Παρακάτω ένα σημαντικό τμήμα ενός κειμένου για τη νέα κοινωνική χειραφέτηση και τα κοινά κοινωνικά αγαθά, από τον Peter Waterman. Όλο το κείμενο μπορείτε να το διαβάσετε στην ανάρτηση: http://efimeridadrasi.blogspot.gr/2012/08/blog-post_29.html
Η κοινωνική και πολιτική ισότητα (που αποκαλέστηκε, υπό
κομμουνιστικά καθεστώτα,«μικροαστική ισότητα»), χρειάζεται επίσης
επαναπροσδιορισμό. Θα μπορούσε να αντλήσει από τη ριζοσπαστική-δημοκρατική
εργατική και λαϊκή παράδοση (βλ. τα εισαγωγικά αποσπάσματα παραπάνω), και θα
πρέπει να προσβλέπει πέρα από την καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, πέρα από τον
καπιταλισμό (όπως υπονοείται σε ορισμένα από τα παραπάνω αποσπάσματα). Προτείνω την επανερμηνεία της ισότητας σε σχέση με την παλιά/νέα αρχή των κοινών.
Πρόκειται για έναν παλιό χώρο μοιράσματος, διαβίωσης και δικαιωμάτων, έναν νέο
χώρο για λαϊκή οικειοποίηση επί 1) ενός καπιταλισμού που είναι καρκινικός και 2)
των διεθνικών καθεστώτων που είναι συνένοχα και/ή ανίκανα (Branford και Rocha
2002).
Τα κοινά γίνονται κατανοητά σήμερα ως ταυτοχρόνως τοπικά,
εθνικά, περιφερειακά,παγκόσμια και πέρα από τη Γη. Ο ουρανός δεν είναι το όριο
εδώ. Η ένταση ανάμεσα στην καπιταλιστική οικονομία (κράτος-κεφάλαιο,
ιεραρχία-ανταγωνισμός,εξουσία-εκμετάλλευση) και στα κοινά περιλαμβάνει σαφώς
σήμερα, μαζί με τους ωκεανούς και το βυθό της θάλασσας, το ηλεκτρομαγνητικό
φάσμα και τον κυβερνοχώρο (ιστοσελίδα CivSoc/CPSR. Barbrook 2002).
Αυτά παρέχουν ένα αχανές έδαφος για φιλονικία και, καθώς το κεφάλαιο και το
κράτος έχουν τα οικονομικά, τεχνικά, θεσμικά, νομικά και διοικητικά μέσα για την
κυριαρχία τους, οι πολιτικές και ηθικές αρχές των ηγεμόνων εκτίθενται όλο και
περισσότερο ως άκαμπτες και ξεφτισμένες.
Η εργασία-σε εθνικό και διεθνικό επίπεδο, στο Βορρά και το Νότο,
στην Ανατολή και τη Δύση- είναι τώρα όλο και περισσότερο αντιμέτωπη με την
ιδιωτικοποίηση των πάντων (Martin 1993, 2002, ιστοσελίδα Public Services
International Research Unit). Τα συνδικάτα βρίσκονται σε αυτούς τους συχνά
τοπικούς, στιγμιαίους ή επιμέρους αγώνες, σε συμμαχία με τους κατοίκους των
πόλεων, γυναικεία κινήματα,δάσκαλους και γονείς, παραγωγούς γεωργικών προϊόντων,
αυτόχθονες πληθυσμούς,οικολογικά κινήματα και/ή κινήσεις καταναλωτών,
ομοφυλόφιλους, προοδευτικούς επαγγελματίες και τεχνικούς, ακτιβιστές της
δημοκρατίας και της επικοινωνίας. Ο αγώνας για την υπεράσπιση και
διεύρυνση των κοινών μπορεί να συνενώσει αυτές τις πιθανές μειονότητες σε
υποθετικές πλειοψηφίες. Θα ενισχυόταν προφανώς το εργατικό κίνημα αν αυτά τα
ξεχωριστά, ανόμοια, στιγμιαία, μερικά κινήματα μπορούσαν να συνδεθούν
συστηματικά με μια πολιτική και ηθική αρχή που έχει τη λειτουργία και την
ελκυστικότητα που είχαν κάποτε ο κομμουνισμός, ο αναρχισμός,η σοσιαλδημοκρατία,
ή ο ριζοσπαστικός εθνικισμός. Αυτοί οι εθνικοί-βιομηχανικοί
σοσιαλισμοί/ριζοσπαστισμοί μπορεί σήμερα να φαίνεται ότι ήταν πρώιμοι,
απλουστευμένοι, αναγωγικοί, καθολικοποιητικοί - και ουτοπικοί, με την αρνητική
έννοια. Η ουτοπία, όμως, γίνεται λιγότερο φουτουριστική, πιο οικεία, αν και
όταν αναγνωρίζουμε ότι ο καπιταλισμός δεν είναι ένα ενιαίο πράγμα, αλλά σύνθετο
και αντιφατικό, που δεν έχει -ακόμη και υπό την παγκοσμιοποίηση- καταλάβει όλο
τον κοινωνικό χώρο (Gibson-Graham 1996).
Παρακάτω θα συζητήσουμε τη σχέση μεταξύ εργασίας και κοινών,
κυρίως σε διεθνές/παγκόσμιο επίπεδο - έχοντας υπόψη, βεβαίως, ότι «παγκόσμιο»
σημαίνει επίσης ολιστικό,και ότι κάθε τόπος, χώρος ή επίπεδο πρέπει
σήμερα να γίνεται κατανοητός σε μια διαλεκτική/διαλογική σχέση με τους άλλους.
Αλλά θέλω να ξεκινήσω με αυτό που το διεθνές εργατικό κίνημα έχει τόσο εμφανώς
χάσει, μειώνοντας σε μεγάλο βαθμό το ρόλο του σε αυτόν του «δημάρχου της
πόλης εν καιρώ πολέμου» (μια κάπως υποτιμητική ολλανδική αναφορά στους
συνεργαζόμενους με τον κατακτητή αξιωματούχους κατά τη ναζιστική κατοχή), σε
αμυντικές μάχες που πρέπει συνεχώς να δίνονται εκ νέου ώστε να αποτραπεί η
περαιτέρω υποχώρηση, ή στην επανάληψη του αρχαϊκού-ρομαντικού
επαναστατικού-αποκαλυπτικού δόγματος. Θέλω να ξεκινήσω με την Ουτοπία, και για
δύο λόγους: 1) επειδή Το μέλλον δεν είναι αυτό που ήταν παλιά (αναφέρεται από Sousa Santos, 1995:479)
και 2)επειδή Ένα χάρτη του κόσμου που δεν περιλαμβάνει την Ουτοπία δεν
αξίζει καν να τον κοιτάξεις (Όσκαρ Ουάιλντ).
Πράγματι,αυτά τα δύο συνθήματα θα μπορούσαν να συνοδεύουν το
Omnia Sint Communiaστο δρόμο προς την Ουτοπία η οποία είναι πραγματικά μια πολύ ωραία λέξη αφού σημαίνει ταυτόχρονα «πουθενά» και«καλός τόπος». Είναι, με άλλα λόγια, ένας επιθυμητός τόπος που δεν υπάρχει(ακόμα). Η Ουτοπία έχει καταλάβει μια διφορούμενη θέση στο
εργατικό κίνημα, από τότε που ο Μαρξ και ο Ένγκελς αντικατέστησαν τον «ουτοπικό
σοσιαλισμό» με τον«επιστημονικό σοσιαλισμό», προτείνοντας παράλληλα τον
κομμουνισμό (τον οποίο ελάχιστα προσδιόρισαν) ως την αναγκαία, επιθυμητή,
αναπόφευκτη εναλλακτική λύση. Με την έκλειψη των «ουτοπιών της εργασίας»
(Beilharz 1992), η εργασία έχει διεθνώς χάσει το μεγαλύτερο μέρος της ικανότητάς
της να σκέφτεται πέρα από τους συρρικνούμενους ορίζοντες που επέβαλε η επέκταση
του καπιταλισμού. Ακόμη,καθώς οι παγκοσμιοποιημένες πολιτιστικές βιομηχανίες
γίνονται σε αυξανόμενο βαθμό κεντρικής σημασίας για τον καπιταλισμό, και όλο και
περισσότερο καταλαμβάνουν τον «ελεύθερο χρόνο» των καταναλωτών, πρέπει ο αγώνας
να «μας απελευθερώσει από τη διανοητική σκλαβιά». Εδώ θα μπορούσαμε βεβαίως να
ξεκινήσουμε με τους σοσιαλιστές που το έχουν ήδη αναγνωρίσει αυτό (Frankel
1987) ή το κάνουν καθυστερημένα (Panitch και Leys 2000). Οι τελευταίοι (οι
θέσεις των οποίων συζητιούνται στο Waterman 2000), συνοψίζουν την ουτοπία ως
εξής:
1. Υπέρβαση της αποξένωσης
2.Εξασθένηση του καταμερισμού της εργασίας
3.Μετασχηματισμός της κατανάλωσης
4.Εναλλακτικοί τρόποι ζωής [φεμινιστικός]
5.Κοινωνικοποίηση των αγορών
6.Οικολογικός προγραμματισμός
7.Διεθνοποίηση της ισότητας
8.Δημοκρατική επικοινωνία
9.Πραγματοποίηση της
δημοκρατίας
10. Omnia Sint communia
........
Το τελευταίο σημείο μάς επιστρέφει στα
Κοινά
η εμπειρία των οποίων υπήρξε καθολική μεταξύ των φτωχών, καθώς
βρέθηκαν αντιμέτωποι, και αντιστάθηκαν στην επιβολή, πρώτα, των
φεουδαρχικών/αποικιακών τύπων περίφραξης,και έπειτα στην πλήρη καπιταλιστική
επίθεση (Χρόνος, εργασιακή πειθαρχία και βιομηχανικός καπιταλισμός, Thompson
1974). Παρά το σφετερισμό αιώνων από το κεφάλαιο και το κράτος (ένας
εθνικιστικός, ελιτίστικος, γραφειοκρατικός αντικαταστάτης των «καθολικών
ανθρώπων» που θα μπορούσαν να έχουν εκείνο τον καιρό μόνο μια πλασματική
ύπαρξη), και παρά τις αποπλανήσεις του καταναλωτικού καπιταλισμού, η λαϊκή
φαντασία μπορεί ακόμα να διεγερθεί από τη μνήμη των κοινών, καθώς και από
σύγχρονες εκφράσεις της αντίστασης σε τέτοιους σφετερισμούς (κινήματα
αυτοχθόνων). Η αναβίωση της έννοιας των κοινών, υπό την παγκοσμιοποίηση,
προέρχεται από τουλάχιστον δύο, συνδεδεμένες,
κατευθύνσεις:
1. δεκαετίες αγώνων από περιβαλλοντικά και σχετικά κινήματα
(συχνά με προέλευση από τη μεσαία τάξη) για την υπεράσπιση ή την επέκταση των
κοινών (από άποψη χώρου και πόρων, είτε σε τοπικό, εθνικό, περιφερειακό,
παγκόσμιο επίπεδο, είτε στο υπέδαφος, στο εξωγήινο περιβάλλον, στον
κυβερνοχώρο),
2.αυξανόμενους λαϊκούς αγώνες (εργαζομένων, κατοίκων πόλεων,
αγροτών, αυτοχθόνων και άλλων κοινοτήτων) ενάντια στην αναπτυσσόμενη επίθεση,
λεηλασία και αρπαγή από τη νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική ιδιωτικοποίηση,
συγκέντρωση, κερδοσκοπία και διαφθορά. Και αυξανόμενη σοσιαλιστική συζήτηση για
αυτά.
Μεγάλο μέρος των αγώνων του πρώτου τύπου, «για την κοινή
κληρονομιά της ανθρωπότητας»,μπορεί να λάβει νομικίστικες ή γραφειοκρατικές
μορφές. Εργατικοί/λαϊκοί αγώνες μπορεί ακόμη να εκφραστούν ως αντίσταση,
αντίθεση και επιστροφή σε μια χρυσή(έστω αμαυρωμένη) παρελθούσα εποχή κρατικού
ελέγχου. Ακόμη και οι λόγοι των κοινών -και η συνακόλουθη προέκταση όλων των
πιθανών ριζοσπαστικών-δημοκρατικών εναλλακτικών προς την ιδιοκτησία/έλεγχο από
το κεφάλαιο/κράτος- θα μπορούσαν να ενισχύσουν παραδοσιακά εργατικά αιτήματα και να εμπλουτίσουν εκείνα των επαγγελματιών της μεσαίας τάξης, τεχνικών και
άλλων.
Η αρχή των κοινών είναι ανατρεπτική των αρχών που διέπουν 1) το
σύγχρονο έθνος-κράτος(στην πραγματικότητα το καθορισμένο από το κράτος έθνος)
και 2) τον εταιρικό καπιταλισμό. Το κράτος-έθνος εξαρτάται από την αρχή
της εθνικής κυριαρχίας, η οποία συνεπάγεται την ηγεμονία του κράτους εντός
γεωγραφικών συνόρων (και διακρατικών σχέσεων πέρα από αυτά). Ορίζει την
ανθρώπινη ύπαρξη ως εθνική, είτε ως ελάχιστο κοινό παρονομαστή είτε ως μέγιστο
κοινό παράγοντα. Στη βάση του εταιρικού καπιταλισμού είναι η αρχή της ιδιωτικής
ιδιοκτησίας(ιδιωτικοποιημένη κατανάλωση, ιδιωτικοποιημένες υπηρεσίες), η οποία,
καθώς επεκτάθηκε στην ανθρώπινη ύπαρξη θεωρεί αυτόν/αυτήν τόσο ως
εξατομικευμένο/η όσο και ως ιδιοκτήτη/τρια - η «πολιτική θεωρία του κτητικού
ατομικισμού»(Macpherson 1962). Στις ακραίες σύγχρονες μορφές της, μετατρέπει
ακόμη και τον εθνικό πολίτη σε έναν κοσμοπολίτικο καταναλωτή, και κυριολεκτικά
μαρκάρει αυτόν τον καταναλωτή με ένα εταιρικό λογότυπο (Klein 2000). Τόσο
ακραίες -αγκαλιάζοντας όλο τον κόσμο και εξαπλώνοντας την κατανάλωση σε όλο τον
κόσμο- έχουν γίνει οι παλιές αντιθέσεις μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης,
εργαζόμενου ως παραγωγού και εργαζόμενου ως καταναλωτή, περιοχών παραγωγής και
περιοχών κατανάλωσης,ώστε τα κινήματα γύρω από/ενάντια την εργασία και την
κατανάλωση -ακόμα και η μόδα/αισθητική- τώρα συγκλίνουν (Ross 1999). Μια κίνηση
διεθνούς αλληλεγγύης,με έδρα στις ΗΠΑ, παράγει τώρα, ενάντια στην εξαντλητική
και κακά αμειβόμενη εργασία, τα δικά της (μη-καπιταλιστικά; μετα-καπιταλιστικά;)
αθλητικά ρούχα(ιστοσελίδα No Sweat).
Η έκκλησή μου να ενώσει τη φωνή του το διεθνές εργατικό κίνημα
τόσο με το λόγο όσο και με τους αγώνες που αφορούν την «κοινή κληρονομιά της
ανθρωπότητας», έχει ως στόχο να διευρύνει τους ορίζοντες και την ελκυστικότητά
του πρώτου, και να δώσει στους δεύτερους μια άρθρωση με ταξικά/λαϊκά/δημοκρατικά
συμφέροντα και ταυτότητες που διαφορετικά ίσως να τα είχαν στερηθεί.
Διεύρυνση των διεθνών οριζόντων και της ελκυστικότητας του εργατικού
κινήματος.
Όταν, επί του παρόντος, το διεθνές συνδικαλιστικό κίνημα μάχεται την
ιδιωτικοποίηση, αυτό γίνεται, συνήθως, από την άποψη της μείωσης της βλάβης ή
της αύξησης του οφέλους. Ενώ μπορεί να γίνεται αναφορά, αφενός, στη ζημία από
την εταιρική παγκοσμιοποίηση/ιδιωτικοποίηση, και, αφετέρου, στο «κοινωνικό
συμφέρον» ή την«κοινωνική διάσταση», δεν αμφισβητούνται οι αρχές της κεφαλαιακής
συσσώρευσης ή της κρατικής κυριαρχίας. Και ενώ δεν είμαι εξοικειωμένος με το
πλήρες φάσμα των θέσεων των συνδικάτων σχετικά με «την κοινή κληρονομιά», είναι
σύνηθες για αυτά που είναι διεθνή να γίνονται ουρά σε προγράμματα προοδευτικών
τεχνοκρατών και γραφειοκρατών, και να προτείνουν λύσεις «κοινωνικής συνεργασίας»
σε προβλήματα που «οι εταίροι» δημιούργησαν (‘Trade Unions OK…’ 1998, ιστοσελίδα
Unicorn).
Δίνοντας στην «κοινή κληρονομιά» ταξικό και λαϊκό χρώμα. Στο βαθμό που έχει τις ρίζες της στον ασθενέστερο Τρίτο Κόσμο,
κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η «κοινή κληρονομιά της ανθρωπότητας»
περιελάμβανε πάντα ένα ανατρεπτικό δυναμικό. Η έννοια έχει πολλά στοιχεία,
μεταξύ των οποίων: όχι σφετερισμός, διαχείριση από όλους τους λαούς, διεθνής
κατανομή των ωφελειών,προστασία για το μέλλον. Αναφέρεται σε μια διευρυνόμενη
ποικιλία αλληλοεπικαλυπτόμενων περιοχών και διαφιλονικούμενων εδαφών: τους
ωκεανούς(επιφάνεια και βυθός)· την Ανταρκτική· τεχνουργήματα και εξαιρετικές
αστικές και φυσικές περιοχές· την ενέργεια· την τροφή· την επιστήμη και
τεχνολογία· το διάστημα, την ατμόσφαιρα, το ηλεκτρομαγνητικό φάσμα, τις
τηλεπικοινωνίες, τοInternet· τους γενετικούς πόρους (Chemillier-Gendreau 2002·
Souza Santos 1995).Δεδομένης της κρατικιστικής προέλευσης της «κοινής
κληρονομιάς της ανθρωπότητας»,δεν πρέπει να εκπλήσσει το γεγονός ότι ο
προσδιορισμός και η ενδυνάμωση της«κοινότητας» -στην οποία αυτή η παρελθούσα,
σημερινή και μελλοντική κληρονομιά θα μπορούσε να ανήκει- είναι προβληματική.
Ιδιαίτερα όταν η κοινότητα των κρατών (η ηγεμονικά ορισμένη «διεθνής
κοινότητα»), βρίσκεται αντιμέτωπη με πλούσιες, ισχυρές και -υπεράνω όλων-
δυναμικές εταιρείες με τις οποίες τα εν λόγω κράτη έχουν ιστορικά συνενωθεί. Η
Chemillier-Gendreau λέει ότι η κοινότητα στην οποία ανήκει αυτή η κληρονομιά
πρέπει να επινοηθεί, τόσο όσον αφορά την ταυτότητά της όσο και τις αρμοδιότητές
της (οι οποίες μπορεί να περιλαμβάνουν την κηδεμονία παράλληλα με την
ιδιοκτησία). Η ιδέα της για ένα μελλοντικό «λαό των λαών», απηχεί τον «ένα κόσμο
που περιέχει πολλούς κόσμους» των Ζαπατίστας,ή την «κοινότητα των κοινοτήτων»
του De Angelis (2001). Σε επίπεδο αρχών,υπάρχει εδώ μια πλουραλιστική ιδέα
αλληλεπικαλυπτόμενων κοινοτήτων/κυριαρχιών.Και, τουλάχιστον έμμεσα, πολλαπλών
κοινωνικο-πολιτικών επιπέδων, θέσεων(γεωγραφικών), χώρων
(κοινωνικο-πολιτιστικών), που υπάρχουν σε μια διαλεκτική και διαλογική σχέση
μεταξύ τους. Αυτή η έννοια της κοινότητας δεν υποθέτει αρμονία, μας καλεί απλά
να περικλείσουμε, ακόμη και να αποκλείσουμε,τις κύριες πηγές της
δυσαρμονίας – την κεφαλαιακή συσσώρευση και την κρατική ιεραρχία.
Η κοινωνική και πολιτική ισότητα (που αποκαλέστηκε, υπό
κομμουνιστικά καθεστώτα,«μικροαστική ισότητα»), χρειάζεται επίσης
επαναπροσδιορισμό. Θα μπορούσε να αντλήσει από τη ριζοσπαστική-δημοκρατική
εργατική και λαϊκή παράδοση (βλ. τα εισαγωγικά αποσπάσματα παραπάνω), και θα
πρέπει να προσβλέπει πέρα από την καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, πέρα από τον
καπιταλισμό (όπως υπονοείται σε ορισμένα από τα παραπάνω αποσπάσματα). Προτείνω την επανερμηνεία της ισότητας σε σχέση με την παλιά/νέα αρχή των κοινών.
Πρόκειται για έναν παλιό χώρο μοιράσματος, διαβίωσης και δικαιωμάτων, έναν νέο
χώρο για λαϊκή οικειοποίηση επί 1) ενός καπιταλισμού που είναι καρκινικός και 2)
των διεθνικών καθεστώτων που είναι συνένοχα και/ή ανίκανα (Branford και Rocha
2002).
Τα κοινά γίνονται κατανοητά σήμερα ως ταυτοχρόνως τοπικά,
εθνικά, περιφερειακά,παγκόσμια και πέρα από τη Γη. Ο ουρανός δεν είναι το όριο
εδώ. Η ένταση ανάμεσα στην καπιταλιστική οικονομία (κράτος-κεφάλαιο,
ιεραρχία-ανταγωνισμός,εξουσία-εκμετάλλευση) και στα κοινά περιλαμβάνει σαφώς
σήμερα, μαζί με τους ωκεανούς και το βυθό της θάλασσας, το ηλεκτρομαγνητικό
φάσμα και τον κυβερνοχώρο (ιστοσελίδα CivSoc/CPSR. Barbrook 2002).
Αυτά παρέχουν ένα αχανές έδαφος για φιλονικία και, καθώς το κεφάλαιο και το
κράτος έχουν τα οικονομικά, τεχνικά, θεσμικά, νομικά και διοικητικά μέσα για την
κυριαρχία τους, οι πολιτικές και ηθικές αρχές των ηγεμόνων εκτίθενται όλο και
περισσότερο ως άκαμπτες και ξεφτισμένες.
Η εργασία-σε εθνικό και διεθνικό επίπεδο, στο Βορρά και το Νότο,
στην Ανατολή και τη Δύση- είναι τώρα όλο και περισσότερο αντιμέτωπη με την
ιδιωτικοποίηση των πάντων (Martin 1993, 2002, ιστοσελίδα Public Services
International Research Unit). Τα συνδικάτα βρίσκονται σε αυτούς τους συχνά
τοπικούς, στιγμιαίους ή επιμέρους αγώνες, σε συμμαχία με τους κατοίκους των
πόλεων, γυναικεία κινήματα,δάσκαλους και γονείς, παραγωγούς γεωργικών προϊόντων,
αυτόχθονες πληθυσμούς,οικολογικά κινήματα και/ή κινήσεις καταναλωτών,
ομοφυλόφιλους, προοδευτικούς επαγγελματίες και τεχνικούς, ακτιβιστές της
δημοκρατίας και της επικοινωνίας. Ο αγώνας για την υπεράσπιση και
διεύρυνση των κοινών μπορεί να συνενώσει αυτές τις πιθανές μειονότητες σε
υποθετικές πλειοψηφίες. Θα ενισχυόταν προφανώς το εργατικό κίνημα αν αυτά τα
ξεχωριστά, ανόμοια, στιγμιαία, μερικά κινήματα μπορούσαν να συνδεθούν
συστηματικά με μια πολιτική και ηθική αρχή που έχει τη λειτουργία και την
ελκυστικότητα που είχαν κάποτε ο κομμουνισμός, ο αναρχισμός,η σοσιαλδημοκρατία,
ή ο ριζοσπαστικός εθνικισμός. Αυτοί οι εθνικοί-βιομηχανικοί
σοσιαλισμοί/ριζοσπαστισμοί μπορεί σήμερα να φαίνεται ότι ήταν πρώιμοι,
απλουστευμένοι, αναγωγικοί, καθολικοποιητικοί - και ουτοπικοί, με την αρνητική
έννοια. Η ουτοπία, όμως, γίνεται λιγότερο φουτουριστική, πιο οικεία, αν και
όταν αναγνωρίζουμε ότι ο καπιταλισμός δεν είναι ένα ενιαίο πράγμα, αλλά σύνθετο
και αντιφατικό, που δεν έχει -ακόμη και υπό την παγκοσμιοποίηση- καταλάβει όλο
τον κοινωνικό χώρο (Gibson-Graham 1996).
Παρακάτω θα συζητήσουμε τη σχέση μεταξύ εργασίας και κοινών,
κυρίως σε διεθνές/παγκόσμιο επίπεδο - έχοντας υπόψη, βεβαίως, ότι «παγκόσμιο»
σημαίνει επίσης ολιστικό,και ότι κάθε τόπος, χώρος ή επίπεδο πρέπει
σήμερα να γίνεται κατανοητός σε μια διαλεκτική/διαλογική σχέση με τους άλλους.
Αλλά θέλω να ξεκινήσω με αυτό που το διεθνές εργατικό κίνημα έχει τόσο εμφανώς
χάσει, μειώνοντας σε μεγάλο βαθμό το ρόλο του σε αυτόν του «δημάρχου της
πόλης εν καιρώ πολέμου» (μια κάπως υποτιμητική ολλανδική αναφορά στους
συνεργαζόμενους με τον κατακτητή αξιωματούχους κατά τη ναζιστική κατοχή), σε
αμυντικές μάχες που πρέπει συνεχώς να δίνονται εκ νέου ώστε να αποτραπεί η
περαιτέρω υποχώρηση, ή στην επανάληψη του αρχαϊκού-ρομαντικού
επαναστατικού-αποκαλυπτικού δόγματος. Θέλω να ξεκινήσω με την Ουτοπία, και για
δύο λόγους: 1) επειδή Το μέλλον δεν είναι αυτό που ήταν παλιά (αναφέρεται από Sousa Santos, 1995:479)
και 2)επειδή Ένα χάρτη του κόσμου που δεν περιλαμβάνει την Ουτοπία δεν
αξίζει καν να τον κοιτάξεις (Όσκαρ Ουάιλντ).
Πράγματι,αυτά τα δύο συνθήματα θα μπορούσαν να συνοδεύουν το
Omnia Sint Communiaστο δρόμο προς την Ουτοπία η οποία είναι πραγματικά μια πολύ ωραία λέξη αφού σημαίνει ταυτόχρονα «πουθενά» και«καλός τόπος». Είναι, με άλλα λόγια, ένας επιθυμητός τόπος που δεν υπάρχει(ακόμα). Η Ουτοπία έχει καταλάβει μια διφορούμενη θέση στο
εργατικό κίνημα, από τότε που ο Μαρξ και ο Ένγκελς αντικατέστησαν τον «ουτοπικό
σοσιαλισμό» με τον«επιστημονικό σοσιαλισμό», προτείνοντας παράλληλα τον
κομμουνισμό (τον οποίο ελάχιστα προσδιόρισαν) ως την αναγκαία, επιθυμητή,
αναπόφευκτη εναλλακτική λύση. Με την έκλειψη των «ουτοπιών της εργασίας»
(Beilharz 1992), η εργασία έχει διεθνώς χάσει το μεγαλύτερο μέρος της ικανότητάς
της να σκέφτεται πέρα από τους συρρικνούμενους ορίζοντες που επέβαλε η επέκταση
του καπιταλισμού. Ακόμη,καθώς οι παγκοσμιοποιημένες πολιτιστικές βιομηχανίες
γίνονται σε αυξανόμενο βαθμό κεντρικής σημασίας για τον καπιταλισμό, και όλο και
περισσότερο καταλαμβάνουν τον «ελεύθερο χρόνο» των καταναλωτών, πρέπει ο αγώνας
να «μας απελευθερώσει από τη διανοητική σκλαβιά». Εδώ θα μπορούσαμε βεβαίως να
ξεκινήσουμε με τους σοσιαλιστές που το έχουν ήδη αναγνωρίσει αυτό (Frankel
1987) ή το κάνουν καθυστερημένα (Panitch και Leys 2000). Οι τελευταίοι (οι
θέσεις των οποίων συζητιούνται στο Waterman 2000), συνοψίζουν την ουτοπία ως
εξής:
1. Υπέρβαση της αποξένωσης
2.Εξασθένηση του καταμερισμού της εργασίας
3.Μετασχηματισμός της κατανάλωσης
4.Εναλλακτικοί τρόποι ζωής [φεμινιστικός]
5.Κοινωνικοποίηση των αγορών
6.Οικολογικός προγραμματισμός
7.Διεθνοποίηση της ισότητας
8.Δημοκρατική επικοινωνία
9.Πραγματοποίηση της
δημοκρατίας
10. Omnia Sint communia
........
Το τελευταίο σημείο μάς επιστρέφει στα
Κοινά
η εμπειρία των οποίων υπήρξε καθολική μεταξύ των φτωχών, καθώς
βρέθηκαν αντιμέτωποι, και αντιστάθηκαν στην επιβολή, πρώτα, των
φεουδαρχικών/αποικιακών τύπων περίφραξης,και έπειτα στην πλήρη καπιταλιστική
επίθεση (Χρόνος, εργασιακή πειθαρχία και βιομηχανικός καπιταλισμός, Thompson
1974). Παρά το σφετερισμό αιώνων από το κεφάλαιο και το κράτος (ένας
εθνικιστικός, ελιτίστικος, γραφειοκρατικός αντικαταστάτης των «καθολικών
ανθρώπων» που θα μπορούσαν να έχουν εκείνο τον καιρό μόνο μια πλασματική
ύπαρξη), και παρά τις αποπλανήσεις του καταναλωτικού καπιταλισμού, η λαϊκή
φαντασία μπορεί ακόμα να διεγερθεί από τη μνήμη των κοινών, καθώς και από
σύγχρονες εκφράσεις της αντίστασης σε τέτοιους σφετερισμούς (κινήματα
αυτοχθόνων). Η αναβίωση της έννοιας των κοινών, υπό την παγκοσμιοποίηση,
προέρχεται από τουλάχιστον δύο, συνδεδεμένες,
κατευθύνσεις:
1. δεκαετίες αγώνων από περιβαλλοντικά και σχετικά κινήματα
(συχνά με προέλευση από τη μεσαία τάξη) για την υπεράσπιση ή την επέκταση των
κοινών (από άποψη χώρου και πόρων, είτε σε τοπικό, εθνικό, περιφερειακό,
παγκόσμιο επίπεδο, είτε στο υπέδαφος, στο εξωγήινο περιβάλλον, στον
κυβερνοχώρο),
2.αυξανόμενους λαϊκούς αγώνες (εργαζομένων, κατοίκων πόλεων,
αγροτών, αυτοχθόνων και άλλων κοινοτήτων) ενάντια στην αναπτυσσόμενη επίθεση,
λεηλασία και αρπαγή από τη νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική ιδιωτικοποίηση,
συγκέντρωση, κερδοσκοπία και διαφθορά. Και αυξανόμενη σοσιαλιστική συζήτηση για
αυτά.
Μεγάλο μέρος των αγώνων του πρώτου τύπου, «για την κοινή
κληρονομιά της ανθρωπότητας»,μπορεί να λάβει νομικίστικες ή γραφειοκρατικές
μορφές. Εργατικοί/λαϊκοί αγώνες μπορεί ακόμη να εκφραστούν ως αντίσταση,
αντίθεση και επιστροφή σε μια χρυσή(έστω αμαυρωμένη) παρελθούσα εποχή κρατικού
ελέγχου. Ακόμη και οι λόγοι των κοινών -και η συνακόλουθη προέκταση όλων των
πιθανών ριζοσπαστικών-δημοκρατικών εναλλακτικών προς την ιδιοκτησία/έλεγχο από
το κεφάλαιο/κράτος- θα μπορούσαν να ενισχύσουν παραδοσιακά εργατικά αιτήματα και να εμπλουτίσουν εκείνα των επαγγελματιών της μεσαίας τάξης, τεχνικών και
άλλων.
Η αρχή των κοινών είναι ανατρεπτική των αρχών που διέπουν 1) το
σύγχρονο έθνος-κράτος(στην πραγματικότητα το καθορισμένο από το κράτος έθνος)
και 2) τον εταιρικό καπιταλισμό. Το κράτος-έθνος εξαρτάται από την αρχή
της εθνικής κυριαρχίας, η οποία συνεπάγεται την ηγεμονία του κράτους εντός
γεωγραφικών συνόρων (και διακρατικών σχέσεων πέρα από αυτά). Ορίζει την
ανθρώπινη ύπαρξη ως εθνική, είτε ως ελάχιστο κοινό παρονομαστή είτε ως μέγιστο
κοινό παράγοντα. Στη βάση του εταιρικού καπιταλισμού είναι η αρχή της ιδιωτικής
ιδιοκτησίας(ιδιωτικοποιημένη κατανάλωση, ιδιωτικοποιημένες υπηρεσίες), η οποία,
καθώς επεκτάθηκε στην ανθρώπινη ύπαρξη θεωρεί αυτόν/αυτήν τόσο ως
εξατομικευμένο/η όσο και ως ιδιοκτήτη/τρια - η «πολιτική θεωρία του κτητικού
ατομικισμού»(Macpherson 1962). Στις ακραίες σύγχρονες μορφές της, μετατρέπει
ακόμη και τον εθνικό πολίτη σε έναν κοσμοπολίτικο καταναλωτή, και κυριολεκτικά
μαρκάρει αυτόν τον καταναλωτή με ένα εταιρικό λογότυπο (Klein 2000). Τόσο
ακραίες -αγκαλιάζοντας όλο τον κόσμο και εξαπλώνοντας την κατανάλωση σε όλο τον
κόσμο- έχουν γίνει οι παλιές αντιθέσεις μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης,
εργαζόμενου ως παραγωγού και εργαζόμενου ως καταναλωτή, περιοχών παραγωγής και
περιοχών κατανάλωσης,ώστε τα κινήματα γύρω από/ενάντια την εργασία και την
κατανάλωση -ακόμα και η μόδα/αισθητική- τώρα συγκλίνουν (Ross 1999). Μια κίνηση
διεθνούς αλληλεγγύης,με έδρα στις ΗΠΑ, παράγει τώρα, ενάντια στην εξαντλητική
και κακά αμειβόμενη εργασία, τα δικά της (μη-καπιταλιστικά; μετα-καπιταλιστικά;)
αθλητικά ρούχα(ιστοσελίδα No Sweat).
Η έκκλησή μου να ενώσει τη φωνή του το διεθνές εργατικό κίνημα
τόσο με το λόγο όσο και με τους αγώνες που αφορούν την «κοινή κληρονομιά της
ανθρωπότητας», έχει ως στόχο να διευρύνει τους ορίζοντες και την ελκυστικότητά
του πρώτου, και να δώσει στους δεύτερους μια άρθρωση με ταξικά/λαϊκά/δημοκρατικά
συμφέροντα και ταυτότητες που διαφορετικά ίσως να τα είχαν στερηθεί.
Διεύρυνση των διεθνών οριζόντων και της ελκυστικότητας του εργατικού
κινήματος.
Όταν, επί του παρόντος, το διεθνές συνδικαλιστικό κίνημα μάχεται την
ιδιωτικοποίηση, αυτό γίνεται, συνήθως, από την άποψη της μείωσης της βλάβης ή
της αύξησης του οφέλους. Ενώ μπορεί να γίνεται αναφορά, αφενός, στη ζημία από
την εταιρική παγκοσμιοποίηση/ιδιωτικοποίηση, και, αφετέρου, στο «κοινωνικό
συμφέρον» ή την«κοινωνική διάσταση», δεν αμφισβητούνται οι αρχές της κεφαλαιακής
συσσώρευσης ή της κρατικής κυριαρχίας. Και ενώ δεν είμαι εξοικειωμένος με το
πλήρες φάσμα των θέσεων των συνδικάτων σχετικά με «την κοινή κληρονομιά», είναι
σύνηθες για αυτά που είναι διεθνή να γίνονται ουρά σε προγράμματα προοδευτικών
τεχνοκρατών και γραφειοκρατών, και να προτείνουν λύσεις «κοινωνικής συνεργασίας»
σε προβλήματα που «οι εταίροι» δημιούργησαν (‘Trade Unions OK…’ 1998, ιστοσελίδα
Unicorn).
Δίνοντας στην «κοινή κληρονομιά» ταξικό και λαϊκό χρώμα. Στο βαθμό που έχει τις ρίζες της στον ασθενέστερο Τρίτο Κόσμο,
κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η «κοινή κληρονομιά της ανθρωπότητας»
περιελάμβανε πάντα ένα ανατρεπτικό δυναμικό. Η έννοια έχει πολλά στοιχεία,
μεταξύ των οποίων: όχι σφετερισμός, διαχείριση από όλους τους λαούς, διεθνής
κατανομή των ωφελειών,προστασία για το μέλλον. Αναφέρεται σε μια διευρυνόμενη
ποικιλία αλληλοεπικαλυπτόμενων περιοχών και διαφιλονικούμενων εδαφών: τους
ωκεανούς(επιφάνεια και βυθός)· την Ανταρκτική· τεχνουργήματα και εξαιρετικές
αστικές και φυσικές περιοχές· την ενέργεια· την τροφή· την επιστήμη και
τεχνολογία· το διάστημα, την ατμόσφαιρα, το ηλεκτρομαγνητικό φάσμα, τις
τηλεπικοινωνίες, τοInternet· τους γενετικούς πόρους (Chemillier-Gendreau 2002·
Souza Santos 1995).Δεδομένης της κρατικιστικής προέλευσης της «κοινής
κληρονομιάς της ανθρωπότητας»,δεν πρέπει να εκπλήσσει το γεγονός ότι ο
προσδιορισμός και η ενδυνάμωση της«κοινότητας» -στην οποία αυτή η παρελθούσα,
σημερινή και μελλοντική κληρονομιά θα μπορούσε να ανήκει- είναι προβληματική.
Ιδιαίτερα όταν η κοινότητα των κρατών (η ηγεμονικά ορισμένη «διεθνής
κοινότητα»), βρίσκεται αντιμέτωπη με πλούσιες, ισχυρές και -υπεράνω όλων-
δυναμικές εταιρείες με τις οποίες τα εν λόγω κράτη έχουν ιστορικά συνενωθεί. Η
Chemillier-Gendreau λέει ότι η κοινότητα στην οποία ανήκει αυτή η κληρονομιά
πρέπει να επινοηθεί, τόσο όσον αφορά την ταυτότητά της όσο και τις αρμοδιότητές
της (οι οποίες μπορεί να περιλαμβάνουν την κηδεμονία παράλληλα με την
ιδιοκτησία). Η ιδέα της για ένα μελλοντικό «λαό των λαών», απηχεί τον «ένα κόσμο
που περιέχει πολλούς κόσμους» των Ζαπατίστας,ή την «κοινότητα των κοινοτήτων»
του De Angelis (2001). Σε επίπεδο αρχών,υπάρχει εδώ μια πλουραλιστική ιδέα
αλληλεπικαλυπτόμενων κοινοτήτων/κυριαρχιών.Και, τουλάχιστον έμμεσα, πολλαπλών
κοινωνικο-πολιτικών επιπέδων, θέσεων(γεωγραφικών), χώρων
(κοινωνικο-πολιτιστικών), που υπάρχουν σε μια διαλεκτική και διαλογική σχέση
μεταξύ τους. Αυτή η έννοια της κοινότητας δεν υποθέτει αρμονία, μας καλεί απλά
να περικλείσουμε, ακόμη και να αποκλείσουμε,τις κύριες πηγές της
δυσαρμονίας – την κεφαλαιακή συσσώρευση και την κρατική ιεραρχία.