Η συνέχεια από την ανάρτηση: http://www.topikopoiisi.com/1/post/2014/01/-23.html
Η διαλεκτική αιτίωση4
Ας δεχθούμε ότι οι αρχές της ταυτότητας, του ποιητικού αιτίου και της διαστρωμάτωσης όντως ισχύουν σε μία επιμέρους πραγματικότητα, η οποία γίνεται κατανοητή χάρις στη χρήση αυτών των αρχών. Όταν όμως προχωρούμε πέρα από αυτήν την επιμέρους πραγματικότητα, τότε δεν μπορούμε πια να ανάγουμε τον μεγάλο πλούτο της διαφοροποίησης, της ροής, της ανάπτυξης, της οργανικής αιτιότητας και της αναπτυξιακής πραγματικότητας σε κάποιο ασαφές «Εν» ή σε μια εξίσου ασαφή ιδέα της «κοινότητας». Μια πολύ σημαντική γραμματεία πού ανάγεται χρονικά ως τους αρχαίους Έλληνες, αποτελεί τη βάση μιας οργανικής μορφής λόγου και μιας αναπτυξιακής ερμηνείας της πραγματικότητας. Αυτό που χρειάζεται, όπως έχω ήδη τονίσει, είναι να απελευθερώσουμε αυτή τη μορφή λόγου τόσο από τις οιονεί μυστικιστικές όσο και από τις στενά επιστημονιστικές κοσμοθεωρίες που τόσο έχουν απομακρύνει τον λόγο αυτό από τον ζωντανό κόσμο. Εν ολίγοις, αυτή η μορφή λόγου —ο διαλεκτικός λόγος— πρέπει να απογυμνωθεί τόσο από τον ιδεαλισμό όσο και από τον υλισμό του. Πρέπει να τον καταστήσουμε νατουραλιστικό και οικολογικό.
Καμία γενική έκθεση του διαλεκτικού λόγου δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ανάγνωση των Λογικών έργων του Hegel. Η Επιστήμη της Λογικής του Hegel, παρά τις βεβιασμένες αναλύσεις της και παρά τις αμφίβολες μεταβάσεις κατά την εξ-αγωγή της μιας λογικής κατηγορίας από την άλλη, είναι ο διαλεκτικός λόγος στην πιο επεξεργασμένη και δυναμική του μορφή. Αυτό το έργο, από πολλές απόψεις, απορροφά τη συμβατική λογική του Αριστοτελικού Οργάνου — από το οποίο προέρχονται οι νεότερες μορφές συμβολικής λογικής— στα Μετά τα Φυσικά του ίδιου Έλληνα στοχαστή, με τη ρωμαλέα άποψη τους για τη φύση της πραγματικότητας.
Το μεγαλείο της προσπάθειας του Hegel δεν έχει όμοιό του στην ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας. Σε μία τεράστια κλίμακα, (δύο αρκετά μεγάλοι τόμοι), ο Hegel συγκέντρωσε όλες τις κατηγορίες που χρησιμοποιούμε στον λόγο για να εξηγήσουμε την πραγματικότητα και εξ-ήγαγε τη μιαν από την άλλη σ' ένα κατανοητό και γεμάτο σημασία συνεχές, που βαθμηδόν καταλήγει σ' ένα πλούσια διαφοροποιημένο, ολοένα και περιεκτικότερο ή «επαρκέστερο» όλον — για να χρησιμοποιήσω κάποιους από τους όρους του. Μπορεί κανείς να απορρίπτει αυτό που ο Hegel ονόμαζε «απόλυτο ιδεαλισμό», τη μετάβαση από τη λογική του στη φυσική φιλοσοφία του, το αποκορύφωμα του υποκειμενικού και του αντικειμενικού σ' ένα θεϊκό «Απόλυτο» και την απόμερος του χρησιμοποίηση ενός κοσμικού πνεύματος (Geist) για τελεολογικούς σκοπούς. Ωστόσο, αυτό που ξεχωρίζει στο έργο του, ανάμεσα σ' αυτούς τους μεταφυσικούς και συχνά θεολογικούς αρχαϊσμούς, είναι η συνολική εξ-αγωγή των λογικών κατηγοριών ως υποκειμενική ανατομία της αναπτυξιακής πραγματικότητας, παρά τις προκαταλήψεις του ίδιου του Hegel ενάντια στην οργανική εξέλιξη.
Δεν ισχυρίζομαι πως μπορεί μια γενικόλογη περιγραφή της διαλεκτικής να αντικαταστήσει την εμπεριστατωμένη παρουσίαση που προβάλλει ο Hegel, ούτε θα προσπαθήσω να «βιάσω» τη θεωρητική της εκδίπλωση μέσα στους σύντομους ορισμούς και τα συμπεράσματα, που συνήθως περνούν για έκθεση κάποιων ιδεών. Όπως παρατηρεί και ο Hegel στη Φαινομενολογία του Πνεύματος: «διότι το πραγματικό ζήτημα δεν εξαντλείται με το να το δηλώνουμε ως στόχο, αλλά με το να τον επιτελούμε, ούτε (πάλι) το ενεργώς πραγματικό όλον είναι (απλώς) το αποτέλεσμα, αλλά είναι το αποτέλεσμα μαζί με τη διαδικασία μέσω της οποίας (αυτό το αποτέλεσμα) επετεύχθη. Ο στόχος αφ' εαυτού (οι «ορισμοί και τα συμπεράσματα») είναι ένα άψυχο καθολικό, όπως ακριβώς και η καθοδηγητική τάση είναι μια απλή ορμή, που ακόμη στερείται μιας ενεργώς πραγματικής ύπαρξης· το δε καθαρό αποτέλεσμα είναι ένα πτώμα που έχει αφήσει πίσω του την καθοδηγητική τάση»5. Πράγματι, η διαλεκτική του Hegel αψηφά την απαίτηση για λεξικογραφικούς ορισμούς. Μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο από την άποψη της εξέλιξης του ίδιου του διαλεκτικού λόγου, όπως ακριβώς και μια οξυδερκής ψυχολογία απαιτεί, για να γνωρίσουμε αληθινά ένα άτομο, να γνωρίζουμε ολόκληρη τη βιογραφία του, όχι απλώς τα αριθμητικά αποτελέσματα των ψυχολογικών τεστ και των σωματικών μετρήσεων.
Τονίζω την εξελικτική φύση της διαλεκτικής ως διαλεκτικού λόγου επειδή η διαλεκτική στα Λογικά έργα του Hegel, όπως και η διαλεκτική στα Μετά τα Φυσικά του Αριστοτέλη, από τα οποία είχε τόσο πολύ επηρεασθεί, είναι παραπάνω από μια απλή «μέθοδος» για να πραγματευόμαστε την πραγματικότητα. Ο λόγος, θα προσέθετα, έχει άκρως αντισυμβατικό νόημα και για τους δύο στοχαστές. Η διαλεκτική είναι επίσης, στην πραγματικότητα, μια οντολογική μορφή αιτιότητας. Είναι, όντως, τόσο ένας τρόπος να συλλογιζόμαστε γύρω από την αιτιότητα με αναπτυξιακούς όρους, όσο και, ταυτόχρονα, περιγραφή του αντικειμενικού κόσμου. Στο έργο του Hegel, η Λογική συνεργάζεται με την οντολογία.
Ως μορφή συλλογιστικής, οι βασικότερες κατηγορίες της διαλεκτικής —ακόμη και τόσο ασαφείς κατηγορίες όπως το «είναι» και το «μηδέν»— διαφοροποιούνται χάρις στη δική τους εσώτερη λογική (και μετατρέπονται) σε πληρέστερες, πολυπλοκότερες κατηγορίες. Η κάθε κατηγορία, με τη σειρά της, είναι μια δυνατότητα, η οποία, δια μέσου της εξ-αγωγικής σκέψης, που κατευθύνεται προς τη διερεύνηση των ενδεχομένων της, τα οποία λανθάνουν και υπολανθάνουν, γεννά τη λογική έκφραση με τη μορφή της αυτοπραγμάτωσης ή (με τη μορφή) αυτού, που ο Hegel αποκαλεί «ενεργό πραγματικότητα» (Wirklichkeit). Παρόμοια, από οντολογική άποψη, η διαλεκτική αιτίωση (causation) δεν είναι απλώς κίνηση, δύναμη ή αλλαγές μορφής. Πράγματι, βλέποντας τα πράγματα και τα φαινόμενα από την άποψη της ανάπτυξης, υπό το φως της άποψης ότι όλο το Ον είναι γίγνεσθαι, η διαλεκτική αιτίωση είναι η διαφοροποίηση της δυνατότητας (και η μετατροπή της) σε ενεργό πραγματικότητα, κατά τη διάρκεια της οποίας η εκάστοτε νέα ενεργός πραγματικότητα γίνεται δυνατότητα για παραπέρα διαφοροποίηση και ενεργό πραγματοποίηση. Ο Hegel, όπως και ο Αριστοτέλης πριν από αυτόν, είχε μια «αναδυόμενη» ερμηνεία της αιτιότητας, του πώς το υπολανθάνον γίνεται έκδηλο μέσα από την εκδίπλωση της λανθάνουσας μορφής και των (λανθανόντων) ενδεχομένων της.
Πρέπει, τουλάχιστον να υποθέσουμε ότι υπάρχει τάξη στον κόσμο, υπόθεση, που πρέπει να κάνει ακόμη και η συνηθισμένη επιστήμη, εάν θέλει να υπάρχει. Πρέπει επίσης, τουλάχιστον να υποθέσουμε ότι, υπάρχει αύξηση και διαδικασίες, που οδηγούν στη διαφοροποίηση και όχι απλώς (σ)το είδος της κίνησης, που προκύπτει από τις ωστικές και ελκτικές δυνάμεις, τις δυνάμεις της βαρύτητας, τις ηλεκτρομαγνητικές και παρόμοιες δυνάμεις. Τέλος, πρέπει τουλάχιστον να υποθέσουμε, ότι υπάρχει κάποιο είδος κατευθυντικότητας προς ολοένα και μεγαλύτερη διαφοροποίηση ή ολικότητα, εφόσον η δυνατότητα πραγματοποιείται στην πλήρη ενεργό πραγματικότητα της. Δεν χρειάζεται να επιστρέψουμε στις μεσαιωνικές τελεολογικές ιδέες για έναν απαρέγκλιτο προκαθορισμό στην ιεραρχία του Όντος, για να αποδεχθούμε αυτήν την κατευθυντικότητα: αντίθετα, αρκεί να δείξουμε το πραγματικό γεγονός πως στον πραγματικό κόσμο υπάρχει μια γενικά εύτακτη ανάπτυξη ή, για να χρησιμοποιήσω τη φιλοσοφική ορολογία, (ότι υπάρχει) μία «λογική» ανάπτυξη όταν μια ανάπτυξη επιτυγχάνει να γίνει αυτό που είναι συγκροτημένη να γίνει.
