Η συνέχεια από την ανάρτηση: http://www.topikopoiisi.com/1/post/2014/01/murray-bookchin1.html
Η ωφέλιμη πλευρά του συμβατικού λόγου
Ας ξεκινήσω σκιαγραφώντας την ωφέλιμη πλευρά του συμβατικού λόγου. Όπως έχω τονίσει, ο συμβατικός λόγος συγκροτείται στη βάση της εσωτερικής (λογικής) συνέπειας των προτάσεων, αδιαφορώντας για το περιεχόμενο τους. Αυτές οι διατεταγμένες με λογική συνέπεια προτάσεις θα μπορούσαν κάλλιστα να αντικατασταθούν με αλγεβρικά σύμβολα. Αναμφίβολα παίζουν απαραίτητο ρόλο στη μαθηματική σκέψη και στις μαθηματικές επιστήμες, στη μηχανική καθώς και στα μικροπροβλήματα που αναφαίνονται στην καθημερινή ζωή. Πράγματι, ο συμβατικός λόγος είναι απαραίτητος για να χτίσουμε μια γέφυρα ή ένα σπίτι. Για τέτοιους σκοπούς, δεν υπάρχει λόγος να σκεφτόμαστε με εξελικτικό ή αναπτυξιακό τρόπο. Εάν για να χτίσουμε μια γέφυρα ή ένα σπίτι χρησιμοποιούσαμε μια λογική βασισμένη σε οποιανδήποτε άλλη αρχή πέρα από την αρχή της ταυτότητας, τότε κάλλιστα θα μπορούσε να προκύψει καταστροφή. Ακόμη και οι φυσιολογικές λειτουργίες των σωμάτων μας, για να μη μιλήσουμε για μια τεράστια ποικιλία από άλλες λειτουργίες, όπως το πέταγμα των πουλιών και η λειτουργία μιας τεχνητής καρδιάς, εξαρτώνται κατά μεγάλο μέρος από αρχές τις οποίες εμείς συνδέουμε με τον συμβατικό λόγο. Για να κατανοήσουμε ή να σχεδιάσουμε μηχανικές οντότητες, χρειαζόμαστε ένα είδος λόγου που είναι εργαλειακός και συνεπάγεται την ανάλυση της πραγματικότητας στα συστατικά της και στον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν. Στον συμβατικό λόγο, η αλήθεια ταυτίζεται με τη (λογική) συνέπεια — και πρόκειται για χρήσιμη αλήθεια, σ' αυτές τις όψεις της ζωής.
Ωστόσο, για να επιτύχει αυτή τη συνέπεια ο συμβατικός λόγος, πρέπει να αποχωρισθεί από την ηθική. Οι αξίες, τα ιδανικά, οι πεποιθήσεις και οι θεωρίες που έχουμε εμείς είναι πράγματα άσχετα για τον συμβατικό λόγο, τα δε ηθικά ζητήματα θεωρούνται ως αυθαίρετα, ζητήματα προσωπικής διάθεσης και γούστου. (Οι άνθρωποι) αντιλαμβάνονται τη συμβατική ορθολογικότητα ως επιδεξιότητα, ως μια τεχνική, ένα εργαλείο για να επιτυγχάνουν ορισμένους σκοπούς, άσχετα από τον ηθικό χαρακτήρα των στόχων ή των σκοπών που υπηρετεί.
Για αρκετούς αιώνες, ο συμβατικός λόγος (η «σαφής σκέψη», όπως τον αποκαλούσαν κάποτε) έδινε την υπόσχεση πως θα αποδιώξει τη δογματική αυθεντία της εκκλησίας, την αυθαίρετη συμπεριφορά του κάθε απόλυτου μονάρχη και τα τρομακτικά φαντάσματα της πρόληψης. Ωστόσο, φαίνεται πως δεν εκπληρώνει πια αυτήν του την υπόσχεση σήμερα· μάλιστα, σε μια εποχή σφοδρά αντικρουόμενων αξιών και συγκινησιακά φορτισμένων ιδανικών, μια τέτοια συλλογιστική είναι συχνά απωθητική. Ο δογματισμός, ο αυταρχισμός και ο φόβος φαίνεται πως έχουν διεισδύσει παντού και κατά ειρωνεία της τύχης, μάλιστα, φαίνονται να πηγάζουν από μιαν απρόσωπη τεχνοκρατία, από μιαν ψυχρά λογική επιστημονική κοινότητα και από αναίσθητες γραφειοκρατίες που την ίδια τους την ύπαρξη τείνουμε να την καταλογίζουμε στον λόγο ως τέτοιον, καθώς και στην άκρως εξορθολογισμένη βιομηχανική κοινωνία.
Βρισκόμαστε, επομένως, μπροστά σε κάτι σαν δίλημμα. Από τη μια μεριά, δεν μπορούμε να κάνουμε χωρίς πολλές τεχνολογίες (ούτε καν χωρίς τα περίπλοκης τεχνολογίας κιάλια, με τα οποία παρατηρούμε τα πουλιά και τις φάλαινες, ή χωρίς τις φωτογραφικές μηχανές με τις οποίες τα φωτογραφίζουμε)· ούτε πάλι στις καθημερινές μας συναλλαγές μπορούμε να κάνουμε χωρίς τον συμβατικό λόγο. Έχουμε έτσι την τάση να ζούμε με μάλλον σχιζοφρενικό τρόπο: στην καθημερινή πορεία της ζωής είμαστε υποχρεωμένοι να χρησιμοποιούμε τις περιφρονημένες αρχές του συμβατικού λόγου για να επιζήσουμε, αλλά κατόπιν καταφεύγουμε σε έναν ανορθόλογο, μυστικιστικό ή θρησκευτικό ιδιωτικό κόσμο για να στηρίξουμε τις ηθικές και πνευματικές μας πεποιθήσεις. Συχνά, αυτή η απόσυρση μας (στον ανορθολογικό ιδιωτικό κόσμο) γεννά μια κατάσταση κοινωνικού (εφ)ησυχασμού που είναι μάλλον ονειρική παρά πραγματική, μάλλον παθητική παρά ενεργητική και έχει σχέση περισσότερο με την προσωπική αλλαγή, παρά με την κοινωνική αλλαγή, περισσότερο με τα συμπτώματα της ανίσχυρης, αλλοτριωμένης ζωής μας, παρά με τις βαθιές τους αιτίες.
Όσο κι αν τα βάζουμε με τον δυϊσμό και κάνουμε έκκληση για μια μεγαλύτερη αίσθηση ενότητας, εντούτοις τείνουμε να διχάζουμε την ίδια μας την ύπαρξη, στην πραγματικότητα να παραιτούμαστε από τον έλεγχο πάνω στις κοινωνικές πλευρές της ζωής μας, που παίζουν τόσο σπουδαίο ρόλο στη διαμόρφωση της ιδιωτικής μας ζωής. Όσο κι αν αποζητούμε μια υψηλή αίσθηση μάγευσης και μυστικής επικοινωνίας και κοινότητας —κοινόχρηστοι όροι στο πνευματιστικό λεξιλόγιο της εποχής μας— εντούτοις απευθυνόμαστε σε μάλλον εγκόσμιους γκουρού, σε χαρισματικές προσωπικότητες που συμπεριφέρονται πιο πολύ σαν επιχειρηματίες που πωλούν μυστικιστικά γιατροσόφια παρά σαν ανιδιοτελείς καθοδηγητές μας για την επίτευξη της ηθικής τελειότητας. Όσο κι αν καταγγέλλουμε την υλιστική και καταναλωτική νοοτροπία, γινόμαστε εμείς οι ίδιοι άπληστοι καταναλωτές δαπανηρών, υποτίθεται πνευματιστικών ή οικολογικών προϊόντων, που τα παράγει μια νέα βιομηχανική φάρα, η οποία μας στέλνει ανώτερα μηνύματα με την «πράσινη» πραμάτεια της. Έτσι, τα πιο χυδαία χαρακτηριστικά αυτού που θεωρούμε πεδίο του λόγου συνεχίζουν να κατακυριεύουν τη ζωή μας μεταμφιεσμένα σε ανορθολογικά, μυστικιστικά και θρησκευτικά εμπορεύματα. Τα γραμματοκιβώτια μας πλημμυρίζουν από καταλόγους και τα βιβλιοπωλεία μας είναι γεμάτα με χαρτόδετα βιβλία, που μας προτείνουν νέους δρόμους προς τη μυστικιστική επικοινωνία και μια «Νέα Εποχή», στην οποία, μπορούμε να αποσυρθούμε, γυρνώντας την πλάτη μας στα σκληρά πραγματικά γεγονότα που διαρκώς μας κατατρέχουν.
Δεν μπορεί να υπάρξει προσωπική «λύτρωση» χωρίς κοινωνική λύτρωση και δεν μπορεί να υπάρξει ηθική ζωή χωρίς ορθολογική ζωή. Υπό μια έννοια, η σύγχρονη εξέγερση μας ενάντια στον λόγο στηρίζεται στην τελείως άκριτη πεποίθηση πως τάχα μόνο ένα είδος λόγου μπορεί να υπάρχει. Ουσιαστικά, δε, βασίζεται στην άκριτη πεποίθηση πως τάχα η μόνη εναλλακτική λύση στην υπάρχουσα πραγματικότητα είναι ένας νεφελώδης μυστικιστικός κόσμος. Οι απόπειρες μας να αντισταθούμε στο συμβατικό λόγο, με τα εργαλειακά του γνωρίσματα, και στο στατικό όραμα της πραγματικότητας, από το οποίο πηγάζει, μας κάνουν να συγκρουόμαστε με τον εαυτό μας και μας εκτρέπει από το να διερευνήσουμε ένα οργανικό είδος λόγου που στηρίζεται σε μία θεμελιώδη αναπτυξιακή πραγματικότητα.
H συμβατική αιτιότητα
Εάν δεν θέλουμε οι μεταφορές, με τις μυστικιστικές συνεκδοχές τους, να αντικαταστήσουν την κατανόηση και ο σκοταδισμός να αντικαταστήσει την αυθεντική βαθιά γνώση —όλα αυτά από αντίδραση στους περιορισμούς του συμβατικού λόγου και στην έμφαση που δίνει αυτός στις αξιολογικά ουδέτερες μορφές σκέψης — τότε είμαστε υποχρεωμένοι να επανεξετάσουμε ορθολογικά την κυρίαρχη μεταφυσική: την επικέντρωση της στη σταθερότητα των πραγμάτων και των φαινομένων, την αντίληψη της περί μηχανιστικής αιτιότητας, την έννοια ενός διαστρωματωμένου συνεχούς, και τον κοντόθωρο, μονοδιάστατο τρόπο με τον οποίο θεωρεί την πραγματικότητα. Αυτά, επιτρέψτε μου να επιμείνω, δεν είναι φιλοσοφικά αφηρημένα ζητήματα. Έχουν τεράστια σημασία για το πώς συμπεριφερόμαστε ως ηθικά όντα, για τη φύση της φύσης και για τη θέση μας στον φυσικό κόσμο. Επιπλέον, θα δούμε ότι όλα αυτά τα ζητήματα επηρεάζουν άμεσα το είδος της κοινωνίας, της ευαισθησίας και των τρόπων ζωής που θέλουμε να ενθαρρύνουμε.
Η δυτική φιλοσοφία έχει σημαδευτεί από δύο τουλάχιστον πλατιές αντιλήψεις για τον λόγο και την πραγματικότητα. Καμία από τις δύο δεν μπορεί να εκτοπίσει τελείως την άλλη, αλλά η μία είναι ευρύτερη από την άλλη και περιλαμβάνει ένα πιο εκτεταμένο πεδίο αλήθειας. Ο συμβατικός λόγος, με την άποψή του για τη (λογική) συνέπεια ως αλήθεια, μας απογοήτευσε, όχι επειδή είναι εσφαλμένος ως τέτοιος, αλλά επειδή είχε πολύ μεγάλες αξιώσεις πάνω στην πραγματικότητα. Φτάνει στο σημείο να επαναπροσδιορίσει την πραγματικότητα για να την κάνει να ταιριάξει με τις αξιώσεις του, όπως ακριβώς οι μαθηματικοί φυσικοί ασχολούνται μόνο με τα πραγματικά γεγονότα που μπορούν να διατυπωθούν με μαθηματικούς όρους. Ο συμβατικός λόγος βλέπει κατ' ουσίαν μηχανιστικά τον κόσμο — και, όπως έχουμε δει, ο κόσμος έχει πράγματι μία μηχανιστική διάσταση.
Έχω ήδη μνημονεύσει τη βασική του λογική αντίληψη ότι Α πρέπει να ισούται με Α, ότι η Α μπίλια του μπιλιάρδου είναι διαφορετική από τη Β μπίλια του μπιλιάρδου —έστω και μόνο στο χρώμα— με δυο λόγια, την αρχή της ταυτότητας. Όμως, ένα δεύτερο χτυπητό γνώρισμα είναι η ιδέα του περί αιτιότητας. Στην πραγματικότητα, την οποία περιγράφει ο συμβατικός λόγος, αιτία και αποτέλεσμα είναι πλασμένα με πρότυπο την κινητική, που εξηγεί πώς η μία μπίλια του μπιλιάρδου χτυπά την άλλη και την κάνει να κινηθεί από τη μία θέση στην άλλη, δηλαδή με τη βοήθεια του ποιητικού αιτίου3. Η δεύτερη μπίλια του μπιλιάρδου δεν αλλοιώνεται από τη σύγκρουση αλλά απλώς μετατοπίζεται πάνω στο τραπέζι του μπιλιάρδου. Θα αγνοήσω το ότι o David Hume αντικατέστησε την αιτιακή σχέση με την στατιστική συσχέτιση, μια εμπειρική αιτιότητα, η οποία είναι χρήσιμη μόνο σε συζητήσεις.
Ομολογουμένως, η παραπάνω εκδοχή είναι μία άκρως απλουστευμένη εκδοχή της αιτιότητας κατά τον συμβατικό λόγο. Ωστόσο, οι προϋποθέσεις της είναι πολύ αποκαλυπτικές. Ο συμβατικός λόγος εστιάζει την προσοχή του σε ένα πράγμα ή φαινόμενο ως σταθερό, με ξεκάθαρα όρια, που είναι αμετάβλητα, για τους σκοπούς της ανάλυσης. Όταν αλλάζουν τα «όρια» που προσδιορίζουν ένα αναπτυσσόμενο πράγμα — όπως, λόγου χάριν, όταν η άμμος γίνεται χώμα— τότε ο συμβατικός λόγος πραγματεύεται την άμμο σαν άμμο και το χώμα σαν χώμα, σα να ήταν ανεξάρτητα το ένα από το άλλο. Σε αυτού του είδους την ορθολογικότητα, η ζώνη ενδιαφέροντος βρίσκεται στην αποδοχή της σταθερότητας τού πράγματος (ή φαινομένου), της ανεξαρτησίας του και της κατά βάση μηχανικής αλληλεπίδρασης του με παρόμοια ή ανόμοια πράγματα και φαινόμενα.
Μια άλλη μείζων προϋπόθεση του συμβατικού λόγου —που απορρέει από τις έννοιες της ταυτότητας και της αιτιότητας που χρησιμοποιεί— είναι ότι η ιστορία είναι μία διαστρωματωμένη σειρά από ξεχωριστά μεταξύ τους φαινόμενα. Η αναπτυξιακή της δομή θεωρείται σαν απλή διαδοχή στρωμάτων. Το καθένα από αυτά προσεγγίζεται ανεξάρτητα από τα άλλα. Αυτά τα στρώματα ενδέχεται να συγκολλώνται με φάσεις που συνδέουν το ένα στρώμα με το άλλο, αλλά ακόμη και οι ίδιες οι συγκολλητικές φάσεις αναλύονται στα συστατικά τους και διερευνώνται ανεξάρτητα η μία από την άλλη. Έτσι τα Μεσοζωικά στρώματα των βράχων είναι ανεξάρτητα από τα Καινοζωικά στρώματα και το κάθε ξεχωριστό στρώμα είναι εν πολλοίς αυθύπαρκτο, όπως και τα στρώματα που τα συνέχουν. Στην ανθρώπινη ιστορία, η μεσαιωνική περίοδος είναι ανεξάρτητη από τη νεότερη και ο τρόπος με τον οποίο η πρώτη «εκβάλλει» στη δεύτερη μετατρέπεται σε μία σειρά από ανεξάρτητα τμήματα, το καθένα σχετικά αυτόνομο με τα προηγούμενα και τα επόμενα τμήματα. Παρά τις καταστροφές τις οποίες προκάλεσαν ο μεταμοντερνισμός και η διαστρωματωμένη θεώρηση της ιστορίας που προέβαλε ο Foucault, υπήρξε μια χρονική περίοδος, στο πρόσφατο παρελθόν, κατά την οποία οι περισσότεροι ιστορικοί, επηρεασμένοι από θεωρίες της εξέλιξης και από τον μαρξισμό, θεωρούσαν την ιστορία ως «ροή» συμβάντων, στην οποία οι εκάστοτε μεταγενέστερες περίοδοι εξαρτώνται από τις εκάστοτε προγενέστερες. Από τη σκοπιά του συμβατικού λόγου, δεν ήταν πάντοτε σαφές ούτε πώς συμβαίνει αυτό ούτε τι νόημα έχει.
Σήμερα, μπορούμε να γελοιογραφήσουμε ένα μεγάλο μέρος του λαϊκού μυστικισμού, παριστάνοντας τον σα να διαλύει κυριολεκτικά τη «ροή» των πραγμάτων και των φαινομένων μέσα σ' ένα αδιαφοροποίητο συνεχές, στην καλύτερη περίπτωση, ή μέσα σ' ένα πανταχού παρόν «Εν» που περιλαμβάνει τα πάντα, στη χειρότερη. Αυτού του είδους ο αναγωγισμός είναι το μυστικιστικό αντίστοιχο της μηχανικο-υλιστικής διαστρωμάτωσης. Πράγματι, είναι κοινοτοπία να λέμε πως όλα είναι «Ένα» ή (πως όλα είναι) «αλληλοσυνδεδεμένα», με την έννοια, ας πούμε, του ότι όλα τα φαινόμενα ξεκίνησαν από έναν αναπαλμό της πρωταρχικής ενέργειας ή, όπως παρατήρησε κάποτε ένας Βικτοριανός φυσικός, με την έννοια του ότι όταν χτυπά τη γροθιά του στο τραπέζι, ο Σείριος τρέμει, έστω και αμυδρά. Το ότι το σύμπαν είχε μια αρχή , όποια κι αν ήταν αυτή, δεν δικαιολογεί την απλοϊκή πεποίθηση πως τάχα το σύμπαν «στην πραγματικότητα» αποτελείται ακόμη μόνο από την αρχική πηγή του — είναι σα να λέμε πως μπορούμε να ερμηνεύσουμε εξ ολοκλήρου έναν ενήλικο άνθρωπο κάνοντας αναφορά στους γονείς του (της). Αυτός ο τρόπος σκέψης δεν απέχει και πολύ από την κινητική προσέγγιση των αιτιακών σχέσεων, που έχει ο συμβατικός λόγος. Ούτε πάλι η «κοινότητα» (αλληλοσύνδεση) όλων των μορφών ζωής αποκλείει τις έντονες διαφορές, που ξεχωρίζουν το θήραμα από το αρπακτικό ή τις καθοδηγούμενες από το ένστικτο μορφές ζωής από τις δυνάμει ορθολογικές μορφές ζωής. Εντούτοις, αυτές οι αναρίθμητες εξελικτικές διαφοροποιήσεις απηχούν αμέτρητες καινοτομίες ως προς τις εξελικτικές πορείες και, στην πραγματικότητα, (απηχούν) διαφορετικά είδη εξέλιξης — είτε είναι αυτή ανόργανη, είτε οργανική, είτε κοινωνική. Ο συμβατικός λόγος, αντί να βλέπει τα πράγματα και τα φαινόμενα ως διαφοροποιημένα αλλά ταυτόχρονα συσχετιζόμενα με σωρευτικό τρόπο, έχει την τάση να τα θεωρεί, για να χρησιμοποιήσω την περίφημη παρατήρηση του Hegel, σαν «σκοτάδι μέσα στο οποίο όλες οι αγελάδες είναι μαύρες».
(συνεχίζεται)
Η ωφέλιμη πλευρά του συμβατικού λόγου
Ας ξεκινήσω σκιαγραφώντας την ωφέλιμη πλευρά του συμβατικού λόγου. Όπως έχω τονίσει, ο συμβατικός λόγος συγκροτείται στη βάση της εσωτερικής (λογικής) συνέπειας των προτάσεων, αδιαφορώντας για το περιεχόμενο τους. Αυτές οι διατεταγμένες με λογική συνέπεια προτάσεις θα μπορούσαν κάλλιστα να αντικατασταθούν με αλγεβρικά σύμβολα. Αναμφίβολα παίζουν απαραίτητο ρόλο στη μαθηματική σκέψη και στις μαθηματικές επιστήμες, στη μηχανική καθώς και στα μικροπροβλήματα που αναφαίνονται στην καθημερινή ζωή. Πράγματι, ο συμβατικός λόγος είναι απαραίτητος για να χτίσουμε μια γέφυρα ή ένα σπίτι. Για τέτοιους σκοπούς, δεν υπάρχει λόγος να σκεφτόμαστε με εξελικτικό ή αναπτυξιακό τρόπο. Εάν για να χτίσουμε μια γέφυρα ή ένα σπίτι χρησιμοποιούσαμε μια λογική βασισμένη σε οποιανδήποτε άλλη αρχή πέρα από την αρχή της ταυτότητας, τότε κάλλιστα θα μπορούσε να προκύψει καταστροφή. Ακόμη και οι φυσιολογικές λειτουργίες των σωμάτων μας, για να μη μιλήσουμε για μια τεράστια ποικιλία από άλλες λειτουργίες, όπως το πέταγμα των πουλιών και η λειτουργία μιας τεχνητής καρδιάς, εξαρτώνται κατά μεγάλο μέρος από αρχές τις οποίες εμείς συνδέουμε με τον συμβατικό λόγο. Για να κατανοήσουμε ή να σχεδιάσουμε μηχανικές οντότητες, χρειαζόμαστε ένα είδος λόγου που είναι εργαλειακός και συνεπάγεται την ανάλυση της πραγματικότητας στα συστατικά της και στον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν. Στον συμβατικό λόγο, η αλήθεια ταυτίζεται με τη (λογική) συνέπεια — και πρόκειται για χρήσιμη αλήθεια, σ' αυτές τις όψεις της ζωής.
Ωστόσο, για να επιτύχει αυτή τη συνέπεια ο συμβατικός λόγος, πρέπει να αποχωρισθεί από την ηθική. Οι αξίες, τα ιδανικά, οι πεποιθήσεις και οι θεωρίες που έχουμε εμείς είναι πράγματα άσχετα για τον συμβατικό λόγο, τα δε ηθικά ζητήματα θεωρούνται ως αυθαίρετα, ζητήματα προσωπικής διάθεσης και γούστου. (Οι άνθρωποι) αντιλαμβάνονται τη συμβατική ορθολογικότητα ως επιδεξιότητα, ως μια τεχνική, ένα εργαλείο για να επιτυγχάνουν ορισμένους σκοπούς, άσχετα από τον ηθικό χαρακτήρα των στόχων ή των σκοπών που υπηρετεί.
Για αρκετούς αιώνες, ο συμβατικός λόγος (η «σαφής σκέψη», όπως τον αποκαλούσαν κάποτε) έδινε την υπόσχεση πως θα αποδιώξει τη δογματική αυθεντία της εκκλησίας, την αυθαίρετη συμπεριφορά του κάθε απόλυτου μονάρχη και τα τρομακτικά φαντάσματα της πρόληψης. Ωστόσο, φαίνεται πως δεν εκπληρώνει πια αυτήν του την υπόσχεση σήμερα· μάλιστα, σε μια εποχή σφοδρά αντικρουόμενων αξιών και συγκινησιακά φορτισμένων ιδανικών, μια τέτοια συλλογιστική είναι συχνά απωθητική. Ο δογματισμός, ο αυταρχισμός και ο φόβος φαίνεται πως έχουν διεισδύσει παντού και κατά ειρωνεία της τύχης, μάλιστα, φαίνονται να πηγάζουν από μιαν απρόσωπη τεχνοκρατία, από μιαν ψυχρά λογική επιστημονική κοινότητα και από αναίσθητες γραφειοκρατίες που την ίδια τους την ύπαρξη τείνουμε να την καταλογίζουμε στον λόγο ως τέτοιον, καθώς και στην άκρως εξορθολογισμένη βιομηχανική κοινωνία.
Βρισκόμαστε, επομένως, μπροστά σε κάτι σαν δίλημμα. Από τη μια μεριά, δεν μπορούμε να κάνουμε χωρίς πολλές τεχνολογίες (ούτε καν χωρίς τα περίπλοκης τεχνολογίας κιάλια, με τα οποία παρατηρούμε τα πουλιά και τις φάλαινες, ή χωρίς τις φωτογραφικές μηχανές με τις οποίες τα φωτογραφίζουμε)· ούτε πάλι στις καθημερινές μας συναλλαγές μπορούμε να κάνουμε χωρίς τον συμβατικό λόγο. Έχουμε έτσι την τάση να ζούμε με μάλλον σχιζοφρενικό τρόπο: στην καθημερινή πορεία της ζωής είμαστε υποχρεωμένοι να χρησιμοποιούμε τις περιφρονημένες αρχές του συμβατικού λόγου για να επιζήσουμε, αλλά κατόπιν καταφεύγουμε σε έναν ανορθόλογο, μυστικιστικό ή θρησκευτικό ιδιωτικό κόσμο για να στηρίξουμε τις ηθικές και πνευματικές μας πεποιθήσεις. Συχνά, αυτή η απόσυρση μας (στον ανορθολογικό ιδιωτικό κόσμο) γεννά μια κατάσταση κοινωνικού (εφ)ησυχασμού που είναι μάλλον ονειρική παρά πραγματική, μάλλον παθητική παρά ενεργητική και έχει σχέση περισσότερο με την προσωπική αλλαγή, παρά με την κοινωνική αλλαγή, περισσότερο με τα συμπτώματα της ανίσχυρης, αλλοτριωμένης ζωής μας, παρά με τις βαθιές τους αιτίες.
Όσο κι αν τα βάζουμε με τον δυϊσμό και κάνουμε έκκληση για μια μεγαλύτερη αίσθηση ενότητας, εντούτοις τείνουμε να διχάζουμε την ίδια μας την ύπαρξη, στην πραγματικότητα να παραιτούμαστε από τον έλεγχο πάνω στις κοινωνικές πλευρές της ζωής μας, που παίζουν τόσο σπουδαίο ρόλο στη διαμόρφωση της ιδιωτικής μας ζωής. Όσο κι αν αποζητούμε μια υψηλή αίσθηση μάγευσης και μυστικής επικοινωνίας και κοινότητας —κοινόχρηστοι όροι στο πνευματιστικό λεξιλόγιο της εποχής μας— εντούτοις απευθυνόμαστε σε μάλλον εγκόσμιους γκουρού, σε χαρισματικές προσωπικότητες που συμπεριφέρονται πιο πολύ σαν επιχειρηματίες που πωλούν μυστικιστικά γιατροσόφια παρά σαν ανιδιοτελείς καθοδηγητές μας για την επίτευξη της ηθικής τελειότητας. Όσο κι αν καταγγέλλουμε την υλιστική και καταναλωτική νοοτροπία, γινόμαστε εμείς οι ίδιοι άπληστοι καταναλωτές δαπανηρών, υποτίθεται πνευματιστικών ή οικολογικών προϊόντων, που τα παράγει μια νέα βιομηχανική φάρα, η οποία μας στέλνει ανώτερα μηνύματα με την «πράσινη» πραμάτεια της. Έτσι, τα πιο χυδαία χαρακτηριστικά αυτού που θεωρούμε πεδίο του λόγου συνεχίζουν να κατακυριεύουν τη ζωή μας μεταμφιεσμένα σε ανορθολογικά, μυστικιστικά και θρησκευτικά εμπορεύματα. Τα γραμματοκιβώτια μας πλημμυρίζουν από καταλόγους και τα βιβλιοπωλεία μας είναι γεμάτα με χαρτόδετα βιβλία, που μας προτείνουν νέους δρόμους προς τη μυστικιστική επικοινωνία και μια «Νέα Εποχή», στην οποία, μπορούμε να αποσυρθούμε, γυρνώντας την πλάτη μας στα σκληρά πραγματικά γεγονότα που διαρκώς μας κατατρέχουν.
Δεν μπορεί να υπάρξει προσωπική «λύτρωση» χωρίς κοινωνική λύτρωση και δεν μπορεί να υπάρξει ηθική ζωή χωρίς ορθολογική ζωή. Υπό μια έννοια, η σύγχρονη εξέγερση μας ενάντια στον λόγο στηρίζεται στην τελείως άκριτη πεποίθηση πως τάχα μόνο ένα είδος λόγου μπορεί να υπάρχει. Ουσιαστικά, δε, βασίζεται στην άκριτη πεποίθηση πως τάχα η μόνη εναλλακτική λύση στην υπάρχουσα πραγματικότητα είναι ένας νεφελώδης μυστικιστικός κόσμος. Οι απόπειρες μας να αντισταθούμε στο συμβατικό λόγο, με τα εργαλειακά του γνωρίσματα, και στο στατικό όραμα της πραγματικότητας, από το οποίο πηγάζει, μας κάνουν να συγκρουόμαστε με τον εαυτό μας και μας εκτρέπει από το να διερευνήσουμε ένα οργανικό είδος λόγου που στηρίζεται σε μία θεμελιώδη αναπτυξιακή πραγματικότητα.
H συμβατική αιτιότητα
Εάν δεν θέλουμε οι μεταφορές, με τις μυστικιστικές συνεκδοχές τους, να αντικαταστήσουν την κατανόηση και ο σκοταδισμός να αντικαταστήσει την αυθεντική βαθιά γνώση —όλα αυτά από αντίδραση στους περιορισμούς του συμβατικού λόγου και στην έμφαση που δίνει αυτός στις αξιολογικά ουδέτερες μορφές σκέψης — τότε είμαστε υποχρεωμένοι να επανεξετάσουμε ορθολογικά την κυρίαρχη μεταφυσική: την επικέντρωση της στη σταθερότητα των πραγμάτων και των φαινομένων, την αντίληψη της περί μηχανιστικής αιτιότητας, την έννοια ενός διαστρωματωμένου συνεχούς, και τον κοντόθωρο, μονοδιάστατο τρόπο με τον οποίο θεωρεί την πραγματικότητα. Αυτά, επιτρέψτε μου να επιμείνω, δεν είναι φιλοσοφικά αφηρημένα ζητήματα. Έχουν τεράστια σημασία για το πώς συμπεριφερόμαστε ως ηθικά όντα, για τη φύση της φύσης και για τη θέση μας στον φυσικό κόσμο. Επιπλέον, θα δούμε ότι όλα αυτά τα ζητήματα επηρεάζουν άμεσα το είδος της κοινωνίας, της ευαισθησίας και των τρόπων ζωής που θέλουμε να ενθαρρύνουμε.
Η δυτική φιλοσοφία έχει σημαδευτεί από δύο τουλάχιστον πλατιές αντιλήψεις για τον λόγο και την πραγματικότητα. Καμία από τις δύο δεν μπορεί να εκτοπίσει τελείως την άλλη, αλλά η μία είναι ευρύτερη από την άλλη και περιλαμβάνει ένα πιο εκτεταμένο πεδίο αλήθειας. Ο συμβατικός λόγος, με την άποψή του για τη (λογική) συνέπεια ως αλήθεια, μας απογοήτευσε, όχι επειδή είναι εσφαλμένος ως τέτοιος, αλλά επειδή είχε πολύ μεγάλες αξιώσεις πάνω στην πραγματικότητα. Φτάνει στο σημείο να επαναπροσδιορίσει την πραγματικότητα για να την κάνει να ταιριάξει με τις αξιώσεις του, όπως ακριβώς οι μαθηματικοί φυσικοί ασχολούνται μόνο με τα πραγματικά γεγονότα που μπορούν να διατυπωθούν με μαθηματικούς όρους. Ο συμβατικός λόγος βλέπει κατ' ουσίαν μηχανιστικά τον κόσμο — και, όπως έχουμε δει, ο κόσμος έχει πράγματι μία μηχανιστική διάσταση.
Έχω ήδη μνημονεύσει τη βασική του λογική αντίληψη ότι Α πρέπει να ισούται με Α, ότι η Α μπίλια του μπιλιάρδου είναι διαφορετική από τη Β μπίλια του μπιλιάρδου —έστω και μόνο στο χρώμα— με δυο λόγια, την αρχή της ταυτότητας. Όμως, ένα δεύτερο χτυπητό γνώρισμα είναι η ιδέα του περί αιτιότητας. Στην πραγματικότητα, την οποία περιγράφει ο συμβατικός λόγος, αιτία και αποτέλεσμα είναι πλασμένα με πρότυπο την κινητική, που εξηγεί πώς η μία μπίλια του μπιλιάρδου χτυπά την άλλη και την κάνει να κινηθεί από τη μία θέση στην άλλη, δηλαδή με τη βοήθεια του ποιητικού αιτίου3. Η δεύτερη μπίλια του μπιλιάρδου δεν αλλοιώνεται από τη σύγκρουση αλλά απλώς μετατοπίζεται πάνω στο τραπέζι του μπιλιάρδου. Θα αγνοήσω το ότι o David Hume αντικατέστησε την αιτιακή σχέση με την στατιστική συσχέτιση, μια εμπειρική αιτιότητα, η οποία είναι χρήσιμη μόνο σε συζητήσεις.
Ομολογουμένως, η παραπάνω εκδοχή είναι μία άκρως απλουστευμένη εκδοχή της αιτιότητας κατά τον συμβατικό λόγο. Ωστόσο, οι προϋποθέσεις της είναι πολύ αποκαλυπτικές. Ο συμβατικός λόγος εστιάζει την προσοχή του σε ένα πράγμα ή φαινόμενο ως σταθερό, με ξεκάθαρα όρια, που είναι αμετάβλητα, για τους σκοπούς της ανάλυσης. Όταν αλλάζουν τα «όρια» που προσδιορίζουν ένα αναπτυσσόμενο πράγμα — όπως, λόγου χάριν, όταν η άμμος γίνεται χώμα— τότε ο συμβατικός λόγος πραγματεύεται την άμμο σαν άμμο και το χώμα σαν χώμα, σα να ήταν ανεξάρτητα το ένα από το άλλο. Σε αυτού του είδους την ορθολογικότητα, η ζώνη ενδιαφέροντος βρίσκεται στην αποδοχή της σταθερότητας τού πράγματος (ή φαινομένου), της ανεξαρτησίας του και της κατά βάση μηχανικής αλληλεπίδρασης του με παρόμοια ή ανόμοια πράγματα και φαινόμενα.
Μια άλλη μείζων προϋπόθεση του συμβατικού λόγου —που απορρέει από τις έννοιες της ταυτότητας και της αιτιότητας που χρησιμοποιεί— είναι ότι η ιστορία είναι μία διαστρωματωμένη σειρά από ξεχωριστά μεταξύ τους φαινόμενα. Η αναπτυξιακή της δομή θεωρείται σαν απλή διαδοχή στρωμάτων. Το καθένα από αυτά προσεγγίζεται ανεξάρτητα από τα άλλα. Αυτά τα στρώματα ενδέχεται να συγκολλώνται με φάσεις που συνδέουν το ένα στρώμα με το άλλο, αλλά ακόμη και οι ίδιες οι συγκολλητικές φάσεις αναλύονται στα συστατικά τους και διερευνώνται ανεξάρτητα η μία από την άλλη. Έτσι τα Μεσοζωικά στρώματα των βράχων είναι ανεξάρτητα από τα Καινοζωικά στρώματα και το κάθε ξεχωριστό στρώμα είναι εν πολλοίς αυθύπαρκτο, όπως και τα στρώματα που τα συνέχουν. Στην ανθρώπινη ιστορία, η μεσαιωνική περίοδος είναι ανεξάρτητη από τη νεότερη και ο τρόπος με τον οποίο η πρώτη «εκβάλλει» στη δεύτερη μετατρέπεται σε μία σειρά από ανεξάρτητα τμήματα, το καθένα σχετικά αυτόνομο με τα προηγούμενα και τα επόμενα τμήματα. Παρά τις καταστροφές τις οποίες προκάλεσαν ο μεταμοντερνισμός και η διαστρωματωμένη θεώρηση της ιστορίας που προέβαλε ο Foucault, υπήρξε μια χρονική περίοδος, στο πρόσφατο παρελθόν, κατά την οποία οι περισσότεροι ιστορικοί, επηρεασμένοι από θεωρίες της εξέλιξης και από τον μαρξισμό, θεωρούσαν την ιστορία ως «ροή» συμβάντων, στην οποία οι εκάστοτε μεταγενέστερες περίοδοι εξαρτώνται από τις εκάστοτε προγενέστερες. Από τη σκοπιά του συμβατικού λόγου, δεν ήταν πάντοτε σαφές ούτε πώς συμβαίνει αυτό ούτε τι νόημα έχει.
Σήμερα, μπορούμε να γελοιογραφήσουμε ένα μεγάλο μέρος του λαϊκού μυστικισμού, παριστάνοντας τον σα να διαλύει κυριολεκτικά τη «ροή» των πραγμάτων και των φαινομένων μέσα σ' ένα αδιαφοροποίητο συνεχές, στην καλύτερη περίπτωση, ή μέσα σ' ένα πανταχού παρόν «Εν» που περιλαμβάνει τα πάντα, στη χειρότερη. Αυτού του είδους ο αναγωγισμός είναι το μυστικιστικό αντίστοιχο της μηχανικο-υλιστικής διαστρωμάτωσης. Πράγματι, είναι κοινοτοπία να λέμε πως όλα είναι «Ένα» ή (πως όλα είναι) «αλληλοσυνδεδεμένα», με την έννοια, ας πούμε, του ότι όλα τα φαινόμενα ξεκίνησαν από έναν αναπαλμό της πρωταρχικής ενέργειας ή, όπως παρατήρησε κάποτε ένας Βικτοριανός φυσικός, με την έννοια του ότι όταν χτυπά τη γροθιά του στο τραπέζι, ο Σείριος τρέμει, έστω και αμυδρά. Το ότι το σύμπαν είχε μια αρχή , όποια κι αν ήταν αυτή, δεν δικαιολογεί την απλοϊκή πεποίθηση πως τάχα το σύμπαν «στην πραγματικότητα» αποτελείται ακόμη μόνο από την αρχική πηγή του — είναι σα να λέμε πως μπορούμε να ερμηνεύσουμε εξ ολοκλήρου έναν ενήλικο άνθρωπο κάνοντας αναφορά στους γονείς του (της). Αυτός ο τρόπος σκέψης δεν απέχει και πολύ από την κινητική προσέγγιση των αιτιακών σχέσεων, που έχει ο συμβατικός λόγος. Ούτε πάλι η «κοινότητα» (αλληλοσύνδεση) όλων των μορφών ζωής αποκλείει τις έντονες διαφορές, που ξεχωρίζουν το θήραμα από το αρπακτικό ή τις καθοδηγούμενες από το ένστικτο μορφές ζωής από τις δυνάμει ορθολογικές μορφές ζωής. Εντούτοις, αυτές οι αναρίθμητες εξελικτικές διαφοροποιήσεις απηχούν αμέτρητες καινοτομίες ως προς τις εξελικτικές πορείες και, στην πραγματικότητα, (απηχούν) διαφορετικά είδη εξέλιξης — είτε είναι αυτή ανόργανη, είτε οργανική, είτε κοινωνική. Ο συμβατικός λόγος, αντί να βλέπει τα πράγματα και τα φαινόμενα ως διαφοροποιημένα αλλά ταυτόχρονα συσχετιζόμενα με σωρευτικό τρόπο, έχει την τάση να τα θεωρεί, για να χρησιμοποιήσω την περίφημη παρατήρηση του Hegel, σαν «σκοτάδι μέσα στο οποίο όλες οι αγελάδες είναι μαύρες».
(συνεχίζεται)