Αυτό ισχύει και για την Apple και τη Google, δύο από τις μεγαλύτερες σε αξία εισηγμένες στα χρηματιστήρια εταιρείες στον κόσμο, που οι συμβατικοί και πράσινοι οικονομολόγοι θεωρούν σαν μη προβληματικές οικολογικά ("Εδώ δεν έχουμε απόβλητα και δε βρωμάει τίποτα»). Ακριβώς σε αυτά τα σκοτεινά σημεία εκείνων που λατρεύουν την ανάπτυξη είναι που στρέφει την προσοχή του το κίνημα της Αποανάπτυξης: διότι δεν ζούμε σε έναν κόσμο, όπου τα iPhone-Chips γίνονται από άμμο των παραλιών του Σαν Φρανσίσκο και επεξεργάζονται στη συνέχεια σε κινητά τηλέφωνα από καλά αμειβόμενους απασχολούμενους. Αντ 'αυτού, το επιχειρηματικό μοντέλο της Apple χρειάζεται σπάνιες γαίες, που η εξόρυξή τους συνοδεύεται από ερήμωση τοπίων και εκτοπισμό ανθρώπων. Οδηγεί στην υπερκατανάλωση ενέργειας των τεχνολογιών της πληροφορίας και της επικοινωνίας (ήδη σχεδόν στο ένα πέμπτο της συνολικής ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας) και βασίζεται σε κακές συνθήκες εργασίας και υπερεκμετάλλευσης των εργαζομένων. Είναι ένα τέλειο παράδειγμα της ψευδαίσθησης μιας «πράσινης, ανεπτυγμένης οικονομίας", η οποία οποιοδήποτε απόβλητο το μετακινεί στις φτωχότερες περιοχές του πλανήτη.
Υπάρχουν όρια στις τεχνικές λύσεις
Η πρόταση της «πράσινης ανάπτυξης» ή της «βιώσιμης ανάπτυξης» θεωρεί ότι μέσω της «πράσινης» τεχνολογίας που θα αναπτύξει το «πράσινο» κεφάλαιο κάνοντας επενδύσεις στον τομέα της, θα επιτευχθεί και η προστασία του κλίματος, που βέβαια είναι το πιο σημαντικό, αλλά όχι και μοναδικό παράδειγμα. Για αυτό θα χρειασθεί να πάρουμε τέτοια άμεσα μέτρα τα επόμενα χρόνια, ώστε να πετύχουμε σε παγκόσμιο επίπεδο μηδενικές εκπομπές σε όλους τους τομείς, συμπεριλαμβανομένης της θέρμανσης κτιρίων, της ενεργειακής χρήσης καυσίμων ή των λιπασμάτων. Ωστόσο, για τις δραστικές συνέπειες που συνδέονται με όλα αυτά δεν γίνεται συζήτηση σχεδόν από κανέναν.
Η προστασία του κλίματος και η οποιαδήποτε «ανάπτυξη» συμβαδίζουν, στο βαθμό που βασίζονται αποκλειστικά σε τεχνικές επιλογές, όπως οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και η ενεργειακή απόδοση για την αντικατάσταση των ορυκτών καυσίμων στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, θερμότητας, κίνησης ή λιπασμάτων. Μπορεί να πουληθεί νέα τεχνολογία και έτσι να επιτευχθεί «ανάπτυξη» για το κεφάλαιο που έχει επενδυθεί στον τομέα. Αλλά μόνο με τη βοήθεια της τεχνολογίας, δεν επιτυγχάνονται οι προαναφερόμενοι στόχοι. Η πρόκληση της κλιματικής αλλαγής είναι απλά πάρα πολύ μεγάλη, για να είναι μόνο θέμα τεχνολογίας!
Εξάλλου, τεχνικά γινόμαστε μεν καλύτεροι, αλλά ταυτόχρονα αυξάνουμε τη χρήση υλικών και ενέργειας, πράγμα που σημαίνει ότι παράγονται όλο και περισσότερες εκπομπές. Επιπλέον, λείπουν και κάποιες αποτελεσματικές τεχνικές λύσεις για ορισμένους τομείς εκπομπών, για παράδειγμα στη γεωργία. Οι προηγούμενες στατιστικές και προβλέψεις βασίζονται επίσης σε ωραιοποιημένους μαζικούς υπολογισμούς. Οι βιομηχανικές χώρες όπως π.χ. η Γερμανία ισχυρίζονται ότι μειώνουν τις εκπομπές, αλλά στην πραγματικότητα ο βιομηχανικός και μεταβιομηχανικός τρόπος ζωής σε αυτές τις χώρες τις αυξάνει. Ο τρόπος ζωής μας μεταφέρει τις εκπομπές απλώς στις αναδυόμενες αγορές των υπο «ανάπτυξη» χωρών, καθώς τα καταναλωτικά μας προϊόντα προέρχονται όλο και περισσότερο από εκεί.