Το πώς το υπολανθάνον, ως σχετικά αδιαφοροποίητη μορφή με λανθάνοντα ενδεχόμενα, γίνεται μορφή πιο διαφοροποιημένη, που ανταποκρίνεται (απολύτως) στον τρόπο με τον οποίο είναι συγκροτημένη η εν δυνάμει μορφή του, αποσαφηνίζεται πλήρως με τα λόγια του ίδιου του Hegel. «To φυτό παραδείγματος χάριν, δεν απορροφάται στην απλή, αόριστη αλλαγή», γράφει. Έχει μία διακριτή κατευθυντικότητα —στην περίπτωση των συνειδητών όντων, (έχει) σκοπό ως βούληση. «Από τον σπόρο παράγονται πολλά, ενώ στην αρχή δεν φαινόταν τίποτε, αλλά το όλον αυτού που γεννάται, αν όχι που αναπτύσσεται, είναι ακόμη κρυμμένο και περιέχεται ιδεατά εντός του εαυτού του». Αξίζει να επισημάνουμε, σ' αυτό το χωρίο, ότι αυτό που «γεννάται» δεν «αναπτύσσεται» κιόλας, κατ' ανάγκη. Ένα βελανίδι παραδείγματος χάριν, μπορεί να γίνει τροφή ενός σκίουρου ή να μαραθεί σ' ένα τσιμεντένιο πεζοδρόμιο, αντί να «αναπτυχθεί» σε αυτό που είναι εν’ δυνάμει συγκροτημένο να γίνει - συγκεκριμένα, σε βαλανιδιά. «Η αρχή αυτής της προβολής στην ύπαρξη είναι ότι ο σπόρος δεν μπορεί να παραμείνει υπολανθάνων», παρατηρεί στη συνέχεια ο Hegel, «αλλά ωθείται στο να αναπτυχθεί, εφ' όσον παρουσιάζει την αντίφαση του να είναι απλώς υπολανθάνων»6.
Αυτό που αποκαλούμε αορίστως «εμμενείς» παράγοντες που παράγουν την αυτοεκδίπλωση μιας ανάπτυξης, η Εγελιανή διαλεκτική το θεωρεί ως την αντιφατική φύση ενός όντος, που είναι ανεκπλήρωτο, υπό την έννοια ότι είναι απλώς υπολανθάνον ή ανεκπλήρωτο. Ως απλή δυνατότητα, δεν έχει «έλθει στα συγκαλά του», ας πούμε. Στη διαλεκτική αιτιότητα, ένα πράγμα ή ένα φαινόμενο παραμένει σε εκκρεμότητα, ασταθές, σε ένταση —όπως ακριβώς ένα έμβρυο, που ωριμάζει για να γεννηθεί, αγωνίζεται να γεννηθεί εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο είναι συγκροτημένο— μέχρις ότου να αναπτυχθεί σ' αυτό που «πρέπει να είναι», σε όλη του την ολικότητα ή την πληρότητα. Δεν μπορεί να παραμένει εσαεί σε ένταση ή σε «αντίφαση» προς αυτό που είναι οργανωμένο για να γίνει, χωρίς να διαστρεβλωθεί ή να καταστρέψει τον εαυτό του. Πρέπει να ωριμάσει, φτάνοντας στην πληρότητα του είναι του.
Αυτή η πολύ συνοπτική έκθεση του διαλεκτικού λόγου επαρκεί για να στηρίξει ορισμένα σημαντικά συμπεράσματα. Πρώτον, ο διαλεκτικός λόγος, που τον συλλαμβάνουμε ως τη λογική έκφραση μιας μορφής αναπτυξιακής αιτιότητας, που χαρακτηρίζεται από μεγάλο εύρος, είναι παραπάνω από απλή μέθοδος. Ακριβώς επειδή είναι ένα σύστημα αιτιότητας, είναι οντολογικός, αντικειμενικός και άρα νατουραλιστικός. Ερμηνεύει πώς λαμβάνουν χώρα οι διαδικασίες στον φυσικό αλλά και στον κοινωνικό κόσμο. Η νεότερη επιστήμη έχει προσπαθήσει να περιγράψει όλα σχεδόν τα φαινόμενα από την άποψη του ποιητικού αιτίου, ή του κινητικού αντίκτυπου κάποιων δυνάμεων πάνω σ' ένα πράγμα ή φαινόμενο, προκατάληψη που μπορεί να θεωρηθεί ως αντίδραση (της επιστήμης) στις μεσαιωνικές αντιλήψεις περί αιτιότητας από την άποψη του τελικού αιτίου — συγκεκριμένα, από την άποψη της ύπαρξης θεότητας η οποία ωθεί την ανάπτυξη, έστω και απλώς δυνάμει της δικής της «τελειότητας».
Η Εγελιανή ιδέα της «ατέλειας» —ακριβέστερα, της «ανεπάρκειας» ή της αντίφασης— ως παρωθητικού παράγοντα της ανάπτυξης, εν μέρει υπερβαίνει κατά πολύ και την τελική και την ποιητική αντίληψη περί αιτιότητας. Λέω «εν μέρει» για έναν συγκεκριμένο λόγο. Υπάρχουν παντού στην Εγελιανή διαλεκτική, φιλοσοφικοί αρχαϊσμοί που εξασθενίζουν τη θέση του, από νατουραλιστική σκοπιά. Από την εποχή του Πλάτωνα μέχρι τις απαρχές του νεότερου κόσμου, οι θεολογικές έννοιες της «τελειότητας», του «απείρου» και της «αιωνιότητας» κυριάρχησαν στη φιλοσοφική σκέψη. Οι «ιδεατές μορφές» του Πλάτωνα ήταν το «τέλειο» και το «αΐδιο», που αντίγραφα του ήταν όλα τα υπαρκτά πράγματα. Ο Αριστοτελικός «θεός», ιδιαίτερα όπως εκχριστιανίστηκε από τους μεσαιωνικούς σχολαστικούς, είναι το «τέλειο» Εν, που όλα τα πράγματα αγωνίζονται να το φθάσουν, δεδομένης της πεπερασμένης τους «ατέλειας» και των σύμφυτων περιορισμών τους. Κατ' αυτόν τον τρόπο, ένα υπερφυσικό ιδεώδες προσδιόριζε την «ατέλεια» των φυσικών φαινομένων και ως εκ τούτου τα ενεργοποιούσε στον αγώνα του για την επίτευξη της «τελειότητας». Υπάρχει ένα στοιχείο αυτής της οιονεί θεολογικής σκέψης στην Εγελιανή ιδέα της αντίφασης: η όλη πορεία της διαλεκτικής αποκορυφώνεται στο «Απόλυτο», που είναι «τέλειο» ως προς την πληρότητα, την ολικότητα και την ενότητα του.
Απεναντίας, ο διαλεκτικός νατουραλισμός συλλαμβάνει την αντίφαση ως σαφώς φυσική, υπό την έννοια ότι τα πράγματα και τα φαινόμενα είναι ημιτελή και μη ενεργώς πραγματοποιημένα ως προς τη δική τους εξέλιξη — όχι «ατελή» υπό οποιαδήποτε ιδεαλιστική ή υπερφυσική έννοια. Μέχρις ότου γίνουν αυτό που είναι συγκροτημένα να γίνουν, βρίσκονται σε δυναμική ένταση. Έτσι η διαλεκτική νατουραλιστική θεώρηση δεν έχει καμία σχέση με την υπόθεση ότι τα πράγματα ή τα φαινόμενα δεν προσεγγίζουν το πλατωνικό ιδεώδες ή τον θεό των σχολαστικών. Αντίθετα, αυτά είναι ακόμη εν τώ γίγνεσθαι ή, με πιο εγκόσμια διατύπωση, στην ανάπτυξη τους. Έτσι, ο διαλεκτικός νατουραλισμός δεν καταλήγει σε κάποιο Εγελιανό Απόλυτο, στο τέρμα της κοσμικής αναπτυξιακής πορείας, αλλά αντίθετα προβάλλει το όραμα μιας ολοένα και μεγαλύτερης ολικότητας, πληρότητας και πλούτου, ως προς τη διαφοροποίηση και την υποκειμενικότητα.
Η διαλεκτική αντίφαση υπάρχει μέσα στη δομή ενός πράγματος ή φαινομένου, δυνάμει μιας διευθέτησης της μορφής του (formal arrangement) που είναι ημιτελής, ανεπαρκής, υπολανθάνουσα και ανολοκλήρωτη σε σχέση με αυτό που «πρέπει να είναι». Τοποθετημένοι σ' ένα νατουραλιστικό πλαίσιο, δεν είμαστε υποχρεωμένοι να πραγματευθούμε πρωταρχικά τα ποιητικά αίτια ή τις δυνάμεις που δίνουν στη φιλοσοφία μια μηχανιστική χροιά, σε σχέση με την ανάπτυξη. Ούτε είμαστε αναγκασμένοι να καταφύγουμε στις θεϊστικές δυνάμεις της «τελειότητας» για να εξηγήσουμε πώς προκαλείται με σχεδόν μαγνητικό τρόπο μια ανάπτυξη. Η διαλεκτική αιτίωση είναι αποκλειστικά οργανική, επειδή λειτουργεί εντός μία ανάπτυξης,
— συγκεκριμένα, εντός του βαθμού διαμόρφωσης, του τρόπου με τον οποίο οργανώνεται αυτή η μορφή, των εντάσεων ή «αντιφάσεων» τις οποίες προκαλεί το μορφικό αυτό σύνολο, καθώς και εντός της μεταβολικής αυτοσυντήρησης και αυτοανάπτυξης ενός πράγματος ή ενός φαινομένου. Ίσως η καταλληλότερη λέξη για αυτό το είδος ανάπτυξης είναι η αύξηση — αύξηση όχι μέσα από απλή πρόσθεση τμημάτων αλλά μέσα από μια αληθινά εμμενή διαδικασία οργανικού αυτοσχηματισμού προς μια κλιμακωτή και ολοένα και περισσότερο διαφοροποιημένη κατεύθυνση.
Δεύτερον, είναι άκρως σημαντικό να λάβουμε υπ' όψιν μας τι είδους συνεχές αναδύεται μέσα από τη διαλεκτική αιτίωση. Στη διαλεκτική αιτίωση, η αιτία και το αποτέλεσμα δεν είναι απλώς συνυπάρχοντα φαινόμενα — δεν πρόκειται για απλή «συσχέτιση», για να χρησιμοποιήσω έναν κοινόχρηστο θετικιστικό όρο — ούτε είναι διακεκριμένα, υπό την έννοια ότι η αιτία επηρεάζει εξωτερικά ένα πράγμα ή φαινόμενο για να παραγάγει ένα αποτέλεσμα. Η διαλεκτική αιτιότητα είναι σωρευτική: το υπολανθάνον ή το «καθ' εαυτό» (an sich), για να χρησιμοποιήσω την ορολογία του Hegel, δεν αντικαθίσταται απλώς ούτε απλώς καταργείται από το πιο εξελιγμένο έκδηλο ή «δι' εαυτό» (für sich) αλλά απορροφάται μέσα στο έκδηλο και αναπτύσσεται πέρα από αυτό, σε μία πληρέστερη, πιο διαφοροποιημένη και πιο επαρκή μορφή στο Εγελιανό «κατά και δι' εαυτό» (an und für sich). Εφόσον το υπολανθάνον πραγματοποιείται πλήρως, γενόμενο αυτό που είναι συγκροτημένο ώστε να γίνει, η διαδικασία είναι αληθινά ορθολογική, δηλαδή εκπληρώνεται δυνάμει της εσώτερης λογικής της. Το συνεχές είναι ένα εντελώς σωρευτικό συνεχές, που περιέχει ολόκληρη την ιστορία της ανάπτυξης του.
