικούς «ανεμοστρόβιλους», όπως είναι οι στασιμότητα των πληθυσμών, η κοινωνικοοικονομική ανισότητα και το δημόσιο χρέος. Αυτό που παρατηρείται είναι μια «ανάπτυξη» της χρηματικής οικονομίας που στηρίζεται στον μηχανισμό του χρέους, τις χρηματοπιστωτικές φούσκες και τα χρηματιστήρια.
- Η οικονομική επέκταση έχει φέρει βέβαια μέχρι τώρα τεράστια οφέλη για εκατομμύρια ανθρώπους σε πολλά μέρη του κόσμου, από τότε που-αρχές του δέκατου ένατου αιώνα- περίπου το 80% των ανθρώπων στον κόσμο ζούσαν υπό υλικές συνθήκες περίπου παρόμοιες με εκείνες του φτωχότερου 20% του παγκόσμιου πληθυσμού σήμερα. Αν και η φτώχεια είναι πάντα σχετική, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ξεπεράσθηκαν πολλές δυσκολίες που χαρακτήριζαν τον βίο των ανθρώπων για το μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας μέχρι τη σημερινή εποχή. Οι ζωές των περισσότερων χαρακτηρίζονταν από έλλειψη, υλική ανασφάλεια και φτώχεια. Κατά τη βιομηχανοποίηση, η αυξημένη διαθέσιμη ενέργεια μέσω των ορυκτών καυσίμων σήμαινε ότι «για πρώτη φορά στην ιστορία, η μαζική φτώχεια έγινε μη αναγκαία», αλλά προφανώς εξακολουθούσε να υπήρχε. Όμως, η ποιότητα της ζωής δεν καθορίζεται μόνο από την ποσότητα. Η ανάπτυξη των δύο τελευταίων αιώνων έφερε και οφέλη ποιοτικά, τα οποία πριν δεν ήταν διαθέσιμα ακόμη και για τους τότε πλούσιους, όπως ταξίδια διακοπών σε ξένες ηπείρους, επικοινωνία με απομακρυσμένα αγαπημένα πρόσωπα ή πρόσβαση σε θεσμούς αποκατάστασης της υγείας. Παρατηρήθηκε όμως τα τελευταία χρόνια, το λεγόμενο παράδοξο του Easterling: από ένα ορισμένο επίπεδο εισοδήματος - και αυτό οι περισσότεροι άνθρωποι στις αναπτυγμένες χώρες το έχουν επιτύχει στη δεκαετία του 1980 - τελειώνει η ανάλογη σχέση μεταξύ ανάπτυξης και ευημερίας. Από τότε και μετά, παρά την οικονομική ανάπτυξη, η ικανοποίηση των ανθρώπων από τη ζωή όχι μόνο λιμνάζει, αλλά και μειώνεται (παράδοξο του Easterlin ονομάσθηκε αυτό, από το όνομα του καθηγητή που το παρατήρησε πρώτος στις έρευνές του για την ανθρώπινη ευτυχία)[2]. Και ενώ η υπόσχεση της «ανάπτυξης» για «κοινωνίες ευημερίας» πάει περίπατο για τους πολλούς «από κάτω» των σημερινών κοινωνιών[3], αμφισβητείται σήμερα και το είδος της ευημερίας που στηρίζεται στους εξαντλητικούς ρυθμούς της υπερκατανάλωσης και του «όλο πιο πολύ, πιο γρήγορα, πιο μακριά». Σε αντιπαράθεση προτείνονται νέοι δείκτες «ευζωίας» των ανθρώπων(ευζωία-μια συνολικά καλή και αξιοβίωτη ζωή- αντί ευημερίας –μιας καλής ημέρας χωρίς να σκέφτομαι το μέλλον).
