Η συνέχεια από την ανάρτηση: http://www.topikopoiisi.com/1/post/2014/01/-41.html
Οργανική εξέλιξη και κοινωνική εξέλιξη
Από τη σκοπιά του διαλεκτικού νατουραλισμού είναι κατά πολύ σημαντικότερο το γεγονός ότι οι τεράστιες ικανότητες που έχει η ανθρωπότητα να αλλάζει την «πρώτη φύση» είναι οι ίδιες παράγωγο της φυσικής εξέλιξης — κι όχι μιας θεότητας, ούτε ενσάρκωση κάποιου παγκόσμιου πνεύματος. Η ανθρωπότητα, αν την δούμε από άποψη εξελικτική, είναι έτσι συγκροτημένη, ώστε να παρεμβαίνει ενεργητικά, συνειδητά και σκόπιμα στην «πρώτη φύση» με απαράμιλλη αποτελεσματικότητα, αλλάζοντας την σε πλανητική κλίμακα. Με το να υποβιβάζουμε αυτές τις ικανότητες αρνούμαστε την ορμή της ίδιας της φυσικής εξέλιξης προς ολοένα και μεγαλύτερη οργανική πολυπλοκότητα και υποκειμενικότητα — τη δυνατότητα που έχει η πρώτη φύση να αυτοπραγματώνεται ενεργά με τη μορφή της αυτοσυνειδητής διανοητικότητας. Μπορεί βέβαια να διαλέξει κανείς να υποστηρίξει πως η ορμή αυτή ήταν προκαθορισμένη με αμείλικτη αναγκαιότητα12, που απορρέει από κάποια θεότητα, ή πάλι να ισχυριστεί πως ήταν κάτι το τελείως τυχαίο, ή τέλος να ισχυριστεί — όπως θα έκανα εγώ — πως υπάρχει μία φυσική τάση προς μεγαλύτερη πολυπλοκότητα και υποκειμενικότητα, που προκύπτει από την ίδια την αλληλεπιδραστικότητα (interactivity) της ύλης, μία πραγματική ώθηση (nisus) προς την αυτοσυνείδηση. Όμως, αυτό που είναι το αποφασιστικό σε οποιαδήποτε τέτοια επιχειρήματα είναι το δεσμευτικό γεγονός ότι η φυσική ικανότητα της ανθρωπότητας να παρεμβαίνει στην «πρώτη φύση» και να επιδρά σ' αυτήν συνειδητά έχει δημιουργήσει μια «δεύτερη φύση», μια πολιτιστική, κοινωνική και πολιτική φύση που έχει σχεδόν απορροφήσει εντός της την «πρώτη φύση».
Δεν υπάρχει μέρος του κόσμου που να μην έχει βαθιά επηρεασθεί από την ανθρώπινη δραστηριότητα — ούτε η μακρινή απεραντοσύνη της Ανταρκτικής ούτε οι χαράδρες στα βάθη του ωκεανού. Ακόμη και οι περιοχές «άγριας φύσης» χρειάζονται προστασία από την ανθρώπινη παρέμβαση: πράγματι, πολλά από τα μέρη που χαρακτηρίζονται ως τόποι άγριας φύσης σήμερα, είναι ήδη βαθιά επηρεασμένα από την ανθρώπινη δραστηριότητα. Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι η άγρια φύση υπάρχει πρωταρχικά, συνεπεία της απόφασης των ανθρώπων να την διατηρήσουν ως έχει. Όλες οι μη ανθρώπινες μορφές ζωής που υπάρχουν σήμερα, είτε μας αρέσει είτε όχι, είναι σε κάποιον βαθμό υπό ανθρώπινη κηδεμονία και το αν θα διατηρηθούν άγριες εξαρτάται κατά μέγα μέρος από τις στάσεις και τη συμπεριφορά των ανθρώπων.
Το ότι η «δεύτερη φύση» είναι η κατάληξη της εξέλιξης στην «πρώτη φύση» και ως εκ τούτου μπορούμε να την χαρακτηρίσουμε ως «φυσική», δεν σημαίνει ότι η «δεύτερη φύση» είναι κατ' ανάγκη δημιουργική ή ακόμη και πλήρως αυτοσυνειδητή υπό οποιανδήποτε εξελικτική έννοια. Η «δεύτερη φύση» είναι συνώνυμη με την κοινωνία και με την ανθρώπινη εσώτερη φύση, που και οι δυο τους υφίστανται εξέλιξη προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο. Μολονότι η κοινωνική εξέλιξη είναι θεμελιωμένη στην οργανική εξέλιξη, και στην πραγματικότητα αναδύεται σταδιακά μέσα από αυτήν, είναι επίσης ριζικά διαφορετική από την οργανική εξέλιξη. Η συνείδηση, η βούληση, οι μεταβλητοί θεσμοί και η λειτουργία των οικονομικών δυνάμεων και της τεχνικής μπορεί να αναπτυχθούν για να ενισχύσουν τον οργανικό κόσμο, ή για να τον οδηγήσουν στον όλεθρο. Εξαιτίας της ανάδυσης της ιεραρχίας, των τάξεων, του κράτους, της ατομικής ιδιοκτησίας καθώς και της ανταγωνιστικής οικονομίας της αγοράς που υποχρεώνει τους οικονομικούς ανταγωνιστές είτε να αναπτυχθούν, ο ένας εις βάρος του άλλου είτε να καταστραφούν, η «δεύτερη φύση» χαρακτηρίζεται από τερατώδη γνωρίσματα. Ας επισημάνω εδώ πως, κατά ειρωνεία της τύχης, το να εκφέρουμε μία τόσο σκληρή ηθική κρίση έχει νόημα μόνον εάν δεχθούμε ότι στην οργανική εξέλιξη υπάρχει αυτοκατευθυντικότητα προς ολοένα και μεγαλύτερη υποκειμενικότητα, συνειδητότητα, αυτοστοχαστικότητα και εάν δεχθούμε, κατά συμπερασμόν, την ευθύνη που έχει η πιο συνειδητή από τις μορφές ζωής — η ανθρωπότητα-να είναι η «φωνή» μιας βουβής φύσης και να δρα ούτως ώστε να ενθαρρύνει με νοητικό τρόπο την οργανική εξέλιξη.
