Γιώργος Καλλής a, Πάνος Πετρίδης b
a ICREA and Institut de Ciència i Tecnologia Ambientals (ICTA), Universitat Autonoma de Barcelona, Barcelona, Spain, b Vienna Institute of Social Ecology, Alpen-Adria-Universität Klagenfurt, Austria.
1. Τελικά τί είναι, και τί δεν είναι, η αποανάπτυξη;
Αποανάπτυξη είναι το κάλεσμα για μια οργανωμένη έξοδο από την καπιταλιστική οικονομία της ανάπτυξης (Fournier 2008, κεφάλαιο 4). Δεν είναι απαραίτητα έξοδος σε κομμούνες, οικοχωριά ή την επαρχία, αν και τα παραπάνω συχνά νοηματοδοτούν και μετουσιώνουν το αποαναπτυξιακό φαντασιακό. Όπως συνηθίζει να λέει μεταφορικά ο Serge Latouche, ο στόχος δεν είναι να δραπετεύσουμε, αλλά να δημιουργήσουμε οικοχωριά στην καρδιά των μεγαλουπόλεων. Μιλάμε δηλαδή για μια έξοδο από το κυρίαρχο φαντασιακό που συντελείται τόσο στο επίπεδο των αντιλήψεων όσο και στο επίπεδο των θεσμών και των καθημερινών πρακτικών. Όσον αφορά στις αντιλήψεις, η αποανάπτυξη μας καλεί να επαναπροσδιορίσουμε τις συλλογικές αξίες και τους κεντρικούς στόχους των δημόσιων πολιτικών, βλέποντας πέραν από την αύξηση του ΑΕΠ. Στο επίπεδο των θεσμών, προτάσεις όπως το βασικό εισόδημα ή η ελάττωση των ωρών εργασίας, στοχεύουν στην απελευθέρωσή μας από τη μισθωτή εργασία. Όσον αφορά στην καθημερινότητα, μη-καπιταλιστικές οικονομικές πρακτικές κοινωνικής ή αλληλέγγυας οικονομίας, οι «ουτοπίες του τώρα» (Carlson and Manning 2010), αποτελούν μορφές αυτοοργάνωσης οι οποίες βασίζονται στη συλλογική ιδιοκτησία, δεν απαιτούν μισθωτή εργασία και παράγουν αξίες χρήσης και όχι ανταλλαγής (Conill et al. 2012, Gibson-Graham 2006). Η αλληλέγγυα οικονομία είναι από τη φύση της «αποαναπτυξιακή» και οικολογική αφού δεν βασίζεται στη λογική της συσσώρευσης, και αδυνατεί να προσφέρει αυξανόμενα χρηματικά εισοδήματα. Μπορεί να προσφέρει μόνο αξίες χρήσης σε μικρή και οικολογική κλίμακα. Είναι μια οικονομία σύνδεσης και δημιουργίας «από κοινού».
Η αποανάπτυξη ξεκίνησε ως ένα σλόγκαν με σκοπό να προκαλέσει τη δημόσια συζήτηση και να σοκάρει: τους οικολόγους, οι οποίοι επαναπαυμένοι στην ψεύτικη συναίνεση της βιώσιμης ανάπτυξης και στις ελπίδες για τεχνολογικά θαύματα βαπτίζουν παλιές λύσεις ως «πράσινες» ενώ το περιβάλλον συνεχίζει να καταστρέφεται στο βωμό του χρήματος, τους αριστερούς, των οποίων η φαντασία για έναν καλύτερο κόσμο εξαντλείται στα εξορυκτικά αναδιανεμητικά καθεστώτα της Λατινικής Αμερικής, και φυσικά την κοινή γνώμη, για την οποία η ανάπτυξη αποτελεί ένα ιερό τοτέμ, παίρνοντας τον ρόλο που είχε η θρησκεία στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες. (Καλό, αλλά φύσει αδύνατον, θα ήταν να μπορούσε να σοκάρει και τους σύγχρονους ιερείς του καπιταλισμού, τους οικονομολόγους).
Όπως μας θυμίζει ο Latouche στο όγδοο κεφάλαιο του βιβλίου, η αποανάπτυξη αποτελεί κριτική στην ευρύτερη (δεξιά αλλά εν μέρει και αριστερή) ιδεολογία του οικονομισμού, της ιδέας δηλαδή που θεωρεί την οικονομία ως ένα αυτόνομο σύστημα, ξεχωριστό από την κοινωνία και την πολιτική, η μεγέθυνση του οποίου είναι η ασφαλέστερη οδός για την κοινωνική ευημερία. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίον στα ελληνικά μιλάμε για αποανάπτυξη και όχι για απομεγέθυνση, διότι ακριβώς θέλουμε να κατακρίνουμε την ευρύτερη ιδέα της ανάπτυξης, η οποία τρέφεται από το φαντασιακό πλέγμα της ωφέλειας, της συσσώρευσης και της επέκτασης, και όχι απλά τα τεχνικά ζητήματα του ΑΕΠ και της μεγέθυνσής του. Από τον οικονομισμό δεν μπορούμε να ξεφύγουμε απλά με την ανατροπή της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας της «ελεύθερης» αγοράς και την ανάκτηση ενός πολιτικού, δηλαδή κρατικού, ελέγχου της οικονομίας. Ο οικονομισμός είναι κραταιός ακόμα και στις σοσιαλιστικές ή σοσιαλδημοκρατικές οικονομίες οι οποίες χρησιμοποιούν την κρατική βούληση και εμπλέκουν όλον τον πληθυσμό στο συλλογικό κυνήγι της ανάπτυξης (πενταετή προγράμματα, κεϋνσιανή κοινωνία της μαζικής κατανάλωσης, κλπ). Κυριαρχεί ακόμα και στις εναλλακτικές προτάσεις της ελληνικής Αριστεράς οι οποίες επικεντρώνονται στη (μη) πληρωμή του χρέους, το μέλλον του ευρώ, την αναδιανομή του εισοδήματος, κλπ, ζητήματα τα οποία εμπίπτουν όλα στην σφαίρα του «χρηματικού». Το ζήτημα είναι να ξεφύγουμε από τη λογιστική του χρέους, και να επαναπολι- τικοποιήσουμε πραγματικά τη συζήτηση για το τί θέλουμε, ορίζοντας τις ευρύτερες προτεραιότητες της κοινωνίας και όχι μόνον τη διαχείριση του εθνικού ταμείου. Περάσαμε μια δεκαετία παρακολουθώντας τις τιμές του χρηματιστηρίου για να μπούμε σε μια νέα δεκαετία που θα κοιτάμε τις τιμές των σπρεντς. Αυτός είναι ο πλήρης αποικισμός του φαντασιακού μας από τον οικονομισμό, και σε αυτόν αντιτάσσεται η αποανάπτυξη.
Η κριτική της ανάπτυξης είναι ακόμα πιο απαραίτητη υπό συνθήκες κρίσης, όταν η πολιτική αντιπαράθεση προσπερνιέται, για χάρη της κοινωνικής συναίνεσης γύρω από τον πλαστό στόχο της μεγέθυνσης της οικονομίας. Α- κούμε ότι χρειάζεται πάση θυσία να αρχίσει να αυξάνεται το ΑΕΠ για να πληρωθούν τα χρέη, οι μισθοί και οι συντάξεις και να πέσει η ανεργία και η μόνη λύση που παρουσιάζεται είναι οι επενδύσεις και οι εξορύξεις, με κάθε κόστος. Έτσι η βασική λογική του καπιταλισμού για συσσώρευση εξέρχεται νικηφόρα ακριβώς τη στιγμή της μέγιστης αποτυχίας του. Κανείς δεν διερω- τάται γιατί οι χώρες οι οποίες βιώνουν εντονότερα την κρίση σήμερα ήταν αυτές με τους ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης τη δεκαετία του 2000, πώς δηλαδή οι «τίγρεις» του χθες έγιναν τα «γουρούνια» του σήμερα. Αντιθέτως, είναι ακριβώς σε τέτοιες περιόδους οικονομικής κρίσης στις οποίες το κοινωνικό συμβόλαιο με τον οικονομισμό και την ιδέα της ανάπτυξης επανυπογράφεται.
Αποσαφηνίζοντας μερικές παρανοήσεις
Τα προηγούμενα κεφάλαια έκαναν ξεκάθαρο ότι η αποανάπτυξη δεν είναι μια απλή επανεμφάνιση της βαθιάς οικοκεντρικής θέσης, μα αποτελεί μια καινοτόμα σύνθεση αριστερών και οικολογικών ιδεών. Όπως μας υπενθυμίζουν οι Demaria κ.α. και η Fournier (κεφάλαια 3 και 4) οι ρίζες της αποανά- πτυξης συναντούνται τόσο στα κινήματα βάσης και τον οικολογικό ακτιβισμό όσο και στο θεωρητικό έργο ποικίλλων συγγραφέων όπως ο οικοσοσιαλισμός των Gorz, Καστοριάδη και Ellul, ο κοινοτικός οικοαναρχισμός των Illich και Bookchin, η πολιτική φιλοσοφία της Hannah Arendt, η οικονομική ανθρωπολογία των Mauss και Polanyi, και η κριτική της ανάπτυξης στον τρίτο κόσμο (Escobar, Sachs, Rist) από την οποία προέρχεται και ο Latouche. Πρώτα στην Γενεύη μέσω του Jaques Grinevald και μετά στην Βαρκελώνη μέσω του Joan Martinez-Alier οι ιδέες αυτές συνάντησαν τα οικολογικά οικονομικά των Nicholas Georgescu-Roegen, Howard Odum και Herman Daly. Πριν περάσουμε στη σχέση της αποανάπτυξης με τα κινήματα βάσης και την πολιτική Αριστερά στην Ελλάδα, ας ξεκαθαρίσουμε μερικές παρανοήσεις αποσαφηνίζοντας τι δεν είναι η αποανάπτυξη.
Πρώτον, η αποανάπτυξη δεν είναι μια μαλθουσιανή επίκληση εξωτερικών ορίων. Στην ταινία του Tornatore «Ο Θρύλος του 1900» ένας πιανίστας περνάει όλη τη ζωή του σε ένα υπερωκεάνιο και αρνείται να βγει από αυτό. Όπως λέει «το πιάνο έχει περιορισμένα πλήκτρα αλλά εγώ μπορώ να παίξω απεριόριστη μουσική με αυτά». Τα όρια τα οποία επικαλείται η αποανάπτυξη εκφράζουν την αρχέγονη ανάγκη για αυτοπεριορισμό, το αντίθετο της ύβρεως. Το κεντρικό ζήτημα δεν είναι να προσδιορίσουμε τεχνικά τα όρια, π.χ. τις ποσότητες διοξειδίου του άνθρακα που ενδέχεται να έχουν ένα εύρος επιπτώσεων στον πλανήτη, μα να αυτοπεριοριστούμε ώστε να δημιουργήσουμε μια κοινωνία ισότητας και ευημερίας που θα ζει καλά με λίγα, αντί για μια κοινωνία πλούσιων και φτωχών γκέτο. Αν κάποιος κοιτάξει προσεκτικότερα το οικολογικό κίνημα, όπως κάνει ο Latour (1998), οι οικολόγοι μέσα από την εσφαλμένη γλώσσα της παρθένας φύσης και των εξωτερικών ορίων, στην πραγματικότητα εκφράζουν το τί κόσμο θέλουν, έναν κόσμο όπου τα δάση είναι απλά δάση και όχι ανεκμετάλλευτες εκτάσεις για μεταλλευτικές δραστηριότητες ή καζινοξενοδοχεία. Υπό αυτό το πρίσμα, ο περιορισμός των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα ή η προστασία ενός δάσους είναι πολιτική επιλογή, είναι έκφραση του διαφορετικού κόσμου που θέλουμε να δημιουργήσουμε και στον οποίο θέλουμε να ζήσουμε. Η αποανάπτυξη εκφράζει την απενοχοποιημένη επιθυμία του τί θέλουμε, χωρίς να ψάχνει αιτιολογίες στους νόμους της φύσης ή στην υποτιθέμενη προβιομηχανική παρθένα, εξισορροπημένη φύση. Θέλουμε δάση γιατί θέλουμε δάση. Η επιβολή ορίων συνεπώς είναι επιλογή μας, όπως επιλογή του πιανίστα της ταινίας του Tornatore ήταν να μείνει μέσα στο πλοίο. Όπως υπογραμμίζει ο Marti- nez-Alier στο έβδομο κεφάλαιο οι υποστηρικτές της αποανάπτυξης δεν εμπνέονται από τον Μάλθους, αλλά από τις αυτοεπονομαζόμενες νεο- μαλθουσιανές αναρχικές φεμινίστριες της ομάδας της Emma Goldman οι οποίες πρόταξαν οικειοθελώς το δικαίωμα ελέγχου του σώματός τους, αρ- νούμενες να το χρησιμοποιήσουν για να κάνουν παιδιά και να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες του πατριαρχικού καπιταλισμού για φτηνό εργατικό δυναμικό (Masjuan 2000). Ο αυτοπεριορισμός, του πληθυσμού ή της κατανάλωσης, δεν είναι αναγκαία αντιδραστικός, αντίθετα μπορεί να γίνει μέρος του αγώνα για έναν δικαιότερο κόσμο. Με άλλα λόγια, τα όρια μπορεί να είναι απελευθερωτικά.
Δεύτερον, η αποανάπτυξη δεν μας ζητάει να επιστρέψουμε στο παρελθόν (πόσο μάλλον στην εποχή των σπηλαίων), αλλά στο μέλλον! Η αποανάπτυξη είναι ενάντια στην ιδέα της γραμμική προόδου προς ένα Δυτικό μοντέλο κοινωνίας. Όπως υποστηρίζει ο David Graeber (2004), δεν είμαστε τόσο διαφορετικοί από τις «πρωτόγονες» κοινωνίες όσο θα θέλαμε να πιστεύουμε και κατ' επέκταση ίσως να έχουμε να μάθουμε κάτι από αυτές. Για παράδειγμα, πώς και γιατί απέφευγαν και έλεγχαν τη συσσώρευση πλούτου και εξουσίας (Graeber 2004); Πώς και γιατί διατηρούσαν οριζόντιες, μη ιεραρχικές μορφές λήψης αποφάσεων; Πώς οι νομάδες της παλαιολιθικής εποχής ζούσαν πλουσιοπάροχα με λίγα και γιατί εργάζονταν τόσο λιγότερο από εμάς (Sahlins 1972); Γιατί κάποιες κοινωνίες ανταλλάσσουν αγαθά μέσω δώρησης και όχι μέσω εμπορικής συναλλαγής (Mauss 1925) και γιατί καταστρέφουν τελετουργικά τα συσσωρευμένα πλεονάσματα, αντί να τα επενδύουν στην περεταίρω συσσώρευση (Bataille 1991);
Το ζήτημα φυσικά δεν είναι να επιστρέψουμε στην παλαιολιθική εποχή, ούτε να πάμε στην επαρχία και να φτιάξουμε κομμούνες που να ζούνε σαν τις φυλές του Αμαζονίου, μα να επιστρέφουμε στο μέλλον, δηλαδή να μάθουμε από το παρελθόν για να διαμορφώσουμε θεσμούς σήμερα. Αυτό κάνει ο Γιώργος Λιερός (2013) όταν εμπνέεται από τις κατά Mauss κοινωνίες του δώρου δημιουργώντας ένα θεωρητικό πλαίσιο για την κοινωνική οικονομία σήμερα. Το ίδιο κάνουν ο Latouche και ο Gorz όταν εμπνέονται από τις παλαιολιθικές κοινότητες της αφθονίας του Sahlins για να διαμορφώσουν ένα όραμα δραστικής μείωσης της μισθωτής εργασίας στις βιομηχανικές κοινωνίες ή ο Romano (2008) όταν συνδέει την αποανάπτυξη με τα «αλόγιστα» λαϊκά πανηγύρια της Μεσογείου, ως συλλογική καταστροφή πλεονάσματος. Στο σημείο αυτό, στην κριτική της οικονομιστικής λογικής της ωφέλειας, της συσσώρευσης και της διαρκούς ανάπτυξης, η ιδέα της αποανάπτυξης μπορεί να συναντήσει ξεχασμένα ψήγματα του παραδοσιακού ελληνικού φαντασι- ακού, τα οποία μπορούν να μιλήσουν σε πολύ μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού από αυτό στο οποίο απευθύνεται η ριζοσπαστική Αριστερά. Η Μεσόγειος συγκροτεί έναν πόλο αντίθετο στη προτεσταντική νεωτερικότητα (Romano 2012) και η ελληνική παράδοση αποτελεί δεξαμενή μη καπιταλιστικών εθιμικών, αξιών και θεσμών. Όταν ψάχνουμε για την ελληνική ιδιαιτερότητα σε σχέση με τη Δύση, αυτό που σωστά ή λάθος κάποτε ονομάστηκε «ελληνικότητα», καταλήγουμε στην αυτάρκεια, την απλότητα, την ενεργειακή σοφία των νησιών, τη φυσική ομορφιά του ήλιου, της θάλασσας και του λιτού τοπίου, τη φιλοξενία, τη λογική του δώρου, το γενναιόδωρο ή και παράλογο ξόδεμα, την αδιαφορία για το αύριο. Την άρνηση με λίγα λόγια της ωφελιμότητας, του υπολογισμού, της συσσώρευσης του υλικού πλούτου, της υποχρεωτικής εργασίας - ας θυμηθούμε τον Αλέξη Ζορμπά.
Φυσικά ο λογοτεχνικός Ζορμπάς ήταν γέννημα της φαντασίας του Καζα- ντζάκη (και εμπνευσμένος σε μεγάλο βαθμό και από τις ανατολικές φιλοσοφίες που συνάντησε στα ταξίδια του). Ασφαλώς και δεν υπήρξε ποτέ η ιδεατή Ελλάδα και ελληνική επαρχία. Υπήρξε χούντα και καταπίεση και χωριά με απολυταρχικές και πατριαρχικές δομές. Επίσης, υπάρχουν και πολλές άσχημες πτυχές της ίδιας ελληνικότητας, όπως η αδιαφορία για το αύριο ή η άκρατη ατομικότητα, ενώ πολλά από τα καλά στοιχεία τα εκμεταλλεύτηκε ο καπιταλισμός και τα έκανε εμπορεύματα, rooms to let «Zorbas» και μπουζούκια στην παραλιακή. Παρόλα αυτά, αντί να ελπίζουμε ότι θα βρούμε πετρέλαιο σαν τους Βενεζουελάνους, μήπως μαυρίσουμε και το Αιγαίο, η απο- ανάπτυξη προτείνει και ελπίζει σε μια αριστερή πρόταση και αφήγηση η οποία να μπορεί να φτιάξει ένα διαφορετικό όραμα για την Ελλάδα χρησιμοποιώντας αυτά τα ψήγματα και όχι αναμασώντας ιδέες που έρχονται από έξω.