Εκτός αυτού, όλοι μιλάνε για το κλίμα, αλλά θα πρέπει να αντιμετωπιστούν ταυτόχρονα και άλλα οικολογικά προβλήματα- όπως π.χ. η υποβάθμιση των εδαφών και των οικοσυστημάτων- που θέτουν εξίσου μακροπρόθεσμα σε κίνδυνο την ανθρώπινη ύπαρξη. Η λύση είναι προφανής: να δώσουμε περισσότερο χώρο στη φύση! Η τεχνολογία από μόνη της, είναι ακόμη λιγότερο επαρκής σε αυτές τις περιπτώσεις από ό,τι για την προστασία του κλίματος.
Το κίνημα της Αποανάπτυξης δεν είναι εναντίον των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και της πολιτικής της επάρκειας, αλλά επισημαίνει ότι σε έναν κόσμο με αυξανόμενη οικονομική ανάπτυξη αυτές οι στρατηγικές προσήλωσης στην τεχνολογία δεν αρκούν. Ειδικά όταν θα πρέπει να καταστεί δυνατό ένα παρόμοιο βιοτικό επίπεδο για όλους τους ανθρώπους, χωρίς να καταστρέψουμε τον πλανήτη.
Δεν υπάρχει βιωσιμότητα χωρίς αλλαγή του τρόπου ζωής
Εκτός από την πράσινη τεχνολογία, η προστασία του περιβάλλοντος απαιτεί επίσης έναν πιο χαλαρό-στηριγμένο στην επάρκεια και όχι στην υπερκατανάλωση- τρόπο ζωής. Έτσι δεν αρκεί π.χ. να οδηγούμε μόνο πιο αποδοτικά και ενεργειακά αναβαθμισμένα αυτοκίνητα. Θα χρειασθεί να περπατήσουμε ξανά, ή να χρησιμοποιήσουμε το ποδήλατο, το λεωφορείο και το τρένο. Ενάντια σε αυτήν την δυσάρεστη αλήθεια, δεν βοηθά κανένα πακέτο ψευδαίσθησης, όπως π.χ. των αναδασώσεων, ώστε τα δένδρα να δεσμεύσουν τις εκπομπές που αποσταθεροποιούν το κλίμα. Το μέγεθος των απαραίτητων για αυτό αναδασώσεων, θα πρέπει να είναι τόσο γιγαντιαίο, που θα είναι αδύνατο να τις κάνουμε.
Επομένως, η στροφή προς μια πιο βιώσιμη κοινωνία δεν λειτουργεί χωρίς έναν νέο τρόπο ζωής. Πρέπει να καταναλώνουμε λιγότερα. Έτσι, ενόσω θα επικρατεί η αγορά, θα πωλούνται επίσης λιγότερα. Για παράδειγμα, σημαντικά λιγότερες πτήσεις μακρινών διακοπών ή αυτοκίνητα. Ο τερματισμός της «αναπτυξιακής» κοινωνίας είναι εφικτός μόνο με ένα καλό ξεκίνημα από τις βιομηχανικές χώρες, οι οποίες υποτίθεται ότι ηγούνται της προστασίας του κλίματος βάσει των συμφωνιών του Παρισιού. Από αυτό δεν μπορούμε να ξεφεύγουμε ούτε με το όραμα ενός καθαρού κόσμου υπηρεσιών, χωρίς κανένα οικολογικό αποτύπωμα, όπως το προτείνουν κάποιοι επιστήμονες ή οραματιστές διανοούμενοι. Γιατί-όπως αναφέραμε πιο πάνω και ένας κόσμος υπηρεσιών, όπως των πτήσεων ή των τεχνολογιών πληροφορικής, καταναλώνει πολλούς πόρους.
Το πρόβλημα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε και είναι βασικό: Μέχρι σήμερα, κεντρικοί κοινωνικοί θεσμοί, όπως η αγορά εργασίας, το συνταξιοδοτικό σύστημα, οι τράπεζες και το σύστημα δημόσιου χρέους, εξαρτώνται από την «ανάπτυξη». Οι εναλλακτικές έννοιες για την απελευθέρωσή τους από τους περιορισμούς της «ανάπτυξης»-όπως π.χ. η ιδέα της μείωσης του ωραρίου εργασίας- δεν έχουν προχωρήσει μέχρι στιγμής. Υπάρχει έλλειψη ιδεών για τις αναγκαίες ριζικές αλλαγές και για τη δύσκολη μεταβατική φάση στην μετά την «ανάπτυξη εποχή»[1] . Για την μετάβαση δηλαδή στην φάση της «αποανάπτυξης», χωρίς μεγάλες καταστροφές και κοινωνικές αναταραχές, όπως έχουμε βιώσει στις χώρες της Ευρωκρίσης, όπου η «ανάπτυξη» μετατράπηκε σε συρρίκνωση-και όχι σε αποανάπτυξη- μέσα σε πολύ λίγο χρονικό διάστημα.
Πολλοί υποστηρικτές της αποανάπτυξης δεν θεωρούν ως πρόβλημα, τα παραπάνω. Τελικά, η συρρίκνωση θα οδηγήσει σταδιακά σε μια βασισμένη και προσανατολισμένη στην αλληλεγγύη και το κοινό καλό οικονομία- όπως λένε-συμπεριλαμβανομένων των αντίστοιχων πολιτικών πλειοψηφιών. Χωρίς τον καπιταλισμό, οι άνθρωποι θα ήταν πιο ευτυχισμένοι, γιατί τότε ο ανταγωνισμός θα είχε ξεπερασθεί. Ο άνθρωπος είναι κυρίως συνεργατικός ή ακόμα και αλτρουιστής. Είναι ο καπιταλισμός που τον διαμορφώνει ως εγωιστή[2].
Ενώ λοιπόν η «πράσινη» ανάπτυξη είναι ψευδαίσθηση ότι αποτελεί από μόνη της την τελική λύση για τη συνέχιση της ζωής σ αυτόν τον πλάνήτη-γιατί αυτό που θα καταφέρει πραγματικά θα είναι να δώσει μια χρονική «παράταση» στο παιχνίδη της-η «αποανάπτυξη» από την άλλη είναι ένα μεγάλο στοίχημα που θα πρέπει να κερδηθεί από την πλειοψηφία της ανθρωπότητας –από τους «απο κάτω» της-στο επόμενο -όχι και τόσο μεγάλο-χρονικό διάστημα.
Το στοίχημα της «αποανάπτυξης»
Η πολιτιστική επιρροή του καπιταλισμού είναι πολύ σημαντική: Γιατί εκτός από βιολογική, ο άνθρωπος είναι και κοινωνική κατασκευή[3]. Και τα επίκτητα πολιτισμικά χαρακτηριστικά του περνούν και στο DNA του. Υπάρχει λοιπόν και μια βιολογική εξέλιξη που κάνει τον άνθρωπο να έχει μια τάση προς τον εγωισμό.
Στις δύσκολες καταστάσεις βέβαια, επικρατεί η ανάγκη για συνεργασία, αφού η ανθρώπινη ομάδα και οι συλλογική δράση βοηθά και το άτομο να αντεπεξέλθει καλύτερα σε αυτές[4]. Όταν όμως δεν υπάρχουν δύσκολες και επικίνδυνες συνθήκες, τότε η τάση προς τη συνεργασία είναι περιορισμένη. Και αυτό φαίνεται ιδιαίτερα σήμερα στις καπιταλιστικές κοινωνίες της «αφθονίας» και του καταναλωτισμού σε σχέση με το ζήτημα της αλλαγής του κλίματος, όπου απαιτείται συνεργασία σε παγκόσμιο επίπεδο. Επειδή ακόμα δεν είναι ορατές οι δύσκολες καταστάσεις και οι κλιματικές εξελίξεις, οι οποίες θα συνοδευτούν από οικολογική και κοινωνική κατάρρευση- καταστροφή, επικρατεί το μικροπρόθεσμο συμφέρον και ο εγωιστικός υπολογισμός. Όσον αφορά για παράδειγμα στα άμεσα μέτρα που πρέπει να αποφασισθούν και να εφαρμοστούν. Ιδίως στις «αναπτυγμένες» κοινωνίες. Και αυτό δεν συμβαίνει μόνο με τους τεχνοκράτες ή τους πολιτικούς αυτών των κοινωνιών, αλλά και με τους απλούς πολίτες, που έχουν συνηθίσει στην κακώς εννοούμενη «ευμάρεια».
Στις «αναπτυγμένες» κοινωνίες συνυπάρχουμε όλοι με τον κόσμο της «ανάπτυξης» μέσω των θέσεων μισθωτής εργασίας, των καταναλωτικών μας επιθυμιών ή των συνταξιοδοτικών μας ταμείων, που επενδύουν σε «αναπτυξιακές» ιδιωτικές ή κρατικές οικονομικές δραστηριότητες για την επίτευξη κερδών. Και ενεργούμε μόνο λογικά. Οι τάσεις μας προς την υπερβολική άνεση, τη συνήθεια, την υποταγή, τις προσδοκίες και την κανονικότητα περιπλέκουν κάθε θεμελιώδη αλλαγή. Όταν μπαίνουμε στο αεροπλάνο το χειμώνα για να περάσουμε κάποιες μέρες με ήλιο και ζέστη στις τροπικές χώρες και νησιά, δεν αισθανόμαστε τίποτα από την κλιματική καταστροφή και τα όρια της «ανάπτυξης». Είναι απαραίτητο να λάβουμε υπόψη μας για κάθε επιδιωκόμενη ουσιαστική αλλαγή, ότι κάποια πράγματα δε μπορούμε να τα αλλάξουμε, είτε ως κοινωνία είτε ως άτομα.
Η βασική δομή των ανθρώπινων συναισθημάτων είναι δύσκολο να αλλάξει, όπως και η κυριαρχούσα (όχι βέβαια και αποκλειστική) κατεύθυνση της ανθρώπινης πράξης και στάσης. Από την άλλη πλευρά, οι αξίες και οι κανόνες της κανονικότητας είναι μεταβλητές συναρτήσεις - και αυτό που μπορεί να θεωρηθεί ως πραγματικό όφελος είναι επίσης επιδεκτικό σε κοινωνική επίδραση και επιρροή. Σε όλες τις πτυχές της καθημερινότητας των ανθρώπων, εκφράζεται και υπάρχει μια μεγάλη δόση πολιτισμού και κουλτούρας, ακόμη και αν οι ανθρώπινες βασικές δομές αποτελούν μέρος της εξελικτικής ιστορίας. Και αφού υπάρχει έτσι και αλλιώς αυτή η επιρροή, το ερώτημα που μπαίνει είναι:Πως μπορεί να επιτευχθεί μια θετική τέτοια επιρροή;
Πιθανά μέσα από τη δημιουργία συλλογικών συνθηκών καθημερινής ύπαρξης. Στα πλαίσιά τους μπορούμε να αναρωτιόμαστε και να αμφισβητούμε τις κυρίαρχες κανονικότητες. Μπορούμε να αλλάζουμε τις κινητήριες πολιτικές δομές που θα μας οδηγούν και σε αλλαγή του τρόπου σκέψης και του φαντασιακού μας για το τι είναι κανονικότητα. Αυτές οι διεργασίες μπορούν να βάλουν σε κίνηση και αρκετά μεγάλες κοινωνικές αλλαγές στις λεγόμενες «μεγάλες» κοινωνικές σχέσεις. Αλλά ακόμη και στο επίπεδο των «μικρών» καθημερινών διανθρώπινων σχέσεων, μπορούμε να προχωρήσουμε μπροστά, κοιτάζοντας περισσότερο και πιο διεισδυτικά στον περιπλεγμένο συναισθηματικό μας κόσμο που δεν έχει να κάνει μόνο με τα γενικά θέματα βιωσιμότητας και αειφορίας, αλλά, επίσης, και με καθημερινά θέματα όπως π.χ. η επιδίωξη της αλλαγής στη διατροφή μας ή το τρέξιμο στις έξι το πρωί.
Και εδώ ακριβώς οι έννοιες ή οι συνταγές για έναν κόσμο αποανάπτυξης δεν πρέπει να αφορούν μόνο στον νέο ανθρωπολογικό τύπο που θα κατέβει ξαφνικά από τον ουρανό, γιατί έτσι θα παραμείνουν άσχετες ουτοπίες. Θα πρέπει να έχουν σχέση με τον υπάρχοντα τύπο ανθρώπου, που όμως μπορεί να αλλάξει μέσα από τη συμμετοχή στις συλλογικές πολιτικές και κοινωνικές διεργασίες, με την επιστροφή του στο κοινοτικό πνεύμα. Μόνο έτσι μπορεί να προκύψει η αλλαγή του και η διαμόρφωση του καινούργιου. Η ατομική ωφελιμιστική στάση, οι απόψεις για την κανονικότητα και το αξιακό μας σύστημα μπορούν να εξελιχθούν παραπέρα μέσα από την αλληλεπίδραση των διαφόρων δρώντων προσώπων στις συλλογικές αυτές διεργασίες[5].
