Με τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους υπήρχαν γενικά 3 απόψεις για την προέλευση της ελληνικής κοινότητας σαν θεσμού[2]:
· Καταγωγή από την αρχαιότητα
· Από το Βυζάντιο
· Από τη τουρκοκρατία
Στα χρόνια της τουρκοκρατίας, το βασικό κύτταρο τοπικής διοίκησης υπήρξε πράγματι η κοινότητα και είχε την ευθύνη κυρίως της πληρωμής των φόρων στην κεντρική διοίκηση. Τα τοπικά συμβούλια κι οι δημογέροντες διαχειρίζονταν το μεγαλύτερο μέρος των ζητημάτων της καθημερινής ζωής.
Μετά το 1821, το Ι΄ Ψήφισμα του Καποδίστρια (1828), που αφορούσε στη διοίκηση δεν προέβλεπε αυτοδιοικητικούς θεσμούς. Το σύστημα διοίκησης ήταν συγκεντρωτικό.
Από τον ΠΑΠΥΡΟ LAROUSSE διαβάζουμε:
«Τον θεσμό της τοπικής αυτοδιοίκησης εισήγαγε η βαυαρική αντιβασιλεία με το Β.Δ. της 27-12-1833, που συνέστησε τους δήμους ως δημόσια νομικά πρόσωπα με τοπική αρμοδιότητα, τα όργανα των οποίων αναδεικνύονταν από τους δημότες. Πρώτη, σχετικά, συνταγματική καθιέρωση έγινε στο Σύνταγμα του 1864»
Στις υπό Οθωμανική ακόμα κατοχή όμως κοινότητες της Ηπείρου, Μακεδονίας και Θράκης εξακολουθούσαν να ισχύουν οι ίδιες συνθήκες και να είναι αυτές που διαχειρίζονταν τα ζητήματα της καθημερινότητας των κατοίκων τους[3].
Με την απελευθέρωση όμως και την ενσωμάτωσή τους στο νεοελληνικό κράτος και με τον νόμο ΔΝΖ/ 1912, που εισήγαγε την κοινότητα-παράλληλα με τον δήμο- ως τύπο ΟΤΑ πρώτου βαθμού, έχασαν και αυτές τα προηγούμενα χαρακτηριστικά.
Τα λείψανά της νεοελληνικής κοινότητας θα τα διασκορπίσει αδυσώπητα ο τελευταίος ελληνικός εμφύλιος (1946-1949), όπου οι κυνηγημένοι θα αφήσουν τα χωριά για την ανώνυμη καταφυγή στις πόλεις.[4]
Μετά τον εμφύλιο:
Με το ΝΔ 2888/1954 θεσπίστηκε νέος Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας που ρύθμισε τα της τοπικής αυτοδιοίκησης τις επόμενες δεκαετίες και ο οποίος τροποποιήθηκε το 1975 και κωδικοποιήθηκε με το ΠΔ 933/1975. Βασική ήταν η διάταξη του άρθρου 102 του Συντάγματος του 1975, σύμφωνα με την οποία κατοχυρώθηκε μεταξύ άλλων η αρμοδιότητα των δήμων και των κοινοτήτων σε όλες τις τοπικές υποθέσεις και ορίστηκαν ως πρώτη βαθμίδα της τοπικής αυτοδιοίκησης οι δήμοι και οι κοινότητες.
Με τον νόμο 1235/1982 αναβαθμίστηκε ο θεσμός των νομαρχιακών συμβουλίων και με τον νόμο 1622/1986 και το προεδρικό διάταγμα 51/1987 η επικράτεια χωρίστηκε σε 13 περιφέρειες. Με τον νόμο 1878/1990 και στη συνέχεια με το νόμο 2218/1994 οι αρμοδιότητες της παλιάς νομαρχίας μεταβιβάζονταν στην αιρετή πλέον Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση και στα όργανα της: τον νομάρχη, το Νομαρχιακό Συμβούλιο και τις Νομαρχιακές Επιτροπές. Το 1997 ψηφίστηκε ο νόμος 2539/1997, γνωστότερος ως Πρόγραμμα «Ιωάννης Καποδίστριας», που επανακαθόρισε τους πρωτοβάθμιους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης με πληθυσμιακά και χωροταξικά κριτήρια. Με το πρόγραμμα «Καποδίστρια» και τις μεταγενέστερες ελάσσονες τροποποιήσεις του συστάθηκαν 901 δήμοι και 130 κοινότητες, από τους 369 δήμους και τις 5.554 κοινότητες της απογραφής του 1991. Οι 748 από τους καποδιστριακούς δήμους προήλθαν από τη συνένωση δήμων και κοινοτήτων, δυο κοινότητες αναγνωρίστηκαν ως δήμοι και σε 151 δήμους δεν σημειώθηκε καμιά αλλαγή. Όσον αφορά τις κοινότητες, οι 108 παρέμειναν αμετάβλητες και 22 προέκυψαν από συνένωση άλλων κοινοτήτων.
Με το αναθεωρημένο Σύνταγμα του 2001 κατοχυρώθηκαν πλέον συνταγματικά δύο βαθμοί αυτοδιοίκησης αντί του ενός, χωρίς να αναφέρονται ρητά ούτε οι δήμοι και οι κοινότητες για τους ΟΤΑ του πρώτου βαθμού, αλλά ούτε και η νομαρχιακή αυτοδιοίκηση για τους ΟΤΑ δεύτερου βαθμού. Η κατοχύρωση αυτή είναι περιοριστική, καθώς ο κοινός νομοθέτης δεν έχει πλέον την δυνατότητα να προσθέσει επιπλέον βαθμό, με αποτέλεσμα να αποκλείεται πλέον κάθε προοπτική μελλοντικής καθιέρωσης της τριτοβάθμιας αυτοδιοίκησης.
Τελικά πριν το 1999 υπήρχαν 5.560 κοινότητες-νομικά πρόσωπα, με τον Καποδίστρια έμειναν 130 και στη συνέχεια με τον Καλλικράτη καταργήθηκε εντελώς ο θεσμός της κοινότητας, όπως τον ξέραμε και έχουμε τις «κοινότητες». Δηλαδή κάθε «καλλικτρατιος» δήμος χωρίζεται σε διαμερίσματα με την επίσημη ονομασία «δημοτικές ενότητες» -οι οποίες ταυτίζονται ουσιαστικά με τους δήμους που συνενώθηκαν- και αυτές με τη σειρά τους σε «κοινότητες», που ταυτίζονται χωρικά με τα δημοτικά διαμερίσματα των πρώην καποδιστριακών δήμων. Οι τελευταίες διαθέτουν δικά τους συμβούλια, ο ρόλος αυτών όμως είναι συμβουλευτικός και δεν μπορούν να λάβουν αποφάσεις.
Το «Σχέδιο Καλλικράτης»[5] ολοκλήρωσε την κατάργηση της νομικής –διοικητικής ύπαρξης της κοινότητας συνολικά, πράγμα που ο «Καποδίστριας» δεν το είχε κάνει (είχε διατηρήσει, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω 130 κοινότητες)[6]. Περάσαμε από ένα έτσι και αλλιώς συγκεντρωτικό σύστημα Τ.Α., σε ένα ακόμα πιο συγκεντρωτικό τέτοιο. Πρόκειται στην ουσία για αποκέντρωση του κράτους και όχι για Τοπική Αυτοδιοίκηση, που «έχει ως επίκεντρο το δήμαρχο ο οποίος μπορεί να διορίσει τους αντιδημάρχους καθώς και τις επιτροπές - όργανα του δήμου. Δεν υπάρχει κανένα περιθώριο παρέμβασης στους υπάρχοντες μηχανισμούς που να έχει προοπτική χειραφέτησης καθότι οι εκλογές διαμορφώνουν ένα σώμα λίγων ανθρώπων που παίρνει αποφάσεις για τέσσερα χρόνια ενώ οι υποχρεωτικές από το νόμο (ο οποίος σπάνια εφαρμόζεται στη συγκεκριμένη διάταξη) ετήσιες συνελεύσεις έχουν συμβουλευτικό χαρακτήρα»[7].