Εμπειρική και διαλεκτική πραγματικότητα
Η πραγματικότητα δεν είναι αυτό που απλώς αντιλαμβανόμαστε εμπειρικά. Είναι δυνατό να υπάρχει μια υπαρκτή πραγματικότητα που είναι ανορθόλογη και μια απραγματοποίητη πραγματικότητα που είναι ορθολογική. Από αυτήν την άποψη, η κοινωνία που αποτυγχάνει να πραγματοποιήσει ενεργά τις δυνατότητές της για ανθρώπινη ευτυχία και πρόοδο, είναι μεν αρκετά «πραγματική», αλλά δεν είναι αληθινά κοινωνική. Είναι ημιτελής και, εφ' όσον διατηρείται, διαστρεβλωμένη' κατά συνέπεια είναι ανορθόλογη. Δεν είναι αυτό που θα έπρεπε να είναι από κοινωνική άποψη, όπως ακριβώς ένα γενικά καχεκτικό ζώο δεν είναι αυτό που θα έπρεπε να είναι από βιολογική άποψη. Μολονότι αυτή η κοινωνία είναι αναμφίβολα «πραγματική», υπό μία στενά υπαρκτική έννοια, ωστόσο είναι ανολοκλήρωτη και άρα «μη πραγματική», από την άποψη των δυνατοτήτων της.
Ο διαλεκτικός νατουραλισμός ρωτά ποιο είναι αληθινά «πραγματικό» — το ημιτελές, εκτρωματικό, ανορθόλογο «αυτό που είναι», ή το εντελές, πλήρως ανεπτυγμένο, ορθολογικό «αυτό που πρέπει να είναι». Ο λόγος, υπό τη μορφή της διαλεκτικής αιτιότητας καθώς και της (διαλεκτικής) λογικής, δίνει μιαν άκρως αντισυμβατική εικόνα της πραγματικότητας. Μια διαδικασία, που ακολουθεί την εμμενή της αυτο-ανάπτυξη μέχρι τη λογική ενεργό πραγματοποίηση της, είναι εντελέστερα «πραγματική» απ' ό,τι ένα δεδομένο «αυτό που είναι», που είναι εκτρωματικό ή διαστρεβλωμένο και ως εκ τούτου, από Εγελιανή άποψη, «μη ανταποκρινόμενο» στα ενδεχόμενα του. Ο λόγος έχει την υποχρέωση να διερευνήσει τις δυνατότητες που λανθάνουν σε κάθε κοινωνική ανάπτυξη και να εξ-αγάγει την αυθεντική ενεργό πραγματοποίηση της, την ολοκλήρωση και την «αλήθεια» της, μέσα από ένα νέο και ορθολογικότερο κοινωνικό καθεστώς.
Θα ήταν φιλοσοφικά επιπόλαιο να αγκαλιάσουμε «αυτό που είναι» σαν «πραγματικότητα», χωρίς να το εξετάσουμε υπό το φως «αυτού που πρέπει να είναι», το οποίο θα αναδυόταν λογικά μέσα από τις δυνατότητες ενός πράγματος ή φαινομένου. Ούτε άλλωστε ενεργούμε έτσι, συνήθως, στην πράξη. Αξιολογούμε —και πολύ σωστά— ένα άτομο στη βάση των γνωστών δυνατοτήτων του (της) και διατυπώνουμε κατανοητές κρίσεις για το αν το εν λόγω άτομο είναι αληθινά «ολοκληρωμένο». Πράγματι, ακόμη και στον ιδιωτικό χώρο της ζωής ενός ατόμου, λαμβάνουν κατ' επανάληψη χώρα τέτοιες αυτο-αξιολογήσεις και μπορεί να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στη συμπεριφορά, τη δημιουργικότητα και την αυτοεκτίμηση.
«Αυτό που είναι», θεωρούμενο ως το στενά υπαρκτικό, είναι πολύ αναξιόπιστη «πραγματικότητα». Αν το αποδεχθούμε εμπειρικά χωρίς επιφυλάξεις, τότε αυτό αποκλείει το παρελθόν επειδή, αυστηρά μιλώντας, το παρελθόν δεν «είναι» πια, και γεννά μια ασυνέχεια σε σχέση με το μέλλον, επειδή κι αυτό, αυστηρά μιλώντας, δεν «υπάρχει» ακόμα. Επιπλέον, «αυτό που είναι», θεωρούμενο από αυστηρά εμπειρική άποψη, αποκλείει την υποκειμενικότητα — σίγουρα την υποκειμενικότητα υπό τη μορφή της εννοιολογικής σκέψης — από κάθε ρόλο μέσα στον κόσμο πέρα από τον ρόλο του θεατή, κάτι που μπορεί να αποτελεί «δύναμη» (κίνητρο) στη συμπεριφορά, μπορεί και όχι.
Εάν ακολουθήσει κανείς τη λογική μιας αυστηρά εμπειρικής φιλοσοφίας, τότε το (ανθρώπινο) πνεύμα απλώς καταγράφει ή συντονίζει την εμπειρία. Εφόσον απουσιάζει η υποκειμενικότητα, η «πραγματικότητα» γίνεται μία δεδομένη χρονική στιγμή, που υπάρχει ως αντιληπτό εμπειρικά τμήμα ενός υποθετικού συνεχούς. Το «πραγματικό» γίνεται ένα καθηλωμένο «εδώ και τώρα», στο οποίο είμαστε υποχρεωμένοι να προσθέσουμε ένα παρελθόν και ένα υποθετικό μέλλον, εάν θέλουμε να πραγματευθούμε κατανοητά την εμπειρία. Κατά το είδος του ριζοσπαστικού εμπειρισμού που εισηγήθηκε ο David Hume, η έννοια του Όντος ως γίγνεσθαι αντικαθίσταται από την εμπειρία μιας δεδομένης χρονικής στιγμής που καθιστά τη σκέψη γύρω από το παρελθόν τόσο «μη πραγματική» όσο είναι και τα συμπεράσματα που αφορούν το μέλλον. Όπως αντιλαμβανόταν πλήρως ο ίδιος o Hume, είναι αδύνατο να ζήσουμε με αυτού του είδους την «πραγματικότητα» στην καθημερινή ζωή, γι' αυτό και όρισε τη συνέχεια στη βάση του εθίμου και της συνήθειας, κι όχι στη βάση της αιτιότητας. Αν θεωρήσουμε δεδομένο ότι αυτή η άμεση εμπειρική πραγματικότητα είναι η ολότητα του «πραγματικού», τότε κατ' ουσίαν απορρίπτουμε την εκ των υστέρων γνώση και την πρόβλεψη θεωρώντας τες ως περιττές πολυτέλειες. Πράγματι, σε μίαν αυστηρά εμπειρική προσέγγιση, αποσυνθέτουμε τον λογικό ιστό που ενοποιεί την οργανική, σωρευτική συνέχεια του παρελθόντος με το παρόν και τη συνέχεια παρελθόντος και παρόντος με το μέλλον.
Κατά τη νατουραλιστική διαλεκτική, απεναντίας, και το παρελθόν και το μέλλον είναι, μέρη ενός σωρευτικού, λογικού και αντικειμενικού συνεχούς που συμπεριλαμβάνει και το παρόν. Ο λόγος δεν είναι μόνον ένα μέσο για να αναλύουμε και να ερμηνεύουμε την πραγματικότητα. Ο λόγος, επίσης, επεκτείνει τα όρια της πραγματικότητας πέρα από τα όρια αυτού του οποίου έχουμε άμεση εμπειρία. Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον θεωρούνται ως μία κλιμακωτή σωρευτική διαδικασία, που η σκέψη μπορεί να την ερμηνεύσει αληθινά και να την καταστήσει πλήρη νοήματος. Είναι θεμιτό να διερευνούμε μία διαδικασία από την άποψη του αν οι δυνατότητες της έχουν πραγματοποιηθεί, αν έχουν πραγματοποιηθεί με εκτρωματικό τρόπο ή αν έχουν διαστραφεί. Έτσι, ο όρος πραγματικότητα αποκτά δύο διαφορετικά νοήματα. Από τη μια μεριά, υπάρχει η άμεσα παρούσα εμπειρική «πραγματικότητα» (Realität) για να χρησιμοποιήσουμε τη γλώσσα του Hegel, που δεν είναι η εκπλήρωση μιας δυνατότητας, κι από την άλλη η διαλεκτική «ενεργός πραγματικότητα» (Wirklichkeit) που αποτελεί την τέλεια εκπλήρωση μιας ορθολογικής διαδικασίας. Μολονότι η έννοια της Wirklichkeit σε μία νατουραλιστική διαλεκτική εμφανίζεται ως προβολή της σκέψης σ' ένα μέλλον που δεν έχει ακόμη πραγματοποιηθεί υπαρκτικά, εντούτοις η δυνατότητα μέσα από την οποία αναπτύσσεται η Wirklichkeit είναι όντως το ίδιο υπαρκτή όσο και ο κόσμος τον οποίο αισθανόμαστε στην άμεση και αμεσολάβητη εμπειρία. Παραδείγματος χάριν, όπως ακριβώς το αυγό είναι ολοφάνερα εδώ σε μία δεδομένη πραγματικότητα, έστω κι αν το πουλί δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί ούτε έχει φθάσει στην ωριμότητα, έτσι και η δεδομένη δυνατότητα οποιασδήποτε διαδικασίας είναι υπαρκτικά «εδώ» και αποτελεί τη βάση για μια διαδικασία που πρέπει να πραγματοποιηθεί. Ως εκ τούτου, η δυνατότητα όντως υπάρχει αντικειμενικά, ακόμη και από την άποψη του εμπειρικού λόγου. Η Wirklichkeit είναι αυτό που ο διαλεκτικός νατουραλισμός συμπεραίνει από μίαν αντικειμενικά δεδομένη δυνατότητα: είναι παρούσα, έστω και σε υπολανθάνουσα μορφή, ως υπαρκτικό γεγονός, ας πούμε, ως παρουσία την οποία μπορεί ο διαλεκτικός λόγος να αναλύσει και να υποβάλει σε εξελικτικούς συμπερασμούς. Η Wirklichkeit, ή «αυτό που πρέπει να είναι», έστω και υπό την φαινομενικά υποκειμενικότερη μορφή της, ως προβολή του θεωρησιακού λόγου, εδράζεται στο συνεχές που αναδύεται μέσα από μια αντικειμενική δυνατότητα ή «αυτό που είναι».
Έτσι, ο διαλεκτικός νατουραλισμός είναι ολοκληρωτικά συνταιριασμένος με τον αντικειμενικό κόσμο, έναν κόσμο στον οποίο το Ον είναι γίγνεσθαι. Επιτρέψτε μου να τονίσω ότι ο διαλεκτικός νατουραλισμός δεν συλλαμβάνει απλώς την πραγματικότητα ως ένα υπαρκτικά εκδιπλούμενο συνεχές: αποτελεί επίσης ένα αντικειμενικό πλαίσιο για τις ηθικές κρίσεις. «Αυτό που πρέπει να είναι» μπορεί να θεωρηθεί ως ηθικό κριτήριο για την αλήθεια ή την εγκυρότητα «αυτού που είναι» αντικειμενικά. Η ηθική δεν είναι απλώς ζήτημα προσωπικού γούστου και προσωπικών αξιών: εδράζεται πραγματολογικά7 στον ίδιον τον κόσμο, ως αντικειμενικό μέτρο αυτοπραγμάτωσης. Το (ζήτημα) εάν η τάδε κοινωνία είναι «καλή» ή «κακή», ηθική ή ανήθικη, λόγου χάριν, μπορεί να καθορισθεί αντικειμενικά, από το αν έχει εκπληρώσει τις δυνατότητες της για να γίνει ορθολογική και ηθική κοινωνία. Οι δυνατότητες, που είναι οι ίδιες ενεργές πραγματοποιήσεις ενός διαλεκτικού συνεχούς, παρουσιάζουν την πρόκληση της ηθικής αυτοεκπλήρωσης — όχι απλώς στον ιδιωτικό χώρο του ανθρώπινου πνεύματος αλλά στην πραγματικότητα του κόσμου των διαδικασιών.
Η ασυμμετρία μεταξύ συμβατικής και διαλεκτικής λογικής
Τόνισα τη λέξη νατουραλισμός όταν εξέθετα τον διαλεκτικό λόγο όχι μόνο για να διακρίνω τη διαλεκτική από τις ιδεαλιστικές και υλιστικές ερμηνείες της αλλά το σημαντικότερο, για να δείξω πώς η (διαλεκτική) πλουτίζει τον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύουμε τη φύση και τη θέση μας στον φυσικό κόσμο. Για να επιτύχω τους στόχους αυτούς αισθάνομαι υποχρεωμένος να προβάλω τη γενική συνοχή του διαλεκτικού λόγου, ως μιας σταθερής αντίληψης της αναπτυξιακής πραγματικότητας στις διαβαθμίσεις της ως συνεχούς. Μπορεί κανείς πάντοτε να αμφισβητήσει την εγκυρότητα του διαλεκτικού λόγου αμφισβητώντας την έννοια της Wirklichkeit και την αξίωση της ότι είναι επαρκέστερη απ' ό,τι η Realität. Πράγματι, συχνά με ρωτούν: Πώς το ξέρεις ότι αυτό που εσύ αποκαλείς διαστρεβλωμένη, «αναληθή» ή «ανεπαρκή» πραγματικότητα δεν είναι η πολυεκθειασμένη «ενεργός πραγματικότητα» που αποτελεί την αυθεντική πραγματοποίηση μιας δυνατότητας; Μήπως απλώς εκφέρεις κατ' ιδίαν μια ηθική κρίση γύρω από αυτό που εσύ αποκαλείς «αναληθές» ή «ανεπαρκές», παρά τα αμεσολάβητα γεγονότα, των οποίων τη σπουδαιότητα αρνείσαι, επειδή αυτά δεν υποστηρίζουν τη δική σου ιδέα περί αληθούς και περί επαρκούς;
Αυτές οι ερωτήσεις θα ήταν εύλογες, εάν δεν βασίζονταν στις καθαρά συμβατικές έννοιες της εγκυρότητας, που χρησιμοποιεί η αναλυτική λογική. Τα «αμεσολάβητα γεγονότα» —ή, για να χρησιμοποιήσω έναν πιο συνηθισμένο όρο, τα «ωμά γεγονότα»8— δεν είναι λιγότερο αναξιόπιστα απ' ό,τι η πραγματικότητα στην οποία κλείνεται από μόνος του ο συμβατικός λόγος. Κατά πρώτον, ισχυρίζομαι ότι δεν προσφέρει τίποτε το να καθορίσουμε την εγκυρότητα μιας διαδικασίας «ελέγχοντας» την με βάση τα «ωμά γεγονότα», που είναι αυτά τα ίδια γνωσιολογικά παράγωγα μιας φιλοσοφίας βασισμένης στη σταθερότητα. Μια λογική που βασίζεται στην αρχή της ταυτότητας, ότι δηλαδή Α ισούται με Α, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να ελέγξει την εγκυρότητα μιας λογικής που βασίζεται στην αρχή ότι Α ισούται με Α και με όχι-Α. Αυτές οι δύο λογικές είναι τελείως ασύμμετρες (incommensurable). Κατά την αναλυτική λογική, οι βασικές αρχές της διαλεκτικής λογικής είναι ανοησίες· κατά τη διαλεκτική λογική, οι βασικές αρχές της αναλυτικής λογικής απολιθώνουν τα γεγονότα σε απολιθωμένα, ασάλευτα λογικά «άτομα». Τα «ωμά γεγονότα» είναι διαστρεβλώσεις της πραγματικότητας, κατά τον διαλεκτικό λόγο, επειδή το Ον, στον διαλεκτικό λόγο, δεν είναι μια συνάθροιση σταθερών οντοτήτων και φαινομένων. Βρίσκεται πάντοτε σε ρευστή κατάσταση, εν τώ γίγνεσθαι, και ένας από τους βασικούς σκοπούς του διαλεκτικού λόγου είναι να εξηγήσει τη φύση του γίγνεσθαι κι όχι απλώς να διερευνήσει ένα σταθερό Ον.
Κατά συνέπεια, οι έννοιες που προέρχονται από αναπτυξιακές διαδικασίες και όχι, από «ωμά γεγονότα» πρέπει να «ελεγχθούν» ως προς την εγκυρότητα τους μόνο με ανάλυση των αναπτυξιακών διαδικασιών, ιδιαίτερα δε με ανάλυση της δομής της δυνατότητας από την οποία αναδύονται αυτές οι διαδικασίες και της λογικής την οποία μπορούμε να συμπεράνουμε από τις δυνατότητες τους. Μπορούμε ασφαλώς να χρησιμοποιούμε τα «ωμά γεγονότα» για να ελέγχουμε την εγκυρότητα των συμπερασμάτων που προέρχονται από τον συμβατικό λόγο και από την εμπειρία: εξ ου και η μεγάλη επιτυχία δραστηριοτήτων όπως η δομική μηχανική. Ωστόσο, το να τα χρησιμοποιούμε για να ελέγξουμε την εγκυρότητα των ενεργών πραγματικοτήτων που προέρχονται από τη διαλεκτική διερεύνηση των δυνατοτήτων και της εσώτερης λογικής τους είναι σαν να αναλύουμε τη γέννηση ενός παιδιού με τον ίδιο τρόπο που αναλύουμε τον σχεδιασμό και την κατασκευή μιας γέφυρας. Οι πραγματικές διαδικασίες πρέπει να ελέγχονται από μια λογική διαδικασιών, και όχι από μια λογική «ωμών γεγονότων» που είναι αναλυτική και βασίζεται στη σταθερότητα ενός δεδομένου ή φαινομένου.
Δεύτερον, εάν πρόκειται ο διαλεκτικός νατουραλισμός να εξηγεί σωστά τα πράγματα ή τα φαινόμενα, τότε πρέπει να κατανοούμε τη βάση και το πλαίσιο αναφοράς του ως κάτι παραπάνω από απλή κίνηση και αλληλοσυσχέτιση. Ένα από τα ελαττώματα του «διαλεκτικού υλισμού» ήταν ότι βάσισε τη διαλεκτική του στη φυσική της ύλης και της κίνησης του 19ου αιώνα, από την οποία μπόρεσε με τον ένα ή τον άλλον τρόπο να αναδυθεί η ανάπτυξη. Ούτε πάλι πρέπει η «κοινότητα» (interconnectedness) να αντικαταστήσει τις εντελεχειακές διαδικασίες, τις οποίες συνεπάγεται η διαφοροποίηση και η πραγματοποίηση της δυνατότητας. Το συνεχές είναι σημαντικότερη αρχή του διαλεκτικού λόγου απ' ό,τι η κίνηση ή η αλληλεξάρτηση των φαινομένων. Η διαλεκτική που βασίζεται απλώς και μόνο στις ιδέες περί «αλληλοσύνδεσης», τείνει να είναι περιγραφική περισσότερο, παρά εξ- αγωγική. Κι αυτό, γιατί δεν μας λέει με σαφήνεια πώς οι αλληλεξαρτήσεις οδηγούν σε μια κλιμακωτή εντελεχειακή ανάπτυξη — δηλαδή, στην αυτοδιαμόρφωση μέσα από την αυτοπραγμάτωση της δυνατότητας.
Δεν κερδίζουμε και τίποτε, λέγοντας ότι οι βίσωνες και οι λύκοι «εξαρτώνται» οι μεν από τους δε (μια φαινομενική «ενότητα των αντιθέτων»), ή ότι αν «σκεφτόμαστε όπως ένας βράχος» — για να χρησιμοποιήσω ένα όραμα αντλημένο από τη μυστικιστική οικολογία — αυτό θα δημιουργήσει στενότερη «κοινότητα» ανάμεσα σε μας και στον μη σκεπτόμενο, ανόργανο μεταλλικό κόσμο. Κερδίζουμε πάμπολλα, όμως, εάν μάθουμε με ποιον τρόπο οι βίσωνες και οι λύκοι διαφοροποιήθηκαν κατά την πορεία της εξέλιξης από έναν κοινό θηλαστικό πρόγονο, ή με ποιον τρόπο αναδύθηκε μέσα από τον ανόργανο κόσμο ο οργανικός. Σ' αυτές τις τελευταίες περιπτώσεις, μπορούμε να μάθουμε κάτι για τον τρόπο με τον οποίο λαμβάνει χώρα η ανάπτυξη, για το πώς αναδύεται η διαφοροποίηση μέσα από δεδομένες δυνατότητες καθώς και για το πού φαίνεται πως κατευθύνονται αυτές οι εξελίξεις. Μαθαίνουμε επίσης ότι η διαλεκτική ανάπτυξη είναι σωρευτική, συγκεκριμένα δε ότι το εκάστοτε επίπεδο διαφοροποίησης στηρίζεται στα προηγούμενα επίπεδα. Κάποιες εξελίξεις μπαίνουν κατ' ευθείαν σ' ένα δεδομένο επίπεδο, κάποιες άλλες είναι πολύ κοντά του, και κάποιες άλλες είναι αρκετά απομακρυσμένες. Αφήνοντας κατά μέρος τους λογικούς συμπερασμούς, τα απολιθώματα μας λένε ότι δεν αναπτύξαμε τρίχωμα παρά αφού πρώτα οι ερπετόμορφοι πρόγονοι μας είχαν αναπτύξει λέπια και ότι δεν αναπτύξαμε σιαγόνες παρά αφού πρώτα οι υδρόβιοι πρόγονοι μας είχαν αναπτύξει βράγχια.
Για να πάρω ένα παράδειγμα από την μη διαλεκτική σκέψη που είναι διαδεδομένη στο οικολογικό κίνημα, συναντάμε συχνά ερωτήσεις όπως «κι αν σκέφτονται οι βράχοι;», «κι αν τα δέντρα έχουν υπό οποιανδήποτε έννοια συνείδηση η οποία μπορεί να συγκριθεί με τη δική μας;». Είναι όμως βλακώδες να αμφισβητούμε τον διαλεκτικό λόγο εκτοξεύοντας στις διαδικασίες του αυτά τα επιπόλαια «κι άν...;» που δεν έχουν καμία ρίζα στο διαλεκτικό συνεχές. Το κάθε «εάν» πρέπει το ίδιο να δικαιολογηθεί ως προϊόν μιας ανάπτυξης. Δεν μπορεί να επιτρέπεται σ' ένα υποθετικό «εάν» να αιωρείται σε απομόνωση, χωρίς καμία θέση στο αναπτυξιακό συνεχές. Όπως αναφώνησε και ο γοητευτικός Ιάκωβος του Denis Diderot, όταν ο αφέντης του τον βασάνιζε με διάφορα τυχαία «εάν»: «εάν, εάν, εάν... εάν η θάλασσα έβραζε, τότε θα υπήρχαν ένα σωρό μαγειρεμένα ψάρια!»
