Με δεδομένη την επιτακτική ανάγκη άμεσης εφαρμογής μέτρων και πολιτικών που συμβάλλουν ουσιαστικά στην έξοδο της χώρας από τη σημερινή κατάσταση, το ελληνικό Γραφείο της Greenpeace δημοσιοποίησε επεξεργασμένες λύσεις και προτάσεις για την αναβίωση της ελληνικής οικονομίας.
Η πράσινη ανάπτυξη δεν είναι σύνθημα
Πρόκειται για προτάσεις, η εφαρμογή των οποίων, με άξονα την προστασία του περιβάλλοντος, μπορούν να οδηγήσουν στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, να μειώσουν τις εκροές συναλλάγματος και την εξάρτηση από ολιγοπώλια και να προαγάγουν την καινοτομία. Η Greenpeace δίνει έμφαση σε τρεις τομείς που αποτελούν έως τώρα προνομιακό πεδίο ολιγοπωλίων, τα οποία καταπατούν κάθε έννοια υγιούς και βιώσιμης επένδυσης εξαιτίας κοντόφθαλμων συμφερόντων.
1. Eνέργεια
Το ενεργειακό μοντέλο της Ελλάδας στηρίζεται σε τρία σαθρά στηρίγματα. Το πρώτο είναι η εξάρτηση από τον εγχώριο λιγνίτη, ο οποίος ευθύνεται για το 40% περίπου των εθνικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, ενώ η καύση του ευθύνεται για περισσότερους από 1.200 πρόωρους θανάτους και την απώλεια 260.000 εργατοημερών ετησίως, επιβαρύνοντας σημαντικά τα ασφαλιστικά ταμεία και το εθνικό σύστημα υγείας. Οι γερασμένες λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ συγκαταλέγονται ανάμεσα στις πιο βρόμικες της Ευρώπης. Σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος, η επιβάρυνση της δημόσιας υγείας και η καταστροφή του περιβάλλοντος που προκάλεσε ο λιγνίτης την περίοδο 2008-2012 κόστισε έως 19 δισ. ευρώ.
Η κατασκευή μιας νέας μονάδας –όπως η «Πτολεμαΐδα 5»– θα ευθύνεται για τον πρόωρο θάνατο περισσότερων από 100 ανθρώπων κάθε χρόνο, ενώ η ρύπανση από αυτήν θα ήταν τόσο υψηλή, που θα χρειαζόταν φωτογραφική εξαίρεση στην ευρωπαϊκή νομοθεσία για την αέρια ρύπανση των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής, ώστε να επιτραπεί η λειτουργία της, εξαίρεση για την οποία εργαζόταν πυρετωδώς η ΔΕΗ, σε συνεργασία με την προηγούμενη κυβέρνηση.
Το δεύτερο αφορά την εισαγωγή πετρελαίου για την ηλεκτροδότηση της πλειονότητας των νησιών. Σήμερα η εξάρτηση των νησιών από το πετρέλαιο κοστίζει στους πολίτες της Ελλάδας (κυρίως στα νοικοκυριά και τις μικρές επιχειρήσεις) περίπου 800 εκατ. ευρώ κάθε χρόνο μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ, ποσό που αυξάνεται συνεχώς. Στη Ρόδο βρίσκεται σε εξέλιξη ένα από τα πιο θλιβερά παραδείγματα απουσίας ενεργειακής στρατηγικής, της εξάρτησης από εισαγόμενα καύσιμα και της υποβάθμισης περιοχών με σημαντική περιβαλλοντική και τουριστική αξία.
Η ΔΕΗ, με την υποστήριξη της προηγούμενης κυβέρνησης, ετοιμάζεται να ξοδέψει 180 εκατ. ευρώ για την κατασκευή νέας μονάδας μαζούτ σε μία από τις πιο όμορφες περιοχές του νησιού. Κι όμως, αυτό το ποσό μπορεί να επενδυθεί από τη ΔΕΗ σε φωτοβολταϊκά με αποθήκευση ενέργειας, βοηθώντας 17.000 νοικοκυριά στη Ρόδο να μειώσουν το κόστος ρεύματος και απαλλάσσοντας κατά 13 εκατ. ευρώ ετησίως τους Ελληνες καταναλωτές από τις επιδοτήσεις πετρελαίου.
