- Αντίο ανάπτυξη
Οι δε πολιτικοί της εκφραστές αναμασάνε συνέχεια τα ίδια λόγια: αν θέλουμε κοινωνική ευημερία θα την πετύχουμε μόνο μέσω της οικονομικής ανάπτυξης! Από την Αριστερά μέχρι τους Σοσιαλδημοκράτες, τους Χριστιανοδημοκράτες και τους Νέο-φιλελεύθερους υπάρχει ταύτιση: όλοι αναγνωρίζουν ότι υπάρχει μεγάλη ανάγκη για ανάπτυξη, από την Ελλάδα και την Ευρώπη, μέχρι και τη πιο απομακρυσμένη περιοχή. Όση περισσότερη ανάπτυξη τόσο το καλύτερο. Καπιταλισμός χωρίς ανάπτυξη; Κάτι αδιανόητο!
Οικονομία με λιγότερη ανάπτυξη; Μια τέτοια πρόταση θα έβλαπτε την καριέρα κάθε πολιτικού που θα την έκανε, ανεξάρτητα του κόμματος που θα ανήκε. Η ιδεολογία της ανάπτυξης-μεγέθυνσης έχει κυριαρχήσει στην πλειοψηφία των συνειδήσεων των πολιτών. Ιδίως στις χώρες του «αναπτυγμένου κόσμου», αλλά όχι μόνο. Ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός δε μπορούσε παρά να παγκοσμιοποιήσει και την ιδεολογία που τον συνοδεύει.
Άλλο όμως ιδεολογία και άλλο οικονομική πραγματικότητα! Γιατί όλες οι οικονομικές δραστηριότητες γίνονται στα πλαίσια ενός πλανήτη με περιορισμένους πλουτοπαραγωγικούς πόρους, της εργασίας συμπεριλαμβανομένης. Η πραγματική οικονομία είναι ένα υποσύστημα αυτού του πεπερασμένου κόσμου. Υπάρχει μια λανθασμένη υπόθεση: σε ένα πεπερασμένο σύστημα όπως το δικό μας πλανητικό, δεν μπορεί ένα υποσύστημά του, όπως είναι η οικονομία, να αυξάνεται απείρως. Η καμπύλη με την οποία παριστάνουν οι οικονομολόγοι την εξέλιξή της οικονομίας δεν μπορεί να είναι ανοδική-και μάλιστα εκθετική- χωρίς να τελειώνει ποτέ!
Αυτό φαίνεται να μη γίνεται αντιληπτό, γιατί η πραγματική οικονομία ηγεμονεύεται πια από την χρηματοπιστωτική. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας μπορεί σε ένα βαθμό να παρουσιάζει την προοπτική της αέναης μεγέθυνσης. Αυξάνει τους όγκους χρήματος με διάφορους τρόπους, μέσω του τραπεζικού συστήματος, χωρίς μεγάλο κόστος. Στην πραγματική οικονομία όμως, για να παραχθούν αντικείμενα και αγαθά χρειάζονται μεγάλες ποσότητες υλικών και ενέργειας, τα οποία όλο λιγοστεύουν και ακριβαίνουν .
Αυτό που κάνει ο χρηματιστικός τομέας δεν είναι πραγματική μεγέθυνση, είναι «φούσκα». Δεν μεγαλώνει την πίτα, απλώς τη φουσκώνει: μέσω του δανεισμού προς την πραγματική καπιταλιστική οικονομία αυξάνει μεν τον όγκο της παραγωγής της, αλλά θα πρέπει παράλληλα να αυξηθεί και η ζήτηση για κατανάλωση αυτού του όγκου των προϊόντων και υπηρεσιών. Αυτή η αύξηση της κατανάλωσης υπερβαίνει το συνήθως το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα της πλειονότητας των πολιτών που καλούνται να το καταναλώσουν. Υπάρχει λοιπόν ανάγκη για πίστωση και δάνεια προς τα νοικοκυριά και τους καταναλωτές, καθώς και προς τις κυβερνήσεις και τα κράτη για χρηματοδότηση της επιπλέον –πέραν αυτής που επιτρέπουν τα τρέχοντα ετήσια εισοδήματα-ατομικής και κοινωνικής κατανάλωσης. Αλλά με αυτόν τον τρόπο αυτό που καταναλώνεται επιπλέον είναι το μέλλον μας σαν παραγωγών αγαθών. Δανειζόμενοι σαν καταναλωτές, καταναλώνουμε στην ουσία τη μελλοντική προσδοκώμενη παραγωγή μας, σαν παραγωγοί. Οι δανειζόμενοι ( νοικοκυριά, χώρες) είναι υποχρεωμένοι, από τη μια να συντηρούν το επίπεδο κατανάλωσης που πέτυχαν μέσω του δανεισμού, αφετέρου να αποπληρώνουν το δάνειο. Πιέζονται επομένως να αυξάνουν στο μέλλον τα εισοδήματά τους, άρα και την παραγωγικότητα/αποδοτικότητα τους. Αυτό οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην εξάντληση όχι μόνο των παραγωγικών πόρων των απαραίτητων για την αυξανόμενη παραγωγή, αλλά και των ίδιων σαν παραγωγών. Η μελλοντική εξάντληση-έλλειψη είναι και η βάση για τη σημερινή «φούσκα» που δημιουργεί το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο.
Είναι όμως φανερό ότι μειώνονται συνεχώς οι πραγματικές δυνατότητες να συντηρηθεί η διαδικασία αυτή, στο άμεσο μέλλον . Η πραγματική καπιταλιστική οικονομία, που ικανοποιεί την κατανάλωση δε μπορεί να μεγεθύνεται στο διηνεκές, άρα δε θα μπορεί να μεγεθύνεται αντίστοιχα και η κατανάλωση. Ακόμα και όταν την ονομάσει κανείς πράσινη ή αειφορική.
Εξαιτίας αυτής της αξεπέραστης πραγματικότητας έχουμε εξελίξεις και στο πολιτικό επίπεδο: ενώ μέχρι σήμερα οι πολιτικές του νεοφιλελευθερισμού απεικονίζονταν ως παρεκκλίσεις από το μοντέλο της ευμάρειας και την κατανάλωσης ή ως σκληρές επιλογές «ακραίων» φιλελεύθερων, τώρα το τέλος των κοινωνιών της αφθονίας αντιμετωπίζεται με ένα κλίμα ευρύτερης κοινωνικής αποδοχής. Σήμερα οι εξελίξεις δεν αφήνουν περιθώριο για διαιώνιση του κυρίαρχου παραδείγματος της ανάπτυξης-κατανάλωσης- αφθονίας, που επικρατούσε τα τελευταία τριάντα χρόνια( «χρυσή τριακονταετία»). Η νέα κατάσταση «εκτάκτου ανάγκης»( περίοδος συνεχούς κρίσης και διαρκών αναταράξεων και πιθανών κοινωνικών μετασχηματισμών), δε χρειάζεται να στηρίζεται στη συναίνεση της μεσαίας τάξης και στην ιδεολογική συμφωνία των «από κάτω». Δημιουργείται σε παγκόσμιο επίπεδο μια ατμόσφαιρα γενικευμένης κοινωνικής ανασφάλειας και παρατεταμένου φόβου, ξεκινώντας από τον αδύνατο κρίκο της Ν. Ευρώπης και ειδικότερα της Ελλάδας. «Σε αυτό το περιβάλλον απαξιώνεται πλήρως μια σειρά θεμελιωδών θεσμών του κοινοβουλευτικού συστήματος και του φαντασιακού της λαϊκής κυριαρχίας.»[1] Οι αστικοί θεσμοί μπαίνουν σε μια βαθειά κρίση. Αν στο μεταξύ δεν εμφανιστούν ισχυρά κοινωνικά-πολιτικά κινήματα, θα έχουμε μάλλον ως αποτέλεσμα την επικράτηση αυταρχικών και σκληρών καθεστώτων.