Η διαλεκτική αιτίωση4
Ας δεχθούμε ότι οι αρχές της ταυτότητας, του ποιητικού αιτίου και της διαστρωμάτωσης όντως ισχύουν σε μία επιμέρους πραγματικότητα, η οποία γίνεται κατανοητή χάρις στη χρήση αυτών των αρχών. Όταν όμως προχωρούμε πέρα από αυτήν την επιμέρους πραγματικότητα, τότε δεν μπορούμε πια να ανάγουμε τον μεγάλο πλούτο της διαφοροποίησης, της ροής, της ανάπτυξης, της οργανικής αιτιότητας και της αναπτυξιακής πραγματικότητας σε κάποιο ασαφές «Εν» ή σε μια εξίσου ασαφή ιδέα της «κοινότητας». Μια πολύ σημαντική γραμματεία πού ανάγεται χρονικά ως τους αρχαίους Έλληνες, αποτελεί τη βάση μιας οργανικής μορφής λόγου και μιας αναπτυξιακής ερμηνείας της πραγματικότητας. Αυτό που χρειάζεται, όπως έχω ήδη τονίσει, είναι να απελευθερώσουμε αυτή τη μορφή λόγου τόσο από τις οιονεί μυστικιστικές όσο και από τις στενά επιστημονιστικές κοσμοθεωρίες που τόσο έχουν απομακρύνει τον λόγο αυτό από τον ζωντανό κόσμο. Εν ολίγοις, αυτή η μορφή λόγου —ο διαλεκτικός λόγος— πρέπει να απογυμνωθεί τόσο από τον ιδεαλισμό όσο και από τον υλισμό του. Πρέπει να τον καταστήσουμε νατουραλιστικό και οικολογικό.
Καμία γενική έκθεση του διαλεκτικού λόγου δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ανάγνωση των Λογικών έργων του Hegel. Η Επιστήμη της Λογικής του Hegel, παρά τις βεβιασμένες αναλύσεις της και παρά τις αμφίβολες μεταβάσεις κατά την εξ-αγωγή της μιας λογικής κατηγορίας από την άλλη, είναι ο διαλεκτικός λόγος στην πιο επεξεργασμένη και δυναμική του μορφή. Αυτό το έργο, από πολλές απόψεις, απορροφά τη συμβατική λογική του Αριστοτελικού Οργάνου — από το οποίο προέρχονται οι νεότερες μορφές συμβολικής λογικής— στα Μετά τα Φυσικά του ίδιου Έλληνα στοχαστή, με τη ρωμαλέα άποψη τους για τη φύση της πραγματικότητας.
Το μεγαλείο της προσπάθειας του Hegel δεν έχει όμοιό του στην ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας. Σε μία τεράστια κλίμακα, (δύο αρκετά μεγάλοι τόμοι), ο Hegel συγκέντρωσε όλες τις κατηγορίες που χρησιμοποιούμε στον λόγο για να εξηγήσουμε την πραγματικότητα και εξ-ήγαγε τη μιαν από την άλλη σ' ένα κατανοητό και γεμάτο σημασία συνεχές, που βαθμηδόν καταλήγει σ' ένα πλούσια διαφοροποιημένο, ολοένα και περιεκτικότερο ή «επαρκέστερο» όλον — για να χρησιμοποιήσω κάποιους από τους όρους του. Μπορεί κανείς να απορρίπτει αυτό που ο Hegel ονόμαζε «απόλυτο ιδεαλισμό», τη μετάβαση από τη λογική του στη φυσική φιλοσοφία του, το αποκορύφωμα του υποκειμενικού και του αντικειμενικού σ' ένα θεϊκό «Απόλυτο» και την απόμερος του χρησιμοποίηση ενός κοσμικού πνεύματος (Geist) για τελεολογικούς σκοπούς. Ωστόσο, αυτό που ξεχωρίζει στο έργο του, ανάμεσα σ' αυτούς τους μεταφυσικούς και συχνά θεολογικούς αρχαϊσμούς, είναι η συνολική εξ-αγωγή των λογικών κατηγοριών ως υποκειμενική ανατομία της αναπτυξιακής πραγματικότητας, παρά τις προκαταλήψεις του ίδιου του Hegel ενάντια στην οργανική εξέλιξη.
Δεν ισχυρίζομαι πως μπορεί μια γενικόλογη περιγραφή της διαλεκτικής να αντικαταστήσει την εμπεριστατωμένη παρουσίαση που προβάλλει ο Hegel, ούτε θα προσπαθήσω να «βιάσω» τη θεωρητική της εκδίπλωση μέσα στους σύντομους ορισμούς και τα συμπεράσματα, που συνήθως περνούν για έκθεση κάποιων ιδεών. Όπως παρατηρεί και ο Hegel στη Φαινομενολογία του Πνεύματος: «διότι το πραγματικό ζήτημα δεν εξαντλείται με το να το δηλώνουμε ως στόχο, αλλά με το να τον επιτελούμε, ούτε (πάλι) το ενεργώς πραγματικό όλον είναι (απλώς) το αποτέλεσμα, αλλά είναι το αποτέλεσμα μαζί με τη διαδικασία μέσω της οποίας (αυτό το αποτέλεσμα) επετεύχθη. Ο στόχος αφ' εαυτού (οι «ορισμοί και τα συμπεράσματα») είναι ένα άψυχο καθολικό, όπως ακριβώς και η καθοδηγητική τάση είναι μια απλή ορμή, που ακόμη στερείται μιας ενεργώς πραγματικής ύπαρξης· το δε καθαρό αποτέλεσμα είναι ένα πτώμα που έχει αφήσει πίσω του την καθοδηγητική τάση»5. Πράγματι, η διαλεκτική του Hegel αψηφά την απαίτηση για λεξικογραφικούς ορισμούς. Μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο από την άποψη της εξέλιξης του ίδιου του διαλεκτικού λόγου, όπως ακριβώς και μια οξυδερκής ψυχολογία απαιτεί, για να γνωρίσουμε αληθινά ένα άτομο, να γνωρίζουμε ολόκληρη τη βιογραφία του, όχι απλώς τα αριθμητικά αποτελέσματα των ψυχολογικών τεστ και των σωματικών μετρήσεων.
Τονίζω την εξελικτική φύση της διαλεκτικής ως διαλεκτικού λόγου επειδή η διαλεκτική στα Λογικά έργα του Hegel, όπως και η διαλεκτική στα Μετά τα Φυσικά του Αριστοτέλη, από τα οποία είχε τόσο πολύ επηρεασθεί, είναι παραπάνω από μια απλή «μέθοδος» για να πραγματευόμαστε την πραγματικότητα. Ο λόγος, θα προσέθετα, έχει άκρως αντισυμβατικό νόημα και για τους δύο στοχαστές. Η διαλεκτική είναι επίσης, στην πραγματικότητα, μια οντολογική μορφή αιτιότητας. Είναι, όντως, τόσο ένας τρόπος να συλλογιζόμαστε γύρω από την αιτιότητα με αναπτυξιακούς όρους, όσο και, ταυτόχρονα, περιγραφή του αντικειμενικού κόσμου. Στο έργο του Hegel, η Λογική συνεργάζεται με την οντολογία.
Ως μορφή συλλογιστικής, οι βασικότερες κατηγορίες της διαλεκτικής —ακόμη και τόσο ασαφείς κατηγορίες όπως το «είναι» και το «μηδέν»— διαφοροποιούνται χάρις στη δική τους εσώτερη λογική (και μετατρέπονται) σε πληρέστερες, πολυπλοκότερες κατηγορίες. Η κάθε κατηγορία, με τη σειρά της, είναι μια δυνατότητα, η οποία, δια μέσου της εξ-αγωγικής σκέψης, που κατευθύνεται προς τη διερεύνηση των ενδεχομένων της, τα οποία λανθάνουν και υπολανθάνουν, γεννά τη λογική έκφραση με τη μορφή της αυτοπραγμάτωσης ή (με τη μορφή) αυτού, που ο Hegel αποκαλεί «ενεργό πραγματικότητα» (Wirklichkeit). Παρόμοια, από οντολογική άποψη, η διαλεκτική αιτίωση (causation) δεν είναι απλώς κίνηση, δύναμη ή αλλαγές μορφής. Πράγματι, βλέποντας τα πράγματα και τα φαινόμενα από την άποψη της ανάπτυξης, υπό το φως της άποψης ότι όλο το Ον είναι γίγνεσθαι, η διαλεκτική αιτίωση είναι η διαφοροποίηση της δυνατότητας (και η μετατροπή της) σε ενεργό πραγματικότητα, κατά τη διάρκεια της οποίας η εκάστοτε νέα ενεργός πραγματικότητα γίνεται δυνατότητα για παραπέρα διαφοροποίηση και ενεργό πραγματοποίηση. Ο Hegel, όπως και ο Αριστοτέλης πριν από αυτόν, είχε μια «αναδυόμενη» ερμηνεία της αιτιότητας, του πώς το υπολανθάνον γίνεται έκδηλο μέσα από την εκδίπλωση της λανθάνουσας μορφής και των (λανθανόντων) ενδεχομένων της.
Πρέπει, τουλάχιστον να υποθέσουμε ότι υπάρχει τάξη στον κόσμο, υπόθεση, που πρέπει να κάνει ακόμη και η συνηθισμένη επιστήμη, εάν θέλει να υπάρχει. Πρέπει επίσης, τουλάχιστον να υποθέσουμε ότι, υπάρχει αύξηση και διαδικασίες, που οδηγούν στη διαφοροποίηση και όχι απλώς (σ)το είδος της κίνησης, που προκύπτει από τις ωστικές και ελκτικές δυνάμεις, τις δυνάμεις της βαρύτητας, τις ηλεκτρομαγνητικές και παρόμοιες δυνάμεις. Τέλος, πρέπει τουλάχιστον να υποθέσουμε, ότι υπάρχει κάποιο είδος κατευθυντικότητας προς ολοένα και μεγαλύτερη διαφοροποίηση ή ολικότητα, εφόσον η δυνατότητα πραγματοποιείται στην πλήρη ενεργό πραγματικότητα της. Δεν χρειάζεται να επιστρέψουμε στις μεσαιωνικές τελεολογικές ιδέες για έναν απαρέγκλιτο προκαθορισμό στην ιεραρχία του Όντος, για να αποδεχθούμε αυτήν την κατευθυντικότητα: αντίθετα, αρκεί να δείξουμε το πραγματικό γεγονός πως στον πραγματικό κόσμο υπάρχει μια γενικά εύτακτη ανάπτυξη ή, για να χρησιμοποιήσω τη φιλοσοφική ορολογία, (ότι υπάρχει) μία «λογική» ανάπτυξη όταν μια ανάπτυξη επιτυγχάνει να γίνει αυτό που είναι συγκροτημένη να γίνει.