Η πρακτική της σημερινής Τ.Α. είναι: «αύξηση της φορολογίας, επινόηση νέων φόρων, σύσταση δημοτικών επιχειρήσεων που επιβάλουν τις νέες ελαστικές εργασιακές σχέσεις, εφαρμογή των Τοπικών Συμφώνων Απασχόλησης, καθώς και μια σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση (επιδοτήσεις) και τέλος η δυνατότητα για τις έμμεσες και άμεσες χορηγίες από τους τοπικούς ή όχι επιχειρηματίες, δείχνουν την πορεία που έχουν. Όλα τα παραπάνω συνηγορούν στις περικοπές κοινωφελών δαπανών που κρίνονται πλέον ασύμφορες (π.χ. παιδικοί σταθμοί), στις απολύσεις εργαζομένων και στην εφαρμογή των νόμων για τις συμβάσεις ορισμένου έργου, στην εγκατάλειψη των δημοτικών χώρων (π.χ. παιδικές χαρές, ΚΑΠΗ κλπ), στην ιδιοποίηση δημόσιων χώρων στα πλαίσια εξεύρεσης πόρων και γενικότερα στο ξεπούλημα της δημοτικής περιουσίας.»[8]
Σήμερα λοιπόν θα χρειασθεί να «ανακαλυφθεί» εξ αρχής η συλλογική υπόσταση της κοινότητας. Να προταθεί ο συνειδητός έλεγχος της ζωής των πολιτών από τους ίδιους, με συμμετοχή όλων στη δημόσια ζωή. Ο αληθινός διάλογος, η πλήρης ενημέρωση όλων από μέσα επικοινωνίας ελεγχόμενα από τους ίδιους τους πολίτες, η διαβούλευση και η συναπόφαση σε κοινοτικές, συνοικιακές και δημοτικές συνελεύσεις που θα συνεργάζονται σε περιφερειακό και εθνικό επίπεδο θα είναι τα βήματα αυτής της πορείας. Σε αυτό θα βοηθήσουν και οι απόψεις των νεοελλήνων κοινοτιστών μετά το 1900.
[1] Γιώργος Κολέμπας/Βασίλης Γιόκαρης, Κοινωνικοποίηση, οι εκδόσεις των συναδέλφων 2012, σελ.101-102
[2] «Οι ιστορικές έριδες για τις ρίζες των κοινοτήτων» - www.ethnos.gr/article.asp?catid=12128&subid=2&pubid=37918948
[3] Σύμφωνα με τον Ι. Δραγούμη, που π.χ. έγραψε ολόκληρο βιβλίο για τις εμπειρίες του από την κοινότητα της Σαμοθράκης και τη σχετική αυτονομία υπό τους οθωμανούς: «οι δημογέροντες μαζί με το δεσπότη δικάζουν οικογενειακές και κληρονομικές διαφορές συμβιβάζουν και άλλες ιδιωτικές διαφορές και αποφασίζουν για τα κοινά συμφέροντα. Επιτρόπους, εφόρους και δημογέροντες, τους εκλέγει ο λαός κάθε δυο τρία χρόνια σε γενική συνάθροιση, γιατί αυτός ξέρει καλλίτερα τους καλούς και τους άξιους για να κυτάζουν τα συμφέροντα του τόπου και ο δεσπότης επικυρώνει μονάχα την εκλογή. Δημογέροντες είναι είτε οι ίδιοι οι έφοροι και επίτροποι μαζί είτε και άλλοι. Αυτοί αντιπροσωπεύουν την κοινότητα σε κάθε περίσταση, συμφωνούν το δάσκαλο και τη δασκάλα και ο δεσπότης μονάχα επικυρώνει το διορισμό, συνάζουν τα κοινοτικά χρήματα, πληρώνουν μισθούς σε καντηλανάφτες, ψάλτες και δασκάλους, βάζουν δραγάτες και δασοφύλακες, σαν είναι ανάγκη, φροντίζουν τους δρόμους τους κοινοτικούς, τα υδραγωγεία, τα νεκροταφεία, τις βρύσες, κυτάζουν τα κοινοτικά χτήματα, οικόπεδα και σπίτια, που τα εισοδήματα τους χρησιμεύουν πάλι για τις κοινοτικές ανάγκες».
Βέβαια παρά την όποια αυτονομία οι Σαμοθρακίτες δεν έπαυαν να αντιμετωπίζουν την σκληρότητα του επικυρίαρχου. «Στα 1855 βρέθηκε κάποιος πολύ σκληρός μουντίρης και χριστιανομάχος, καθώς τον έλεγαν οι νησιώτες, ο Χουσεΐν - εφέντης. Δε θα κατάφερναν, φαίνεται, να τον ξεφορτωθούν αλλιώς οι Σαμοθρακίτες, και αποφάσισαν και τον ξεμπέρδεψαν». Από το: http://alepakos.blogspot.gr/2012/09/1831-1912.html
[4] Θεόδωρος Ζιάκας, Αυτοείδωλον εγενόμην, εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήνα, 2005
[5] Tο οποίο δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 87/τ.Α'/2010. Ο «Καλλικράτης» θεωρείται συνέχεια του «Καποδίστρια» (Ν.2539/97), με την έννοια ότι και οι δύο νόμοι ψηφίσθηκαν από κυβέρνηση του ίδιου κόμματος (ΠΑΣΟΚ) και διέπονται από παρόμοια φιλοσοφία αναγκαστικής συνένωσης των μικρών δήμων σε μεγαλύτερους. Με τον «Καλλικράτη» έχουμε επτά αποκεντρωμένες διοικήσεις, δεκατρείς αιρετές περιφέρειες και 325 δήμους. Ο μέσος όρος κατοίκων στους καλλικρατικούς δήμους είναι περίπου 30.000, πολύ μεγαλύτερος σε σύγκριση με τον μ.ο. των γερμανικών π.χ. δήμων, που είναι περίπου 8.000.
[6] Μεταξύ αυτών και οι λεγόμενες Ιστορικές Κοινότητες, που συντονίστηκαν μάλιστα σε Εθνικό Δίκτυο πολιτισμού, παράδοσης και κοινοτικού βίου «Tων Ελλήνων οι Κοινότητες» . Στο δίκτυο ανήκαν έξι Κοινότητες: Αμπελάκια Θεσσαλίας, Μακρινίτσα Πηλίου, Νυμφαίο Φλώρινας, Οία Σαντορίνης, Πάνορμος Τήνου και Πάπιγκο Ζαγορίου.
[7] Από τη μπροσούρα: Τοπική αυτοδιοίκηση ή ελευθεριακός κοινοτισμός της Πρωτοβουλίας Αναρχικών Πειραιά, 2006.
[8] Από την παραπάνω μπροσούρα
· Καταγωγή από την αρχαιότητα
· Από το Βυζάντιο
· Από τη τουρκοκρατία
Στα χρόνια της τουρκοκρατίας, το βασικό κύτταρο τοπικής διοίκησης υπήρξε πράγματι η κοινότητα και είχε την ευθύνη κυρίως της πληρωμής των φόρων στην κεντρική διοίκηση. Τα τοπικά συμβούλια κι οι δημογέροντες διαχειρίζονταν το μεγαλύτερο μέρος των ζητημάτων της καθημερινής ζωής.
Μετά το 1821, το Ι΄ Ψήφισμα του Καποδίστρια (1828), που αφορούσε στη διοίκηση δεν προέβλεπε αυτοδιοικητικούς θεσμούς. Το σύστημα διοίκησης ήταν συγκεντρωτικό.
Από τον ΠΑΠΥΡΟ LAROUSSE διαβάζουμε:
«Τον θεσμό της τοπικής αυτοδιοίκησης εισήγαγε η βαυαρική αντιβασιλεία με το Β.Δ. της 27-12-1833, που συνέστησε τους δήμους ως δημόσια νομικά πρόσωπα με τοπική αρμοδιότητα, τα όργανα των οποίων αναδεικνύονταν από τους δημότες. Πρώτη, σχετικά, συνταγματική καθιέρωση έγινε στο Σύνταγμα του 1864»
Στις υπό Οθωμανική ακόμα κατοχή όμως κοινότητες της Ηπείρου, Μακεδονίας και Θράκης εξακολουθούσαν να ισχύουν οι ίδιες συνθήκες και να είναι αυτές που διαχειρίζονταν τα ζητήματα της καθημερινότητας των κατοίκων τους[3].
Με την απελευθέρωση όμως και την ενσωμάτωσή τους στο νεοελληνικό κράτος και με τον νόμο ΔΝΖ/ 1912, που εισήγαγε την κοινότητα-παράλληλα με τον δήμο- ως τύπο ΟΤΑ πρώτου βαθμού, έχασαν και αυτές τα προηγούμενα χαρακτηριστικά.
Τα λείψανά της νεοελληνικής κοινότητας θα τα διασκορπίσει αδυσώπητα ο τελευταίος ελληνικός εμφύλιος (1946-1949), όπου οι κυνηγημένοι θα αφήσουν τα χωριά για την ανώνυμη καταφυγή στις πόλεις.[4]
Μετά τον εμφύλιο:
Με το ΝΔ 2888/1954 θεσπίστηκε νέος Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας που ρύθμισε τα της τοπικής αυτοδιοίκησης τις επόμενες δεκαετίες και ο οποίος τροποποιήθηκε το 1975 και κωδικοποιήθηκε με το ΠΔ 933/1975. Βασική ήταν η διάταξη του άρθρου 102 του Συντάγματος του 1975, σύμφωνα με την οποία κατοχυρώθηκε μεταξύ άλλων η αρμοδιότητα των δήμων και των κοινοτήτων σε όλες τις τοπικές υποθέσεις και ορίστηκαν ως πρώτη βαθμίδα της τοπικής αυτοδιοίκησης οι δήμοι και οι κοινότητες.
Με τον νόμο 1235/1982 αναβαθμίστηκε ο θεσμός των νομαρχιακών συμβουλίων και με τον νόμο 1622/1986 και το προεδρικό διάταγμα 51/1987 η επικράτεια χωρίστηκε σε 13 περιφέρειες. Με τον νόμο 1878/1990 και στη συνέχεια με το νόμο 2218/1994 οι αρμοδιότητες της παλιάς νομαρχίας μεταβιβάζονταν στην αιρετή πλέον Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση και στα όργανα της: τον νομάρχη, το Νομαρχιακό Συμβούλιο και τις Νομαρχιακές Επιτροπές. Το 1997 ψηφίστηκε ο νόμος 2539/1997, γνωστότερος ως Πρόγραμμα «Ιωάννης Καποδίστριας», που επανακαθόρισε τους πρωτοβάθμιους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης με πληθυσμιακά και χωροταξικά κριτήρια. Με το πρόγραμμα «Καποδίστρια» και τις μεταγενέστερες ελάσσονες τροποποιήσεις του συστάθηκαν 901 δήμοι και 130 κοινότητες, από τους 369 δήμους και τις 5.554 κοινότητες της απογραφής του 1991. Οι 748 από τους καποδιστριακούς δήμους προήλθαν από τη συνένωση δήμων και κοινοτήτων, δυο κοινότητες αναγνωρίστηκαν ως δήμοι και σε 151 δήμους δεν σημειώθηκε καμιά αλλαγή. Όσον αφορά τις κοινότητες, οι 108 παρέμειναν αμετάβλητες και 22 προέκυψαν από συνένωση άλλων κοινοτήτων.
Με το αναθεωρημένο Σύνταγμα του 2001 κατοχυρώθηκαν πλέον συνταγματικά δύο βαθμοί αυτοδιοίκησης αντί του ενός, χωρίς να αναφέρονται ρητά ούτε οι δήμοι και οι κοινότητες για τους ΟΤΑ του πρώτου βαθμού, αλλά ούτε και η νομαρχιακή αυτοδιοίκηση για τους ΟΤΑ δεύτερου βαθμού. Η κατοχύρωση αυτή είναι περιοριστική, καθώς ο κοινός νομοθέτης δεν έχει πλέον την δυνατότητα να προσθέσει επιπλέον βαθμό, με αποτέλεσμα να αποκλείεται πλέον κάθε προοπτική μελλοντικής καθιέρωσης της τριτοβάθμιας αυτοδιοίκησης.
Τελικά πριν το 1999 υπήρχαν 5.560 κοινότητες-νομικά πρόσωπα, με τον Καποδίστρια έμειναν 130 και στη συνέχεια με τον Καλλικράτη καταργήθηκε εντελώς ο θεσμός της κοινότητας, όπως τον ξέραμε και έχουμε τις «κοινότητες». Δηλαδή κάθε «καλλικτρατιος» δήμος χωρίζεται σε διαμερίσματα με την επίσημη ονομασία «δημοτικές ενότητες» -οι οποίες ταυτίζονται ουσιαστικά με τους δήμους που συνενώθηκαν- και αυτές με τη σειρά τους σε «κοινότητες», που ταυτίζονται χωρικά με τα δημοτικά διαμερίσματα των πρώην καποδιστριακών δήμων. Οι τελευταίες διαθέτουν δικά τους συμβούλια, ο ρόλος αυτών όμως είναι συμβουλευτικός και δεν μπορούν να λάβουν αποφάσεις.
Το «Σχέδιο Καλλικράτης»[5] ολοκλήρωσε την κατάργηση της νομικής –διοικητικής ύπαρξης της κοινότητας συνολικά, πράγμα που ο «Καποδίστριας» δεν το είχε κάνει (είχε διατηρήσει, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω 130 κοινότητες)[6]. Περάσαμε από ένα έτσι και αλλιώς συγκεντρωτικό σύστημα Τ.Α., σε ένα ακόμα πιο συγκεντρωτικό τέτοιο. Πρόκειται στην ουσία για αποκέντρωση του κράτους και όχι για Τοπική Αυτοδιοίκηση, που «έχει ως επίκεντρο το δήμαρχο ο οποίος μπορεί να διορίσει τους αντιδημάρχους καθώς και τις επιτροπές - όργανα του δήμου. Δεν υπάρχει κανένα περιθώριο παρέμβασης στους υπάρχοντες μηχανισμούς που να έχει προοπτική χειραφέτησης καθότι οι εκλογές διαμορφώνουν ένα σώμα λίγων ανθρώπων που παίρνει αποφάσεις για τέσσερα χρόνια ενώ οι υποχρεωτικές από το νόμο (ο οποίος σπάνια εφαρμόζεται στη συγκεκριμένη διάταξη) ετήσιες συνελεύσεις έχουν συμβουλευτικό χαρακτήρα»[7].
Η πρακτική της σημερινής Τ.Α. είναι: «αύξηση της φορολογίας, επινόηση νέων φόρων, σύσταση δημοτικών επιχειρήσεων που επιβάλουν τις νέες ελαστικές εργασιακές σχέσεις, εφαρμογή των Τοπικών Συμφώνων Απασχόλησης, καθώς και μια σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση (επιδοτήσεις) και τέλος η δυνατότητα για τις έμμεσες και άμεσες χορηγίες από τους τοπικούς ή όχι επιχειρηματίες, δείχνουν την πορεία που έχουν. Όλα τα παραπάνω συνηγορούν στις περικοπές κοινωφελών δαπανών που κρίνονται πλέον ασύμφορες (π.χ. παιδικοί σταθμοί), στις απολύσεις εργαζομένων και στην εφαρμογή των νόμων για τις συμβάσεις ορισμένου έργου, στην εγκατάλειψη των δημοτικών χώρων (π.χ. παιδικές χαρές, ΚΑΠΗ κλπ), στην ιδιοποίηση δημόσιων χώρων στα πλαίσια εξεύρεσης πόρων και γενικότερα στο ξεπούλημα της δημοτικής περιουσίας.»[8]
Σήμερα λοιπόν θα χρειασθεί να «ανακαλυφθεί» εξ αρχής η συλλογική υπόσταση της κοινότητας. Να προταθεί ο συνειδητός έλεγχος της ζωής των πολιτών από τους ίδιους, με συμμετοχή όλων στη δημόσια ζωή. Ο αληθινός διάλογος, η πλήρης ενημέρωση όλων από μέσα επικοινωνίας ελεγχόμενα από τους ίδιους τους πολίτες, η διαβούλευση και η συναπόφαση σε κοινοτικές, συνοικιακές και δημοτικές συνελεύσεις που θα συνεργάζονται σε περιφερειακό και εθνικό επίπεδο θα είναι τα βήματα αυτής της πορείας. Σε αυτό θα βοηθήσουν και οι απόψεις των νεοελλήνων κοινοτιστών μετά το 1900.
[1] Γιώργος Κολέμπας/Βασίλης Γιόκαρης, Κοινωνικοποίηση, οι εκδόσεις των συναδέλφων 2012, σελ.101-102
[2] «Οι ιστορικές έριδες για τις ρίζες των κοινοτήτων» - www.ethnos.gr/article.asp?catid=12128&subid=2&pubid=37918948
[3] Σύμφωνα με τον Ι. Δραγούμη, που π.χ. έγραψε ολόκληρο βιβλίο για τις εμπειρίες του από την κοινότητα της Σαμοθράκης και τη σχετική αυτονομία υπό τους οθωμανούς: «οι δημογέροντες μαζί με το δεσπότη δικάζουν οικογενειακές και κληρονομικές διαφορές συμβιβάζουν και άλλες ιδιωτικές διαφορές και αποφασίζουν για τα κοινά συμφέροντα. Επιτρόπους, εφόρους και δημογέροντες, τους εκλέγει ο λαός κάθε δυο τρία χρόνια σε γενική συνάθροιση, γιατί αυτός ξέρει καλλίτερα τους καλούς και τους άξιους για να κυτάζουν τα συμφέροντα του τόπου και ο δεσπότης επικυρώνει μονάχα την εκλογή. Δημογέροντες είναι είτε οι ίδιοι οι έφοροι και επίτροποι μαζί είτε και άλλοι. Αυτοί αντιπροσωπεύουν την κοινότητα σε κάθε περίσταση, συμφωνούν το δάσκαλο και τη δασκάλα και ο δεσπότης μονάχα επικυρώνει το διορισμό, συνάζουν τα κοινοτικά χρήματα, πληρώνουν μισθούς σε καντηλανάφτες, ψάλτες και δασκάλους, βάζουν δραγάτες και δασοφύλακες, σαν είναι ανάγκη, φροντίζουν τους δρόμους τους κοινοτικούς, τα υδραγωγεία, τα νεκροταφεία, τις βρύσες, κυτάζουν τα κοινοτικά χτήματα, οικόπεδα και σπίτια, που τα εισοδήματα τους χρησιμεύουν πάλι για τις κοινοτικές ανάγκες».
Βέβαια παρά την όποια αυτονομία οι Σαμοθρακίτες δεν έπαυαν να αντιμετωπίζουν την σκληρότητα του επικυρίαρχου. «Στα 1855 βρέθηκε κάποιος πολύ σκληρός μουντίρης και χριστιανομάχος, καθώς τον έλεγαν οι νησιώτες, ο Χουσεΐν - εφέντης. Δε θα κατάφερναν, φαίνεται, να τον ξεφορτωθούν αλλιώς οι Σαμοθρακίτες, και αποφάσισαν και τον ξεμπέρδεψαν». Από το: http://alepakos.blogspot.gr/2012/09/1831-1912.html
[4] Θεόδωρος Ζιάκας, Αυτοείδωλον εγενόμην, εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήνα, 2005
[5] Tο οποίο δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 87/τ.Α'/2010. Ο «Καλλικράτης» θεωρείται συνέχεια του «Καποδίστρια» (Ν.2539/97), με την έννοια ότι και οι δύο νόμοι ψηφίσθηκαν από κυβέρνηση του ίδιου κόμματος (ΠΑΣΟΚ) και διέπονται από παρόμοια φιλοσοφία αναγκαστικής συνένωσης των μικρών δήμων σε μεγαλύτερους. Με τον «Καλλικράτη» έχουμε επτά αποκεντρωμένες διοικήσεις, δεκατρείς αιρετές περιφέρειες και 325 δήμους. Ο μέσος όρος κατοίκων στους καλλικρατικούς δήμους είναι περίπου 30.000, πολύ μεγαλύτερος σε σύγκριση με τον μ.ο. των γερμανικών π.χ. δήμων, που είναι περίπου 8.000.
[6] Μεταξύ αυτών και οι λεγόμενες Ιστορικές Κοινότητες, που συντονίστηκαν μάλιστα σε Εθνικό Δίκτυο πολιτισμού, παράδοσης και κοινοτικού βίου «Tων Ελλήνων οι Κοινότητες» . Στο δίκτυο ανήκαν έξι Κοινότητες: Αμπελάκια Θεσσαλίας, Μακρινίτσα Πηλίου, Νυμφαίο Φλώρινας, Οία Σαντορίνης, Πάνορμος Τήνου και Πάπιγκο Ζαγορίου.
[7] Από τη μπροσούρα: Τοπική αυτοδιοίκηση ή ελευθεριακός κοινοτισμός της Πρωτοβουλίας Αναρχικών Πειραιά, 2006.
[8] Από την παραπάνω μπροσούρα