2. Οι σημερινές απαντήσεις στη κρίση, στα πλαίσια του καπιταλισμού:
α) Καπιταλισμός "καζίνο" με: μεταφορά πόρων στους κινητήρες της αέναης "ανάπτυξης", "σοσιαλισμός πλουσίων"(μεταφορά πόρων από τους "απο κάτω" προς τις ελίτ), junkie οικονομία(απαραίτητη όλο και μεγαλύτερη "δόση" χρήματος), δημοσιονομικά χρέη-κρατική κρίση και κατάσταση «έκτακτης ανάγκης»: το διακύβευμα θα είναι αν θα γίνονται αποδεκτές οι βίαιες αλλαγές ως ο «μονόδρομος» που θα μας βγάλει από την κρίση. Αν θα επικρατήσει πολιτικά η διαδικασία ολιγαρχικοποίησης των δυτικών κοινωνιών. Αν η διαχείριση του φόβου σε συνδυασμό με την αύξηση της καταστολής και την αναβάθμιση του νομικού συστήματος θα συντελέσει αποφασιστικά στην επικράτηση της κουλτούρα «έκτακτης ανάγκης», όπου θα γίνεται αποδεκτή η άσκηση μιας πολιτικής όχι στο όνομα της βούλησης του λαού, αλλά στο όνομα της προστασίας του από τους μεγάλους κινδύνους που τον περιτριγυρίζουν(π.χ. η κλιματική αλλαγή με τις επακόλουθες καταστροφές, οι λιμοί και διατροφική κρίση σε πολλές περιοχές του πλανήτη, τα οικονομικά-περιβαλλοντικά ρεύματα μετανάστευσης, οι επιδημίες-πανδημίες και η παγκοσμιοποίηση κάθε ασθένειας, η διάλυση των ασφαλιστικών δομών και των δομών πρόνοιας με την ιδιωτικοποίηση των φυσικών-κοινωνικών αγαθών). Σε συνθήκες οικονομικής φούσκας και οικολογικών ορίων του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, η φιλελεύθερη άποψη για αποφυγή ενός πολέμου όλων εναντίον όλων παίρνει σάρκα και οστά με την υιοθέτηση μιας αυταρχικότερης μορφής διακυβέρνησης στηριζόμενης στη διαχείριση μιας διαρκούς κατάστασης διάσωσης και επιβίωσης. Είναι πολύ πιθανή η κατάληξη αυτής της διαδικασίας να είναι μια τεχνοφασιστική κοινωνία.
Προς το παρόν αυτή η απάντηση στη κρίση φαίνεται να είναι η επικρατέστερη, αλλά θα έχουμε στη συνέχεια όξυνση της οικολογικής κρίσης και εκτός από πτωχεύσεις κρατών και τη πτώχευση της "Α.Ε.Γη"
β) Σκανδιναβοποίηση(επιστροφή στη Σοσιαλδημοκρατία και το κράτος πρόνοιας). Μικρή πιθανότητα, γιατί είναι αδύνατη πια η ρύθμιση και ο έλεγχος της οικονομίας-περιβάλλοντος από τα κράτη. Οι κεϋνσιανικές πολιτικές του είδους «το κράτος να ρίξει λεφτά στην αγορά, για να τονωθεί η εγχώρια ζήτηση», πέρα από το ότι σκοντάφτει στις δυνατότητες της εγχώριας παραγωγής κάθε φορά, μετατρέπεται –μέσω της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας- σε πιθανές θέσεις εργασίας αλλού και όχι στο συγκεκριμένο κράτος. Γιατί έχει να κάνει με την ποιότητα της ζήτησης και την πιθανότητα να ικανοποιείται αυτή από προϊόντα που παράγονται αλλού(χαρακτηριστικό παράδειγμα στην Ελλάδα, όπου η ζήτηση μέχρι τώρα είχε να κάνει με προϊόντα, που στη μεγάλη πλειοψηφία τους παράγονταν στη Β. Ευρώπη). Γενικότερα: αποσυντίθεται πια το πανανθρώπινο όνειρο της αφθονίας πάνω στο οποίο στηριζόταν η σοσιαλδημοκρατία[2].
Η σκέψη για την εξάντληση των πεπερασμένων οικονομικών πόρων είναι ανύπαρκτη στα παραπάνω συμβατικά οικονομικά μοντέλα και αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα, που δεν αντιμετωπίζουν. Η ανθρωπότητα δεν μπορεί να αγνοεί μονίμως τους νόμους της φύσης. Αν συνεχίσει να το κάνει, θα καταστρέψει την ίδια τη βάση της ύπαρξης των μελλοντικών γενιών της. Αντίθετα τα παρακάτω μοντέλα παίρνουν σε ένα βαθμό υπόψη τους αυτό το γεγονός.
γ) Η «πράσινη βιώσιμη- ανάπτυξη»: ένα μέρος του κεφαλαίου(το "έξυπνο") θα επενδύσει στη βιόσφαιρα και το περιβάλλον και θα μετατραπεί σε "πράσινο", επιδιώκοντας την "πράσινη" ανάπτυξη, σαν κύρια μορφή ανάπτυξης. Δεν είναι μακροπρόθεσμη λύση, αφού ακόμα και με "πράσινη" ανάπτυξη θα απαιτηθούν μεγενθύνσεις πέρα από τις δυνατότητες του πλανήτη(π.χ. μέχρι το 2050 με 9 δισ πληθυσμό, αποφυγή της κλιματικής καταστροφής θα σήμαινε 90% της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, πράγμα αδύνατο αν δεν υπάρξει μείωση της ζήτησής της και "αποανάπτυξη").
δ) Η απάντηση της "αποανάπτυξης" : η αύξηση της θερμοκρασίας πάνω από 2 βαθμούς θα σημάνει ανεξέλεγκτη κλιματική αλλαγή η οποία θα θέσει σε κίνδυνο την ίδια τη ζωή στη βιόσφαιρα, γιατί δε θα μπορεί να προσαρμοσθεί στις γρήγορες αλλαγές και στις ακραίες συνθήκες. Αυτό σημαίνει δύσκολη επιβίωση και για την ανθρωπότητα, γιατί πολλές οικονομικές δραστηριότητες δεν θα είναι πια δυνατές και για να μη γίνει αυτό θα πρέπει οι εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου να μην υπερβούν τους 750 γιγατόνους μέχρι το 2050, δηλαδή για τα επόμενα χρόνια αντιστοιχούν στον κάθε άνθρωπο εκπομπές περίπου 2,3 τόνων το χρόνο. Σήμερα εκπέμπει ενδεικτικά κάθε μέσος: Βορειαμερικάνος 20 τ, Γερμανός 10 τ, Έλληνας 8,7 τ, Κινέζος 4,6 τ, Μπαγκλαντέζος 0,3 τ, Μαλιέζος μόνο 50 κιλά. Τεράστιο πρόβλημα δικαιοσύνης. Πέρα από τη κοινωνική δικαιοσύνη θα πρέπει να υπάρχει και η δικαιοσύνη του οικολογικού αποτυπώματος. Στη δύση-βορά θα πρέπει να υπάρξει μεγάλη απο-ανάπτυξη σε όλους σχεδόν τους τομείς, εκτός από εκείνους όπου έχουμε μηδενικές ή αρνητικές(απορρόφηση) εκπομπές. "Αποανάπτυξη εδώ", "συντήρηση εκεί", "ανάπτυξη παραπέρα", αλλά σε καμιά περίπτωση "ανάπτυξη ή θάνατος". Η τελευταία πρόταση εμπεριέχει -κατά τη γνώμη μου- τη δυνατότητα επιβίωσης των μελλοντικών γενιών, χωρίς να ζήσουν αυτές το λυκόφως της ανθρωπότητας.
