Αν θέλεις ένα καλύτερο μέλλον, δεν μπορείς να αποφύγεις μια κρίσιμη αναδρομική ανασκόπηση
Η δεύτεη δεκαετία του 2000 τελείωσε. Θα περάσει στην ιστορία ως μια δεκαετία νέας μεγάλης κοινωνικής ανισότητας. Στην Ευρώπη ξεκίνησε από τη Γερμανία μέσω της πολιτικής ατζέντας του Γκέρχαρντ Σρέντερ(Agenda 2010), η οποία πλαισιώθηκε από τη παγκόσμια κυριαρχία των χρηματοπιστωτικών αγορών και επικράτησε μια αρχή: η απόδοση του κεφαλαίου είναι μόνιμα υψηλότερη από τον ρυθμό αύξησης της παραγωγής και του εισοδήματος. Σημαίνει: μέσω της απλής εργασίας, μέσω της εξοικονόμησης, κανένας πολίτης δεν μπορεί ποτέ να προλάβει αυτό που οι επενδυτές επιτυγχάνουν μέσω του επιτοκίου και των αποδόσεων του επενδυμένου κεφαλαίου στις διεθνείς αγορές[1]. Ή για παράδειγμα: αξίζει περισσότερο για τους επενδυτές να σπεκουλάρουν στην αύξηση της αξίας των ακινήτων από το να επιδιώκουν να παίρνουν τα ίδια τα νοίκια !
Το πολιτικό σύστημα παντού-και όχι μόνο στην ηγεμονεύουσα στην Ευρώπη Γερμανία-έχει πλέον σχεδιαστεί για να προστατεύει περισσότερο τις τράπεζες και την οικονομία, παρά τους πολίτες του. Αυτό δημιουργεί αξεπέραστες κοινωνικές εντάσεις και οι θεμελιώδεις αρχές της Δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων βρίσκονται υπό αμφισβήτηση.
Αποτελεί ειρωνεία, αλλά ο καπιταλισμός με αυτό τον τρόπο κατέστρεψε την ίδια τη βασική του ιδέα. Μάθαμε στη δεκαετία του 2010 ότι, παρά τη σκληρή δουλειά και την εκπαίδευση, δεν υπάρχει καθόλου πιθανότητα να ανελιχθεί κανείς κοινωνικά με τον μισθό και την εξοικονόμηση. Όλο και λιγότεροι άνθρωποι πιστεύουν πια στη βασική φιλοδοξία του καπιταλισμού: ότι με μεγαλύτερη μελλοντική προσπάθεια, το μέλλον των παιδιών και των εγγονιών θα μπορεί να γίνει καλύτερο. Οι δυτικές δημοκρατίες αντιδρούν σε αυτή τη μαζική αλλαγή του παραδείγματος με τρεις παράδοξες στρατηγικές: πόλωση αντί πολυφωνίας, εμμονή αντί αλλαγής, εγωισμός-ατομικισμός αντί συνεργασίας.
Το Διαδίκτυο ενθαρρύνει την πόλωση
Στην πόλωση συμβάλει κατά πολύ η σημαντικότερη τεχνολογική καινοτομία της δεκαετίας: το Διαδίκτυο είναι πανταχού παρόν στην εποχή των smartphones. Αλλά αντί της ελευθερίας του να εξετάζουμε καλά τα γεγονότα και να συμμετέχουμε σε διαλόγους και συζητήσεις[2] παντού εκφράζοντας τις απόψεις μας, την έχουμε ανταλλάξει αυτήν την ελευθερία με την υποχώρηση και την ένταξη-χαριν της ασφάλειας τάχα- σε προστατευτικά φίλτρα των παρόχων εταιρειών τα οποία ενισχύουν στην ουσία την εχθρότητα-αποκλεισμό των διαφορετικών απόψεων και όχι τη διαβούλευση-σύνθεσή τους.
Δεν χρησιμοποιούμε τα νέα μέσα επικοινωνίας για να ενώσουμε τις δυνάμεις μας, να ανταλλάξουμε γνώσεις, να συνεργαστούμε ενάντια στην υπεροχή των χρηματοπιστωτικών αγορών. Αντ ' αυτού, πολεμάμε και ανταγωνιζόμαστε μεταξύ μας με τα εικονικά εγώ μας. Θα ήταν πολύ καλύτερο να συνδυαζαμε και να συνθέταμε τη δύναμη της επικοινωνίας μας και ενώνοντά την να καταφέρναμε να κάνουμε τον κρυφό, περίπλοκο και ισχυρό κοινό μας αντίπαλο, πιο απτό και φανερό και έτσι πιο ευάλωτο.
Η πόλωση που έχει σχεδιαστεί στο διαδίκτυο, χαρακτηρίζει αυτή τη δεκαετία , αντί της ικανότητας διαφοροποίησης και του σεβασμού της αξίας της πλουραλισμού. Η προθυμία μας να δεχτούμε εναλλακτικές προτάσεις ως ευκαιρία για νέες λύσεις, μειώνεται συνεχώς. Επιπλέον: στη δεκαετία του 2010, ήταν πιο έντονη από ποτέ, η ανάγκη όχι μόνο να κερδίζουμε στις διαδικτυακές συζητήσεις, αλλά και να διαγράφουμε τελειωτικά διαφορετικές από μας απόψεις
Ψηφιοποίηση: οι άνθρωποι αντιδρούν με εμμονές
Είτε πρόκειται για βλάβες από εμβολιασμούς, είτε για ομοιοπαθητική ιατρική και εναλλακτικές θεραπείες, είτε για εκπαιδευτική πολυμορφία, είτε για ανθρωποαιτιατή κλιματική αλλαγή – σε όλο και περισσότερες περιπτώσεις δεν ακούμε πλέον, αλλά προσπαθούμε να κάνουμε τον αντίπαλο των απόψεών μας ανίκανο να μιλά, με καταιγιστική- αφορεστική ρητορική-λογική. Δεν υπομένουμε, ούτε αποδεχόμαστε πλέον την αμφισημία των πραγμάτων και των απόψεων, αλλά αυθαίρετα αναζητούμε τη διαύγεια και μετά συγχέουμε αυτήν με την αλήθεια.
Τα παγκόσμια χρηματοπιστωτικά συστήματα δημιούργησαν νέες ψηφιακές αγορές την τελευταία δεκαετία. Ανεξάρτητα από το αν θέλουμε να αντισταθούμε στην ψηφιοποίηση ή να επωφεληθούμε από αυτήν: σε κάθε περίπτωση πρέπει να κάνουμε μια τεράστια αλλαγή στον εαυτό μας. Δεχόμαστε μεγάλη πίεση για επανεξέταση των απόψεών μας, της στάσης μας και του τρόπου ζωής μας από την επερχόμενη με ταχείς ρυθμούς κλιματική κρίση.
Η πλειονότητα των ανθρώπων-ο κυρίαρχος ανθρωπολογικός τύπος που έχει διαμορφώσει ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός σήμερα- δεν αντιδρά στην προφανή ανάγκη για αλλαγή με κάποια επανάσταση ή επιδίωξη του νέου, αλλά με επιμονή και εμμονή στο παλαιό. Τα υπάρχοντα κόμματα δεν διαδραματίζουν σχεδόν κανένα ρόλο στη διατύπωση πρακτικών λύσεων, όπως δείχνουν οι τελευταίες εκλογές, ιδιαίτερα στην Ελλάδα: δεν έχει σημασία αν ο πρωθυπουργός προέρχεται από τη δεξιά ή την αριστερά, εκλέγεται σαν το «μη χείρον βέλτιστο», όσο προβάλλεται από το σύστημα των ΜΜΕ ότι μπορεί να εξασφαλίσει την ικανοποίηση της ανάγκης για σταθερότητα σε έναν κόσμο διάβρωσης, που συνεχώς αποσαθρώνεται. Ή, ακόμα χειρότερα, η παράδοξη λαχτάρα για αλλαγή από τη μια και σταθερή ηγεσία από την άλλη, στοιχίζεται πίσω από λαϊκιστές όπως ο Τραμπ, ο Τζόνσον, η Λεπαίν ή η «εναλλακτική για τη Γερμανία».
Το παράδοξο της περασμένης δεκαετίας: η μοναξιά αντί της συνεργασίας
Όλα αυτά οδηγούν στο τελευταίο και ισχυρότερο παράδοξο της δεκαετίας. Το κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο εγώ έχει εσωτερικοποιήσει την επιμέλεια και τη συνεχή βελτιστοποίηση, αλλά δεν μπορεί να επιτύχει κάτι ούτε πολιτικά, ούτε κοινωνικοοικονομικά. Έτσι υποχωρεί στον τελευταίο χώρο που έχει στη διάθεσή του και μπορεί να ελέγξει: τον εαυτό. Ποτέ πριν στην ιστορία τόσοι πολλοί άνθρωποι σε όλο τον κόσμο δεν παρακολουθούν τους άλλους καθώς απομονώνονται, αντί να συνεργάζονται.
Η επόμενη δεκαετία του `20, μπορεί και πρέπει να ξεπεράσει αυτά τα παράδοξα, αν δεν θέλει να καταστρέψει τις βάσεις της ζωής-διαβίωσης και τις δυνατότητες για πραγματική δημοκρατία. Πρέπει επιτέλους να δώσουμε τη σωστή μάχη εμείς οι σημερινοί «απο κάτω»: όχι μεταξύ μας, αλλά ενάντια στις απλοϊκές δεξιές λύσεις και κατά της απεριόριστης ανάπτυξης των εσόδων από κεφαλαιουχικά μερίσματα. Είναι καιρός να καθαιρέσουμε την εικονική χρηματοπιστωτική οικονομία από την κορυφή που είναι σήμερα.
Για τις δεκαετίες μετά το 2030
Από το πλήθος των ιδεών που υπάρχουν εδώ και πολύ καιρό στα προτάγματα της Αποανάπτυξης-Αυτονομίας-Κοινοτισμού-Άμεσης Δημοκρατίας, πρέπει να αναπτύξουμε τις επόμενες δεκαετίες-μετά την κατάρρευση ίσως του σημερινού κόσμου(;)- ένα σαφώς διατυπωμένο όραμα: έναν καινοτόμο αλλά κοινωνικά δίκαιο αποαναπτυξιακό κόσμο της ισοκατανομής πόρων και εξουσιών και της Κοινότητας των Κοινοτήτων στον οποίο ο καθένας , αλλά και οι κοινότητες των μελλουσών γενιών, θα έχουν ευκαιρίες για αυτο-ανάπτυξη και ευζωία.
[1] Για το σύνολο του 2019 π.χ. τα κέρδη του δείκτη του γερμανικού χρηματιστηρίου ανήλθαν στο 26% ενώ η αντίστοιχη αύξηση του ΑΕΠ- σύμφωνα με τη γερμανική κυβέρνηση-μόνο στο 0,5%.
[2] Θα πρέπει όμως να κάνουμε μια διάκριση στους όρους διάλογος και συζήτηση: ο διάλογος έχει να κάνει περισσότερο με έκφραση και ανταλλαγή απόψεων όλων όσων συμμετέχουν σε αυτόν, με στόχο την συν-διαβούλευση και εξαγωγή κοινών συμπερασμάτων, ενώ η συζήτηση- τις περισσότερες φορές- ταυτίζεται απλά με την έκφραση –όχι από όλους τους συμμετέχοντες, αλλά από όσους έχουν κάτι να πουν- απόψεων και γνωμών με χαοτικό τρόπο χωρίς να καταλήγουν εξ ανάγκης σε κοινά συμπεράσματα.
Η δεύτεη δεκαετία του 2000 τελείωσε. Θα περάσει στην ιστορία ως μια δεκαετία νέας μεγάλης κοινωνικής ανισότητας. Στην Ευρώπη ξεκίνησε από τη Γερμανία μέσω της πολιτικής ατζέντας του Γκέρχαρντ Σρέντερ(Agenda 2010), η οποία πλαισιώθηκε από τη παγκόσμια κυριαρχία των χρηματοπιστωτικών αγορών και επικράτησε μια αρχή: η απόδοση του κεφαλαίου είναι μόνιμα υψηλότερη από τον ρυθμό αύξησης της παραγωγής και του εισοδήματος. Σημαίνει: μέσω της απλής εργασίας, μέσω της εξοικονόμησης, κανένας πολίτης δεν μπορεί ποτέ να προλάβει αυτό που οι επενδυτές επιτυγχάνουν μέσω του επιτοκίου και των αποδόσεων του επενδυμένου κεφαλαίου στις διεθνείς αγορές[1]. Ή για παράδειγμα: αξίζει περισσότερο για τους επενδυτές να σπεκουλάρουν στην αύξηση της αξίας των ακινήτων από το να επιδιώκουν να παίρνουν τα ίδια τα νοίκια !
Το πολιτικό σύστημα παντού-και όχι μόνο στην ηγεμονεύουσα στην Ευρώπη Γερμανία-έχει πλέον σχεδιαστεί για να προστατεύει περισσότερο τις τράπεζες και την οικονομία, παρά τους πολίτες του. Αυτό δημιουργεί αξεπέραστες κοινωνικές εντάσεις και οι θεμελιώδεις αρχές της Δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων βρίσκονται υπό αμφισβήτηση.
Αποτελεί ειρωνεία, αλλά ο καπιταλισμός με αυτό τον τρόπο κατέστρεψε την ίδια τη βασική του ιδέα. Μάθαμε στη δεκαετία του 2010 ότι, παρά τη σκληρή δουλειά και την εκπαίδευση, δεν υπάρχει καθόλου πιθανότητα να ανελιχθεί κανείς κοινωνικά με τον μισθό και την εξοικονόμηση. Όλο και λιγότεροι άνθρωποι πιστεύουν πια στη βασική φιλοδοξία του καπιταλισμού: ότι με μεγαλύτερη μελλοντική προσπάθεια, το μέλλον των παιδιών και των εγγονιών θα μπορεί να γίνει καλύτερο. Οι δυτικές δημοκρατίες αντιδρούν σε αυτή τη μαζική αλλαγή του παραδείγματος με τρεις παράδοξες στρατηγικές: πόλωση αντί πολυφωνίας, εμμονή αντί αλλαγής, εγωισμός-ατομικισμός αντί συνεργασίας.
Το Διαδίκτυο ενθαρρύνει την πόλωση
Στην πόλωση συμβάλει κατά πολύ η σημαντικότερη τεχνολογική καινοτομία της δεκαετίας: το Διαδίκτυο είναι πανταχού παρόν στην εποχή των smartphones. Αλλά αντί της ελευθερίας του να εξετάζουμε καλά τα γεγονότα και να συμμετέχουμε σε διαλόγους και συζητήσεις[2] παντού εκφράζοντας τις απόψεις μας, την έχουμε ανταλλάξει αυτήν την ελευθερία με την υποχώρηση και την ένταξη-χαριν της ασφάλειας τάχα- σε προστατευτικά φίλτρα των παρόχων εταιρειών τα οποία ενισχύουν στην ουσία την εχθρότητα-αποκλεισμό των διαφορετικών απόψεων και όχι τη διαβούλευση-σύνθεσή τους.
Δεν χρησιμοποιούμε τα νέα μέσα επικοινωνίας για να ενώσουμε τις δυνάμεις μας, να ανταλλάξουμε γνώσεις, να συνεργαστούμε ενάντια στην υπεροχή των χρηματοπιστωτικών αγορών. Αντ ' αυτού, πολεμάμε και ανταγωνιζόμαστε μεταξύ μας με τα εικονικά εγώ μας. Θα ήταν πολύ καλύτερο να συνδυαζαμε και να συνθέταμε τη δύναμη της επικοινωνίας μας και ενώνοντά την να καταφέρναμε να κάνουμε τον κρυφό, περίπλοκο και ισχυρό κοινό μας αντίπαλο, πιο απτό και φανερό και έτσι πιο ευάλωτο.
Η πόλωση που έχει σχεδιαστεί στο διαδίκτυο, χαρακτηρίζει αυτή τη δεκαετία , αντί της ικανότητας διαφοροποίησης και του σεβασμού της αξίας της πλουραλισμού. Η προθυμία μας να δεχτούμε εναλλακτικές προτάσεις ως ευκαιρία για νέες λύσεις, μειώνεται συνεχώς. Επιπλέον: στη δεκαετία του 2010, ήταν πιο έντονη από ποτέ, η ανάγκη όχι μόνο να κερδίζουμε στις διαδικτυακές συζητήσεις, αλλά και να διαγράφουμε τελειωτικά διαφορετικές από μας απόψεις
Ψηφιοποίηση: οι άνθρωποι αντιδρούν με εμμονές
Είτε πρόκειται για βλάβες από εμβολιασμούς, είτε για ομοιοπαθητική ιατρική και εναλλακτικές θεραπείες, είτε για εκπαιδευτική πολυμορφία, είτε για ανθρωποαιτιατή κλιματική αλλαγή – σε όλο και περισσότερες περιπτώσεις δεν ακούμε πλέον, αλλά προσπαθούμε να κάνουμε τον αντίπαλο των απόψεών μας ανίκανο να μιλά, με καταιγιστική- αφορεστική ρητορική-λογική. Δεν υπομένουμε, ούτε αποδεχόμαστε πλέον την αμφισημία των πραγμάτων και των απόψεων, αλλά αυθαίρετα αναζητούμε τη διαύγεια και μετά συγχέουμε αυτήν με την αλήθεια.
Τα παγκόσμια χρηματοπιστωτικά συστήματα δημιούργησαν νέες ψηφιακές αγορές την τελευταία δεκαετία. Ανεξάρτητα από το αν θέλουμε να αντισταθούμε στην ψηφιοποίηση ή να επωφεληθούμε από αυτήν: σε κάθε περίπτωση πρέπει να κάνουμε μια τεράστια αλλαγή στον εαυτό μας. Δεχόμαστε μεγάλη πίεση για επανεξέταση των απόψεών μας, της στάσης μας και του τρόπου ζωής μας από την επερχόμενη με ταχείς ρυθμούς κλιματική κρίση.
Η πλειονότητα των ανθρώπων-ο κυρίαρχος ανθρωπολογικός τύπος που έχει διαμορφώσει ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός σήμερα- δεν αντιδρά στην προφανή ανάγκη για αλλαγή με κάποια επανάσταση ή επιδίωξη του νέου, αλλά με επιμονή και εμμονή στο παλαιό. Τα υπάρχοντα κόμματα δεν διαδραματίζουν σχεδόν κανένα ρόλο στη διατύπωση πρακτικών λύσεων, όπως δείχνουν οι τελευταίες εκλογές, ιδιαίτερα στην Ελλάδα: δεν έχει σημασία αν ο πρωθυπουργός προέρχεται από τη δεξιά ή την αριστερά, εκλέγεται σαν το «μη χείρον βέλτιστο», όσο προβάλλεται από το σύστημα των ΜΜΕ ότι μπορεί να εξασφαλίσει την ικανοποίηση της ανάγκης για σταθερότητα σε έναν κόσμο διάβρωσης, που συνεχώς αποσαθρώνεται. Ή, ακόμα χειρότερα, η παράδοξη λαχτάρα για αλλαγή από τη μια και σταθερή ηγεσία από την άλλη, στοιχίζεται πίσω από λαϊκιστές όπως ο Τραμπ, ο Τζόνσον, η Λεπαίν ή η «εναλλακτική για τη Γερμανία».