Τρίτον, αποανάπτυξη δεν σημαίνει ύφεση, ούτε ηθελημένη πτώση του ΑΕΠ. Σημαίνει να δημιουργήσουμε έναν κόσμο στον οποίο δεν θα χρειάζεται να μετράμε το ΑΕΠ. Πιθανότατα σε αυτόν τον κόσμο το ΑΕΠ όπως μετράται σήμερα θα μειωθεί δραματικά, αλλά η μείωση του ΑΕΠ δεν αποτελεί τον στόχο (Λατούς 2013).
Κανείς δεν μπορεί να χαίρεται για την κρίση. Μπορούμε όμως αντικειμενικά να αναγνωρίσουμε, όπως και ο Harvey (2010), ότι εντός του καπιταλισμού και παρά τις τόσες επαγγελίες περί περιβαλλοντικού εκσυγχρονισμού, μόνο η ύφεση οδήγησε σε μείωση των οικολογικών πιέσεων. Φυσικά και δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από την έλλειψη ανάπτυξης σε μια κοινωνία ανάπτυξης (Λατούς 2013). Ας μη συγχέουμε όμως τη λιτότητα με μία ομαλότερη διαδικασία διαχείρισης της έλλειψης ανάπτυξης, όπως αυτή που ακολούθησε, και την οποία δυστυχώς τώρα εγκαταλείπει, η Ιαπωνία. Στη «χαμένη δεκαετία της» σύμφωνα με τους οικονομολόγους, η Ιαπωνία δεν έχασε τίποτα παραπάνω από μονάδες στο ΑΕΠ της διατηρώντας πολύ χαμηλά ποσοστά ανεργίας και ουσιαστικά χωρίς κανένα από τα κοινωνικά προβλήματα που βιώνουμε εμείς λόγω του μνημονίου. Η αποανάπτυξη ευελπιστεί στη δημιουργία μιας κοινωνίας η οποία θα μπορεί να παρέχει ευημερία χωρίς ανάπτυξη (Τζάκσον 2011) και ερευνά τους θεσμούς και τις κοινωνικές αλλαγές οι οποίες μπορούν να μετατρέψουν την ύφεση σε μια θετική διαδικασία. Το ζήτημα είναι αν μπορούμε να διατηρήσουμε τις θετικές πρωτοβουλίες που αναδύονται, ξεπερνώντας παράλληλα τα άσχημα της ύφεσης, αλλάζοντας τις προσδοκίες και τις αντιλήψεις μας έτσι ώστε να μην τίθεται το δίλημμα «πετρέλαιο ή δάση». Να διαχειριστούμε με λίγα λόγια «ομαλά την κάθοδο» (Odum και Odum 2001) ανοίγοντας τον δρόμο για την «έξοδο» από την καπιταλιστική οικονομία της ανάπτυξης.
Η κρίση μπορεί να ειδωθεί ως ευκαιρία για αλλαγή, αλλά δεν δείχνει από μόνη της την κατεύθυνση της αλλαγής. Η αλλαγή εν μέσω κρίσης δεν είναι πάντα προς το καλύτερο, ούτε είναι πάντα αναγκαίο να περάσουμε από τόσο πόνο για να αλλάξουμε. Παρόλα αυτά, ιστορικές κατακτήσεις όπως η κοινωνική ασφάλιση και η δωρεάν παιδεία αναδύθηκαν και μέσα από αγώνες σε περιόδους κρίσεων. Σε τέτοιες περιόδους, οι πολιτικές δυνάμεις οι οποίες έχουν την πειστικότερη νέα ερμηνεία και αφήγηση μετάβασης είναι αυτές οι οποίες επηρεάζουν περισσότερο τις μελλοντικές εξελίξεις. Η προσκόλληση στο παρελθόν και η ανασυγκρότηση αυτού που διαλύθηκε δεν αποτελούν νέο όραμα.
Δεν εθελοτυφλούμε όσον αφορά τις τραγικές συνέπειες που βιώνει η ελληνική κοινωνία. Αντί όμως για την επιστροφή της ανάπτυξης με κάθε μέσο, ας εκτιμήσουμε και τις ευκαιρίες που προσφέρει η κρίση. Θα ήταν ποτέ η ριζοσπαστική Αριστερά εν δυνάμει κυβέρνηση στην Ελλάδα της χρηματιστηριακής ευδαιμονίας; Θα έβγαινε ο κόσμος στους δρόμους και τις πλατείες να διαδηλώσει ή να συζητήσει; Θα έμπαιναν στη φυλακή ο Τσοχατζόπουλος, ο Παπαγεωργόπουλος, ο Κουρής, ο Λαυρεντιάδης ή ο Βωβός; Και στα πιο πεζά, θα μαζεύονταν επιτέλους τα ταξί στις πιάτσες αντί να σουλατσάρουν άσκοπα εκπέμποντας καυσαέριο; Θα σταμάταγε η παράλογη οικοδόμηση των νησιών και τα συνεχή δρομολόγια των χάι σπιντ χωρίς κανέναν επιβάτη μέσα; Θα είχαμε όλες αυτές τις υπέροχες πρωτοβουλίες αλληλέγγυας οικονομίας, αλληλοβοήθειας και αυτοοργάνωσης; Ναι θα πει κάποιος, αλλά δεν θα είχαμε και τη Χρυσή Αυγή, τα φαστ τρακ, το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας και των ακτών, τη φτώχεια και την εξαθλίωση, την ψυχολογική και συλλογική κατάθλιψη. Το θέμα είναι αν ελπίζουμε σε μια αόριστη επιστροφή της ανάπτυξης η οποία μαζί με τα άσχημα θα εξαλείψει πιθανόν και τις εναλλακτικές διόδους τις οποίες άνοιξε η κρίση, ή αν στόχος και όραμά μας είναι να διατηρήσουμε τα πρώτα περιορίζοντας τα δεύτερα.
2. Αποανάπτυξη και κινήματα
Πώς μπορούν λοιπόν οι έννοιες, οι ιδέες και οι προτάσεις που παρουσιάστηκαν να συνεισφέρουν στη δημιουργική υπέρβαση της σημερινής κρίσης στην Ελλάδα; Ποιός μπορεί να είναι ο ρόλος των κινημάτων βάσης; Συνοψίζοντας τα γεγονότα των τελευταίων χρόνων στην Ελλάδα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι παρατηρείται μια ασυμβατότητα αντιδράσεων: ενώ πολλά από τα προβλήματα εντοπίζονται σε ένα αφηρημένο επίπεδο (χρηματαγορές, πολιτικά και εταιρικά συμφέροντα, ατελές αλλά και πολύπλοκο νομικό πλαίσιο), η αντίδραση σε όλα αυτά συναντάται κυρίως σε επίπεδο δρόμου, και σε μεγάλο βαθμό παραμένει αμυντική και «οικονομιστική» (βλ. κεφάλαιο 9). Η δυσκολία παρέμβασης στο «απρόσωπο» επίπεδο των αγορών κάνει το εγχείρημα κοινωνικού μετασχηματισμού ακόμα πιο δύσκολο και έτσι εν μέρει δικαιολογείται η επιβίωση του παρόντος συστήματος, παρόλη την πρωτοφανή επιδείνωση της κατάστασης. Αυτή η αδυναμία συγκρότησης ενός συλλογικού πολιτικού οράματος αποτελεί κοινό τόπο των σύγχρονων κοινωνικών κινημάτων, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και ευρύτερα.
Η αντίδραση είναι λογική και επιθυμητή. Αργά ή γρήγορα όμως, θα πρέπει να συνοδευτεί από τη σκιαγράφηση ενός κοινού οράματος, και μιας ιδεατής δημοκρατικής κοινωνίας, αλλιώς μπορεί εύκολα να οικειοποιηθεί από τα αυταρχικότερα καθεστώτα, όπως δυστυχώς μας υπενθυμίζει η (μέχρι πριν λίγα χρόνια αδιανόητη) άνοδος της ναζιστικής ακροδεξιάς, και δη της Χρυσής Αυγής. Την ώρα που η κριτική και η αντίδραση στον νεοφιλελευθερισμό είναι ευρέως διαδεδομένη και η καταδίκη του συστήματος προέρχεται από όλες τις πλευρές του ενδο- και εξωκοινοβουλευτικού τόξου, είναι καιρός να αναδειχτούν συγκεκριμένα, θετικά προτάγματα με σαφές πολιτικό περιεχόμενο.
Οι αυταρχικές κυβερνητικές πολιτικές δεν πρέπει να γίνουν αφορμή για την μυωπική υπεράσπιση της «κοινωνίας της αφθονίας» και την επιστροφή σε έναν λίγο πιο δίκαιο ή ανθρώπινο καταναλωτισμό. Στην αναγκαία προσπάθεια να αντιταχθούμε στα απεχθή μέτρα και κυρίως στον τρόπο με τον οποίο αυτά επιβάλλονται, οφείλουμε να αποφύγουμε να υπερασπιστούμε πρακτικές άνευ νοήματος και έναν απολιτικό καταναλωτικό τρόπο ζωής. Μια βασική μας θέση είναι ότι η παρούσα κρίση που βιώνουμε και η γενι- κευμένη αποσταθεροποίηση, παρά τα τραγικά κοινωνικά επακόλουθα που περιλαμβάνει, μπορεί εν δυνάμει να αποτελέσει μια μοναδική ευκαιρία αυ- τοθέσμισης της κοινωνίας, αρκεί φυσικά να υπάρχει η διάθεση αλλά και το όραμα της κατεύθυνσης την οποία θέλουμε να ακολουθήσουμε. Η κρίση, τόσο η υπαρκτή όσο και η αντιληπτή, προσφέρεται μεν για ένα άνοιγμα του κόσμου σε νέες ιδέες και είναι μια ευκαιρία για αλλαγή, αλλά φυσικά δεν αποτελεί η ίδια το πρόταγμα της αλλαγής. Αυτό οφείλει η ίδια η κοινωνία να χτίσει και σε αυτό στοχεύει το κίνημα της αποανάπτυξης, περνώντας από την τυφλή κριτική στην παρουσίαση ενός θετικού πολιτικού προτάγματος. Με άλλα λόγια, η αποανάπτυξη μας καλεί να υπερβούμε την παθητική, αμυντική στάση του να προσπαθούμε διαρκώς να αντιταχθούμε στον παραλο- γισμό, και περνώντας στην αντεπίθεση να αρχίσουμε να ορίζουμε τον δημόσιο λόγο και τις προτεραιότητες μας.
Δύο βασικά στοιχεία που έχουν συμβάλει στην ύφεση του ευρύτερου κινήματος και στη γενικευμένη απογοήτευση μεγάλου μέρος της κοινωνίας είναι πρώτον η απουσία του αισθήματος του δικαίου, και δεύτερον η αίσθηση ότι δεν μπορούμε να ορίσουμε το μέλλον μας. Το πρόταγμα της αποανάπτυξης στοχεύει και στα δύο. Μια εμπεριστατωμένη κριτική του συστήματος, παράλληλα με μια σκιαγράφηση ενός οράματος για το μέλλον, μπορούν να συνδιαμορφώσουν ένα διπλό κοινό αίτημα: κοινωνική δικαιοσύνη για όσα
διαπράχτηκαν στο παρελθόν, και συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων που θα ορίσουν τις προτεραιότητες της κοινωνίας για το μέλλον.
Αν θέλουμε εναλλακτικές μορφές κοινωνίας και πολιτών, πρέπει να δημιουργήσουμε τις συνθήκες για να αναδυθούν αυτές οι πρωτοβουλίες, ή όπως λέει η Fournier (βλ. κεφάλαιο 4), να δημιουργήσουμε τις συνθήκες για να οριστούμε αλλιώς, ως πολίτες και όχι ως καταναλωτές, τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά. Η επανοικειοποίηση και ανακατάληψη του δημόσιου λόγου και του δημόσιου χώρου, ως χώρου κοινωνικοποίησης και ανταλλαγής πολιτικών ιδεών και προτάσεων, μέσω της αναβίωσης της γειτονίας και δημόσιων χώρων εκτός της καταναλωτικής κουλτούρας είναι πρωταρχικής σημασίας. Το κίνημα των πλατειών και ότι επακολούθησε, όσο ατελές και αν ήταν, γέννησε ένα σπέρμα προς αυτήν την κατεύθυνση που σημάδεψε αυτούς που συμμετείχαν και περιμένει να αναβιώσει, με άλλες μορφές και σε άλλους χώρους. Έτσι κι αλλιώς ο στόχος δεν μπορεί να είναι η κατάληψη μιας πλατείας επ’ άπειρον, αλλά το μπόλιασμα τέτοιων πρακτικών σε όλους τους χώρους της κοινωνίας, της εργασίας κλπ.
Η σημασία των εγχειρημάτων «δημιουργικών αντιστάσεων»
Ήδη αναφέραμε ότι η αποανάπτυξη δεν αποτελεί ένα κίνημα ανταγωνιστικό προς άλλα παρόμοια, αλλά προσφέρει το ερμηνευτικό πλαίσιο ενός κοινωνικού κινήματος στο οποίο συγκλίνουν πολλά και διαφορετικά ρεύματα ιδεών και πολιτικής δράσης, πρωτοβουλίες και κινητοποιήσεις, που μαζί δημιουργούν ένα θετικό πρόταγμα (Demaria et al. 2013, κεφάλαιο 3). Μερικά παράδειγμα δημιουργικών αντιστάσεων (δες π.χ. Βακαρόλης 2012) αποτελούν: τα διάφορα εγχειρήματα κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας που επενδύουν στον ανθρώπινο παράγοντα, οι οικοκοινότητες, το εναλλακτικό εμπόριο χωρίς χρήματα, οι πόλεις και γειτονιές σε μετάβαση, οι αστικοί αγροί, τα δίκτυα παραγώγων-καταναλωτών, οι αυτοοργανωμένοι και αυτο- διαχειριζόμενοι χώροι, οι καταλήψεις εγκαταλειμμένων χώρων, η κοινωνική παιδεία και περίθαλψη, οι συνεταιρισμοί υγείας, συστέγασης, παραγωγής και κατανάλωσης βιολογικών τροφίμων, οι ηθικές τράπεζες κ.α.[1] Το τελευταίο, δηλαδή η σύσταση συνεταιριστικών «ηθικών» τραπεζών, για τη διαφορετική (μη κερδοσκοπική) διαχείριση του αποταμιευομένου κεφαλαίου, μέσω επενδύσεων σε τοπικές δράσεις, φιλικές προς το περιβάλλον και την τοπική κοινωνία, στοχεύοντας όχι το κέρδος αλλά την κοινωνική συνοχή, είναι μια πρακτική ίσως πολύ ριζοσπαστικότερη από μια αντιδραστική διαδήλωση και δεν έχει επεκταθεί επαρκώς στην Ελλάδα. Όσο και να εναντιωνόμαστε στο παρόν σύστημα, εφόσον «αποθηκεύουμε» τα λεφτά μας στις μεγάλες, συμβατικές τράπεζες, δεν έχουμε ούτε επιλογή αλλά ούτε και γνώση για το που επενδύονται αυτά τα χρήματα, και αποτελούμε εν αγνοία μας ενεργό «γρανάζι» του συστήματος.
Ποιά είναι όμως η σημασία αυτών των εγχειρημάτων και γιατί πρέπει να τα στηρίξουμε; Πέραν από το ότι αποτελούν έναν τρόπο διαχείρισης της κρίσης, αυτά τα παραδείγματα περιέχουν σπέρματα μιας διαφορετικής κουλτούρας και ενός εναλλακτικού μοντέλου οικονομίας χαμηλής κλίμακας, και κοινωνίας στην πράξη που, συνολικά, αποτελούν πολιτική πρόταση και όχι μια τυφλή επιστροφή σε ένα εξιδανικευμένο παρελθόν. Πέραν από την κάλυψη συγκεκριμένων αναγκών βραχυπρόθεσμα, προωθούν την αποδόμηση του καταναλωτικού ανθρωπολογικού τύπου και τη δημιουργία ενός συλλογικού πολιτικού υποκειμένου. Βασιζόμενα σε οριζόντιες δομές και έννοιες όπως η αλληλεγγύη, η συλλογικότητα και η συνεργασία, δημιουργούν χώρους πειραματισμού νέων κοινωνικών δομών χτίζοντας αντι-δομές και δημιουργώντας ουσιαστικά ένα νέο υπόδειγμα οργάνωσης της κοινωνίας. Ακόμα κι αν είναι μειοψηφικά και σε μικρή κλίμακα, η βιωματική εμπειρία είναι συχνά ο καλύτερος τρόπος (αρχικά) της σύλληψης και ύστερα της πρακτικής υπεράσπισης διαφορετικών μορφών κοινωνικής οργάνωσης. Αυτά τα παραδείγματα προτείνουν πρακτικές εναλλακτικές λύσεις και έχουν τη δυνατότητα της αλλαγής αξιών και αντιλήψεων. Χρησιμοποιώντας τα λόγια του Trainer, «δεν χρειάζεται να απαλλαγούμε από την καπιταλιστική-καταναλωτική κοινωνία, πριν μπορέσουμε να αρχίσουμε την οικοδόμηση μιας νέας. Ο τρόπος για να ξεπεράσουμε το καταναλωτικό-καπιταλιστικό σύστημα, μακροπρόθεσμα, είναι να το αγνοήσουμε μέχρι θανάτου» (Trainer 2011) . Οι πρωτοβουλίες αυτές δεν αποτελούν έτοιμο παράδειγμα προς μίμηση από μια πρωτοπόρα μειοψηφία που κατέχει τη γνώση. Δεν παύουν ωστόσο να αποτελούν παραδείγματα «ουτοπιών του τώρα» που προσελκύουν κόσμο ανοιχτό σε νέες ιδέες, λειτουργώντας ως κάλεσμα για τη συλλογική συν-διαμόρφωση εναλλακτικών προτάσεων και μορφών ζωής. Η βασική ιδέα είναι ότι μέσω της συμμετοχής σε τέτοιου είδους εγχειρήματα, δημιουργείται ένα νέο πολιτικό υποκείμενο.