Εάν αρνηθούμε την ύπαρξη αυτής της τάσης ή ορμής στην οργανική εξέλιξη, τότε δεν υπάρχει κανένας λόγος για να μη δρα η ανθρωπότητα όπως οποιοδήποτε άλλο φυσικό είδος, χρησιμοποιώντας τις ικανότητες της για να υπηρετήσει τις δικές της ανάγκες ή να επιτύχει τη δική της «αυτοπραγμάτωση», για να χρησιμοποιήσω τη γλώσσα της μυστικής οικολογίας, ασφαλώς δε εις βάρος των άλλων μορφών ζωής που παρεμποδίζουν τα συμφέροντα και τις επιθυμίες της. Το να κατακεραυνώνουμε ηθικά την ανθρωπότητα επειδή «εκμεταλλεύεται» την οργανική φύση, την «υποβαθμίζει», την «καταχράται» και συμπεριφέρεται «ανθρωποκεντρικά», είναι απλώς ένας αδέξιος τρόπος αναγνώρισης ότι η «δεύτερη φύση» φέρει ηθικές ευθύνες που δεν υπάρχουν στο βασίλειο της «πρώτης φύσης». Σημαίνει πως αναγνωρίζουμε ότι εάν όλες οι μορφές ζωής έχουν «εγγενή αξία» που πρέπει να γίνεται σεβαστή, τότε μια τέτοια απόδοση εγγενούς αξίας είναι αποκλειστικό δημιούργημα των ανθρώπινων διανοητικών, ηθικών και αισθητικών ιδιοτήτων — ιδιοτήτων που δεν τις κατέχει καμία άλλη μορφή ζωής. Επομένως, η «εγγενής αξία» των ανθρώπινων όντων είναι καταφανώς εξαιρετική και πράγματι εκπληκτική. Μόνον τα ανθρώπινα όντα μπορούν έστω και να διατυπώσουν την έννοια της «εγγενούς αξίας» και να την προικίσουν με μία συναίσθηση ηθικής υπευθυνότητας, κάτι που καμιά άλλη μορφή ζωής δεν είναι ικανή να κάνει.
Είναι ουσιαστικό να τονίσουμε ότι η δεύτερη φύση στην πραγματικότητα είναι μία ημιτελέστατη, όντως ανεπαρκής Realität της φύσης στο σύνολο της. Ο Hegel έβλεπε, την ανθρώπινη ιστορία σαν τον πάγκο ενός χασάπη. Η ιεραρχία, η τάξη, το κράτος και τα παρόμοια είναι απόδειξη-— και απόδειξη διόλου τυχαία — των ανεκπλήρωτων δυνατοτήτων της φύσης να πραγματοποιήσει ενεργά τον εαυτό της ως φύση που να είναι ενσυνείδητα δημιουργική. Η ανθρωπότητα, όπως υπάρχει τώρα, δεν είναι η φωνή της φύσης που καθίσταται αυτοσυνειδητή. Σήμερα το μέλλον της βιόσφαιρας εξαρτάται κατά μέγιστο μέρος από το αν θα μπορέσουμε να υπερβούμε τη δεύτερη φύση δημιουργώντας ένα νέο σύστημα κοινωνικής και οργανικής συμφιλίωσης που θα το αποκαλούσα «ελεύθερη φύση» — μία φύση που θα απάλυνε τον πόνο και τα βάσανα που υπάρχουν τόσο στη «δεύτερη» όσο και στην «πρώτη φύση». Η «ελεύθερη φύση» θα μπορούσε να είναι, στην πραγματικότητα, μία συνειδητή και ηθική φύση, η οικολογική κοινωνία την οποία έχω διερευνήσει λεπτομερειακά στον τόμο Προς μία οικολογική κοινωνία13 καθώς και στα επιλογικά μέρη των βιβλίων μου Οικολογία της Ελευθερίας14 και Ξαναφτιάχνοντας την κοινωνία15.
Το τελευταίο τέταρτο του εικοστού αιώνα στάθηκε μάρτυρας μιας τρομακτικής οπισθοδρόμησης από την ορθολογικότητα στον διαισθητισμό (intuitionism) από τον νατουραλισμό στον «υπερ-νατουραλισμό»16, από τον ανθρωπισμό στον τοπικισμό, και από την κοινωνική θεωρία στην ψυχολογία. Οι μεταφορές τείνουν να αντικαταστήσουν τις κατανοητές έννοιες και η ιδιοτέλεια τείνει να αντικαταστήσει την ανιδιοτελή προσήλωση σε κάποια ιδανικά. Ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι ασχολούνται περισσότερο με το ποια κίνητρα πιθανόν να βρίσκονται πίσω από την έκφραση ενός συνόλου απόψεων παρά με την ορθολογικότητα ή το νόημα των ίδιων των απόψεων. Η επιχειρηματολογία, που είναι τόσο αναγκαία για τη διασάφηση των ιδεών, έχει δώσει τη θέση της στη «μεσολάβηση», ιδιαίτερα στην αναγωγή των αυθεντικών διανοητικών διαφορών και των κοινωνικών συμφερόντων στα ελάχιστα, συχνά τετριμμένα, πράγματα που υποτίθεται πως όλοι οι άνθρωποι έχουν από κοινού. Κατά συνέπεια, το επίπεδο των πραγματικών διαφορών κατεβαίνει μέχρι τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή ενός διαλόγου, αντί να ανυψώνεται σε μία δημιουργική σύνθεση ή σε μία σαφή, απερίφραστη διάσταση απόψεων.