Ένα είναι σίγουρο: τη μεγαλύτερη ουτοπία τη προτείνουν τα καπιταλιστικά οικονομικά μοντέλα, είτε με την νεοφιλελεύθερη εκδοχή, είτε με τη σοσιαλδημοκρατική ατζέντα, είτε με τη κρατικοκαπιταλιστική εκδοχή του κεντρικού πλάνου. Γιατί όλα στηρίζονται στο πρόταγμα της συνεχούς «ανάπτυξης», η οποία δεν είναι δυνατή για πολύ ακόμα, όπως αναφέραμε πιο πάνω. Για αυτό και είναι ουτοπία , μεγαλύτερη από κάθε άλλη ουτοπία που έχει προταθεί μέχρι τώρα. Στα πλαίσιά της ο καπιταλισμός δεν έχει διέξοδο. Και αυτό φαίνεται με το πώς διαχειρίζεται τη σημερινή κρίση στην Ευρώπη, ένα από τα προπύργια του δυτικού αναπτυξιακού μοντέλου, που είχε εποικίσει τη κοινωνική συνείδηση με την ιδεολογία της «ανάπτυξης» πετυχαίνοντας σε μεγάλο βαθμό τη κοινωνική συναίνεση(τη συναίνεση των μεσαίων τάξεων βασικά). Εφαρμόζει με αρκετή επιτυχία τη λιτότητα για τους «από κάτω». Η Χριστιανοδημοκρατία έχει αντιληφθεί ότι δε μπορεί να διατηρήσει πλέον το υπερκαταναλωτικό μοντέλο και το υψηλό βιοτικό επίπεδο πολυπληθών μεσοστρωμάτων. Μέσω της «λιτότητας»-και ξεκινώντας από τη Ν. Ευρώπη με πειραματόζωο την Ελλάδα- έχει στόχο τη συρρίκνωση των μεσοστρωμάτων. Για να μπορεί τουλάχιστον η ανώτερη κυρίαρχη τάξη και μια μερίδα της «εργατικής αριστοκρατίας»-την οποία έχει ακόμα ανάγκη ιδίως στη β. Ευρώπη-να συνεχίζει στο προηγούμενο μοτίβο κατανάλωσης. Χρειάζεται να προβάλει την ελπίδα για συνέχιση αυτού του μοντέλου για ένα μικρό τουλάχιστον τμήμα του πληθυσμού, ώστε να μπορεί να καλλιεργεί την ψευδαίσθηση και στη πλειοψηφία ότι «θα έρθουν καλύτερες μέρες» και για αυτήν και θα συμμετάσχει στο «πάρτυ», αρκεί προς το παρόν να κάνει υπομονή και θυσίες. Προφανώς δε θέλει να χάσει τη συναίνεση της μεσαίας τάξης καλλιεργώντας την ελπίδα ότι με την «λιτάκαμψη» θα υπάρξει η δυνατότητα να επανέλθει στις «παλιές καλές μέρες».
3. Η πιθανότητα μετάβασης σε μια μετακαπιταλιστική κοινωνίαΤο αν η μεσαία τάξη θα συναινεί για μεγάλο ακόμα διάστημα στον καπιταλισμό, ή θα αντιληφθεί σύντομα ότι δεν υπάρχει ελπίδα να περάσει στους «από πάνω», παρά μάλλον στους «από κάτω», θα εξαρτηθεί από το πόσο γρήγορα θα διαμορφωθεί η εναλλακτική πρόταση προς τον καπιταλισμό. Το πόσο ελκυστική θα είναι αυτή η πρόταση για μια μετακαπιταλιστική κοινωνία. Δεν αρκεί μόνο να γίνει καθαρό στις μεσαίες τάξεις ότι είναι ουτοπία η γενίκευση του μοντέλου της ανάπτυξης. Θα χρειασθεί η σκιαγράφηση και της ρεαλιστικής εναλλακτικής δυνατότητας, για να αποφασίσει-πριν χρεοκοπήσει η «Α.Ε. Γη»- να πει στοπ στη μέχρι τώρα πορεία της. Και θα είναι αποφασιστικό για το τι θα κάνει η πολυπληθής μεσαία τάξη στις αναπτυγμένες χώρες, γιατί το κυρίαρχο μοντέλο εξουσίας σε αυτές στηριζόταν μέχρι τώρα στη συναίνεσή της. Η μεσαία τάξη έβγαζε εδώ τις μέχρι τώρα κυβερνήσεις, αποδεχόμενη το κοινοβουλευτικό παιγνίδι εξουσίας. Αν δεν πει αντίο στον καπιταλισμό αυτή η τάξη μαζί με τους υπόλοιπους «από κάτω», τότε θα ζήσουμε όλοι μαζί τη δυστοπία ενός τελευταίου μοντέλου κυριαρχίας του καπιταλισμού, που θα επιβληθεί με τη μορφή τεχνοφασιστικού καθεστώτος και θα μας οδηγήσει στα σίγουρα στο τέλος του ταξιδιού της ανθρώπινης ιστορίας.
Είναι λοιπόν επείγον-όσο ποτέ άλλοτε-ένα εναλλακτικό προς τον καπιταλισμό κοινωνικό κίνημα να σκιαγραφήσει ένα ρεαλιστικό εναλλακτικό πρόγραμμα μετάβασης σε μετακαπιταλιστική κοινωνία[3]. Από τώρα μπορούμε μόνο να περιγράψουμε καλά το πώς δεν θα είναι καθώς και κάποια γενικά χαρακτηριστικά της. Το πιο βασικά από τα χαρακτηριστικά της: α) η άμεση δημοκρατία( ή δημοκρατία με την κυριολεκτική της έννοια, χωρίς κάποιο επίθετο) όσον αφορά στις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές πρακτικές της καθώς και στον τρόπο διακυβέρνησης. β) το μικρότερο δυνατό οικολογικό αποτύπωμα[4]
Δεν θα χρειασθεί να δημιουργήσουμε «πολλές Ελλάδες», δηλαδή χώρες των οποίων οι οικονομίες να συρρικνώνονται με τη διαδικασία του σοκ, αλλά μια ήπια μετάβαση προς μια οικονομία και κοινωνία της «αποανάπτυξης-τοπικοποίησης». Η κρίση, με την απομυθοποίηση και την ιδεολογική κατάρρευση του καπιταλισμού που φέρνει μαζί της, αλλά και τη προώθηση της «φτωχοποίησης» των μεσαίων τάξεων, μπορεί να θέσει σε κίνηση σημαντικές μειοψηφίες-αν όχι πλειοψηφίες- πολιτών παντού(στην αρχή στους «αδύνατους κρίκους» της Ν. Ευρώπης). Αυτές, δημιουργώντας από τώρα -σε μικρογραφία έστω-τους θεσμούς αυτής της κοινωνίας, θα θέσουν τις βάσεις για αυτή την μετάβαση, ξεπερνώντας «στη στροφή» τον ίδιο τον καπιταλισμό(μένει βέβαια ανοιχτό το ζήτημα της πιθανής βίας από τη μεριά του, όταν θα τον «προσπερνάμε»).