Ένα βήμα παραπέρα είναι η δικτύωση και η δημιουργία διαύλων επικοινωνίας τόσο μεταξύ των διαφόρων εγχειρημάτων, όσο και μεταξύ πρωτοβουλιών αλληλέγγυας οικονομίας και πανεπιστημιακών και ερευνητικών ιδρυμάτων. Η επιστημονική έρευνα μπορεί να προσφέρει πολλά στη μελέτη της βιωσιμότητας και την ανάλυση των προβλημάτων και τη διερεύνηση προοπτικών των διαφόρων εγχειρημάτων (π.χ. δυνατότητες σίτισης από βιολογικές καλλιέργειες, οικονομική βιωσιμότητα επιχειρήσεων με αυστηρούς περιβαλλοντικούς στόχους κλπ). Αντιστοίχως, η δυνατότητα πρακτικής εφαρμογής της θεωρητικής παραγωγής γνώσης μπορεί να συνεισφέρει στην αναγέννηση της πολιτικής οικολογίας μέσα στην πανεπιστημιακή κοινότητα, και την αποδόμηση της συχνά ψευδούς αντίληψης περί αντικειμενικής επιστήμης. Ακόμα, η σημασία της δικτύωσης σε όλα τα επίπεδα βοηθάει στην κοινωνικοποίηση και την ενδυνάμωση του κοινωνικού ιστού, ως απάντηση στο φόβο της αλλαγής και την απάθεια.
Μερικά ερωτήματα που εύλογα γεννιούνται σε αυτό το σημείο είναι: σε ποιό βαθμό και μέχρι ποιά κλίμακα μπορούν αυτές οι πρωτοβουλίες να λειτουργούν αυτόνομα και παράλληλα με τους υπάρχοντες θεσμούς καλύπτοντας τα κενά του κεντρικού κράτους; Κατά πόσον μπορούν ή και πρέπει να θεσμοθετηθούν οι ίδιες; Ακόμα γενικότερα, ποιό μπορεί να είναι το θεσμικό πλαίσιο μιας «κοινωνίας της αποανάπτυξης»; Φυσικά δεν μπορούμε να δώσουμε μια σαφή και τελική απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα. Αυτό βέβαια δεν μας εμποδίζει από το να αρχίσουμε να οραματιζόμαστε αλλά και να σκιαγραφούμε κάποιες από τις μορφές αυτής της κοινωνίας, αρχικά ως εικόνα και εν συνεχεία και στην πράξη. Σε αυτήν την προσπάθεια οι πρωτοβουλίες δημιουργικών αντιστάσεων, όπως και οι θεωρητικές πηγές της αποανάπτυξης, έχουν κεντρικό ρόλο. Η αποανάπτυξη δεν προσφέρει έτοιμες λύσεις, αλλά προτάσσει ότι έχει έρθει η ώρα να ανοίξει ένας διάλογος πάνω σε αυτά τα ζητήματα.
Όπως μας υπενθυμίζει ο Marco Deriu (2012), ιστορικά ο χειραφετικός ρόλος των αγορών και της ελεύθερης οικονομικής δραστηριότητας έναντι στα μοναρχικά και θεοκρατικά καθεστώτα είναι αδιαμφισβήτητος. Όμως πλέον η κατάσταση μοιάζει να έχει πλήρως αντιστραφεί. Η σταδιακή μετατόπιση του πραγματικού κέντρου της εξουσίας από το πολιτικό και θεσμικό επίπεδο στο οικονομικό, έχει ως αποτέλεσμα το γεγονός ότι ένα δημοκρατικό κράτος δεν έχει πλέον τη δύναμη να προστατεύσει τους πολίτες από τις αποφάσεις μη-δημοκρατικών φορέων (π.χ. τρόικα, οίκοι αξιολόγησης, κλπ) και από διαδικασίες που γεννήθηκαν εκτός των συνόρων της (επενδύσεις, επιχειρηματικές δραστηριότητες). Υπό αυτό το πρίσμα ο Deriu μας προτείνει τη σύλληψη μιας σειράς σεναρίων «δημοκρατικής αναγέννησης». Μια δημοκρατική κοινωνία είναι πάνω από όλα ένα γιγαντιαίο παιδαγωγικό ίδρυμα στο οποίο λαμβάνει χώρα η συνεχής αυτο-εκπαίδευση των πολιτών. Υπό αυτήν την έννοια, ο δρόμος για μια δημοκρατική κοινωνία περνάει μέσα από τις καθημερινές μας πράξεις, και τον τρόπο με τον οποίο επιλέγουμε να οικοδομήσουμε σχέσεις, να επιλύσουμε προβλήματα κλπ. Εδώ η σημασία των οριζόντιων δομών και των δημιουργικών αντιστάσεων αρχίζει να γίνεται ορατή ως ένα πεδίο πειραματισμού, ένα διαρκές σχολείο δημιουργίας δημοκρατικών πρακτικών συνειδήσεων.
Ένα ακόμα σημείο έχει να κάνει με τα λεγόμενα κοινά. Η ιδέα των κοινών κινείται πέρα από την παραδοσιακή αντίθεση μεταξύ της ιδιωτικής και της δημόσιας περιουσίας, μα αντανακλά την αλληλένδετη σχέση μεταξύ ευθύνης και αλληλεγγύης μεταξύ πολίτη και κοινωνίας, μεταξύ των γενεών, καθώς και μεταξύ ανθρώπου και φύσης (Deriu 2012). Η κοινοκτημοσύνη, δηλαδή ιδιοκτησία και χρήση ενός αγαθού από το σύνολο της κοινωνίας δεν συνεπάγεται τη χωρίς όρια υπερεκμετάλλευση, αλλά αντιθέτως τη ρητή, συλλογική, και εν τέλει «απελευθερωτική» οριοθέτηση μέσω αρχών και κανόνων. Η σύσταση κοινωνικών συνεταιρισμών στα πρότυπα της κοινωνικής οικονομίας αποτελούν συγκεκριμένα βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση.
Άλλες προτάσεις
Χωρίς αμφιβολία μια σειρά από συγκρούσεις μοιάζει αναπόφευκτη. Η αποα- νάπτυξη δεν ευαγγελίζεται μαγικές λύσεις που θα ικανοποιούν όλους. Απέναντι στις απλουστευτικές λογικές του «όλοι τα φάγαμε», ή του «99%» που υποθέτουν ότι όλοι είμαστε στην ίδια βάρκα ή αποανάπτυξη προτάσσει την επιστροφή της πολιτικής οικονομίας και οικολογίας στις αναλύσεις μας για τα πεπραγμένα του παρελθόντος και στην αναζήτηση για βιώσιμες λύσεις. Αναγνωρίζει δηλαδή την ύπαρξη αντιθέσεων, και την ανάγκη εύρεσης συμβιβασμών μέσω ενός πραγματικού και εποικοδομητικού διαλόγου.
Μια από τις βασικές προτάσεις της αποανάπτυξης είναι ο συνδυασμός των στρατηγικών: αντίδραση, χτίσιμο εναλλακτικών δομών και πολιτικές «επαναστατικού ρεφορμισμού» (βλ. κεφάλαιο 3), δηλαδή ενός ρεφορμισμού με σκοπό να αποσταθεροποιήσει ιεραρχικές δομές και να ανοίξει παράλληλα χώρους για νέες ριζοσπαστικές δομές να αναδυθούν και να μαζικοποιηθούν, δημιουργώντας στην πορεία έναν νέο ανθρωπολογικό τύπο και πολιτικό υποκείμενο. Η επανοικειοποίηση του δημόσιου λόγου είναι ένα ακόμα απλό αλλά ανεκτίμητο βήμα για την αλλαγή κατεύθυνσης. Αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει έναν επαναπροσδιορισμό των αιτημάτων των κινητοποιήσεων (διαφύλαξη κοινωνικών αγαθών, όπως νερό, δάση, ποικιλίες σπόρων), με την ταυτόχρονη πρόταση ενός μελλοντικού οράματος (άμεση δημοκρατία, κοινωνικός έλεγχος, αλλά και καλλιέργειες μικρής κλίμακας, βιολογικά προϊόντα), σε συνδυασμό με την ενεργή υποστήριξη ενός θεσμικού πλαισίου που θα τα προστατεύει. Η αποανάπτυξη, ως ερμηνευτικό πλαίσιο, υποστηρίζει κοινωνικούς αγώνες εμπλουτίζοντας τους με θετικά νοήματα. Για παράδειγμα, αγώνες όπως αυτός στις Σκουριές είναι εξόχως σημαντικοί από την άποψη ότι εισαγάγουν μια διαφορετική αξιακή γλώσσα από αυτή του ωφελιμισμού. Επίσης, ο αγώνας των εργαζομένων της ΒΙΟ.ΜΕ. επισημαίνει την σημασία θεσμοθέτησης εναλλακτικών πρακτικών. Εγχειρήματα σαν αυτό είναι πάντοτε επισφαλή από τη στιγμή που δεν καλύπτονται από ένα νομικό πλαίσιο. Πρωτοβουλίες για τη συμμετοχική αναθεώρηση του συντάγματος θα μπορούσαν λοιπόν να χαρακτηριστούν ως παραδείγματα «αποσταθεροποιητικού ρεφορμισμού».
Τέλος, μια κεντρική έννοια είναι η κοινωνική νομιμοποίηση των αποφάσεων που λαμβάνονται από το σύνολο της κοινωνίας, μέσω της απαίτησης για διευρυμένη συμμετοχή των πολιτών στη λήψη των αποφάσεων (π.χ. πραγματική και όχι εικονική δημόσια διαβούλευση πριν από μεγάλα κατασκευαστικά έργα). Εδώ το ζητούμενο δεν είναι μόνο η διαφάνεια, αλλά και η συμμετοχή στη θέσπιση των προτεραιοτήτων (π.χ. επιλογή για το πού δαπανώ- νται τα χρήματα των φόρων). Με άλλα λόγια, το θέμα δεν είναι απλά μια αναδιανομή του πλούτου, αλλά η εκ βαθέων ριζική απόφαση του τί παράγουμε, με ποιόν τρόπο και με την χρήση ποιών τεχνολογιών που οφείλουμε να πάρουμε συλλογικά και συμμετοχικά. Είναι μια ευκαιρία να ορίσουμε τον διάλογο και τις προτεραιότητες της κοινωνίας. Αυτό το δικαίωμα της συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων και στον ορισμό των προτεραιοτήτων δεν είναι κάτι που η κρατούσα τάξη πραγμάτων προτίθεται να παραχωρήσει αμαχητί, μα κάτι που θα αποκτηθεί με αγώνες. Η συνειδητή αναγνώριση των αιτημάτων είναι λοιπόν ουσιώδης για την επιτυχία οποιουδήποτε κινήματος βάσης.
3. Αποανάπτυξη και πολιτική Αριστερά
Δεν είμαστε αφελείς. Ρεαλιστικά η αποανάπτυξη δεν μπορεί να αποτελέσει λέξη κλειδί για καμία πολιτική παράταξη η οποία δεν θέλει να αυτοκτονήσει εκλογικά. Το ζητούμενο όμως είναι αν οι ιδέες της αποανάπτυξης μπορούν να τροφοδοτήσουν έναν νέο αριστερό λόγο και πολιτικό όραμα στην Ελλάδα (είτε στο όνομα της αποανάπτυξης ή και όχι). Άποψή μας είναι ότι αυτό είναι εφικτό και προς υποστήριξή μας έρχεται η πρόσφατη διακήρυξη του κόμματος της Πράσινης Αριστεράς της Καταλονίας (^ν) για μια νέα βιώσιμη και σταθερή οικονομία, η οποία ουσιαστικά διατυπώνει τις βασικές αρχές της αποανάπτυξης χωρίς να χρησιμοποιεί τον όρο. Τι μπορεί να προσφέρει λοιπόν η αποανάπτυξη και στην ελληνική Αριστερά;
Πρώτον, την καλεί να ξεφύγει από τον οικονομισμό τον οποίο η ίδια επικρίνει αλλά εν τέλει αναπαράγει. Σύμφωνα με την αποανάπτυξη το ζήτημα του χρέους δεν πρέπει να τίθεται σαν θέμα οικονομικής διαχείρισης αλλά σαν θέμα κοινωνικής δικαιοσύνης. Η διαχωριστική γραμμή του δίκαιου από το άδικο δεν είναι αυτή μεταξύ δανειστή και δανειζόμενου. Υπάρχουν δανειστές που πρέπει να πληρώσουν και δανειστές που πρέπει να μην πληρώσουν, όπως υπάρχουν δανειζόμενοι που πρέπει να μην πληρώσουν και άλλοι που πρέπει να πληρώσουν και με το παραπάνω (εκτός και αν έχει κανείς αντίρρηση για τις τιμωρίες των μεγαλοοφειλετών προς το ελληνικό δημόσιο). Στον ύστερο καπιταλισμό, όπου ένας από τους μεγαλύτερους επενδυτές παγκοσμίως είναι το ταμείο ασφαλίσεων του συνδικάτου των αμερικάνων δασκάλων (το οποίο παρεμπιπτόντως είναι από τις πιο προοδευτικές και αγωνιστικές δυνάμεις στις ΗΠΑ) ή όπου οι μικροκαταθέσεις μας είναι το κεφάλαιο με το οποίο οι τράπεζες αγοράζουν εταιρείες ή ομόλογα, είμαστε δυστυχώς όλοι γρανάζια της μηχανής, πολύ περισσότερο από την εποχή του Μαρξ, όπου η διάκριση εργαζόμενου και καπιταλιστή ήταν πιο ξεκάθαρη. Όπως μας καταδεικνύει η περίπτωση της Κύπρου, η λύση δεν είναι απλά «να πληρώσουν οι τράπεζες», γιατί οι τράπεζες έχουν και μικροκαταθέσεις όλων μας. Ούτε απλά να πληρώσουν οι δανειστές γιατί κάποιοι από τους δανειστές είναι και αυτοί συνταξιούχοι ή σωματεία δασκάλων (φυσικά και όχι όλοι, ούτε καν η πλειοψηφία). Η δημόσια συζήτηση για την κατανομή των ευθυνών και των απωλειών, εντός και εκτός συνόρων, έπρεπε να έχει προη- γηθεί της διαχειριστικής συζήτησης του τί θα γίνει με το μνημόνιο ή το ευρώ. Συζητήσεις για το μέλλον του Ευρώ και το τί πρέπει να πληρωθεί από το δημόσιο χρέος θα έπρεπε να εξαρτώνται από την απόφαση του πώς θα κα- τανεμηθεί η ζημιά δικαιότερα, όχι να προηγείται και ουσιαστικά να καθορίζει το ποιός θα πληρώσει τί. Το πρόβλημα είναι ότι για τους οικονομολόγους, ακόμα και τους αριστερούς, αυτή η αντιστροφή προτεραιοτήτων είναι πολύ δύσκολη. Όλοι θεωρούν πως ό,τι είναι καλό για την οικονομία είναι αυτομάτως και για την κοινωνία, εξού και όλες οι προτάσεις για έξοδο από την κρίση, δεξιές και αριστερές, επικεντρώνονται σε χρηματικού τύπου επεμβάσεις οι οποίες θα επανεκκινήσουν την ανάπτυξη (λιτότητα για τους μεν, στάση πληρωμών ή δραχμοποίηση και υποτίμηση για τους δε).
Αν και αυτό έχει πια μικρή σημασία, αφού το ζήτημα πλέον είναι η καθημερινή επιβίωση και όχι το ποιός έφταιξε για το χρέος, η προεκλογική εμμονή της Αριστεράς στο ζήτημα της πληρωμής ή όχι του χρέους και κατ' επέκταση της παραμονής ή όχι στο ευρώ και όχι για παράδειγμα η πρόταξη της πρωτοβουλίας για τον συμμετοχικό λογιστικό έλεγχο του χρέους ήταν κατά τη γνώμη μας λανθασμένη. Πετυχημένη πολιτική παράταξη είναι αυτή η οποία καταφέρνει να εκπαιδεύσει την κοινή γνώμη και να αλλάξει τους όρους της δημόσιας συζήτησης, όχι αυτή που δέχεται να παίξει με τους κυρίαρχους όρους. Ήταν στο χέρι της Αριστεράς να θέσει ως κεντρικό πολιτικό ζήτημα των εκλογών τη δικαιοσύνη και την ικανοποίηση του κοινού αισθήματος για τιμωρία των ενόχων. Η μόνη οικονομική πρόταση με την οποία η Αριστερά έπρεπε να δεσμευθεί ήταν ο δημόσιος και συμμετοχικός λογιστικός έλεγχος του χρέους, στα υπόλοιπα έπρεπε να διατηρήσει έναν τακτικό αγνωστικισμό. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι ο πολύς κόσμος θα μπορούσε να αποδεχτεί μια μείωση του εισοδήματός του αν είχε την αίσθηση ότι αυτή ακολουθεί μια λογική δικαιοσύνης, όπου αυτοί που έφαγαν τα περισσότερα, πλήρωσαν και τα περισσότερα, και όχι μετατόπιση του χρέους προς τους αδύναμους, όπως συμβαίνει τώρα με τις πολιτικές λιτότητας. Η συγκριτικά καλύτερη αντιμετώπιση της κρίσης στην Ισλανδία, δεν ήταν αποτέλεσμα οικονομικών χειρισμών μόνο, αλλά της κοινωνικής, και εν μέρει διεθνούς, νομιμοποίησης που ήρθε μέσα από το δημοψήφισμα, την αναθεώρηση του συντάγματος, και την ανακριτική και δικαστική διαδικασία εύρεσης των ενόχων και αξιολόγησης του τί πρέπει να αλλάξει τόσο στις τράπεζες όσο και στην δημόσια διοίκηση. Φυσικά και το χρέος δεν είναι μετρημένα κουκιά και το να βρούμε ποιός έφαγε τί ή ποιός πρέπει να πληρώσει τί με ακρίβεια είναι αδύνατο. Αλλά μόνο μέσα από μία τέτοια συλλογικά συνειδητή πολιτική και κοινωνική κάθαρση είναι δυνατή και η συνοχή την οποία απαιτεί η οικονομική ανασυγκρότηση.
