Του Ζήση Παπαδημητρίου
[...] Με βάση τα σημερινά δεδομένα, κοντά 19% των Γερμανών, περίπου 23 εκατομμύρια άνθρωποι, ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο μέσος όρος των συντάξεων είναι 700 Ευρώ το μήνα με πτωτικές τάσεις. [...] Γράφει ο Ζήσης Δ. Παπαδημητρίου, ομότιμος καθηγητής της Νομικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Το γεγονός ότι η Γερμανία διαθέτει την πλέον ισχυρή πραγματική οικονομία μεταξύ των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν σημαίνει και ισοκατανομή του κοινωνικού πλούτου. Η εικόνα που παρουσιάζουν τα ελληνικά ΜΜΕ σχετικά με την οικονομική κατάσταση του γερμανικού λαού κάθε άλλο παρά ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Η νεοφιλελεύθερη πολιτική που εγκαινίασε η προηγούμενη κυβέρνηση συνασπισμού Σοσιαλδημοκρατών και Πρασίνων υπό τον καγκελάριο κ. Γκέρχαρντ Σρύντερ και την οποία συνεχίζει η σημερινή κυβέρνηση του Μεγάλου Συνασπισμού Χριστιανοδημοκρατών, Χριστιανοκοινωνιστών και Σοσιαλδημοκρατών υπό την καγκελάριο κ. Άνγκελα Μέρκελ στο όνομα της ανάπτυξης, απέφερε τεράστια κέρδη στο κεφάλαιο, χωρίς ωστόσο να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης της πλειονότητας του γερμανικού λαού.
Το άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ πλουσίων και φτωχών μεγαλώνει ολοένα και περισσότερο, καθώς ο πλούτος συγκεντρώνεται στα χέρια των ολίγων, χαρακτηριστικό γνώρισμα της περιώνυμης παγκοσμιοποίησης με πρωταγωνιστή το χρηματιστικό κεφάλαιο.
Αρκεί μια ματιά στα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας της χώρας για να διαπιστώσει κανείς πως εδώ και είκοσι περίπου χρόνια οι αποδοχές των εργαζόμενων αυξήθηκαν ελάχιστα, ενώ οι συνθήκες διαβίωσης των ανέργων, των κατόχων επισφαλών θέσεων εργασίας και των συνταξιούχων έχουν χειροτερεύσει σημαντικά.
Και ενώ η τριμερής συμφωνία των κυβερνητικών κομμάτων προβλέπει τη θέσπιση κατώτατου ορίου μισθού στα 8.50 Ευρώ την ώρα, οι επιχειρήσεις έχουν ήδη ενεργοποιήσει τους μηχανισμούς υπονόμευσης της συμφωνίας, γεγονός που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μπούμερανγκ για την κυβέρνηση του Μεγάλου Συνασπισμού.
Αν και το ποσοστό ανεργίας είναι σχετικά χαμηλό, καθώς κυμαίνεται γύρω στο 7% με αυξητικές ωστόσο τάσεις, το μέλλον της γερμανικής οικονομίας κάθε άλλο παρά ευοίωνο είναι, καθότι πρόκειται για μια κατεξοχήν εξωστρεφή οικονομία, η εξέλιξη της οποίας εξαρτάται σημαντικά από την πορεία των εξαγωγών, γεγονός που ανησυχεί δεόντως τις γερμανικές οικονομικές και πολιτικές ελίτ.
Με βάση τα σημερινά δεδομένα, κοντά 19% των Γερμανών, περίπου 23 εκατομμύρια άνθρωποι, ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο μέσος όρος των συντάξεων είναι 700 Ευρώ το μήνα με πτωτικές τάσεις.
Περίπου 4,2 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν με το κοινωνικό επίδομα των 382 Ευρώ το μήνα(Hartz IV) σύν το επίδομα φθηνής κατοικίας, καθότι τα νοίκια στην ελεύθερη αγορά είναι ιδιαίτερα υψηλά, τουτέστιν απλησίαστα για τους ανθρώπους με χαμηλό εισόδημα, γεγονός που τους εξαναγκάζει να αναζητούν κατοικία στις υποβαθμισμένες περιοχές των πόλεων.
Ιδιαίτερα επισφαλής είναι η κατάσταση των μεταναστών που καταφθάνουν τελευταία κατά χιλιάδες στη χώρα, μια πανσπερμία ανθρώπων που αναζητούν εργασία και γίνονται συχνά αντικείμενο σκληρής εκμετάλλευσης.