Το παράδοξο της περασμένης δεκαετίας: η μοναξιά αντί της συνεργασίας
Όλα αυτά οδηγούν στο τελευταίο και ισχυρότερο παράδοξο της δεκαετίας. Το κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο εγώ έχει εσωτερικοποιήσει την επιμέλεια και τη συνεχή βελτιστοποίηση, αλλά δεν μπορεί να επιτύχει κάτι ούτε πολιτικά, ούτε κοινωνικοοικονομικά. Έτσι υποχωρεί στον τελευταίο χώρο που έχει στη διάθεσή του και μπορεί να ελέγξει: τον εαυτό. Ποτέ πριν στην ιστορία τόσοι πολλοί άνθρωποι σε όλο τον κόσμο δεν παρακολουθούν τους άλλους καθώς απομονώνονται, αντί να συνεργάζονται.
Η επόμενη δεκαετία του `20, μπορεί και πρέπει να ξεπεράσει αυτά τα παράδοξα, αν δεν θέλει να καταστρέψει τις βάσεις της ζωής-διαβίωσης και τις δυνατότητες για πραγματική δημοκρατία. Πρέπει επιτέλους να δώσουμε τη σωστή μάχη εμείς οι σημερινοί «απο κάτω»: όχι μεταξύ μας, αλλά ενάντια στις απλοϊκές δεξιές λύσεις και κατά της απεριόριστης ανάπτυξης των εσόδων από κεφαλαιουχικά μερίσματα. Είναι καιρός να καθαιρέσουμε την εικονική χρηματοπιστωτική οικονομία από την κορυφή που είναι σήμερα.
Για τις δεκαετίες μετά το 2030
Από το πλήθος των ιδεών που υπάρχουν εδώ και πολύ καιρό στα προτάγματα της Αποανάπτυξης-Αυτονομίας-Κοινοτισμού-Άμεσης Δημοκρατίας, πρέπει να αναπτύξουμε τις επόμενες δεκαετίες-μετά την κατάρρευση ίσως του σημερινού κόσμου(;)- ένα σαφώς διατυπωμένο όραμα: έναν καινοτόμο αλλά κοινωνικά δίκαιο αποαναπτυξιακό κόσμο της ισοκατανομής πόρων και εξουσιών και της Κοινότητας των Κοινοτήτων στον οποίο ο καθένας , αλλά και οι κοινότητες των μελλουσών γενιών, θα έχουν ευκαιρίες για αυτο-ανάπτυξη και ευζωία.
[1] Για το σύνολο του 2019 π.χ. τα κέρδη του δείκτη του γερμανικού χρηματιστηρίου ανήλθαν στο 26% ενώ η αντίστοιχη αύξηση του ΑΕΠ- σύμφωνα με τη γερμανική κυβέρνηση-μόνο στο 0,5%.
[2] Θα πρέπει όμως να κάνουμε μια διάκριση στους όρους διάλογος και συζήτηση: ο διάλογος έχει να κάνει περισσότερο με έκφραση και ανταλλαγή απόψεων όλων όσων συμμετέχουν σε αυτόν, με στόχο την συν-διαβούλευση και εξαγωγή κοινών συμπερασμάτων, ενώ η συζήτηση- τις περισσότερες φορές- ταυτίζεται απλά με την έκφραση –όχι από όλους τους συμμετέχοντες, αλλά από όσους έχουν κάτι να πουν- απόψεων και γνωμών με χαοτικό τρόπο χωρίς να καταλήγουν εξ ανάγκης σε κοινά συμπεράσματα.