Ειδικά για την Ελλάδα, του συγκυριακά πιο «αδύναμου κρίκου» του καπιταλισμού και του «ναυαγού της ανάπτυξης», θα είναι πιο εύκολη αυτή η μετάβαση. Υπάρχει βέβαια ο κίνδυνος να κατηγορηθεί αυτή η πρόταση μετάβασης ότι με τη ρητορική του «λιγότερου», προτείνει την «πτώχευση της κοινωνίας». Ότι θέλει να «χρυσώσει το χάπι» για τους «νεόπτωχους» για να υπάρξει από τη μεριά τους συναίνεση. Να μετατρέψει τον σημερινό καταναγκασμό τους σε δική τους επιλογή. Αλλά αυτή η κατηγορία θα μπορεί να βρει ερείσματα στην κοινωνία μόνο, αν δεν διακηρυχθεί ρητά και αν δεν επιδιωχθεί πρακτικά, το ξεπέρασμα των καπιταλιστικών σχέσεων σε όλα τα επίπεδα. Και δεν προετοιμασθεί ταυτόχρονα για κοινωνικές συγκρούσεις και ανταγωνισμούς.
Το πρώτο βήμα που είναι απαραίτητο να γίνει, ώστε αυτή η μετάβαση να είναι εθελοντική και να μη επιβληθεί από ένα τεχνοφασιστικό-σε εξέλιξη- σύστημα, είναι η «αποαποικιοποίηση» της κοινωνικής συνείδησης από την ιδεολογία της ανάπτυξης. Να αναπτυχθεί ένας «αποαναπτυξιακός» τρόπος σκέψης που θα προωθήσει τη μείωση πάντα της μη οικολογικής κατανάλωσης και την οργάνωση του «λιγότερου» με κοινωνικά αποδεκτό τρόπο. Διότι μόνο αν τουλάχιστον οι αναπτυγμένες χώρες δαπανούν λιγότερο, θα μπορούσε να εξασφαλισθεί η συνέχιση της ζωής των επόμενων γενιών.
Συγκεκριμένα, αυτό σημαίνει: οι άνθρωποι στις πλούσιες χώρες-όπου συγκριτικά ανήκει και η δική μας- να αγοράζουν λιγότερα νέα πράγματα και να προτιμούν να χρησιμοποιούν τα παλιά για περισσότερο χρόνο, επισκευάζοντάς τα, μάλιστα θα ήταν καλύτερα αν το έκαναν και μόνοι τους. Με σφυρί και κατσαβίδι μπορούμε ευκολότερα να περάσουμε στο μέλλον και να αντιληφθούμε ότι το λιγότερο μπορεί να είναι καλύτερο. Ιδίως αν ταυτόχρονα κάνουμε ανακατανομή πόρων και εξουσίας καθώς και οικολογικοποίηση του καταναλωτικού μοντέλου.
Αυτό θα είναι δυνατόν να επιτευχθεί μόνο αν δημιουργηθεί ένα κίνημα των «από κάτω» της ελληνικής κοινωνίας, που θα αποφασίσει ότι «δεν θέλουμε να μας σώσουν οι αναπτυξιολάγνοι δανειστές, τραπεζίτες, επενδυτές κ.λπ, με το πολιτικό προσωπικό τους. Δεν τους χρωστάμε, δεν τους πουλάμε, δεν τους πληρώνουμε! Έπαιξαν στο καζίνο τους και έχασαν!».
Θα σωθούμε μόνοι μας! Θα ζήσουμε καλύτερα με λιγότερα, παράγοντάς τα με τις δυνάμεις μας και τους δικούς μας πόρους, στηριζόμενοι περισσότερο στα συλλογικά αγαθά, με καλύτερη ποιότητα και δίκαιες ανταλλαγές. Αρκεί να είναι επιλογή μας ο αντικαταναλωτισμός, η κοινωνική αλληλεγγύη, η ισοκατανομή και η κοινωνική και περιβαλλοντική μέριμνα. Τότε δεν θα χρειασθούμε τα λεφτά τους και τις «δόσεις» τους και δεν θα μας επιβάλουν οι «σωτήρες» την «φτωχοποίησή» μας. Γιατί θα επιλέξουμε-όχι ηττημένοι-τη μελλοντική μας ευζωία, μέσα από την εγκράτεια στην ατομική κατανάλωση και τη στήριξη στην αφθονία των συλλογικών αγαθών.
4) Το πλαίσιο της μετάβασης:
i. Υπάρχει ένα κίνημα "εξόδου"(Austeiger) τα τελευταία 20 χρόνια, σε παγκόσμιο επίπεδο: στην Αυστραλία π.χ. το 20-30% του πληθυσμού παρατά ό,τι έκανε μέχρι εκείνη τη στιγμή για χάρη μιας καλύτερης ποιότητας ζωής, έξω από το κυρίαρχο σύστημα παραγωγής και κατανάλωσης.
ii. Υπάρχει ένα κίνημα που δημιουργεί στη δύση-βορά δομές κοινωνικής-αλληλέγγυας οικονομίας, η οποία διέπεται όχι από τον ανταγωνισμό, αλλά από τις αρχές της αμοιβαιότητας, συνεργατικότητας και εμπιστοσύνης.
iii. Υπάρχει το Κίνημα ενάντια στη "νεοφιλελεύθερη" παγκοσμιοποίηση, που σήμερα στρέφεται ενάντια στην αλλαγή του κλίματος("Να αλλάξουμε το σύστημα και όχι το κλίμα")
iv. Υπάρχει γενικότερα απομυθοποίηση του "τουρμποκαπιταλισμού", που στη σημερινή κρίση μετατρέπεται σε έντονη αμφισβητησή του. Από παγκόσμια δημοσκόπηση του BBC(2009): μόλις 11% θεωρεί ότι ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός λειτουργεί σωστά, ενώ διπλάσιο ποσοστό(23%) πιστεύει ότι είναι αδύνατη η βελτίωσή του και ότι είναι απαραίτητο ένα νέο κοινωνικοοικονομικό μοντέλο, πράγμα που αποτελεί σημαντική βάση(κρίσιμος αριθμός) για τη προσπάθεια δημιουργίας του.
5. Η στρατηγική της τοπικοποίησης:Από τον κύκλο του άνθρακα βλέπουμε ότι όχι μόνο θα πρέπει να σταματήσουμε να μεταφέρουμε άνθρακα από τη Λιθόσφαιρα στην Ατμόσφαιρα, όπου δημιουργείται η περίσσεια του διοξειδίου(άρα αποανάπτυξη στους περισσότερους σημερινούς τομείς), αλλά θα πρέπει να μεταφέρουμε αυτή τη περίσσεια, που δημιουργεί το φαινόμενο του θερμοκηπίου, στο έδαφος μέσω της βλάστησης και των καλλιεργειών(φωτοσύνθεση: μετατρέπει το CO2 της ατμόσφαιρας σε υδατάνθρακες).
Ανάπτυξη λοιπόν θα πρέπει να πετύχουμε στους εξής τομείς: άγρια βλάστηση-επιστροφή εκτάσεων στην άγρια φύση-αποκατάσταση ερημοποιημένων εκτάσεων μέσω αναβλάστησης-σωστή διαχείριση δασών-αποκατάσταση ελών και βιοτόπων(απορροφούν διπλάσιο CO2 από τα δάση στα μεσαία πλάτη).