Το τρίτο αφορά την απουσία μέτρων για την εξοικονόμηση ενέργειας, καθώς -σύμφωνα με την ΕΛ.ΣΤΑΤ.- σχεδόν 3.000.000 κτίρια στερούνται στοιχειωδών ενεργειακών προδιαγραφών (μόνωση), ενώ η ενεργειακή φτώχεια βρίσκεται σε πρωτοφανή ύψη.
Με αυτά τα δεδομένα, η Greenpeace, μεταξύ άλλων, κρίνει απαραίτητα τα εξής: την εφαρμογή προγράμματος ενεργειακής αναβάθμισης τουλάχιστον 1 εκατ. κτιρίων σε ορίζοντα δεκαετίας, την προώθηση της αυτοπαραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στα κτίρια χωρίς αναίτιους περιορισμούς και γραφειοκρατικές αγκυλώσεις, την απεξάρτηση των νησιών από το πετρέλαιο και την πλήρη διασύνδεσή τους και την ακύρωση σχεδίων για νέες λιγνιτικές μονάδες με οριστική απεξάρτηση από τον λιγνίτη έως τη δεκαετία του 2030.
2. Αγροτική παραγωγή
Σύμφωνα με την ΕΛ.ΣΤΑΤ., στην Ελλάδα υπάρχουν περισσότερες από 500.000 ισοδύναμες θέσεις πλήρους απασχόλησης στην αγροτική παραγωγή, με την πλειονότητά των ελληνικών αγροτεμαχίων να είναι μέχρι 50 στρέμματα, γεγονός που θεωρητικά ευνοεί την αποκεντρωμένη απασχόληση και την ποικιλία αγροτικών προϊόντων.
Ωστόσο, οι Ελληνες παραγωγοί εξαρτώνται όλο και περισσότερο από πολυεθνικές εταιρείες αγροτεχνολογίας, για το σύνολο των αναγκών τους –από τον σπόρο μέχρι το φυτοφάρμακο– ενώ οι ντόπιες, ελληνικές ποικιλίες εξαφανίζονται και αντικαθίστανατι από υβρίδια μαζικής παραγωγής. Επιπλέον, η Ελλάδα καταλήγει να εισάγει προϊόντα τα οποία θα μπορούσαν κάλλιστα να καλλιεργούνται στη χώρα μας, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την παραγωγή που στηρίζεται σε εισαγωγές πρώτων υλών της τάξης των 500 εκατομμυρίων ευρώ ετησίως.
Ετσι, η Greenpeace, μεταξύ άλλων, προτείνει την προώθηση κινήτρων για την καλλιέργεια κτηνοτροφικών φυτών με βιώσιμες γεωργικές πρακτικές και κίνητρα προς τις εταιρείες ζωικών προϊόντων για να στηρίξουν αυτή την προσπάθεια, την ενίσχυση της σχετικής σποροπαραγωγής, ώστε να αποφύγουμε τον έλεγχο της αγοράς από τις συνήθεις ολιγαρχίες και την προώθηση ορθών γεωργικών πρακτικών σε μεγάλη κλίμακα, με στόχο τη μείωση του κόστους των εισροών, αλλά και την κατακόρυφη αύξηση της ποιότητας και ανταγωνιστικότητας των προϊόντων. Τέτοιες πρακτικές αφορούν την αμειψισπορά, την ορθολογική χρήση λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων και την προστασία των υδάτινων πόρων.
3. Αλιεία
Δεδομένου ότι οι μικροί παράκτιοι ψαράδες βρίσκονται σε απόγνωση από ένα μη βιώσιμο καθεστώς, το οποίο ευνοεί τους λίγους και ισχυρούς, διακυβεύοντας το μέλλον του επαγγέλματός τους, και ότι η αλιευτική παραγωγή στην Ελλάδα έχει μειωθεί κατά 50% τα τελευταία 15 χρόνια, καθώς το 65%-70% των ελληνικών εμπορικών ψαριών υπεραλιεύεται, η Greenpeace προτείνει τη δημιουργία θαλάσσιου καταφυγίου στις Βόρειες Κυκλάδες με πρώτο βήμα την παύση της καταστροφικής μέσης αλιείας (μηχανότρατες και γρι-γρι) στην περιοχή, την ενίσχυση της πρόσβασης των παράκτιων αλιέων στην αγορά και την ανάκληση της υπουργικής απόφασης που επανέφερε τη βιντζότρατα στην ενεργό δράση για «ερευνητικούς» λόγους.