Τελευταία, τα ΜΜΕ της Γερμανίας ασχολήθηκαν έντονα με το θέμα της προβλεπόμενης ελεύθερης διακίνησης από την πρώτη Ιανουαρίου του 2014 Βουλγάρων και Ρουμάνων πολιτών εντός της Ε.Ε., καθώς εκφράζονται φόβοι πως το κύμα των μεταναστών και πιο συγκεκριμένα των Σίντι και Ρομά από τις χώρες αυτές θα θέσει υπό δοκιμασία το κοινωνικό κράτος της Γερμανίας. Τον κίνδυνο αυτό επεσήμανε πρώτος ο πρόεδρος του Χριστιανοκοινωνικού Κόματος της Βαυαρίας κ. Ζεχόφερ προκαλώντας τους πρώτους τριγμούς στην κυβέρνηση του Μεγάλου Συνασπισμού.
Η συνεχής αναφορά του προβλήματος στα ΜΜΕ με την έναρξη του νέου έτους, ενέτεινε τις ήδη υφιστάμενες ξενοφοβικές τάσεις στη χώρα, οι οποίες, αν και δεν εκδηλώνονται δημόσια, λειτουργούν υποδόρια, απειλώντας μακροπρόθεσμα την ειρηνική συμβίωση, αφού ενισχύονται οι ακροδεξιές νεοναζιστικές τάσεις ιδιαίτερα στα κρατίδια της πρώην Ανατολικής Γερμανίας.
Aν και οι άνθρωποι διστάζουν να εκφραστούν ελεύθερα σε ό,τι αφορά την παρουσία των ξένων στη χώρα τους, για να μην χαρακτηριστούν πολιτικά, είναι ωστόσο έκδηλη η ανησυχία που τους διακατέχει, εγκυμονώντας κινδύνους νέας μορφής εκφασισμού των ευρωπαϊκών κοινωνιών.
Στις ήδη υφιστάμενες διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των πυρηνικών χωρών της Ε.Ε. (Γερμανία, Ολλανδία, Αυστρία κλπ.) και των χωρών του ευρωπαϊκού νότου ήρθε να προστεθεί μια νέα διαχωριστική παράμετρος με την είσοδο στην Ε.Ε. των χωρών του πρώην ανατολικού μπλοκ που αντιμετωπίζονται λίγο ως πολύ ως οι παρίες της Ευρώπης, εξέλιξη που καθιστά αμφίβολη την οικονομική, πολιτική και κοινωνική ολοκλήρωση της Ευρώπης.
Όντας επισκέπτης στη Γερμανία με αφορμή τις γιορτές των Χριστουγέννων, διαπίστωσα πως τόσο η σύνθεση της γερμανικής κοινωνίας όσο και η καθημερινότητα των ανθρώπων αλλάζουν άρδην, ενισχύοντας τους προβληματισμούς ως προς το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθότι η Γερμανία καθορίζει σε σημαντικό βαθμό τις οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.
Νέο φαινόμενο αποτελεί η παρουσία ζητιάνων στα κεντρικά σημεία των πόλεων, τόσο ξένων όσο και ντόπιων, και μάλιστα στους χώρους καλλιτεχνικών εκδηλώσεων όπως π.χ. μπροστά στα μουσεία, στην Όπερα κλπ. που θυμίζουν περασμένες εποχές και φέρνουν στη μνήμη του επισκέπτη σκηνές από μυθιστορήματα του Ντίκενς. Ζητιάνους και μάλιστα νέους στην ηλικία συναντά κανείς και στις αποβάθρες των σιδηροδρομικών σταθμών, οι οποίοι, για να αποφύγουν τις όποιες ενοχλήσεις από τα όργανα της τάξης, καταφεύγουν στο «κόλπο» του δήθεν ταξιδιώτη φορώντας το σχετικό σακίδιο !