Το πώς το υπολανθάνον, ως σχετικά αδιαφοροποίητη μορφή με λανθάνοντα ενδεχόμενα, γίνεται μορφή πιο διαφοροποιημένη, που ανταποκρίνεται (απολύτως) στον τρόπο με τον οποίο είναι συγκροτημένη η εν δυνάμει μορφή του, αποσαφηνίζεται πλήρως με τα λόγια του ίδιου του Hegel. «To φυτό παραδείγματος χάριν, δεν απορροφάται στην απλή, αόριστη αλλαγή», γράφει. Έχει μία διακριτή κατευθυντικότητα —στην περίπτωση των συνειδητών όντων, (έχει) σκοπό ως βούληση. «Από τον σπόρο παράγονται πολλά, ενώ στην αρχή δεν φαινόταν τίποτε, αλλά το όλον αυτού που γεννάται, αν όχι που αναπτύσσεται, είναι ακόμη κρυμμένο και περιέχεται ιδεατά εντός του εαυτού του». Αξίζει να επισημάνουμε, σ' αυτό το χωρίο, ότι αυτό που «γεννάται» δεν «αναπτύσσεται» κιόλας, κατ' ανάγκη. Ένα βελανίδι παραδείγματος χάριν, μπορεί να γίνει τροφή ενός σκίουρου ή να μαραθεί σ' ένα τσιμεντένιο πεζοδρόμιο, αντί να «αναπτυχθεί» σε αυτό που είναι εν’ δυνάμει συγκροτημένο να γίνει - συγκεκριμένα, σε βαλανιδιά. «Η αρχή αυτής της προβολής στην ύπαρξη είναι ότι ο σπόρος δεν μπορεί να παραμείνει υπολανθάνων», παρατηρεί στη συνέχεια ο Hegel, «αλλά ωθείται στο να αναπτυχθεί, εφ' όσον παρουσιάζει την αντίφαση του να είναι απλώς υπολανθάνων»6.
Αυτό που αποκαλούμε αορίστως «εμμενείς» παράγοντες που παράγουν την αυτοεκδίπλωση μιας ανάπτυξης, η Εγελιανή διαλεκτική το θεωρεί ως την αντιφατική φύση ενός όντος, που είναι ανεκπλήρωτο, υπό την έννοια ότι είναι απλώς υπολανθάνον ή ανεκπλήρωτο. Ως απλή δυνατότητα, δεν έχει «έλθει στα συγκαλά του», ας πούμε. Στη διαλεκτική αιτιότητα, ένα πράγμα ή ένα φαινόμενο παραμένει σε εκκρεμότητα, ασταθές, σε ένταση —όπως ακριβώς ένα έμβρυο, που ωριμάζει για να γεννηθεί, αγωνίζεται να γεννηθεί εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο είναι συγκροτημένο— μέχρις ότου να αναπτυχθεί σ' αυτό που «πρέπει να είναι», σε όλη του την ολικότητα ή την πληρότητα. Δεν μπορεί να παραμένει εσαεί σε ένταση ή σε «αντίφαση» προς αυτό που είναι οργανωμένο για να γίνει, χωρίς να διαστρεβλωθεί ή να καταστρέψει τον εαυτό του. Πρέπει να ωριμάσει, φτάνοντας στην πληρότητα του είναι του.
Αυτή η πολύ συνοπτική έκθεση του διαλεκτικού λόγου επαρκεί για να στηρίξει ορισμένα σημαντικά συμπεράσματα. Πρώτον, ο διαλεκτικός λόγος, που τον συλλαμβάνουμε ως τη λογική έκφραση μιας μορφής αναπτυξιακής αιτιότητας, που χαρακτηρίζεται από μεγάλο εύρος, είναι παραπάνω από απλή μέθοδος. Ακριβώς επειδή είναι ένα σύστημα αιτιότητας, είναι οντολογικός, αντικειμενικός και άρα νατουραλιστικός. Ερμηνεύει πώς λαμβάνουν χώρα οι διαδικασίες στον φυσικό αλλά και στον κοινωνικό κόσμο. Η νεότερη επιστήμη έχει προσπαθήσει να περιγράψει όλα σχεδόν τα φαινόμενα από την άποψη του ποιητικού αιτίου, ή του κινητικού αντίκτυπου κάποιων δυνάμεων πάνω σ' ένα πράγμα ή φαινόμενο, προκατάληψη που μπορεί να θεωρηθεί ως αντίδραση (της επιστήμης) στις μεσαιωνικές αντιλήψεις περί αιτιότητας από την άποψη του τελικού αιτίου — συγκεκριμένα, από την άποψη της ύπαρξης θεότητας η οποία ωθεί την ανάπτυξη, έστω και απλώς δυνάμει της δικής της «τελειότητας».
Η Εγελιανή ιδέα της «ατέλειας» —ακριβέστερα, της «ανεπάρκειας» ή της αντίφασης— ως παρωθητικού παράγοντα της ανάπτυξης, εν μέρει υπερβαίνει κατά πολύ και την τελική και την ποιητική αντίληψη περί αιτιότητας. Λέω «εν μέρει» για έναν συγκεκριμένο λόγο. Υπάρχουν παντού στην Εγελιανή διαλεκτική, φιλοσοφικοί αρχαϊσμοί που εξασθενίζουν τη θέση του, από νατουραλιστική σκοπιά. Από την εποχή του Πλάτωνα μέχρι τις απαρχές του νεότερου κόσμου, οι θεολογικές έννοιες της «τελειότητας», του «απείρου» και της «αιωνιότητας» κυριάρχησαν στη φιλοσοφική σκέψη. Οι «ιδεατές μορφές» του Πλάτωνα ήταν το «τέλειο» και το «αΐδιο», που αντίγραφα του ήταν όλα τα υπαρκτά πράγματα. Ο Αριστοτελικός «θεός», ιδιαίτερα όπως εκχριστιανίστηκε από τους μεσαιωνικούς σχολαστικούς, είναι το «τέλειο» Εν, που όλα τα πράγματα αγωνίζονται να το φθάσουν, δεδομένης της πεπερασμένης τους «ατέλειας» και των σύμφυτων περιορισμών τους. Κατ' αυτόν τον τρόπο, ένα υπερφυσικό ιδεώδες προσδιόριζε την «ατέλεια» των φυσικών φαινομένων και ως εκ τούτου τα ενεργοποιούσε στον αγώνα του για την επίτευξη της «τελειότητας». Υπάρχει ένα στοιχείο αυτής της οιονεί θεολογικής σκέψης στην Εγελιανή ιδέα της αντίφασης: η όλη πορεία της διαλεκτικής αποκορυφώνεται στο «Απόλυτο», που είναι «τέλειο» ως προς την πληρότητα, την ολικότητα και την ενότητα του.
Απεναντίας, ο διαλεκτικός νατουραλισμός συλλαμβάνει την αντίφαση ως σαφώς φυσική, υπό την έννοια ότι τα πράγματα και τα φαινόμενα είναι ημιτελή και μη ενεργώς πραγματοποιημένα ως προς τη δική τους εξέλιξη — όχι «ατελή» υπό οποιαδήποτε ιδεαλιστική ή υπερφυσική έννοια. Μέχρις ότου γίνουν αυτό που είναι συγκροτημένα να γίνουν, βρίσκονται σε δυναμική ένταση. Έτσι η διαλεκτική νατουραλιστική θεώρηση δεν έχει καμία σχέση με την υπόθεση ότι τα πράγματα ή τα φαινόμενα δεν προσεγγίζουν το πλατωνικό ιδεώδες ή τον θεό των σχολαστικών. Αντίθετα, αυτά είναι ακόμη εν τώ γίγνεσθαι ή, με πιο εγκόσμια διατύπωση, στην ανάπτυξη τους. Έτσι, ο διαλεκτικός νατουραλισμός δεν καταλήγει σε κάποιο Εγελιανό Απόλυτο, στο τέρμα της κοσμικής αναπτυξιακής πορείας, αλλά αντίθετα προβάλλει το όραμα μιας ολοένα και μεγαλύτερης ολικότητας, πληρότητας και πλούτου, ως προς τη διαφοροποίηση και την υποκειμενικότητα.
Η διαλεκτική αντίφαση υπάρχει μέσα στη δομή ενός πράγματος ή φαινομένου, δυνάμει μιας διευθέτησης της μορφής του (formal arrangement) που είναι ημιτελής, ανεπαρκής, υπολανθάνουσα και ανολοκλήρωτη σε σχέση με αυτό που «πρέπει να είναι». Τοποθετημένοι σ' ένα νατουραλιστικό πλαίσιο, δεν είμαστε υποχρεωμένοι να πραγματευθούμε πρωταρχικά τα ποιητικά αίτια ή τις δυνάμεις που δίνουν στη φιλοσοφία μια μηχανιστική χροιά, σε σχέση με την ανάπτυξη. Ούτε είμαστε αναγκασμένοι να καταφύγουμε στις θεϊστικές δυνάμεις της «τελειότητας» για να εξηγήσουμε πώς προκαλείται με σχεδόν μαγνητικό τρόπο μια ανάπτυξη. Η διαλεκτική αιτίωση είναι αποκλειστικά οργανική, επειδή λειτουργεί εντός μία ανάπτυξης,
— συγκεκριμένα, εντός του βαθμού διαμόρφωσης, του τρόπου με τον οποίο οργανώνεται αυτή η μορφή, των εντάσεων ή «αντιφάσεων» τις οποίες προκαλεί το μορφικό αυτό σύνολο, καθώς και εντός της μεταβολικής αυτοσυντήρησης και αυτοανάπτυξης ενός πράγματος ή ενός φαινομένου. Ίσως η καταλληλότερη λέξη για αυτό το είδος ανάπτυξης είναι η αύξηση — αύξηση όχι μέσα από απλή πρόσθεση τμημάτων αλλά μέσα από μια αληθινά εμμενή διαδικασία οργανικού αυτοσχηματισμού προς μια κλιμακωτή και ολοένα και περισσότερο διαφοροποιημένη κατεύθυνση.
Δεύτερον, είναι άκρως σημαντικό να λάβουμε υπ' όψιν μας τι είδους συνεχές αναδύεται μέσα από τη διαλεκτική αιτίωση. Στη διαλεκτική αιτίωση, η αιτία και το αποτέλεσμα δεν είναι απλώς συνυπάρχοντα φαινόμενα — δεν πρόκειται για απλή «συσχέτιση», για να χρησιμοποιήσω έναν κοινόχρηστο θετικιστικό όρο — ούτε είναι διακεκριμένα, υπό την έννοια ότι η αιτία επηρεάζει εξωτερικά ένα πράγμα ή φαινόμενο για να παραγάγει ένα αποτέλεσμα. Η διαλεκτική αιτιότητα είναι σωρευτική: το υπολανθάνον ή το «καθ' εαυτό» (an sich), για να χρησιμοποιήσω την ορολογία του Hegel, δεν αντικαθίσταται απλώς ούτε απλώς καταργείται από το πιο εξελιγμένο έκδηλο ή «δι' εαυτό» (für sich) αλλά απορροφάται μέσα στο έκδηλο και αναπτύσσεται πέρα από αυτό, σε μία πληρέστερη, πιο διαφοροποιημένη και πιο επαρκή μορφή στο Εγελιανό «κατά και δι' εαυτό» (an und für sich). Εφόσον το υπολανθάνον πραγματοποιείται πλήρως, γενόμενο αυτό που είναι συγκροτημένο ώστε να γίνει, η διαδικασία είναι αληθινά ορθολογική, δηλαδή εκπληρώνεται δυνάμει της εσώτερης λογικής της. Το συνεχές είναι ένα εντελώς σωρευτικό συνεχές, που περιέχει ολόκληρη την ιστορία της ανάπτυξης του.