Αντίστοιχη πρόταση της WWF Ελλάς:
Νέο ενεργειακό μοντέλο ή στροφή 180 μοιρών;
Νίκος Μάντζαρης*
Ως το τέλος Μαρτίου αναμένονται οι δεσμεύσεις κρατών από όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου για μείωση των εκπομπών αερίων που συντελούν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου (ΑΦΘ), στον δρόμο για την κρίσιμη συνδιάσκεψη για το κλίμα στο Παρίσι τον Δεκέμβριο του 2015. Η Ευρωπαϊκή Ενωση έκανε την αρχή, ανακοινώνοντας πριν από λίγες μέρες τη μείωση των εκπομπών ΑΦΘ κατά τουλάχιστον 40% το 2030 σε σχέση με το 1990.
Η Ελλάδα ώς τώρα δεν ανέλαβε καμία επιπλέον δέσμευση σε εθνικό επίπεδο, ενώ οι εθνικοί κλιματικοί στόχοι του 2020 που φαίνεται να επιτυγχάνονται, κυρίως λόγω οικονομικής κρίσης, κάθε άλλο παρά φιλόδοξοι μπορούν να θεωρηθούν συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο αποτελεί ευχάριστη έκπληξη μια πιο προσεκτική ματιά στις πρόσφατες, αθόρυβες αποφάσεις της Ελλάδας σε ό,τι αφορά τη χρήση του λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή, ο οποίος ευθύνεται για παραπάνω από το 40% των εκπομπών ΑΦΘ της χώρας:
Τα τελευταία 5 χρόνια έχουν σταματήσει να λειτουργούν 8 λιγνιτικές μονάδες, ενώ κάτω από την πίεση της συμμόρφωσης με τη νέα, αυστηρότερη Οδηγία για τις βιομηχανικές εκπομπές η ΔΕΗ αναγκάστηκε να θέσει 6 λιγνιτικές μονάδες της σε καθεστώς περιορισμένης λειτουργίας. Ετσι, από 1/1/2016 θα λειτουργούν περίπου το 1/3 του χρόνου που λειτουργούσαν ώς σήμερα, προτού αποσυρθούν κάποια στιγμή ώς το 2023.
Η ΔΕΗ έχει επίσης δεσμευτεί ότι οι υπόλοιπες 8 λιγνιτικές μονάδες της θα υποστούν εκτεταμένα και ακριβά έργα αναβαθμίσεων, για να συμμορφωθούν με την ίδια Οδηγία έως το 2020. Αν επιπλέον λάβει κανείς υπόψη τα εξαντλούμενα κοιτάσματα λιγνίτη στη Μεγαλόπολη και την ηλικία των 8 λιγνιτικών μονάδων, διαπιστώνει ότι ενδέχεται κάπου μεταξύ 2025 και 2030 να βρίσκονται σε λειτουργία μόλις 2 από τις 22 λιγνιτικές μονάδες που λειτουργούσαν μέχρι το 2010.
Η δέσμευση της νέας κυβέρνησης στην παραπάνω αφήγηση θα μπορούσε να αποτελέσει μια σημαντική εθνική συμβολή στον δρόμο για το Παρίσι. Με μια σημαντική προσθήκη: την ουσιαστική επανεξέταση της σκοπιμότητας κατασκευής της νέας λιγνιτικής μονάδας Πτολεμαΐδα V. Πρόκειται για μια απόφαση που λήφθηκε αρκετά χρόνια πριν, σε μια περίοδο που οι συνθήκες στην κλιματική και ενεργειακή πολιτική ήταν πολύ διαφορετικές από τις σημερινές.
Το ένα μετά το άλλο τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα θέτουν αυστηρές προϋποθέσεις για τη χρηματοδότηση της κατασκευής νέων ανθρακικών μονάδων. Χαρακτηριστική είναι η πρόσφατη απόφαση της ΕΤΕπ να διακόψει τη χρηματοδότηση μονάδων με εκπομπές μεγαλύτερες από 550 gr CO2/KWh, αποκλείοντας έτσι τη συμμετοχή της στην Πτολεμαΐδα V, η οποία θα εκπέμπει διπλάσιους από το όριο (της ΕΤΕπ) ρύπους.
Η στέρηση πηγών χρηματοδότησης για το έργο αυτό, αρχικού προϋπολογισμού 1,4 δισ. ευρώ, που αναγκάζει τη ΔΕΗ να συνεισφέρει περίπου τα μισά από ίδια κεφάλαια, είναι μόνο η μία όψη του νομίσματος. Η άλλη, η πιο σημαντική, είναι τι θα γίνει όταν η νέα μονάδα αρχίσει να λειτουργεί το 2020 και για (τουλάχιστον) 30 χρόνια. Εκεί οι προβλέψεις είναι ακόμα πιο δυσοίωνες, λόγω της πρόσφατα αποφασισμένης αναδιάρθρωσης του Ευρωπαϊκού Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών**.
Σύμφωνα με διάφορες προβλέψεις, η τιμή του δικαιώματος αναμένεται να ξεπεράσει τα 30 ευρώ/τόνο, ακόμα και πριν από το 2030 με αυξητικές τάσεις για τα επόμενα χρόνια. Μια τέτοια εξέλιξη από μόνη της μπορεί να καταστήσει την Πτολεμαΐδα V μη βιώσιμη οικονομικά, δεδομένου ότι υπάρχουν υπολογισμοί της ίδιας της ΔΕΗ, σύμφωνα με τους οποίους όταν το κόστος άνθρακα ξεπεράσει τα 30 ευρώ/τόνο, το φυσικό αέριο καθίσταται πιο συμφέρον από τον λιγνίτη της Πτολεμαΐδας V.
Μια εξίσου μεγάλη απειλή για τη νέα μονάδα αποτελεί η πρόσφατη επανάσταση στον τομέα των ΑΠΕ, όπως και η κυοφορούμενη επανάσταση στα συστήματα αποθήκευσης ενέργειας. Οι τεχνολογικές αυτές εξελίξεις θα διαδραματίσουν πρωταγωνιστικό ρόλο στον επερχόμενο, δραστικό μετασχηματισμό του υφιστάμενου μοντέλου ηλεκτροπαραγωγής παγκοσμίως. Οσο ολοένα και περισσότεροι πολίτες θα επιλέγουν να καταναλώνουν την αποκεντρωμένη, καθαρή ενέργεια που παράγουν οι ίδιοι, τόσο οι ώρες λειτουργίας κεντρικών, γιγαντιαίων μονάδων σαν την Πτολεμαΐδα V θα συρρικνώνονται μαζί με τα αντίστοιχα έσοδα.
Η νέα κυβέρνηση οφείλει να επανεξετάσει την οικονομική βιωσιμότητα της νέας μονάδας υπό το φως των πρόσφατων πολιτικών, οικονομικών και τεχνολογικών εξελίξεων. Η τεχνολογία για την υποκατάσταση της Πτολεμαΐδας V υπάρχει και δεν είναι άλλη από τον συνδυασμό ΑΠΕ με συστήματα αποθήκευσης ενέργειας. Η επανεξέταση λοιπόν της οικονομικής βιωσιμότητας μπορεί και πρέπει να συνοδευτεί από την αναζήτηση και συγκριτική αξιολόγηση «καθαρών» εναλλακτικών λύσεων. Κάτι τέτοιο θα κρίνει, αν συζητάμε για αληθινή στροφή του ενεργειακού μας μοντέλου προς το μέλλον ή για ένα U turn προς το παρελθόν...
** Με την εφαρμογή του μηχανισμού του Market Stability Reserve που θα μειώσει δραστικά τα πλεονάσματα δικαιωμάτων, τα οποία υπάρχουν σήμερα στην αγορά, σε συνδυασμό με την αύξηση (από 1,74% σε 2,2%) του ρυθμού μείωσης του μέγιστου επιτρεπόμενου αριθμού δικαιωμάτων εκπομπών.
