Η σχηματική χημική αντίδραση της φωτοσύνθεσης (συμπυκνωμένη σε αρχικές «πρώτες ύλες», ενεργειακούς και λειτουργικούς δρώντες παράγοντες της διεργασίας και βασικό προϊόν της αντίδρασης, αρχή για παραγωγή άλλων)
1. Η τροφοδοσία με ενέργεια
Εδώ και 2 αιώνες, από την πλήρη κυριαρχία του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής μέχρι σήμερα, βασική πηγή ενέργειας είναι η καύση του άνθρακα και οργανικών του ενώσεων (των υδρογονανθράκων, πετρέλαιο και φυσικό αέριο). Τα υλικά αυτά προέρχονται από το ατμοσφαιρικό διοξείδιο του άνθρακος και έχουν δεσμευτεί μέσα στο φλοιό της γης εξαιτίας της φωτοσυνθετικής δράσης ζωντανών οργανισμών, φυτών και θαλάσσιων μικροοργανισμών, σε μια διαδικασία διάρκειας εκατοντάδων εκατομμυρίων ετών.
Τι λέει όμως η φυσική επιστήμη; Το ίδιο το διοξείδιο του άνθρακος είναι χημική ένωση ενεργειακά υποβαθμισμένη, εντελώς άχρηστη ως πηγή ενέργειας. Ενεργειακή αξία προστίθεται ακριβώς κατά την δέσμευση μέσω της φωτοσύνθεσης του άνθρακα που περιέχει το διοξείδιο του άνθρακος και την ενσωμάτωσή του σε «ενεργειακά αναβαθμισμένες» οργανικές ενώσεις που σχηματίζουν το σώμα των οργανισμών, φυτών και μικροβίων.
Ιδού μια περιγραφική εικόνα για την φωτοσύνθεση***, που είναι εξαιρετικά πολύπλοκη διαδικασία μη πλήρως κατανοημένη ακόμη, και για τα επακόλουθα της: Τα φωτοσυνθετικά όργανα των φυτών είναι οι χλωροπλάστες, βρίσκονται μέσα στα κύτταρα των φύλλων και άλλων πράσινων μερών και περιέχουν την ενεργή ουσία χλωροφύλλη. Οι χλωροπλάστες συλλαμβάνουν μονάδες (κβάντα) ηλεκτρομαγνητικής ενέργειας που προέρχεται από τον ήλιο (ορατό φως) και αναβαθμίζουν το ενεργειακό επίπεδο των ατόμων του άνθρακα, ούτως ώστε αυτά να «αποσπασθούν» από το διοξείδιο και να συντεθούν σε νέες πιο πολύπλοκες οργανικές ενώσεις, μαζί με άτομα υδρογόνου, οξυγόνου, αζώτου, αλλά και πολλά άλλα. Στην περίπτωση των μικροοργανισμών, αντίστοιχα ή διαφορετικά όργανα επιτυγχάνουν ανάλογες διεργασίες. Τόσο στην περίπτωση των φυτών, όσο και των μικροοργανισμών, οι νέες ενώσεις που δημιουργούνται γίνονται σώμα των ζωντανών οργανισμών ή χρησιμοποιούνται από αυτούς ως πηγές ενέργειας. Μετά το θάνατό τους, εναποτίθενται στο έδαφος, μεταβάλλονται σε άλλες χημικές ενώσεις. Μετά από εκατοντάδες εκατομμύρια ετών, τα μεν σώματα των φυτών καταλήγουν σε γαιάνθρακες, δηλαδή είτε σε σχεδόν καθαρό άνθρακα (λιθάνθρακα), είτε σε μείγμα άνθρακα με οργανικές και ανόργανες ενώσεις (λιγνίτης, τύρφη), ενώ από τα υπολείμματα των μικροοργανισμών που ζούσαν μέσα σε θάλασσες της Παλαιοζωικής και Μεσοζωικής Εποχής προκύπτουν οι υδρογονάνθρακες, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο.
Οι χημικές αντιδράσεις που συμβαίνουν κατά τη φωτοσύνθεση, και συγκεκριμένα η αποδέσμευση των ατόμων του άνθρακα από το διοξείδιο του άνθρακος, ανήκουν στην κατηγορία των αντιδράσεων αναγωγής. Αναγωγή είναι το αντίθετο της οξείδωσης, δηλαδή της «καύσης», της ένωσης ατόμων ενός στοιχείου με άτομα οξυγόνου. Γενικά, για να συμβούν αναγωγικές αντιδράσεις είναι αναγκαία προσφορά πρόσθετης ενέργειας, π.χ. θερμότητας, όπως συμβαίνει στην υψικάμινο όταν ανάγουμε ένα οξείδιο μετάλλου σε καθαρό μέταλλο, ή σε άλλες περιπτώσεις προσφορά ενέργειας ηλεκτρομαγνητικού πεδίου, όπως συμβαίνει με το ηλιακό φως στη φωτοσύνθεση. Οι αναγωγικές αντιδράσεις παράγουν προϊόντα «ενεργειακά αναβαθμισμένα» και χημικά ενεργά ακριβώς γι αυτόν τον λόγο: Επειδή ενσωματώνουν σ΄ αυτά τα προϊόντα «νέα» ενέργεια, «εξωτερική» ενέργεια. Αντίθετα, οι οξειδωτικές αντιδράσεις εκλύουν ενέργεια, υπό μορφή θερμότητας ή ηλεκτρομαγνητική ορατού φωτός (βλ. φωτιά, που θερμαίνει και λάμπει). Η ενέργεια αυτή «αφαιρείται» από τα τελικά προϊόντα των οξειδώσεων δηλαδή των καύσεων, τα οποία για το λόγο αυτό είναι συνήθως χημικές ενώσεις «ενεργειακά υποβαθμισμένες» και σχετικά αδρανείς από χημική άποψη, όπως το διοξείδιο του άνθρακος, τα οξείδια των μετάλλων (σκουριές), αλλά από την άποψη της χημικής σταθερότητας, όχι όμως της φυσικής δραστικότητας και το ίδιο νερό, το προϊόν της καύσης του υδρογόνου.
Αυτή η χημικο-ενεργειακή κλεψύδρα της «αναβάθμισης» και «υποβάθμισης» άρχισε να γίνεται επιστημονικά γνωστή και κατανοητή στην εποχή που δημιουργήθηκε στη Φυσική επιστήμη ο κλάδος της Θερμοδυναμικής, ο οποίος αποτέλεσε και την βάση για τη δημιουργία της ατμομηχανής, της μηχανής εσωτερικής καύσης και όλων των άλλων θερμικών ενεργειακών μηχανών. Οι πρωτοπόροι της Θερμοδυναμικής διαπίστωσαν πολύ ενωρίς (ο Γάλλος Nicolas Léonard Sadi Carnot - 1824 και ο Γερμανός συνεχιστής του Rudolf Julius Emanuel Clausius το 1854) ότι από τη θερμική ενέργεια που εκλύεται σε οποιαδήποτε καύση, εκείνο το μέρος που δεν μετατρέπεται μέσα στη θερμική μηχανή σε άλλη μορφή ενέργειας (π.χ. σε μηχανική ενέργεια) χάνεται ανεπίστρεπτα, διαχέεται στο περιβάλλον και δεν θα μπορέσει ποτέ να συλλεχθεί και να χρησιμοποιηθεί από καμιά άλλη μηχανή κανενός εφευρέτη ή τεχνολόγου. Το ποσοστό αυτό της ενέργειας που χάνεται στις θερμικές μηχανές είναι γύρω στο 60 % της πρωταρχικής (δηλαδή της όλης ενέργειας που εκλύεται με την καύση). Σε σύγχρονα συστήματα συμπαραγωγής διαφορετικών μορφών ενέργειας ή πολλαπλών τρόπων ενεργειακού μετασχηματισμού, η χαμένη ενέργεια μπορεί να μειωθεί κάπως και να φθάσει σε επίπεδο λίγο πάνω από το 50 %.
2.Η σκοπιά της θερμοδυναμικής
Βλέποντας από τη σκοπιά της Θερμοδυναμικής, η καύση άνθρακα, πετρελαίου και φυσικού αερίου για παραγωγή ενέργειας, ηλεκτρικής (γεννήτριες) ή μηχανικής (π.χ. για κίνηση οχημάτων ή άλλων μηχανών) θεωρείται εξαρχής τεχνολογική ανοησία. Είναι ένα είδος αντιεπιστημονικής εφαρμογής κάποιων αποσπασματικών θραυσμάτων της επιστημονικής γνώσης. Χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον στις 2 πρόσφατες εκατονταετίες και εξακολουθεί να χρησιμοποιείται όλο και πιο εντατικά, ένα υλικό «ενεργειακά αναβαθμισμένο», στο οποίο ενσωματώθηκε ενέργεια ηλεκτρομαγνητική η οποία «παρέχεται δωρεάν» από τον ήλιο σε μια πολύ μακροχρόνια διαδικασία μέσω δράσης ζωντανών οργανισμών. Το τελικό και παραμένον αποτέλεσμα αυτής της τεχνο-οικονομικής επιλογής είναι το εξής: Αφενός να πεταχτεί ανεπίστρεπτα το 50 - 60 % αυτής της φυσικά ενσωματωμένης πρόσθετης ενέργειας, μέσα σε χρόνο ασύγκριτα μικρό σε σύγκριση με τον γεωλογικό χρόνο της φυσικής διεργασίας ενσωμάτωσης και της φυσικής παραγωγής του υλικού που φέρει αυτή την ενέργεια. Και αφετέρου να ελευθερώνεται και πάλι στην ατμόσφαιρα - αυτή τη φορά ως προϊόν της τεχνολογικής δράσης ανθρώπων - το «ενεργειακά υποβαθμισμένο» διοξείδιο του άνθρακος, ουσία ανενεργή και σεχεδόν αδρανής από χημική άποψη, η οποία όμως όταν συσσωρεύεται, για λόγους φυσικούς που αφορούν τη λειτουργία της γήινης ατμόσφαιρας καταστρέφει το κλίμα του πλανήτη μας.
Οι γαιάνθρακες, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο είναι «ενεργειακά αναβαθμισμένα» υλικά και για το λόγο αυτό είναι πρώτες ύλες πολύτιμες, από τις οποίες μπορούμε να πάρουμε πληθώρα προϊόντων με άλλες βιομηχανικές διεργασίες. Όχι όμως με καύση. Νεότεροι κλάδοι της Φυσικής, όπως η Κβαντομηχανική, μας εξηγούν πολύ ακριβέστερα πότε και γιατί μια ουσία είναι «ενεργειακά αναβαθμισμένη». Εξηγούν επίσης πλήρως, γιατί είναι επιστημονικά άτοπο, αλλά και παραλογισμός από αυστηρά τεχνική άποψη, το να χρησιμοποιούνται οι «ενεργειακά αναβαθμισμένες» μορφές και οργανικές ενώσεις του άνθρακος με τέτοιο τρόπο, ώστε: [1] Αφενός να χάνεται ανεπίστρεπτα το μισό τουλάχιστον της ενέργειας που πρόσθεσε η «δωρεάν ενεργειακή αναβάθμιση» μέσω ευφυών φυσικών αναγωγικών διεργασιών (φωτοσύνθεση). Και αφετέρου, [2] να παράγεται υπολειμματικό προϊόν «ενεργειακά υποβαθμισμένο», αδρανές, άχρηστο, μη αναβαθμίσιμο με την τεχνολογία που διαθέτει ή θα διαθέτει αύριο ο πολιτισμός μας και το χειρότερο, τόσο πιο βλαβερό για τον πλανήτη, όσο πιο πολύ καταλήγει στην ατμόσφαιρα (αλλά και διαλυμένο στο νερό των ωκεανών).
Αυτές οι δύο πτυχές του ενεργειακού μοντέλου που επικράτησε επί 2 αιώνες είναι οι δύο όψεις ενός και του αυτού νομίσματος: Της μη ευφυούς, «καταστροφικής» χρήσης του ενεργειακού αποθέματος που παράγουν οι φωτοσυνθετικές διαδικασίες στη γήινη βιόσφαιρα. Με τις διαδικασίες αυτές, στη μακρά διάρκεια της ζωής πάνω στον πλανήτη, συλλαμβάνεται ενέργεια της ηλιακής ακτινοβολίας και αξιοποιείται με τέτοιο τρόπο ώστε να παράγεται και αναπαράγεται με αξιοσημείωτη σταθερότητα μια ατμόσφαιρα με χαρακτηριστικά κατάλληλα για την ύπαρξη ζωής, με έμβια όντα των τύπων που ξέρουμε.
Η επιστημονική γνώση που είχε ήδη αναπτύξει ο πολύ πιο παραδοσιακός κλάδος της Θερμοδυναμικής, οδηγεί στην εξής γενική διατύπωση, ισοδύναμη του ανωτέρω, μεταφρασμένη στο λεξιλόγιο της Θεωρίας των Συστημάτων: Το ισχύον ενεργειακό μοντέλο μεγεθύνει τη συστημική εντροπία στο επιμέρους σύστημα της γήινης βιόσφαιρας. Μια περιγραφική εικόνα είναι η εξής: Αυτό το ενεργειακό μοντέλο καταστρέφει δομημένη πολυπλοκότητα και παράγει αμορφία, παραλαμβάνει τάξη και αφήνει στη θέση της αταξία, αποσταθεροποιεί την σύνθετη σχέση αλληλοτροφοδότησης (feedback) μεταξύ ατμόσφαιρας και έμβιων όντων.
Γ. Β. Ριτζούλης
πηγή
1. Η τροφοδοσία με ενέργεια
Εδώ και 2 αιώνες, από την πλήρη κυριαρχία του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής μέχρι σήμερα, βασική πηγή ενέργειας είναι η καύση του άνθρακα και οργανικών του ενώσεων (των υδρογονανθράκων, πετρέλαιο και φυσικό αέριο). Τα υλικά αυτά προέρχονται από το ατμοσφαιρικό διοξείδιο του άνθρακος και έχουν δεσμευτεί μέσα στο φλοιό της γης εξαιτίας της φωτοσυνθετικής δράσης ζωντανών οργανισμών, φυτών και θαλάσσιων μικροοργανισμών, σε μια διαδικασία διάρκειας εκατοντάδων εκατομμυρίων ετών.
Τι λέει όμως η φυσική επιστήμη; Το ίδιο το διοξείδιο του άνθρακος είναι χημική ένωση ενεργειακά υποβαθμισμένη, εντελώς άχρηστη ως πηγή ενέργειας. Ενεργειακή αξία προστίθεται ακριβώς κατά την δέσμευση μέσω της φωτοσύνθεσης του άνθρακα που περιέχει το διοξείδιο του άνθρακος και την ενσωμάτωσή του σε «ενεργειακά αναβαθμισμένες» οργανικές ενώσεις που σχηματίζουν το σώμα των οργανισμών, φυτών και μικροβίων.
Ιδού μια περιγραφική εικόνα για την φωτοσύνθεση***, που είναι εξαιρετικά πολύπλοκη διαδικασία μη πλήρως κατανοημένη ακόμη, και για τα επακόλουθα της: Τα φωτοσυνθετικά όργανα των φυτών είναι οι χλωροπλάστες, βρίσκονται μέσα στα κύτταρα των φύλλων και άλλων πράσινων μερών και περιέχουν την ενεργή ουσία χλωροφύλλη. Οι χλωροπλάστες συλλαμβάνουν μονάδες (κβάντα) ηλεκτρομαγνητικής ενέργειας που προέρχεται από τον ήλιο (ορατό φως) και αναβαθμίζουν το ενεργειακό επίπεδο των ατόμων του άνθρακα, ούτως ώστε αυτά να «αποσπασθούν» από το διοξείδιο και να συντεθούν σε νέες πιο πολύπλοκες οργανικές ενώσεις, μαζί με άτομα υδρογόνου, οξυγόνου, αζώτου, αλλά και πολλά άλλα. Στην περίπτωση των μικροοργανισμών, αντίστοιχα ή διαφορετικά όργανα επιτυγχάνουν ανάλογες διεργασίες. Τόσο στην περίπτωση των φυτών, όσο και των μικροοργανισμών, οι νέες ενώσεις που δημιουργούνται γίνονται σώμα των ζωντανών οργανισμών ή χρησιμοποιούνται από αυτούς ως πηγές ενέργειας. Μετά το θάνατό τους, εναποτίθενται στο έδαφος, μεταβάλλονται σε άλλες χημικές ενώσεις. Μετά από εκατοντάδες εκατομμύρια ετών, τα μεν σώματα των φυτών καταλήγουν σε γαιάνθρακες, δηλαδή είτε σε σχεδόν καθαρό άνθρακα (λιθάνθρακα), είτε σε μείγμα άνθρακα με οργανικές και ανόργανες ενώσεις (λιγνίτης, τύρφη), ενώ από τα υπολείμματα των μικροοργανισμών που ζούσαν μέσα σε θάλασσες της Παλαιοζωικής και Μεσοζωικής Εποχής προκύπτουν οι υδρογονάνθρακες, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο.
Οι χημικές αντιδράσεις που συμβαίνουν κατά τη φωτοσύνθεση, και συγκεκριμένα η αποδέσμευση των ατόμων του άνθρακα από το διοξείδιο του άνθρακος, ανήκουν στην κατηγορία των αντιδράσεων αναγωγής. Αναγωγή είναι το αντίθετο της οξείδωσης, δηλαδή της «καύσης», της ένωσης ατόμων ενός στοιχείου με άτομα οξυγόνου. Γενικά, για να συμβούν αναγωγικές αντιδράσεις είναι αναγκαία προσφορά πρόσθετης ενέργειας, π.χ. θερμότητας, όπως συμβαίνει στην υψικάμινο όταν ανάγουμε ένα οξείδιο μετάλλου σε καθαρό μέταλλο, ή σε άλλες περιπτώσεις προσφορά ενέργειας ηλεκτρομαγνητικού πεδίου, όπως συμβαίνει με το ηλιακό φως στη φωτοσύνθεση. Οι αναγωγικές αντιδράσεις παράγουν προϊόντα «ενεργειακά αναβαθμισμένα» και χημικά ενεργά ακριβώς γι αυτόν τον λόγο: Επειδή ενσωματώνουν σ΄ αυτά τα προϊόντα «νέα» ενέργεια, «εξωτερική» ενέργεια. Αντίθετα, οι οξειδωτικές αντιδράσεις εκλύουν ενέργεια, υπό μορφή θερμότητας ή ηλεκτρομαγνητική ορατού φωτός (βλ. φωτιά, που θερμαίνει και λάμπει). Η ενέργεια αυτή «αφαιρείται» από τα τελικά προϊόντα των οξειδώσεων δηλαδή των καύσεων, τα οποία για το λόγο αυτό είναι συνήθως χημικές ενώσεις «ενεργειακά υποβαθμισμένες» και σχετικά αδρανείς από χημική άποψη, όπως το διοξείδιο του άνθρακος, τα οξείδια των μετάλλων (σκουριές), αλλά από την άποψη της χημικής σταθερότητας, όχι όμως της φυσικής δραστικότητας και το ίδιο νερό, το προϊόν της καύσης του υδρογόνου.
Αυτή η χημικο-ενεργειακή κλεψύδρα της «αναβάθμισης» και «υποβάθμισης» άρχισε να γίνεται επιστημονικά γνωστή και κατανοητή στην εποχή που δημιουργήθηκε στη Φυσική επιστήμη ο κλάδος της Θερμοδυναμικής, ο οποίος αποτέλεσε και την βάση για τη δημιουργία της ατμομηχανής, της μηχανής εσωτερικής καύσης και όλων των άλλων θερμικών ενεργειακών μηχανών. Οι πρωτοπόροι της Θερμοδυναμικής διαπίστωσαν πολύ ενωρίς (ο Γάλλος Nicolas Léonard Sadi Carnot - 1824 και ο Γερμανός συνεχιστής του Rudolf Julius Emanuel Clausius το 1854) ότι από τη θερμική ενέργεια που εκλύεται σε οποιαδήποτε καύση, εκείνο το μέρος που δεν μετατρέπεται μέσα στη θερμική μηχανή σε άλλη μορφή ενέργειας (π.χ. σε μηχανική ενέργεια) χάνεται ανεπίστρεπτα, διαχέεται στο περιβάλλον και δεν θα μπορέσει ποτέ να συλλεχθεί και να χρησιμοποιηθεί από καμιά άλλη μηχανή κανενός εφευρέτη ή τεχνολόγου. Το ποσοστό αυτό της ενέργειας που χάνεται στις θερμικές μηχανές είναι γύρω στο 60 % της πρωταρχικής (δηλαδή της όλης ενέργειας που εκλύεται με την καύση). Σε σύγχρονα συστήματα συμπαραγωγής διαφορετικών μορφών ενέργειας ή πολλαπλών τρόπων ενεργειακού μετασχηματισμού, η χαμένη ενέργεια μπορεί να μειωθεί κάπως και να φθάσει σε επίπεδο λίγο πάνω από το 50 %.
2.Η σκοπιά της θερμοδυναμικής
Βλέποντας από τη σκοπιά της Θερμοδυναμικής, η καύση άνθρακα, πετρελαίου και φυσικού αερίου για παραγωγή ενέργειας, ηλεκτρικής (γεννήτριες) ή μηχανικής (π.χ. για κίνηση οχημάτων ή άλλων μηχανών) θεωρείται εξαρχής τεχνολογική ανοησία. Είναι ένα είδος αντιεπιστημονικής εφαρμογής κάποιων αποσπασματικών θραυσμάτων της επιστημονικής γνώσης. Χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον στις 2 πρόσφατες εκατονταετίες και εξακολουθεί να χρησιμοποιείται όλο και πιο εντατικά, ένα υλικό «ενεργειακά αναβαθμισμένο», στο οποίο ενσωματώθηκε ενέργεια ηλεκτρομαγνητική η οποία «παρέχεται δωρεάν» από τον ήλιο σε μια πολύ μακροχρόνια διαδικασία μέσω δράσης ζωντανών οργανισμών. Το τελικό και παραμένον αποτέλεσμα αυτής της τεχνο-οικονομικής επιλογής είναι το εξής: Αφενός να πεταχτεί ανεπίστρεπτα το 50 - 60 % αυτής της φυσικά ενσωματωμένης πρόσθετης ενέργειας, μέσα σε χρόνο ασύγκριτα μικρό σε σύγκριση με τον γεωλογικό χρόνο της φυσικής διεργασίας ενσωμάτωσης και της φυσικής παραγωγής του υλικού που φέρει αυτή την ενέργεια. Και αφετέρου να ελευθερώνεται και πάλι στην ατμόσφαιρα - αυτή τη φορά ως προϊόν της τεχνολογικής δράσης ανθρώπων - το «ενεργειακά υποβαθμισμένο» διοξείδιο του άνθρακος, ουσία ανενεργή και σεχεδόν αδρανής από χημική άποψη, η οποία όμως όταν συσσωρεύεται, για λόγους φυσικούς που αφορούν τη λειτουργία της γήινης ατμόσφαιρας καταστρέφει το κλίμα του πλανήτη μας.
Οι γαιάνθρακες, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο είναι «ενεργειακά αναβαθμισμένα» υλικά και για το λόγο αυτό είναι πρώτες ύλες πολύτιμες, από τις οποίες μπορούμε να πάρουμε πληθώρα προϊόντων με άλλες βιομηχανικές διεργασίες. Όχι όμως με καύση. Νεότεροι κλάδοι της Φυσικής, όπως η Κβαντομηχανική, μας εξηγούν πολύ ακριβέστερα πότε και γιατί μια ουσία είναι «ενεργειακά αναβαθμισμένη». Εξηγούν επίσης πλήρως, γιατί είναι επιστημονικά άτοπο, αλλά και παραλογισμός από αυστηρά τεχνική άποψη, το να χρησιμοποιούνται οι «ενεργειακά αναβαθμισμένες» μορφές και οργανικές ενώσεις του άνθρακος με τέτοιο τρόπο, ώστε: [1] Αφενός να χάνεται ανεπίστρεπτα το μισό τουλάχιστον της ενέργειας που πρόσθεσε η «δωρεάν ενεργειακή αναβάθμιση» μέσω ευφυών φυσικών αναγωγικών διεργασιών (φωτοσύνθεση). Και αφετέρου, [2] να παράγεται υπολειμματικό προϊόν «ενεργειακά υποβαθμισμένο», αδρανές, άχρηστο, μη αναβαθμίσιμο με την τεχνολογία που διαθέτει ή θα διαθέτει αύριο ο πολιτισμός μας και το χειρότερο, τόσο πιο βλαβερό για τον πλανήτη, όσο πιο πολύ καταλήγει στην ατμόσφαιρα (αλλά και διαλυμένο στο νερό των ωκεανών).
Αυτές οι δύο πτυχές του ενεργειακού μοντέλου που επικράτησε επί 2 αιώνες είναι οι δύο όψεις ενός και του αυτού νομίσματος: Της μη ευφυούς, «καταστροφικής» χρήσης του ενεργειακού αποθέματος που παράγουν οι φωτοσυνθετικές διαδικασίες στη γήινη βιόσφαιρα. Με τις διαδικασίες αυτές, στη μακρά διάρκεια της ζωής πάνω στον πλανήτη, συλλαμβάνεται ενέργεια της ηλιακής ακτινοβολίας και αξιοποιείται με τέτοιο τρόπο ώστε να παράγεται και αναπαράγεται με αξιοσημείωτη σταθερότητα μια ατμόσφαιρα με χαρακτηριστικά κατάλληλα για την ύπαρξη ζωής, με έμβια όντα των τύπων που ξέρουμε.
Η επιστημονική γνώση που είχε ήδη αναπτύξει ο πολύ πιο παραδοσιακός κλάδος της Θερμοδυναμικής, οδηγεί στην εξής γενική διατύπωση, ισοδύναμη του ανωτέρω, μεταφρασμένη στο λεξιλόγιο της Θεωρίας των Συστημάτων: Το ισχύον ενεργειακό μοντέλο μεγεθύνει τη συστημική εντροπία στο επιμέρους σύστημα της γήινης βιόσφαιρας. Μια περιγραφική εικόνα είναι η εξής: Αυτό το ενεργειακό μοντέλο καταστρέφει δομημένη πολυπλοκότητα και παράγει αμορφία, παραλαμβάνει τάξη και αφήνει στη θέση της αταξία, αποσταθεροποιεί την σύνθετη σχέση αλληλοτροφοδότησης (feedback) μεταξύ ατμόσφαιρας και έμβιων όντων.
Γ. Β. Ριτζούλης
πηγή