Κύρκος Δοξιάδης
Παραθέτω απόσπασμα από πρόσφατη διαδικτυακή ανάρτηση του Πάνου Παπαδόπουλου, διευθυντή Γραφείου του υπουργού Υγείας 2015-19: «Δυο πολιτικά συμπεράσματα προκύπτουν άμεσα από την κρίση του Covid-19. Το πρώτο είναι το αυτονόητο: [...] οι ιδιωτικές μονάδες υγείας δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τις έκτακτες ανάγκες, πόσο μάλλον τις παγκόσμιες απειλές τύπου Covid-19, για τον πολύ απλό λόγο ότι δεν έχουν κέρδος.
Το δεύτερο είναι η αποτυχία της (εντελώς ιδιωτικής) έρευνας και ανάπτυξης φαρμάκων να αντιμετωπίσει την κρίση. Μην αναρωτιέστε γιατί δεν υπάρχουν αντιιικά ή γιατί θα αργήσει το εμβόλιο [...] Οπως έγκαιρα έχει επισημάνει η Goldman Sachs, τα φάρμακα που εξαλείφουν ασθένειες [...] έχουν μειωμένες αποδόσεις και άρα είναι οικονομικές αποτυχίες.
Τις εταιρείες τις συμφέρει πιο πολύ να ερευνούν για να βγάζουν σχεδόν πανομοιότυπα φάρμακα που ελέγχουν απλώς τα συμπτώματα (π.χ. φάρμακα για τον διαβήτη, την υπέρταση και τη χοληστερίνη), παρά να εξαλείψουν ασθένειες. Τα πρώτα πουλάνε συνέχεια, τα δεύτερα μια-δυο φορές. [...] είναι ήδη κραυγαλέα αισθητή η αντίφαση που πρώτος είχε παρατηρήσει ο Μαρξ: όταν η παραγωγή οργανώνεται με βάση την επιδίωξη του βραχυπρόθεσμου κέρδους (καπιταλισμός), κάποια στιγμή δεν μπορούν να παραχθούν τα κοινωνικά αναγκαία αγαθά, παρότι τεχνολογικά είναι εφικτά».
Συμπληρώνοντας, θα ήθελα να επισημάνω κάποια ευρύτερη και ταυτόχρονα πιο συγκεκριμένη διάσταση της εν λόγω αντίφασης που αναφαίνεται ιδίως κατά τη σημερινή εποχή του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Ιστορικά, ο καπιταλισμός αναπτύχθηκε σε ένα πλέγμα επιστημονικών γνώσεων και πρακτικών, που πέρα από την καθαυτό τεχνολογική πρόοδο προσανατολιζόταν στη μέριμνα για την επιβίωση και ικανοποιητική διαβίωση των πληθυσμών. Τούτο το πλέγμα ο Μισέλ Φουκό έχει ονομάσει «βιοπολιτική», καταδεικνύοντας παράλληλα και τον βαθύτατα εξουσιαστικό του χαρακτήρα.
Στο προηγούμενο άρθρο μου στην «Εφ.Συν.» («Οψεις της βιοπολιτικής», 10.3.2020), είχα υποστηρίξει ότι η Αριστερά δεν μπορεί παρά να συντάσσεται με τις θετικές πλευρές της βιοπολιτικής, δηλαδή με τις δομές και πρακτικές εκείνες που αποσκοπούν στην ευημερία του κοινωνικού συνόλου και που περιλαμβάνουν πρώτα και κύρια το κοινωνικό κράτος.
Αυτό που συνέβαινε κατά τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες με την επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού, ιδίως στον τομέα της υγείας, ήταν μια ραγδαία μετακίνηση από τις πρακτικές και τους θεσμούς που επικεντρώνονταν στο σύνολο του πληθυσμού και στην κοινωνία προς τις ιδιοτελείς στρατηγικές των επιχειρήσεων και του κέρδους.
Είδαμε να απαρνείται η βιοπολιτική τον κοινωνικό της χαρακτήρα και να μεταλλάσσεται σε μια ατομοκεντρική της εκδοχή, η οποία, σύμφωνα με το νεοφιλελεύθερο δόγμα, αντιμετωπίζει την κοινωνία ως άθροισμα από ανταγωνιζόμενα άτομα-επιχειρήσεις. Τούτη η τρομακτικά επικίνδυνη μετατόπιση κατέστη δυνατή στο πλαίσιο ενός κοντόφθαλμου και αυτιστικού εφησυχασμού, που στηριζόταν κυρίως στο ότι στις ισχυρές δυτικές καπιταλιστικές χώρες δεν είχε προκύψει αληθινά επικίνδυνη υγειονομική κρίση από τα μέσα του 20ού αιώνα.
Η αντίφαση που προκύπτει τώρα με την επικίνδυνη πανδημία του κορονοϊού είναι τόσο διευρυμένη που δεν περιορίζεται στο εσωτερικό του καπιταλιστικού συστήματος. Αφορά τον ίδιο τον καπιταλισμό, αλλά έχει να κάνει και με τη σχέση καπιταλισμού και νεωτερικότητας. Εξηγούμαι.