* Υπεύθυνος ενέργειας και κλιματικής πολιτικής του WWF Ελλάς
Η πράσινη ανάπτυξη δεν είναι σύνθημα
Πρόκειται για προτάσεις, η εφαρμογή των οποίων, με άξονα την προστασία του περιβάλλοντος, μπορούν να οδηγήσουν στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, να μειώσουν τις εκροές συναλλάγματος και την εξάρτηση από ολιγοπώλια και να προαγάγουν την καινοτομία. Η Greenpeace δίνει έμφαση σε τρεις τομείς που αποτελούν έως τώρα προνομιακό πεδίο ολιγοπωλίων, τα οποία καταπατούν κάθε έννοια υγιούς και βιώσιμης επένδυσης εξαιτίας κοντόφθαλμων συμφερόντων.
1. Eνέργεια
Το ενεργειακό μοντέλο της Ελλάδας στηρίζεται σε τρία σαθρά στηρίγματα. Το πρώτο είναι η εξάρτηση από τον εγχώριο λιγνίτη, ο οποίος ευθύνεται για το 40% περίπου των εθνικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, ενώ η καύση του ευθύνεται για περισσότερους από 1.200 πρόωρους θανάτους και την απώλεια 260.000 εργατοημερών ετησίως, επιβαρύνοντας σημαντικά τα ασφαλιστικά ταμεία και το εθνικό σύστημα υγείας. Οι γερασμένες λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ συγκαταλέγονται ανάμεσα στις πιο βρόμικες της Ευρώπης. Σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος, η επιβάρυνση της δημόσιας υγείας και η καταστροφή του περιβάλλοντος που προκάλεσε ο λιγνίτης την περίοδο 2008-2012 κόστισε έως 19 δισ. ευρώ.
Η κατασκευή μιας νέας μονάδας –όπως η «Πτολεμαΐδα 5»– θα ευθύνεται για τον πρόωρο θάνατο περισσότερων από 100 ανθρώπων κάθε χρόνο, ενώ η ρύπανση από αυτήν θα ήταν τόσο υψηλή, που θα χρειαζόταν φωτογραφική εξαίρεση στην ευρωπαϊκή νομοθεσία για την αέρια ρύπανση των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής, ώστε να επιτραπεί η λειτουργία της, εξαίρεση για την οποία εργαζόταν πυρετωδώς η ΔΕΗ, σε συνεργασία με την προηγούμενη κυβέρνηση.
Το δεύτερο αφορά την εισαγωγή πετρελαίου για την ηλεκτροδότηση της πλειονότητας των νησιών. Σήμερα η εξάρτηση των νησιών από το πετρέλαιο κοστίζει στους πολίτες της Ελλάδας (κυρίως στα νοικοκυριά και τις μικρές επιχειρήσεις) περίπου 800 εκατ. ευρώ κάθε χρόνο μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ, ποσό που αυξάνεται συνεχώς. Στη Ρόδο βρίσκεται σε εξέλιξη ένα από τα πιο θλιβερά παραδείγματα απουσίας ενεργειακής στρατηγικής, της εξάρτησης από εισαγόμενα καύσιμα και της υποβάθμισης περιοχών με σημαντική περιβαλλοντική και τουριστική αξία.
Η ΔΕΗ, με την υποστήριξη της προηγούμενης κυβέρνησης, ετοιμάζεται να ξοδέψει 180 εκατ. ευρώ για την κατασκευή νέας μονάδας μαζούτ σε μία από τις πιο όμορφες περιοχές του νησιού. Κι όμως, αυτό το ποσό μπορεί να επενδυθεί από τη ΔΕΗ σε φωτοβολταϊκά με αποθήκευση ενέργειας, βοηθώντας 17.000 νοικοκυριά στη Ρόδο να μειώσουν το κόστος ρεύματος και απαλλάσσοντας κατά 13 εκατ. ευρώ ετησίως τους Ελληνες καταναλωτές από τις επιδοτήσεις πετρελαίου.
Το τρίτο αφορά την απουσία μέτρων για την εξοικονόμηση ενέργειας, καθώς -σύμφωνα με την ΕΛ.ΣΤΑΤ.- σχεδόν 3.000.000 κτίρια στερούνται στοιχειωδών ενεργειακών προδιαγραφών (μόνωση), ενώ η ενεργειακή φτώχεια βρίσκεται σε πρωτοφανή ύψη.
Με αυτά τα δεδομένα, η Greenpeace, μεταξύ άλλων, κρίνει απαραίτητα τα εξής: την εφαρμογή προγράμματος ενεργειακής αναβάθμισης τουλάχιστον 1 εκατ. κτιρίων σε ορίζοντα δεκαετίας, την προώθηση της αυτοπαραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στα κτίρια χωρίς αναίτιους περιορισμούς και γραφειοκρατικές αγκυλώσεις, την απεξάρτηση των νησιών από το πετρέλαιο και την πλήρη διασύνδεσή τους και την ακύρωση σχεδίων για νέες λιγνιτικές μονάδες με οριστική απεξάρτηση από τον λιγνίτη έως τη δεκαετία του 2030.
2. Αγροτική παραγωγή
Σύμφωνα με την ΕΛ.ΣΤΑΤ., στην Ελλάδα υπάρχουν περισσότερες από 500.000 ισοδύναμες θέσεις πλήρους απασχόλησης στην αγροτική παραγωγή, με την πλειονότητά των ελληνικών αγροτεμαχίων να είναι μέχρι 50 στρέμματα, γεγονός που θεωρητικά ευνοεί την αποκεντρωμένη απασχόληση και την ποικιλία αγροτικών προϊόντων.
Ωστόσο, οι Ελληνες παραγωγοί εξαρτώνται όλο και περισσότερο από πολυεθνικές εταιρείες αγροτεχνολογίας, για το σύνολο των αναγκών τους –από τον σπόρο μέχρι το φυτοφάρμακο– ενώ οι ντόπιες, ελληνικές ποικιλίες εξαφανίζονται και αντικαθίστανατι από υβρίδια μαζικής παραγωγής. Επιπλέον, η Ελλάδα καταλήγει να εισάγει προϊόντα τα οποία θα μπορούσαν κάλλιστα να καλλιεργούνται στη χώρα μας, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την παραγωγή που στηρίζεται σε εισαγωγές πρώτων υλών της τάξης των 500 εκατομμυρίων ευρώ ετησίως.
Ετσι, η Greenpeace, μεταξύ άλλων, προτείνει την προώθηση κινήτρων για την καλλιέργεια κτηνοτροφικών φυτών με βιώσιμες γεωργικές πρακτικές και κίνητρα προς τις εταιρείες ζωικών προϊόντων για να στηρίξουν αυτή την προσπάθεια, την ενίσχυση της σχετικής σποροπαραγωγής, ώστε να αποφύγουμε τον έλεγχο της αγοράς από τις συνήθεις ολιγαρχίες και την προώθηση ορθών γεωργικών πρακτικών σε μεγάλη κλίμακα, με στόχο τη μείωση του κόστους των εισροών, αλλά και την κατακόρυφη αύξηση της ποιότητας και ανταγωνιστικότητας των προϊόντων. Τέτοιες πρακτικές αφορούν την αμειψισπορά, την ορθολογική χρήση λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων και την προστασία των υδάτινων πόρων.
3. Αλιεία
Δεδομένου ότι οι μικροί παράκτιοι ψαράδες βρίσκονται σε απόγνωση από ένα μη βιώσιμο καθεστώς, το οποίο ευνοεί τους λίγους και ισχυρούς, διακυβεύοντας το μέλλον του επαγγέλματός τους, και ότι η αλιευτική παραγωγή στην Ελλάδα έχει μειωθεί κατά 50% τα τελευταία 15 χρόνια, καθώς το 65%-70% των ελληνικών εμπορικών ψαριών υπεραλιεύεται, η Greenpeace προτείνει τη δημιουργία θαλάσσιου καταφυγίου στις Βόρειες Κυκλάδες με πρώτο βήμα την παύση της καταστροφικής μέσης αλιείας (μηχανότρατες και γρι-γρι) στην περιοχή, την ενίσχυση της πρόσβασης των παράκτιων αλιέων στην αγορά και την ανάκληση της υπουργικής απόφασης που επανέφερε τη βιντζότρατα στην ενεργό δράση για «ερευνητικούς» λόγους.