Αλλά το βασικότερο θα είναι η ανάπτυξη της αγροτο-οικογεωργίας: με αυτή, ενώ θα σταματούσαμε τις εκπομπές της μηχανοποιημένης χημικής γεωργίας(υπεύθυνες για το 1/3 του θερμοκηπίου), θα αποκαταστούσαμε και πάλι στα καλλιεργούμενα εδάφη την οργανική ύλη. Έτσι μέχρι το 2050 θα μπορούσαμε να απορροφήσουμε τα 2/3 της σημερινής περίσσειας του CO2 της ατμόσφαιρας, ενώ θα είχαμε και περισσότερα και ποιοτικά ανώτερα προϊόντα διατροφής.
Για να γίνει όμως αυτό δυνατό και να έχουμε σαν αποτέλεσμα ένα υγιέστερο πλανήτη με βελτίωση των εδαφών, του αέρα, των νερών, μια καλύτερη ποιοτικά ζωή και μια δικαιότερη κοινωνία θα πρέπει να στηριχθούμε στη δυναμική των κοινοτήτων, και ιδιαίτερα των αγροτικών, στους μικροαγρότες, μικροπαραγωγούς, στα τοπικά κοινοτικά-δημοτικά δίκτυα παραγωγής-διανομής-κατανάλωσης, στη μικρή ελεγχόμενη τοπική αγορά, σε αντιπαράθεση με τα μεγασυστήματα των εταιρειών και του κράτους. Θα χρειασθεί να δημιουργήσουμε την αποκεντρωμένη-τοπικοποιημένη κοινωνία της ισοκατανομής, με κύτταρο την αυτοδύναμη κοινότητα. Που θα στηρίζεται στην άμεση δημοκρατία και στον συνομοσπονδιακό κοινοτισμό(ομοσπονδίες δήμων-συνομοσπονδίες περιφερειών-ομοσπονδίες εθνών). Με τη στρατηγική της τοπικοποίησης μπορούμε να περάσουμε σε μια μετακαπιταλιστική κοινωνία εφαρμόζοντας και θεσμοθετώντας την άμεση δημοκρατία και σαν μορφή αυτοδιακυβέρνησης.
6.Η άμεση δημοκρατία και η επανατοπικοποιημένη ελληνική κοινωνία
Σήμερα, το συγκεντρωτικό ελληνικό αστικό κράτος- στα πλαίσια της συγκεντρωτικής Ε.Ε. και της θέσης που έχει στον παγκοσμιοποιημένο μοντέλο ανάπτυξης(«ναυαγός» αυτής της ανάπτυξης) έχει συγκεντρώσει σχεδόν τα ¾ του πληθυσμού στην Αττική. Είναι ο «αδύνατος κρίκος» χτυπημένο από τη κρίση των χρεών του και έχει μπει σε ένα βαθύτατο και αξεπέραστο αδιέξοδο.
Χάνει κάθε δυνατότητα κοινωνικής προστασίας προς τους υπηκόους του, λόγω των αρπακτικών βλέψεων του χρηματοπιστωτικού συστήματος και γιατί είναι στα χέρια μιας ντόπιας οικονομικής και πολιτικής ελίτ, που έχει ταυτισθεί με τα συμφέροντα της διεθνούς χρηματοπιστωτικής ελίτ. Παρεμβαίνει κατασταλτικά υπέρ της. Χάνει έτσι κάθε πρόσχημα για συναίνεση των πολιτών που βρίσκονται «από κάτω». Με την αντισυνταγματική επιβολή των πολιτικών των «μνημονίων» από την τρόικα, που ήρθε για να μείνει επ` αόριστον, ανεξάρτητα από το τι κυβερνήσεις θα αναδεικνύονται τα επόμενα χρόνια από τις εκλογές[5], θα δώσει τη δυνατότητα σε μεγάλες κοινωνικές πλειοψηφίες της ελληνικής κοινωνίας(μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονται και τα μεσοστρώματά της που περνούν στους «απο κάτω») να στραφούν σε άλλες μορφές κοινωνικής οργάνωσης.
Η απομυθοποίηση του συγκεντρωτικού κεντρικού κράτους και του κομματικού αντιπροσωπευτικού συστήματος διακυβέρνησης θα φέρει στο προσκήνιο την αναγκαιότητα για τη θέσμιση ενός καινούργιου «κοινωνικού συμβολαίου» για την ελληνική κοινωνία, αν θέλει να συνεχίσει να υπάρχει σαν τέτοια. Αυτό το «συμβόλαιο» θα αφορά και τη μορφή του κράτους και τον τρόπο διακυβέρνησής του. Δεν θα μπορεί να είναι και πάλι συγκεντρωτικό και κεντρικό το κράτος, ούτε και οι πολίτες του συγκεντρωμένοι στο Λεκανοπέδιο, αλλά και ούτε να κυβερνούνται μέσω του αντιπροσωπευτικού κοινοβουλευτικού συστήματος.
Θα χρειασθεί να θεσμισθεί ένα αποκεντρωμένο κράτος με βάση την αυτοδιοίκηση, μια «επανατοπικοποιημένη» κοινωνία με κύτταρο την κοινότητα - δήμο σε ισορροπία με το φυσικό περιβάλλον, ένας τρόπος διακυβέρνησης με άμεση δημοκρατία.
Η στρατηγική για την αναζωογόνηση της ελληνικής κοινωνίας ξεκινώντας από το τοπικό επίπεδο με εγκαθίδρυση δομών άμεσης δημοκρατίας στην οικονομία, στις κοινωνικές και πολιτισμικές σχέσεις, καθώς και στο πολιτικό επίπεδο, μπορεί να αποδειχθεί ίσως η μόνη στρατηγική που μπορεί να μας βγάλει από τα σημερινά αδιέξοδα, δίχως να αναγκαστούμε να θυσιάσουμε όσα στοιχεία ισότητας, δημοκρατίας και δικαιοσύνης έχουν απομείνει.
Τούτο όμως είναι εφικτό μόνον αν επικρατήσει μια συνθετική λογική, μιας λογική που αρνείται τους αποκλεισμούς και την απαξίωση οποιασδήποτε ταυτότητας και συλλογικού υποκειμένου. Μια λογική που συναινεί στην οικοδόμηση θεσμών σε όλα τα επίπεδα, δίνοντας προτεραιότητα σε αυτούς που είναι πιο «εδαφικοποιημένοι» και άρα επιτρέπουν περισσότερη δημοκρατία και περισσότερο έλεγχο της κοινωνίας. Που συμβάλει στη δημιουργία χώρων θετικής κοινωνικοποίησης, στη βάση τοπικών δραστηριοτήτων και των σχέσεων συνεύρεσης των κατοίκων των τοπικών κοινωνιών(π.χ. επανασύσταση των γειτονιών με τη μορφή συνελεύσεων, όχι μόνο σαν όργανα αγώνα, αλλά κυρίως σαν όργανα εξουσίας. Να αποτελέσουν μόνιμες δομές που προσπαθούν και σκοπεύουν στην άσκηση τοπικής εξουσίας και διαμόρφωσης της πολιτικής στην Τοπική Αυτοδιοίκηση[6]). Μια λογική που «σκεφτόμενη παγκόσμια, επιδρά τοπικά» και θεωρεί ότι η τοπικοποίηση της παραγωγής, η μείωση των εμπορευματικών μεταφορών, η ανάσχεση της «ανάπτυξης», αποτελούν τη μόνη διέξοδο από την οικολογική κρίση που απειλεί την ίδια τη ζωή στον πλανήτη. Που θεωρεί ότι η αναστροφή των κυρίαρχων τάσεων της μεγέθυνσης καθίσταται όρος της επιβίωσής μας.
Κατά συνέπεια, η ελληνική κοινωνία για να συνεχίσει να υπάρχει στις παρούσες και μελλοντικές συνθήκες, είναι υποχρεωμένη να αλλάξει όχι απλώς μορφή, αλλά να εισέλθει σε μια νέα ιστορική φάση.
Αν στην αρχαιότητα η δομή της ήταν πολεοκεντρική και φυλετική, αν στη συνέχεια ήταν οικουμενική –από την εποχή του Αλεξάνδρου μέχρι το ύστερο Βυζάντιο– και στη συνέχεια, μετά την Επανάσταση του 1921 επικεντρώθηκε στο έθνος-κράτος, σήμερα μπαίνουμε σε μια νέα εποχή.
Σε αυτή την κατεύθυνση, ο κοινοτισμός και η τοπικοποίηση μπορούν να αποβούν το πιο σημαντικό εργαλείο στην προσπάθειά μας να επινοήσουμε μορφές εθνικής κυριαρχίας, οι οποίες θα υπερβαίνουν το κυριότερο πρόβλημα του έθνους-κράτους, τη συγκεντρωτική, γραφειοκρατική και κατασταλτική του φύση. Και από την άλλη, είναι εξίσου σίγουρο ότι θα χρειαστούν, όσο οτιδήποτε άλλο, μορφές προστασίας απέναντι στην παγκοσμιοποίηση. Αυτό που καλούμαστε να κάνουμε είναι να αντιστρέψουμε τη σημερινή πυραμίδα της παγκοσμιοποίησης, να ξαναστήσουμε τις κοινωνίες στα πόδια τους και να στέκονται καλά στο «συγκεκριμένο έδαφος», με το κεφάλι όμως να βρίσκεται επάνω(να σκέφτεται παγκόσμια) και όχι στο έδαφος.
Μπορούμε να αρχίσουμε να αλλάζουμε τα πράγματα στις δομές του περιφερειακού κράτους-που είναι πιο εύκολο να παρέμβουμε από ότι στο κεντρικό κράτος-μετατρέποντας τις σημερινούς ΟΤΑ του «Καλλικράτη» σε όργανα προώθησης αυτής της αντιστροφής(από τη μέχρι τώρα δράση του κινήματος της αντίστασης και ανυπακοής φαίνεται ότι και η αποκεντρωμένη δράση βοηθάει περισσότερο από ότι η κεντρική δράση στη πλατεία Συντάγματος π.χ.-βλέπε καταλήψεις δήμων και περιφερειών).
Προτεραιότητα στο τοπικό(κοινότητα-δήμο), σύνδεση σε περιφερειακό(ομοσπονδία δήμων) και εθνικό(συνομοσπονδία περιφερειών), προστασία της επικράτειας από τη συνομοσπονδία, προοπτική στο υπερεθνικό και το παγκόσμιο(«κοινότητα προσώπων-έθνος κοινοτήτων-κοινότητα εθνών).
Κάπως έτσι υπάρχει και η προοπτική να ξεφύγουμε πιο εύκολα από τον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό, που μας οδηγεί πια σε κοινωνικές και οικολογικές καταστοφές, αβίωτες ιδίως για τις νέες γενιές. Μπορούμε να ξεκινήσουμε από τη χώρα μας, τη χώρα του «αδύναμου κρίκου» του και του «ναυαγού» της παγκόσμιας τρικυμίας. Σαν ναυαγοί της ανάπτυξης δε θα πρέπει να φοβόμαστε από την «αποανάπτυξη», αρκεί να στηριχθούμε στο κεφάλι και τα χέρια μας, ώστε να δημιουργήσουμε σε άλλη βάση τις συνθήκες της φυσικής και κοινωνικής μας ύπαρξης.
Και επειδή βρισκόμαστε σε μια ιστορική περίοδο, όπου όλο και θα πληθαίνουν οι «ναυαγοί», μπορούμε να δώσουμε και το παράδειγμα.
7. Η οικονομία της μετάβασης
Στη συνέχεια θα ασχοληθoύμε περισσότερο με την οικονομική βάση της μετάβασης σε μια τέτοια κοινωνία. Η κατεύθυνση της οικονομίας της μετάβασης θα χαρακτηρίζεται από την έννοια της αποανάπτυξης-τοπικοποίησης(την αντιθετική της «ανάπτυξης»-μεγέθυνσης). Αυτό θα σημαίνει ότι αντί να παράγει περισσότερα, θα χρειασθεί να παράγει καλύτερα. Θα χρησιμοποιεί κυρίως πόρους, τους οποίους μπορεί να τους αναπαραγάγει πάλι η ίδια ή η φύση. Αυτούς που λέμε ανανεώσιμους, ώστε να είναι μια οικονομία ενταγμένη αρμονικά στο γενικότερο πλανητικό σύστημα, σε αρμονία με τη φύση. Όπου η οικονομική δραστηριότητα είναι κοινωνικά και περιβαλλοντικά επιζήμια θα υπάρχει αποανάπτυξη, όπου είναι ουδέτερη θα έχουμε συντήρηση, και όπου κοινωνικά και περιβαλλοντικά επωφελής θα επιδιώκουμε την παραπέρα ανάπτυξη. Το βασικό κριτήριο για αυτό θα είναι το οικολογικό αποτύπωμα στο οποίο αναφερθήκαμε και πιο πάνω. Βασικός στόχος η ικανοποίηση των βιοτικών και κοινωνικών αναγκών με κοινωνική δικαιοσύνη και οικολογική ασφάλεια
Μια τέτοια οικονομία δεν είναι σε καμιά περίπτωση βαρετή ή μη παραγωγική. Γιατί και στα πλαίσιά της θα αντικαθίσταται το παλιό με το καινούργιο, δηλαδή η παλιά βιομηχανία-τεχνολογία με νέες τέτοιες, πιο ήπιες και έξυπνες. Μόνο η οικονομία σαν σύνολο δεν θα αυξάνεται πλέον συνέχεια.
8.Τα χαρακτηριστικά της τοπικοποιημένης κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας
Μέχρι τώρα η καπιταλιστική οικονομία[7] στηρίζεται σε δύο βασικούς τομείς. 1) Στον κρατικό τομέα με τη μορφή του «κράτους επιχειρηματία»-που στη φάση της επικράτησης του νεοφιλελευθερισμού υποχωρεί υπέρ της ιδιωτικοποίησης των επιχειρηματικών του δραστηριοτήτων-ή τη μορφή του «κράτους πρόνοιας»-που και αυτό υποχωρεί είτε αυτοκαταργώντας τον εαυτό του είτε ιδιωτικοποιώντας τις κοινωνικές υπηρεσίες. 2)Στον ιδιωτικό τομέα με τον εταιρικό τρόπο του «επιχειρείν». Αυτός ο τομέας έχει διογκωθεί τόσο που στη φάση της παγκοσμιοποίησης έχουμε σαν αποτέλεσμα 147 μεγάλες εταιρείες να ελέγχουν το 40% της παγκόσμιας οικονομίας, ενώ οι 1318 (στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι 147) το 80% (Μελέτη από το Ελβετικό Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Ζυρίχης)
Υπάρχει όμως και ένας τρίτος τομέας- μεταξύ του κρατικού και του ιδιωτικού - που έχει αναπτυχθεί σήμερα, και τον συναντούμε με πολλά ονόματα: κοινωνική οικονομία, αλληλέγγυα οικονομία, ηθική οικονομία, τρίτος τομέας, λαϊκή οικονομία, κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία κ.α. Η φαινομενική σύγχυση γύρω από τον ορισμό, προκύπτει κυρίως γιατί αντανακλά μια έντονη εσωτερική διαμάχη για τη νοηματοδότηση και την εξέλιξη του φαινομένου. Σε αυτή την εξέλιξη συμμετέχει και δρα ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών και πολιτικών υποκείμενων, από μικρές ομάδες γειτονιάς και κοινωνικά κινήματα μέχρι συνεταιρισμοί, πολυμετοχικές επιχειρήσεις και συνεταιριστικοί πιστωτικοί οργανισμοί[8]. Ως αποτέλεσμα, ενώ οι λόγοι που αρθρώνονται και οι πρακτικές που υιοθετούνται κάποιες φορές συγκλίνουν, συχνά αποδεικνύονται ασύμβατοι, ακόμη και αντιθετικοί, οδηγώντας σε αποκλίνοντα μονοπάτια.