Τα με συλλογικό τρόπο δρώντα αυτά πρόσωπα θα διαμορφώσουν και το κοινωνικό πρόγραμμα, που συνδέοντας την αποανάπτυξη-τοπικοποίηση με τον κοινοτισμό και την άμεση δημοκρατία, θα κάνει δυνατή τη μετάβαση των κοινωνιών σε μια νέα οικουμενικότητα, αυτήν της Κοινότητας των Κοινοτήτων
[1] Πραγματικά, η σημερινή κατάσταση προκαλεί σύγχυση: Το οικολογικό αποτύπωμα των ανθρώπων αυξάνεται όλο και περισσότερο παγκοσμίως, αλλά ούτε το "είναι" των ανθρώπων που θα επιδιώξουν τις αναγκαίες μεγάλες αλλαγές είναι σαφώς καθορισμένο, ούτε το τι "πρέπει" να κάνουν, ούτε το ποιες "ικανότητες" χρειάζονται ώστε να υλοποιήσουν αυτές τις αλλαγές. Και το ερώτημα που προκύπτει είναι: «Αυτή η υπάρχουσα ανθρωπότητα είναι σε θέση να δράσει τώρα, πριν να είναι πολύ αργά;» Για να απαντηθεί θετικά το ερώτημα, θα έπρεπε τα πολύ μικρά βήματα κάποιων λίγων μέχρι τώρα ανθρώπων, να συνδυαστούν και να ακολουθηθούν από σημαντικές μειοψηφίες-στην αρχή-και στη συνέχεια από
[2]Αλλά αυτό-πέρα από το ότι μπορεί να είναι αληθές- είναι πολύ απλοϊκό. Όπως δείχνουν οι έρευνες για την ευτυχία και τον βαθμό ικανοποίησης, οι έννοιες αυτές είναι σχετικές. Είναι κανείς πραγματικά πιο ευτυχής π.χ. αν συμπράττει ή συμβαδίζει ή κάνει καλή παρέα με άλλους, παρά αν απολαμβάνει μόνος ένα μακρινό ταξίδι στη Μαλαισία. Μια πιο πλήρης συνολικά ζωή μπορεί να κάνει πιο ευτυχισμένο τον άνθρωπο, ειδικά εάν αισθάνεται αποδεκτός από τους γύρω του. Αλλά όταν οι άνθρωποι έχουν περισσότερα-πιθανώς αχρείαστα-στην κατοχή τους, σε σχέση με τους άλλους γύρω τους, αυτό συχνά τους αυξάνει τις προσδοκίες και τις επιθυμίες, καθώς και τα σκαλοπάτια στην κλίμακα της ευτυχίας. Και δεν ονειρεύονται όλοι να καλλιεργούν τη δική τους τροφή σε αγροκτήματα, αντί να πηγαίνουν στο καπιταλιστικό σούπερ μάρκετ.
[3] Όπως το διατυπώνουμε με τον Γιάννη Μπίλλα στο βιβλίο μας «Ο ανθρωπολογικός τύπος της αποανάπτυξης-τοπικοποίησης»(εκδόσεις των συναδέλφων): «Ο καπιταλισμός, πριν φανερώσει τα αδιέξοδά του, κατέστρεψε τον ψυχισμό των ανθρώπων, διαμόρφωσε ένα ανθρωπολογικό τύπο μοναχικό, νευρωτικό, αγχώδη, φοβικό και φοβισμένο, ανταγωνιστικό, επιθετικό, ενεργοβόρο, καριερίστα και αμοραλιστή, κάτοικο του εγώ και όχι του εμείς. Ακόμα και σήμερα ο άνθρωπος αυτός διατηρεί την ψευδαίσθηση της ατομικής διαφυγής,Ο ανθρωπολογικός τύπος της ιδιώτευσης, της απάθειας, της συναλλαγής, της αλλοτρίωσης, είναι μέρος του προβλήματος που έχουμε να επιλύσουμε».
[4] Κατά τη διαδρομή της ανθρώπινης εξέλιξης αυτό υπαγόρευε και η βιολογία του ανθρώπινου είδους, σαν λογικού όντος, που έβλεπε πάντα τα πλεονεκτήματα του «συνυπάρχειν», «συμβιώνειν», «συμπράτειν» και «συναποφασίζειν».
[5]Παραδείγματα τέτοιων συλλογικών διεργασιών αναφέρονται αναλυτικά στο βιβλίο μου για τον «Σύγχρονο Κοινοτισμό» http://www.topikopoiisi.eu/902rhothetarhoalpha/503