- Για δεκαετίες υποστηρίζεται, από τους ιθύνοντες οικονομολόγους και τους πολιτικούς όλων των τάσεων στα κοινοβούλια (και των «αναπτυγμένων», και των «υπο ανάπτυξη», και των πρώην «σοσιαλιστικών» χωρών), ότι η οικονομική ανάπτυξη ξεδιπλώθηκε σύμφωνα με ένα «άγραφο κοινωνικό συμβόλαιο», στο οποίο οι φτωχοί άνθρωποι αποδέχθηκαν την ανισότητα, καθώς και την οικονομική και πολιτική καταστολή, επειδή θα μπορούσαν να ελπίζουν σε μια καλύτερη σχετικά ζωή στα επόμενα χρόνια και ότι τα παιδιά τους θα ζούσαν ακόμα καλύτερα μετά από αυτούς. Καθώς όμως διαπιστώνουν ότι τα σημαντικά οφέλη της οικονομικής ανάπτυξης συγκεντρώνονται σχεδόν εξ ολοκλήρου σε εκείνους που βρίσκονται στην κορυφή της πυραμίδας των εισοδημάτων, αυτή το συμβόλαιο δεν ισχύει πλέον. Εάν ήταν αλήθεια ότι και η ηθική μας και οι αξίες της ισότητας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ήταν αποτέλεσμα μιας κοινωνικής τάξης που στηρίχθηκε στην οικονομική ανάπτυξη με βάση τα ορυκτά καύσιμα, τότε πως εξηγείται το γεγονός της μεγιστοποίησης των κοινωνικών ανισοτήτων και σε παγκόσμιο επίπεδο και εντός των χωρών παντού; Είναι φανερό ότι και για λόγους κοινωνικής απελευθέρωσης και για λόγους πολιτικής και κοινωνικής ισότητας, θα πρέπει να ξεπερασθεί το μοντέλο της «ανάπτυξης» που επικράτησε μέχρι σήμερα. Το στοίχημα για την εξεύρεση μιας ηθικά και πολιτικά αποδεκτής εναλλακτικής λύσης, θα είναι το πιο αποφασιστικό των επόμενων δεκαετιών- έχουμε καιρό μέχρι το 2050 το πολύ- και θα μπορούσε να ταυτισθεί με το «στοίχημα της αποανάπτυξης»[4] για την ολοκλήρωση του προγράμματος μετάβασης προς ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο και ένα νέο πολιτισμό. Δείγματα προς αυτή την κατεύθυνση μπορούμε να δούμε στα αποτελέσματα της πρώτης «ανθρωπόπαυσης» που συνέβη στη διάρκεια του απερχόμενου 2020!
[1] Ένας δείκτης για τον παράλογο τρόπο που γίνεται η διανομή της παραγόμενης τροφής, είναι τα απορρίμματά της. Εκτιμάται ότι οι καταναλωτές π.χ. στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική πετάνε στα σκουπίδια 95–115 κιλά τροφής ετησίως ενώ στην υποσαχάρια Αφρική και τη Νότια / Νοτιοανατολική Ασία τα απόβλητα τροφίμων είναι μόλις 6-11 κιλά κατά κεφαλήν και ανά έτος (FAO 2011).
[2] Τότε, τις 10ετίες του 1970-80, ο μέσος καταναλωτής στις αναπτυγμένες χώρες κατείχε περίπου 6000 αντικείμενα και ήταν περισσότερο ευχαριστημένος από ό,τι σήμερα, που κατέχει περίπου 10.000 αντικείμενα και δεν έχει ούτε τον χρόνο να τα χρησιμοποιήσει, ούτε τον χώρο για να τα αποθηκεύσει.
[3] Στις κοινωνίες της «ευημερίας» δεν μπορεί πλέον να διατηρηθεί το επίπεδο ζωής που είχαν πετύχει οι πολυάριθμες μεσαίες τάξεις της Δύσης –Βορά, πριν την κρίση του 2008-09, ξεκινώντας από τη Νότια Ευρώπη της λιτότητας και την Ελλάδα των μνημονίων.
[4] Πρωτοδιατυπώθηκε καθαρά στο ομώνυμο βιβλίο του Σερζ Λατούς.