Το να μιλάμε επιπόλαια για «βιοκεντρικότητα», «εγγενή αξία» και —μεταφορικά— ακόμη και για «βιοκεντρική δημοκρατία» (για να χρησιμοποιήσω την αξιοθρήνητη φλυαρία της μυστικιστικής οικολογίας) λες και μπορούν τα ανθρώπινα όντα, που τους ζητείται να φέρουν ηθική ευθύνη απέναντι στον κόσμο της ζωής, να εξισωθούν ως προς την «αξία» τους, λόγου χάριν μ' ένα κουνούπι, για το οποίο δεν μπορεί καν να ειπωθεί ότι έχει επίγνωση του εαυτού του, σημαίνει ότι υποβαθμίζουμε βλακωδώς το όλο πρόταγμα για μία πολυσήμαντη οικολογική ηθική. Ισχυρίζομαι ότι η φύση μπορεί όντως να αποκτήσει ηθικό νόημα — ένα αντικειμενικά θεμελιωμένο ηθικό νόημα. Ισχυρίζομαι, ακόμα, ότι αυτό το ηθικό νόημα συνεπάγεται, αντί για ένα άμορφο σώμα προσωποποιημένων, συχνά αυθαίρετων αξιών, μία ανοιχτή θεώρηση της πραγματικότητας, μία διαλεκτική θεώρηση της φυσικής εξέλιξης και μία ξεχωριστή — πλην όμως επ' ουδενί λόγω ιεραρχική — θέση για την ανθρωπότητα και την κοινωνία στη φυσική εξέλιξη. Δεν μπορούμε πλέον να διαχωρίζουμε το κοινωνικό από το οικολογικό, όπως ακριβώς δεν μπορούμε να διαχωρίζουμε την ανθρωπότητα από τη φύση. Οι μυστικιστές οικολόγοι που αντιδιαστέλλουν το κοινωνικό από το φυσικό, αντιπαραθέτοντας τον «βιοκεντρισμό» στον «ανθρωποκεντρισμό», μειώνουν ολοένα και περισσότερο τη σημασία της κοινωνικής θεωρίας στη διαμόρφωση της οικολογικής σκέψης. Η πολιτική δράση και η εκπαίδευση έχουν παραχωρήσει τη θέση τους σε αξίες προσωπικής λύτρωσης, σε μία τυπολατρική/τελετουργική (ritualistic) συμπεριφορά, στη δυσφήμιση της ανθρώπινης βούλησης και στις αρετές της ανθρώπινης ανορθολογικότητας. Σε μια εποχή στην οποία το ανθρώπινο εγώ, αν όχι και η ίδια η προσωπικότητα, απειλείται από την ομογενοποίηση και την αυταρχική χειραγώγηση, η μυστικιστική οικολογία προβάλλει ένα μήνυμα παραίτησης (self-effacement), παθητικότητας και υποταγής στους «νόμους της φύσης» οι οποίοι θεωρούνται ανώτεροι από τις αξιώσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας και της ανθρώπινης πράξης. Πρέπει να αναπτύξουμε μια φιλοσοφία που να θέσει τέρμα σ' αυτήν την απονεκρωτική απέχθεια προς τον λόγο, την πράξη και την κοινωνική μέριμνα.
Πιστεύω πως ο διαλεκτικός νατουραλισμός αποτελεί το θεμέλιο του βασικότερου μηνύματος της κοινωνικής οικολογίας: του ότι τα βασικά οικολογικά προβλήματα μας πηγάζουν από κοινωνικά προβλήματα. Δεκαετίες ολόκληρες στοχασμού γύρω από τα οικολογικά ζητήματα μ' έχουν διδάξει ότι η φιλοσοφία, ιδιαίτερα δε ο διαλεκτικός νατουραλισμός, κάθε άλλο παρά μας εμποδίζει από το να κατανοούμε την κοινωνική θεωρία και τα οικολογικά προβλήματα. Απεναντίας μάλιστα, μας προμηθεύει τα ορθολογικά μέσα για να τα ενσωματώσουμε σ' ένα συνεκτικό όλον και θέτει το πλαίσιο για να επεκτείνουμε αυτό το όλον προς γονιμότερες και πιο ρηξικέλευθες κατευθύνσεις.
31 Μαρτίου 1990
1 Υιοθετούμε εδώ σχεδόν όλες τις μεταφραστικές επιλογές του μεταφραστή, τροποποιώντας κυρίως την ορθογραφία ορισμένων σημείων.
2 (Σ.τ.Μ.) irreducible: μη επιδεχόμενα αναγωγής, «μη αναγώγιμα» σε άλλα.