Δεύτερον, το λεξιλόγιο και η αφήγηση της αποανάπτυξης επιτρέπουν στην Αριστερά να δημιουργήσει έναν λόγο ο οποίος θα αφαιρέσει από τη Δεξιά το όποιο ηθικό πάτημα έχει για την πολιτική λιτότητας. Μέρος της μεσαίας τάξης συναισθάνεται την υπερβολή της προ της κρίσης περιόδου, και αποδέχεται μοιρολατρικά την τιμωρία της λιτότητας εν είδει άφεσης αμαρτιών. Η θέση ότι «δεν τα φάγαμε όλοι μαζί» είναι σωστή και ακριβής, αλλά λάθος αν χρησιμοποιείται για να χαϊδεύει τα αυτιά αυτών οι οποίοι δεν διαμαρτύρονταν όσο ζούσαν από τα αποφάγια αυτών που τα έτρωγαν. Η μαζική υστερία των Ολυμπιακών Αγώνων ή του χρηματιστηρίου, η σπατάλη του δημοσίου και οι χαριστικές εργολαβίες, τα μεγάλα έργα και η ανοχή της φούσκας της οικονομίας της κατασκευής, ήταν ηγεμονικά φαινόμενα τα οποία συντήρησε η συνειδητή ή ασυνείδητη συνενοχή μεγάλου μέρους της μεσαίας τάξης, η οποία ζούσε από αυτά. Η ριζοσπαστική και οικολογική Αριστερά έχει το ηθικό πλεονέκτημα ότι ήταν η μόνη η οποία από την αρχή ήταν εναντίον και έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου εγκαίρως (ποιος άλλος είπε όχι στους Ολυμπιακούς;). Περιέργως έχει απεμπολήσει αυτό το ηθικό πλεονέκτημα από τον φόβο μήπως φανεί ότι κατηγορεί τον ίδιο τον λαό για την κρίση. Η αφήγηση της αποανάπτυξης δεν απαλλάσσει κανέναν από την ηθική, ή όπου εμπίπτει ποινική, ευθύνη των επιλογών του, αλλά τις ερμηνεύει ως μέρος ενός καπιταλιστικού συστήματος και του προτάγματός του για συνεχή επέκταση. Είμαστε όλοι γρανάζια, εγκλωβισμένοι (ως εργαζόμενοι, επιχειρηματίες, καταθέτες, ιδιοκτήτες κατοικίας, ακόμα και πολιτικοί) σε ένα σύστημα το οποίο απαιτεί και προτάσσει συγκεκριμένες συμπεριφορές. Ξοδεύαμε γιατί το κράτος μας διέχεε χρήμα το οποίο δανειζόταν φτηνά, και το χρήμα ήταν φτηνό, όχι μόνο γιατί μπήκαμε στην ευρωζώνη, αλλά και γιατί χωρίς αυτήν την ροή χρήματος η ελληνική οικονομία θα έμπαινε σε ύφεση. Είμαστε ένοχοι μόνο στο βαθμό που δεν αντιταχθήκαμε σε αυτό το παράλογο σύστημα όταν έπρεπε, αλλά ελπίζαμε ότι κάποιος κάπου πρέπει να ξέρει τι γίνεται. Είμαστε ένοχοι στο βαθμό που θέλαμε τους Ολυμπιακούς και δεν μας ένοιαζε το κόστος τους, στο βαθμό που ψηφίζαμε ΝΔ ή ΠΑΣΟΚ όταν ξέραμε πολύ καλά ότι σπαταλάνε τους δικούς μας κόπους, όταν βάζαμε τα χρήματά μας στο χρηματιστήριο περιμένοντας να αυξηθούν. Δεν προσπαθούμε να ηθικολογήσουμε εδώ, ούτε κατηγορούμε κανέναν. Χρησιμοποιούμε το «είμαστε» κυριολεκτικά και όχι ρητορικά. Δεν αυτομαστιγωνό- μαστε μα ούτε και προσπαθούμε να «ξαναγεννηθούμε» σαν καθαροί οικολόγοι. Απλά αναγνωρίζουμε το μερίδιο μας σε ό,τι έγινε και θέλουμε να αλλάξουμε τόσο το σύστημα που μας έφερε εδώ, όσο και εμάς τους ίδιους, όχι να γυρίσουμε τα πράγματα εκεί που ήταν ή απλά να αλλάξουμε το «σύστημα» χωρίς να αλλάξουμε εμείς.
Η λιτότητα δεν θα έπρεπε να έχει κανένα ηθικό βάρος, όχι μόνο γιατί, όπως σωστά λέει η Αριστερά, ο πραγματικός της σκοπός είναι η διατήρηση των κερδών των εχόντων, αλλά και γιατί ακόμα και η επιφανειακή λογική της δεν είναι αυτή της εγκράτειας και του μέτρου, αλλά αντιθέτως της εξοικονόμησης και της συσσώρευσης τώρα για να καταναλώσουμε πάλι περισσότερο αύριο. Το παράλογό της φανερώνεται στις επικλήσεις να αναθερμάνουμε την οικονομία, να αρχίσουμε πάλι να πηγαίνουμε στα μαγαζιά, να παίρνουμε δάνεια, να κτίζουμε σπίτια, κλπ, δηλαδή να κάνουμε αυτό για το οποίο υποτίθεται ότι τιμωρούμαστε! Δυστυχώς η ελληνική γλώσσα δεν έχει τις κατάλληλες λέξεις για να αποδώσει τις έννοιες του Latouche (Λατούς 2013) περί λιτής αφθονίας (frugal abundance), δηλαδή της απελευθέρωσης την οποία συνιστά η προσωπική και συλλογική μείωση των υλικών αναγκών, ή του Berlinguer παλαιότερα περί νηφαλιότητας (sobriety). Η αποανάπτυξη διαχωρίζει τη λιτότητα ως αρχή (sobriety, frugality), από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές λιτότητας (austerity) των οποίων ο στόχος είναι η εκ νέου συσσώρευση και ανάπτυξη, η οποία αργά ή γρήγορα θα φέρει την επόμενη, ακόμα χειρότερη, κρίση.
Τρίτον, η αποανάπτυξη προσφέρει μια νέα αφήγηση για το πού θέλουμε να πάμε, συλλογικά ως κοινωνία. Είναι μια πραγματικά επαναστατική αφήγηση, με την έννοια του Zizek (2010), γιατί δεν θέλει να αλλάξει μόνον τα μέσα, αλλά και τα ίδια τα όνειρα. Αυτό ακριβώς - μια νέα αφήγηση, με νέα όνειρα
- χρειάζεται τόσο η ριζοσπαστική Αριστερά, όσο και το οικολογικό κίνημα σήμερα, όπως μας θυμίζει ο Latouche στο όγδοο κεφάλαιο. Για την Αριστερά, η μεγαλύτερη πρόκληση μετά την αποτυχία των κομουνιστικών καθεστώτων, του μόνου ιστορικού πειράματος των θεωριών του Μαρξ, είναι να πείσει τον κόσμο ότι έχει κάτι καινούριο να προτείνει πέραν από αυτήν τη δοκιμασμένη και αποτυχημένη συνταγή (το αν η ΕΣΣΔ ήταν πιστή ή όχι εφαρμογή της Μαρξιστικής θεωρίας είναι αδιάφορο, όπως αδιάφορο είναι αν οι νεοφιλελεύθερες οικονομίες είναι πιστές εφαρμογές των ιδεών του Friedman - οι νεοφιλελεύθεροι λένε ότι δεν είναι). Οι νεοκομουνιστικοί α- φορισμοί τύπου Zizek να «προσπαθήσουμε ξανά, περισσότερο αυτήν τη φορά» δεν πείθουν και μάλλον τρομάζουν εφόσον δεν υπάρχει μια σαφής αφήγηση και παραδοχή του πού και γιατί αποτύχαμε την προηγούμενη φορά, εκτός από το ότι δεν φτάσαμε μέχρι το τέλος. Η πιο μετριοπαθής Κεϋν- σιανή σοσιαλδημοκρατία, όπως εκφράζεται από τον Krugman, η οποία επίσης χαρακτηρίζει μέρος της αριστερής αφήγησης, είναι ίσως ευκολότερο να γίνει αποδεκτή από την κοινή γνώμη, αλλά της λείπει το όραμα και η φλόγα, μιας και παρουσιάζεται ως μια διαχειριστική λύση για την συντήρηση του συστήματος το οποίο παρήγαγε την κρίση.
Σύμφωνα με τη θεώρηση της αποανάπτυξης, η παραδοσιακή Αριστερά απέ- τυχε γιατί δεν κατάφερε να ξεφύγει από τον οικονομισμό και τη λογική της συσσώρευσης και της ανάπτυξης, απλά πέρασε την οικονομία υπό τον έλεγχο του κράτους, δημιουργώντας έτσι ένα νέο κέντρο συσσώρευσης πλούτου και εξουσιών και εν τέλει νέων ελίτ (ουσιαστικά έναν κρατικό καπιταλισμό). Η βασική αρχή της αποανάπτυξης συνοψίζεται στην υπόθεση του Illich (1973) ότι ο σοσιαλισμός μπορεί να έρθει μόνο με ποδήλατο. Η ισότητα και η αναδιανομή απαιτούν τη θέσπιση εθελούσιων ορίων και η αποφυγή της συσσώρευσης πλούτου και εξουσίας απαιτούν κοινωνικές και τεχνολογικές δομές μικρής κλίμακας, οι οποίες αποτρέπουν την ανάδυση τάξεων ειδικών οι οποίοι να διαχειρίζονται το σύστημα για τους υπόλοιπους. Αυτές οι ιδέες είναι θεμελιακές για την πολιτική οικολογία, αλλά χάθηκαν κάπου στον δρόμο, όταν τα μέσα φετιχοποιήθηκαν ως στόχοι, και οι Πράσινοι έκαναν π.χ. τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αυτοσκοπό, και όχι μέρος μιας συνολικής εναλλακτικής πρότασης για διαφορετική οργάνωση της κοινωνίας. Η πράσινη οικονομία ή θα είναι οικονομία αποανάπτυξης, ή αλλιώς θα αποτε- λέσει απλά μια μικρή και δευτερεύουσας σημασίας αγορά για τον καπιταλισμό, όπως άλλωστε ήδη γίνεται με τα βιολογικά προϊόντα ή τις βιομηχανικές ΑΠΕ.
Όπως λέει ο Zizek, όταν όλοι συμφωνούν ότι ο καπιταλισμός είναι το πρόβλημα, η πραγματικά επαναστατική θέση δεν είναι πλέον να είμαστε ενάντια στον καπιταλισμό, μα, κατά την άποψή μας, ενάντια σε αυτό με το οποίο συμφωνούν όλοι, δεξιοί και αριστεροί, σοσιαλιστές και νεοφιλελεύθεροι, κόκκινοι, πράσινοι και μαύροι: εναντίον της ανάπτυξης. Η αποανάπτυξη είναι επαναστατική πρόταση γιατί ο πυρήνας του καπιταλιστικού συστήματος και οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ που κυβερνούν δεν πρόκειται να καθίσουν ήσυχοι και άπραγοι να παρακολουθήσουν τον εσωτερικό κατακερματισμό του συστήματος χωρίς να δώσουν μάχη. Η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη σε κάθε κοινωνική αλλαγή, και η αποανάπτυξη θα έχει «κερδίσει» μόνον όταν οι θιασώτες της μπορέσουν χωρίς τη χρήση βίας να υπερασπίσουν το δικαίωμα τους για μιαν άλλη μορφή οργάνωσης της κοινωνίας και της καθημερινότητας, όχι μόνο για τους εαυτούς τους αλλά για όλους.
4. Το λεξιλόγιο της αποανάπτυξης
Το πρόταγμα της αποανάπτυξης, όπως παρουσιάστηκε στα προηγούμενα κεφάλαια, δεν αποτελεί μια έτοιμη συνταγή για την έξοδο από την κρίση και επιστροφή σε μια απροσδιόριστη ευημερία που θα επιτευχθεί μέσω γραφειοκρατικών κομματικών μηχανισμών. Αντιθέτως, είναι ένα κάλεσμα για την επανοικειοποίηση του χώρου, των όρων του παιχνιδιού και του συλλογικού φαντασιακού της κοινωνίας, έτσι ώστε σταδιακά, νέες μορφές και κοινωνικές δομές να αναδυθούν, που θα υποστηρίζονται από την ίδια την κοινωνία. Το πολιτικό υποκείμενο της αποανάπτυξης δεν είναι ανιχνεύσιμο κατά μήκος συμβατικών ταξικών διαχωρισμών, αλλά αποτελείται από μια μεγαλύτερη συμμαχία - μεταξύ άλλων - ακτιβιστών, ακαδημαϊκών, περιβαλλοντικά συνειδητοποιημένων πολιτών, ανέργων και υποαπασχολούμενων.
Οι ιδέες της αποανάπτυξης, όπως παρουσιάσθηκαν στην παρούσα έκδοση, προσφέρουν ένα συνεκτικό και εννοιολογικό πλαίσιο για τις διάφορες προτάσεις και πρωτοβουλίες οι οποίες γεννούνται μέσα από κοινωνικά κινήματα και εν μέρει βρίσκουν έκφραση στην οικολογική και τη ριζοσπαστική Αριστερά, όπως το βασικό εισόδημα, η μείωση της μισθωτής εργασίας, τα όρια στο εισόδημα και η αναδιανεμητική φορολογία, ο έλεγχος στα αποθε- ματικά των τραπεζών και η κοινωνικοποίησή τους, τα περιβαλλοντικά όρια, η στήριξη των συνεταιρισμών, οι μικρής κλίμακας ΑΠΕ, η προστασία και αναδημιουργία κοινών χώρων και υποδομών, οι καλλιέργειες μέσα και γύρω από την πόλη, οι οικοκοινότητες και η προώθηση βιολογικών προϊόντων, τα δίκτυα ανταλλαγής και τα τοπικά νομίσματα, τα μοντέλα συστέγασης και όλες οι άλλες εκφάνσεις της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας. Η μείωση των ωρών εργασίας, χωρίς τη μείωση του μισθού, με την παράλληλη διασφάλιση ενός βασικού επιπέδου ικανοποίησης αναγκών μέσω ενός βασικού εισοδήματος, θα απελευθερώσουν μέρος του χρόνου και της δημιουργι- κότητάς μας για διάφορες μορφές αλληλέγγυας και οικολογικής οικονομίας.
Το κύριο ζήτημα είναι ότι μια οικολογική και αλληλέγγυα οικονομία μπορεί να είναι οικονομία ευμάρειας και ευημερίας (με έναν επαναπροσδιορισμό αυτών των εννοιών), αλλά δύσκολα θα γίνει μια οικονομία ανάπτυξης κατά 3% του ΑΕΠ τον χρόνο. Τα ορυχεία, τα γήπεδα γκολφ, το πετρέλαιο και οι μεγάλες μονάδες ηλεκτρισμού και ΑΠΕ, παραμένουν πολύ αποδοτικότερες επενδύσεις από τη σκοπιά του, ιδιωτικού ή δημόσιου, κεφαλαίου. Συνεπώς, αν η ριζοσπαστική και η οικολογική Αριστερά θέλουν να παραμείνουν πιστές προς τη βάση τους, μια βάση η οποία δεν θέλει ορυχεία στις Σκουριές, προβλήτες στο Αιγαίο ή ανεμογεννήτριες ιδιοκτησίας Κοπελούζου στα νησιά, ίσως να της ήταν χρήσιμο να ενστερνιστεί, και φυσικά να μεταλλάξει αφομοιώνοντάς το, το λεξικό της αποανάπτυξης, αν όχι την ίδια τη λέξη. Στη σημερινή Ελλάδα όπου τα πάντα ορίζονται γύρω από τη στήριξη ή απόρριψη του μνημονίου, η αποανάπτυξη μας καλεί να αλλάξουμε τους όρους γύρω από τους οποίους μιλάμε για το μέλλον. Να δημιουργήσουμε ένα κοινό όραμα, και να κάνουμε ταυτόχρονα τα πρώτα βήματα προς αυτό. Η αποανάπτυξη, εν μέσω κρίσης, μπορεί να προσφέρει μια καινούργια αφήγηση και ένα συλλογικό όραμα, ένα νέο πολιτικό πρόταγμα για την πυροδότηση μιας διαδικασίας κοινωνικού μετασχηματισμού.
Απλότητα. Αυτάρκεια. Επάρκεια. Φιλία. Φιλοξενία. Δώρο. Συντροφικότητα. Σχέσεις και σχεσιακά αγαθά. Άμεση δημοκρατία. Ξόδεμα και ξέδομα. Από κοινού. Ευημερία χωρίς ανάπτυξη.
Αποανάπτυξη!
Αναφορές
Bataille, G., 1991. The Accursed Share, Volume 1: Consumption, trans. Robert Hurley (New York: Zone Books.
Carlsson, C., Manning, F., 2010. Nowtopia: strategic exodus? Antipode 42: 924-953.
Conill, J., Cardenas, A., Castells, M., Servon, L., S., H., 2012. Otra vida esposible: prdcti- cas alternativas durante la crisis. Ediciones UOC Press, Barcelona.
Demaria, F., Schneider, F., Sekulova, F., Martinez-Alier, J., 2013. What is Degrowth? From an activist slogan to a social movement. Environmental Values 22(2): 191-215.
Deriu, M., 2012. Democracies with a future: Degrowth and the democratic tradition. Futures 44: 553-561
Fournier, V., 2008. Escaping from the economy: the politics of degrowth, International Journal of Sociology and Social Policy 28(11/12): 528-545.
Gibson-Graham, J.K., 2006. A post-capitalist politics, Minneapolis: University of Minnesota Press.
Graeber, D., 2004. Fragments of an Anarchist Anthropology, Chicago: Prickly Press.
Harvey, D., 2010. The enigma of capital and the crises of capitalism. Oxford University Press.
Illich, I., 1973. Tools for Conviviality. Calder and Boyars, London.
Latour, B., 1998. To modernize or to ecologize, that is the question, in N. C. a. B. Willems-Braun (ed.), Remaking Reality: Nature at the Millenium (London: Routledge), pp. 225-246.
Masjuan, E., 2000. La ecologia humana en el anarquismo iberico. (Urbanismo "or- gdnico" o ecologico, neomalthusianismoy naturismo social), Editorial Icaria y Fun- daci0n Anselmo Lorenzo, Barcelona/Madrid.
Mauss, M., [1925] 1990. The Gift: The Form and Reason for Exchange in Archaic Societies, W.D. Halls, trans. New York: W.W. Norton.
Odum, H.T., Odum, E.C., 2001. A Prosperous Way Down: Principles and Policies. Paradigm Press.
Romano, Ο., 2008. La comunione reversiva. Una teoria del valore sociale per l'al di la del moderno, Carocci Editore, Rome.
Romano, O., 2012. How to rebuild democracy, rethinking degrowth. Futures 44: 582589.
Sahlins, M.D., 1972. The original affluent society. Stone Age economics. Aldine, Chicago. Trainer, T., 2012. De-growth: Do you realise what it means? Futures 44(6): 590-599 Zizek, S., 2010. Living in the end times, London, Verso.
Βαρκαρόλης, Ο., 2012. Δημιουργικές Αντιστάσεις και Αντεξουσια. Εκδόσεις Το Παγκάκι.
Λατούς, Σ., 2013. Προς μια κοινωνία της λιτής αφθονίας: Παρανοήσεις και διαμάχες γύρω από την αποανάπτυξη. Αθήνα, Εκδόσεις των Συναδέλφων.
Λιερός, Γ., 2012. Υπαρκτός καινούριος κόσμος. Κοινωνική/αλληλέγγυα και συνεργατική οικονομία. Αθήνα, Εκδόσεις των Συναδέλφων.
Τζάκσον, Τ., 2011. Ευημερία χωρίς ανάπτυξη. Τα οικονομικά ενός πλανήτη με πεπερασμένες δυνατότητες. Εκδόσεις Κέδρος.