Στον ελλαδικό χώρο, έχουν επικρατήσει δύο βασικά όροι: είτε ο θεσμικός όρος «κοινωνική οικονομία» (ήδη έχει ψηφισθεί και εφαρμόζεται διστακτικά ακόμα από τη Κυβέρνηση ο νόμος 4039), είτε ο όρος «αλληλέγγυα οικονομία» από μια πληθώρα πρωτοβουλιών βάσης. Το θέμα δεν είναι δεδομένο και αντικειμενικό. Πρόκειται για όρους και πρακτικές υπό διαμόρφωση και το σημαντικό είναι να περιγράψουμε ποια χαρακτηριστικά θέλουμε να πάρει αυτή η οικονομία, ώστε να γίνει και η οικονομία μετάβασης προς την άμεση δημοκρατία.
Καταρχήν καλύτερα είναι να δεχθούμε τον συμπτυγμένο όρο «κοινωνική, συνεργατική και αλληλέγγυα οικονομία». Αυτός συνδυάζει και τα δύο κύρια ρεύματα πρακτικής που υπάρχουν: της συμπληρωματικότητας ως προς την καπιταλιστική οικονομία και της υπέρβασής της με τη δυναμική που εμπεριέχει ο όρος της ουσιαστικής κοινωνικής αλληλεγγύης(όχι με τα χαρακτηριστικά της «φιλανθρωπίας» βέβαια που προσπαθούν να της δώσουν καθεστωτικοί μηχανισμοί)
Πεδίο οικονομικής δράσης:
- «αποκατάσταση ζημιών» και υπηρεσίες πρόνοιας,
- διατροφή - διακίνησή της,
- εφοδιασμός σε νερό και ενέργεια,
- διαχείριση δασών και θάλασσας,
- διαχείριση σκουπιδιών-αποβλήτων ,
- μετακίνηση-μεταφορές,
- ραδιο-τηλε-συχνότητες,
- παραγωγή και μετάδοση γνώσης-ήπια τεχνολογία-εκπαίδευση, υγεία κ.λπ,
- αλλά και το σύνολο της οικονομικής ζωής, χρηματικής ή μη(π.χ. πίστωση).
- Αρχική διασύνδεση με αγορά, αλλά προτεραιότητα στη σταδιακή αποσύνδεση - ανάπτυξη εναλλακτικών διασυνδέσεων με κατανάλωση.
- Ποικίλη κλίμακα και εσωτερική οργάνωση. Επιθυμητό το μικρό έως μεσαίο μέγεθος μονάδων. Αποφεύγεται: η μεγάλη κλίμακα καθώς και η κάθετη οργάνωση.
- Μορφή επιχείρησης: κοινωνικής βάσης (πολυμετοχική) ή συνεταιριστική ή συνεργατική.
- Έμφαση στην τοπικότητα, στη συμμετοχική και δημοκρατική λειτουργία.
- Απόρριψη «μεγιστοποίησης» κέρδους. Μέτρο επιτυχίας η συμβολή στη συλλογική-κοινωνική ευημερία-ευζωία
- Συνέργειες -διασύνδεση μονάδων, φορέων, δικτύων και κοινωνικών κινημάτων.
- Διαφάνεια των στόχων- κοινωνικοπολιτική κριτική τους
- Κοινωνική αναγκαιότητα οικονομικών δραστηριοτήτων (οικονομία αναγκών) με κοινωνική ασφάλεια και υπευθυνότητα
- Πλεονάσματα για κοινωνικούς σκοπούς
- «κοινωνική- κοινοτική-συλλογική» ιδιοκτησία -χρήση των μέσων παραγωγής
- «Όποιος φροντίζει για όλους, φροντίζει και για τον εαυτό του».
- Δημιουργική- ισότιμη εργασία με σύγκλιση χειρωνακτικής-πνευματικής και συνεργατικές σχέσεις, αυτοδιαχείριση και συν-απόφαση στους χώρους εργασίας, παιδαγωγική λειτουργία
- Εισόδημα να δημιουργεί μόνο η εργασία! Σωστή κατανομή της αναγκαίας κοινωνικά εργασίας-χρονική μείωση της εργασίας που αντιστοιχεί στον καθένα. Εξίσωση μισθών εισοδημάτων.
- Διαφοροποιήσεις στο εισόδημα: ηθελημένη επιπλέον εργασία. Όρια μεταξύ κατώτερης και ανώτερης αμοιβής-εισοδηματικό πλαφόν.
- Αλληλεγγύη προς τις «επηρεαζόμενες» από την οικονομική δραστηριότητα κοινωνικές ομάδες και άλλα είδη ζωής.
- Οικολογική βιωσιμότητα και μικρές αποστάσεις («οικονομία της εγγύτητας»).
- Στήριξη στους τοπικούς φυσικούς παραγωγικούς πόρους και ενέργεια. Όσο γίνεται μεγαλύτερη αυτοδυναμία των περιοχών. Δίκαιες ανταλλαγές μεταξύ περιοχών.
- Σύνδεση με τα γενικότερα χαρακτηριστικά της κοινωνίας της μετάβασης σε έναν μετακαπιταλιστικό κοινωνικό σχηματισμό.
- Το κοινωνικά αποδεκτό «συλλογικό- κοινωνικό όφελος», αποτέλεσμα γενικότερης αμεσοδημοκρατικής συζήτησης και συμφωνίας(νέο κοινωνικό συμβόλαιο)
- Ηθελημένη εξισωτική ατομική ολιγάρκεια στα πλαίσια της συλλογικής αφθονίας και της ελευθερίας, με ανάπτυξη κουλτούρας αυτοπεριορισμού, υπευθυνότητας και συναίσθησης των ορίων.