3 (Σ.τ.Μ.) Πρόκειται για την καθ' αυτό αιτία για μας σήμερα, την causa efficiens των Σχολαστικών. Τέσσερις είναι κατά την οντολογία του Αριστοτέλη οι αρχές ή οι αιτίες της κινήσεως (δηλαδή της αλλαγής-μεταβολής-μετατόπισης-αλλοίωσης): πρώτον, η ύλη, αυτό το «κάτι που αλλάζει», αφού υπάρχει αλλαγή (η υλική αιτία, κατά τους Σχολαστικούς). Δεύτερον, το είδος (αλλού το λέει και παράδειγμα, ουσία ή τό τι ην είναι, δηλ. αυτό που ένα πράγμα είναι από τη φύση του προορισμένο «συγκροτημένο», λέει ο Μπούκτσιν να γίνει — η τυπική/ειδική αιτία, κατά τους Σχολαστικούς). Τρίτον, η κινητική αιτία, (το ποιούν αίτιον, ή το όθεν η αρχή της κινήσεως, το ποιητικό αίτιο των Σχολαστικών): για να περάσει κάτι από μια κατάσταση σε μίαν άλλη, χρειάζεται κάτι για να το κινήσει. Τέταρτον, ο σκοπός της κινήσεως, το τέλος ή το ου ένεκα (το τελικά αίτιο, των Σχολαστικών). Βλ., λόγου χάριν, Μετά τα Φυσικά, 1.2.983 α 26, IV 2.1013 α 24. Αν λ.χ. κάποιος φτιάχνει ένα μαρμάρινο άγαλμα, το μάρμαρο είναι η ύλη, η μορφή λ.χ. του Ερμή είναι το είδος, οι κινήσεις του γλύπτη είναι το ποιούν αίτιον, και το να φτιάξει μαρμάρινο άγαλμα του Ερμή είναι το τέλος. Προφανώς το τελικό αίτιο προϋποθέτει ότι υπάρχει νόηση που διέπει και καθοδηγεί την κίνηση.
4 (Σ.τ.Μ.) Υιοθετούμε τον όρο του Κ. Καστοριάδη. Αιτίωση είναι η «αιτιώδης συνάφεια», αυτό που οι παλαιοί έλεγαν «σχέσις αιτίου-αιτιατού».
5 G.W.F. Hegel, Phenomenology of Spirit, trans. Miller, σσ. 2-3. Θα ήθελα εδώ να κάνω μια διευκρίνιση. Μπορεί, να είμαι οπαδός της διαλεκτικής αλλά δεν είμαι Εγελιανός, όσο και αν έχω ωφεληθεί από το έργο του Hegel. Δεν πιστεύω στην ύπαρξη ενός κοσμικού πνεύματος (Geist) που βρίσκει την έκφραση του στον υποστατό κόσμο ή στην ανθρωπότητα. Η έμφαση που δίνω στη διαφορά μεταξύ «πραγματικότητας» και «ενεργού πραγματικότητας» αντιπροσωπεύει περισσότερο την άποψη μου παρά οποιαδήποτε παρόμοια άποψη που θα μπορούσε να αποδοθεί αναμφισβήτητα στον Hegel. Ο Hegel οπλισμένος μ' ένα κοσμικό πνεύμα που αυτο-αναπτύσσεται στην ανθρώπινη ιστορία, έτεινε να αμβλύνει την κριτική ώθηση της διαλεκτικής του και να προσαρμόζει το «πραγματικό» στο «ενεργώς πραγματικό». Αυτό που προσπαθώ να κάνω είναι να συνάγω τις νατουραλιστικές συνέπειες της Εγελιανής διαλεκτικής. Από αυτήν την αντίληψη πηγάζει η άποψη μου —η ερμηνεία μου αν προτιμάτε — ότι το πρόταγμα του Hegel χωρίς το κοσμικό πνεύμα παρέχει μια πολύ πλούσια άποψη της πραγματικότητας η οποία περιλαμβάνει, το ορθολογικό «αυτό που πρέπει να είναι» καθώς και το συχνά ανορθόλογο «αυτό που είναι».
6 G.W.F. Hegel, History of Philosophy, vol. 1.
7 (Σ.τ.Μ.) Δηλαδή: βασίζεται σε γεγονότα.
8 (Σ.τ.Μ.) Στα ελληνικά χρησιμοποιούμε συνήθως την έκφραση «ωμή πραγματικότητα».
9 "Freedom and necessity in nature», από τη συλλογή “The Philosophy of Social Ecology”, Black Rose Books, 1990. To βιβλίο δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά (έχει ανατυπωθεί και διορθωθεί έκτοτε από τον Μπούκτσιν, με την προσθήκη μάλιστα του δοκιμίου «Ιστορία, Πολιτισμός, Πρόοδος»).
10 "Thinking ecologically”, από τη συλλογή “The Philosophy of Social Ecology”, Black Rose Books, 1990
11 (Σ.τ.Μ.) διαπράττουν, δηλαδή, λήψη του ζητουμένου όσοι χρησιμοποιούν τέτοιους όρους
12 (Σ.τ.Μ.) στο πρωτότυπο : με αμείλικτη βεβαιότητα
13 «Προς μία οικολογική κοινωνία», εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1994. Τίτλος πρωτοτύπου: Toward an ecological society, Black rose Books, 1980. Από την ελληνική έκδοση λείπουν κάποια κεφάλαια.
14 The ecology of freedom, AK Press, 2005, δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά.
15 «Ξαναφτιάχνοντας την κοινωνία», εκδ. Εξάντας, 1993. Τίτλος πρωτοτύπου: Remaking Society, Black Rose Books, 1989
16 (Σ.τ.Μ.) στο πρωτότυπο: supernaturalism, από το supernatural = υπερφυσικό
Οργανική εξέλιξη και κοινωνική εξέλιξη
Από τη σκοπιά του διαλεκτικού νατουραλισμού είναι κατά πολύ σημαντικότερο το γεγονός ότι οι τεράστιες ικανότητες που έχει η ανθρωπότητα να αλλάζει την «πρώτη φύση» είναι οι ίδιες παράγωγο της φυσικής εξέλιξης — κι όχι μιας θεότητας, ούτε ενσάρκωση κάποιου παγκόσμιου πνεύματος. Η ανθρωπότητα, αν την δούμε από άποψη εξελικτική, είναι έτσι συγκροτημένη, ώστε να παρεμβαίνει ενεργητικά, συνειδητά και σκόπιμα στην «πρώτη φύση» με απαράμιλλη αποτελεσματικότητα, αλλάζοντας την σε πλανητική κλίμακα. Με το να υποβιβάζουμε αυτές τις ικανότητες αρνούμαστε την ορμή της ίδιας της φυσικής εξέλιξης προς ολοένα και μεγαλύτερη οργανική πολυπλοκότητα και υποκειμενικότητα — τη δυνατότητα που έχει η πρώτη φύση να αυτοπραγματώνεται ενεργά με τη μορφή της αυτοσυνειδητής διανοητικότητας. Μπορεί βέβαια να διαλέξει κανείς να υποστηρίξει πως η ορμή αυτή ήταν προκαθορισμένη με αμείλικτη αναγκαιότητα12, που απορρέει από κάποια θεότητα, ή πάλι να ισχυριστεί πως ήταν κάτι το τελείως τυχαίο, ή τέλος να ισχυριστεί — όπως θα έκανα εγώ — πως υπάρχει μία φυσική τάση προς μεγαλύτερη πολυπλοκότητα και υποκειμενικότητα, που προκύπτει από την ίδια την αλληλεπιδραστικότητα (interactivity) της ύλης, μία πραγματική ώθηση (nisus) προς την αυτοσυνείδηση. Όμως, αυτό που είναι το αποφασιστικό σε οποιαδήποτε τέτοια επιχειρήματα είναι το δεσμευτικό γεγονός ότι η φυσική ικανότητα της ανθρωπότητας να παρεμβαίνει στην «πρώτη φύση» και να επιδρά σ' αυτήν συνειδητά έχει δημιουργήσει μια «δεύτερη φύση», μια πολιτιστική, κοινωνική και πολιτική φύση που έχει σχεδόν απορροφήσει εντός της την «πρώτη φύση».
Δεν υπάρχει μέρος του κόσμου που να μην έχει βαθιά επηρεασθεί από την ανθρώπινη δραστηριότητα — ούτε η μακρινή απεραντοσύνη της Ανταρκτικής ούτε οι χαράδρες στα βάθη του ωκεανού. Ακόμη και οι περιοχές «άγριας φύσης» χρειάζονται προστασία από την ανθρώπινη παρέμβαση: πράγματι, πολλά από τα μέρη που χαρακτηρίζονται ως τόποι άγριας φύσης σήμερα, είναι ήδη βαθιά επηρεασμένα από την ανθρώπινη δραστηριότητα. Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι η άγρια φύση υπάρχει πρωταρχικά, συνεπεία της απόφασης των ανθρώπων να την διατηρήσουν ως έχει. Όλες οι μη ανθρώπινες μορφές ζωής που υπάρχουν σήμερα, είτε μας αρέσει είτε όχι, είναι σε κάποιον βαθμό υπό ανθρώπινη κηδεμονία και το αν θα διατηρηθούν άγριες εξαρτάται κατά μέγα μέρος από τις στάσεις και τη συμπεριφορά των ανθρώπων.
Το ότι η «δεύτερη φύση» είναι η κατάληξη της εξέλιξης στην «πρώτη φύση» και ως εκ τούτου μπορούμε να την χαρακτηρίσουμε ως «φυσική», δεν σημαίνει ότι η «δεύτερη φύση» είναι κατ' ανάγκη δημιουργική ή ακόμη και πλήρως αυτοσυνειδητή υπό οποιανδήποτε εξελικτική έννοια. Η «δεύτερη φύση» είναι συνώνυμη με την κοινωνία και με την ανθρώπινη εσώτερη φύση, που και οι δυο τους υφίστανται εξέλιξη προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο. Μολονότι η κοινωνική εξέλιξη είναι θεμελιωμένη στην οργανική εξέλιξη, και στην πραγματικότητα αναδύεται σταδιακά μέσα από αυτήν, είναι επίσης ριζικά διαφορετική από την οργανική εξέλιξη. Η συνείδηση, η βούληση, οι μεταβλητοί θεσμοί και η λειτουργία των οικονομικών δυνάμεων και της τεχνικής μπορεί να αναπτυχθούν για να ενισχύσουν τον οργανικό κόσμο, ή για να τον οδηγήσουν στον όλεθρο. Εξαιτίας της ανάδυσης της ιεραρχίας, των τάξεων, του κράτους, της ατομικής ιδιοκτησίας καθώς και της ανταγωνιστικής οικονομίας της αγοράς που υποχρεώνει τους οικονομικούς ανταγωνιστές είτε να αναπτυχθούν, ο ένας εις βάρος του άλλου είτε να καταστραφούν, η «δεύτερη φύση» χαρακτηρίζεται από τερατώδη γνωρίσματα. Ας επισημάνω εδώ πως, κατά ειρωνεία της τύχης, το να εκφέρουμε μία τόσο σκληρή ηθική κρίση έχει νόημα μόνον εάν δεχθούμε ότι στην οργανική εξέλιξη υπάρχει αυτοκατευθυντικότητα προς ολοένα και μεγαλύτερη υποκειμενικότητα, συνειδητότητα, αυτοστοχαστικότητα και εάν δεχθούμε, κατά συμπερασμόν, την ευθύνη που έχει η πιο συνειδητή από τις μορφές ζωής — η ανθρωπότητα-να είναι η «φωνή» μιας βουβής φύσης και να δρα ούτως ώστε να ενθαρρύνει με νοητικό τρόπο την οργανική εξέλιξη.
Εάν αρνηθούμε την ύπαρξη αυτής της τάσης ή ορμής στην οργανική εξέλιξη, τότε δεν υπάρχει κανένας λόγος για να μη δρα η ανθρωπότητα όπως οποιοδήποτε άλλο φυσικό είδος, χρησιμοποιώντας τις ικανότητες της για να υπηρετήσει τις δικές της ανάγκες ή να επιτύχει τη δική της «αυτοπραγμάτωση», για να χρησιμοποιήσω τη γλώσσα της μυστικής οικολογίας, ασφαλώς δε εις βάρος των άλλων μορφών ζωής που παρεμποδίζουν τα συμφέροντα και τις επιθυμίες της. Το να κατακεραυνώνουμε ηθικά την ανθρωπότητα επειδή «εκμεταλλεύεται» την οργανική φύση, την «υποβαθμίζει», την «καταχράται» και συμπεριφέρεται «ανθρωποκεντρικά», είναι απλώς ένας αδέξιος τρόπος αναγνώρισης ότι η «δεύτερη φύση» φέρει ηθικές ευθύνες που δεν υπάρχουν στο βασίλειο της «πρώτης φύσης». Σημαίνει πως αναγνωρίζουμε ότι εάν όλες οι μορφές ζωής έχουν «εγγενή αξία» που πρέπει να γίνεται σεβαστή, τότε μια τέτοια απόδοση εγγενούς αξίας είναι αποκλειστικό δημιούργημα των ανθρώπινων διανοητικών, ηθικών και αισθητικών ιδιοτήτων — ιδιοτήτων που δεν τις κατέχει καμία άλλη μορφή ζωής. Επομένως, η «εγγενής αξία» των ανθρώπινων όντων είναι καταφανώς εξαιρετική και πράγματι εκπληκτική. Μόνον τα ανθρώπινα όντα μπορούν έστω και να διατυπώσουν την έννοια της «εγγενούς αξίας» και να την προικίσουν με μία συναίσθηση ηθικής υπευθυνότητας, κάτι που καμιά άλλη μορφή ζωής δεν είναι ικανή να κάνει.
Είναι ουσιαστικό να τονίσουμε ότι η δεύτερη φύση στην πραγματικότητα είναι μία ημιτελέστατη, όντως ανεπαρκής Realität της φύσης στο σύνολο της. Ο Hegel έβλεπε, την ανθρώπινη ιστορία σαν τον πάγκο ενός χασάπη. Η ιεραρχία, η τάξη, το κράτος και τα παρόμοια είναι απόδειξη-— και απόδειξη διόλου τυχαία — των ανεκπλήρωτων δυνατοτήτων της φύσης να πραγματοποιήσει ενεργά τον εαυτό της ως φύση που να είναι ενσυνείδητα δημιουργική. Η ανθρωπότητα, όπως υπάρχει τώρα, δεν είναι η φωνή της φύσης που καθίσταται αυτοσυνειδητή. Σήμερα το μέλλον της βιόσφαιρας εξαρτάται κατά μέγιστο μέρος από το αν θα μπορέσουμε να υπερβούμε τη δεύτερη φύση δημιουργώντας ένα νέο σύστημα κοινωνικής και οργανικής συμφιλίωσης που θα το αποκαλούσα «ελεύθερη φύση» — μία φύση που θα απάλυνε τον πόνο και τα βάσανα που υπάρχουν τόσο στη «δεύτερη» όσο και στην «πρώτη φύση». Η «ελεύθερη φύση» θα μπορούσε να είναι, στην πραγματικότητα, μία συνειδητή και ηθική φύση, η οικολογική κοινωνία την οποία έχω διερευνήσει λεπτομερειακά στον τόμο Προς μία οικολογική κοινωνία13 καθώς και στα επιλογικά μέρη των βιβλίων μου Οικολογία της Ελευθερίας14 και Ξαναφτιάχνοντας την κοινωνία15.
Το τελευταίο τέταρτο του εικοστού αιώνα στάθηκε μάρτυρας μιας τρομακτικής οπισθοδρόμησης από την ορθολογικότητα στον διαισθητισμό (intuitionism) από τον νατουραλισμό στον «υπερ-νατουραλισμό»16, από τον ανθρωπισμό στον τοπικισμό, και από την κοινωνική θεωρία στην ψυχολογία. Οι μεταφορές τείνουν να αντικαταστήσουν τις κατανοητές έννοιες και η ιδιοτέλεια τείνει να αντικαταστήσει την ανιδιοτελή προσήλωση σε κάποια ιδανικά. Ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι ασχολούνται περισσότερο με το ποια κίνητρα πιθανόν να βρίσκονται πίσω από την έκφραση ενός συνόλου απόψεων παρά με την ορθολογικότητα ή το νόημα των ίδιων των απόψεων. Η επιχειρηματολογία, που είναι τόσο αναγκαία για τη διασάφηση των ιδεών, έχει δώσει τη θέση της στη «μεσολάβηση», ιδιαίτερα στην αναγωγή των αυθεντικών διανοητικών διαφορών και των κοινωνικών συμφερόντων στα ελάχιστα, συχνά τετριμμένα, πράγματα που υποτίθεται πως όλοι οι άνθρωποι έχουν από κοινού. Κατά συνέπεια, το επίπεδο των πραγματικών διαφορών κατεβαίνει μέχρι τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή ενός διαλόγου, αντί να ανυψώνεται σε μία δημιουργική σύνθεση ή σε μία σαφή, απερίφραστη διάσταση απόψεων.
Το να μιλάμε επιπόλαια για «βιοκεντρικότητα», «εγγενή αξία» και —μεταφορικά— ακόμη και για «βιοκεντρική δημοκρατία» (για να χρησιμοποιήσω την αξιοθρήνητη φλυαρία της μυστικιστικής οικολογίας) λες και μπορούν τα ανθρώπινα όντα, που τους ζητείται να φέρουν ηθική ευθύνη απέναντι στον κόσμο της ζωής, να εξισωθούν ως προς την «αξία» τους, λόγου χάριν μ' ένα κουνούπι, για το οποίο δεν μπορεί καν να ειπωθεί ότι έχει επίγνωση του εαυτού του, σημαίνει ότι υποβαθμίζουμε βλακωδώς το όλο πρόταγμα για μία πολυσήμαντη οικολογική ηθική. Ισχυρίζομαι ότι η φύση μπορεί όντως να αποκτήσει ηθικό νόημα — ένα αντικειμενικά θεμελιωμένο ηθικό νόημα. Ισχυρίζομαι, ακόμα, ότι αυτό το ηθικό νόημα συνεπάγεται, αντί για ένα άμορφο σώμα προσωποποιημένων, συχνά αυθαίρετων αξιών, μία ανοιχτή θεώρηση της πραγματικότητας, μία διαλεκτική θεώρηση της φυσικής εξέλιξης και μία ξεχωριστή — πλην όμως επ' ουδενί λόγω ιεραρχική — θέση για την ανθρωπότητα και την κοινωνία στη φυσική εξέλιξη. Δεν μπορούμε πλέον να διαχωρίζουμε το κοινωνικό από το οικολογικό, όπως ακριβώς δεν μπορούμε να διαχωρίζουμε την ανθρωπότητα από τη φύση. Οι μυστικιστές οικολόγοι που αντιδιαστέλλουν το κοινωνικό από το φυσικό, αντιπαραθέτοντας τον «βιοκεντρισμό» στον «ανθρωποκεντρισμό», μειώνουν ολοένα και περισσότερο τη σημασία της κοινωνικής θεωρίας στη διαμόρφωση της οικολογικής σκέψης. Η πολιτική δράση και η εκπαίδευση έχουν παραχωρήσει τη θέση τους σε αξίες προσωπικής λύτρωσης, σε μία τυπολατρική/τελετουργική (ritualistic) συμπεριφορά, στη δυσφήμιση της ανθρώπινης βούλησης και στις αρετές της ανθρώπινης ανορθολογικότητας. Σε μια εποχή στην οποία το ανθρώπινο εγώ, αν όχι και η ίδια η προσωπικότητα, απειλείται από την ομογενοποίηση και την αυταρχική χειραγώγηση, η μυστικιστική οικολογία προβάλλει ένα μήνυμα παραίτησης (self-effacement), παθητικότητας και υποταγής στους «νόμους της φύσης» οι οποίοι θεωρούνται ανώτεροι από τις αξιώσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας και της ανθρώπινης πράξης. Πρέπει να αναπτύξουμε μια φιλοσοφία που να θέσει τέρμα σ' αυτήν την απονεκρωτική απέχθεια προς τον λόγο, την πράξη και την κοινωνική μέριμνα.
Πιστεύω πως ο διαλεκτικός νατουραλισμός αποτελεί το θεμέλιο του βασικότερου μηνύματος της κοινωνικής οικολογίας: του ότι τα βασικά οικολογικά προβλήματα μας πηγάζουν από κοινωνικά προβλήματα. Δεκαετίες ολόκληρες στοχασμού γύρω από τα οικολογικά ζητήματα μ' έχουν διδάξει ότι η φιλοσοφία, ιδιαίτερα δε ο διαλεκτικός νατουραλισμός, κάθε άλλο παρά μας εμποδίζει από το να κατανοούμε την κοινωνική θεωρία και τα οικολογικά προβλήματα. Απεναντίας μάλιστα, μας προμηθεύει τα ορθολογικά μέσα για να τα ενσωματώσουμε σ' ένα συνεκτικό όλον και θέτει το πλαίσιο για να επεκτείνουμε αυτό το όλον προς γονιμότερες και πιο ρηξικέλευθες κατευθύνσεις.
31 Μαρτίου 1990
1 Υιοθετούμε εδώ σχεδόν όλες τις μεταφραστικές επιλογές του μεταφραστή, τροποποιώντας κυρίως την ορθογραφία ορισμένων σημείων.
2 (Σ.τ.Μ.) irreducible: μη επιδεχόμενα αναγωγής, «μη αναγώγιμα» σε άλλα.
3 (Σ.τ.Μ.) Πρόκειται για την καθ' αυτό αιτία για μας σήμερα, την causa efficiens των Σχολαστικών. Τέσσερις είναι κατά την οντολογία του Αριστοτέλη οι αρχές ή οι αιτίες της κινήσεως (δηλαδή της αλλαγής-μεταβολής-μετατόπισης-αλλοίωσης): πρώτον, η ύλη, αυτό το «κάτι που αλλάζει», αφού υπάρχει αλλαγή (η υλική αιτία, κατά τους Σχολαστικούς). Δεύτερον, το είδος (αλλού το λέει και παράδειγμα, ουσία ή τό τι ην είναι, δηλ. αυτό που ένα πράγμα είναι από τη φύση του προορισμένο «συγκροτημένο», λέει ο Μπούκτσιν να γίνει — η τυπική/ειδική αιτία, κατά τους Σχολαστικούς). Τρίτον, η κινητική αιτία, (το ποιούν αίτιον, ή το όθεν η αρχή της κινήσεως, το ποιητικό αίτιο των Σχολαστικών): για να περάσει κάτι από μια κατάσταση σε μίαν άλλη, χρειάζεται κάτι για να το κινήσει. Τέταρτον, ο σκοπός της κινήσεως, το τέλος ή το ου ένεκα (το τελικά αίτιο, των Σχολαστικών). Βλ., λόγου χάριν, Μετά τα Φυσικά, 1.2.983 α 26, IV 2.1013 α 24. Αν λ.χ. κάποιος φτιάχνει ένα μαρμάρινο άγαλμα, το μάρμαρο είναι η ύλη, η μορφή λ.χ. του Ερμή είναι το είδος, οι κινήσεις του γλύπτη είναι το ποιούν αίτιον, και το να φτιάξει μαρμάρινο άγαλμα του Ερμή είναι το τέλος. Προφανώς το τελικό αίτιο προϋποθέτει ότι υπάρχει νόηση που διέπει και καθοδηγεί την κίνηση.
4 (Σ.τ.Μ.) Υιοθετούμε τον όρο του Κ. Καστοριάδη. Αιτίωση είναι η «αιτιώδης συνάφεια», αυτό που οι παλαιοί έλεγαν «σχέσις αιτίου-αιτιατού».
5 G.W.F. Hegel, Phenomenology of Spirit, trans. Miller, σσ. 2-3. Θα ήθελα εδώ να κάνω μια διευκρίνιση. Μπορεί, να είμαι οπαδός της διαλεκτικής αλλά δεν είμαι Εγελιανός, όσο και αν έχω ωφεληθεί από το έργο του Hegel. Δεν πιστεύω στην ύπαρξη ενός κοσμικού πνεύματος (Geist) που βρίσκει την έκφραση του στον υποστατό κόσμο ή στην ανθρωπότητα. Η έμφαση που δίνω στη διαφορά μεταξύ «πραγματικότητας» και «ενεργού πραγματικότητας» αντιπροσωπεύει περισσότερο την άποψη μου παρά οποιαδήποτε παρόμοια άποψη που θα μπορούσε να αποδοθεί αναμφισβήτητα στον Hegel. Ο Hegel οπλισμένος μ' ένα κοσμικό πνεύμα που αυτο-αναπτύσσεται στην ανθρώπινη ιστορία, έτεινε να αμβλύνει την κριτική ώθηση της διαλεκτικής του και να προσαρμόζει το «πραγματικό» στο «ενεργώς πραγματικό». Αυτό που προσπαθώ να κάνω είναι να συνάγω τις νατουραλιστικές συνέπειες της Εγελιανής διαλεκτικής. Από αυτήν την αντίληψη πηγάζει η άποψη μου —η ερμηνεία μου αν προτιμάτε — ότι το πρόταγμα του Hegel χωρίς το κοσμικό πνεύμα παρέχει μια πολύ πλούσια άποψη της πραγματικότητας η οποία περιλαμβάνει, το ορθολογικό «αυτό που πρέπει να είναι» καθώς και το συχνά ανορθόλογο «αυτό που είναι».
6 G.W.F. Hegel, History of Philosophy, vol. 1.
7 (Σ.τ.Μ.) Δηλαδή: βασίζεται σε γεγονότα.
8 (Σ.τ.Μ.) Στα ελληνικά χρησιμοποιούμε συνήθως την έκφραση «ωμή πραγματικότητα».
9 "Freedom and necessity in nature», από τη συλλογή “The Philosophy of Social Ecology”, Black Rose Books, 1990. To βιβλίο δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά (έχει ανατυπωθεί και διορθωθεί έκτοτε από τον Μπούκτσιν, με την προσθήκη μάλιστα του δοκιμίου «Ιστορία, Πολιτισμός, Πρόοδος»).
10 "Thinking ecologically”, από τη συλλογή “The Philosophy of Social Ecology”, Black Rose Books, 1990
11 (Σ.τ.Μ.) διαπράττουν, δηλαδή, λήψη του ζητουμένου όσοι χρησιμοποιούν τέτοιους όρους
12 (Σ.τ.Μ.) στο πρωτότυπο : με αμείλικτη βεβαιότητα
13 «Προς μία οικολογική κοινωνία», εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1994. Τίτλος πρωτοτύπου: Toward an ecological society, Black rose Books, 1980. Από την ελληνική έκδοση λείπουν κάποια κεφάλαια.
14 The ecology of freedom, AK Press, 2005, δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά.
15 «Ξαναφτιάχνοντας την κοινωνία», εκδ. Εξάντας, 1993. Τίτλος πρωτοτύπου: Remaking Society, Black Rose Books, 1989
16 (Σ.τ.Μ.) στο πρωτότυπο: supernaturalism, από το supernatural = υπερφυσικό