Δεδομένου ότι τόσο στη Γερμανία όσο και στις άλλες χώρες του ευρωπαϊκού πυρήνα αλλά και στις χώρες της περιφέρειας όπως π.χ. στην Ελλάδα παρατηρείται άνοδος της Ακροδεξιάς, ο κίνδυνος επικράτησης στην πολιτική ακραίων αντιλήψεων είναι ιδιαίτερα μεγάλος. Η περαιτέρω πορεία της Ε.Ε. θα εξαρτηθεί σε σημαντικό βαθμό από το νέο συσχετισμό δυνάμεων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο που θα προκύψει από τις επερχόμενες εκλογές τον προσεχή Μάϊο.-
Πηγή:
[...] Με βάση τα σημερινά δεδομένα, κοντά 19% των Γερμανών, περίπου 23 εκατομμύρια άνθρωποι, ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο μέσος όρος των συντάξεων είναι 700 Ευρώ το μήνα με πτωτικές τάσεις. [...] Γράφει ο Ζήσης Δ. Παπαδημητρίου, ομότιμος καθηγητής της Νομικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Το γεγονός ότι η Γερμανία διαθέτει την πλέον ισχυρή πραγματική οικονομία μεταξύ των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν σημαίνει και ισοκατανομή του κοινωνικού πλούτου. Η εικόνα που παρουσιάζουν τα ελληνικά ΜΜΕ σχετικά με την οικονομική κατάσταση του γερμανικού λαού κάθε άλλο παρά ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Η νεοφιλελεύθερη πολιτική που εγκαινίασε η προηγούμενη κυβέρνηση συνασπισμού Σοσιαλδημοκρατών και Πρασίνων υπό τον καγκελάριο κ. Γκέρχαρντ Σρύντερ και την οποία συνεχίζει η σημερινή κυβέρνηση του Μεγάλου Συνασπισμού Χριστιανοδημοκρατών, Χριστιανοκοινωνιστών και Σοσιαλδημοκρατών υπό την καγκελάριο κ. Άνγκελα Μέρκελ στο όνομα της ανάπτυξης, απέφερε τεράστια κέρδη στο κεφάλαιο, χωρίς ωστόσο να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης της πλειονότητας του γερμανικού λαού.
Το άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ πλουσίων και φτωχών μεγαλώνει ολοένα και περισσότερο, καθώς ο πλούτος συγκεντρώνεται στα χέρια των ολίγων, χαρακτηριστικό γνώρισμα της περιώνυμης παγκοσμιοποίησης με πρωταγωνιστή το χρηματιστικό κεφάλαιο.
Αρκεί μια ματιά στα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας της χώρας για να διαπιστώσει κανείς πως εδώ και είκοσι περίπου χρόνια οι αποδοχές των εργαζόμενων αυξήθηκαν ελάχιστα, ενώ οι συνθήκες διαβίωσης των ανέργων, των κατόχων επισφαλών θέσεων εργασίας και των συνταξιούχων έχουν χειροτερεύσει σημαντικά.
Και ενώ η τριμερής συμφωνία των κυβερνητικών κομμάτων προβλέπει τη θέσπιση κατώτατου ορίου μισθού στα 8.50 Ευρώ την ώρα, οι επιχειρήσεις έχουν ήδη ενεργοποιήσει τους μηχανισμούς υπονόμευσης της συμφωνίας, γεγονός που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μπούμερανγκ για την κυβέρνηση του Μεγάλου Συνασπισμού.
Αν και το ποσοστό ανεργίας είναι σχετικά χαμηλό, καθώς κυμαίνεται γύρω στο 7% με αυξητικές ωστόσο τάσεις, το μέλλον της γερμανικής οικονομίας κάθε άλλο παρά ευοίωνο είναι, καθότι πρόκειται για μια κατεξοχήν εξωστρεφή οικονομία, η εξέλιξη της οποίας εξαρτάται σημαντικά από την πορεία των εξαγωγών, γεγονός που ανησυχεί δεόντως τις γερμανικές οικονομικές και πολιτικές ελίτ.
Με βάση τα σημερινά δεδομένα, κοντά 19% των Γερμανών, περίπου 23 εκατομμύρια άνθρωποι, ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο μέσος όρος των συντάξεων είναι 700 Ευρώ το μήνα με πτωτικές τάσεις.
Περίπου 4,2 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν με το κοινωνικό επίδομα των 382 Ευρώ το μήνα(Hartz IV) σύν το επίδομα φθηνής κατοικίας, καθότι τα νοίκια στην ελεύθερη αγορά είναι ιδιαίτερα υψηλά, τουτέστιν απλησίαστα για τους ανθρώπους με χαμηλό εισόδημα, γεγονός που τους εξαναγκάζει να αναζητούν κατοικία στις υποβαθμισμένες περιοχές των πόλεων.
Ιδιαίτερα επισφαλής είναι η κατάσταση των μεταναστών που καταφθάνουν τελευταία κατά χιλιάδες στη χώρα, μια πανσπερμία ανθρώπων που αναζητούν εργασία και γίνονται συχνά αντικείμενο σκληρής εκμετάλλευσης.