- Όλα τα εγχειρήματά της θα έχουν και το ρόλο του να διαμορφώνουν και να εκπαιδεύουν τους συμμετέχοντες σε αυτά, ώστε και μέσα από αυτά να αναδεικνύεται και ο απαιτούμενος νέος ανθρωπολογικός τύπος, ο απαραίτητος για τη θέσπιση της άμεσης δημοκρατίας και της κοινωνίας της μετάβασης. Πραγματικά αυτός ο νέος τύπος δε θα προέλθει «από το πουθενά» και ξαφνικά, αλλά θα είναι ταυτόχρονα δημιουργός και διαμορφωτής αυτών εγχειρημάτων
9. Ο ανθρωπολογικός τύπος της μετάβασης Ο μετανεωτερικός άνθρωπος των καταναλωτικών κοινωνιών του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, έχει μετατραπεί σε μεγάλο βαθμό σε ένα μονοδιάστατο οικονομικό άτομο με κυρίαρχη συνείδηση του ιδιώτη-καταναλωτή. Η ιδιότητα του πολίτη έχει εκχωρηθεί στους επαγγελματίες της πολιτικής, στα πλαίσια του κομματικού συστήματος και της κοινοβουλευτικής διακυβέρνησης. Με τον όρο «ιδιώτης» εννοούμε την επικράτηση του ιδιωτικού συμφέροντος, με τον όρο «πολίτης» την επιδίωξη του γενικού συμφέροντος της «πόλεως». Έτσι το ιδιωτικό συμφέρον υπερτερεί του γενικού, ενώ το γενικό μέσω της δύναμης των ΜΜΕ ταυτίζεται με το συμφέρον της κυρίαρχης οικονομικής και πολιτικής ελίτ. Η μετατροπή του συμφέροντος του κυρίαρχου σε γενικό, στηρίχθηκε στην «εισβολή» των ΜΜΕ στον «ιδιωτικό» χώρο και δεν έχει γίνει αντιληπτό, ότι αυτό είναι μια αντίφαση σε σχέση με την κυρίαρχη αξία του «ιδιωτικού». Το κυρίαρχο πολιτικό πρόβλημα λοιπόν που υπάρχει είναι το πώς μπορούμε να συνθέσουμε τις δύο πλευρές του ατόμου-του «ιδιώτη» και του «πολίτη»-σε ένα ενιαίο «πρόσωπο». Πως μπορούμε να θέσουμε σε κίνηση την πλειοψηφία των πολιτών που παραμένει πολιτικά απαθής.
Ένας τρόπος που προτείνουμε: μικρός στην αρχή, αλλά κρίσιμος στη συνέχεια αριθμός σημερινών ανθρώπων, με τα χαρακτηριστικά των ολόπλευρων-προσώπων που έχουν απορρίψει τα επίκτητα χαρακτηριστικά του «μαζικού» ανθρώπου-καταναλωτή -ιδιώτη, να αποτελέσουν «σχολή» μέσα από το παράδειγμα και την επιλογή τους. Να βάλουν τις βάσεις ενός κοινωνικού κινήματος που θα δημιουργεί ευνοϊκές για τον νέο ανθρωπολογικό τύπο οικονομικο-κοινωνικο-πολιτικές δομές. Μέσα από αυτές τις δομές να συναντηθούν με τις ανάγκες μεγαλύτερων κοινωνικών ομάδων, ώστε να γενικεύονται τα επιθυμητά χαρακτηριστικά των προσώπων και της ομάδας.
Το ελάχιστο που θα χρειασθεί να γίνει: να σκιαγραφήσουμε αυτόν τον νέο τύπο(όχι φυσικά να τον προσχεδιάσουμε σαν μηχανικοί ή τεχνοκράτες), και να οργανώσουμε μια πλατειά συζήτηση πάνω σε αυτό στα πλαίσια του κινήματος. Για παράδειγμα θα έχει απορρίψει τα χαρακτηριστικά του εγωιστή, του άπληστου, του μοναχικού, νευρωτικού, αγχώδη, ανεύθυνου, φοβικού και φοβισμένου, του ανταγωνιστικού, επιθετικού, ενεργοβόρου, καριερίστα, αμοραλιστή κ.λπ καταρχήν. Στη συνέχεια θα αποκτά κάποια άλλα χαρακτηριστικά όπως π.χ. της συμμετοχικότητας –συνέργειας- αλληλεγγύης, της αγάπης, του σεβασμού προς όλα τα είδη ζωής, της αλληλοεκτίμησης- ανεκτικότητας του διπλανού, της επιδίωξης της ελευθερίας σκέψης και έκφρασης, της επιδίωξης της αυτοπραγμάτωσης με ανάπτυξη όλων των εν δυνάμει δεξιοτήτων του, της επιδίωξης της οικουμενικότητας των ιδεών και της ευζωίας μέσα από τη λιτότητα και τη συλλογική αφθονία, καθώς και της ισονομίας- αυτοεκπροσώπησης, της επιδίωξης της κυριολεκτικής άμεσης δημοκρατίας με απόκτηση της ιδιότητας του ενεργού πολίτη.
Ο ιδιαίτερος ανθρωπολογικός τύπος του «νεοέλληνα», δηλαδή της ιδιώτευσης-βολέματος, της απάθειας- «ωχαδερφισμού», της συναλλαγής-πελατιακών σχέσεων, της αλλοτρίωσης κ.λπ., θα είναι ένα επιπλέον μέρος του προβλήματος που έχουμε να επιλύσουμε
[1] Βλέπε: το τέλος της αφθονίας, συλλογικό κείμενο της πολιτικής ομάδας για την αυτονομία…
[2] Χαρακτηριστικό το πρόσφατο παράδειγμα στην Ελλάδα, όπου το ΠΑΣΟΚ ανέβηκε στη κυβέρνηση το 2009 με σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα, αλλά εφάρμοσε υπερφιλελεύθερο πρόγραμμα υπέρ των χρηματοπιστωτικών κεφαλαίων(την κορωνίδα του καπιταλισμού "καζίνο"), ενώ το ΠΑΣΟΚ του Βενιζέλου έχει αποδεχθεί πλήρως το πρόγραμμα της νεοφιλελεύθερης λιτότητας και συρρικνώνεται.
[3] Την αποκαλούμε μετακαπιταλιστική γιατί η ακριβής μορφή της θα πρέπει να δημιουργηθεί από τα κάτω, από τους ίδιους τους «από κάτω».
[4] Ο όρος «οικολογικό αποτύπωμα» είναι ένας δείκτης και συνδέεται με το βαθμό-ρυθμό που οι άνθρωποι καταναλώνουν τους πόρους της Γης και εκφράζεται σε έκταση παραγωγικής γης, η οποία χρειάζεται γι αυτό
[5] Ακόμα και μια «κυβέρνηση της αριστεράς», από τη στιγμή που δεν θα αποφασίσει να βγάλει μια και καλή τη χώρα από τον φαύλο κύκλο του δανεισμού και της κατανάλωσης, αποβλέποντας ακόμα σε μια κοινωνία της αφθονίας, έστω και αν θα προβάλει το επιχείρημα της δίκαιης κατανομής αυτής της αφθονίας, δεν θα ξεφύγει από την προοπτική της γενικότερης επιλογής του καπιταλισμού που περιγράψαμε πιο πάνω.
[6] Βλέπε: «Ο συμμετοχικός προϋπολογισμός ως μοχλός κινητοποίησης των πολιτών», στο βιβλίο μας Τοπικοποίηση, σελ. 77-78
[7] Ακόμα και η οικονομία της Κίνας έχει ενταχθεί ομαλά στα πλαίσια της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας, παρότι μπορούμε να τη χαρακτηρίσουμε σαν «κρατικό καπιταλισμό».
[8] Ο τομέας αυτός από άποψη όγκου αποτελεί τη 10η οικονομία στον κόσμο (σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό εργασίας: έχει 1δισ μέλη, 100.000.000 θέσεις εργασίας, αντεπεξέρχεται καλύτερα στην κρίση: π.χ. οι 300 μεγαλύτεροι συνεταιρισμοί αύξησαν τον κύκλο εργασιών από 1,1 τρισ δολ. το 2008 σε 1,6 τρισ το 2011)