Αντίστοιχη πρόταση της WWF Ελλάς:
Νέο ενεργειακό μοντέλο ή στροφή 180 μοιρών;
Νίκος Μάντζαρης*
Ως το τέλος Μαρτίου αναμένονται οι δεσμεύσεις κρατών από όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου για μείωση των εκπομπών αερίων που συντελούν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου (ΑΦΘ), στον δρόμο για την κρίσιμη συνδιάσκεψη για το κλίμα στο Παρίσι τον Δεκέμβριο του 2015. Η Ευρωπαϊκή Ενωση έκανε την αρχή, ανακοινώνοντας πριν από λίγες μέρες τη μείωση των εκπομπών ΑΦΘ κατά τουλάχιστον 40% το 2030 σε σχέση με το 1990.
Η Ελλάδα ώς τώρα δεν ανέλαβε καμία επιπλέον δέσμευση σε εθνικό επίπεδο, ενώ οι εθνικοί κλιματικοί στόχοι του 2020 που φαίνεται να επιτυγχάνονται, κυρίως λόγω οικονομικής κρίσης, κάθε άλλο παρά φιλόδοξοι μπορούν να θεωρηθούν συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο αποτελεί ευχάριστη έκπληξη μια πιο προσεκτική ματιά στις πρόσφατες, αθόρυβες αποφάσεις της Ελλάδας σε ό,τι αφορά τη χρήση του λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή, ο οποίος ευθύνεται για παραπάνω από το 40% των εκπομπών ΑΦΘ της χώρας:
Τα τελευταία 5 χρόνια έχουν σταματήσει να λειτουργούν 8 λιγνιτικές μονάδες, ενώ κάτω από την πίεση της συμμόρφωσης με τη νέα, αυστηρότερη Οδηγία για τις βιομηχανικές εκπομπές η ΔΕΗ αναγκάστηκε να θέσει 6 λιγνιτικές μονάδες της σε καθεστώς περιορισμένης λειτουργίας. Ετσι, από 1/1/2016 θα λειτουργούν περίπου το 1/3 του χρόνου που λειτουργούσαν ώς σήμερα, προτού αποσυρθούν κάποια στιγμή ώς το 2023.
Η ΔΕΗ έχει επίσης δεσμευτεί ότι οι υπόλοιπες 8 λιγνιτικές μονάδες της θα υποστούν εκτεταμένα και ακριβά έργα αναβαθμίσεων, για να συμμορφωθούν με την ίδια Οδηγία έως το 2020. Αν επιπλέον λάβει κανείς υπόψη τα εξαντλούμενα κοιτάσματα λιγνίτη στη Μεγαλόπολη και την ηλικία των 8 λιγνιτικών μονάδων, διαπιστώνει ότι ενδέχεται κάπου μεταξύ 2025 και 2030 να βρίσκονται σε λειτουργία μόλις 2 από τις 22 λιγνιτικές μονάδες που λειτουργούσαν μέχρι το 2010.
Η δέσμευση της νέας κυβέρνησης στην παραπάνω αφήγηση θα μπορούσε να αποτελέσει μια σημαντική εθνική συμβολή στον δρόμο για το Παρίσι. Με μια σημαντική προσθήκη: την ουσιαστική επανεξέταση της σκοπιμότητας κατασκευής της νέας λιγνιτικής μονάδας Πτολεμαΐδα V. Πρόκειται για μια απόφαση που λήφθηκε αρκετά χρόνια πριν, σε μια περίοδο που οι συνθήκες στην κλιματική και ενεργειακή πολιτική ήταν πολύ διαφορετικές από τις σημερινές.
Το ένα μετά το άλλο τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα θέτουν αυστηρές προϋποθέσεις για τη χρηματοδότηση της κατασκευής νέων ανθρακικών μονάδων. Χαρακτηριστική είναι η πρόσφατη απόφαση της ΕΤΕπ να διακόψει τη χρηματοδότηση μονάδων με εκπομπές μεγαλύτερες από 550 gr CO2/KWh, αποκλείοντας έτσι τη συμμετοχή της στην Πτολεμαΐδα V, η οποία θα εκπέμπει διπλάσιους από το όριο (της ΕΤΕπ) ρύπους.
Η στέρηση πηγών χρηματοδότησης για το έργο αυτό, αρχικού προϋπολογισμού 1,4 δισ. ευρώ, που αναγκάζει τη ΔΕΗ να συνεισφέρει περίπου τα μισά από ίδια κεφάλαια, είναι μόνο η μία όψη του νομίσματος. Η άλλη, η πιο σημαντική, είναι τι θα γίνει όταν η νέα μονάδα αρχίσει να λειτουργεί το 2020 και για (τουλάχιστον) 30 χρόνια. Εκεί οι προβλέψεις είναι ακόμα πιο δυσοίωνες, λόγω της πρόσφατα αποφασισμένης αναδιάρθρωσης του Ευρωπαϊκού Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών**.
Σύμφωνα με διάφορες προβλέψεις, η τιμή του δικαιώματος αναμένεται να ξεπεράσει τα 30 ευρώ/τόνο, ακόμα και πριν από το 2030 με αυξητικές τάσεις για τα επόμενα χρόνια. Μια τέτοια εξέλιξη από μόνη της μπορεί να καταστήσει την Πτολεμαΐδα V μη βιώσιμη οικονομικά, δεδομένου ότι υπάρχουν υπολογισμοί της ίδιας της ΔΕΗ, σύμφωνα με τους οποίους όταν το κόστος άνθρακα ξεπεράσει τα 30 ευρώ/τόνο, το φυσικό αέριο καθίσταται πιο συμφέρον από τον λιγνίτη της Πτολεμαΐδας V.
Μια εξίσου μεγάλη απειλή για τη νέα μονάδα αποτελεί η πρόσφατη επανάσταση στον τομέα των ΑΠΕ, όπως και η κυοφορούμενη επανάσταση στα συστήματα αποθήκευσης ενέργειας. Οι τεχνολογικές αυτές εξελίξεις θα διαδραματίσουν πρωταγωνιστικό ρόλο στον επερχόμενο, δραστικό μετασχηματισμό του υφιστάμενου μοντέλου ηλεκτροπαραγωγής παγκοσμίως. Οσο ολοένα και περισσότεροι πολίτες θα επιλέγουν να καταναλώνουν την αποκεντρωμένη, καθαρή ενέργεια που παράγουν οι ίδιοι, τόσο οι ώρες λειτουργίας κεντρικών, γιγαντιαίων μονάδων σαν την Πτολεμαΐδα V θα συρρικνώνονται μαζί με τα αντίστοιχα έσοδα.
Η νέα κυβέρνηση οφείλει να επανεξετάσει την οικονομική βιωσιμότητα της νέας μονάδας υπό το φως των πρόσφατων πολιτικών, οικονομικών και τεχνολογικών εξελίξεων. Η τεχνολογία για την υποκατάσταση της Πτολεμαΐδας V υπάρχει και δεν είναι άλλη από τον συνδυασμό ΑΠΕ με συστήματα αποθήκευσης ενέργειας. Η επανεξέταση λοιπόν της οικονομικής βιωσιμότητας μπορεί και πρέπει να συνοδευτεί από την αναζήτηση και συγκριτική αξιολόγηση «καθαρών» εναλλακτικών λύσεων. Κάτι τέτοιο θα κρίνει, αν συζητάμε για αληθινή στροφή του ενεργειακού μας μοντέλου προς το μέλλον ή για ένα U turn προς το παρελθόν...
** Με την εφαρμογή του μηχανισμού του Market Stability Reserve που θα μειώσει δραστικά τα πλεονάσματα δικαιωμάτων, τα οποία υπάρχουν σήμερα στην αγορά, σε συνδυασμό με την αύξηση (από 1,74% σε 2,2%) του ρυθμού μείωσης του μέγιστου επιτρεπόμενου αριθμού δικαιωμάτων εκπομπών.
* Υπεύθυνος ενέργειας και κλιματικής πολιτικής του WWF Ελλάς