Ως προς τον καπιταλισμό, όπως εξήγησα στο προηγούμενο άρθρο μου, η ανάπτυξή του στηρίζεται και στις θετικές πλευρές της βιοπολιτικής. Χωρίς στοιχειωδώς υγιή και ευημερούντα πληθυσμό, που σημαίνει χωρίς εργαζόμενους και καταναλωτές στις αναπτυγμένες χώρες, δεν επιβιώνει ο καπιταλισμός – εκτός αν περάσουμε σε κοινωνία επιστημονικής φαντασίας τύπου «Blade runner» με κατασκευασμένα ανθρωποειδή για σκλάβους.
Πόσο μάλλον όταν η πανδημία θέτει σε κίνδυνο και την υγεία και τη ζωή των ανώτερων τάξεων. Η πανδημία θίγει ένα επίπεδο πέρα από εκείνο της ίδιας της οικονομίας, πέρα από τη διεύρυνση του χάσματος μεταξύ πλουσίων και φτωχών. Η σφαίρα της βιοπολιτικής για τον σύγχρονο μαρξισμό καθορίζει και εκείνην της παραγωγής. Ο πληθυσμός, για να παράγει και να καταναλώνει, πρέπει προηγουμένως να υπάρχει.
Ερχόμαστε λοιπόν στο δεύτερο ζήτημα της αντίφασης, που αφορά τη σχέση καπιταλισμού και νεωτερικότητας. Στην Αριστερά δεν είμαστε προφήτες για να γνωρίζουμε αν η πρωτοφανής υγειονομική κρίση θα οδηγήσει στο τέλος του νεοφιλελευθερισμού και του καπιταλισμού εν γένει ή αν αντίθετα θα προκύψει μια ακόμα πιο επιθετική έκφανσή τους (σύμφωνα με το κατά Ναόμι Κλάιν «Δόγμα του σοκ»).
Αν όμως ο πληθυσμός για τον καπιταλισμό είναι εργαζόμενοι και καταναλωτές, για τη νεωτερικότητα, για τον Διαφωτισμό, ο πληθυσμός είναι ο λαός, είναι οι πολίτες στο σύνολό τους. Η βιοπολιτική αντίφαση που ανακύπτει με την πανδημία στο εσωτερικό του καπιταλισμού είναι ταυτόχρονα αντίφαση μεταξύ καπιταλισμού και Διαφωτισμού.
*καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Παραθέτω απόσπασμα από πρόσφατη διαδικτυακή ανάρτηση του Πάνου Παπαδόπουλου, διευθυντή Γραφείου του υπουργού Υγείας 2015-19: «Δυο πολιτικά συμπεράσματα προκύπτουν άμεσα από την κρίση του Covid-19. Το πρώτο είναι το αυτονόητο: [...] οι ιδιωτικές μονάδες υγείας δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τις έκτακτες ανάγκες, πόσο μάλλον τις παγκόσμιες απειλές τύπου Covid-19, για τον πολύ απλό λόγο ότι δεν έχουν κέρδος.
Το δεύτερο είναι η αποτυχία της (εντελώς ιδιωτικής) έρευνας και ανάπτυξης φαρμάκων να αντιμετωπίσει την κρίση. Μην αναρωτιέστε γιατί δεν υπάρχουν αντιιικά ή γιατί θα αργήσει το εμβόλιο [...] Οπως έγκαιρα έχει επισημάνει η Goldman Sachs, τα φάρμακα που εξαλείφουν ασθένειες [...] έχουν μειωμένες αποδόσεις και άρα είναι οικονομικές αποτυχίες.
Τις εταιρείες τις συμφέρει πιο πολύ να ερευνούν για να βγάζουν σχεδόν πανομοιότυπα φάρμακα που ελέγχουν απλώς τα συμπτώματα (π.χ. φάρμακα για τον διαβήτη, την υπέρταση και τη χοληστερίνη), παρά να εξαλείψουν ασθένειες. Τα πρώτα πουλάνε συνέχεια, τα δεύτερα μια-δυο φορές. [...] είναι ήδη κραυγαλέα αισθητή η αντίφαση που πρώτος είχε παρατηρήσει ο Μαρξ: όταν η παραγωγή οργανώνεται με βάση την επιδίωξη του βραχυπρόθεσμου κέρδους (καπιταλισμός), κάποια στιγμή δεν μπορούν να παραχθούν τα κοινωνικά αναγκαία αγαθά, παρότι τεχνολογικά είναι εφικτά».