Για μια ενδεικτική λίστα δες: http://goo.gl/i8QsP
a ICREA and Institut de Ciència i Tecnologia Ambientals (ICTA), Universitat Autonoma de Barcelona, Barcelona, Spain, b Vienna Institute of Social Ecology, Alpen-Adria-Universität Klagenfurt, Austria.
1. Τελικά τί είναι, και τί δεν είναι, η αποανάπτυξη;
Αποανάπτυξη είναι το κάλεσμα για μια οργανωμένη έξοδο από την καπιταλιστική οικονομία της ανάπτυξης (Fournier 2008, κεφάλαιο 4). Δεν είναι απαραίτητα έξοδος σε κομμούνες, οικοχωριά ή την επαρχία, αν και τα παραπάνω συχνά νοηματοδοτούν και μετουσιώνουν το αποαναπτυξιακό φαντασιακό. Όπως συνηθίζει να λέει μεταφορικά ο Serge Latouche, ο στόχος δεν είναι να δραπετεύσουμε, αλλά να δημιουργήσουμε οικοχωριά στην καρδιά των μεγαλουπόλεων. Μιλάμε δηλαδή για μια έξοδο από το κυρίαρχο φαντασιακό που συντελείται τόσο στο επίπεδο των αντιλήψεων όσο και στο επίπεδο των θεσμών και των καθημερινών πρακτικών. Όσον αφορά στις αντιλήψεις, η αποανάπτυξη μας καλεί να επαναπροσδιορίσουμε τις συλλογικές αξίες και τους κεντρικούς στόχους των δημόσιων πολιτικών, βλέποντας πέραν από την αύξηση του ΑΕΠ. Στο επίπεδο των θεσμών, προτάσεις όπως το βασικό εισόδημα ή η ελάττωση των ωρών εργασίας, στοχεύουν στην απελευθέρωσή μας από τη μισθωτή εργασία. Όσον αφορά στην καθημερινότητα, μη-καπιταλιστικές οικονομικές πρακτικές κοινωνικής ή αλληλέγγυας οικονομίας, οι «ουτοπίες του τώρα» (Carlson and Manning 2010), αποτελούν μορφές αυτοοργάνωσης οι οποίες βασίζονται στη συλλογική ιδιοκτησία, δεν απαιτούν μισθωτή εργασία και παράγουν αξίες χρήσης και όχι ανταλλαγής (Conill et al. 2012, Gibson-Graham 2006). Η αλληλέγγυα οικονομία είναι από τη φύση της «αποαναπτυξιακή» και οικολογική αφού δεν βασίζεται στη λογική της συσσώρευσης, και αδυνατεί να προσφέρει αυξανόμενα χρηματικά εισοδήματα. Μπορεί να προσφέρει μόνο αξίες χρήσης σε μικρή και οικολογική κλίμακα. Είναι μια οικονομία σύνδεσης και δημιουργίας «από κοινού».
Η αποανάπτυξη ξεκίνησε ως ένα σλόγκαν με σκοπό να προκαλέσει τη δημόσια συζήτηση και να σοκάρει: τους οικολόγους, οι οποίοι επαναπαυμένοι στην ψεύτικη συναίνεση της βιώσιμης ανάπτυξης και στις ελπίδες για τεχνολογικά θαύματα βαπτίζουν παλιές λύσεις ως «πράσινες» ενώ το περιβάλλον συνεχίζει να καταστρέφεται στο βωμό του χρήματος, τους αριστερούς, των οποίων η φαντασία για έναν καλύτερο κόσμο εξαντλείται στα εξορυκτικά αναδιανεμητικά καθεστώτα της Λατινικής Αμερικής, και φυσικά την κοινή γνώμη, για την οποία η ανάπτυξη αποτελεί ένα ιερό τοτέμ, παίρνοντας τον ρόλο που είχε η θρησκεία στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες. (Καλό, αλλά φύσει αδύνατον, θα ήταν να μπορούσε να σοκάρει και τους σύγχρονους ιερείς του καπιταλισμού, τους οικονομολόγους).
Όπως μας θυμίζει ο Latouche στο όγδοο κεφάλαιο του βιβλίου, η αποανάπτυξη αποτελεί κριτική στην ευρύτερη (δεξιά αλλά εν μέρει και αριστερή) ιδεολογία του οικονομισμού, της ιδέας δηλαδή που θεωρεί την οικονομία ως ένα αυτόνομο σύστημα, ξεχωριστό από την κοινωνία και την πολιτική, η μεγέθυνση του οποίου είναι η ασφαλέστερη οδός για την κοινωνική ευημερία. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίον στα ελληνικά μιλάμε για αποανάπτυξη και όχι για απομεγέθυνση, διότι ακριβώς θέλουμε να κατακρίνουμε την ευρύτερη ιδέα της ανάπτυξης, η οποία τρέφεται από το φαντασιακό πλέγμα της ωφέλειας, της συσσώρευσης και της επέκτασης, και όχι απλά τα τεχνικά ζητήματα του ΑΕΠ και της μεγέθυνσής του. Από τον οικονομισμό δεν μπορούμε να ξεφύγουμε απλά με την ανατροπή της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας της «ελεύθερης» αγοράς και την ανάκτηση ενός πολιτικού, δηλαδή κρατικού, ελέγχου της οικονομίας. Ο οικονομισμός είναι κραταιός ακόμα και στις σοσιαλιστικές ή σοσιαλδημοκρατικές οικονομίες οι οποίες χρησιμοποιούν την κρατική βούληση και εμπλέκουν όλον τον πληθυσμό στο συλλογικό κυνήγι της ανάπτυξης (πενταετή προγράμματα, κεϋνσιανή κοινωνία της μαζικής κατανάλωσης, κλπ). Κυριαρχεί ακόμα και στις εναλλακτικές προτάσεις της ελληνικής Αριστεράς οι οποίες επικεντρώνονται στη (μη) πληρωμή του χρέους, το μέλλον του ευρώ, την αναδιανομή του εισοδήματος, κλπ, ζητήματα τα οποία εμπίπτουν όλα στην σφαίρα του «χρηματικού». Το ζήτημα είναι να ξεφύγουμε από τη λογιστική του χρέους, και να επαναπολι- τικοποιήσουμε πραγματικά τη συζήτηση για το τί θέλουμε, ορίζοντας τις ευρύτερες προτεραιότητες της κοινωνίας και όχι μόνον τη διαχείριση του εθνικού ταμείου. Περάσαμε μια δεκαετία παρακολουθώντας τις τιμές του χρηματιστηρίου για να μπούμε σε μια νέα δεκαετία που θα κοιτάμε τις τιμές των σπρεντς. Αυτός είναι ο πλήρης αποικισμός του φαντασιακού μας από τον οικονομισμό, και σε αυτόν αντιτάσσεται η αποανάπτυξη.
Η κριτική της ανάπτυξης είναι ακόμα πιο απαραίτητη υπό συνθήκες κρίσης, όταν η πολιτική αντιπαράθεση προσπερνιέται, για χάρη της κοινωνικής συναίνεσης γύρω από τον πλαστό στόχο της μεγέθυνσης της οικονομίας. Α- κούμε ότι χρειάζεται πάση θυσία να αρχίσει να αυξάνεται το ΑΕΠ για να πληρωθούν τα χρέη, οι μισθοί και οι συντάξεις και να πέσει η ανεργία και η μόνη λύση που παρουσιάζεται είναι οι επενδύσεις και οι εξορύξεις, με κάθε κόστος. Έτσι η βασική λογική του καπιταλισμού για συσσώρευση εξέρχεται νικηφόρα ακριβώς τη στιγμή της μέγιστης αποτυχίας του. Κανείς δεν διερω- τάται γιατί οι χώρες οι οποίες βιώνουν εντονότερα την κρίση σήμερα ήταν αυτές με τους ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης τη δεκαετία του 2000, πώς δηλαδή οι «τίγρεις» του χθες έγιναν τα «γουρούνια» του σήμερα. Αντιθέτως, είναι ακριβώς σε τέτοιες περιόδους οικονομικής κρίσης στις οποίες το κοινωνικό συμβόλαιο με τον οικονομισμό και την ιδέα της ανάπτυξης επανυπογράφεται.
Αποσαφηνίζοντας μερικές παρανοήσεις
Τα προηγούμενα κεφάλαια έκαναν ξεκάθαρο ότι η αποανάπτυξη δεν είναι μια απλή επανεμφάνιση της βαθιάς οικοκεντρικής θέσης, μα αποτελεί μια καινοτόμα σύνθεση αριστερών και οικολογικών ιδεών. Όπως μας υπενθυμίζουν οι Demaria κ.α. και η Fournier (κεφάλαια 3 και 4) οι ρίζες της αποανά- πτυξης συναντούνται τόσο στα κινήματα βάσης και τον οικολογικό ακτιβισμό όσο και στο θεωρητικό έργο ποικίλλων συγγραφέων όπως ο οικοσοσιαλισμός των Gorz, Καστοριάδη και Ellul, ο κοινοτικός οικοαναρχισμός των Illich και Bookchin, η πολιτική φιλοσοφία της Hannah Arendt, η οικονομική ανθρωπολογία των Mauss και Polanyi, και η κριτική της ανάπτυξης στον τρίτο κόσμο (Escobar, Sachs, Rist) από την οποία προέρχεται και ο Latouche. Πρώτα στην Γενεύη μέσω του Jaques Grinevald και μετά στην Βαρκελώνη μέσω του Joan Martinez-Alier οι ιδέες αυτές συνάντησαν τα οικολογικά οικονομικά των Nicholas Georgescu-Roegen, Howard Odum και Herman Daly. Πριν περάσουμε στη σχέση της αποανάπτυξης με τα κινήματα βάσης και την πολιτική Αριστερά στην Ελλάδα, ας ξεκαθαρίσουμε μερικές παρανοήσεις αποσαφηνίζοντας τι δεν είναι η αποανάπτυξη.
Πρώτον, η αποανάπτυξη δεν είναι μια μαλθουσιανή επίκληση εξωτερικών ορίων. Στην ταινία του Tornatore «Ο Θρύλος του 1900» ένας πιανίστας περνάει όλη τη ζωή του σε ένα υπερωκεάνιο και αρνείται να βγει από αυτό. Όπως λέει «το πιάνο έχει περιορισμένα πλήκτρα αλλά εγώ μπορώ να παίξω απεριόριστη μουσική με αυτά». Τα όρια τα οποία επικαλείται η αποανάπτυξη εκφράζουν την αρχέγονη ανάγκη για αυτοπεριορισμό, το αντίθετο της ύβρεως. Το κεντρικό ζήτημα δεν είναι να προσδιορίσουμε τεχνικά τα όρια, π.χ. τις ποσότητες διοξειδίου του άνθρακα που ενδέχεται να έχουν ένα εύρος επιπτώσεων στον πλανήτη, μα να αυτοπεριοριστούμε ώστε να δημιουργήσουμε μια κοινωνία ισότητας και ευημερίας που θα ζει καλά με λίγα, αντί για μια κοινωνία πλούσιων και φτωχών γκέτο. Αν κάποιος κοιτάξει προσεκτικότερα το οικολογικό κίνημα, όπως κάνει ο Latour (1998), οι οικολόγοι μέσα από την εσφαλμένη γλώσσα της παρθένας φύσης και των εξωτερικών ορίων, στην πραγματικότητα εκφράζουν το τί κόσμο θέλουν, έναν κόσμο όπου τα δάση είναι απλά δάση και όχι ανεκμετάλλευτες εκτάσεις για μεταλλευτικές δραστηριότητες ή καζινοξενοδοχεία. Υπό αυτό το πρίσμα, ο περιορισμός των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα ή η προστασία ενός δάσους είναι πολιτική επιλογή, είναι έκφραση του διαφορετικού κόσμου που θέλουμε να δημιουργήσουμε και στον οποίο θέλουμε να ζήσουμε. Η αποανάπτυξη εκφράζει την απενοχοποιημένη επιθυμία του τί θέλουμε, χωρίς να ψάχνει αιτιολογίες στους νόμους της φύσης ή στην υποτιθέμενη προβιομηχανική παρθένα, εξισορροπημένη φύση. Θέλουμε δάση γιατί θέλουμε δάση. Η επιβολή ορίων συνεπώς είναι επιλογή μας, όπως επιλογή του πιανίστα της ταινίας του Tornatore ήταν να μείνει μέσα στο πλοίο. Όπως υπογραμμίζει ο Marti- nez-Alier στο έβδομο κεφάλαιο οι υποστηρικτές της αποανάπτυξης δεν εμπνέονται από τον Μάλθους, αλλά από τις αυτοεπονομαζόμενες νεο- μαλθουσιανές αναρχικές φεμινίστριες της ομάδας της Emma Goldman οι οποίες πρόταξαν οικειοθελώς το δικαίωμα ελέγχου του σώματός τους, αρ- νούμενες να το χρησιμοποιήσουν για να κάνουν παιδιά και να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες του πατριαρχικού καπιταλισμού για φτηνό εργατικό δυναμικό (Masjuan 2000). Ο αυτοπεριορισμός, του πληθυσμού ή της κατανάλωσης, δεν είναι αναγκαία αντιδραστικός, αντίθετα μπορεί να γίνει μέρος του αγώνα για έναν δικαιότερο κόσμο. Με άλλα λόγια, τα όρια μπορεί να είναι απελευθερωτικά.
Δεύτερον, η αποανάπτυξη δεν μας ζητάει να επιστρέψουμε στο παρελθόν (πόσο μάλλον στην εποχή των σπηλαίων), αλλά στο μέλλον! Η αποανάπτυξη είναι ενάντια στην ιδέα της γραμμική προόδου προς ένα Δυτικό μοντέλο κοινωνίας. Όπως υποστηρίζει ο David Graeber (2004), δεν είμαστε τόσο διαφορετικοί από τις «πρωτόγονες» κοινωνίες όσο θα θέλαμε να πιστεύουμε και κατ' επέκταση ίσως να έχουμε να μάθουμε κάτι από αυτές. Για παράδειγμα, πώς και γιατί απέφευγαν και έλεγχαν τη συσσώρευση πλούτου και εξουσίας (Graeber 2004); Πώς και γιατί διατηρούσαν οριζόντιες, μη ιεραρχικές μορφές λήψης αποφάσεων; Πώς οι νομάδες της παλαιολιθικής εποχής ζούσαν πλουσιοπάροχα με λίγα και γιατί εργάζονταν τόσο λιγότερο από εμάς (Sahlins 1972); Γιατί κάποιες κοινωνίες ανταλλάσσουν αγαθά μέσω δώρησης και όχι μέσω εμπορικής συναλλαγής (Mauss 1925) και γιατί καταστρέφουν τελετουργικά τα συσσωρευμένα πλεονάσματα, αντί να τα επενδύουν στην περεταίρω συσσώρευση (Bataille 1991);
Το ζήτημα φυσικά δεν είναι να επιστρέψουμε στην παλαιολιθική εποχή, ούτε να πάμε στην επαρχία και να φτιάξουμε κομμούνες που να ζούνε σαν τις φυλές του Αμαζονίου, μα να επιστρέφουμε στο μέλλον, δηλαδή να μάθουμε από το παρελθόν για να διαμορφώσουμε θεσμούς σήμερα. Αυτό κάνει ο Γιώργος Λιερός (2013) όταν εμπνέεται από τις κατά Mauss κοινωνίες του δώρου δημιουργώντας ένα θεωρητικό πλαίσιο για την κοινωνική οικονομία σήμερα. Το ίδιο κάνουν ο Latouche και ο Gorz όταν εμπνέονται από τις παλαιολιθικές κοινότητες της αφθονίας του Sahlins για να διαμορφώσουν ένα όραμα δραστικής μείωσης της μισθωτής εργασίας στις βιομηχανικές κοινωνίες ή ο Romano (2008) όταν συνδέει την αποανάπτυξη με τα «αλόγιστα» λαϊκά πανηγύρια της Μεσογείου, ως συλλογική καταστροφή πλεονάσματος. Στο σημείο αυτό, στην κριτική της οικονομιστικής λογικής της ωφέλειας, της συσσώρευσης και της διαρκούς ανάπτυξης, η ιδέα της αποανάπτυξης μπορεί να συναντήσει ξεχασμένα ψήγματα του παραδοσιακού ελληνικού φαντασι- ακού, τα οποία μπορούν να μιλήσουν σε πολύ μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού από αυτό στο οποίο απευθύνεται η ριζοσπαστική Αριστερά. Η Μεσόγειος συγκροτεί έναν πόλο αντίθετο στη προτεσταντική νεωτερικότητα (Romano 2012) και η ελληνική παράδοση αποτελεί δεξαμενή μη καπιταλιστικών εθιμικών, αξιών και θεσμών. Όταν ψάχνουμε για την ελληνική ιδιαιτερότητα σε σχέση με τη Δύση, αυτό που σωστά ή λάθος κάποτε ονομάστηκε «ελληνικότητα», καταλήγουμε στην αυτάρκεια, την απλότητα, την ενεργειακή σοφία των νησιών, τη φυσική ομορφιά του ήλιου, της θάλασσας και του λιτού τοπίου, τη φιλοξενία, τη λογική του δώρου, το γενναιόδωρο ή και παράλογο ξόδεμα, την αδιαφορία για το αύριο. Την άρνηση με λίγα λόγια της ωφελιμότητας, του υπολογισμού, της συσσώρευσης του υλικού πλούτου, της υποχρεωτικής εργασίας - ας θυμηθούμε τον Αλέξη Ζορμπά.
Φυσικά ο λογοτεχνικός Ζορμπάς ήταν γέννημα της φαντασίας του Καζα- ντζάκη (και εμπνευσμένος σε μεγάλο βαθμό και από τις ανατολικές φιλοσοφίες που συνάντησε στα ταξίδια του). Ασφαλώς και δεν υπήρξε ποτέ η ιδεατή Ελλάδα και ελληνική επαρχία. Υπήρξε χούντα και καταπίεση και χωριά με απολυταρχικές και πατριαρχικές δομές. Επίσης, υπάρχουν και πολλές άσχημες πτυχές της ίδιας ελληνικότητας, όπως η αδιαφορία για το αύριο ή η άκρατη ατομικότητα, ενώ πολλά από τα καλά στοιχεία τα εκμεταλλεύτηκε ο καπιταλισμός και τα έκανε εμπορεύματα, rooms to let «Zorbas» και μπουζούκια στην παραλιακή. Παρόλα αυτά, αντί να ελπίζουμε ότι θα βρούμε πετρέλαιο σαν τους Βενεζουελάνους, μήπως μαυρίσουμε και το Αιγαίο, η απο- ανάπτυξη προτείνει και ελπίζει σε μια αριστερή πρόταση και αφήγηση η οποία να μπορεί να φτιάξει ένα διαφορετικό όραμα για την Ελλάδα χρησιμοποιώντας αυτά τα ψήγματα και όχι αναμασώντας ιδέες που έρχονται από έξω.