Εμπειρική και διαλεκτική πραγματικότητα
Η πραγματικότητα δεν είναι αυτό που απλώς αντιλαμβανόμαστε εμπειρικά. Είναι δυνατό να υπάρχει μια υπαρκτή πραγματικότητα που είναι ανορθόλογη και μια απραγματοποίητη πραγματικότητα που είναι ορθολογική. Από αυτήν την άποψη, η κοινωνία που αποτυγχάνει να πραγματοποιήσει ενεργά τις δυνατότητές της για ανθρώπινη ευτυχία και πρόοδο, είναι μεν αρκετά «πραγματική», αλλά δεν είναι αληθινά κοινωνική. Είναι ημιτελής και, εφ' όσον διατηρείται, διαστρεβλωμένη' κατά συνέπεια είναι ανορθόλογη. Δεν είναι αυτό που θα έπρεπε να είναι από κοινωνική άποψη, όπως ακριβώς ένα γενικά καχεκτικό ζώο δεν είναι αυτό που θα έπρεπε να είναι από βιολογική άποψη. Μολονότι αυτή η κοινωνία είναι αναμφίβολα «πραγματική», υπό μία στενά υπαρκτική έννοια, ωστόσο είναι ανολοκλήρωτη και άρα «μη πραγματική», από την άποψη των δυνατοτήτων της.
Ο διαλεκτικός νατουραλισμός ρωτά ποιο είναι αληθινά «πραγματικό» — το ημιτελές, εκτρωματικό, ανορθόλογο «αυτό που είναι», ή το εντελές, πλήρως ανεπτυγμένο, ορθολογικό «αυτό που πρέπει να είναι». Ο λόγος, υπό τη μορφή της διαλεκτικής αιτιότητας καθώς και της (διαλεκτικής) λογικής, δίνει μιαν άκρως αντισυμβατική εικόνα της πραγματικότητας. Μια διαδικασία, που ακολουθεί την εμμενή της αυτο-ανάπτυξη μέχρι τη λογική ενεργό πραγματοποίηση της, είναι εντελέστερα «πραγματική» απ' ό,τι ένα δεδομένο «αυτό που είναι», που είναι εκτρωματικό ή διαστρεβλωμένο και ως εκ τούτου, από Εγελιανή άποψη, «μη ανταποκρινόμενο» στα ενδεχόμενα του. Ο λόγος έχει την υποχρέωση να διερευνήσει τις δυνατότητες που λανθάνουν σε κάθε κοινωνική ανάπτυξη και να εξ-αγάγει την αυθεντική ενεργό πραγματοποίηση της, την ολοκλήρωση και την «αλήθεια» της, μέσα από ένα νέο και ορθολογικότερο κοινωνικό καθεστώς.
Θα ήταν φιλοσοφικά επιπόλαιο να αγκαλιάσουμε «αυτό που είναι» σαν «πραγματικότητα», χωρίς να το εξετάσουμε υπό το φως «αυτού που πρέπει να είναι», το οποίο θα αναδυόταν λογικά μέσα από τις δυνατότητες ενός πράγματος ή φαινομένου. Ούτε άλλωστε ενεργούμε έτσι, συνήθως, στην πράξη. Αξιολογούμε —και πολύ σωστά— ένα άτομο στη βάση των γνωστών δυνατοτήτων του (της) και διατυπώνουμε κατανοητές κρίσεις για το αν το εν λόγω άτομο είναι αληθινά «ολοκληρωμένο». Πράγματι, ακόμη και στον ιδιωτικό χώρο της ζωής ενός ατόμου, λαμβάνουν κατ' επανάληψη χώρα τέτοιες αυτο-αξιολογήσεις και μπορεί να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στη συμπεριφορά, τη δημιουργικότητα και την αυτοεκτίμηση.
«Αυτό που είναι», θεωρούμενο ως το στενά υπαρκτικό, είναι πολύ αναξιόπιστη «πραγματικότητα». Αν το αποδεχθούμε εμπειρικά χωρίς επιφυλάξεις, τότε αυτό αποκλείει το παρελθόν επειδή, αυστηρά μιλώντας, το παρελθόν δεν «είναι» πια, και γεννά μια ασυνέχεια σε σχέση με το μέλλον, επειδή κι αυτό, αυστηρά μιλώντας, δεν «υπάρχει» ακόμα. Επιπλέον, «αυτό που είναι», θεωρούμενο από αυστηρά εμπειρική άποψη, αποκλείει την υποκειμενικότητα — σίγουρα την υποκειμενικότητα υπό τη μορφή της εννοιολογικής σκέψης — από κάθε ρόλο μέσα στον κόσμο πέρα από τον ρόλο του θεατή, κάτι που μπορεί να αποτελεί «δύναμη» (κίνητρο) στη συμπεριφορά, μπορεί και όχι.
Εάν ακολουθήσει κανείς τη λογική μιας αυστηρά εμπειρικής φιλοσοφίας, τότε το (ανθρώπινο) πνεύμα απλώς καταγράφει ή συντονίζει την εμπειρία. Εφόσον απουσιάζει η υποκειμενικότητα, η «πραγματικότητα» γίνεται μία δεδομένη χρονική στιγμή, που υπάρχει ως αντιληπτό εμπειρικά τμήμα ενός υποθετικού συνεχούς. Το «πραγματικό» γίνεται ένα καθηλωμένο «εδώ και τώρα», στο οποίο είμαστε υποχρεωμένοι να προσθέσουμε ένα παρελθόν και ένα υποθετικό μέλλον, εάν θέλουμε να πραγματευθούμε κατανοητά την εμπειρία. Κατά το είδος του ριζοσπαστικού εμπειρισμού που εισηγήθηκε ο David Hume, η έννοια του Όντος ως γίγνεσθαι αντικαθίσταται από την εμπειρία μιας δεδομένης χρονικής στιγμής που καθιστά τη σκέψη γύρω από το παρελθόν τόσο «μη πραγματική» όσο είναι και τα συμπεράσματα που αφορούν το μέλλον. Όπως αντιλαμβανόταν πλήρως ο ίδιος o Hume, είναι αδύνατο να ζήσουμε με αυτού του είδους την «πραγματικότητα» στην καθημερινή ζωή, γι' αυτό και όρισε τη συνέχεια στη βάση του εθίμου και της συνήθειας, κι όχι στη βάση της αιτιότητας. Αν θεωρήσουμε δεδομένο ότι αυτή η άμεση εμπειρική πραγματικότητα είναι η ολότητα του «πραγματικού», τότε κατ' ουσίαν απορρίπτουμε την εκ των υστέρων γνώση και την πρόβλεψη θεωρώντας τες ως περιττές πολυτέλειες. Πράγματι, σε μίαν αυστηρά εμπειρική προσέγγιση, αποσυνθέτουμε τον λογικό ιστό που ενοποιεί την οργανική, σωρευτική συνέχεια του παρελθόντος με το παρόν και τη συνέχεια παρελθόντος και παρόντος με το μέλλον.
Κατά τη νατουραλιστική διαλεκτική, απεναντίας, και το παρελθόν και το μέλλον είναι, μέρη ενός σωρευτικού, λογικού και αντικειμενικού συνεχούς που συμπεριλαμβάνει και το παρόν. Ο λόγος δεν είναι μόνον ένα μέσο για να αναλύουμε και να ερμηνεύουμε την πραγματικότητα. Ο λόγος, επίσης, επεκτείνει τα όρια της πραγματικότητας πέρα από τα όρια αυτού του οποίου έχουμε άμεση εμπειρία. Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον θεωρούνται ως μία κλιμακωτή σωρευτική διαδικασία, που η σκέψη μπορεί να την ερμηνεύσει αληθινά και να την καταστήσει πλήρη νοήματος. Είναι θεμιτό να διερευνούμε μία διαδικασία από την άποψη του αν οι δυνατότητες της έχουν πραγματοποιηθεί, αν έχουν πραγματοποιηθεί με εκτρωματικό τρόπο ή αν έχουν διαστραφεί. Έτσι, ο όρος πραγματικότητα αποκτά δύο διαφορετικά νοήματα. Από τη μια μεριά, υπάρχει η άμεσα παρούσα εμπειρική «πραγματικότητα» (Realität) για να χρησιμοποιήσουμε τη γλώσσα του Hegel, που δεν είναι η εκπλήρωση μιας δυνατότητας, κι από την άλλη η διαλεκτική «ενεργός πραγματικότητα» (Wirklichkeit) που αποτελεί την τέλεια εκπλήρωση μιας ορθολογικής διαδικασίας. Μολονότι η έννοια της Wirklichkeit σε μία νατουραλιστική διαλεκτική εμφανίζεται ως προβολή της σκέψης σ' ένα μέλλον που δεν έχει ακόμη πραγματοποιηθεί υπαρκτικά, εντούτοις η δυνατότητα μέσα από την οποία αναπτύσσεται η Wirklichkeit είναι όντως το ίδιο υπαρκτή όσο και ο κόσμος τον οποίο αισθανόμαστε στην άμεση και αμεσολάβητη εμπειρία. Παραδείγματος χάριν, όπως ακριβώς το αυγό είναι ολοφάνερα εδώ σε μία δεδομένη πραγματικότητα, έστω κι αν το πουλί δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί ούτε έχει φθάσει στην ωριμότητα, έτσι και η δεδομένη δυνατότητα οποιασδήποτε διαδικασίας είναι υπαρκτικά «εδώ» και αποτελεί τη βάση για μια διαδικασία που πρέπει να πραγματοποιηθεί. Ως εκ τούτου, η δυνατότητα όντως υπάρχει αντικειμενικά, ακόμη και από την άποψη του εμπειρικού λόγου. Η Wirklichkeit είναι αυτό που ο διαλεκτικός νατουραλισμός συμπεραίνει από μίαν αντικειμενικά δεδομένη δυνατότητα: είναι παρούσα, έστω και σε υπολανθάνουσα μορφή, ως υπαρκτικό γεγονός, ας πούμε, ως παρουσία την οποία μπορεί ο διαλεκτικός λόγος να αναλύσει και να υποβάλει σε εξελικτικούς συμπερασμούς. Η Wirklichkeit, ή «αυτό που πρέπει να είναι», έστω και υπό την φαινομενικά υποκειμενικότερη μορφή της, ως προβολή του θεωρησιακού λόγου, εδράζεται στο συνεχές που αναδύεται μέσα από μια αντικειμενική δυνατότητα ή «αυτό που είναι».
Έτσι, ο διαλεκτικός νατουραλισμός είναι ολοκληρωτικά συνταιριασμένος με τον αντικειμενικό κόσμο, έναν κόσμο στον οποίο το Ον είναι γίγνεσθαι. Επιτρέψτε μου να τονίσω ότι ο διαλεκτικός νατουραλισμός δεν συλλαμβάνει απλώς την πραγματικότητα ως ένα υπαρκτικά εκδιπλούμενο συνεχές: αποτελεί επίσης ένα αντικειμενικό πλαίσιο για τις ηθικές κρίσεις. «Αυτό που πρέπει να είναι» μπορεί να θεωρηθεί ως ηθικό κριτήριο για την αλήθεια ή την εγκυρότητα «αυτού που είναι» αντικειμενικά. Η ηθική δεν είναι απλώς ζήτημα προσωπικού γούστου και προσωπικών αξιών: εδράζεται πραγματολογικά7 στον ίδιον τον κόσμο, ως αντικειμενικό μέτρο αυτοπραγμάτωσης. Το (ζήτημα) εάν η τάδε κοινωνία είναι «καλή» ή «κακή», ηθική ή ανήθικη, λόγου χάριν, μπορεί να καθορισθεί αντικειμενικά, από το αν έχει εκπληρώσει τις δυνατότητες της για να γίνει ορθολογική και ηθική κοινωνία. Οι δυνατότητες, που είναι οι ίδιες ενεργές πραγματοποιήσεις ενός διαλεκτικού συνεχούς, παρουσιάζουν την πρόκληση της ηθικής αυτοεκπλήρωσης — όχι απλώς στον ιδιωτικό χώρο του ανθρώπινου πνεύματος αλλά στην πραγματικότητα του κόσμου των διαδικασιών.
Η ασυμμετρία μεταξύ συμβατικής και διαλεκτικής λογικής
Τόνισα τη λέξη νατουραλισμός όταν εξέθετα τον διαλεκτικό λόγο όχι μόνο για να διακρίνω τη διαλεκτική από τις ιδεαλιστικές και υλιστικές ερμηνείες της αλλά το σημαντικότερο, για να δείξω πώς η (διαλεκτική) πλουτίζει τον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύουμε τη φύση και τη θέση μας στον φυσικό κόσμο. Για να επιτύχω τους στόχους αυτούς αισθάνομαι υποχρεωμένος να προβάλω τη γενική συνοχή του διαλεκτικού λόγου, ως μιας σταθερής αντίληψης της αναπτυξιακής πραγματικότητας στις διαβαθμίσεις της ως συνεχούς. Μπορεί κανείς πάντοτε να αμφισβητήσει την εγκυρότητα του διαλεκτικού λόγου αμφισβητώντας την έννοια της Wirklichkeit και την αξίωση της ότι είναι επαρκέστερη απ' ό,τι η Realität. Πράγματι, συχνά με ρωτούν: Πώς το ξέρεις ότι αυτό που εσύ αποκαλείς διαστρεβλωμένη, «αναληθή» ή «ανεπαρκή» πραγματικότητα δεν είναι η πολυεκθειασμένη «ενεργός πραγματικότητα» που αποτελεί την αυθεντική πραγματοποίηση μιας δυνατότητας; Μήπως απλώς εκφέρεις κατ' ιδίαν μια ηθική κρίση γύρω από αυτό που εσύ αποκαλείς «αναληθές» ή «ανεπαρκές», παρά τα αμεσολάβητα γεγονότα, των οποίων τη σπουδαιότητα αρνείσαι, επειδή αυτά δεν υποστηρίζουν τη δική σου ιδέα περί αληθούς και περί επαρκούς;
Αυτές οι ερωτήσεις θα ήταν εύλογες, εάν δεν βασίζονταν στις καθαρά συμβατικές έννοιες της εγκυρότητας, που χρησιμοποιεί η αναλυτική λογική. Τα «αμεσολάβητα γεγονότα» —ή, για να χρησιμοποιήσω έναν πιο συνηθισμένο όρο, τα «ωμά γεγονότα»8— δεν είναι λιγότερο αναξιόπιστα απ' ό,τι η πραγματικότητα στην οποία κλείνεται από μόνος του ο συμβατικός λόγος. Κατά πρώτον, ισχυρίζομαι ότι δεν προσφέρει τίποτε το να καθορίσουμε την εγκυρότητα μιας διαδικασίας «ελέγχοντας» την με βάση τα «ωμά γεγονότα», που είναι αυτά τα ίδια γνωσιολογικά παράγωγα μιας φιλοσοφίας βασισμένης στη σταθερότητα. Μια λογική που βασίζεται στην αρχή της ταυτότητας, ότι δηλαδή Α ισούται με Α, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να ελέγξει την εγκυρότητα μιας λογικής που βασίζεται στην αρχή ότι Α ισούται με Α και με όχι-Α. Αυτές οι δύο λογικές είναι τελείως ασύμμετρες (incommensurable). Κατά την αναλυτική λογική, οι βασικές αρχές της διαλεκτικής λογικής είναι ανοησίες· κατά τη διαλεκτική λογική, οι βασικές αρχές της αναλυτικής λογικής απολιθώνουν τα γεγονότα σε απολιθωμένα, ασάλευτα λογικά «άτομα». Τα «ωμά γεγονότα» είναι διαστρεβλώσεις της πραγματικότητας, κατά τον διαλεκτικό λόγο, επειδή το Ον, στον διαλεκτικό λόγο, δεν είναι μια συνάθροιση σταθερών οντοτήτων και φαινομένων. Βρίσκεται πάντοτε σε ρευστή κατάσταση, εν τώ γίγνεσθαι, και ένας από τους βασικούς σκοπούς του διαλεκτικού λόγου είναι να εξηγήσει τη φύση του γίγνεσθαι κι όχι απλώς να διερευνήσει ένα σταθερό Ον.
Κατά συνέπεια, οι έννοιες που προέρχονται από αναπτυξιακές διαδικασίες και όχι, από «ωμά γεγονότα» πρέπει να «ελεγχθούν» ως προς την εγκυρότητα τους μόνο με ανάλυση των αναπτυξιακών διαδικασιών, ιδιαίτερα δε με ανάλυση της δομής της δυνατότητας από την οποία αναδύονται αυτές οι διαδικασίες και της λογικής την οποία μπορούμε να συμπεράνουμε από τις δυνατότητες τους. Μπορούμε ασφαλώς να χρησιμοποιούμε τα «ωμά γεγονότα» για να ελέγχουμε την εγκυρότητα των συμπερασμάτων που προέρχονται από τον συμβατικό λόγο και από την εμπειρία: εξ ου και η μεγάλη επιτυχία δραστηριοτήτων όπως η δομική μηχανική. Ωστόσο, το να τα χρησιμοποιούμε για να ελέγξουμε την εγκυρότητα των ενεργών πραγματικοτήτων που προέρχονται από τη διαλεκτική διερεύνηση των δυνατοτήτων και της εσώτερης λογικής τους είναι σαν να αναλύουμε τη γέννηση ενός παιδιού με τον ίδιο τρόπο που αναλύουμε τον σχεδιασμό και την κατασκευή μιας γέφυρας. Οι πραγματικές διαδικασίες πρέπει να ελέγχονται από μια λογική διαδικασιών, και όχι από μια λογική «ωμών γεγονότων» που είναι αναλυτική και βασίζεται στη σταθερότητα ενός δεδομένου ή φαινομένου.
Δεύτερον, εάν πρόκειται ο διαλεκτικός νατουραλισμός να εξηγεί σωστά τα πράγματα ή τα φαινόμενα, τότε πρέπει να κατανοούμε τη βάση και το πλαίσιο αναφοράς του ως κάτι παραπάνω από απλή κίνηση και αλληλοσυσχέτιση. Ένα από τα ελαττώματα του «διαλεκτικού υλισμού» ήταν ότι βάσισε τη διαλεκτική του στη φυσική της ύλης και της κίνησης του 19ου αιώνα, από την οποία μπόρεσε με τον ένα ή τον άλλον τρόπο να αναδυθεί η ανάπτυξη. Ούτε πάλι πρέπει η «κοινότητα» (interconnectedness) να αντικαταστήσει τις εντελεχειακές διαδικασίες, τις οποίες συνεπάγεται η διαφοροποίηση και η πραγματοποίηση της δυνατότητας. Το συνεχές είναι σημαντικότερη αρχή του διαλεκτικού λόγου απ' ό,τι η κίνηση ή η αλληλεξάρτηση των φαινομένων. Η διαλεκτική που βασίζεται απλώς και μόνο στις ιδέες περί «αλληλοσύνδεσης», τείνει να είναι περιγραφική περισσότερο, παρά εξ- αγωγική. Κι αυτό, γιατί δεν μας λέει με σαφήνεια πώς οι αλληλεξαρτήσεις οδηγούν σε μια κλιμακωτή εντελεχειακή ανάπτυξη — δηλαδή, στην αυτοδιαμόρφωση μέσα από την αυτοπραγμάτωση της δυνατότητας.
Δεν κερδίζουμε και τίποτε, λέγοντας ότι οι βίσωνες και οι λύκοι «εξαρτώνται» οι μεν από τους δε (μια φαινομενική «ενότητα των αντιθέτων»), ή ότι αν «σκεφτόμαστε όπως ένας βράχος» — για να χρησιμοποιήσω ένα όραμα αντλημένο από τη μυστικιστική οικολογία — αυτό θα δημιουργήσει στενότερη «κοινότητα» ανάμεσα σε μας και στον μη σκεπτόμενο, ανόργανο μεταλλικό κόσμο. Κερδίζουμε πάμπολλα, όμως, εάν μάθουμε με ποιον τρόπο οι βίσωνες και οι λύκοι διαφοροποιήθηκαν κατά την πορεία της εξέλιξης από έναν κοινό θηλαστικό πρόγονο, ή με ποιον τρόπο αναδύθηκε μέσα από τον ανόργανο κόσμο ο οργανικός. Σ' αυτές τις τελευταίες περιπτώσεις, μπορούμε να μάθουμε κάτι για τον τρόπο με τον οποίο λαμβάνει χώρα η ανάπτυξη, για το πώς αναδύεται η διαφοροποίηση μέσα από δεδομένες δυνατότητες καθώς και για το πού φαίνεται πως κατευθύνονται αυτές οι εξελίξεις. Μαθαίνουμε επίσης ότι η διαλεκτική ανάπτυξη είναι σωρευτική, συγκεκριμένα δε ότι το εκάστοτε επίπεδο διαφοροποίησης στηρίζεται στα προηγούμενα επίπεδα. Κάποιες εξελίξεις μπαίνουν κατ' ευθείαν σ' ένα δεδομένο επίπεδο, κάποιες άλλες είναι πολύ κοντά του, και κάποιες άλλες είναι αρκετά απομακρυσμένες. Αφήνοντας κατά μέρος τους λογικούς συμπερασμούς, τα απολιθώματα μας λένε ότι δεν αναπτύξαμε τρίχωμα παρά αφού πρώτα οι ερπετόμορφοι πρόγονοι μας είχαν αναπτύξει λέπια και ότι δεν αναπτύξαμε σιαγόνες παρά αφού πρώτα οι υδρόβιοι πρόγονοι μας είχαν αναπτύξει βράγχια.
Για να πάρω ένα παράδειγμα από την μη διαλεκτική σκέψη που είναι διαδεδομένη στο οικολογικό κίνημα, συναντάμε συχνά ερωτήσεις όπως «κι αν σκέφτονται οι βράχοι;», «κι αν τα δέντρα έχουν υπό οποιανδήποτε έννοια συνείδηση η οποία μπορεί να συγκριθεί με τη δική μας;». Είναι όμως βλακώδες να αμφισβητούμε τον διαλεκτικό λόγο εκτοξεύοντας στις διαδικασίες του αυτά τα επιπόλαια «κι άν...;» που δεν έχουν καμία ρίζα στο διαλεκτικό συνεχές. Το κάθε «εάν» πρέπει το ίδιο να δικαιολογηθεί ως προϊόν μιας ανάπτυξης. Δεν μπορεί να επιτρέπεται σ' ένα υποθετικό «εάν» να αιωρείται σε απομόνωση, χωρίς καμία θέση στο αναπτυξιακό συνεχές. Όπως αναφώνησε και ο γοητευτικός Ιάκωβος του Denis Diderot, όταν ο αφέντης του τον βασάνιζε με διάφορα τυχαία «εάν»: «εάν, εάν, εάν... εάν η θάλασσα έβραζε, τότε θα υπήρχαν ένα σωρό μαγειρεμένα ψάρια!»