Συμπληρώνοντας, θα ήθελα να επισημάνω κάποια ευρύτερη και ταυτόχρονα πιο συγκεκριμένη διάσταση της εν λόγω αντίφασης που αναφαίνεται ιδίως κατά τη σημερινή εποχή του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Ιστορικά, ο καπιταλισμός αναπτύχθηκε σε ένα πλέγμα επιστημονικών γνώσεων και πρακτικών, που πέρα από την καθαυτό τεχνολογική πρόοδο προσανατολιζόταν στη μέριμνα για την επιβίωση και ικανοποιητική διαβίωση των πληθυσμών. Τούτο το πλέγμα ο Μισέλ Φουκό έχει ονομάσει «βιοπολιτική», καταδεικνύοντας παράλληλα και τον βαθύτατα εξουσιαστικό του χαρακτήρα.
Στο προηγούμενο άρθρο μου στην «Εφ.Συν.» («Οψεις της βιοπολιτικής», 10.3.2020), είχα υποστηρίξει ότι η Αριστερά δεν μπορεί παρά να συντάσσεται με τις θετικές πλευρές της βιοπολιτικής, δηλαδή με τις δομές και πρακτικές εκείνες που αποσκοπούν στην ευημερία του κοινωνικού συνόλου και που περιλαμβάνουν πρώτα και κύρια το κοινωνικό κράτος.
Αυτό που συνέβαινε κατά τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες με την επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού, ιδίως στον τομέα της υγείας, ήταν μια ραγδαία μετακίνηση από τις πρακτικές και τους θεσμούς που επικεντρώνονταν στο σύνολο του πληθυσμού και στην κοινωνία προς τις ιδιοτελείς στρατηγικές των επιχειρήσεων και του κέρδους.
Είδαμε να απαρνείται η βιοπολιτική τον κοινωνικό της χαρακτήρα και να μεταλλάσσεται σε μια ατομοκεντρική της εκδοχή, η οποία, σύμφωνα με το νεοφιλελεύθερο δόγμα, αντιμετωπίζει την κοινωνία ως άθροισμα από ανταγωνιζόμενα άτομα-επιχειρήσεις. Τούτη η τρομακτικά επικίνδυνη μετατόπιση κατέστη δυνατή στο πλαίσιο ενός κοντόφθαλμου και αυτιστικού εφησυχασμού, που στηριζόταν κυρίως στο ότι στις ισχυρές δυτικές καπιταλιστικές χώρες δεν είχε προκύψει αληθινά επικίνδυνη υγειονομική κρίση από τα μέσα του 20ού αιώνα.
Η αντίφαση που προκύπτει τώρα με την επικίνδυνη πανδημία του κορονοϊού είναι τόσο διευρυμένη που δεν περιορίζεται στο εσωτερικό του καπιταλιστικού συστήματος. Αφορά τον ίδιο τον καπιταλισμό, αλλά έχει να κάνει και με τη σχέση καπιταλισμού και νεωτερικότητας. Εξηγούμαι.
Ως προς τον καπιταλισμό, όπως εξήγησα στο προηγούμενο άρθρο μου, η ανάπτυξή του στηρίζεται και στις θετικές πλευρές της βιοπολιτικής. Χωρίς στοιχειωδώς υγιή και ευημερούντα πληθυσμό, που σημαίνει χωρίς εργαζόμενους και καταναλωτές στις αναπτυγμένες χώρες, δεν επιβιώνει ο καπιταλισμός – εκτός αν περάσουμε σε κοινωνία επιστημονικής φαντασίας τύπου «Blade runner» με κατασκευασμένα ανθρωποειδή για σκλάβους.
Πόσο μάλλον όταν η πανδημία θέτει σε κίνδυνο και την υγεία και τη ζωή των ανώτερων τάξεων. Η πανδημία θίγει ένα επίπεδο πέρα από εκείνο της ίδιας της οικονομίας, πέρα από τη διεύρυνση του χάσματος μεταξύ πλουσίων και φτωχών. Η σφαίρα της βιοπολιτικής για τον σύγχρονο μαρξισμό καθορίζει και εκείνην της παραγωγής. Ο πληθυσμός, για να παράγει και να καταναλώνει, πρέπει προηγουμένως να υπάρχει.
Ερχόμαστε λοιπόν στο δεύτερο ζήτημα της αντίφασης, που αφορά τη σχέση καπιταλισμού και νεωτερικότητας. Στην Αριστερά δεν είμαστε προφήτες για να γνωρίζουμε αν η πρωτοφανής υγειονομική κρίση θα οδηγήσει στο τέλος του νεοφιλελευθερισμού και του καπιταλισμού εν γένει ή αν αντίθετα θα προκύψει μια ακόμα πιο επιθετική έκφανσή τους (σύμφωνα με το κατά Ναόμι Κλάιν «Δόγμα του σοκ»).
Αν όμως ο πληθυσμός για τον καπιταλισμό είναι εργαζόμενοι και καταναλωτές, για τη νεωτερικότητα, για τον Διαφωτισμό, ο πληθυσμός είναι ο λαός, είναι οι πολίτες στο σύνολό τους. Η βιοπολιτική αντίφαση που ανακύπτει με την πανδημία στο εσωτερικό του καπιταλισμού είναι ταυτόχρονα αντίφαση μεταξύ καπιταλισμού και Διαφωτισμού.
*καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών