α) Η παραγωγή της γνώσης
Σήμερα η γνώση έχει αναδειχθεί σε κατεξοχήν μέσο κυριαρχίας και επιβολής από αυτούς που τη κατέχουν. Η κάθε νέα παραγόμενη γνώση και καινοτομία όμως προέρχεται από μια συλλογική και κοινωνικοποιημένη διαδικασία. Στηρίζεται σε προηγούμενη γνώση και θεωρία, σε παλιότερες καινοτομίες, που έχουν μεταδοθεί από χιλιάδες πρώην επώνυμους και ανώνυμους ερευνητές και δημιουργούς της γνώσης.
Η συλλογική αυτή διάσταση της γνώσης και της επιστήμης δεν ήταν μόνο αποτέλεσμα συνειδητής συνεργασίας. Ήταν συνήθως αποτέλεσμα τυχαίας μετάδοσης της γνώσης στο χρόνο και το χώρο. Άρα κάθε νέα γνώση και εφαρμογή της είναι στην ουσία κοινωνικό προϊόν και ανήκει στην κοινότητα. Δε μπορεί να μετατρέπεται σε ιδιωτικό προϊόν. Δε μπορεί μέσω των νόμων της «πνευματικής ιδιοκτησίας» και των «πατεντών» να παίρνει τη μορφή «ιδιωτικού εμπορεύματος». Και όμως αυτό συμβαίνει βασικά σήμερα.
Το «πληροφοριακό τεχνολογικό υπόδειγμα» όμως φέρνει μαζί του σήμερα και κάτι νέο. Δίνει έμφαση στην άτυπη δικτύωση και στην ευελιξία. Χαρακτηρίζεται από την ενσωμάτωση διάφορων τεχνολογιών όπως η μικροηλεκτρονική, οι τηλεπικοινωνίες, η οπτικοηλεκτρονική και οι υπολογιστές σε ένα μεγαλύτερο σύστημα με τη μορφή δικτύου.
Η δομή και η λογική του δικτύου αντικρούουν εγγενώς τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, που έχουν σαν κυρίαρχη δομή, αυτή της πυραμίδας. Απαιτούν, η γνώση που παράγεται σε κάθε κόμβο ενός παγκόσμια ολοκληρωμένου δικτύου, να πρέπει να ρέει ελεύθερα και οριζόντια προς όλες τις κατευθύνσεις, σε όλους τους άλλους κόμβους. Υπάρχει μια «ομότιμη»-όπως έχει ονομασθεί- παραγωγή της γνώσης που έχει χαρακτηριστικά μη αποκλεισμού και μη ανταγωνιστικότητας και μπορεί να αναπαραχθεί χωρίς επιπλέον κόστος. Έτσι σήμερα φαίνεται πάλι καθαρά ότι η γνώση σαν κοινωνικά παραγόμενο αγαθό θα πρέπει να ξαναμετατραπεί σε κοινοτικό. Σε μια κοινωνία αποανάπτυξης δε μπορεί παρά να ανήκει στα «Κοινά»(Commons).
β) Παιδεία και εκπαίδευση
H παιδεία και η εκπαίδευση, από μέσο διατήρησης και αναπαραγωγής της εξουσίας της κυρίαρχης τάξης που είναι σήμερα, θα πρέπει να γίνει μέσο ισοκατανομής εξουσίας και πόρων, καθώς και μέσο προώθησης των νέων αξιών του κοινοτισμού και της αποανάπτυξης. Ένα μέσο διεύρυνσης της συλλογικής και ατομικής συνείδησης προς όφελος της κοινότητας, αλλά και του προσώπου. Ένα μέσο δημιουργίας του νέου απαραίτητου ανθρωπολογικού τύπου.
Θα έχει σα στόχο να κατανοήσουν οι πολίτες- μέλη των κοινοτήτων- το κόσμο από τη μια, και από την άλλη να αποκτήσουν τα γνωστικά εργαλεία για να φέρνουν σε πέρας κάθε δραστηριότητα που θα επιλέγουν, ώστε να συνεισφέρουν στις συλλογικές προσπάθειες της κοινότητάς τους για την κάλυψη των βασικών της αναγκών. Θα πρέπει να δίνει εξίσου βάρος στην επιστήμη, στην αισθητική αντίληψη, στην ευαισθησία και ενσυναίσθηση.
Πιο συγκεκριμένα η εκπαίδευση, ιδιαίτερα της νέας γενιάς, θα:
1. προάγει τις αξίες της αλληλεγγύης, της δικαιοσύνης, της ποικιλομορφίας, της αυτοδιαχείρισης, της κοινωνικής και ατομικής αυτονομίας
2. ενθαρρύνει τους εκπαιδευόμενους να ανακαλύπτουν, να εξερευνούν και να ικανοποιούν τις δυνατότητες και προοπτικές τους, να σκέφτονται ολιστικά(αναλυτικά-συνθετικά), να επιχειρηματολογούν και να αξιολογούν με κριτήριο την πράξη, να συνεργάζονται σε συλλογικές εργασίες, να μαθαίνουν από τους ήδη έμπειρους σε ένα θέμα, να μη διαχωρίζουν την διανοητική και χειρωνακτική εργασία κ.λ.π.
3. δημιουργεί νέους θεσμούς μετάδοσης της γνώσης κατά βάση αυτοδιαχειριζόμενους. Οι σπουδαστές μαζί με τους εκπαιδευτές-διδάσκοντες, σε συνελεύσεις αποφασίζουν ισότιμα το πρόγραμμα σπουδών, τους χώρους και τη μορφή της εκπαίδευσης. Επικρατούν μη ιεραρχικές σχέσεις, όπου οι σπουδαστές μαθαίνουν από τους διδάσκοντες και αντίστροφα. Οι διδάσκοντες δεν θα είναι μόνο «διδάσκαλοι», αλλά θα ασκούν ένα σύνολο δραστηριοτήτων και πρακτικών. Το κύρος κάποιου επιβεβαιώνεται από τη γνώση-πείρα που θα έχει για μια δραστηριότητα ή ένα θέμα και όχι οπωσδήποτε από κάποιο δίπλωμα. Ο κάθε θεσμός θα στηρίζεται βασικά στην αυτοπειθαρχία και αυτοαξιολόγηση. Κρίσιμο σημείο θα είναι το αν οι θεσμοί αυτοί θα πάρουν τη μορφή του σημερινού μαζικού σχολείου ή θα υπάρξει «αποσχολειοποίηση» με τη μορφή «εκπαιδευτικών ομάδων» («πρωτοβάθμιων» για το υποχρεωτικό στάδιο, «δευτεροβάθμιων» για ημιειδικευμένη εκπαίδευση και «τριτοβάθμιων» για εξειδικευμένη γνώση).
Η μετάβαση προς αυτή την παιδεία θα μπορούσε να ξεκινήσει από τώρα, αν υπήρχε ένα κίνημα χειραφετικής εκπαίδευσης, που σταδιακά θα απαιτούσε: α) Η κοινότητα των καθηγητών-γονιών-μαθητών να μπορεί να παίζει αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση της σχολικής ζωής και του σχολικού προγράμματος, β) μια μετατόπιση της εκπαίδευσης επί του «πεδίου» των υπαρχόντων σήμερα κοινοτικών οικονομικών- κοινωνικών- πολιτιστικών εγχειρημάτων των άμεσων παραγωγών, καθώς και των εγχειρημάτων «ομότιμης» παραγωγής του διαδικτύου.
[1] Άρθρο στηριγμένο στο κεφάλαιο «Η κοινωνικοποίηση της εκπαίδευσης και ο ανθρωπολογικός τύπος», που υπάρχει στο βιβλίο των συγγραφέων: «Ο ανθρωπολογικός τύπος της αποανάπτυξης τοπικοποίησης», των Γ. Κολέμπα και Γ. Μπίλλα, εκδόσεις των συναδέλφων
Σήμερα η γνώση έχει αναδειχθεί σε κατεξοχήν μέσο κυριαρχίας και επιβολής από αυτούς που τη κατέχουν. Η κάθε νέα παραγόμενη γνώση και καινοτομία όμως προέρχεται από μια συλλογική και κοινωνικοποιημένη διαδικασία. Στηρίζεται σε προηγούμενη γνώση και θεωρία, σε παλιότερες καινοτομίες, που έχουν μεταδοθεί από χιλιάδες πρώην επώνυμους και ανώνυμους ερευνητές και δημιουργούς της γνώσης.
Η συλλογική αυτή διάσταση της γνώσης και της επιστήμης δεν ήταν μόνο αποτέλεσμα συνειδητής συνεργασίας. Ήταν συνήθως αποτέλεσμα τυχαίας μετάδοσης της γνώσης στο χρόνο και το χώρο. Άρα κάθε νέα γνώση και εφαρμογή της είναι στην ουσία κοινωνικό προϊόν και ανήκει στην κοινότητα. Δε μπορεί να μετατρέπεται σε ιδιωτικό προϊόν. Δε μπορεί μέσω των νόμων της «πνευματικής ιδιοκτησίας» και των «πατεντών» να παίρνει τη μορφή «ιδιωτικού εμπορεύματος». Και όμως αυτό συμβαίνει βασικά σήμερα.
Το «πληροφοριακό τεχνολογικό υπόδειγμα» όμως φέρνει μαζί του σήμερα και κάτι νέο. Δίνει έμφαση στην άτυπη δικτύωση και στην ευελιξία. Χαρακτηρίζεται από την ενσωμάτωση διάφορων τεχνολογιών όπως η μικροηλεκτρονική, οι τηλεπικοινωνίες, η οπτικοηλεκτρονική και οι υπολογιστές σε ένα μεγαλύτερο σύστημα με τη μορφή δικτύου.
Η δομή και η λογική του δικτύου αντικρούουν εγγενώς τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, που έχουν σαν κυρίαρχη δομή, αυτή της πυραμίδας. Απαιτούν, η γνώση που παράγεται σε κάθε κόμβο ενός παγκόσμια ολοκληρωμένου δικτύου, να πρέπει να ρέει ελεύθερα και οριζόντια προς όλες τις κατευθύνσεις, σε όλους τους άλλους κόμβους. Υπάρχει μια «ομότιμη»-όπως έχει ονομασθεί- παραγωγή της γνώσης που έχει χαρακτηριστικά μη αποκλεισμού και μη ανταγωνιστικότητας και μπορεί να αναπαραχθεί χωρίς επιπλέον κόστος. Έτσι σήμερα φαίνεται πάλι καθαρά ότι η γνώση σαν κοινωνικά παραγόμενο αγαθό θα πρέπει να ξαναμετατραπεί σε κοινοτικό. Σε μια κοινωνία αποανάπτυξης δε μπορεί παρά να ανήκει στα «Κοινά»(Commons).
β) Παιδεία και εκπαίδευση
H παιδεία και η εκπαίδευση, από μέσο διατήρησης και αναπαραγωγής της εξουσίας της κυρίαρχης τάξης που είναι σήμερα, θα πρέπει να γίνει μέσο ισοκατανομής εξουσίας και πόρων, καθώς και μέσο προώθησης των νέων αξιών του κοινοτισμού και της αποανάπτυξης. Ένα μέσο διεύρυνσης της συλλογικής και ατομικής συνείδησης προς όφελος της κοινότητας, αλλά και του προσώπου. Ένα μέσο δημιουργίας του νέου απαραίτητου ανθρωπολογικού τύπου.
Θα έχει σα στόχο να κατανοήσουν οι πολίτες- μέλη των κοινοτήτων- το κόσμο από τη μια, και από την άλλη να αποκτήσουν τα γνωστικά εργαλεία για να φέρνουν σε πέρας κάθε δραστηριότητα που θα επιλέγουν, ώστε να συνεισφέρουν στις συλλογικές προσπάθειες της κοινότητάς τους για την κάλυψη των βασικών της αναγκών. Θα πρέπει να δίνει εξίσου βάρος στην επιστήμη, στην αισθητική αντίληψη, στην ευαισθησία και ενσυναίσθηση.
Πιο συγκεκριμένα η εκπαίδευση, ιδιαίτερα της νέας γενιάς, θα:
1. προάγει τις αξίες της αλληλεγγύης, της δικαιοσύνης, της ποικιλομορφίας, της αυτοδιαχείρισης, της κοινωνικής και ατομικής αυτονομίας
2. ενθαρρύνει τους εκπαιδευόμενους να ανακαλύπτουν, να εξερευνούν και να ικανοποιούν τις δυνατότητες και προοπτικές τους, να σκέφτονται ολιστικά(αναλυτικά-συνθετικά), να επιχειρηματολογούν και να αξιολογούν με κριτήριο την πράξη, να συνεργάζονται σε συλλογικές εργασίες, να μαθαίνουν από τους ήδη έμπειρους σε ένα θέμα, να μη διαχωρίζουν την διανοητική και χειρωνακτική εργασία κ.λ.π.
3. δημιουργεί νέους θεσμούς μετάδοσης της γνώσης κατά βάση αυτοδιαχειριζόμενους. Οι σπουδαστές μαζί με τους εκπαιδευτές-διδάσκοντες, σε συνελεύσεις αποφασίζουν ισότιμα το πρόγραμμα σπουδών, τους χώρους και τη μορφή της εκπαίδευσης. Επικρατούν μη ιεραρχικές σχέσεις, όπου οι σπουδαστές μαθαίνουν από τους διδάσκοντες και αντίστροφα. Οι διδάσκοντες δεν θα είναι μόνο «διδάσκαλοι», αλλά θα ασκούν ένα σύνολο δραστηριοτήτων και πρακτικών. Το κύρος κάποιου επιβεβαιώνεται από τη γνώση-πείρα που θα έχει για μια δραστηριότητα ή ένα θέμα και όχι οπωσδήποτε από κάποιο δίπλωμα. Ο κάθε θεσμός θα στηρίζεται βασικά στην αυτοπειθαρχία και αυτοαξιολόγηση. Κρίσιμο σημείο θα είναι το αν οι θεσμοί αυτοί θα πάρουν τη μορφή του σημερινού μαζικού σχολείου ή θα υπάρξει «αποσχολειοποίηση» με τη μορφή «εκπαιδευτικών ομάδων» («πρωτοβάθμιων» για το υποχρεωτικό στάδιο, «δευτεροβάθμιων» για ημιειδικευμένη εκπαίδευση και «τριτοβάθμιων» για εξειδικευμένη γνώση).
Η μετάβαση προς αυτή την παιδεία θα μπορούσε να ξεκινήσει από τώρα, αν υπήρχε ένα κίνημα χειραφετικής εκπαίδευσης, που σταδιακά θα απαιτούσε: α) Η κοινότητα των καθηγητών-γονιών-μαθητών να μπορεί να παίζει αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση της σχολικής ζωής και του σχολικού προγράμματος, β) μια μετατόπιση της εκπαίδευσης επί του «πεδίου» των υπαρχόντων σήμερα κοινοτικών οικονομικών- κοινωνικών- πολιτιστικών εγχειρημάτων των άμεσων παραγωγών, καθώς και των εγχειρημάτων «ομότιμης» παραγωγής του διαδικτύου.
[1] Άρθρο στηριγμένο στο κεφάλαιο «Η κοινωνικοποίηση της εκπαίδευσης και ο ανθρωπολογικός τύπος», που υπάρχει στο βιβλίο των συγγραφέων: «Ο ανθρωπολογικός τύπος της αποανάπτυξης τοπικοποίησης», των Γ. Κολέμπα και Γ. Μπίλλα, εκδόσεις των συναδέλφων