Τρίτον, αποανάπτυξη δεν σημαίνει ύφεση, ούτε ηθελημένη πτώση του ΑΕΠ. Σημαίνει να δημιουργήσουμε έναν κόσμο στον οποίο δεν θα χρειάζεται να μετράμε το ΑΕΠ. Πιθανότατα σε αυτόν τον κόσμο το ΑΕΠ όπως μετράται σήμερα θα μειωθεί δραματικά, αλλά η μείωση του ΑΕΠ δεν αποτελεί τον στόχο (Λατούς 2013).
Κανείς δεν μπορεί να χαίρεται για την κρίση. Μπορούμε όμως αντικειμενικά να αναγνωρίσουμε, όπως και ο Harvey (2010), ότι εντός του καπιταλισμού και παρά τις τόσες επαγγελίες περί περιβαλλοντικού εκσυγχρονισμού, μόνο η ύφεση οδήγησε σε μείωση των οικολογικών πιέσεων. Φυσικά και δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από την έλλειψη ανάπτυξης σε μια κοινωνία ανάπτυξης (Λατούς 2013). Ας μη συγχέουμε όμως τη λιτότητα με μία ομαλότερη διαδικασία διαχείρισης της έλλειψης ανάπτυξης, όπως αυτή που ακολούθησε, και την οποία δυστυχώς τώρα εγκαταλείπει, η Ιαπωνία. Στη «χαμένη δεκαετία της» σύμφωνα με τους οικονομολόγους, η Ιαπωνία δεν έχασε τίποτα παραπάνω από μονάδες στο ΑΕΠ της διατηρώντας πολύ χαμηλά ποσοστά ανεργίας και ουσιαστικά χωρίς κανένα από τα κοινωνικά προβλήματα που βιώνουμε εμείς λόγω του μνημονίου. Η αποανάπτυξη ευελπιστεί στη δημιουργία μιας κοινωνίας η οποία θα μπορεί να παρέχει ευημερία χωρίς ανάπτυξη (Τζάκσον 2011) και ερευνά τους θεσμούς και τις κοινωνικές αλλαγές οι οποίες μπορούν να μετατρέψουν την ύφεση σε μια θετική διαδικασία. Το ζήτημα είναι αν μπορούμε να διατηρήσουμε τις θετικές πρωτοβουλίες που αναδύονται, ξεπερνώντας παράλληλα τα άσχημα της ύφεσης, αλλάζοντας τις προσδοκίες και τις αντιλήψεις μας έτσι ώστε να μην τίθεται το δίλημμα «πετρέλαιο ή δάση». Να διαχειριστούμε με λίγα λόγια «ομαλά την κάθοδο» (Odum και Odum 2001) ανοίγοντας τον δρόμο για την «έξοδο» από την καπιταλιστική οικονομία της ανάπτυξης.
Η κρίση μπορεί να ειδωθεί ως ευκαιρία για αλλαγή, αλλά δεν δείχνει από μόνη της την κατεύθυνση της αλλαγής. Η αλλαγή εν μέσω κρίσης δεν είναι πάντα προς το καλύτερο, ούτε είναι πάντα αναγκαίο να περάσουμε από τόσο πόνο για να αλλάξουμε. Παρόλα αυτά, ιστορικές κατακτήσεις όπως η κοινωνική ασφάλιση και η δωρεάν παιδεία αναδύθηκαν και μέσα από αγώνες σε περιόδους κρίσεων. Σε τέτοιες περιόδους, οι πολιτικές δυνάμεις οι οποίες έχουν την πειστικότερη νέα ερμηνεία και αφήγηση μετάβασης είναι αυτές οι οποίες επηρεάζουν περισσότερο τις μελλοντικές εξελίξεις. Η προσκόλληση στο παρελθόν και η ανασυγκρότηση αυτού που διαλύθηκε δεν αποτελούν νέο όραμα.
Δεν εθελοτυφλούμε όσον αφορά τις τραγικές συνέπειες που βιώνει η ελληνική κοινωνία. Αντί όμως για την επιστροφή της ανάπτυξης με κάθε μέσο, ας εκτιμήσουμε και τις ευκαιρίες που προσφέρει η κρίση. Θα ήταν ποτέ η ριζοσπαστική Αριστερά εν δυνάμει κυβέρνηση στην Ελλάδα της χρηματιστηριακής ευδαιμονίας; Θα έβγαινε ο κόσμος στους δρόμους και τις πλατείες να διαδηλώσει ή να συζητήσει; Θα έμπαιναν στη φυλακή ο Τσοχατζόπουλος, ο Παπαγεωργόπουλος, ο Κουρής, ο Λαυρεντιάδης ή ο Βωβός; Και στα πιο πεζά, θα μαζεύονταν επιτέλους τα ταξί στις πιάτσες αντί να σουλατσάρουν άσκοπα εκπέμποντας καυσαέριο; Θα σταμάταγε η παράλογη οικοδόμηση των νησιών και τα συνεχή δρομολόγια των χάι σπιντ χωρίς κανέναν επιβάτη μέσα; Θα είχαμε όλες αυτές τις υπέροχες πρωτοβουλίες αλληλέγγυας οικονομίας, αλληλοβοήθειας και αυτοοργάνωσης; Ναι θα πει κάποιος, αλλά δεν θα είχαμε και τη Χρυσή Αυγή, τα φαστ τρακ, το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας και των ακτών, τη φτώχεια και την εξαθλίωση, την ψυχολογική και συλλογική κατάθλιψη. Το θέμα είναι αν ελπίζουμε σε μια αόριστη επιστροφή της ανάπτυξης η οποία μαζί με τα άσχημα θα εξαλείψει πιθανόν και τις εναλλακτικές διόδους τις οποίες άνοιξε η κρίση, ή αν στόχος και όραμά μας είναι να διατηρήσουμε τα πρώτα περιορίζοντας τα δεύτερα.
2. Αποανάπτυξη και κινήματα
Πώς μπορούν λοιπόν οι έννοιες, οι ιδέες και οι προτάσεις που παρουσιάστηκαν να συνεισφέρουν στη δημιουργική υπέρβαση της σημερινής κρίσης στην Ελλάδα; Ποιός μπορεί να είναι ο ρόλος των κινημάτων βάσης; Συνοψίζοντας τα γεγονότα των τελευταίων χρόνων στην Ελλάδα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι παρατηρείται μια ασυμβατότητα αντιδράσεων: ενώ πολλά από τα προβλήματα εντοπίζονται σε ένα αφηρημένο επίπεδο (χρηματαγορές, πολιτικά και εταιρικά συμφέροντα, ατελές αλλά και πολύπλοκο νομικό πλαίσιο), η αντίδραση σε όλα αυτά συναντάται κυρίως σε επίπεδο δρόμου, και σε μεγάλο βαθμό παραμένει αμυντική και «οικονομιστική» (βλ. κεφάλαιο 9). Η δυσκολία παρέμβασης στο «απρόσωπο» επίπεδο των αγορών κάνει το εγχείρημα κοινωνικού μετασχηματισμού ακόμα πιο δύσκολο και έτσι εν μέρει δικαιολογείται η επιβίωση του παρόντος συστήματος, παρόλη την πρωτοφανή επιδείνωση της κατάστασης. Αυτή η αδυναμία συγκρότησης ενός συλλογικού πολιτικού οράματος αποτελεί κοινό τόπο των σύγχρονων κοινωνικών κινημάτων, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και ευρύτερα.
Η αντίδραση είναι λογική και επιθυμητή. Αργά ή γρήγορα όμως, θα πρέπει να συνοδευτεί από τη σκιαγράφηση ενός κοινού οράματος, και μιας ιδεατής δημοκρατικής κοινωνίας, αλλιώς μπορεί εύκολα να οικειοποιηθεί από τα αυταρχικότερα καθεστώτα, όπως δυστυχώς μας υπενθυμίζει η (μέχρι πριν λίγα χρόνια αδιανόητη) άνοδος της ναζιστικής ακροδεξιάς, και δη της Χρυσής Αυγής. Την ώρα που η κριτική και η αντίδραση στον νεοφιλελευθερισμό είναι ευρέως διαδεδομένη και η καταδίκη του συστήματος προέρχεται από όλες τις πλευρές του ενδο- και εξωκοινοβουλευτικού τόξου, είναι καιρός να αναδειχτούν συγκεκριμένα, θετικά προτάγματα με σαφές πολιτικό περιεχόμενο.
Οι αυταρχικές κυβερνητικές πολιτικές δεν πρέπει να γίνουν αφορμή για την μυωπική υπεράσπιση της «κοινωνίας της αφθονίας» και την επιστροφή σε έναν λίγο πιο δίκαιο ή ανθρώπινο καταναλωτισμό. Στην αναγκαία προσπάθεια να αντιταχθούμε στα απεχθή μέτρα και κυρίως στον τρόπο με τον οποίο αυτά επιβάλλονται, οφείλουμε να αποφύγουμε να υπερασπιστούμε πρακτικές άνευ νοήματος και έναν απολιτικό καταναλωτικό τρόπο ζωής. Μια βασική μας θέση είναι ότι η παρούσα κρίση που βιώνουμε και η γενι- κευμένη αποσταθεροποίηση, παρά τα τραγικά κοινωνικά επακόλουθα που περιλαμβάνει, μπορεί εν δυνάμει να αποτελέσει μια μοναδική ευκαιρία αυ- τοθέσμισης της κοινωνίας, αρκεί φυσικά να υπάρχει η διάθεση αλλά και το όραμα της κατεύθυνσης την οποία θέλουμε να ακολουθήσουμε. Η κρίση, τόσο η υπαρκτή όσο και η αντιληπτή, προσφέρεται μεν για ένα άνοιγμα του κόσμου σε νέες ιδέες και είναι μια ευκαιρία για αλλαγή, αλλά φυσικά δεν αποτελεί η ίδια το πρόταγμα της αλλαγής. Αυτό οφείλει η ίδια η κοινωνία να χτίσει και σε αυτό στοχεύει το κίνημα της αποανάπτυξης, περνώντας από την τυφλή κριτική στην παρουσίαση ενός θετικού πολιτικού προτάγματος. Με άλλα λόγια, η αποανάπτυξη μας καλεί να υπερβούμε την παθητική, αμυντική στάση του να προσπαθούμε διαρκώς να αντιταχθούμε στον παραλο- γισμό, και περνώντας στην αντεπίθεση να αρχίσουμε να ορίζουμε τον δημόσιο λόγο και τις προτεραιότητες μας.
Δύο βασικά στοιχεία που έχουν συμβάλει στην ύφεση του ευρύτερου κινήματος και στη γενικευμένη απογοήτευση μεγάλου μέρος της κοινωνίας είναι πρώτον η απουσία του αισθήματος του δικαίου, και δεύτερον η αίσθηση ότι δεν μπορούμε να ορίσουμε το μέλλον μας. Το πρόταγμα της αποανάπτυξης στοχεύει και στα δύο. Μια εμπεριστατωμένη κριτική του συστήματος, παράλληλα με μια σκιαγράφηση ενός οράματος για το μέλλον, μπορούν να συνδιαμορφώσουν ένα διπλό κοινό αίτημα: κοινωνική δικαιοσύνη για όσα
διαπράχτηκαν στο παρελθόν, και συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων που θα ορίσουν τις προτεραιότητες της κοινωνίας για το μέλλον.
Αν θέλουμε εναλλακτικές μορφές κοινωνίας και πολιτών, πρέπει να δημιουργήσουμε τις συνθήκες για να αναδυθούν αυτές οι πρωτοβουλίες, ή όπως λέει η Fournier (βλ. κεφάλαιο 4), να δημιουργήσουμε τις συνθήκες για να οριστούμε αλλιώς, ως πολίτες και όχι ως καταναλωτές, τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά. Η επανοικειοποίηση και ανακατάληψη του δημόσιου λόγου και του δημόσιου χώρου, ως χώρου κοινωνικοποίησης και ανταλλαγής πολιτικών ιδεών και προτάσεων, μέσω της αναβίωσης της γειτονίας και δημόσιων χώρων εκτός της καταναλωτικής κουλτούρας είναι πρωταρχικής σημασίας. Το κίνημα των πλατειών και ότι επακολούθησε, όσο ατελές και αν ήταν, γέννησε ένα σπέρμα προς αυτήν την κατεύθυνση που σημάδεψε αυτούς που συμμετείχαν και περιμένει να αναβιώσει, με άλλες μορφές και σε άλλους χώρους. Έτσι κι αλλιώς ο στόχος δεν μπορεί να είναι η κατάληψη μιας πλατείας επ’ άπειρον, αλλά το μπόλιασμα τέτοιων πρακτικών σε όλους τους χώρους της κοινωνίας, της εργασίας κλπ.
Η σημασία των εγχειρημάτων «δημιουργικών αντιστάσεων»
Ήδη αναφέραμε ότι η αποανάπτυξη δεν αποτελεί ένα κίνημα ανταγωνιστικό προς άλλα παρόμοια, αλλά προσφέρει το ερμηνευτικό πλαίσιο ενός κοινωνικού κινήματος στο οποίο συγκλίνουν πολλά και διαφορετικά ρεύματα ιδεών και πολιτικής δράσης, πρωτοβουλίες και κινητοποιήσεις, που μαζί δημιουργούν ένα θετικό πρόταγμα (Demaria et al. 2013, κεφάλαιο 3). Μερικά παράδειγμα δημιουργικών αντιστάσεων (δες π.χ. Βακαρόλης 2012) αποτελούν: τα διάφορα εγχειρήματα κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας που επενδύουν στον ανθρώπινο παράγοντα, οι οικοκοινότητες, το εναλλακτικό εμπόριο χωρίς χρήματα, οι πόλεις και γειτονιές σε μετάβαση, οι αστικοί αγροί, τα δίκτυα παραγώγων-καταναλωτών, οι αυτοοργανωμένοι και αυτο- διαχειριζόμενοι χώροι, οι καταλήψεις εγκαταλειμμένων χώρων, η κοινωνική παιδεία και περίθαλψη, οι συνεταιρισμοί υγείας, συστέγασης, παραγωγής και κατανάλωσης βιολογικών τροφίμων, οι ηθικές τράπεζες κ.α.[1] Το τελευταίο, δηλαδή η σύσταση συνεταιριστικών «ηθικών» τραπεζών, για τη διαφορετική (μη κερδοσκοπική) διαχείριση του αποταμιευομένου κεφαλαίου, μέσω επενδύσεων σε τοπικές δράσεις, φιλικές προς το περιβάλλον και την τοπική κοινωνία, στοχεύοντας όχι το κέρδος αλλά την κοινωνική συνοχή, είναι μια πρακτική ίσως πολύ ριζοσπαστικότερη από μια αντιδραστική διαδήλωση και δεν έχει επεκταθεί επαρκώς στην Ελλάδα. Όσο και να εναντιωνόμαστε στο παρόν σύστημα, εφόσον «αποθηκεύουμε» τα λεφτά μας στις μεγάλες, συμβατικές τράπεζες, δεν έχουμε ούτε επιλογή αλλά ούτε και γνώση για το που επενδύονται αυτά τα χρήματα, και αποτελούμε εν αγνοία μας ενεργό «γρανάζι» του συστήματος.
Ποιά είναι όμως η σημασία αυτών των εγχειρημάτων και γιατί πρέπει να τα στηρίξουμε; Πέραν από το ότι αποτελούν έναν τρόπο διαχείρισης της κρίσης, αυτά τα παραδείγματα περιέχουν σπέρματα μιας διαφορετικής κουλτούρας και ενός εναλλακτικού μοντέλου οικονομίας χαμηλής κλίμακας, και κοινωνίας στην πράξη που, συνολικά, αποτελούν πολιτική πρόταση και όχι μια τυφλή επιστροφή σε ένα εξιδανικευμένο παρελθόν. Πέραν από την κάλυψη συγκεκριμένων αναγκών βραχυπρόθεσμα, προωθούν την αποδόμηση του καταναλωτικού ανθρωπολογικού τύπου και τη δημιουργία ενός συλλογικού πολιτικού υποκειμένου. Βασιζόμενα σε οριζόντιες δομές και έννοιες όπως η αλληλεγγύη, η συλλογικότητα και η συνεργασία, δημιουργούν χώρους πειραματισμού νέων κοινωνικών δομών χτίζοντας αντι-δομές και δημιουργώντας ουσιαστικά ένα νέο υπόδειγμα οργάνωσης της κοινωνίας. Ακόμα κι αν είναι μειοψηφικά και σε μικρή κλίμακα, η βιωματική εμπειρία είναι συχνά ο καλύτερος τρόπος (αρχικά) της σύλληψης και ύστερα της πρακτικής υπεράσπισης διαφορετικών μορφών κοινωνικής οργάνωσης. Αυτά τα παραδείγματα προτείνουν πρακτικές εναλλακτικές λύσεις και έχουν τη δυνατότητα της αλλαγής αξιών και αντιλήψεων. Χρησιμοποιώντας τα λόγια του Trainer, «δεν χρειάζεται να απαλλαγούμε από την καπιταλιστική-καταναλωτική κοινωνία, πριν μπορέσουμε να αρχίσουμε την οικοδόμηση μιας νέας. Ο τρόπος για να ξεπεράσουμε το καταναλωτικό-καπιταλιστικό σύστημα, μακροπρόθεσμα, είναι να το αγνοήσουμε μέχρι θανάτου» (Trainer 2011) . Οι πρωτοβουλίες αυτές δεν αποτελούν έτοιμο παράδειγμα προς μίμηση από μια πρωτοπόρα μειοψηφία που κατέχει τη γνώση. Δεν παύουν ωστόσο να αποτελούν παραδείγματα «ουτοπιών του τώρα» που προσελκύουν κόσμο ανοιχτό σε νέες ιδέες, λειτουργώντας ως κάλεσμα για τη συλλογική συν-διαμόρφωση εναλλακτικών προτάσεων και μορφών ζωής. Η βασική ιδέα είναι ότι μέσω της συμμετοχής σε τέτοιου είδους εγχειρήματα, δημιουργείται ένα νέο πολιτικό υποκείμενο.
Ένα βήμα παραπέρα είναι η δικτύωση και η δημιουργία διαύλων επικοινωνίας τόσο μεταξύ των διαφόρων εγχειρημάτων, όσο και μεταξύ πρωτοβουλιών αλληλέγγυας οικονομίας και πανεπιστημιακών και ερευνητικών ιδρυμάτων. Η επιστημονική έρευνα μπορεί να προσφέρει πολλά στη μελέτη της βιωσιμότητας και την ανάλυση των προβλημάτων και τη διερεύνηση προοπτικών των διαφόρων εγχειρημάτων (π.χ. δυνατότητες σίτισης από βιολογικές καλλιέργειες, οικονομική βιωσιμότητα επιχειρήσεων με αυστηρούς περιβαλλοντικούς στόχους κλπ). Αντιστοίχως, η δυνατότητα πρακτικής εφαρμογής της θεωρητικής παραγωγής γνώσης μπορεί να συνεισφέρει στην αναγέννηση της πολιτικής οικολογίας μέσα στην πανεπιστημιακή κοινότητα, και την αποδόμηση της συχνά ψευδούς αντίληψης περί αντικειμενικής επιστήμης. Ακόμα, η σημασία της δικτύωσης σε όλα τα επίπεδα βοηθάει στην κοινωνικοποίηση και την ενδυνάμωση του κοινωνικού ιστού, ως απάντηση στο φόβο της αλλαγής και την απάθεια.
Μερικά ερωτήματα που εύλογα γεννιούνται σε αυτό το σημείο είναι: σε ποιό βαθμό και μέχρι ποιά κλίμακα μπορούν αυτές οι πρωτοβουλίες να λειτουργούν αυτόνομα και παράλληλα με τους υπάρχοντες θεσμούς καλύπτοντας τα κενά του κεντρικού κράτους; Κατά πόσον μπορούν ή και πρέπει να θεσμοθετηθούν οι ίδιες; Ακόμα γενικότερα, ποιό μπορεί να είναι το θεσμικό πλαίσιο μιας «κοινωνίας της αποανάπτυξης»; Φυσικά δεν μπορούμε να δώσουμε μια σαφή και τελική απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα. Αυτό βέβαια δεν μας εμποδίζει από το να αρχίσουμε να οραματιζόμαστε αλλά και να σκιαγραφούμε κάποιες από τις μορφές αυτής της κοινωνίας, αρχικά ως εικόνα και εν συνεχεία και στην πράξη. Σε αυτήν την προσπάθεια οι πρωτοβουλίες δημιουργικών αντιστάσεων, όπως και οι θεωρητικές πηγές της αποανάπτυξης, έχουν κεντρικό ρόλο. Η αποανάπτυξη δεν προσφέρει έτοιμες λύσεις, αλλά προτάσσει ότι έχει έρθει η ώρα να ανοίξει ένας διάλογος πάνω σε αυτά τα ζητήματα.
Όπως μας υπενθυμίζει ο Marco Deriu (2012), ιστορικά ο χειραφετικός ρόλος των αγορών και της ελεύθερης οικονομικής δραστηριότητας έναντι στα μοναρχικά και θεοκρατικά καθεστώτα είναι αδιαμφισβήτητος. Όμως πλέον η κατάσταση μοιάζει να έχει πλήρως αντιστραφεί. Η σταδιακή μετατόπιση του πραγματικού κέντρου της εξουσίας από το πολιτικό και θεσμικό επίπεδο στο οικονομικό, έχει ως αποτέλεσμα το γεγονός ότι ένα δημοκρατικό κράτος δεν έχει πλέον τη δύναμη να προστατεύσει τους πολίτες από τις αποφάσεις μη-δημοκρατικών φορέων (π.χ. τρόικα, οίκοι αξιολόγησης, κλπ) και από διαδικασίες που γεννήθηκαν εκτός των συνόρων της (επενδύσεις, επιχειρηματικές δραστηριότητες). Υπό αυτό το πρίσμα ο Deriu μας προτείνει τη σύλληψη μιας σειράς σεναρίων «δημοκρατικής αναγέννησης». Μια δημοκρατική κοινωνία είναι πάνω από όλα ένα γιγαντιαίο παιδαγωγικό ίδρυμα στο οποίο λαμβάνει χώρα η συνεχής αυτο-εκπαίδευση των πολιτών. Υπό αυτήν την έννοια, ο δρόμος για μια δημοκρατική κοινωνία περνάει μέσα από τις καθημερινές μας πράξεις, και τον τρόπο με τον οποίο επιλέγουμε να οικοδομήσουμε σχέσεις, να επιλύσουμε προβλήματα κλπ. Εδώ η σημασία των οριζόντιων δομών και των δημιουργικών αντιστάσεων αρχίζει να γίνεται ορατή ως ένα πεδίο πειραματισμού, ένα διαρκές σχολείο δημιουργίας δημοκρατικών πρακτικών συνειδήσεων.
Ένα ακόμα σημείο έχει να κάνει με τα λεγόμενα κοινά. Η ιδέα των κοινών κινείται πέρα από την παραδοσιακή αντίθεση μεταξύ της ιδιωτικής και της δημόσιας περιουσίας, μα αντανακλά την αλληλένδετη σχέση μεταξύ ευθύνης και αλληλεγγύης μεταξύ πολίτη και κοινωνίας, μεταξύ των γενεών, καθώς και μεταξύ ανθρώπου και φύσης (Deriu 2012). Η κοινοκτημοσύνη, δηλαδή ιδιοκτησία και χρήση ενός αγαθού από το σύνολο της κοινωνίας δεν συνεπάγεται τη χωρίς όρια υπερεκμετάλλευση, αλλά αντιθέτως τη ρητή, συλλογική, και εν τέλει «απελευθερωτική» οριοθέτηση μέσω αρχών και κανόνων. Η σύσταση κοινωνικών συνεταιρισμών στα πρότυπα της κοινωνικής οικονομίας αποτελούν συγκεκριμένα βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση.
Άλλες προτάσεις
Χωρίς αμφιβολία μια σειρά από συγκρούσεις μοιάζει αναπόφευκτη. Η αποα- νάπτυξη δεν ευαγγελίζεται μαγικές λύσεις που θα ικανοποιούν όλους. Απέναντι στις απλουστευτικές λογικές του «όλοι τα φάγαμε», ή του «99%» που υποθέτουν ότι όλοι είμαστε στην ίδια βάρκα ή αποανάπτυξη προτάσσει την επιστροφή της πολιτικής οικονομίας και οικολογίας στις αναλύσεις μας για τα πεπραγμένα του παρελθόντος και στην αναζήτηση για βιώσιμες λύσεις. Αναγνωρίζει δηλαδή την ύπαρξη αντιθέσεων, και την ανάγκη εύρεσης συμβιβασμών μέσω ενός πραγματικού και εποικοδομητικού διαλόγου.
Μια από τις βασικές προτάσεις της αποανάπτυξης είναι ο συνδυασμός των στρατηγικών: αντίδραση, χτίσιμο εναλλακτικών δομών και πολιτικές «επαναστατικού ρεφορμισμού» (βλ. κεφάλαιο 3), δηλαδή ενός ρεφορμισμού με σκοπό να αποσταθεροποιήσει ιεραρχικές δομές και να ανοίξει παράλληλα χώρους για νέες ριζοσπαστικές δομές να αναδυθούν και να μαζικοποιηθούν, δημιουργώντας στην πορεία έναν νέο ανθρωπολογικό τύπο και πολιτικό υποκείμενο. Η επανοικειοποίηση του δημόσιου λόγου είναι ένα ακόμα απλό αλλά ανεκτίμητο βήμα για την αλλαγή κατεύθυνσης. Αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει έναν επαναπροσδιορισμό των αιτημάτων των κινητοποιήσεων (διαφύλαξη κοινωνικών αγαθών, όπως νερό, δάση, ποικιλίες σπόρων), με την ταυτόχρονη πρόταση ενός μελλοντικού οράματος (άμεση δημοκρατία, κοινωνικός έλεγχος, αλλά και καλλιέργειες μικρής κλίμακας, βιολογικά προϊόντα), σε συνδυασμό με την ενεργή υποστήριξη ενός θεσμικού πλαισίου που θα τα προστατεύει. Η αποανάπτυξη, ως ερμηνευτικό πλαίσιο, υποστηρίζει κοινωνικούς αγώνες εμπλουτίζοντας τους με θετικά νοήματα. Για παράδειγμα, αγώνες όπως αυτός στις Σκουριές είναι εξόχως σημαντικοί από την άποψη ότι εισαγάγουν μια διαφορετική αξιακή γλώσσα από αυτή του ωφελιμισμού. Επίσης, ο αγώνας των εργαζομένων της ΒΙΟ.ΜΕ. επισημαίνει την σημασία θεσμοθέτησης εναλλακτικών πρακτικών. Εγχειρήματα σαν αυτό είναι πάντοτε επισφαλή από τη στιγμή που δεν καλύπτονται από ένα νομικό πλαίσιο. Πρωτοβουλίες για τη συμμετοχική αναθεώρηση του συντάγματος θα μπορούσαν λοιπόν να χαρακτηριστούν ως παραδείγματα «αποσταθεροποιητικού ρεφορμισμού».
Τέλος, μια κεντρική έννοια είναι η κοινωνική νομιμοποίηση των αποφάσεων που λαμβάνονται από το σύνολο της κοινωνίας, μέσω της απαίτησης για διευρυμένη συμμετοχή των πολιτών στη λήψη των αποφάσεων (π.χ. πραγματική και όχι εικονική δημόσια διαβούλευση πριν από μεγάλα κατασκευαστικά έργα). Εδώ το ζητούμενο δεν είναι μόνο η διαφάνεια, αλλά και η συμμετοχή στη θέσπιση των προτεραιοτήτων (π.χ. επιλογή για το πού δαπανώ- νται τα χρήματα των φόρων). Με άλλα λόγια, το θέμα δεν είναι απλά μια αναδιανομή του πλούτου, αλλά η εκ βαθέων ριζική απόφαση του τί παράγουμε, με ποιόν τρόπο και με την χρήση ποιών τεχνολογιών που οφείλουμε να πάρουμε συλλογικά και συμμετοχικά. Είναι μια ευκαιρία να ορίσουμε τον διάλογο και τις προτεραιότητες της κοινωνίας. Αυτό το δικαίωμα της συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων και στον ορισμό των προτεραιοτήτων δεν είναι κάτι που η κρατούσα τάξη πραγμάτων προτίθεται να παραχωρήσει αμαχητί, μα κάτι που θα αποκτηθεί με αγώνες. Η συνειδητή αναγνώριση των αιτημάτων είναι λοιπόν ουσιώδης για την επιτυχία οποιουδήποτε κινήματος βάσης.
3. Αποανάπτυξη και πολιτική Αριστερά
Δεν είμαστε αφελείς. Ρεαλιστικά η αποανάπτυξη δεν μπορεί να αποτελέσει λέξη κλειδί για καμία πολιτική παράταξη η οποία δεν θέλει να αυτοκτονήσει εκλογικά. Το ζητούμενο όμως είναι αν οι ιδέες της αποανάπτυξης μπορούν να τροφοδοτήσουν έναν νέο αριστερό λόγο και πολιτικό όραμα στην Ελλάδα (είτε στο όνομα της αποανάπτυξης ή και όχι). Άποψή μας είναι ότι αυτό είναι εφικτό και προς υποστήριξή μας έρχεται η πρόσφατη διακήρυξη του κόμματος της Πράσινης Αριστεράς της Καταλονίας (^ν) για μια νέα βιώσιμη και σταθερή οικονομία, η οποία ουσιαστικά διατυπώνει τις βασικές αρχές της αποανάπτυξης χωρίς να χρησιμοποιεί τον όρο. Τι μπορεί να προσφέρει λοιπόν η αποανάπτυξη και στην ελληνική Αριστερά;
Πρώτον, την καλεί να ξεφύγει από τον οικονομισμό τον οποίο η ίδια επικρίνει αλλά εν τέλει αναπαράγει. Σύμφωνα με την αποανάπτυξη το ζήτημα του χρέους δεν πρέπει να τίθεται σαν θέμα οικονομικής διαχείρισης αλλά σαν θέμα κοινωνικής δικαιοσύνης. Η διαχωριστική γραμμή του δίκαιου από το άδικο δεν είναι αυτή μεταξύ δανειστή και δανειζόμενου. Υπάρχουν δανειστές που πρέπει να πληρώσουν και δανειστές που πρέπει να μην πληρώσουν, όπως υπάρχουν δανειζόμενοι που πρέπει να μην πληρώσουν και άλλοι που πρέπει να πληρώσουν και με το παραπάνω (εκτός και αν έχει κανείς αντίρρηση για τις τιμωρίες των μεγαλοοφειλετών προς το ελληνικό δημόσιο). Στον ύστερο καπιταλισμό, όπου ένας από τους μεγαλύτερους επενδυτές παγκοσμίως είναι το ταμείο ασφαλίσεων του συνδικάτου των αμερικάνων δασκάλων (το οποίο παρεμπιπτόντως είναι από τις πιο προοδευτικές και αγωνιστικές δυνάμεις στις ΗΠΑ) ή όπου οι μικροκαταθέσεις μας είναι το κεφάλαιο με το οποίο οι τράπεζες αγοράζουν εταιρείες ή ομόλογα, είμαστε δυστυχώς όλοι γρανάζια της μηχανής, πολύ περισσότερο από την εποχή του Μαρξ, όπου η διάκριση εργαζόμενου και καπιταλιστή ήταν πιο ξεκάθαρη. Όπως μας καταδεικνύει η περίπτωση της Κύπρου, η λύση δεν είναι απλά «να πληρώσουν οι τράπεζες», γιατί οι τράπεζες έχουν και μικροκαταθέσεις όλων μας. Ούτε απλά να πληρώσουν οι δανειστές γιατί κάποιοι από τους δανειστές είναι και αυτοί συνταξιούχοι ή σωματεία δασκάλων (φυσικά και όχι όλοι, ούτε καν η πλειοψηφία). Η δημόσια συζήτηση για την κατανομή των ευθυνών και των απωλειών, εντός και εκτός συνόρων, έπρεπε να έχει προη- γηθεί της διαχειριστικής συζήτησης του τί θα γίνει με το μνημόνιο ή το ευρώ. Συζητήσεις για το μέλλον του Ευρώ και το τί πρέπει να πληρωθεί από το δημόσιο χρέος θα έπρεπε να εξαρτώνται από την απόφαση του πώς θα κα- τανεμηθεί η ζημιά δικαιότερα, όχι να προηγείται και ουσιαστικά να καθορίζει το ποιός θα πληρώσει τί. Το πρόβλημα είναι ότι για τους οικονομολόγους, ακόμα και τους αριστερούς, αυτή η αντιστροφή προτεραιοτήτων είναι πολύ δύσκολη. Όλοι θεωρούν πως ό,τι είναι καλό για την οικονομία είναι αυτομάτως και για την κοινωνία, εξού και όλες οι προτάσεις για έξοδο από την κρίση, δεξιές και αριστερές, επικεντρώνονται σε χρηματικού τύπου επεμβάσεις οι οποίες θα επανεκκινήσουν την ανάπτυξη (λιτότητα για τους μεν, στάση πληρωμών ή δραχμοποίηση και υποτίμηση για τους δε).
Αν και αυτό έχει πια μικρή σημασία, αφού το ζήτημα πλέον είναι η καθημερινή επιβίωση και όχι το ποιός έφταιξε για το χρέος, η προεκλογική εμμονή της Αριστεράς στο ζήτημα της πληρωμής ή όχι του χρέους και κατ' επέκταση της παραμονής ή όχι στο ευρώ και όχι για παράδειγμα η πρόταξη της πρωτοβουλίας για τον συμμετοχικό λογιστικό έλεγχο του χρέους ήταν κατά τη γνώμη μας λανθασμένη. Πετυχημένη πολιτική παράταξη είναι αυτή η οποία καταφέρνει να εκπαιδεύσει την κοινή γνώμη και να αλλάξει τους όρους της δημόσιας συζήτησης, όχι αυτή που δέχεται να παίξει με τους κυρίαρχους όρους. Ήταν στο χέρι της Αριστεράς να θέσει ως κεντρικό πολιτικό ζήτημα των εκλογών τη δικαιοσύνη και την ικανοποίηση του κοινού αισθήματος για τιμωρία των ενόχων. Η μόνη οικονομική πρόταση με την οποία η Αριστερά έπρεπε να δεσμευθεί ήταν ο δημόσιος και συμμετοχικός λογιστικός έλεγχος του χρέους, στα υπόλοιπα έπρεπε να διατηρήσει έναν τακτικό αγνωστικισμό. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι ο πολύς κόσμος θα μπορούσε να αποδεχτεί μια μείωση του εισοδήματός του αν είχε την αίσθηση ότι αυτή ακολουθεί μια λογική δικαιοσύνης, όπου αυτοί που έφαγαν τα περισσότερα, πλήρωσαν και τα περισσότερα, και όχι μετατόπιση του χρέους προς τους αδύναμους, όπως συμβαίνει τώρα με τις πολιτικές λιτότητας. Η συγκριτικά καλύτερη αντιμετώπιση της κρίσης στην Ισλανδία, δεν ήταν αποτέλεσμα οικονομικών χειρισμών μόνο, αλλά της κοινωνικής, και εν μέρει διεθνούς, νομιμοποίησης που ήρθε μέσα από το δημοψήφισμα, την αναθεώρηση του συντάγματος, και την ανακριτική και δικαστική διαδικασία εύρεσης των ενόχων και αξιολόγησης του τί πρέπει να αλλάξει τόσο στις τράπεζες όσο και στην δημόσια διοίκηση. Φυσικά και το χρέος δεν είναι μετρημένα κουκιά και το να βρούμε ποιός έφαγε τί ή ποιός πρέπει να πληρώσει τί με ακρίβεια είναι αδύνατο. Αλλά μόνο μέσα από μία τέτοια συλλογικά συνειδητή πολιτική και κοινωνική κάθαρση είναι δυνατή και η συνοχή την οποία απαιτεί η οικονομική ανασυγκρότηση.
Δεύτερον, το λεξιλόγιο και η αφήγηση της αποανάπτυξης επιτρέπουν στην Αριστερά να δημιουργήσει έναν λόγο ο οποίος θα αφαιρέσει από τη Δεξιά το όποιο ηθικό πάτημα έχει για την πολιτική λιτότητας. Μέρος της μεσαίας τάξης συναισθάνεται την υπερβολή της προ της κρίσης περιόδου, και αποδέχεται μοιρολατρικά την τιμωρία της λιτότητας εν είδει άφεσης αμαρτιών. Η θέση ότι «δεν τα φάγαμε όλοι μαζί» είναι σωστή και ακριβής, αλλά λάθος αν χρησιμοποιείται για να χαϊδεύει τα αυτιά αυτών οι οποίοι δεν διαμαρτύρονταν όσο ζούσαν από τα αποφάγια αυτών που τα έτρωγαν. Η μαζική υστερία των Ολυμπιακών Αγώνων ή του χρηματιστηρίου, η σπατάλη του δημοσίου και οι χαριστικές εργολαβίες, τα μεγάλα έργα και η ανοχή της φούσκας της οικονομίας της κατασκευής, ήταν ηγεμονικά φαινόμενα τα οποία συντήρησε η συνειδητή ή ασυνείδητη συνενοχή μεγάλου μέρους της μεσαίας τάξης, η οποία ζούσε από αυτά. Η ριζοσπαστική και οικολογική Αριστερά έχει το ηθικό πλεονέκτημα ότι ήταν η μόνη η οποία από την αρχή ήταν εναντίον και έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου εγκαίρως (ποιος άλλος είπε όχι στους Ολυμπιακούς;). Περιέργως έχει απεμπολήσει αυτό το ηθικό πλεονέκτημα από τον φόβο μήπως φανεί ότι κατηγορεί τον ίδιο τον λαό για την κρίση. Η αφήγηση της αποανάπτυξης δεν απαλλάσσει κανέναν από την ηθική, ή όπου εμπίπτει ποινική, ευθύνη των επιλογών του, αλλά τις ερμηνεύει ως μέρος ενός καπιταλιστικού συστήματος και του προτάγματός του για συνεχή επέκταση. Είμαστε όλοι γρανάζια, εγκλωβισμένοι (ως εργαζόμενοι, επιχειρηματίες, καταθέτες, ιδιοκτήτες κατοικίας, ακόμα και πολιτικοί) σε ένα σύστημα το οποίο απαιτεί και προτάσσει συγκεκριμένες συμπεριφορές. Ξοδεύαμε γιατί το κράτος μας διέχεε χρήμα το οποίο δανειζόταν φτηνά, και το χρήμα ήταν φτηνό, όχι μόνο γιατί μπήκαμε στην ευρωζώνη, αλλά και γιατί χωρίς αυτήν την ροή χρήματος η ελληνική οικονομία θα έμπαινε σε ύφεση. Είμαστε ένοχοι μόνο στο βαθμό που δεν αντιταχθήκαμε σε αυτό το παράλογο σύστημα όταν έπρεπε, αλλά ελπίζαμε ότι κάποιος κάπου πρέπει να ξέρει τι γίνεται. Είμαστε ένοχοι στο βαθμό που θέλαμε τους Ολυμπιακούς και δεν μας ένοιαζε το κόστος τους, στο βαθμό που ψηφίζαμε ΝΔ ή ΠΑΣΟΚ όταν ξέραμε πολύ καλά ότι σπαταλάνε τους δικούς μας κόπους, όταν βάζαμε τα χρήματά μας στο χρηματιστήριο περιμένοντας να αυξηθούν. Δεν προσπαθούμε να ηθικολογήσουμε εδώ, ούτε κατηγορούμε κανέναν. Χρησιμοποιούμε το «είμαστε» κυριολεκτικά και όχι ρητορικά. Δεν αυτομαστιγωνό- μαστε μα ούτε και προσπαθούμε να «ξαναγεννηθούμε» σαν καθαροί οικολόγοι. Απλά αναγνωρίζουμε το μερίδιο μας σε ό,τι έγινε και θέλουμε να αλλάξουμε τόσο το σύστημα που μας έφερε εδώ, όσο και εμάς τους ίδιους, όχι να γυρίσουμε τα πράγματα εκεί που ήταν ή απλά να αλλάξουμε το «σύστημα» χωρίς να αλλάξουμε εμείς.
Η λιτότητα δεν θα έπρεπε να έχει κανένα ηθικό βάρος, όχι μόνο γιατί, όπως σωστά λέει η Αριστερά, ο πραγματικός της σκοπός είναι η διατήρηση των κερδών των εχόντων, αλλά και γιατί ακόμα και η επιφανειακή λογική της δεν είναι αυτή της εγκράτειας και του μέτρου, αλλά αντιθέτως της εξοικονόμησης και της συσσώρευσης τώρα για να καταναλώσουμε πάλι περισσότερο αύριο. Το παράλογό της φανερώνεται στις επικλήσεις να αναθερμάνουμε την οικονομία, να αρχίσουμε πάλι να πηγαίνουμε στα μαγαζιά, να παίρνουμε δάνεια, να κτίζουμε σπίτια, κλπ, δηλαδή να κάνουμε αυτό για το οποίο υποτίθεται ότι τιμωρούμαστε! Δυστυχώς η ελληνική γλώσσα δεν έχει τις κατάλληλες λέξεις για να αποδώσει τις έννοιες του Latouche (Λατούς 2013) περί λιτής αφθονίας (frugal abundance), δηλαδή της απελευθέρωσης την οποία συνιστά η προσωπική και συλλογική μείωση των υλικών αναγκών, ή του Berlinguer παλαιότερα περί νηφαλιότητας (sobriety). Η αποανάπτυξη διαχωρίζει τη λιτότητα ως αρχή (sobriety, frugality), από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές λιτότητας (austerity) των οποίων ο στόχος είναι η εκ νέου συσσώρευση και ανάπτυξη, η οποία αργά ή γρήγορα θα φέρει την επόμενη, ακόμα χειρότερη, κρίση.
Τρίτον, η αποανάπτυξη προσφέρει μια νέα αφήγηση για το πού θέλουμε να πάμε, συλλογικά ως κοινωνία. Είναι μια πραγματικά επαναστατική αφήγηση, με την έννοια του Zizek (2010), γιατί δεν θέλει να αλλάξει μόνον τα μέσα, αλλά και τα ίδια τα όνειρα. Αυτό ακριβώς - μια νέα αφήγηση, με νέα όνειρα
- χρειάζεται τόσο η ριζοσπαστική Αριστερά, όσο και το οικολογικό κίνημα σήμερα, όπως μας θυμίζει ο Latouche στο όγδοο κεφάλαιο. Για την Αριστερά, η μεγαλύτερη πρόκληση μετά την αποτυχία των κομουνιστικών καθεστώτων, του μόνου ιστορικού πειράματος των θεωριών του Μαρξ, είναι να πείσει τον κόσμο ότι έχει κάτι καινούριο να προτείνει πέραν από αυτήν τη δοκιμασμένη και αποτυχημένη συνταγή (το αν η ΕΣΣΔ ήταν πιστή ή όχι εφαρμογή της Μαρξιστικής θεωρίας είναι αδιάφορο, όπως αδιάφορο είναι αν οι νεοφιλελεύθερες οικονομίες είναι πιστές εφαρμογές των ιδεών του Friedman - οι νεοφιλελεύθεροι λένε ότι δεν είναι). Οι νεοκομουνιστικοί α- φορισμοί τύπου Zizek να «προσπαθήσουμε ξανά, περισσότερο αυτήν τη φορά» δεν πείθουν και μάλλον τρομάζουν εφόσον δεν υπάρχει μια σαφής αφήγηση και παραδοχή του πού και γιατί αποτύχαμε την προηγούμενη φορά, εκτός από το ότι δεν φτάσαμε μέχρι το τέλος. Η πιο μετριοπαθής Κεϋν- σιανή σοσιαλδημοκρατία, όπως εκφράζεται από τον Krugman, η οποία επίσης χαρακτηρίζει μέρος της αριστερής αφήγησης, είναι ίσως ευκολότερο να γίνει αποδεκτή από την κοινή γνώμη, αλλά της λείπει το όραμα και η φλόγα, μιας και παρουσιάζεται ως μια διαχειριστική λύση για την συντήρηση του συστήματος το οποίο παρήγαγε την κρίση.
Σύμφωνα με τη θεώρηση της αποανάπτυξης, η παραδοσιακή Αριστερά απέ- τυχε γιατί δεν κατάφερε να ξεφύγει από τον οικονομισμό και τη λογική της συσσώρευσης και της ανάπτυξης, απλά πέρασε την οικονομία υπό τον έλεγχο του κράτους, δημιουργώντας έτσι ένα νέο κέντρο συσσώρευσης πλούτου και εξουσιών και εν τέλει νέων ελίτ (ουσιαστικά έναν κρατικό καπιταλισμό). Η βασική αρχή της αποανάπτυξης συνοψίζεται στην υπόθεση του Illich (1973) ότι ο σοσιαλισμός μπορεί να έρθει μόνο με ποδήλατο. Η ισότητα και η αναδιανομή απαιτούν τη θέσπιση εθελούσιων ορίων και η αποφυγή της συσσώρευσης πλούτου και εξουσίας απαιτούν κοινωνικές και τεχνολογικές δομές μικρής κλίμακας, οι οποίες αποτρέπουν την ανάδυση τάξεων ειδικών οι οποίοι να διαχειρίζονται το σύστημα για τους υπόλοιπους. Αυτές οι ιδέες είναι θεμελιακές για την πολιτική οικολογία, αλλά χάθηκαν κάπου στον δρόμο, όταν τα μέσα φετιχοποιήθηκαν ως στόχοι, και οι Πράσινοι έκαναν π.χ. τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αυτοσκοπό, και όχι μέρος μιας συνολικής εναλλακτικής πρότασης για διαφορετική οργάνωση της κοινωνίας. Η πράσινη οικονομία ή θα είναι οικονομία αποανάπτυξης, ή αλλιώς θα αποτε- λέσει απλά μια μικρή και δευτερεύουσας σημασίας αγορά για τον καπιταλισμό, όπως άλλωστε ήδη γίνεται με τα βιολογικά προϊόντα ή τις βιομηχανικές ΑΠΕ.
Όπως λέει ο Zizek, όταν όλοι συμφωνούν ότι ο καπιταλισμός είναι το πρόβλημα, η πραγματικά επαναστατική θέση δεν είναι πλέον να είμαστε ενάντια στον καπιταλισμό, μα, κατά την άποψή μας, ενάντια σε αυτό με το οποίο συμφωνούν όλοι, δεξιοί και αριστεροί, σοσιαλιστές και νεοφιλελεύθεροι, κόκκινοι, πράσινοι και μαύροι: εναντίον της ανάπτυξης. Η αποανάπτυξη είναι επαναστατική πρόταση γιατί ο πυρήνας του καπιταλιστικού συστήματος και οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ που κυβερνούν δεν πρόκειται να καθίσουν ήσυχοι και άπραγοι να παρακολουθήσουν τον εσωτερικό κατακερματισμό του συστήματος χωρίς να δώσουν μάχη. Η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη σε κάθε κοινωνική αλλαγή, και η αποανάπτυξη θα έχει «κερδίσει» μόνον όταν οι θιασώτες της μπορέσουν χωρίς τη χρήση βίας να υπερασπίσουν το δικαίωμα τους για μιαν άλλη μορφή οργάνωσης της κοινωνίας και της καθημερινότητας, όχι μόνο για τους εαυτούς τους αλλά για όλους.
4. Το λεξιλόγιο της αποανάπτυξης
Το πρόταγμα της αποανάπτυξης, όπως παρουσιάστηκε στα προηγούμενα κεφάλαια, δεν αποτελεί μια έτοιμη συνταγή για την έξοδο από την κρίση και επιστροφή σε μια απροσδιόριστη ευημερία που θα επιτευχθεί μέσω γραφειοκρατικών κομματικών μηχανισμών. Αντιθέτως, είναι ένα κάλεσμα για την επανοικειοποίηση του χώρου, των όρων του παιχνιδιού και του συλλογικού φαντασιακού της κοινωνίας, έτσι ώστε σταδιακά, νέες μορφές και κοινωνικές δομές να αναδυθούν, που θα υποστηρίζονται από την ίδια την κοινωνία. Το πολιτικό υποκείμενο της αποανάπτυξης δεν είναι ανιχνεύσιμο κατά μήκος συμβατικών ταξικών διαχωρισμών, αλλά αποτελείται από μια μεγαλύτερη συμμαχία - μεταξύ άλλων - ακτιβιστών, ακαδημαϊκών, περιβαλλοντικά συνειδητοποιημένων πολιτών, ανέργων και υποαπασχολούμενων.
Οι ιδέες της αποανάπτυξης, όπως παρουσιάσθηκαν στην παρούσα έκδοση, προσφέρουν ένα συνεκτικό και εννοιολογικό πλαίσιο για τις διάφορες προτάσεις και πρωτοβουλίες οι οποίες γεννούνται μέσα από κοινωνικά κινήματα και εν μέρει βρίσκουν έκφραση στην οικολογική και τη ριζοσπαστική Αριστερά, όπως το βασικό εισόδημα, η μείωση της μισθωτής εργασίας, τα όρια στο εισόδημα και η αναδιανεμητική φορολογία, ο έλεγχος στα αποθε- ματικά των τραπεζών και η κοινωνικοποίησή τους, τα περιβαλλοντικά όρια, η στήριξη των συνεταιρισμών, οι μικρής κλίμακας ΑΠΕ, η προστασία και αναδημιουργία κοινών χώρων και υποδομών, οι καλλιέργειες μέσα και γύρω από την πόλη, οι οικοκοινότητες και η προώθηση βιολογικών προϊόντων, τα δίκτυα ανταλλαγής και τα τοπικά νομίσματα, τα μοντέλα συστέγασης και όλες οι άλλες εκφάνσεις της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας. Η μείωση των ωρών εργασίας, χωρίς τη μείωση του μισθού, με την παράλληλη διασφάλιση ενός βασικού επιπέδου ικανοποίησης αναγκών μέσω ενός βασικού εισοδήματος, θα απελευθερώσουν μέρος του χρόνου και της δημιουργι- κότητάς μας για διάφορες μορφές αλληλέγγυας και οικολογικής οικονομίας.
Το κύριο ζήτημα είναι ότι μια οικολογική και αλληλέγγυα οικονομία μπορεί να είναι οικονομία ευμάρειας και ευημερίας (με έναν επαναπροσδιορισμό αυτών των εννοιών), αλλά δύσκολα θα γίνει μια οικονομία ανάπτυξης κατά 3% του ΑΕΠ τον χρόνο. Τα ορυχεία, τα γήπεδα γκολφ, το πετρέλαιο και οι μεγάλες μονάδες ηλεκτρισμού και ΑΠΕ, παραμένουν πολύ αποδοτικότερες επενδύσεις από τη σκοπιά του, ιδιωτικού ή δημόσιου, κεφαλαίου. Συνεπώς, αν η ριζοσπαστική και η οικολογική Αριστερά θέλουν να παραμείνουν πιστές προς τη βάση τους, μια βάση η οποία δεν θέλει ορυχεία στις Σκουριές, προβλήτες στο Αιγαίο ή ανεμογεννήτριες ιδιοκτησίας Κοπελούζου στα νησιά, ίσως να της ήταν χρήσιμο να ενστερνιστεί, και φυσικά να μεταλλάξει αφομοιώνοντάς το, το λεξικό της αποανάπτυξης, αν όχι την ίδια τη λέξη. Στη σημερινή Ελλάδα όπου τα πάντα ορίζονται γύρω από τη στήριξη ή απόρριψη του μνημονίου, η αποανάπτυξη μας καλεί να αλλάξουμε τους όρους γύρω από τους οποίους μιλάμε για το μέλλον. Να δημιουργήσουμε ένα κοινό όραμα, και να κάνουμε ταυτόχρονα τα πρώτα βήματα προς αυτό. Η αποανάπτυξη, εν μέσω κρίσης, μπορεί να προσφέρει μια καινούργια αφήγηση και ένα συλλογικό όραμα, ένα νέο πολιτικό πρόταγμα για την πυροδότηση μιας διαδικασίας κοινωνικού μετασχηματισμού.
Απλότητα. Αυτάρκεια. Επάρκεια. Φιλία. Φιλοξενία. Δώρο. Συντροφικότητα. Σχέσεις και σχεσιακά αγαθά. Άμεση δημοκρατία. Ξόδεμα και ξέδομα. Από κοινού. Ευημερία χωρίς ανάπτυξη.
Αποανάπτυξη!
Αναφορές
Bataille, G., 1991. The Accursed Share, Volume 1: Consumption, trans. Robert Hurley (New York: Zone Books.
Carlsson, C., Manning, F., 2010. Nowtopia: strategic exodus? Antipode 42: 924-953.
Conill, J., Cardenas, A., Castells, M., Servon, L., S., H., 2012. Otra vida esposible: prdcti- cas alternativas durante la crisis. Ediciones UOC Press, Barcelona.
Demaria, F., Schneider, F., Sekulova, F., Martinez-Alier, J., 2013. What is Degrowth? From an activist slogan to a social movement. Environmental Values 22(2): 191-215.
Deriu, M., 2012. Democracies with a future: Degrowth and the democratic tradition. Futures 44: 553-561
Fournier, V., 2008. Escaping from the economy: the politics of degrowth, International Journal of Sociology and Social Policy 28(11/12): 528-545.
Gibson-Graham, J.K., 2006. A post-capitalist politics, Minneapolis: University of Minnesota Press.
Graeber, D., 2004. Fragments of an Anarchist Anthropology, Chicago: Prickly Press.
Harvey, D., 2010. The enigma of capital and the crises of capitalism. Oxford University Press.
Illich, I., 1973. Tools for Conviviality. Calder and Boyars, London.
Latour, B., 1998. To modernize or to ecologize, that is the question, in N. C. a. B. Willems-Braun (ed.), Remaking Reality: Nature at the Millenium (London: Routledge), pp. 225-246.
Masjuan, E., 2000. La ecologia humana en el anarquismo iberico. (Urbanismo "or- gdnico" o ecologico, neomalthusianismoy naturismo social), Editorial Icaria y Fun- daci0n Anselmo Lorenzo, Barcelona/Madrid.
Mauss, M., [1925] 1990. The Gift: The Form and Reason for Exchange in Archaic Societies, W.D. Halls, trans. New York: W.W. Norton.
Odum, H.T., Odum, E.C., 2001. A Prosperous Way Down: Principles and Policies. Paradigm Press.
Romano, Ο., 2008. La comunione reversiva. Una teoria del valore sociale per l'al di la del moderno, Carocci Editore, Rome.
Romano, O., 2012. How to rebuild democracy, rethinking degrowth. Futures 44: 582589.
Sahlins, M.D., 1972. The original affluent society. Stone Age economics. Aldine, Chicago. Trainer, T., 2012. De-growth: Do you realise what it means? Futures 44(6): 590-599 Zizek, S., 2010. Living in the end times, London, Verso.
Βαρκαρόλης, Ο., 2012. Δημιουργικές Αντιστάσεις και Αντεξουσια. Εκδόσεις Το Παγκάκι.
Λατούς, Σ., 2013. Προς μια κοινωνία της λιτής αφθονίας: Παρανοήσεις και διαμάχες γύρω από την αποανάπτυξη. Αθήνα, Εκδόσεις των Συναδέλφων.
Λιερός, Γ., 2012. Υπαρκτός καινούριος κόσμος. Κοινωνική/αλληλέγγυα και συνεργατική οικονομία. Αθήνα, Εκδόσεις των Συναδέλφων.
Τζάκσον, Τ., 2011. Ευημερία χωρίς ανάπτυξη. Τα οικονομικά ενός πλανήτη με πεπερασμένες δυνατότητες. Εκδόσεις Κέδρος.
Για μια ενδεικτική λίστα δες: http://goo.gl/i8QsP