Τελευταία, τα ΜΜΕ της Γερμανίας ασχολήθηκαν έντονα με το θέμα της προβλεπόμενης ελεύθερης διακίνησης από την πρώτη Ιανουαρίου του 2014 Βουλγάρων και Ρουμάνων πολιτών εντός της Ε.Ε., καθώς εκφράζονται φόβοι πως το κύμα των μεταναστών και πιο συγκεκριμένα των Σίντι και Ρομά από τις χώρες αυτές θα θέσει υπό δοκιμασία το κοινωνικό κράτος της Γερμανίας. Τον κίνδυνο αυτό επεσήμανε πρώτος ο πρόεδρος του Χριστιανοκοινωνικού Κόματος της Βαυαρίας κ. Ζεχόφερ προκαλώντας τους πρώτους τριγμούς στην κυβέρνηση του Μεγάλου Συνασπισμού.
Η συνεχής αναφορά του προβλήματος στα ΜΜΕ με την έναρξη του νέου έτους, ενέτεινε τις ήδη υφιστάμενες ξενοφοβικές τάσεις στη χώρα, οι οποίες, αν και δεν εκδηλώνονται δημόσια, λειτουργούν υποδόρια, απειλώντας μακροπρόθεσμα την ειρηνική συμβίωση, αφού ενισχύονται οι ακροδεξιές νεοναζιστικές τάσεις ιδιαίτερα στα κρατίδια της πρώην Ανατολικής Γερμανίας.
Aν και οι άνθρωποι διστάζουν να εκφραστούν ελεύθερα σε ό,τι αφορά την παρουσία των ξένων στη χώρα τους, για να μην χαρακτηριστούν πολιτικά, είναι ωστόσο έκδηλη η ανησυχία που τους διακατέχει, εγκυμονώντας κινδύνους νέας μορφής εκφασισμού των ευρωπαϊκών κοινωνιών.
Στις ήδη υφιστάμενες διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των πυρηνικών χωρών της Ε.Ε. (Γερμανία, Ολλανδία, Αυστρία κλπ.) και των χωρών του ευρωπαϊκού νότου ήρθε να προστεθεί μια νέα διαχωριστική παράμετρος με την είσοδο στην Ε.Ε. των χωρών του πρώην ανατολικού μπλοκ που αντιμετωπίζονται λίγο ως πολύ ως οι παρίες της Ευρώπης, εξέλιξη που καθιστά αμφίβολη την οικονομική, πολιτική και κοινωνική ολοκλήρωση της Ευρώπης.
Όντας επισκέπτης στη Γερμανία με αφορμή τις γιορτές των Χριστουγέννων, διαπίστωσα πως τόσο η σύνθεση της γερμανικής κοινωνίας όσο και η καθημερινότητα των ανθρώπων αλλάζουν άρδην, ενισχύοντας τους προβληματισμούς ως προς το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθότι η Γερμανία καθορίζει σε σημαντικό βαθμό τις οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.
Νέο φαινόμενο αποτελεί η παρουσία ζητιάνων στα κεντρικά σημεία των πόλεων, τόσο ξένων όσο και ντόπιων, και μάλιστα στους χώρους καλλιτεχνικών εκδηλώσεων όπως π.χ. μπροστά στα μουσεία, στην Όπερα κλπ. που θυμίζουν περασμένες εποχές και φέρνουν στη μνήμη του επισκέπτη σκηνές από μυθιστορήματα του Ντίκενς. Ζητιάνους και μάλιστα νέους στην ηλικία συναντά κανείς και στις αποβάθρες των σιδηροδρομικών σταθμών, οι οποίοι, για να αποφύγουν τις όποιες ενοχλήσεις από τα όργανα της τάξης, καταφεύγουν στο «κόλπο» του δήθεν ταξιδιώτη φορώντας το σχετικό σακίδιο !
Δεδομένου ότι τόσο στη Γερμανία όσο και στις άλλες χώρες του ευρωπαϊκού πυρήνα αλλά και στις χώρες της περιφέρειας όπως π.χ. στην Ελλάδα παρατηρείται άνοδος της Ακροδεξιάς, ο κίνδυνος επικράτησης στην πολιτική ακραίων αντιλήψεων είναι ιδιαίτερα μεγάλος. Η περαιτέρω πορεία της Ε.Ε. θα εξαρτηθεί σε σημαντικό βαθμό από το νέο συσχετισμό δυνάμεων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο που θα προκύψει από τις επερχόμενες εκλογές τον προσεχή Μάϊο.-
Πηγή: