Federico Demaria a, François Schneider a, Filka Sekulova a, Joan Martinez- Alier a
a Research & Degrowth (R&D) and ICTA, Universitat Autonoma de Barcelona (UAB)
Η αποανάπτυξη είναι ένα σλόγκαν, μια λέξη «βόμβα». Σκοπός της είναι να πυροδοτήσει μια συζήτηση σχετικά με την διάγνωση και την πρόγνωση της κοινωνίας μας. Η «αποανάπτυξη» ξεκίνησε από ακτιβιστές το 2001, μα γρήγορα αποτέλεσε το ερμηνευτικό πλαίσιο για ένα νέο κοινωνικό κίνημα στο οποίο συγκλίνουν πολλά ρεύματα κριτικών ιδεών και πολιτικής δράσης. Αποτελεί μια προσπάθεια επαναπολιτικοποίησης των συζητήσεων γύρω από τις επιθυμητές κοινωνικό-περιβαλλοντικές προοπτικές και ένα παράδειγμα μιας επιστήμης εμπνευσμένης από τον ακτιβισμό που τώρα εδραιώνεται ως έννοια και στην ακαδημαϊκή βιβλιογραφία. Το κεφάλαιο αυτό συζητά τον ορισμό, την προέλευση, την εξέλιξη, τις πρακτικές και τη δομή της αποανάπτυξης. Ο κύριος σκοπός του είναι να εξηγήσει τις πολλαπλές θεωρητικές πηγές και στρατηγικές της αποανάπτυξης έτσι ώστε να βελτιώσουμε τον βασικό της ορισμό και να αποφύγουμε απλουστευτικές κριτικές και παρανοήσεις. Για αυτόν τον σκοπό το κεφάλαιο παρουσιάζει τις βασικές θεωρητικές πηγές έμπνευσης της αποανάπτυξης, τις ποικίλες στρατηγικές της (συγκρουσιακός ακτιβισμός, διαμόρφωση εναλλακτικών λύσεων και πολιτικών προτάσεων) καθώς και τους δρώντες (ακτιβιστές, επιστήμονες και αυτούς που ζούνε την αποανάπτυξη). Τέλος το κείμενο υποστηρίζει ότι η ποικιλομορφία του κινήματος δεν αναιρεί την ύπαρξη μια κοινής πορείας
1. Εισαγωγή
Η αποανάπτυξη («décroissance» στα γαλλικά) ξεκίνησε στις αρχές του 21ου αιώνα σαν μια πρωτοβουλία για την εθελοντική συρρίκνωση της παραγωγής και της κατανάλωσης με στόχο την κοινωνική και οικολογική βιωσιμότητα. Γρήγορα έγινε ένα σύνθημα ενάντια στην οικονομική ανάπτυξη (Bernard et al· 2003) και εξελίχθηκε σε ένα κοινωνικό κίνημα. Ο όρος επίσης εισχώρησε σε ακαδημαϊκά έντυπα και τουλάχιστον πέντε ειδικά τεύχη έχουν αφιερωθεί στο θέμα τα τελευταία τέσσερα χρόνια (Fournier 2008,Kallis et al. 2010, Victor 2010, Kallis et al 2013, Cattaneo et al. 2012, Sekulova et al 2013, Saed 2012). Η αποανάπτυξη έχει επίσης αναφερθεί και αναλυθεί από Γάλλους και Ιταλούς πολιτικούς και πολλές γνωστές εφημερίδες[1] όπως οι Le Monde[2], Le Monde Diplomatique[3], El Pais, the Wall Street Journal[4] και Financial Times[5]. Μέσα στην σύντομη ζωή της η αποανάπτυξη έχει υποστεί αποκλίνουσες και συχνά απλουστευτικές ερμηνείες. Το άρθρο αυτό απο- σκοπεί στο να βελτιώσει τον βασικό ορισμό της αποανάπτυξης και ταυτόχρονα να αποσαφηνίσει πιθανές παρανοήσεις όσον αφορά την έννοια της. Για αυτό τον σκοπό παραθέτουμε μια σύντομη ιστορία της αποανάπτυξης και μια περιεκτική περιγραφή των θεωρητικών πηγών και στρατηγικών, τονίζοντας ταυτόχρονα τη σημασία της ως κοινωνικό κίνημα.
Σε αντίθεση με τη βιώσιμη ανάπτυξη η οποία βασίζεται σε μια λανθασμένη συναίνεση (Hornborg 2009), η αποανάπτυξη δεν φιλοδοξεί να υιοθετηθεί ως κοινός στόχος από τον ΟΟΣΑ ή την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η ιδέα της «κοινωνικά βιώσιμης αποανάπτυξης» (Schneider et al 2010), ή απλά αποανάπτυξης, γεννήθηκε σαν μια πρόταση για ριζική αλλαγή. Το σύγχρονο πλαίσιο του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού έχει δημιουργήσει μια μεταπολιτική κατάσταση, δηλαδή έχει επικρατήσει ένας πολιτικός σχηματισμός ο οποίος αποκλείει την πολιτική σκέψη και αποτρέπει την πολιτικοποίηση συγκεκριμένων αιτημάτων (Swyngedouw 2007). Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η αποανάπτυξη είναι μια προσπάθεια για την επαναπολιτικοποίηση της συζήτησης σχετικά με τον αναγκαίο κοινωνικό-οικολογικό μετασχηματισμό. Επιβεβαιώνει την απόκλιση της από τις επικρατούσες αναπαραστάσεις του σύγχρονου κόσμου και αναζητά εναλλακτικές λύσεις. Σύμφωνα με τα παραπάνω, η αποανάπτυξη αποτελεί κριτική στην παρούσα ηγεμονία της ανάπτυξης (Rist 2008). Οι πρώτες κριτικές για τη δυτική αντίληψη περί ανάπτυξης (παγκόσμια ομοιόμορφη ανάπτυξη) ξεκίνησε από συγγραφείς όπως οι Arturo Escobar και Wolfgang Sachs, μεταξύ άλλων, τη δεκαετία του 1980. Η αποανάπτυξη επίσης αντιπαρατίθεται με τις ιδέες της «πράσινης ανάπτυξης» ή «πράσινης οικονομίας» και τις σχετικές πεποιθήσεις ότι η οικονομική ανάπτυξη αποτελεί τον πλέον επιθυμητό δρόμο ανεξάρτητα πολιτικής και ιδεολογίας.
Η αποανάπτυξη αντιπαρατίθεται με τα κυρίαρχα πρότυπα (paradigms) στις κοινωνικές επιστήμες, όπως για παράδειγμα την νεοκλασική οικονομική θεωρία καθώς και την Κεϋνσιανή οικονομική θεωρία, αλλά δεν αποτελεί η ίδια πρότυπο με την έννοια «οικουμενικά αποδεκτών επιστημονικών επιτευγμάτων τα οποία για μια περίοδο παρέχουν υποδείγματα προβλημάτων και λύσεων για μια κοινότητα ερευνητών» (Kuhn 1962). Στην οικονομική επιστήμη αναδύεται ένα καινούργιο πεδίο οικολογικών μακροοικονομικών χωρίς ανάπτυξη (Victor 2008, Jackson 2011), βασισμένο στην «οικονομία σταθερής κατάστασης» του Herman Daly, το οποίο θα μπορούσε να εξελιχθεί σε ένα νέο οικονομικό πρότυπο. Ωστόσο ο δρόμος είναι ακόμα μακρύς.
Ορισμένοι αναφέρονται στην αποανάπτυξη ως ιδεολογία, δηλαδή ένα «σύστημα ιδεών και αξιών». Αυτή η οπτική είναι υπερβολικά απλοϊκή ή τουλάχιστον πρόωρη για να μπορέσει να εξηγήσει την ετερογένεια των θεωρητικών πηγών και στρατηγικών της. Η αποανάπτυξη δεν είναι απλά μια οικονομική έννοια. Θα δείξουμε ότι είναι ένα πλαίσιο που αποτελείται από ποικίλους προβληματισμούς, στόχους, στρατηγικές και δράσεις. Ως αποτέλεσμα, η αποανάπτυξη έχει μετατραπεί σε ένα σημείο σύγκλισης στο οποίο συναντιούνται ρεύματα κριτικών ιδεών και πολιτικής δράσης.
Το υπόλοιπο κεφάλαιο είναι οργανωμένο ως εξής: Το δεύτερο μέρος ασχο- λείται με την σύνδεση της θεωρίας κοινωνικών κινημάτων με την αποανάπτυξη. Το τρίτο μέρος παρουσιάζει την ιστορία της. Το τέταρτο, πέμπτο και έκτο μέρος παρουσιάζουν και συζητούν τις διάφορες «σχολές σκέψης» και στρατηγικές που σχετίζονται με την αποανάπτυξη. Τέλος το έβδομο μέρος κλείνει με μια προσπάθεια να δοθεί ένας περιεκτικός ορισμός στην έννοια της αποανάπτυξης.
2. Θεωρητικό πλαίσιο: ένα νέο κοινωνικό κίνημα
Αυτό το μέρος ανιχνεύει την εξέλιξη της αποανάπτυξης σε ένα ερμηνευτικό πλαίσιο για ένα κοινωνικό κίνημα, αντιληπτό ως ένας μηχανισμός μέσω του οποίου οι δρώντες αναλαμβάνουν συλλογική δράση (Della Porta και Diani 2006). Για παράδειγμα, οι ακτιβιστές κατά των αυτοκινήτων και των διαφημίσεων, οι υπέρμαχοι των δικαιωμάτων των ποδηλατών και των πεζών, οι θιασώτες της βιολογικής καλλιέργειας, οι επικριτές της αστικής εξάπλω- σης και οι υποστηρικτές της ηλιακής ενέργειας και των τοπικών νομισμάτων έχουν αρχίσει να βλέπουν την αποανάπτυξη ως το κατάλληλο κοινό αντιπροσωπευτικό πλαίσιο της κοσμοθεωρίας τους.
Ο Goffman (1974) μελετά τα κοινωνικά κινήματα χρησιμοποιώντας την έννοια των πλαισίων. Αυτά επιτρέπουν στους ανθρώπους να εντοπίζουν, να αντιλαμβάνονται, να ταυτοποιούν και να χαρακτηρίζουν τα γεγονότα που βιώνουν (Snow et al 1986). Τα ερμηνευτικά πλαίσια γενικεύουν ένα δεδομένο πρόβλημα ή μια βιωματική εμπειρία και παράγουν νέους ορισμούς καταδεικνύοντας την σύνδεση και σχέση που αυτό έχει με ευρύτερες διαδικασίες, γεγονότα και καταστάσεις άλλων κοινωνικών ομάδων. Η πλαισιακή διαδικασία είναι στην πραγματικότητα μια διαδικασία πολιτικοποίησης που α- ποτελείται από δύο βασικές διαστάσεις: τη διάγνωση και την πρόγνωση (Della Porta and Diani 2006). Η διάγνωση κινητοποιεί πολλαπλές θεωρητικές πηγές (ή ρεύματα σκέψης) μέσα στον χώρο και τον χρόνο και η πρόγνωση ενεργοποιεί πολλαπλές στρατηγικές και δρώντες. Αυτές οι διαδικασίες περιγράφονται με λεπτομέρεια παρακάτω.
Η διάγνωση αποτελείται από την αναγνώριση των αιτιών ενός κοινωνικού προβλήματος. Η αποανάπτυξη ως ερμηνευτικό πλαίσιο διαγιγνώσκει ότι ποικίλα κοινωνικά φαινόμενα όπως οι κοινωνικές και περιβαλλοντικές κρίσεις σχετίζονται με την οικονομική ανάπτυξη. Οι ενεργά εμπλεκόμενοι με την αποανάπτυξη είναι κατά αυτόν τον τρόπο «ενδεικτικοί δρώντες» που εμπλέκονται στην παραγωγή εναλλακτικών και προκλητικών εννοιών που διαφέρουν από αυτές που υπερασπίζεται η επικρατούσα τάση (ΜΜΕ, πολιτικοί, καθηγητές οικονομίας και διευθυντές τραπεζών). Οι υποστηρικτές της ανάπτυξης, για παράδειγμα, βλέπουν την οικονομική ανάπτυξη σαν τον καλύτερο τρόπο για την αντιμετώπιση της παρούσας οικονομικής κρίσης, ενώ οι υποστηρικτές της αποανάπτυξης βλέπουν το οικονομικό σύστημα που βασίζεται στην ανάπτυξη (τροφοδοτούμενη από το χρέος) ως το βασικό πρόβλημα. Οι θεωρητικές πηγές πάνω στις οποίες η αποανάπτυξη δομεί την διάγνωση της παρουσιάζονται στο τέταρτο μέρος. Αυτό που πραγματικά παρακινεί την αποανάπτυξη είναι η συμπληρωματικότητα ανάμεσα σε διαφορετικούς προβληματισμούς.
Η πρόγνωση, η οποία συνήθως χαρακτηρίζεται από μια ισχυρή ουτοπική διάσταση, αναζητά λύσεις και κάνει υποθέσεις για νέα κοινωνικά υποδείγματα. Πέραν από τους πρακτικούς σκοπούς αυτή η διαδικασία ανοίγει νέα πεδία και προοπτικές δράσεις. Οι στρατηγικές που συνδέονται με την πρόγνωση τείνουν να είναι πολλαπλές. Όσον αφορά τις προσεγγίσεις μπορούν να είναι απορριπτικές, εναλλακτικές και ρεφορμιστικές (Anheir et al. 2001). Σε σχέση με τον καπιταλισμό μπορεί να είναι «αντικαπιταλιστικές», «μετα- καπιταλιστικές» και «ανεξάρτητες από τον καπιταλισμό» (Chatterton και Pickerill 2010). Ισχυριζόμαστε ότι αυτές οι προσεγγίσεις μπορούν να συγκε- ραστούν όπως θα εξηγήσουμε στο πέμπτο μέρος.
3. Μια σύντομη ιστορία της αποανάπτυξης
Αυτό το μέρος επικεντρώνεται στην ιστορία του κινήματος στις χώρες όπου η αποανάπτυξη αναδύθηκε και καθιερώθηκε (Γαλλία, Ιταλία και Ισπανία). Οι βασικές πληροφορίες για αυτό το μέρος συλλέχτηκαν μέσω «συμμετοχικής παρατήρησης» (participant observation), «παρατηρούμενης συμμετοχής» (observing participation) (Cattaneo 2006, D'Alisa et al 2010)[6] ή «παρατηρητικών συμμετεχόντων» (observant participators) (Brown 2007). Οι συγγραφείς αυτού του κεφαλαίου έχουν εμπλακεί στο κίνημα της αποανάπτυξης από το ξεκίνημά του. Αυτό διασφαλίζει μια άποψη εκ των έσω και πρόσβαση σε έναν μεγάλο όγκο άτυπων γνώσεων και αδημοσίευτων εγγράφων που έχουν συγκεντρωθεί από το 2000.[7]
Ο όρος
Ορισμένες από τις ιδέες που διέπουν την αποανάπτυξη αποτελούν μέρος φιλοσοφικών συζητήσεων αιώνων. Πιθανότατα μπορούμε να αναζητήσουμε τις θεωρητικές πηγές της αποανάπτυξης στους αρχαίους Έλληνες και στους κριτικούς της ύβρεως. Η λέξη «décroissance» (ο γαλλικός όρος για την αποανάπτυξη) εμφανίστηκε πιθανόν για πρώτη φορά το 1972[8], και αναφέρθηκε αρκετές φορές στις συζητήσεις που επακολούθησαν την έκθεση των Meadows προς τη Λέσχη της Ρώμης «Τα όρια της ανάπτυξης» (Gorz 1977, Amar 1973, Georgescu-Roegen 1979). Το 1982 διοργανώθηκε ένα συνέδριο στο Μόντρεαλ με τον τίτλο «Les enjeux de la décroissance» (Οι προκλήσεις της αποανάπτυξης) αλλά η λέξη χρησιμοποιήθηκε σαν συνώνυμο της οικονομικής ύφεσης (ACSALF 1983). Η λέξη décroissance έγινε σλόγκαν που χρησιμοποιήθηκε από ακτιβιστές το 2001 στην Γαλλία, το 2004 στην Ιταλία (ως «decrescita») και το 2006 στην Καταλονία και στην Ισπανία (ως «decreixement» και «decrecimiento»). Ο αγγλικός όρος «degrowth» εγκαινιάστηκε «επίσημα» στο πρώτο συνέδριο για την αποανάπτυξη στο Παρίσι το 2008, γεγονός το οποίο σηματοδότησε επίσης την εισαγωγή της αποανάπτυξης στο επιστημονικό πεδίο.
Γαλλία
Ο όρος décroissance επινοήθηκε στη Γαλλία. Η αποανάπτυξη, ως κοινωνικό κίνημα, ξεκίνησε στην Λυών στον απόηχο διαδηλώσεων για πόλεις χωρίς αυτοκίνητα, γευμάτων στους δρόμους, συνεταιρισμών τροφίμων και δράσεων αντι-διαφήμισης (περιοδικό Casseurs de pub). Στις αρχές του 2002 ακολούθησε ένα ειδικό τεύχος του περιοδικού Silence υπό την επιμέλεια των Vincent Cheynet και Bruno Clémentin. Την ίδια χρονιά η διάσκεψη «Défaire le développement, refaire le monde» (Αποδομήστε την ανάπτυξη, αναδομήστε τον κόσμο) έλαβε χώρα στο Παρίσι, στην UNESCO, με 800 συμμετέχοντες. Το 2004 η αποανάπτυξη έγινε γνωστή σε έναν μεγαλύτερη αριθμό ανθρώπων με την δημιουργία του μηνιαίου περιοδικού για την αποανάπτυξη «La Décroissance, le journal de la joie de vivre» το οποίο σήμερα πουλάει περίπου 30,000 αντίτυπα. Επίσης την ίδια χρονιά ένας από εμάς, ο François Schneider, πραγματοποίησε τον γύρο της Γαλλίας πάνω σ' έναν γάιδαρο για περισσότερο από έναν χρόνο δίνοντας πολυάριθμες δημόσιες ομιλίες. Ο γύρος έληξε με μια διαδήλωση 500 ατόμων. Έκτοτε άλλες πορείες έχουν διοργα- νωθεί και αρκετές τοπικές ομάδες αποανάπτυξης έχουν αναδυθεί. Επίσης έχουν γίνει κάποιες προσπάθειες για μια πιο παραδοσιακή πολιτική αντιπροσώπευση μέσω ενός κόμματος - πολιτικής κίνησης για την αποανάπτυξη.
Όσον αφορά στη γαλλική παράδοση, η συζήτηση σους πνευματικούς κύκλους έχει υπάρξει πολύ πλούσια, και οδήγησε σε πολυάριθμες εκδόσεις συμπεριλαμβανομένου του περιοδικού Entropia (που ιδρύθηκε το 2006). Ο Serge Latouche αποτελεί τον πιο διάσημο συγγραφέα που γράφει σχετικά με την αποανάπτυξη, όχι μόνο στη Γαλλία αλλά και διεθνώς, αλλά πολλοί άλλοι διανοούμενοι ενστερνίστηκαν επίσης τις ιδέες της. Ορισμένοι ήταν αρχικά έντονοι επικριτές της οικονομικής αποανάπτυξης μα αργότερα έγιναν υπο- στηρικτές της όπως για παράδειγμα ο Dominique Bourg και ο Jacques Généreux. Η δημόσια συζήτηση σχετικά με την αποανάπτυξη στη Γαλλία έχει πλέον αγγίξει ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, έχει γίνει συστατικό στοιχείο κοινωνικών κινημάτων και εμφανίζεται συχνά στον τύπο. Οι πολιτικοί της επικρατούσας τάσης έχουν αισθανθεί την ανάγκη να αντιδράσουν στην ιδέα της αποανάπτυξης συχνά απορρίπτοντας ή παρερμηνεύοντας την (π.χ. ως ένα κίνημα που είναι ενάντια στην βελτίωση της κατάστασης των φτωχών)[9]. Αυτό ωστόσο βοήθησε στο να εξαπλωθεί η δημόσια συζήτηση (Duverger 2011).
Ιταλία
Το ιταλικό δίκτυο για την αποανάπτυξη (Rete per la decrescita) ιδρύθηκε το 2004 από μια ομάδα ακτιβιστών και διανοουμένων με ερείσματα στην αλληλέγγυα οικονομία, την κριτική κατά της ανάπτυξης, τον αντι-ωφελιμισμό και τα βιο-οικονομικά. Οι ηγετικές μορφές του είναι ο βιο-οικονομολόγος Mauro Bonaiuti (βιογράφος του Georgescu-Roegen), η πρώην διαφημίστρια και ακτιβίστρια Dalma Domeneghini, ο κοινωνιολόγος Marco Deriu και ο πολιτικός Paolo Cacciari, πρώην βουλευτής με την Rifondazione comunista (Κομμουνιστική Επανίδρυση). Η ομάδα ασχολείται με το θεωρητικό πλαίσιο και την διάδοση πληροφοριών. Κυρίως εστιάζονται στη συλλογική σκέψη σχετικά με την πολυπλοκότητα των κοινωνικο-πολιτισμικών δυναμικών και τη σύνδεση τους με το τωρινό σύστημα παραγωγής και κατανάλωσης. Σεμινάρια, συνέδρια και καλοκαιρινά σχολεία διοργανώνονται τακτικά τα οποία παρακολουθούνε εκατοντάδες άνθρωποι. Πάνω από χίλιοι άνθρωποι πήραν μέρος στο τρίτο διεθνές συνέδριο για την αποανάπτυξη στην Βενετία το 2012. Έχουν εκδοθεί αρκετά βιβλία και χιλιάδες αντίτυπα του περιοδικού που ονομάζεται La Decrescita. Το κίνημα για τη «ευτυχισμένη αποανάπτυξη» του οποίου ηγείται ο Maurizio Pallante, είναι επίσης πολύ ενεργό στη διάδοση καλών πρακτικών (π.χ. «κάντο μόνος σου»). Το κίνημα αυτό έχει κερδίσει μεγαλύτερη δημοτικότητα και είναι ευρέως γνωστό χάρη στον εύκολα κατανοητό λόγο του. Μια μεγάλη ποικιλία από ομάδες έχουν επίσης λάβει μέρος στην δημόσια συζήτηση για την αποανάπτυξη από προοδευτικούς καθολικούς μέχρι μαρξιστές (Badiale και Bontempelli 2010). Επίσης, πολλές άλλες συλλογικότητες φιλικά προσκείμενες στην αποανάπτυξη έχουν ανα- δυθεί, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που ενδιαφέρονται να ενταχθούν στην κοινοβουλευτική διαδικασία (π.χ. οι πρόσφατες Costituente ecologista και Uniti, ma diversi) ή η πιο ρηξικέλευθη πρόταση της Rigenerazioni για έναν μη εκλογικό πολιτικό σχηματισμό.
Ισπανία
Το κίνημα της αποανάπτυξης ξεκίνησε στην Καταλονία και την πρωτεύουσά της, τη Βαρκελώνη, το 2005, με ακτιβιστές να κάνουν δημόσιο διάλογο για την ενεργειακή κρίση και τις ενδεχόμενες εναλλακτικές λύσεις. Το 2006 το γαλλικό βιβλίο Objectif décroissance μεταφράστηκε στην Καταλανική γλώσσα και η περιβαλλοντική οργάνωση Una sola terra διοργάνωσε μια διάσκεψη σχετικά με την αποανάπτυξη. Τον επόμενο χρόνο η ομάδα Entesa pel decreixement ιδρύθηκε στην Βαρκελώνη. Επιπλέον την Άνοιξη του 2008 ένας ποδηλατικός γύρος διοργανώθηκε από την συλλογικότητα Temps de revoltes (υπό την καθοδήγηση του Enric Duran), ο οποίος οδήγησε στην δημιουργία του δικτύου για την αποανάπτυξη (Xarxa pel Decreixement) που προωθεί τον δημόσιο διάλογο και τις πρακτικές της αποανάπτυξης στην Καταλονία. Η αποανάπτυξη στην Ισπανία και στην Καταλονία υποστηρίζεται συχνά επίσης από ομάδες που δουλεύουν πάνω σε συγκεκριμένα θέματα π.χ. νερό, ενέργεια, υποδομές, κλιματική αλλαγή, αγρο-οικολογία, αλληλέγγυα οικονομία, εκπαίδευση και εκστρατείες ευαισθητοποίησης. Έμπειροι ακτιβιστές και συγγραφείς όπως οι Stefano Puddu, Oriol Lleira and Giorgio Mosangini (Mosangini 2012) βοήθησαν στο να φέρουν τον δημόσιο διάλογο σε άλλους χώρους όπως πολιτικά κόμματα, π.χ. Ciutadans pel Canvi (PSC), Fundaciô Nous Horitzons (ICV) και διεθνείς ΜΚΟ. Πάνω από δέκα ομάδες είναι τώρα ενεργές σε όλη την Ισπανία (decrecimiento.info) ειδικά στη Μαδρίτη και τη χώρα των Βάσκων και καταβάλλονται προσπάθειες για την δημιουργία ενός εθνικού δικτύου. Ο Carlos Taibo, που ζει στην Μαδρίτη, είναι ο πιο γνωστός ακαδημαϊκός και ακτιβιστής συγγραφέας στο θέμα της αποανάπτυξης. Το σλόγκαν της αποανάπτυξης υποστηρίζεται επίσημα και από το μεγάλο ισπανικό δίκτυο περιβαλλοντικών οργανώσεων Ecologistas en Acciôn καθώς και από το αναρχικό συνδικάτο CGT. Το κίνημα έχει επίσης διεισδύσει στην ακαδημαϊκή κοινότητα της Καταλονίας ιδιαίτερα σε μια ομάδα ερευνητών του Ινστιτούτου Περιβαλλοντικών Επιστημών και Τεχνολογίας του Αυτόνομου Πανεπιστήμιου της Βαρκελώνης υπό την καθοδήγηση των καθηγητών Joan Martinez-Alier και Γιώργου Καλλή (δες την επιστολή τους προς υποστήριξη της αποανάπτυξης στους Financial Times, 22/10/2011). Ακόμα εμπλέκονται και άλλοι πανεπιστημιακοί καθηγητές, συμπεριλαμβανομέ-νου του Joaquim Sempere.
Άλλες χώρες
Μετά τα συνέδρια για την αποανάπτυξη που έλαβαν χώρα σε Παρίσι, Βαρκελώνη, Μόντρεαλ και Βενετία από το 2008 έως το 2012, το κίνημα άρχισε να εξαπλώνεται σε ομάδες και σε δράσεις σε Βέλγιο, Ελβετία, Φινλανδία, Πολωνία, Ελλάδα, Γερμανία, Πορτογαλία, Νορβηγία, Δανία, Μεξικό, Βραζιλία, Πουέρτο Ρίκο και Καναδά. Το Παναμερικανικό Συνέδριο στο Μόντρεαλ (2012) φανέρωσε την ύπαρξη συγκροτημένων ομάδων στον Καναδά καθώς και κάποιο ενδιαφέρον από τις ΗΠΑ (το Ινστιτούτο Gund για τα οικολογικά οικονομικά στο Πανεπιστήμιο του Βερμόντ ή το «Κίνημα για τη Νέα Οικονομία» - New Economy Movement). Πάνω από 50 ομάδες από πολλές χώρες διοργάνωσαν πικνίκ για την αποανάπτυξη το 2010 και το 2011[10]. Τον Μάιο του 2012 οργανώθηκε από την οργάνωση ATTAC στο Βερολίνο ένα συνέδριο σχετικά με το θέμα της μετά-ανάπτυξης «Post-Wachstum» με την συμμετοχή 2,000 ατόμων που συμπεριέλαβε ενδιαφέρουσες συζητήσεις πάνω στην αποανάπτυξη. Το επόμενο, τέταρτο, διεθνές συνέδριο για την αποανάπτυξη θα λάβει χώρα στη Λειψία μέσα στο 2014.
4. Θεωρητικές πηγές της αποανάπτυξης
Η αποανάπτυξη είναι πλούσια σε έννοιες και δεν ασπάζεται μόνο ένα φιλοσοφικό ρεύμα. Αυτοί που προσπαθούν να εφαρμόσουν τις ιδέες της αποανάπτυξης δεν ενστερνίζονται ένα μόνο βιβλίο ή συγγραφέα υπεράνω όλων των άλλων. Οι βασικές θεματικές της αρχές προέρχονται από διάφορα ρεύματα οικολογικής και κοινωνικής σκέψης. Η ταυτοποίηση των ρευμάτων της αποανάπτυξης αναπτύχθηκε αρχικά από τον Fabrice Flipo (2007) και, ακολουθώντας το παράδειγμά του, αναφερόμαστε σε αυτά τα ρεύματα ως «θεωρητικές πηγές» της αποανάπτυξης. Η αποανάπτυξη τοποθετείται στη συμβολή αρκετών τέτοιων θεωρητικών πηγών ή ρευμάτων σκέψης τα οποία διασταυρώνονται χωρίς να βρίσκονται σε ανταγωνισμό (Bayon et al 2010). Οι θεωρητικές πηγές φέρνουν σε επαφή διαφορετικές μεθοδολογίες και συστήματα αξιών και μας βοηθούν να ερμηνεύσουμε την αποανάπτυξη. Στην συνέχεια του κειμένου αναγνωρίζουμε έξι θεωρητικές πηγές (προσθέτοντας την «δικαιοσύνη» στις πέντε που προτείνει ο Flipo), τις οποίες θα εξηγήσουμε με την σειρά βασιζόμενοι στην εμπειρία μας ως παρατηρούντες συμμετέχοντες και στην μελέτη βιβλιογραφικών αναφορών. Η απόδοση συγγραφέων σε κάθε μια συγκεκριμένη πηγή είναι κατά κάποιον τρόπο τεχνητή καθώς κανένας συγγραφέας δεν σχετίζεται με μια μόνο πηγή.
Οικολογία
Καταρχήν αυτή η πηγή αναφέρεται στο ότι αντιλαμβανόμαστε πως τα οικοσυστήματα έχουν εγγενή αξία και δεν αποτελούν μόνο αξιοποιήσιμους πόρους. Η αποανάπτυξη υποστηρίζει μια διαφορετική σχέση με την φύση, όπου οι άνθρωποι και τα βιομηχανικά συστήματα δεν είναι το κέντρο και ο κυρίαρχος παράγοντας αλλά αντίθετα διατηρούν μια σχέση συμβίωσης με την φύση όπως τόσοι άλλοι πολιτισμοί έχουν αναπτύξει στο παρελθόν.
Δεύτερον, αυτή η πηγή τονίζει τον ανταγωνισμό ανάμεσα στα οικοσυστήματα και τα συστήματα βιομηχανικής παραγωγής και κατανάλωσης. Υπάρχουν πολυάριθμες εκθέσεις σχετικά με την ταχύτατα επιδεινούμενη κατάσταση του κλίματος της γης και των οικοσυστημάτων παγκοσμίως, ως αποτέλεσμα της αύξησης των εκπομπών ρύπων, των αποβλήτων και της επέκτασης των βιομηχανικών συστημάτων γενικότερα. Όπως δείχνει η Αξιολόγηση του Οικοσυστήματος της Χιλιετίας (Millenium Ecosystem Assessment 2005), τα παγκόσμια οικοσυστήματα έχουν υποβαθμιστεί, η ερημοποίηση των εδαφών έχει επιδεινωθεί και ο ρυθμός εξαφάνισης ζώων και φυτών έχει αυξηθεί κατά τουλάχιστον 1000 φορές σε σχέση με αυτό που θα αναμενόταν υπό «φυσιολογικές» συνθήκες. Η απόλυτη αποσύνδεση μεταξύ της βιομηχανικής εξάπλωσης και της οικολογικής καταστροφής (μια γενική βελτίωση των οικολογικών συστημάτων, με την παράλληλη αύξηση της παραγωγής και κατανάλωσης) μέσω της τεχνολογίας και της λεγόμενης αποϋλοποίησης της παραγωγής δεν έχει ακόμα παρατηρηθεί και είναι πολύ απίθανο να συμβεί. Η αποανάπτυξη είναι επομένως μια πιθανή λύση για να προστατέψουμε τα οικοσυστήματα μειώνοντας την ανθρωπογενή πίεση πάνω τους, και μια πρόκληση πάνω στην ίδια την ιδέα της αποσύνδεσης των οικολογικών επιπτώσεων από την οικονομική ανάπτυξη. Ένας από τους τρόπους για να αντιληφθούμε την αποσύνδεση είναι με το να αποδεχτούμε το δικαίωμα της φύσης να υπάρχει δικαιωματικά όπως στην περίπτωση του Συντάγματος του Εκουαδόρ. Μια άλλη προσέγγιση είναι η ονομαζόμενη res communis (Bayon et al 2010) η οποία προτείνει ότι τα περιβαλλοντικά αγαθά φροντίζονται και μοιράζονται από κοινού έτσι ώστε να αποφεύγεται η οικειοποίη- ση από ένα μόνο άτομο (σε αντίθεση με την res nullius προσέγγιση σύμφωνα με την οποία οι πόροι δεν ανήκουν σε κανέναν και μπορούν ελεύθερα να καταστραφούν ή να κλαπούν). Η προσέγγιση res communis συνεπάγεται μια ενσωμάτωση των ανθρώπων μέσα στη φύση ενώ τα «δικαιώματα της φύσης» μπορούν να αποτελέσουν μια στρατηγική οπισθοφυλακής για να προστατευτεί ότι έχει απομείνει δημιουργώντας περιοχές για την αναγέννηση των οικοσυστημάτων.
Κριτικές στην ανάπτυξη και αντι-ωφελιμισμός
Αυτή η πηγή της αποανάπτυξης πηγάζει από την ανθρωπολογία. Οι συγγραφείς που εντάσσονται σε αυτό το ρεύμα αντιλαμβάνονται την αποανάπτυξη σαν μια λέξη «βόμβα» που καταρρίπτει το ηγεμονικό φαντασιακό τόσο της ανάπτυξης όσο και του ωφελιμισμού. Ο Latouche είναι ένας σημαντικός συγγραφέας που εντάσσεται σ' αυτό το ρεύμα σκέψης. Ανάμεσα στους επικριτές της ανάπτυξης από την δεκαετία του 1970 και του 1980 περιλαμβάνονται οι Arturo Escobar, Gilbert Rist, Helena Norberg-Hodge, Majid Rahnema, Wolfgang Sachs, Ashish Nandy, Shiv Visvanathan και Gustavo Esteva (Sachs 1992). Πολλά κοινά στοιχεία συναντά κανείς και στα γραπτά των Jacques Ellul και Lewis Mumford (στις κριτικές τους για την τεχνολογία), François Partant, Bernard Charbonneau και Ivan Illich. Η ουσία αυτής της πηγής είναι η κριτική στην ομογενοποίηση των πολιτισμών μέσω της ευρεί- ας υιοθέτησης συγκεκριμένων τεχνολογιών και μοντέλων παραγωγής και κατανάλωσης από τον παγκόσμιο Βορρά. Όπως το θέτει ο Latouche (2009), το δυτικό μοντέλο ανάπτυξης είναι ένα διανοητικό κατασκεύασμα που υιοθετεί ο υπόλοιπος κόσμος. Κριτικοί της ομοιόμορφης ανάπτυξης μπορούν να εντοπιστούν σε πολλά κινήματα ενάντια στην αποικιοκρατία συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αντιτίθενται στις πολιτικές οικονομικής προσαρμογής των διεθνών χρηματοπιστωτικών οργανισμών όπως η Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ. Ιδιαίτερα σημαντική σε αυτό το σημείο είναι η κριτική αναθεώρηση της έννοιας της ανάπτυξης όπως χρησιμοποιείται από τον ΟΗΕ και τους επικρατούντες οικονομικούς οργανισμούς από τα τέλη της δεκαετίας του 1940. Η αποανάπτυξη θεωρεί τη «βιώσιμη ανάπτυξη» ένα οξύμωρο σχήμα και απαιτεί την αποσύνδεση μας από το κοινωνικό φαντασιακό το οποίο αυτή αντιπροσωπεύει.
Η άλλη όψη αυτού του ρεύματος στο κίνημα της αποανάπτυξης είναι η κριτική στον «οικονομικό άνθρωπο» (homo economicus), και στο να θεωρείται η μεγιστοποίηση της ωφελιμότητας ως η υπέρτατη κινητήρια δύναμη της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Αυτή η κριτική εμπνεύστηκε από τον Marcel Mauss τη δεκαετία του 1920 και αναπτύχθηκε περαιτέρω τα τελευταία 30 χρόνια από τους Serge Latouche, Alain Caillé και άλλα μέλη του MAUSS (Mouvement Anti-Utilitariste dans les Sciences Sociales) (Mauss 1924, Caillé 1989). Το κίνημα εναντιώνεται στην κυρίαρχη επιρροή των αγορών πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις και την κοινωνία, γνωστή ως «εμπορευματοποίηση των ανθρώπινων σχέσεων». Άλλοι συγγραφείς που συχνά αναφέρονται είναι ο κοινωνικός και οικονομικός ιστορικός Karl Polanyi (1944) και ο ανθρωπολόγος Marshall Sahlins (1972).
Η αντίληψη των ανθρώπων ως οικονομικών παραγόντων που καθοδηγούνται από ιδιοτέλεια και μεγιστοποίηση της ωφελιμότητας είναι μια απεικόνιση του κόσμου, ή ένα ιστορικό-κοινωνικό κατασκεύασμα, το οποίο έχει «εμφυτευτεί» με σχολαστικότητα στο μυαλό πολλών γενεών σπουδαστών των οικονομικών. Με αυτήν την έννοια η αποανάπτυξη είναι ένα κάλεσμα για ευρύτερες θεωρήσεις που δίνουν μεγαλύτερη σημασία στις οικονομικές σχέσεις βασισμένες στα δώρα και την αμοιβαιότητα και όπου οι κοινωνικές σχέσεις και η συμβιωτικότητα διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο. Οι θεμελιώδεις ιδέες που βρίσκονται πίσω από αυτήν την πηγή της αποανάπτυξης είναι η αλλαγή στην δομή των αξιών και η αλλαγή στους θεσμούς που διαμορφώνουν τις αξίες. Συνεπώς η αποανάπτυξη είναι ένας τρόπος για την προώθηση ενός νέου φαντασιακού το οποίο συνεπάγεται μια αλλαγή κουλτούρας και επανεύρεση της ανθρώπινης ταυτότητας αποδεσμευμένης από τις οικονομικές αναπαραστάσεις.
Νόημα της ζωής και ευημερία
Αυτή η πηγή της αποανάπτυξης προέρχεται από την ψυχολογία και σχετίζεται με την πνευματικότητα. Ουσία της είναι η αναδυόμενη ανάγκη για περισσότερο νόημα στην ζωή (και της ζωής) στις σύγχρονες κοινωνίες. Είναι μια κριτική των τρόπων ζωής που βασίζονται στις αρχές του να δουλεύεις περισσότερο, να κερδίζεις περισσότερο, να πουλάς περισσότερο και να αγοράζεις περισσότερο. Αυτή η πηγή τονίζει την ανάγκη μιας εσωτερικής επανάστασης για να συνοδεύσει τις αλλαγές που είναι απαραίτητες στον εξωτερικό κόσμο, αναζητώντας την αρμονία με την φύση και τους ανθρώπους αντί για την συσσώρευση υλικών αγαθών και την επιδίωξη ανέλιξης στην κοινωνική ιεραρχία.
Η πηγή σχετικά με το «νόημα της ζωής» προέρχεται από την προσπάθεια συγκερασμού αντιφατικών κοινωνικών ρόλων (π.χ. ανάμεσα στην ανάγκη για συμβιωτικότητα και επαφή με την φύση και μια καλά αμειβόμενη εργασία). Αυτή η πηγή της αποανάπτυξης επίσης χρησιμοποιεί βιβλιογραφικά ευρήματα σχετικά με την οικονομία και την ευτυχία. Δύο σημαντικές αναφορές αποτελούν ο διαχωρισμός ανάμεσα στην αύξηση του εισοδήματος και την ευτυχία, ένα φαινόμενο γνωστό ως το παράδοξο του Easterlin (Easterlin 1974), καθώς και η σύνδεση ανάμεσα στην σημασία που κάποιος αποδίδει στις υλικές απολαβές και στην συναισθηματική διαταραχή (Kasser 2002).
Το κίνημα για την εθελούσια απλότητα, το οποίο βλέπει την απλή ζωή ως απελευθερωτική και πιο ουσιαστική αντί για δεσμευτική και περιοριστική, είναι μια σημαντική πηγή ή επιχειρηματολογία για την αποανάπτυξη (Mon- geau 1985). Εδώ μπορούμε επίσης να αναφέρουμε την απολογία της επάρκειας (enoughness) του Schumacher (Schumacher 1973), καθώς και την οικονομία της μονιμότητας[11] του επηρεασμένου από τον Γκάντι οικονομολόγου Kumarappa. Άλλοι συγγραφείς που σχετίζονται με αυτό το φιλοσοφικό ρεύμα της αποανάπτυξης είναι οι Henry David Thoreau και Pierre Rabhi.
Βιο-οικονομικά
Τα οικολογικά οικονομικά και η βιομηχανική οικολογία είναι επίσης θεωρητικές πηγές της αποανάπτυξης. Οι περισσότεροι οικολόγοι-οικονομολόγοι είναι συνεχιστές του Georgescu-Roegen ο οποίος εισήγαγε τον όρο «βιο- οικονομικά» και έγραψε υπέρ της αποανάπτυξης[12]. Αυτή η σχολή σκέψης τονίζει τη σημασία της διαθεσιμότητας πόρων και της απορρόφησης ρύπων. Μια κλασσική αναφορά εδώ είναι «Τα Όρια της Ανάπτυξης» (Meadows et al. 1972, 2004). Εδώ βρίσκουμε δύο βασικές απόψεις οι οποίες εμπνέουν και αποτελούν την βάση της αποανάπτυξης. Η μία είναι του Georgescu-Roegen σχετικά με την εντροπία και τη μη αναστρέψιμη μείωση της διαθεσιμότητας των ορυκτών καυσίμων και άλλων πρώτων υλών (Bonaiuti 2011). Η άλλη είναι του Odum (2001), ο οποίος υπερασπίζεται την θεωρία της κορύφωσης και πτώσης στις οποίες πάντα φτάνει η χρήση των φυσικών πόρων.
Σύμφωνα με τον Georgescu-Roegen, η ανθρώπινη δραστηριότητα μετατρέπει ενέργεια και ύλες χαμηλής εντροπίας ή καλής ποιότητας σε απόβλητα και ρύπους που είναι άχρηστα και έχουν υψηλή εντροπία. Λαμβάνοντας υπόψη ότι τα αποθέματα ορυκτών καυσίμων και φυσικών πόρων που είναι διαθέσιμα στον φλοιό της γης είναι περιορισμένα και ότι η διαθεσιμότητα τους μειώνεται, η ανακύκλωση τους σε υψηλής ποιότητας ύλη δεν είναι εφικτή. Η ενέργεια διασπείρεται και τα υλικά μπορούν να ανακυκλωθούν μόνο σε περιορισμένο βαθμό επειδή μια ολοκληρωτική ανακύκλωση είναι υπερβολικά ενεργοβόρα. Ακόμα και η εισροή ηλιακής ενέργειας χαμηλής εντροπίας είναι περιορισμένη με την έννοια ότι πέφτει στη γη διασκορπισμένα. Η αποανάπτυξη μπορεί επομένως να επιβραδύνει την διαδικασία υποβάθμι- σης της ύλης. Μια οικονομία σταθερής κατάστασης (όπως προτείνει ο Herman Daly) δεν αρκεί.
Τα βιο-οικονομικά επιχειρήματα υπέρ της αποανάπτυξης συμπεριλαμβανομένων της μειωμένης ενεργειακής επιστροφής επί της ενεργειακής επένδυσης (EROI = energy return on investment), και της επικείμενης κορύφωσης παραγωγής πετρελαίου (peak oil)[13], είναι πιο συγκεκριμένα και γίνονται ευκολότερα κατανοητά από ορισμένους ανθρώπους από ότι τα αντίστοιχα ανθρωπολογικά και πολιτισμικά επιχειρήματα και γι' αυτόν τον λόγο αναφέρονται συχνότερα στον ακαδημαϊκό και πολιτικό δημόσιο διάλογο. Οι οικολόγοι-οικονομολόγοι επικαλούνται εδώ και καιρό τα οικονομικά γραπτά του Frederick Soddy (Soddy 1926, Daly 1980, Martinez-Alier 1987). Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και η ιδέα της «χρεοκρατίας» αναβίωσαν το ενδιαφέρον για τον συγκεκριμένο συγγραφέα ο οποίος τόνιζε πως το χρηματοπιστωτικό σύστημα συγχέει την επέκταση της πίστωσης με την δημιουργία αληθινού πλούτου, ενώ η πραγματική οικονομία της ενέργειας και των πρώτων υλών δεν μπορεί να αναπτυχθεί με το επιτόκιο που είναι αναγκαίο για την αποπληρωμή των χρεών. Όπως εξηγούν ο Georgescu- Roegen και ο Odum, οι διαθέσιμοι φυσικοί πόροι στην πραγματικότητα μειώνονται. Η αύξηση των ιδιωτικών και δημόσιων χρεών είναι επομένως η τέλεια συνταγή για οικονομικές κρίσεις (βλέπε κεφάλαιο 1).
Οι πρώιμοι οικολόγοι-οικονομολόγοι εμπνέονταν επίσης από την ιδέα του οικολογικού εκσυγχρονισμού. Ισχυρίζονταν ότι ο οικονομικός εκσυγχρονισμός (οι δραστικές μειώσεις στην χρήση υλών προερχόμενες από νέες τεχνολογίες και βελτιώσεις στην αποδοτικότητα) θα μπορούσε να προσφέρει λύσεις. Ενώ οι τεχνολογικές καινοτομίες αποτελούν μια πηγή αντιπαραθέσεις μεταξύ των υποστηρικτών της αποανάπτυξης, όλοι αμφισβητούν την ικανότητα των τεχνολογικών καινοτομιών να υπερκεράσουν τα βιοφυσικά όρια και να διατηρήσουν την οικονομική ανάπτυξη επ’ αόριστον. Σύμφωνα με το παράδοξο του Jevons η οικο-αποδοτικότητα μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένη κατανάλωση ή παραγωγή επειδή οι νέες τεχνολογίες απελευθερώνουν όρια στην παραγωγή και την κατανάλωση (Polimeni et al 2008, Schneider 2008). Για παράδειγμα, οικονομίες στην ενέργεια και τις πρώτες ύλες μπορούν να επανεπενδυθούν σε αγορές νέων υλών και ενέργειας εξουδετερώνοντας με αυτόν τον τρόπο τα κέρδη από τη μείωση της χρήσης υλών και ενέργειας που συνδέονται με τα μέτρα αποδοτικότητας. Η αποανάπτυξη έχει τα βιο-οικονομικά ως πηγή καθώς υποστηρίζει πολλές «μη τεχνικές» προτάσεις για την μείωση των πρώτων υλών και των ενεργειακών ροών πέρα από την προσέγγιση του εκσυγχρονισμού η οποία έχει την τάση να απορρίπτει τα όρια της τεχνολογίας.
Δημοκρατία
Η επόμενη πηγή του κινήματος της αποανάπτυξης ξεπηδάει από τις εκκλήσεις για «βαθύτερη» δημοκρατία (Deriu 2008, Cattaneo et al 2012, Asara et al 2013). Ενδιαφέρουσες προτάσεις προερχόμενες από το πεδίο των ριζοσπαστικών πράσινων πολιτικών περιλαμβάνουν μια αποκεντρωμένη συμμετοχική δημοκρατία, ισότιμες οικονομικές σχέσεις βασισμένες στην αυτάρκεια, τεχνολογίες φιλικές προς τον χρήστη καθώς και έναν πληθυσμό αποφασισμένο να εφαρμόσει ειρηνικές μεθόδους για να υπερασπιστεί τον ίδιο αλλά και το περιβάλλον (Carter 2004). Πιο συγκεκριμένα, η αποανάπτυξη είναι μια αντίδραση στην έλλειψη δημοκρατικών διαβουλεύσεων πάνω στην οικονομική ανάπτυξη και την τεχνολογική καινοτομία. Μέσα σε αυτήν την πηγή βρίσκουμε αντικρουόμενες τοποθετήσεις ανάμεσα σε αυτούς που υποστηρίζουν τους υπάρχοντες δημοκρατικούς θεσμούς αναλογιζόμενοι τα ρίσκα του να χάσουμε τα κεκτημένα (μια πιο ρεφορμιστική άποψη), και αυτούς που απαιτούν καινούργιους θεσμούς που θα βασίζονται στην άμεση και συμμετοχική δημοκρατία (ένα πιο εναλλακτικό, μετά-καπιταλιστικό όραμα). Κάποιοι από τους συγγραφείς-κλειδιά αυτής της πηγής της αποανάπτυξης είναι οι Ivan Illich, Jacques Ellul Κορνήλιος Καστοριάδης και Serge Latouche. Όπως ισχυρίστηκε ο Illich (1973), μετά από ένα συγκεκριμένο όριο, η τεχνολογία δεν μπορεί πια να ελεγχθεί από τους ανθρώπους. Γ ια τον Illich μόνο όταν περιορίσουμε το τεχνολογικό σύστημα κάτω από ένα δεδομένο πολυδιάστατο όριο μπορούμε να κάνουμε την πραγματική δημοκρατία εφικτή. Σύμφωνα με την έννοια του ριζοσπαστικού μονοπωλίου που εισή- γαγε ο Illich, αν και οι νέες τεχνικές μπορεί να φαίνεται ότι διευρύνουν το φάσμα των επιλογών και των ελευθεριών μας, καταλήγουν στο να τις μειώνουν, περιορίζοντας στην πραγματικότητα τη δυνατότητα μας να επιλέξου- με άλλες νέες, πιο απλές τεχνικές. Ο Ellul (1977) από την άλλη μεριά, που μελέτησε την τεχνολογία σε βάθος, την περιγράφει ως ένα σύστημα που επεκτείνεται και ακολουθεί ανεξάρτητη πορεία χωρίς να αμφισβητείται ή να δέχεται δημοκρατική κριτική και περιορισμό. Προκειμένου να αμφισβητήσουμε τις τεχνολογίες, τις οποίες ο Ellul αντιλαμβάνεται ως αυτόνομες και αυτο-αναπαραγόμενες, χρειαζόμαστε δημοκρατική κριτική η οποία θα είναι ανεξάρτητη του τεχνικού συστήματος. Τέλος, ένας άλλος συγγραφέας-κλειδί για την αποανάπτυξη είναι ο Καστοριάδης, ο οποίος στο έργο του υπερασπίστηκε την ιδέα μιας αυτόνομης, «αυτο-θεσμισμένης κοινωνίας» ως μιας οντότητας που αυτοκυβερνείται με τους δικούς της νόμους.
Δικαιοσύνη
Η δικαιοσύνη ως πηγή της αποανάπτυξης έχει πολλές πτυχές που σχετίζονται με το παγκόσμιο κίνημα δικαιοσύνης. Για τον Paul Aries, το πρώτο μέ- λημα της αποανάπτυξης είναι οι ανισότητες. Ο Dobson (2003) αμφισβητεί τον όρο «δίκαιες αειφορίες» (just sustainabilities) (Agyeman et al. 2003), ο οποίος στηρίζεται πάνω στην σύμπραξη της περιβαλλοντική αειφορίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Η αποανάπτυξη δεν λαμβάνει ως δεδομένη τη σχέση αυτή και αμφισβητεί το γεγονός ότι η μία αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση της άλλης. Αντιθέτως σκόπιμα διερευνά τρόπους για να καταστούν οι δυο συμβατές.
Μια κοινή παραδοχή μεταξύ οικονομολόγων όπως ο Sala-i-Martin (Snowdon 2006), ο οποίος στηρίζεται στην υπόθεση του «φαινομένου της διάχυσης προς τα κάτω» (trickle-down effect), δηλαδή ότι αν οι πλούσιοι γίνουν πλουσιότεροι, ένα μέρος από αυτόν τον πλούτο θα φτάσει και στους υπόλοιπους, είναι ότι μόνο η οικονομική ανάπτυξη μπορεί να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης των φτωχών ανθρώπων στον πλανήτη. Με δεδομένη τη φιλελεύθερη υπόθεση ότι η εθελοντική μείωση του εισοδήματος και η αναδιανομή είναι αδύνατη, η μόνη στρατηγική για την καταπολέμηση της φτώχειας είναι η οικονομική ανάπτυξη η οποία θα έχει ως αποτέλεσμα λίγες σταγόνες πλούτου οι οποίες θα φτάσουν τελικά και στους φτωχούς.
Απέναντι σε αυτή την θέση, η αποανάπτυξη επιλέγει τη μείωση του ανταγωνισμού, την αναδιανομή σε μεγάλη κλίμακα, την ανταλλαγή και την μείωση των υπερβολικών εισοδημάτων. Αν η φτώχεια γίνεται αντιληπτή από την άποψη της σχετικής κατανάλωσης δεν μπορεί ποτέ να «εξαλειφθεί» από την οικονομική ανάπτυξη καθώς αυτή αλλάζει μόνο το μέγεθος αλλά όχι τις αναλογίες του πλούτου που κατέχουν ιδιώτες. Οι ανάγκες, ωστόσο, μπορούν να ικανοποιηθούν από πολλαπλές πηγές (Max-Neef 2001). Η εκλαϊκευμένη βιβλιογραφία για την αποανάπτυξη, για παράδειγμα, περιλαμβάνει ένα μεγάλο αριθμό από ιστορίες ανθρώπων που επιλέγουν τη λιτότητα εκπληρώνοντας όλες τις ανάγκες τους χωρίς να λαμβάνουν υψηλά εισοδήματα (downshifters) (Conill et al. 2012, Carlsson 2008).
Όπως περιγράφει ο Ikeme (2003) εδώ μπορούμε να εντοπίσουμε δύο φιλοσοφικές προσεγγίσεις: την συνεπειοκρατική (consequentialist), η οποία τοποθετεί τα τελικά αποτελέσματα πάνω από τα μέσα, και τη δεοντολογική (deontobgical) που τοποθετεί τα μέσα πάνω από τα αποτελέσματα. Γ ια παράδειγμα, εστιάζοντας μόνο στους δείκτες ευημερίας ή ανισότητας, είναι συνέπεια της εφαρμογής μόνο της πρώτης τάσης, ενώ δίνοντας προτεραιότητα στην εφαρμογή μόνο ενός συγκεκριμένου κοινωνικού κανόνα, όπως η μη-βία, είναι αποτέλεσμα της χρησιμοποίησης μόνο της δεύτερης τάσης. Στην συνέχεια παραθέτουμε μερικά οράματα στα πλαίσια αυτής της πηγής της αποανάπτυξης, ενώ εξερευνούμε την δυαδικότητα μεταξύ συνεπειοκρα- τικών - δεοντολογικών τάσεων.
Το πρώτο όραμα σχετίζεται με την κοινωνική σύγκριση και τον φθόνο. Σύμφωνα με τον Herve Kempf, δημοσιογράφο της εφημερίδας Le Monde και επηρεασμένο από τον Veblen (1899), η κοινωνική σύγκριση με βάση την προβολή του τρόπου ζωής των πλούσιων ανθρώπων, είναι υπεύθυνη για την κοινωνική και περιβαλλοντική κρίση (Kempf 2007). Από μια συνεπειοκρατική σκοπιά η αποανάπτυξη μπορεί να κάνει την κοινωνική σύγκριση λιγότερο προβληματική, μειώνοντας τους λόγους για φθόνο και τον ανταγωνισμό «τύπου Δαρβίνου». Μερικές από τις προτάσεις που συζητήθηκαν κατά το δεύτερο διεθνές συνέδριο για την αποανάπτυξη περιλαμβάνουν τη θέσπιση μέγιστου εισοδήματος ή μέγιστου ατομικού πλούτου για να αποδυναμωθεί ο φθόνος ως κινητήρια δύναμη του καταναλωτισμού, καθώς και το άνοιγμα των συνόρων για την αποφυγή του πειρασμού μιας σύγκρουσης ανάμεσα στις πλούσιες και τις φτωχές χώρες. Από δεοντολογική άποψη η αποανάπτυξη συνεπάγεται μια αλλαγή κουλτούρας που θα μας κάνει μη ευάλωτους στους πειρασμούς ενός τρόπου ζωής βασισμένου στην υψηλή κατανάλωση, όπως προτείνεται από την αντι-ωφελιμιστική σχολή. Γ ια να υπάρξει δικαιοσύνη απαιτείται η αποανάπτυξη του βιοτικού επιπέδου των πλούσιων τάξεων τόσο στον Βορρά όσο και στον Νότο. Αυτό το σημείο συχνά παρεξηγείται από εκείνους που θεωρούν τον πληθυσμό ως το κεντρικό ζήτημα και που φαίνεται να αγνοούν τη διαφορά μεταξύ του τρόπου ζωής ενός ψαρά στην Ινδία και ενός τραπεζίτη στη Νέα Υόρκη ή τη Βομβάη.
Το δεύτερο όραμα συνεπάγεται τη διόρθωση της παρελθούσας αδικίας. Ένα καλό παράδειγμα είναι η έννοια του οικολογικού χρέους ή η απαίτηση ότι ο Παγκόσμιος Βορράς πρέπει να πληρώσει για την παρελθούσα αλλά και νυν αποικιακή εκμετάλλευση του Νότου (βλέπε την πρόταση Yasuni ITT για να μείνουν οι φυσικοί πόροι στο έδαφος στον Ισημερινό). Ένα άλλο είναι το κίνημα για την περιβαλλοντική δικαιοσύνη, ωθούμενη από την αύξηση του κοινωνικού μεταβολισμού και την ιστορική ανισότητα στην κατά κεφαλή εκπομπή διοξειδίου του άνθρακα. Οι αγώνες για την περιβαλλοντική δικαιοσύνη στον Βορρά (αυθόρμητα κινήματα, οργανώσεις και δίκτυα όπως η Κλιματική Δικαιοσύνη Τώρα!) αποτελούν μέρος της αποανάπτυξης, ενώ αυτοί του Νότου αποτελούν σημαντικούς συμμάχους (Martinez-Alier 2010, βλ. κεφάλαιο 7), συμπεριλαμβανομένων και των κινημάτων μετα- εξαγωγισμού (post-extractivism) και ευ ζην (buen vivir) στη Λατινική Αμερι-
κή (Acosta και Martinez 2009, Gudynas 2011).
Τρίτον, η προσέγγιση της ισότητας στη δικαιοσύνη μέσα στο πλαίσιο της αποανάπτυξης προϋποθέτει την αναδιανομή πόρων και πλούτου τόσο εντός όσο και μεταξύ των οικονομιών Βορρά και Νότου. Η δικαιοσύνη εδώ γίνεται κατανοητή ως μια δίκαιη κατανομή των οικονομικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών αγαθών και αποβλήτων σε όλους τους χρονικούς ορίζοντες (δηλαδή εντός των γενεών και μεταξύ των γενεών). Έρχεται σε αντίθεση με την «ηθική της σωσίβιας λέμβου» του Garrett Hardin, μέσω της οποίας περιβαλλοντικές και πληθυσμιακές ανησυχίες οδηγούν εύκολα στον ρατσισμό. Μεγαλύτερη συναίνεση μοιάζει να υπάρχει γύρω από την υποστήριξη της αποανάπτυξης της εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων που θα εξασφαλίσει μια βασική πρόσβαση στις υπηρεσίες του οικοσυστήματος από τον παγκόσμιο Νότο και τα φτωχότερα στρώματα. Θα πρέπει όμως να αναφέρουμε ότι η ισότητα συχνά παρερμηνεύεται ως οικουμενισμός ή ως έκκληση για τυποποίηση των δυτικών τρόπων ζωής.
Τέλος, κάποιοι βλέπουν τη δικαιοσύνη ως την πρόληψη της ανθρώπινης δυστυχίας με την καθιέρωση ελάχιστων κριτηρίων και βασικού εισοδήματος για όλους (με τη μορφή φυσικών πόρων, δημόσιων υπηρεσιών ή/και χρημάτων). Άλλοι αμφισβητούν την ιδέα ενός βασικού εισοδήματος και υπογραμμίζουν τη σημασία της αξιοκρατίας και της συνεισφοράς στην κοινωνία (Bayon et al. 2010). Άλλα βασικά θέματα προς συζήτηση μέσα στο πλαίσιο της δικαιοσύνης για την αποανάπτυξη, τα οποία θα απαιτούσαν εκτεταμένη επεξήγηση, είναι ο φεμινισμός[14], ο ταξικός διαχωρισμός[15] και η μη-βία[16].
5. Στρατηγικές και φορείς αποανάπτυξης
Όπως αναφέρθηκε νωρίτερα, ακόμη και αν οι ακτιβιστές δεν εφηύραν τον όρο «αποανάπτυξη», ήταν αυτοί που τον προώθησαν σαν ένα σλόγκαν για την εθελοντική και δημοκρατική κοινωνική αλλαγή. Το σλόγκαν της αποα- νάπτυξης εξελίχθηκε αντλώντας από διάφορες πηγές. Κάθε μία από αυτές όμως, μπορεί να εμπνεύσει μια διαφορετική σειρά από στρατηγικές δράσης σε τοπικό, περιφερειακό ή παγκόσμιο επίπεδο. Το πλαίσιο της αποανάπτυξης παρέχει μια διάγνωση, όπου οι πηγές μπορούν να συσχετιστούν με καθημερινές πρακτικές, αλλά και με τη θεωρητική εργασία των διανοουμένων, εντός και εκτός πανεπιστημίων. Οι στρατηγικές δράσης ποικίλουν από την αντίδραση μέχρι το χτίσιμο εναλλακτικών (δημιουργία νέων θεσμών) και τον ρεφορμισμό (δράσεις στο πλαίσιο των υφιστάμενων θεσμών για να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για τον κοινωνικό μετασχηματισμό) - από το τοπικό έως το παγκόσμιο επίπεδο (για μια παρόμοια ανάλυση, δες: Dobson 2007). Μεταξύ των πρώτων υποστηρικτών της αποανάπτυξης βρίσκουμε ακτιβιστές βάσης ταγμένους στην αντίδραση και δρώντες που αναπτύσσουν εναλλακτικές. Ορισμένοι δρώντες καλούν για μια πλήρη αναθεώρηση των υπαρχόντων θεσμών, ενώ άλλοι ζητούν τη μεταρρύθμισή τους ή τη μερική διατήρηση τους τόσο σε τοπικό όσο και σε ευρύτερο επίπεδο (με την πολιτική συμμετοχή και τη συμβολή ακαδημαϊκής έρευνας). Από τη συνύπαρξη των διαφόρων δρώντων υποκειμένων υπό την αιγίδα της αποανάπτυξης δεν έχουν λείψει ούτε οι συγκρούσεις, ούτε η συμπληρωματικότητα. Αναλύουμε μερικές από αυτές παρακάτω.
Συγκρουσιακός ακτιβισμός
Οι δρώντες της αποανάπτυξης εμπλέκονται συχνά με τον συγκρουσιακό ακτιβισμό, όπως η αντίδραση στην επέκταση αυτοκινητοδρόμων, αεροδρομίων, τρένων μεγάλης ταχύτητας και άλλων υποδομών. Η αντίσταση μπορεί να λαμβάνει διάφορες μορφές: διαδηλώσεις, μποϊκοτάζ, πολιτική ανυπακοή, άμεση δράση και τραγούδια διαμαρτυρίας. Ένα καλό παράδειγμα αντίστασης στον χρηματοπιστωτικό τομέα είναι η δράση του Καταλανού ακτιβιστή για την αποανάπτυξη Enric Duran. Το Σεπτέμβριο του 2008, ο Duran ανακοίνωσε δημοσίως ότι είχε «ληστέψει» σχεδόν μισό εκατομμύριο ευρώ λαμ- βάνοντας νόμιμα, σχετικά μικρά δάνεια από διάφορες τράπεζες, χωρίς να έχει καμία πρόθεση να τα επιστρέψει (καθώς τα είχε δαπανήσει για ευγενείς σκοπούς). Αυτή ήταν μια πολιτική δράση για να καταγγείλει όπως αποκά- λεσε το «ληστρικό καπιταλιστικό σύστημα». Ένας από τους σκοπούς της πράξης του ήταν να καταγγείλει τη μη βιωσιμότητα του τραπεζικού συστήματος. Αναφερόμενος στη δημιουργία του χρήματος ως χρέους, ο Duran δήλωσε ότι αν οι τράπεζες μπορούν να δημιουργούν χρήμα από το τίποτα, «εγώ θα τα κάνω να εξαφανιστούν στην ανυπαρξία». Από το 2006 έως το 2008 χρηματοδότησε διάφορα αντι-καπιταλιστικά κινήματα, συμπεριλαμβανομένων περιοδικών που εκτυπώθηκαν σε εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα με θέματα όπως η ενεργειακή κρίση (δηλαδή η κορύφωση παραγωγής πετρελαίου), κριτικές πάνω στην οικονομία που είναι βασισμένη στο χρέος, και η παρουσίαση συγκεκριμένων εναλλακτικών προτάσεων για μια βιώσιμη αλληλέγγυα οικονομία[17].
Χτίσιμο εναλλακτικών
Άλλοι δρώντες προωθούν τοπικές, αποκεντρωμένες και συμμετοχικές εναλλακτικές μικρής κλίμακας όπως η ποδηλασία, η επαναχρησιμοποίηση, η χορτοφαγία, οι συνεταιρισμοί κατοικίας, η αγρο-οικολογία, τα οικολογικά χωριά και οι οικοκοινότητες, η αλληλέγγυα οικονομία, οι συνεταιρισμοί καταναλωτών, οι εναλλακτικές (λεγόμενες ηθικές) τράπεζες ή πιστωτικοί συνεταιρισμοί και οι αποκεντρωμένοι συνεταιρισμοί ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Αυτά είναι παραδείγματα «ουτοπιών του τώρα» (nowtopias) του
Chris Carlsson (2008), ή ανάπτυξης εναλλακτικών λύσεων εκτός των υπαρχόντων θεσμών, εδώ και τώρα. Τα κινήματα των Οικολογικών Χωριών και Πόλεων σε Μετάβαση αποτελούν σημαντικές εμπειρίες προς αυτήν την κατεύθυνση και συχνά διασταυρώνονται με την αποανάπτυξη[18]. Μερικοί δρώ- ντες που εργάζονται για την ανάπτυξη εναλλακτικών υποστηρίζουν ότι η αλλαγή συμπεριφοράς και αξιών σε ατομικό επίπεδο θα πρέπει να είναι ο κύριος στόχος της αποανάπτυξης. Αυτό καθίσταται προφανές στον τρόπο ζωής των ανθρώπων αυτών οι οποίοι ασκούν εθελούσια απλότητα, ζουν καλύτερα με λιγότερα, και επιβραδύνουν το ρυθμό της ζωής τους. Ιδιαίτερη προσοχή δίνεται στο πως η συνειδητή ηθική κατανάλωση μπορεί να προκα- λέσει έναν μετασχηματισμό τόσο σε ατομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Η κύρια ιδέα είναι ότι αν δαπανάται λιγότερος χρόνος για επίσημη εργασία και κατανάλωση, μπορεί να αφιερωθεί περισσότερος χρόνος σε άλλες δραστηριότητες θεμελιώδεις για την ευημερία όπως οι κοινωνικές σχέσεις, η πολιτική συμμετοχή, η σωματική άσκηση, η πνευματικότητα και ο στοχασμός. Μια τέτοια αλλαγή θα είναι ενδεχομένως λιγότερο επιβλαβής για το περιβάλλον.
Τα ιταλικά «Reti di Economia Solidale» (Δίκτυα Αλληλέγγυας Οικονομίας) είναι ένα χρήσιμο παράδειγμα. Γεννήθηκαν το 2002, ως ένα πείραμα για την κυκλοφορία και την εδραίωση υπαρχουσών εμπειριών μέσω της δημιουργίας οικονομικών δικτύων, όπου διαφορετικά έργα ενισχύονται αμοιβαία, δημιουργώντας αγορές, στοχεύοντας παράλληλα στην ευημερία και την βιωσιμότητα. Υπάρχουν ήδη περισσότερα από είκοσι «Distretti di Economia Solidale» (Περιοχές Αλληλέγγυας Οικονομίας) όπου εκατοντάδες μικρές επιχειρήσεις εργάζονται ως συμπλέγματα κάτω από ρητές κοινωνικο- οικολογικές αρχές. Στην Ισπανία ο Enric Duran, ο Didac Costa και οι συνεργάτες τους έχουν αναπτύξει τον «Ολοκληρωμένο Συνεταιρισμό της Καταλο- νίας» (Cooperativa Integral Catalana, CIC). Ο CIC βασίζεται στην οικονομική και πολιτική αυτοδιαχείριση με ισότιμη συμμετοχή των μελών του και προσπαθεί να επινοήσει τρόπους για να ικανοποιήσουν όλες τις βασικές ανθρώπινες ανάγκες, συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας ενός τοπικού νομίσματος (τα «ECOS»).[19]
Ρεφορμισμός:
διατήρηση και δράση μέσα στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο
Σύμφωνα με τα λόγια του Latouche (2007) δεν ζούμε απλά σε μια οικονομία ανάπτυξης, αλλά σε μια κοινωνία ανάπτυξης. Ως εκ τούτου η αποανάπτυξη προϋποθέτει τον κοινωνικό μετασχηματισμό. Ενώ πολλοί δρώντες αντιτίθενται ή αμφισβητούν κάποιους θεσμούς, συχνά προτείνουν ενέργειες και δράσεις εντός του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου. Για παράδειγμα πολλοί ριζοσπαστικοί βιοκαλλιεργητές, ενώ αμφισβητούν τον καπιταλισμό μέσω ορισμένων δράσεων τους, εξακολουθούν να οργανώνουν την ζωή τους γύρω από τα αυτοκίνητα και τους υπολογιστές, πράγμα που μπορεί να θεωρηθεί «ρεφορμιστικό». Σε γενικές γραμμές, θα συμφωνήσουμε ότι πρέπει να υπερασπιστούμε ορισμένους θεσμούς (όπως η κοινωνική ασφάλεια και η δημόσια υγεία, τα δημόσια νηπιαγωγεία και σχολεία και άλλα στοιχεία του κράτους πρόνοιας). Η φεμινιστική βιβλιογραφία, για παράδειγμα, τονίζει πως «πράσινες έννοιες όπως η αυτάρκεια, οι βιώσιμες κοινότητες και το 'να βοηθήσει καθένας από λίγο’ στις δουλειές του σπιτιού και για το δημόσιο όφελος, απειλούν να εντείνουν το ήδη δυσβάσταχτο βάρος των γυναικών όσον αφορά την ευθύνη της φροντίδας» (MacGregor 2004: 77-78). Η μείωση της εξάρτησης από την τεχνολογία στα νοικοκυριά, για παράδειγμα, είναι ένας ακόμα λόγος για μια πιο ισότιμη κατανομή της εργασίας ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες.
Μια άλλη κουβέντα έχει να κάνει με τον τύπο του δημοκρατικού συστήματος. Από την μια μεριά χρειάζεται να υπερασπιστούμε δημοκρατικούς θεσμούς που κινδυνεύουν λόγω της οικονομικής κρίσης, και την ίδια στιγμή να υποστηρίξουμε την ανάπτυξη πιο συμμετοχικών δομών. Ομοίως, ενώ κάποιοι υιοθετούν μια παραδοσιακή αναρχική αντίληψη υπέρ της εγκατάλειψης του κράτους, άλλοι πιστεύουν ότι το κράτος θα πρέπει να διατηρηθεί και να βελτιωθεί.
Σε πολλές περιπτώσεις, ωστόσο, επαναστατικές θέσεις μπορούν να συνυπάρξουν με ρεφορμιστικές (ή ακόμη και να ενισχύσουν η μια την άλλη). Για παράδειγμα, προτάσεις για τη δημιουργία νέων θεσμών στο πλαίσιο της άμεσης δημοκρατίας που θα αντικαταστήσουν τους σημερινούς είναι συμβατές με την υπεράσπιση και τη μεταρρύθμιση μερικών από τους ήδη υπάρχοντες. Η θέσπιση βασικού εισοδήματος για όλους τους πολίτες, η εξάλειψη χρημάτων βασισμένα στο χρέος (χρήματα που δεν αποθηκεύονται 100% από καταθέσεις ή πραγματικά υλικά), καθώς και η προστασία και ενίσχυση των κοινών, μπορούν να θεωρηθούν ως μεταρρυθμίσεις υφισταμένων θεσμών που υπερβαίνουν αυτές που εδραιώνουν το ισχύον σύστημα.
Έρευνα
Όλες οι προηγούμενες προσεγγίσεις απαιτούν τη σωστή κατανόηση των δεσμών μεταξύ των διαφόρων επιπέδων και πηγών και σε αυτό μπορεί να βοηθήσει τόσο η ακαδημαϊκή όσο και η μη ακαδημαϊκή έρευνα. Για τους Martinez-Alier et al. (2011) η αποανάπτυξη είναι ένα παράδειγμα επιστήμης εμπνευσμένης από τον ακτιβισμό. Ομοίως, ο Arturo Escobar γράφει για τη «γνώση των ακτιβιστών», ο Les Levidow για την «ερευνητική συνεργασία» μεταξύ ακαδημαϊκών και οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, ο Andrew Stirling για την «συνεργατική έρευνα», και άλλοι για «έρευνα δράσης» (Martinez-Alier et al 2011). Η ακτιβιστική γνώση αναφέρεται σε διάφορες εμπειρικές έννοιες προερχόμενες από κοινότητες, ομάδες της κοινωνίας των πολιτών, ομάδες γυναικών, συνδικαλιστικών οργανώσεων, λαϊκών οργανώσεων και ούτω καθεξής. Στον κλάδο σπουδών αειφορίας, όπως και σε άλλους κλάδους, η γνώση που αποκτήθηκε από εμπειρίες βάσης και ακτιβισμού έχει οδηγήσει στη δημιουργία νέων εννοιών, όπως το οικολογικό χρέος, το κλιματικό χρέος ή η εταιρική ευθύνη (Martinez Alier 2002, Simms 2005) . Αυτές οι έννοιες πολλές φορές χρησιμοποιούνται, εξευγενίζονται και επαναπροσδιορίζονται από τους ακαδημαϊκούς ενώ, αντιστρόφως, πολλές ακαδημαϊκές έννοιες χρησιμοποιούνται και διαδίδονται από κινήματα πολιτών (Martinez-Alier et al. 2011).
Η αποανάπτυξη, ξεκινώντας από ακτιβιστές, εισήλθε στην διεθνή ακαδημαϊκή ατζέντα γύρω στο 2008. Έκτοτε η σχετική βιβλιογραφία αναπτύσσεται, με άρθρα και ειδικά τεύχη σε διάφορα περιοδικά. Όπως προαναφέρθηκε, τα «Διεθνή Συνέδρια Οικονομικής Αποανάπτυξης για την Οικολογική Βιωσιμότητα και την Κοινωνική Ισότητα» στο Παρίσι (2008), την Βαρκελώνη (2010), το Μόντρεαλ και τη Βενετία (2012), προσέλκυσαν εκατοντάδες ερευνητές από πολλές χώρες[20]. Το συνέδριο της Βαρκελώνης, για παράδειγμα, είχε ως στόχο να προωθήσει τη συνεργατική έρευνα φέρνοντας σε επαφή επιστήμονες, ακτιβιστές και άλλους δρώντες της αποανάπτυξης. Η οργάνωση του συνεδρίου διέφερε από τα παραδοσιακά ακαδημαϊκά πρότυπα, καθώς χρησιμοποιήθηκαν τεχνικές άμεσης δημοκρατίας για να συζητηθούν και να αναπτυχτούν πολιτικές και ερευνητικές προτάσεις σε διάφορους τομείς.
Η συζήτηση και η έρευνα εντός του κινήματος της αποανάπτυξης έχει μόλις αρχίσει. Δεν αρκούν μόνο οι συμφωνίες για το τί υποστηρίζει, αλλά χρειάζονται και ιδέες για το πώς μπορούν να εφαρμοστούν οι προτάσεις της. Περισσότερη έρευνα είναι απαραίτητη σχετικά με το τί είδος αποανάπτυξης, και πόσο από αυτή χρειαζόμαστε. Υπάρχουν αμφιβολίες για το κατά πόσον το τελικό αποτέλεσμα θα εξακολουθεί να αποτελεί μια καπιταλιστική οικονομία και κοινωνία ή όχι (Gorz 1972, Jackson 2011). Ο Tim Jackson συμβουλεύει τους αναγνώστες να μην παλεύουν με τις λέξεις και υποστηρίζει ότι δεν έχουμε την πολυτέλεια (οικολογικά ή κοινωνικά) να αντέξουμε περισσότερη οικονομική ανάπτυξη στις πλούσιες χώρες, είτε αυτή είναι καπιταλιστική ή όχι. Ωστόσο, αυτή η πραγματιστική προσέγγιση δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλής μεταξύ των οπαδών της αποανάπτυξης.
Ενεργώντας σε διαφορετικά επίπεδα: τοπικό, εθνικό, παγκόσμιο
Το κίνημα της αποανάπτυξης απασχολείται επίσης με το ποιά αποτελεί την κατάλληλη κλίμακα δράσης. Υπάρχει επίγνωση ότι πρέπει να αναληφθεί δράση σε όλα τα επίπεδα. Οι περισσότερες δραστηριότητες λαμβάνουν χώρα σε τοπικό επίπεδο, και συχνά συγκροτούνται μέσω τυπικών και άτυπων δικτύων. Οι «πόλεις σε μετάβαση» (Μεγάλη Βρετανία), τα «Rete del Nuovo Municipio» και «Comuni Virtuosi» (Ιταλία) αποτελούν καλά παραδείγματα αστικών προσεγγίσεων. [21] Δίκτυα αποανάπτυξης και δράσεις, ωστόσο, υπάρχουν επίσης σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο.[22] Ένα άτυπο δίκτυο εδραιώνεται επίσης και σε διεθνές επίπεδο γύρω από εκδηλώσεις όπως τα συνέδρια αποανάπτυξης. Τα πιο παγιωμένα δίκτυα αφορούν ειδικά θέματα (για παράδειγμα αγρο-οικολογία), αλλά η αποανάπτυξη, ως πλαίσιο, προσφέρει τη δυνατότητα δημιουργίας ενός δικτύου των δικτύων που θα περιλαμβάνει ακτιβιστές, επαγγελματίες, ερευνητές, πολιτικούς και επιστήμονες[23]. Διάφοροι πιθανοί τρόποι οργάνωσης ενός τέτοιου δικτύου είναι υπό συζήτηση.
Παρά το γεγονός ότι το θέμα της δικτύωσης βρίσκεται στο επίκεντρο της αποανάπτυξης, το κίνημα απέχει ακόμα πολύ από το να μπορεί να συντονίσει δράσεις για την απόλυτη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας και υλικών σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Τι θα συμβεί αν ένα έθνος υποστηρίξει ανεξάρτητα πολιτικές αποανάπτυξης; Μπορούν οι εναλλακτικές της αποανάπτυξης να λάβουν χώρα σε ένα κοινωνικό πλαίσιο οικονομικής ανάπτυξης και καπιταλισμού βασισμένου στο χρέος; Τι θα πρέπει να γίνει με τα χρέη σε ένα πλαίσιο «χρεοκρατίας»; Αυτά τα ανοιχτά ζητήματα σχετίζονται με τις κατάλληλες πολιτικές συνθήκες που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν την εφαρμογή ορισμένων πολιτικών. Παραμένει ασαφές πώς μπορεί να λάβει χώρα ο κοινωνικό-οικολογικός μετασχηματισμός σε μια ευρύτερη κλίμακα και υπό ποιό θεσμικό πλαίσιο. Γ ια παράδειγμα, όσοι υποστηρίζουν την άμεση δημοκρατία με βάση τις συνελεύσεις ή το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας (Φωτόπουλος 1997) δεν έχουν μέχρι στιγμής προτείνει πειστικά πως αυτό μπορεί να οργανωθεί πέραν από το επίπεδο των δήμων. Ίσως, ακολουθώντας τον Murray Bookchin, μια συνομοσπονδία των κοινοτήτων θα μπορούσε να αναλάβει τους διοικητικούς ρόλους ενός κράτους το οποίο δεν θα επικεντρώνεται πλέον στην οικονομική ανάπτυξη. Αυτή είναι μια άποψη που συμμερίζονται πολλοί στο κίνημα της αποανάπτυξης.
6. Συζήτηση
Πηγές της αποανάπτυξης
Η προηγούμενη ανάλυση των πηγών της αποανάπτυξης έδειξε την ποικιλο- μορφία των επιχειρημάτων τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την υπεράσπιση της αποανάπτυξης. Μερικά σημεία συζητούνται παρακάτω. Πρώτον, η ταξινόμηση των πηγών που παρουσιάζονται σε αυτό το άρθρο γίνεται για αναλυτικούς σκοπούς και δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ότι συνεπάγεται ασύνδετες απόψεις. Αντ’ αυτού, αναδεικνύει διαφορετικές εστίες προσοχής από διαφορετικούς συγγραφείς ή δρώντες, ανάλογα με το κοινωνικό, πολιτιστικό ή πολιτικό τους υπόβαθρο.
Δεύτερον, η επισκόπηση των ρευμάτων σκέψης που τροφοδοτούν το κίνημα της αποανάπτυξης δεν είναι διεξοδική. Θέματα όπως ο φεμινισμός, η πολιτική οικολογία, η μη-βία (συμπεριλαμβανομένης της κριτικής στο μιλιταρισμό), ο ριζοσπαστικός από τα κάτω νέο-Μαλθουσιανισμός (Ronsin 1980, Martinez-Alier και Masjuan 2005), οι ταξικές διαιρέσεις και οι τοποθετήσεις υπέρ των ανοιχτών συνόρων πρέπει να τύχουν περαιτέρω επεξεργασίας μέσα στο ευρύτερο πεδίο της δικαιοσύνης. Αντιστοίχως, ούτε οι κριτικές που παραθέτονται είναι εξαντλητικές. Περαιτέρω επεξεργασία απαιτείται πάνω στις φυλετικές διαστάσεις της αποανάπτυξης. Οι πρώτες και ισχυρότερες κριτικές σε δείκτες όπως το ΑΕΠ προήλθαν από τα φεμινιστικά οικονομικά, σε συμμαχία με τα οικολογικά οικονομικά (Waring 1988). Για παράδειγμα, ο φεμινιστικός περιβαλλοντισμός (Agarwal 1992) τόνισε τις φυλετικές πρακτικές και πολιτιστικές αξίες της φύσης έξω από την αγορά.
Τρίτον, ορισμένοι οπαδοί της Μαρξιστικής θεωρίας έχουν υποστηρίξει ότι η αποανάπτυξη δεν τοποθετείται ρητά ή επαρκώς απέναντι στον καπιταλισμό[24]. Ωστόσο, ορισμένοι Μαρξιστές συντάσσονται με την ιδέα ότι τα καταναλωτικά αγαθά (τα οποία είναι προϊόντα του ίδιου του καπιταλισμού) θα πρέπει να είναι ευρέως και ευκόλως προσβάσιμα, παραμένοντας έτσι συν- δεδεμένοι με τον παραγωγισμό, όπου ο στόχος είναι η μεγιστοποίηση της παραγωγής και της ανάπτυξης (Altvater 1993). Άλλες ερμηνείες του Μαρξ επικρίνουν τη γραμμική εξέλιξη, όπως έκανε ο Walter Benjamin της σχολής της Φρανκφούρτης (Postone 2009, Jappe 2003). Επίσης νεο-μαρξιστές, όπως ο David Harvey ή οικο-σοσιαλιστές, όπως οι Joel Kovel και Michael Lowy, συμφωνούν περισσότερο με την αποανάπτυξη. Άλλοι μαρξιστές έχουν ξεκινήσει πρόσφατα να υιοθετούν τις ιδέες της αποανάπτυξης στα γραπτά τους (Tanuro 2009, Bontempelli και Badiale 2010, Altvater 2011). Ενώ ο οι- κο-μαρξιστής J. B. Foster επέκρινε ανοιχτά την αποανάπτυξη (Foster 2011), το περιοδικό Capitalism, Nature, Socialism δημοσίευσε ένα ειδικό τεύχος σχετικά με την αποανάπτυξη το 2012.
Τέλος, η πολυπλοκότητα και το πολυδιάστατο της αποανάπτυξης μπορεί μερικές φορές να την κάνει δύσκολη να μεταβιβαστεί, και να δυσχεραίνει ανθρώπους που αναζητούν μια συγκεκριμένη πρακτική δράση. Ωστόσο, παραβλέποντας μία από τις πηγές μπορεί να προκαλέσει προβλήματα. Ο Jean-Claude Decourt, δημιουργός πολλών ντοκιμαντέρ για την αποανάπτυξη, λέει ότι η ανάπτυξη θα ήταν προβληματική ακόμη και αν απεριόριστοι πόροι ήταν διαθέσιμοι[25]. Η αποανάπτυξη αποκτά νόημα μόνον όταν λαμβάνονται υπόψη όλες οι πηγές της: όχι μόνο η οικολογία και τα βιο-οικονομικά, αλλά και το νόημα της ζωής και της ευημερίας, ο αντι-ωφελιμισμός, η δικαιοσύνη και η δημοκρατία. Το να ληφθούν ανεξάρτητα μπορεί να οδηγήσει σε ελλιπείς και απλουστευτικές ερμηνείες θεμελιωδώς ασύμβατες με τις ιδέες του κινήματος της αποανάπτυξης. Η ευαισθησία για τη σπανιότητα των πόρων ή την καταστροφή των οικοσυστημάτων, αλλά όχι για την παγκόσμια δικαιοσύνη μπορεί να οδηγήσει σε απολυταρχικές αντικοινωνικές προτάσεις ξενοφοβικού χαρακτήρα. Η δικαιοσύνη χωρίς τη δημοκρατία μπορεί να οδηγήσει σε αυταρχικές λύσεις. Η βελτίωση της δημοκρατίας ή της δικαιοσύνης χωρίς να μας απασχολεί το νόημα της ζωής μπορεί να μας οδηγήσει σε τε- χνο-κεντρικές λύσεις κλπ. Με αυτό το σκεπτικό, ο Carter (2004) τονίζει τη σημασία του συνδυασμού των προβληματισμών προκειμένου να δημιουρ- γηθούν οι κατάλληλες συνθήκες για μια ριζοσπαστική πράσινη κοινωνία. Αν και δεν είναι δυνατόν να εμπλακούν όλοι οι δρώντες στο σύνολο των προβληματισμών αυτών χωρίς να εξαντληθούν, είναι εφικτό να κατανοήσουν τουλάχιστον τις ανησυχίες των άλλων.
Στρατηγικές αποανάπτυξης
Έχουν υπάρξει έντονες συζητήσεις και διαμάχες σχετικά με τις στρατηγικές που χρησιμοποιούνται σε κάθε μια από τις πηγές του κινήματος της αποα- νάπτυξης. Στρατηγικές αντίδρασης μπορεί να θεωρηθούν ως αντικρουόμε- νες με τους δρώντες που προωθούν εναλλακτικές, ή με τους ερευνητές που φέρνουν μόνο μια διάγνωση (και μερικές φορές μια ασαφή πρόγνωση). Στον κόσμο της πολιτικής, η στρατηγική της σύγκρουσης είναι μια επαναστατικότερη στάση που αντιτίθεται στον ρεφορμισμό.
Αυτό που προσπαθήσαμε να τονίσουμε προηγουμένως, ωστόσο, είναι η δυνατότητα για την συμβατότητα μεταξύ των στρατηγικών που χρησιμοποιούνται από το κίνημα καθώς όλο και περισσότεροι δρώντες συνειδητοποιούν τη σημασία του συνδυασμού στρατηγικών σε τοπικό ή/και παγκόσμιο επίπεδο (Chatterton και Pickerill 2010). Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι κοινωνίες μας είναι τόσο μεγάλες που η διαφορετικότητα είναι μια απαραίτητη πηγή πλούτου - εφόσον οι συμμετέχοντες έχουν επίγνωση των περιορισμών των δραστηριοτήτων τους και είναι αρκετά ταπεινοί έτσι ώστε να παραμένουν ανοιχτοί στην εποικοδομητική κριτική και στις βελτιώσεις.
Στην πραγματικότητα, αυτές οι εντάσεις μεταξύ των στρατηγικών μπορεί να αποτελέσουν μία από τις δυνάμεις για να κρατήσουν ζωντανή τη δημιουργικότητα και την πολυμορφία, με την προϋπόθεση ότι τα κανάλια επικοινωνίας παραμένουν ανοιχτά.
Συνδυάζοντας τις σωστές στρατηγικές μπορεί να επισπεύσουμε τη διαδικασία μετασχηματισμού. Αυτό μπορεί να αναλυθεί και να κατανοηθεί καλύτερα αν διαχωρίσουμε την βραχυπρόθεσμη από την μακροπρόθεσμη προοπτική. Το κίνημα έχει ένα επείγον καθήκον: να επεξεργαστεί τον δρόμο της μετάβασης (ή καλύτερα του μετασχηματισμό) των πλούσιων κοινωνιών από την υπαρκτή κρίση της οικονομικής ανάπτυξης στην αποανάπτυξη. Υπό αυτό το πρίσμα, οι στρατηγικές μπορούν να συνδυαστούν σύμφωνα με ένα καθορισμένο χρονοδιάγραμμα για τη διαμόρφωση σεναρίων. Οι άνθρωποι που χρησιμοποιούν συγκρουσιακές στρατηγικές αντιδρούν στην «ανάπτυξη» στους δρόμους και τις πλατείες - σταματώντας «επιβλαβή» έργα και ξεκινώντας θεμελιώδεις δημόσιες συζητήσεις. Οι επιστήμονες και διανοούμενοι που αφιερώνουν περισσότερες από τις προσπάθειές τους στον αγώνα των ιδεών, μπορούν να ανοίξουν νέα φαντασιακά και να δημιουργήσουν δεσμούς μεταξύ των επιπέδων και των προσεγγίσεων. Οι δρώντες σε πρακτικό επίπεδο πειραματίζονται με νέες δυνατότητες στην καθημερινή ζωή, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Ακτιβιστές της αποανάπτυ- ξης, διανοούμενοι και φορείς χάραξης πολιτικής που ασχολούνται με ευρύτερες κλίμακες μπορούν να διευκολύνουν την κοινωνική προσαρμογή στις ενέργειες των δρώντων σε τοπικό, πρακτικό επίπεδο (Schneider 2010). Η αντίδραση δεν θα είναι επιτυχής εάν οι συνθήκες για κοινωνική αλλαγή δεν είναι πρόσφορες. Εδώ είναι που μπορούν να βοηθήσουν οι λεγόμενοι «ρε- φορμιστές». Θα μπορούσαμε να τους αποκαλέσουμε «επαναστατικούς ρε- φορμιστές». Όλοι οι δρώντες μαζί αμφισβητούν την ηγεμονία, με οδοφράγματα ή λέξεις, ενώ φαντάζονται και χτίζουν εναλλακτικά κοινωνικό- περιβαλλοντικά μελλοντικά σενάρια. Γ ια τον Latouche (2009) η αποανάπτυ- ξη δεν είναι μια συγκεκριμένη και καθολική εναλλακτική λύση ενάντια στην ανάπτυξη, αλλά ένα πλέγμα πολλών εναλλακτικών λύσεων που θα ανοίξει το χώρο για την ανθρώπινη δημιουργικότητα, μετά την αφαίρεση του «γύψου» του οικονομικού ολοκληρωτισμού. Η επιτυχία και δημοτικότητα της αποανάπτυξης στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, την ακαδημαϊκή κοινότητα και την κοινωνία θα μπορούσε πράγματι να οφείλεται εν μέρει στη μεγάλη ποικιλία στρατηγικών μέσα στο κίνημα.
Δρώντες της αποανάπτυξης
Ποιο είναι το πολιτικό υποκείμενο της αποανάπτυξης; Αυτό είναι ένα ανοικτό ζήτημα που θα καθορίσει τις μορφές των συγκρούσεων και την αντοχή του κινήματος κατά την πάροδο του χρόνου (για μια ενδιαφέρουσα συζήτηση, δες: Romano 2012). Η αποανάπτυξη μπορεί να εκληφθεί ως ένα νέο κοινωνικό κίνημα, όπου μια νέα μεσαία τάξη (άτομα με υψηλή εκπαίδευση που συχνά εργάζονται στον τομέα των υπηρεσιών) διαδραματίζει σημαντικό ρόλο (Habermas 1981). Νέα κοινωνικά κινήματα συμμετέχουν σε διενέξεις που έχουν να κάνουν με την παραγωγή της γνώσης, συμπεριλαμβανομένης και της συμβολικής παραγωγής (Touraine 1981). Παρά το γεγονός ότι η αποανάπτυξη αμφισβητεί το κοινωνικό φαντασιακό θεμάτων όπως η ανάπτυξη, η δημοκρατία και η «καλή ζωή» - όπου τα άτομα, οι κοινότητες ή οι κοινωνίες παλεύουν για τη δυνατότητα να ορίζουν τον εαυτό τους αυτόνομα (Melucci 1996) - δεν αποτελεί ένα μη-υλικό, ή μετά-υλιστικό κίνημα, καθώς ασχολείται επίσης με τη δυναμική οικονομικών και πολιτικών εξουσιών (δικαιοσύνη), καθώς και με τη σπανιότητα των φυσικών πόρων (βιοοικονομ ικά). Η αποανάπτυξη μπορεί λοιπόν να εξηγηθεί καλύτερα σαν ένας συνδυασμός ‘παλιών’ και ‘νέων’ κοινωνικών κινημάτων που εμπλέκεται σε ‘παλιές’ και ‘νέες’ δομικές συγκρούσεις (Della Porta και Diani 2006).
Ο Duverger (2011) περιγράφει καλά τις διενέξεις μέσα στο γαλλικό κίνημα για την αποανάπτυξη μεταξύ δρώντων που υιοθετούν και υπερασπίζονται μία μόνο στρατηγική. Επίσης, το συνέδριο της Βαρκελώνης (2010), μια συνάντηση μεταξύ επιστημόνων, ακτιβιστών και άλλων δρώντων, αποκάλυψε ορισμένες διαφορές, ενώ οδήγησε ακόμα και σε τριβές, αλλά τελικά βρέθηκε μια κοινή γλώσσα επικοινωνίας. Αυτό που τελικά συνέβαλε στη δημιουργία ενός υγιούς διαλόγου μεταξύ διαφορετικών δρώντων ήταν το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ότι πολλοί από τους συμμετέχοντες είχαν πολλαπλές ιδιότητες: πολλοί από τους ακτιβιστές που συμμετείχαν εργάζονται ταυτόχρονα ως ερευνητές εντός ή εκτός της ακαδημαϊκής κοινότητας, ενώ πολλοί ερευνητές διατηρούν παράλληλα μια ακτιβιστική δράση. Επιπλέον, οι περισσότεροι ασκούν τις ιδέες της αποανάπτυξης στην καθημερινή προσωπική ή επαγγελματική τους ζωή. Το κίνημα παλεύει να ανταπεξέλθει τις δυσκολίες που προκύπτουν από την προσπάθεια συνοχής διαφορετικών πρακτικών και παίζει τον ρόλο της «γέφυρας» για να εδραιώσει τη συνεργασία και τη μάθηση μεταξύ των διαφορετικών επιπέδων. Παρούσες εντάσεις και αντιπαραθέσεις οφείλονται στη συμμετοχή πολλών δρώντων με πολλαπλές ταυτότητες αν και, όπως επεσήμανε ο Duverger (2011), αυτό μπορεί να έχει και θετικά αποτελέσματα. Αυτό το χαρακτηριστικό των δρώντων της αποανάπτυξης είναι στο ίδιο μήκος κύματος με εκείνους που θέτουν υπό αμφισβήτηση τον δυαδικό διαχωρισμό ανάμεσα σε ακτιβιστές και μη-ακτιβιστές (Askins 2012), ή τις τάσεις που παρατηρούνται στην Αγγλία από τους Chatterton και Pickerill (2010).[26]
Μια βασική παρατήρηση σε αυτό το σημείο είναι ότι η ρητή απαίτηση για τον συνδυασμό των παραπάνω προβληματισμών συνδυάζεται με τον αποκλεισμό ομάδων που ερμηνεύουν τις κριτικές στην ανάπτυξη απλουστευτι- κά, όπως ξενόφοβων, δεξιών περιβαλλοντιστών (π.χ. η Nouvelle Droite του Alain De Benoist στη Γαλλία), ομάδων με μηδενιστική προοπτική (π.χ. νεο- πριμιτιβιστές όπως ο John Zerzan), οργανώσεων ρατσιστικών και κατά των μεταναστών (π.χ. το Carrying Capacity Network στις ΗΠΑ) ή εκείνων που θα υποστήριζαν τα κυρίαρχα δυτικά πρότυπα ζωής προτείνοντας μια δραστική μείωση του πληθυσμού. Όλοι αυτοί απλά αποτυγχάνουν να συνδυάσουν τις πηγές της αποανάπτυξης.
7. Συμπεράσματα
Το παρόν κείμενο αποτελεί μια προσπάθεια αναζήτησης ενός «καλύτερου» ορισμού της αποανάπτυξης. Η αποανάπτυξη αμφισβητεί την ηγεμονία της ανάπτυξης και καλεί για μια δημοκρατικά ωθούμενη αναδιανεμητική συρρίκνωση της παραγωγής και της κατανάλωσης στις βιομηχανικές χώρες ως μέσο για την επίτευξη της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ευημερίας. Αν και εμπεριέχει έννοιες προερχόμενες από τα βιο-οικονομικά και τα οικολογικά μακροοικονομικά (Victor 2009, Jackson 2011), η αποανάπτυξη είναι κατά βάση μια μη-οικονομική έννοια. Από την μια πλευρά, η αποανάπτυξη είναι η μείωση της χρήσης ενέργειας και υλικών, απαραίτητη προκειμένου να αντιμετωπίσουμε τα υπάρχοντα βιοφυσικά όρια (σε σχέση με τους φυσικούς πόρους αλλά και με την αφομοιωτική ικανότητα των οικοσυστημάτων). Από την άλλη μεριά, η αποανάπτυξη είναι μια προσπάθεια αμφισβήτησης των πανταχού παρόντων κοινωνικών σχέσεων που βασίζονται και ορίζονται από την αγορά καθώς και του κοινωνικού φαντασιακού της διαρκούς ανάπτυξης, αντικαθιστώντας τα με την ιδέα της λιτής αφθονίας.[27] Είναι επίσης ένα κάλεσμα για βαθύτερη δημοκρατία, η οποία θα εφαρμόζεται επίσης σε θέματα που βρίσκονται έξω από την βασική δημοκρατική σφαίρα επιρροής, όπως η τεχνολογία. Τέλος, η αποανάπτυξη προϋποθέτει μια δίκαιη αναδιανομή του πλούτου τόσο εντός όσο και μεταξύ του παγκόσμιου Βορρά και Νότου, καθώς και μεταξύ των σημερινών και των μελλοντικών γενεών.
Το παρόν άρθρο επίσης παρουσίασε, συζήτησε και ανέλυσε την ιστορία της αποανάπτυξης δείχνοντας ότι εμφανίστηκε για πρώτη φορά ως ένα ακτιβι- στικό σλόγκαν και σύντομα έγινε ένα ερμηνευτικό πλαίσιο ενός κοινωνικού κινήματος. Επεξηγήσαμε ότι η ποικιλομορφία μπορεί να συνυπάρχει μέσα σε αυτό το πλαίσιο, όχι μόνο για την πρόγνωση (στρατηγικές), αλλά και για τη διάγνωση (πηγές), γεγονός που συχνά παραβλέπεται στη θεωρία των κοινωνικών κινημάτων. Έτσι η αποανάπτυξη δεν είναι ούτε απλώς μια κριτική στην οικονομική ανάπτυξη, ούτε μια πρόταση για «οικονομική αποανάπτυξη» με την κυριολεκτική έννοια (π.χ. μια μείωση του ΑΕΠ[28]). Η ελκυστικότη- τα της αποανάπτυξης προκύπτει από τη δύναμη της να αντλεί από διαφορετικές πηγές και ρεύματα σκέψης και να διαμορφώνει στρατηγικές σε διαφορετικά επίπεδα. Φέρνει κοντά μια ετερογενή ομάδα δρώντων που επικεντρώνονται σε θέματα όπως: αστικός και οικιακός σχεδιασμός, οικονομικά θέματα και εναλλακτικά νομισματικά συστήματα, αγρο-οικολογία και θέματα διατροφής, διεθνές εμπόριο, κλιματική δικαιοσύνη, εκπαίδευση και οικιακή εργασία, ουσιώδης εργασία και συνεταιρισμοί, μεταφορές και εναλλακτικά ενεργειακά συστήματα. Υποστηρίξαμε ότι η αποανάπτυξη θα μπορούσε να συμπληρώσει και να ενισχύσει αυτές τις θεματικές περιοχές, λειτουργώντας ως συνδετικός ιστός (δηλαδή μια πλατφόρμα για ένα δίκτυο δικτύων). Ακτιβιστές για την αποανάπτυξη προσπαθούν να επαναπολιτικοποιή- σουν τον δημόσιο διάλογο αναγνωρίζοντας και προσδιορίζοντας διαφορετικά κοινωνικο-περιβαλλοντικά μελλοντικά σενάρια (Swyngedouw 2007), με δύο τρόπους. Πρώτον, εκφράζουν συγκεκριμένες ανησυχίες, αιτήματα και μέσα για την επίτευξη των επιθυμητών κοινωνικο-περιβαλλοντικών ρυθμίσεων (θεωρία ως πολιτική). Δεύτερον, αντιτάσσονται σε κάθε μορφή εξουσίας, χρησιμοποιώντας έναν προκλητικό λόγο ο οποίος αμφισβητεί τη συναίνεση για οικονομική ανάπτυξη στο κοινοβούλιο, στις επιχειρήσεις, στο μεγαλύτερο μέρος του εργατικού κινήματος και στο κοινωνικό φαντασιακό. Αντί να αποδεχτεί μια επίπλαστη συναίνεση (όπως η ανάγκη για ανάπτυξη προκειμένου να πληρωθούν τα χρέη, η βιώσιμη ανάπτυξη, ή συζητήσεις για την κλιματική αλλαγή στα πρότυπα του Al Gore) όπου όλοι υποτίθεται ότι είναι στην ίδια βάρκα, η αποανάπτυξη αποκαλύπτει και ξεγυμνώνει τις αντιφάσεις και τις συγκρούσεις σε διαφορετικές κλίμακες.
Τέλος, η αποανάπτυξη είναι ένα παράδειγμα επιστήμης ωθούμενης από τον ακτιβισμό, όπου ένα ακτιβιστικό σλόγκαν παγιώνεται σταδιακά σε μια έννοια που μπορεί να αναλυθεί και να συζητηθεί στον ακαδημαϊκό χώρο. Οι πηγές από όπου αντλεί η αποανάπτυξη, οι στρατηγικές και οι πολιτικές προτάσεις που η αποανάπτυξη προβάλλει, δεν είναι πάντα καινούργιες, αλλά ο συνδυασμός τους είναι καινοτομικός και, κατά την άποψή μας, συνεκτικός. Επιχειρηματολογήσαμε υπέρ της συμβατότητας και της συμπληρω- ματικότητας τους για δύο λόγους. Καταρχάς, δεν υπάρχει ουσιαστική σύγκρουση συμφερόντων μα συνδυασμός, όταν εισαγάγουμε έναν μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Δεύτερον, η ποικιλομορφία διατηρεί ένα είδος «έντασης» που διεγείρει εποικοδομητικές συζητήσεις και ανταλλαγές, προσφέροντας ένα κίνητρο για συνεχή βελτίωση τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο. Επομένως, οι εσωτερικές διαφορές και συγκρούσεις θα πρέπει να αναγνωρίζονται και να αξιολογούνται ως δυνάμεις που κρατούν το κίνημα ανοιχτό και ζωντανό στη συνεχή εξέλιξη του.
έννοια που κάποιος μπορεί να είναι άθεος. Υπάρχει μια ατέρμονη συζήτηση σχετικά με το σλόγκαν, αλλά αναμφίβολα η αποανάπτυξη είναι πολύ πιο πιασάρικη από το α-ανάπτυξη ή άλλες προτεινόμενες λέξεις.
Αναφορές
Acosta, A., Martinez, E. 2009. El buen vivir. Una via para el desarrollo. Quito: Abya-Yala.
ACSALF (Association canadienne des sociologues et des anthropologues de langue française), 1983. Les enjeux sociaux de la décroissance : actes du colloque. Montréal, Quebec: Editions coopératives Albert Saint-Martin; Saint-Laurent [Québec] : Diffusion Prologue, c1983. 258 p.
Agarwal, B., 1992. The Gender and Environment Debate: Lessons from India. Feminist Studies, 18(1): 119-158.
Altvater, E., 1993. The Future of the Market. London: Verso.
Altvater, E., 2011. Crecimiento econômico y acumulaciôn de capital después de fuku- shima. Forum 2: 13-40.
Amar, A., 1973 (Sep-Nov). La croissance et le problème moral. Cahiers de la Nef, « Les objecteurs de croissance», n° 52, p.133.
Anheier, H., M. Glasius, M. Kaldor. 2001. Introducing Global Civil Society, in H. Anheier, M. Glasius, M. Kaldor (ed.), Global Civil Society 2001. Oxford: Oxford University Press, pp. 3-22.
Badiale, M., M., Bontempelli, 2010. Marx e la decrescita, Perché la decrescita ha bisogno del pensiero di Marx. Trieste: Asterios Editore.
Bayon, D., F. Flipo, F. Schneider, 2010. La décroissance, 10 questions pour comprendre et en débattre. Paris: La Découverte.
Bernard, M., V. Cheynet, B. Clémentin (ed.) 2003. Objectif decroissance. Lyon, France: Parangon/Vs.
Bonaiuti, M. 2011. From Bioeconomics to Degrowth. London: Routledge.
Brown, G. 2007. Mutinous Eruptions: Autonomous spaces of radical queer activism'. Environment and Planning A 39: 2685-2698.
Caillé, A., 1989. Critique de la raison utilitaire - Manifeste du Mauss. Paris: La Découverte.
Carlsson, C., 2008. Nowtopia: How Pirate Programmers, Outlaw Bicyclists and Vacant- lot Gardeners Are Inventing the Future Today. Oakland, CA: AK Press.
Carter, A., 2004. Some theoretical foundations for radical green politics. Environmental Values, 13 (3): 305-328.
Castoriadis, C., 1998. The Imaginary Institution of Society. Cambridge: MIT Press.
Cattaneo, C., 2006. Investigating neorurals and squatters' lifestyles: personal and epis- temological insights on participant observation and on the logic of ethnographic investigation. Athenea Digital 10: 16-40.
Cattaneo, C., D'Alisa, G.., Kallis, G., Zografos, C. (Eds). 2012. Degrowth futures and democracy, Futures.
Chatterton, P. and Pickerill, J. 2010. Everyday activism and transitions towards postcapitalist worlds. Transactions of the Institute of British Geographers, NS 35 475-490.
Conill, J., Castells, M., Cardenas, A., Servon, L., 2012. Beyond the Crisis: The Emergence of Alternative Economic Practices. In: M. Castells, J. Caraça, and G. Cardoso, eds. 2012. Aftermath: The Cultures of the Economic Crisis. Oxford: Oxford University Press. Ch.9.
D'Alisa, G., D. Burgalassi, H. Healy, M. Walter. 2010. Conflict in Campania: Waste emergency or crisis of democracy. Journal of Ecological Economics 70: 239-249.
Daly, H., 1980. The economic thought of Frederick Soddy. History of Political Economy 12 (4): 469-488.
Della Porta, D., M., Diani. 2006. Social Movements: An Introduction, 2nd ed. Oxford: Blackwell.
Demaria, F. 2010. Shipbreaking at Alang-Sosiya (India): an ecological distribution conflict. Journal of Ecological Economics 70: 250-260.
Deriu, M. 2008. Degrowth and democracy. Towards a post-developmentalist politics, in F. Flipo, F. Schneider (ed). Proceedings of the First Conference for Ecological Sustainability and Social Equity. Paris: Research & Degrowth and Telecom Sud-Paris.
Dobson, A., 2007. Green Political Thought. London: Routledge. Fourth edition.
Dupin, E., 2009. La décroissance, une idée qui chemine sous la récession. Le Monde Diplomatique, August 2009, pp 20-21.
Duverger, T. 2011. La décroissance, une idée pour demain. Une alternative au capitalisme. Synthèse des mouvements. Paris, Sang de la Terre.
Easterlin, R. A., 1974. Does Economic Growth Improve the Human Lot? In P.A. David and W. Readers, (ed.), Nations and Households in Economic Growth: Essays in Honous of MosesAbramovitz. New York: Academic Press Inc.
Ellul J., 1977. Le Système technicien. Paris: Calmann-Lévy.
Flipo, F, 2007. Voyage dans la galaxie décroissante. Mouvements, 50 (2): 143-151.
Flipo F, Schneider F, (ed.). Proceedings of the First Conference for Ecological Sustainability and Social Equity. Paris: Research & Degrowth, Telecom Sud-Paris; 2008. http://events.it-sudparis.eu/degrowthconference/en/
Foster, J.B. 2011. Capitalism and Degrowth: An Impossibility Theorem. Monthly Review 62 (8).
Fotopoulos, T., 1997. Towards an Inclusive Democracy - The Crisis of the Growth Economy and the Need for a New Liberatory Project. London: Cassell.
Fournier, V. 2008. Escaping from the economy: the politics of degrowth. International Journal of Sociology and Social Policy, 28 (11/12): 528 - 545.
Georgescu-Roegen N. 1971. The Entropy Law and the Economic Process. Cambridge: Harvard University Press.
Georgescu-Roegen N., 1975. Energy and Economic myths. Southern Economic Journal, 41(3).
Georgescu-Roegen N., 1979. Demain la décroissance : entropie-écologie-économie, preface and translation by Ivo Rens and Jacques Grinevald Lausanne : Pierre-Marcel Favre.
Goffman, E. 1974. Frame Analysis. Cambridge, MA: Harvard University Press.
Gorz, A., 1977. Écologie et liberté. Paris : Galilée.
Gudynas, E. 2011. Desarrollo, postextractivismo y "buen vivir". Revista Pueblos 49. Habermas, J. 1981. New Social Movements. Telos 49, p. 33-37.
Hornborg, A., 2009. Zero-Sum World. International Journal of Comparative Sociology 50 (3-4): 237-262.
Ikeme, J., 2003. Equity, Environmental Justice and Sustainability: Incomplete approaches in climate change politics. Global Environmental Change, 13(1), pp. 195-206.
Illich, I., 1973. Tools for Conviviality. London: Calder and Boyars.
Jackson, T. 2011. Prosperity without growth. Economics for a finite planet. London: Earthscan.
Jappe, A., 2003. Les aventures de la marchandise. Pour une nouvelle critique de la valeur. Paris: Denoël.
Kallis, G., F. Schneider, J. Martinez-Alier (ed.). 2010. Growth, Recession or Degrowth for Sustainability and Equity? Special Issue, Journal of Cleaner Production 6(18): 511-606.
Kasser, T., 2002. The High Price of Materialism. Cambridge MIT Press.
Kempf, H., 2007. Comment les riches détruisent la planète. Paris: Seuil.
Kerschner, C. 2010. Economic de-growth vs. steady-state economy. Journal of Cleaner Production 18: 544-551.
Krueger, R., D. Gibbs. Sustainable Capitalism or Capitalist Sustainabilities? New York: Guilford Press.
Kuhn, T. 1962. The structure of scientific revolutions. Third Edition, University of Chicago Press, Chicago.
Latouche, S. 2009. Farewell to Growth. Cambridge. Polity.
Levallois, C. 2010. Can de-growth be considered a policy option? A historical note on Nicholas Georgescu-Roegen and the Club of Rome. Ecological Economics 69 (11): 2271-2278.
MacGregor, S. 2004. From Care to Citizenship: Calling Ecofeminism Back to Politics. Ethics & the Environment 9 (1): 56-84.
Martinez-Alier, J. 1987. Ecological Economics. Oxford: Blackwell Publishers.
Martinez-Alier, J. 2002. The environmentalism of the poor: a study of ecological conflicts and valuation. Cheltenham: Edward Elgar.
Martinez-Alier, J., E. Masjuan, 2005. Neomalthusianism in the early 20th Century. http://www.ecoeco.org/pdf/Neo-malthusianism.pdf
Martinez-Alier, J., Healy, H., Temper, L., Walter, M., Rodriguez-Labajos, B., Gerber, J-F., Conde, M. 2011. Between Science and activism. Local Environment 16 (1): 17-36.
Mauss M. 2007 (1924). Essai sur le don. Forme et raison de l'échange dans les sociétés archaïques. Paris: PUF.
Max-Neef, M., S. Kumar. 1991. How much is enough? London: Phil Shepherd Production.
Meadows, D.H., Meadows, D.L., Randers, J. 1972. Limits to growth. Universe books.
Meadows, D.H., Meadows, D.L., Randers, J. 2004. Limits to Growth: The 30-Year Update. Chelsea Green.
Melucci, A. 1996. Challenging codes. Collective Action in the Information Age. Cambridge University Press, Cambridge, New York, pp. 450.
Millenium Ecosystem Assessment, 2005. Living Beyond Our Means : Natural Assets and Human Well-Being.
Mongeau, S., 1985 La simplicité volontaire. Montréal: Editions Québec/Amérique.
Mosangini, G., 2012. Decrecimientoy justicia Norte-Sur. Icaria, pp. 180.
Norberg-Hodge, H., 1999. The March of the Monoculture. The Ecologist 29(3): 194197.
Odum, H.T., E.C. Odum, 2001. The Prosperous Way Down. Boulder, US: University Press of Colorado.
Partant, F., 1997. La fin du développement - la naissance d'une alternative ? Paris: Actes Sud.
Polanyi, K., 1944. The great transformation. New York: Rinehart.
Polimeni, JM, K. Mayumi, M. Giampietro, B. Alcott. 2008. The Jevons Paradox and the Myth of Resource Efficiency Improvements. London: Earthscan.
Postone, M., 2009. Temps, travail et domination sociale. Paris: Editions de Minuit.
Rabhi, P., 1983. Du Sahara aux Cevennes. Paris: Albin Michel.
Rahnema, M., 2003. Quand la misère chasse la pauvreté. Paris: Fayard/Actes Sud.
Research & Degrowth, 2010. Degrowth Declaration of the Paris 2008 conference, Journal of Cleaner Production 6(18): 523-524.
Rist, G. 2003. The History of Development: From Western Origins to Global Faith. Expanded Edition, London: Zed Books.
Romano, O., 2012. How to rebuild democracy, re-thinking degrowth. Futures, 44: 6, 582-589.
Ronsin, F., 1980. La grève des ventres. Propagande neo-malthusienne et baisse de la natalite en France 19-20 siècles. Paris: Aubier-Montaigne.
Saed, 2012. Introduction to the Degrowth Symposium, Capitalism Nature Socialism, 23:1, 26-29.
Sachs, W. (ed.), 1992. The Development Dictionary: A Guide to Knowledge as Power. London: Zed Books.
Sahlins, M., 1972. Stone Age Economics. Aldine.
Schneider, F. G. Kallis, J. Martinez-Alier, 2010. Crisis or opportunity? Economic degrowth for social equity and ecological sustainability. Introduction to this special issue,
J. of Cleaner Production, 18(6), 511-518.
Schneider, F., 2010. Degrowth of Production and Consumption Capacities for social justice, well being and ecological sustainability, Proceedings of the Second conference on Economic Degrowth for Ecological Sustainability and Social Equity, University of Barcelona, 26-29 March 2010,
www.degrowth.org/fileadmin/content/documents/Proceedings/Schneider.pdf
Schneider, F., J. Martinez-Alier, G. Kallis, 2011. Sustainable Degrowth, Journal of Industrial Ecology 15: 654-656.
Schumacher, E.F., 1973. Small Is Beautiful: Economics As If People Mattered. London: Blond & Briggs.
Sekulova, F., Kallis, G., Rodriguez-Labajos, B., Schneider, F., 2013. Degrowth: From theory to practice. Journal of Cleaner Production, 28: 1-6.
Simms, A. 2005. Ecological debt. The health of the planet and the wealth of nations. London: Pluto Press.
Snow, D., B. Rochford, S. Worden, R. Benford. 1986. Frame alignment processes, micromobilization, and movement participation. American Sociological Review 51 (4): 464-481.
Snowdon, B., 2006. The Enduring Elixir of Economic Growth: Xavier Sala-i-Martin on the wealth and poverty of nations. World economics 1(7): 106.
Soddy, F., 1926. Wealth, Virtual Wealth and Debt. The solution of the economic paradox. London: George Allen & Unwin.
Swyngedouw, E., 2007. Impossible/Undesirable Sustainability and the Post-Political Condition, in: Tanuro, D., 2009. Capitalismo, decrecimiento y ecosocialismo. Viento Sur 100: 231-238.
Touraine, A., 1981. The voice and the eye: an analysis of social movements. Cambridge: Cambridge University Press.
Trapese Collective. 2008. The rocky road to a real transition. Available at: www.trapese.org
van den Bergh, J., 2009. The GDP paradox. Journal of Economic Psychology 30 (2): 117135.
Veblen, T.B., 1899. The theory of the leisure class. Republished in 2008 by Forgotten Books, www.forgottenbooks.org.
Victor, P., 2008. Managing Without Growth: Slower by Design, Not Disaster.
Chelthenam: Edward Elgar.
Victor, P., 2010. Questioning economic growth. Nature 468: 370-371.
Waring, M., 1988. If Women Counted: A New Feminist Economics. San Francisco: Harper & Row.
Wilson, E.O., 1984. Biophilia. Cambridge: Harvard University Press.
Xue, J., Arler, F., N^ss, P. 2012. Is the degrowth debate relevant to China? Environment, Development and Sustainability 14 (1): 85-109.
Με ένα πρόχειρο υπολογισμό, η Le Monde εξέδωσε 18, η El Pais 5 και η La Repubblica 7 άρθρα για το κίνημα της αποανάπτυξης το 2011.
Ο Yves Cochet, Γάλλος πολιτικός και πρώην υπουργός, υποστηρίζει ανοιχτά την οικονομική αποανάπτυξη. Εν τω μεταξύ, ο Sarkozy μίλησε ανοιχτά «pour le nucléaire et contre la décroissance » (υπέρ της πυρηνικής ενέργειας και κατά της αποανάπτυξης) τον Απρίλιο του 2011 (Le Monde, 07/04/11).
Dupin, Eric (20/08/2009). La décroissance, une idée qui chemine sous la récession. Le Monde Diplomatique, σ. 20-21.
Assadourian, Erik. (12/06/2012). How to Shrink the French Economy. The Wall Street Journal.
Caldwell, Christopher. (15/10/2011). Décroissance: how the French counter capitalism. Financial Times.
Αυτή η μέθοδος δίνει έμφαση στο συμμετοχικό ρόλο του παρατηρητή και στο γεγονός ότι τα συμπεράσματα προκύπτουν από τη στοχαστική ικανότητα του συμμετέχοντα. Σε αυτό το πνεύμα, το κίνητρο του συμμετέχοντα είναι ο ακτιβισμός και το ακαδημαϊκό αποτέλεσμα είναι ένα υποπροϊόν αυτού του ακτιβισμού.
Οι συγγραφείς είναι επί του παρόντος μέλη του «Research & Degrowth» (Έρευνα και Αποανάπτυξη), ενός συνδέσμου αφιερωμένου στην έρευνα, την εκπαίδευση, την ευαισθητοποίηση και τη διοργάνωση εκδηλώσεων. Πιο συγκεκριμένα, ο R&D προωθεί τα Διεθνή Συνέδρια για την Αποανάπτυξη (Παρίσι 2008, Βαρκελώνη 2010, Μόντρεαλ και Βενετία 2012), www.degrowth.org.
«Η παγκόσμια ισορροπία, για την οποία η μη-ανάπτυξη - ακόμα και η απο-ανάπτυξη - της υλικής παραγωγής αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση, είναι συμβατή με την επιβίωση του (καπιταλιστικού) συστήματος;» M. Bosquet (André Gorz), Nouvel Observateur, Παρίσι, 397, 19 Ιουνίου 1972, σ. IV. Πρακτικά από μια δημόσια συζήτηση που διοργανώθηκε στο Παρίσι από το Club du Nouvel Observateur.
[9] Ο (πρώην) πρόεδρος Sarkozy σε μία ομιλία του προς το κόμμα του, υΜΡ, στις 28 Νοεμβρίου 2009, κατηγόρησε τους Πράσινους (νεΓίχ) ότι υποστηρίζουν την αποανάπτυξη. «Όταν μερικές φορές ακούω τους οικολόγους να λένε ότι πρόκειται να κάνουν εκστρατεία σχετικά με το θέμα της αποανάπτυξης, ξέρουν ότι υπάρχει ανεργία; Γνωρίζουν ότι υπάρχει φτώχεια στον κόσμο; Ξέρουν ότι υπάρχουν περίπου ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι που δεν τρώνε αρκετά και ότι η αποανάπτυξη σημαίνει περισσότερη φτώχεια για όλους αυτούς τους ανθρώπους;».
http://picnic4degrowth.wordpress.com/
[11] Στην Ινδία η έννοια της aparigraha, επάρκειας, αυτοσυγκράτησης στην κατανάλωση, είναι πολύ ζωντανή σε ορισμένους κύκλους, παρά την οικονομική άνθηση.
[12] Σε ένα φαξ προς τον Νομπελίστα οικονομολόγο Paul Samuelson στις 14 Δεκεμβρίου 1992 όπου παραπονιόταν για τη σιωπή γύρω από το έργο του, ο Georgescu-Roegen έγραψε ειρωνικά: «Δέχτηκα την ευκαιρία να αποκαλύψω πόσο προφήτης δεινών ήμουν στον
μικρό τόμο με τον εξωφρενικό τίτλο, Demain la décroissance (Παρίσι, Pierre-Marcel Fabvre, 1979)...». Δες επίσης: Levallois 2010.
Η θεωρία της κορύφωσης παραγωγής πετρελαίου του Hubbert αναφέρει ότι υπάρχει ένα ανώτατο όριο στην εξόρυξη πόρων πετρελαίου, μετά το οποίο η παραγωγή αρχίζει να μειώνεται, ενώ τόσο το ενεργειακό κόστος όσο και οι τιμές αυξάνουν.
Η αποανάπτυξη μέσω λιγότερης τεχνολογίας π.χ. στα νοικοκυριά θα απαιτούσε έναν δικαιότερο καταμερισμό εργασίας ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες. Ο ανταγωνισμός «για να έχουμε περισσότερα» έχει επικριθεί από φεμινιστές/τριες.
Ο ταξικός διαχωρισμός συζητείται με δύο τρόπους στη βιβλιογραφία σχετικά με την αποανάπτυξη: ως κριτική στο επίπεδο της ταξικής διαίρεσης και ως πρόταση για ελάχιστη και μέγιστη αναλογία στα εισοδήματα (Bayon et aL 2010).
Η αποανάπτυξη θα μπορούσε να μειώσει τις διαμάχες που προκύπτουν από τους περιορισμένους πόρους. Επίσης, η μη-βία σχετίζεται με την εθελούσια απλότητα.
Οι δημοσιεύσεις διατίθενται σε διάφορες γλώσσες στη διεύθυνση: www.17-s.info
Υποστηρίζεται (ίσως λανθασμένα) ότι το κίνημα «πόλεις και γειτονιές σε μετάβαση» είναι ένα παράδειγμα μετα-πολιτικής κατάστασης (Trapese Collective 2008). Οι πόλεις σε μετάβαση, από τη μία πλευρά επικεντρώνονται κυρίως σε μία μόνο «πηγή» ή ρεύμα σκέψης (κορύφωση παραγωγής πετρελαίου και κλιματική αλλαγής) και από την άλλη πλευρά ουδέποτε εισέρχονται σε συγκρούσεις (αν δεν υπάρχει ένας υπεύθυνος τότε δεν υπάρχουν εχθροί). Ως εκ τούτου, το κίνημα καταλήγει να προτείνει λύσεις χωρίς προηγούμενως να αναλύει τα προβλήματα, τα δομικά αίτια τους και τις πιθανές ευθύνες. Αυτό δεν μπορεί να αρνηθεί την εντυπωσιακή επιτυχία του κινήματος «πόλεις σε μετάβαση» για την κινητοποίηση των κοινοτήτων, αλλά αναφέρεται εδώ για να τονιστεί η σημασία της πολιτικής διάστασης.
Μια δραστηριότητα του CIC που βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη είναι ο Calafou, ένας νέος οικολογικός βιομηχανικός συνεταιρισμός σε ένα εγκαταλειμμένο εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας στην περιοχή του ποταμού Anoia. Το εγχείρημα παρουσιάστηκε στο συνέδριο για την αποανάπτυξη στο Μόντρεαλ, τον Μάιο 2012, στα πλαίσια της θεματικής «εμπειρίες». Περισσότερες πληροφορίες στη διεύθυνση: cooperativa.ecoxarxes.cat
Δες: www.degrowth.org
Δες: www.transitionnetwork.org,www.nuovomunicipio.org,www.comunivirtuosi.org
Μερικά παραδείγματα είναι το Rete per la Decrescita στην Ιταλία, το Réseau des Objecteurs de Croissance pour l'Après-Développement στη Γαλλία, το Réseau Objection de Croissance στην Ελβατία και το Rede pelo Decrescimento Sustentâvel στη Βραζιλία.
Π.χ. το «Δίκτυο των δικτύων» (Redes en Red), στη διεύθυνση: redesenred.net
Ο Elmar Altvater δήλωσε πρόσφατα σε μια συνέντευξή του: «δεν υπάρχει διέξοδος από το δίλημμα μεταξύ της καπιταλιστικής επιτακτικής ανάγκης για συσσώρευση και των ορίων που θέτει η φύση. Σε μακροπρόθεσμο επίπεδο, είναι αναπόφευκτη η μείωση της οικονομικής ανάπτυξης και, ως εκ τούτου, μια οικονομία της αποανάπτυξης. Ωστόσο, τείνω να αμφιβάλλω ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί εντός του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, δεδομένου ότι αυτό σημαίνει επίσης απο-συσσώρευση. Αυτό δεν είναι σαφές σε πολλούς από τους εκπροσώπους της θεωρίας της αποανάπτυξης». Ferrero, Angel (26/09/2012). «Socialism of the XXI Century can only be plural», μια συνέντευξη με τον Elmar Altvater. La Directa 287.
«Quand bien même la Terre serait illimitée, nous serions contre la croissance, parce qu'elle détruit l'humain en nous, parce qu'elle détruit la beauté» (Ακόμα και όταν η γη θα είναι απεριόριστη, θα είμαστε ενάντια στην ανάπτυξη, διότι αυτή καταστρέφει το ανθρώπινο στοιχείο του εαυτού μας, γιατί καταστρέφει την ομορφιά). utopimages.org
[26] Δες επίσης: http://teamcolors.wordpress.com/2009/06/08/workshop-what-is-militant- research
Λιτή αφθονία είναι ο όρος που χρησιμοποιείται από τον Latouche (2009). Αν θεωρούμε την αποανάπτυξη ως ένα «πλέγμα εναλλακτικών λύσεων» τότε πρέπει να λάβουμε υπόψη και άλλες προτάσεις με παρόμοια χροιά, όπως η «συμβιωτικότητα» του Ivan Illich, η «ευημερία χωρίς ανάπτυξη» του Tim Jackson, η έννοια «καλύτερα με λιγότερα» του Jose Manuel Naredo, το «ευ ζην» των κοινοτήτων αυτοχθόνων πληθυσμών, όπως αναγνωρίζονται από τα συντάγματα της Βολιβίας και του Ισημερινού, καθώς και η «ευδαιμονία» του Αριστοτέλη, η ανθρώπινη ευημερία, η χαρά της ζωής και άλλες.
Λαμβάνοντας υπόψη τον αδύναμο και αυθαίρετο χαρακτήρα του ΑΕΠ ως δείκτη (van den Bergh 2009, 2011), και ακολουθώντας τον Latouche (2009), η αδιαφορία για την αύξηση ή μείωση του ΑΕΠ εκφράζεται καλύτερα με τον όρο «α-ανάπτυξη» (a-growth) με την ίδια
a Research & Degrowth (R&D) and ICTA, Universitat Autonoma de Barcelona (UAB)
Η αποανάπτυξη είναι ένα σλόγκαν, μια λέξη «βόμβα». Σκοπός της είναι να πυροδοτήσει μια συζήτηση σχετικά με την διάγνωση και την πρόγνωση της κοινωνίας μας. Η «αποανάπτυξη» ξεκίνησε από ακτιβιστές το 2001, μα γρήγορα αποτέλεσε το ερμηνευτικό πλαίσιο για ένα νέο κοινωνικό κίνημα στο οποίο συγκλίνουν πολλά ρεύματα κριτικών ιδεών και πολιτικής δράσης. Αποτελεί μια προσπάθεια επαναπολιτικοποίησης των συζητήσεων γύρω από τις επιθυμητές κοινωνικό-περιβαλλοντικές προοπτικές και ένα παράδειγμα μιας επιστήμης εμπνευσμένης από τον ακτιβισμό που τώρα εδραιώνεται ως έννοια και στην ακαδημαϊκή βιβλιογραφία. Το κεφάλαιο αυτό συζητά τον ορισμό, την προέλευση, την εξέλιξη, τις πρακτικές και τη δομή της αποανάπτυξης. Ο κύριος σκοπός του είναι να εξηγήσει τις πολλαπλές θεωρητικές πηγές και στρατηγικές της αποανάπτυξης έτσι ώστε να βελτιώσουμε τον βασικό της ορισμό και να αποφύγουμε απλουστευτικές κριτικές και παρανοήσεις. Για αυτόν τον σκοπό το κεφάλαιο παρουσιάζει τις βασικές θεωρητικές πηγές έμπνευσης της αποανάπτυξης, τις ποικίλες στρατηγικές της (συγκρουσιακός ακτιβισμός, διαμόρφωση εναλλακτικών λύσεων και πολιτικών προτάσεων) καθώς και τους δρώντες (ακτιβιστές, επιστήμονες και αυτούς που ζούνε την αποανάπτυξη). Τέλος το κείμενο υποστηρίζει ότι η ποικιλομορφία του κινήματος δεν αναιρεί την ύπαρξη μια κοινής πορείας
1. Εισαγωγή
Η αποανάπτυξη («décroissance» στα γαλλικά) ξεκίνησε στις αρχές του 21ου αιώνα σαν μια πρωτοβουλία για την εθελοντική συρρίκνωση της παραγωγής και της κατανάλωσης με στόχο την κοινωνική και οικολογική βιωσιμότητα. Γρήγορα έγινε ένα σύνθημα ενάντια στην οικονομική ανάπτυξη (Bernard et al· 2003) και εξελίχθηκε σε ένα κοινωνικό κίνημα. Ο όρος επίσης εισχώρησε σε ακαδημαϊκά έντυπα και τουλάχιστον πέντε ειδικά τεύχη έχουν αφιερωθεί στο θέμα τα τελευταία τέσσερα χρόνια (Fournier 2008,Kallis et al. 2010, Victor 2010, Kallis et al 2013, Cattaneo et al. 2012, Sekulova et al 2013, Saed 2012). Η αποανάπτυξη έχει επίσης αναφερθεί και αναλυθεί από Γάλλους και Ιταλούς πολιτικούς και πολλές γνωστές εφημερίδες[1] όπως οι Le Monde[2], Le Monde Diplomatique[3], El Pais, the Wall Street Journal[4] και Financial Times[5]. Μέσα στην σύντομη ζωή της η αποανάπτυξη έχει υποστεί αποκλίνουσες και συχνά απλουστευτικές ερμηνείες. Το άρθρο αυτό απο- σκοπεί στο να βελτιώσει τον βασικό ορισμό της αποανάπτυξης και ταυτόχρονα να αποσαφηνίσει πιθανές παρανοήσεις όσον αφορά την έννοια της. Για αυτό τον σκοπό παραθέτουμε μια σύντομη ιστορία της αποανάπτυξης και μια περιεκτική περιγραφή των θεωρητικών πηγών και στρατηγικών, τονίζοντας ταυτόχρονα τη σημασία της ως κοινωνικό κίνημα.
Σε αντίθεση με τη βιώσιμη ανάπτυξη η οποία βασίζεται σε μια λανθασμένη συναίνεση (Hornborg 2009), η αποανάπτυξη δεν φιλοδοξεί να υιοθετηθεί ως κοινός στόχος από τον ΟΟΣΑ ή την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η ιδέα της «κοινωνικά βιώσιμης αποανάπτυξης» (Schneider et al 2010), ή απλά αποανάπτυξης, γεννήθηκε σαν μια πρόταση για ριζική αλλαγή. Το σύγχρονο πλαίσιο του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού έχει δημιουργήσει μια μεταπολιτική κατάσταση, δηλαδή έχει επικρατήσει ένας πολιτικός σχηματισμός ο οποίος αποκλείει την πολιτική σκέψη και αποτρέπει την πολιτικοποίηση συγκεκριμένων αιτημάτων (Swyngedouw 2007). Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η αποανάπτυξη είναι μια προσπάθεια για την επαναπολιτικοποίηση της συζήτησης σχετικά με τον αναγκαίο κοινωνικό-οικολογικό μετασχηματισμό. Επιβεβαιώνει την απόκλιση της από τις επικρατούσες αναπαραστάσεις του σύγχρονου κόσμου και αναζητά εναλλακτικές λύσεις. Σύμφωνα με τα παραπάνω, η αποανάπτυξη αποτελεί κριτική στην παρούσα ηγεμονία της ανάπτυξης (Rist 2008). Οι πρώτες κριτικές για τη δυτική αντίληψη περί ανάπτυξης (παγκόσμια ομοιόμορφη ανάπτυξη) ξεκίνησε από συγγραφείς όπως οι Arturo Escobar και Wolfgang Sachs, μεταξύ άλλων, τη δεκαετία του 1980. Η αποανάπτυξη επίσης αντιπαρατίθεται με τις ιδέες της «πράσινης ανάπτυξης» ή «πράσινης οικονομίας» και τις σχετικές πεποιθήσεις ότι η οικονομική ανάπτυξη αποτελεί τον πλέον επιθυμητό δρόμο ανεξάρτητα πολιτικής και ιδεολογίας.
Η αποανάπτυξη αντιπαρατίθεται με τα κυρίαρχα πρότυπα (paradigms) στις κοινωνικές επιστήμες, όπως για παράδειγμα την νεοκλασική οικονομική θεωρία καθώς και την Κεϋνσιανή οικονομική θεωρία, αλλά δεν αποτελεί η ίδια πρότυπο με την έννοια «οικουμενικά αποδεκτών επιστημονικών επιτευγμάτων τα οποία για μια περίοδο παρέχουν υποδείγματα προβλημάτων και λύσεων για μια κοινότητα ερευνητών» (Kuhn 1962). Στην οικονομική επιστήμη αναδύεται ένα καινούργιο πεδίο οικολογικών μακροοικονομικών χωρίς ανάπτυξη (Victor 2008, Jackson 2011), βασισμένο στην «οικονομία σταθερής κατάστασης» του Herman Daly, το οποίο θα μπορούσε να εξελιχθεί σε ένα νέο οικονομικό πρότυπο. Ωστόσο ο δρόμος είναι ακόμα μακρύς.
Ορισμένοι αναφέρονται στην αποανάπτυξη ως ιδεολογία, δηλαδή ένα «σύστημα ιδεών και αξιών». Αυτή η οπτική είναι υπερβολικά απλοϊκή ή τουλάχιστον πρόωρη για να μπορέσει να εξηγήσει την ετερογένεια των θεωρητικών πηγών και στρατηγικών της. Η αποανάπτυξη δεν είναι απλά μια οικονομική έννοια. Θα δείξουμε ότι είναι ένα πλαίσιο που αποτελείται από ποικίλους προβληματισμούς, στόχους, στρατηγικές και δράσεις. Ως αποτέλεσμα, η αποανάπτυξη έχει μετατραπεί σε ένα σημείο σύγκλισης στο οποίο συναντιούνται ρεύματα κριτικών ιδεών και πολιτικής δράσης.
Το υπόλοιπο κεφάλαιο είναι οργανωμένο ως εξής: Το δεύτερο μέρος ασχο- λείται με την σύνδεση της θεωρίας κοινωνικών κινημάτων με την αποανάπτυξη. Το τρίτο μέρος παρουσιάζει την ιστορία της. Το τέταρτο, πέμπτο και έκτο μέρος παρουσιάζουν και συζητούν τις διάφορες «σχολές σκέψης» και στρατηγικές που σχετίζονται με την αποανάπτυξη. Τέλος το έβδομο μέρος κλείνει με μια προσπάθεια να δοθεί ένας περιεκτικός ορισμός στην έννοια της αποανάπτυξης.
2. Θεωρητικό πλαίσιο: ένα νέο κοινωνικό κίνημα
Αυτό το μέρος ανιχνεύει την εξέλιξη της αποανάπτυξης σε ένα ερμηνευτικό πλαίσιο για ένα κοινωνικό κίνημα, αντιληπτό ως ένας μηχανισμός μέσω του οποίου οι δρώντες αναλαμβάνουν συλλογική δράση (Della Porta και Diani 2006). Για παράδειγμα, οι ακτιβιστές κατά των αυτοκινήτων και των διαφημίσεων, οι υπέρμαχοι των δικαιωμάτων των ποδηλατών και των πεζών, οι θιασώτες της βιολογικής καλλιέργειας, οι επικριτές της αστικής εξάπλω- σης και οι υποστηρικτές της ηλιακής ενέργειας και των τοπικών νομισμάτων έχουν αρχίσει να βλέπουν την αποανάπτυξη ως το κατάλληλο κοινό αντιπροσωπευτικό πλαίσιο της κοσμοθεωρίας τους.
Ο Goffman (1974) μελετά τα κοινωνικά κινήματα χρησιμοποιώντας την έννοια των πλαισίων. Αυτά επιτρέπουν στους ανθρώπους να εντοπίζουν, να αντιλαμβάνονται, να ταυτοποιούν και να χαρακτηρίζουν τα γεγονότα που βιώνουν (Snow et al 1986). Τα ερμηνευτικά πλαίσια γενικεύουν ένα δεδομένο πρόβλημα ή μια βιωματική εμπειρία και παράγουν νέους ορισμούς καταδεικνύοντας την σύνδεση και σχέση που αυτό έχει με ευρύτερες διαδικασίες, γεγονότα και καταστάσεις άλλων κοινωνικών ομάδων. Η πλαισιακή διαδικασία είναι στην πραγματικότητα μια διαδικασία πολιτικοποίησης που α- ποτελείται από δύο βασικές διαστάσεις: τη διάγνωση και την πρόγνωση (Della Porta and Diani 2006). Η διάγνωση κινητοποιεί πολλαπλές θεωρητικές πηγές (ή ρεύματα σκέψης) μέσα στον χώρο και τον χρόνο και η πρόγνωση ενεργοποιεί πολλαπλές στρατηγικές και δρώντες. Αυτές οι διαδικασίες περιγράφονται με λεπτομέρεια παρακάτω.
Η διάγνωση αποτελείται από την αναγνώριση των αιτιών ενός κοινωνικού προβλήματος. Η αποανάπτυξη ως ερμηνευτικό πλαίσιο διαγιγνώσκει ότι ποικίλα κοινωνικά φαινόμενα όπως οι κοινωνικές και περιβαλλοντικές κρίσεις σχετίζονται με την οικονομική ανάπτυξη. Οι ενεργά εμπλεκόμενοι με την αποανάπτυξη είναι κατά αυτόν τον τρόπο «ενδεικτικοί δρώντες» που εμπλέκονται στην παραγωγή εναλλακτικών και προκλητικών εννοιών που διαφέρουν από αυτές που υπερασπίζεται η επικρατούσα τάση (ΜΜΕ, πολιτικοί, καθηγητές οικονομίας και διευθυντές τραπεζών). Οι υποστηρικτές της ανάπτυξης, για παράδειγμα, βλέπουν την οικονομική ανάπτυξη σαν τον καλύτερο τρόπο για την αντιμετώπιση της παρούσας οικονομικής κρίσης, ενώ οι υποστηρικτές της αποανάπτυξης βλέπουν το οικονομικό σύστημα που βασίζεται στην ανάπτυξη (τροφοδοτούμενη από το χρέος) ως το βασικό πρόβλημα. Οι θεωρητικές πηγές πάνω στις οποίες η αποανάπτυξη δομεί την διάγνωση της παρουσιάζονται στο τέταρτο μέρος. Αυτό που πραγματικά παρακινεί την αποανάπτυξη είναι η συμπληρωματικότητα ανάμεσα σε διαφορετικούς προβληματισμούς.
Η πρόγνωση, η οποία συνήθως χαρακτηρίζεται από μια ισχυρή ουτοπική διάσταση, αναζητά λύσεις και κάνει υποθέσεις για νέα κοινωνικά υποδείγματα. Πέραν από τους πρακτικούς σκοπούς αυτή η διαδικασία ανοίγει νέα πεδία και προοπτικές δράσεις. Οι στρατηγικές που συνδέονται με την πρόγνωση τείνουν να είναι πολλαπλές. Όσον αφορά τις προσεγγίσεις μπορούν να είναι απορριπτικές, εναλλακτικές και ρεφορμιστικές (Anheir et al. 2001). Σε σχέση με τον καπιταλισμό μπορεί να είναι «αντικαπιταλιστικές», «μετα- καπιταλιστικές» και «ανεξάρτητες από τον καπιταλισμό» (Chatterton και Pickerill 2010). Ισχυριζόμαστε ότι αυτές οι προσεγγίσεις μπορούν να συγκε- ραστούν όπως θα εξηγήσουμε στο πέμπτο μέρος.
3. Μια σύντομη ιστορία της αποανάπτυξης
Αυτό το μέρος επικεντρώνεται στην ιστορία του κινήματος στις χώρες όπου η αποανάπτυξη αναδύθηκε και καθιερώθηκε (Γαλλία, Ιταλία και Ισπανία). Οι βασικές πληροφορίες για αυτό το μέρος συλλέχτηκαν μέσω «συμμετοχικής παρατήρησης» (participant observation), «παρατηρούμενης συμμετοχής» (observing participation) (Cattaneo 2006, D'Alisa et al 2010)[6] ή «παρατηρητικών συμμετεχόντων» (observant participators) (Brown 2007). Οι συγγραφείς αυτού του κεφαλαίου έχουν εμπλακεί στο κίνημα της αποανάπτυξης από το ξεκίνημά του. Αυτό διασφαλίζει μια άποψη εκ των έσω και πρόσβαση σε έναν μεγάλο όγκο άτυπων γνώσεων και αδημοσίευτων εγγράφων που έχουν συγκεντρωθεί από το 2000.[7]
Ο όρος
Ορισμένες από τις ιδέες που διέπουν την αποανάπτυξη αποτελούν μέρος φιλοσοφικών συζητήσεων αιώνων. Πιθανότατα μπορούμε να αναζητήσουμε τις θεωρητικές πηγές της αποανάπτυξης στους αρχαίους Έλληνες και στους κριτικούς της ύβρεως. Η λέξη «décroissance» (ο γαλλικός όρος για την αποανάπτυξη) εμφανίστηκε πιθανόν για πρώτη φορά το 1972[8], και αναφέρθηκε αρκετές φορές στις συζητήσεις που επακολούθησαν την έκθεση των Meadows προς τη Λέσχη της Ρώμης «Τα όρια της ανάπτυξης» (Gorz 1977, Amar 1973, Georgescu-Roegen 1979). Το 1982 διοργανώθηκε ένα συνέδριο στο Μόντρεαλ με τον τίτλο «Les enjeux de la décroissance» (Οι προκλήσεις της αποανάπτυξης) αλλά η λέξη χρησιμοποιήθηκε σαν συνώνυμο της οικονομικής ύφεσης (ACSALF 1983). Η λέξη décroissance έγινε σλόγκαν που χρησιμοποιήθηκε από ακτιβιστές το 2001 στην Γαλλία, το 2004 στην Ιταλία (ως «decrescita») και το 2006 στην Καταλονία και στην Ισπανία (ως «decreixement» και «decrecimiento»). Ο αγγλικός όρος «degrowth» εγκαινιάστηκε «επίσημα» στο πρώτο συνέδριο για την αποανάπτυξη στο Παρίσι το 2008, γεγονός το οποίο σηματοδότησε επίσης την εισαγωγή της αποανάπτυξης στο επιστημονικό πεδίο.
Γαλλία
Ο όρος décroissance επινοήθηκε στη Γαλλία. Η αποανάπτυξη, ως κοινωνικό κίνημα, ξεκίνησε στην Λυών στον απόηχο διαδηλώσεων για πόλεις χωρίς αυτοκίνητα, γευμάτων στους δρόμους, συνεταιρισμών τροφίμων και δράσεων αντι-διαφήμισης (περιοδικό Casseurs de pub). Στις αρχές του 2002 ακολούθησε ένα ειδικό τεύχος του περιοδικού Silence υπό την επιμέλεια των Vincent Cheynet και Bruno Clémentin. Την ίδια χρονιά η διάσκεψη «Défaire le développement, refaire le monde» (Αποδομήστε την ανάπτυξη, αναδομήστε τον κόσμο) έλαβε χώρα στο Παρίσι, στην UNESCO, με 800 συμμετέχοντες. Το 2004 η αποανάπτυξη έγινε γνωστή σε έναν μεγαλύτερη αριθμό ανθρώπων με την δημιουργία του μηνιαίου περιοδικού για την αποανάπτυξη «La Décroissance, le journal de la joie de vivre» το οποίο σήμερα πουλάει περίπου 30,000 αντίτυπα. Επίσης την ίδια χρονιά ένας από εμάς, ο François Schneider, πραγματοποίησε τον γύρο της Γαλλίας πάνω σ' έναν γάιδαρο για περισσότερο από έναν χρόνο δίνοντας πολυάριθμες δημόσιες ομιλίες. Ο γύρος έληξε με μια διαδήλωση 500 ατόμων. Έκτοτε άλλες πορείες έχουν διοργα- νωθεί και αρκετές τοπικές ομάδες αποανάπτυξης έχουν αναδυθεί. Επίσης έχουν γίνει κάποιες προσπάθειες για μια πιο παραδοσιακή πολιτική αντιπροσώπευση μέσω ενός κόμματος - πολιτικής κίνησης για την αποανάπτυξη.
Όσον αφορά στη γαλλική παράδοση, η συζήτηση σους πνευματικούς κύκλους έχει υπάρξει πολύ πλούσια, και οδήγησε σε πολυάριθμες εκδόσεις συμπεριλαμβανομένου του περιοδικού Entropia (που ιδρύθηκε το 2006). Ο Serge Latouche αποτελεί τον πιο διάσημο συγγραφέα που γράφει σχετικά με την αποανάπτυξη, όχι μόνο στη Γαλλία αλλά και διεθνώς, αλλά πολλοί άλλοι διανοούμενοι ενστερνίστηκαν επίσης τις ιδέες της. Ορισμένοι ήταν αρχικά έντονοι επικριτές της οικονομικής αποανάπτυξης μα αργότερα έγιναν υπο- στηρικτές της όπως για παράδειγμα ο Dominique Bourg και ο Jacques Généreux. Η δημόσια συζήτηση σχετικά με την αποανάπτυξη στη Γαλλία έχει πλέον αγγίξει ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, έχει γίνει συστατικό στοιχείο κοινωνικών κινημάτων και εμφανίζεται συχνά στον τύπο. Οι πολιτικοί της επικρατούσας τάσης έχουν αισθανθεί την ανάγκη να αντιδράσουν στην ιδέα της αποανάπτυξης συχνά απορρίπτοντας ή παρερμηνεύοντας την (π.χ. ως ένα κίνημα που είναι ενάντια στην βελτίωση της κατάστασης των φτωχών)[9]. Αυτό ωστόσο βοήθησε στο να εξαπλωθεί η δημόσια συζήτηση (Duverger 2011).
Ιταλία
Το ιταλικό δίκτυο για την αποανάπτυξη (Rete per la decrescita) ιδρύθηκε το 2004 από μια ομάδα ακτιβιστών και διανοουμένων με ερείσματα στην αλληλέγγυα οικονομία, την κριτική κατά της ανάπτυξης, τον αντι-ωφελιμισμό και τα βιο-οικονομικά. Οι ηγετικές μορφές του είναι ο βιο-οικονομολόγος Mauro Bonaiuti (βιογράφος του Georgescu-Roegen), η πρώην διαφημίστρια και ακτιβίστρια Dalma Domeneghini, ο κοινωνιολόγος Marco Deriu και ο πολιτικός Paolo Cacciari, πρώην βουλευτής με την Rifondazione comunista (Κομμουνιστική Επανίδρυση). Η ομάδα ασχολείται με το θεωρητικό πλαίσιο και την διάδοση πληροφοριών. Κυρίως εστιάζονται στη συλλογική σκέψη σχετικά με την πολυπλοκότητα των κοινωνικο-πολιτισμικών δυναμικών και τη σύνδεση τους με το τωρινό σύστημα παραγωγής και κατανάλωσης. Σεμινάρια, συνέδρια και καλοκαιρινά σχολεία διοργανώνονται τακτικά τα οποία παρακολουθούνε εκατοντάδες άνθρωποι. Πάνω από χίλιοι άνθρωποι πήραν μέρος στο τρίτο διεθνές συνέδριο για την αποανάπτυξη στην Βενετία το 2012. Έχουν εκδοθεί αρκετά βιβλία και χιλιάδες αντίτυπα του περιοδικού που ονομάζεται La Decrescita. Το κίνημα για τη «ευτυχισμένη αποανάπτυξη» του οποίου ηγείται ο Maurizio Pallante, είναι επίσης πολύ ενεργό στη διάδοση καλών πρακτικών (π.χ. «κάντο μόνος σου»). Το κίνημα αυτό έχει κερδίσει μεγαλύτερη δημοτικότητα και είναι ευρέως γνωστό χάρη στον εύκολα κατανοητό λόγο του. Μια μεγάλη ποικιλία από ομάδες έχουν επίσης λάβει μέρος στην δημόσια συζήτηση για την αποανάπτυξη από προοδευτικούς καθολικούς μέχρι μαρξιστές (Badiale και Bontempelli 2010). Επίσης, πολλές άλλες συλλογικότητες φιλικά προσκείμενες στην αποανάπτυξη έχουν ανα- δυθεί, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που ενδιαφέρονται να ενταχθούν στην κοινοβουλευτική διαδικασία (π.χ. οι πρόσφατες Costituente ecologista και Uniti, ma diversi) ή η πιο ρηξικέλευθη πρόταση της Rigenerazioni για έναν μη εκλογικό πολιτικό σχηματισμό.
Ισπανία
Το κίνημα της αποανάπτυξης ξεκίνησε στην Καταλονία και την πρωτεύουσά της, τη Βαρκελώνη, το 2005, με ακτιβιστές να κάνουν δημόσιο διάλογο για την ενεργειακή κρίση και τις ενδεχόμενες εναλλακτικές λύσεις. Το 2006 το γαλλικό βιβλίο Objectif décroissance μεταφράστηκε στην Καταλανική γλώσσα και η περιβαλλοντική οργάνωση Una sola terra διοργάνωσε μια διάσκεψη σχετικά με την αποανάπτυξη. Τον επόμενο χρόνο η ομάδα Entesa pel decreixement ιδρύθηκε στην Βαρκελώνη. Επιπλέον την Άνοιξη του 2008 ένας ποδηλατικός γύρος διοργανώθηκε από την συλλογικότητα Temps de revoltes (υπό την καθοδήγηση του Enric Duran), ο οποίος οδήγησε στην δημιουργία του δικτύου για την αποανάπτυξη (Xarxa pel Decreixement) που προωθεί τον δημόσιο διάλογο και τις πρακτικές της αποανάπτυξης στην Καταλονία. Η αποανάπτυξη στην Ισπανία και στην Καταλονία υποστηρίζεται συχνά επίσης από ομάδες που δουλεύουν πάνω σε συγκεκριμένα θέματα π.χ. νερό, ενέργεια, υποδομές, κλιματική αλλαγή, αγρο-οικολογία, αλληλέγγυα οικονομία, εκπαίδευση και εκστρατείες ευαισθητοποίησης. Έμπειροι ακτιβιστές και συγγραφείς όπως οι Stefano Puddu, Oriol Lleira and Giorgio Mosangini (Mosangini 2012) βοήθησαν στο να φέρουν τον δημόσιο διάλογο σε άλλους χώρους όπως πολιτικά κόμματα, π.χ. Ciutadans pel Canvi (PSC), Fundaciô Nous Horitzons (ICV) και διεθνείς ΜΚΟ. Πάνω από δέκα ομάδες είναι τώρα ενεργές σε όλη την Ισπανία (decrecimiento.info) ειδικά στη Μαδρίτη και τη χώρα των Βάσκων και καταβάλλονται προσπάθειες για την δημιουργία ενός εθνικού δικτύου. Ο Carlos Taibo, που ζει στην Μαδρίτη, είναι ο πιο γνωστός ακαδημαϊκός και ακτιβιστής συγγραφέας στο θέμα της αποανάπτυξης. Το σλόγκαν της αποανάπτυξης υποστηρίζεται επίσημα και από το μεγάλο ισπανικό δίκτυο περιβαλλοντικών οργανώσεων Ecologistas en Acciôn καθώς και από το αναρχικό συνδικάτο CGT. Το κίνημα έχει επίσης διεισδύσει στην ακαδημαϊκή κοινότητα της Καταλονίας ιδιαίτερα σε μια ομάδα ερευνητών του Ινστιτούτου Περιβαλλοντικών Επιστημών και Τεχνολογίας του Αυτόνομου Πανεπιστήμιου της Βαρκελώνης υπό την καθοδήγηση των καθηγητών Joan Martinez-Alier και Γιώργου Καλλή (δες την επιστολή τους προς υποστήριξη της αποανάπτυξης στους Financial Times, 22/10/2011). Ακόμα εμπλέκονται και άλλοι πανεπιστημιακοί καθηγητές, συμπεριλαμβανομέ-νου του Joaquim Sempere.
Άλλες χώρες
Μετά τα συνέδρια για την αποανάπτυξη που έλαβαν χώρα σε Παρίσι, Βαρκελώνη, Μόντρεαλ και Βενετία από το 2008 έως το 2012, το κίνημα άρχισε να εξαπλώνεται σε ομάδες και σε δράσεις σε Βέλγιο, Ελβετία, Φινλανδία, Πολωνία, Ελλάδα, Γερμανία, Πορτογαλία, Νορβηγία, Δανία, Μεξικό, Βραζιλία, Πουέρτο Ρίκο και Καναδά. Το Παναμερικανικό Συνέδριο στο Μόντρεαλ (2012) φανέρωσε την ύπαρξη συγκροτημένων ομάδων στον Καναδά καθώς και κάποιο ενδιαφέρον από τις ΗΠΑ (το Ινστιτούτο Gund για τα οικολογικά οικονομικά στο Πανεπιστήμιο του Βερμόντ ή το «Κίνημα για τη Νέα Οικονομία» - New Economy Movement). Πάνω από 50 ομάδες από πολλές χώρες διοργάνωσαν πικνίκ για την αποανάπτυξη το 2010 και το 2011[10]. Τον Μάιο του 2012 οργανώθηκε από την οργάνωση ATTAC στο Βερολίνο ένα συνέδριο σχετικά με το θέμα της μετά-ανάπτυξης «Post-Wachstum» με την συμμετοχή 2,000 ατόμων που συμπεριέλαβε ενδιαφέρουσες συζητήσεις πάνω στην αποανάπτυξη. Το επόμενο, τέταρτο, διεθνές συνέδριο για την αποανάπτυξη θα λάβει χώρα στη Λειψία μέσα στο 2014.
4. Θεωρητικές πηγές της αποανάπτυξης
Η αποανάπτυξη είναι πλούσια σε έννοιες και δεν ασπάζεται μόνο ένα φιλοσοφικό ρεύμα. Αυτοί που προσπαθούν να εφαρμόσουν τις ιδέες της αποανάπτυξης δεν ενστερνίζονται ένα μόνο βιβλίο ή συγγραφέα υπεράνω όλων των άλλων. Οι βασικές θεματικές της αρχές προέρχονται από διάφορα ρεύματα οικολογικής και κοινωνικής σκέψης. Η ταυτοποίηση των ρευμάτων της αποανάπτυξης αναπτύχθηκε αρχικά από τον Fabrice Flipo (2007) και, ακολουθώντας το παράδειγμά του, αναφερόμαστε σε αυτά τα ρεύματα ως «θεωρητικές πηγές» της αποανάπτυξης. Η αποανάπτυξη τοποθετείται στη συμβολή αρκετών τέτοιων θεωρητικών πηγών ή ρευμάτων σκέψης τα οποία διασταυρώνονται χωρίς να βρίσκονται σε ανταγωνισμό (Bayon et al 2010). Οι θεωρητικές πηγές φέρνουν σε επαφή διαφορετικές μεθοδολογίες και συστήματα αξιών και μας βοηθούν να ερμηνεύσουμε την αποανάπτυξη. Στην συνέχεια του κειμένου αναγνωρίζουμε έξι θεωρητικές πηγές (προσθέτοντας την «δικαιοσύνη» στις πέντε που προτείνει ο Flipo), τις οποίες θα εξηγήσουμε με την σειρά βασιζόμενοι στην εμπειρία μας ως παρατηρούντες συμμετέχοντες και στην μελέτη βιβλιογραφικών αναφορών. Η απόδοση συγγραφέων σε κάθε μια συγκεκριμένη πηγή είναι κατά κάποιον τρόπο τεχνητή καθώς κανένας συγγραφέας δεν σχετίζεται με μια μόνο πηγή.
Οικολογία
Καταρχήν αυτή η πηγή αναφέρεται στο ότι αντιλαμβανόμαστε πως τα οικοσυστήματα έχουν εγγενή αξία και δεν αποτελούν μόνο αξιοποιήσιμους πόρους. Η αποανάπτυξη υποστηρίζει μια διαφορετική σχέση με την φύση, όπου οι άνθρωποι και τα βιομηχανικά συστήματα δεν είναι το κέντρο και ο κυρίαρχος παράγοντας αλλά αντίθετα διατηρούν μια σχέση συμβίωσης με την φύση όπως τόσοι άλλοι πολιτισμοί έχουν αναπτύξει στο παρελθόν.
Δεύτερον, αυτή η πηγή τονίζει τον ανταγωνισμό ανάμεσα στα οικοσυστήματα και τα συστήματα βιομηχανικής παραγωγής και κατανάλωσης. Υπάρχουν πολυάριθμες εκθέσεις σχετικά με την ταχύτατα επιδεινούμενη κατάσταση του κλίματος της γης και των οικοσυστημάτων παγκοσμίως, ως αποτέλεσμα της αύξησης των εκπομπών ρύπων, των αποβλήτων και της επέκτασης των βιομηχανικών συστημάτων γενικότερα. Όπως δείχνει η Αξιολόγηση του Οικοσυστήματος της Χιλιετίας (Millenium Ecosystem Assessment 2005), τα παγκόσμια οικοσυστήματα έχουν υποβαθμιστεί, η ερημοποίηση των εδαφών έχει επιδεινωθεί και ο ρυθμός εξαφάνισης ζώων και φυτών έχει αυξηθεί κατά τουλάχιστον 1000 φορές σε σχέση με αυτό που θα αναμενόταν υπό «φυσιολογικές» συνθήκες. Η απόλυτη αποσύνδεση μεταξύ της βιομηχανικής εξάπλωσης και της οικολογικής καταστροφής (μια γενική βελτίωση των οικολογικών συστημάτων, με την παράλληλη αύξηση της παραγωγής και κατανάλωσης) μέσω της τεχνολογίας και της λεγόμενης αποϋλοποίησης της παραγωγής δεν έχει ακόμα παρατηρηθεί και είναι πολύ απίθανο να συμβεί. Η αποανάπτυξη είναι επομένως μια πιθανή λύση για να προστατέψουμε τα οικοσυστήματα μειώνοντας την ανθρωπογενή πίεση πάνω τους, και μια πρόκληση πάνω στην ίδια την ιδέα της αποσύνδεσης των οικολογικών επιπτώσεων από την οικονομική ανάπτυξη. Ένας από τους τρόπους για να αντιληφθούμε την αποσύνδεση είναι με το να αποδεχτούμε το δικαίωμα της φύσης να υπάρχει δικαιωματικά όπως στην περίπτωση του Συντάγματος του Εκουαδόρ. Μια άλλη προσέγγιση είναι η ονομαζόμενη res communis (Bayon et al 2010) η οποία προτείνει ότι τα περιβαλλοντικά αγαθά φροντίζονται και μοιράζονται από κοινού έτσι ώστε να αποφεύγεται η οικειοποίη- ση από ένα μόνο άτομο (σε αντίθεση με την res nullius προσέγγιση σύμφωνα με την οποία οι πόροι δεν ανήκουν σε κανέναν και μπορούν ελεύθερα να καταστραφούν ή να κλαπούν). Η προσέγγιση res communis συνεπάγεται μια ενσωμάτωση των ανθρώπων μέσα στη φύση ενώ τα «δικαιώματα της φύσης» μπορούν να αποτελέσουν μια στρατηγική οπισθοφυλακής για να προστατευτεί ότι έχει απομείνει δημιουργώντας περιοχές για την αναγέννηση των οικοσυστημάτων.
Κριτικές στην ανάπτυξη και αντι-ωφελιμισμός
Αυτή η πηγή της αποανάπτυξης πηγάζει από την ανθρωπολογία. Οι συγγραφείς που εντάσσονται σε αυτό το ρεύμα αντιλαμβάνονται την αποανάπτυξη σαν μια λέξη «βόμβα» που καταρρίπτει το ηγεμονικό φαντασιακό τόσο της ανάπτυξης όσο και του ωφελιμισμού. Ο Latouche είναι ένας σημαντικός συγγραφέας που εντάσσεται σ' αυτό το ρεύμα σκέψης. Ανάμεσα στους επικριτές της ανάπτυξης από την δεκαετία του 1970 και του 1980 περιλαμβάνονται οι Arturo Escobar, Gilbert Rist, Helena Norberg-Hodge, Majid Rahnema, Wolfgang Sachs, Ashish Nandy, Shiv Visvanathan και Gustavo Esteva (Sachs 1992). Πολλά κοινά στοιχεία συναντά κανείς και στα γραπτά των Jacques Ellul και Lewis Mumford (στις κριτικές τους για την τεχνολογία), François Partant, Bernard Charbonneau και Ivan Illich. Η ουσία αυτής της πηγής είναι η κριτική στην ομογενοποίηση των πολιτισμών μέσω της ευρεί- ας υιοθέτησης συγκεκριμένων τεχνολογιών και μοντέλων παραγωγής και κατανάλωσης από τον παγκόσμιο Βορρά. Όπως το θέτει ο Latouche (2009), το δυτικό μοντέλο ανάπτυξης είναι ένα διανοητικό κατασκεύασμα που υιοθετεί ο υπόλοιπος κόσμος. Κριτικοί της ομοιόμορφης ανάπτυξης μπορούν να εντοπιστούν σε πολλά κινήματα ενάντια στην αποικιοκρατία συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αντιτίθενται στις πολιτικές οικονομικής προσαρμογής των διεθνών χρηματοπιστωτικών οργανισμών όπως η Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ. Ιδιαίτερα σημαντική σε αυτό το σημείο είναι η κριτική αναθεώρηση της έννοιας της ανάπτυξης όπως χρησιμοποιείται από τον ΟΗΕ και τους επικρατούντες οικονομικούς οργανισμούς από τα τέλη της δεκαετίας του 1940. Η αποανάπτυξη θεωρεί τη «βιώσιμη ανάπτυξη» ένα οξύμωρο σχήμα και απαιτεί την αποσύνδεση μας από το κοινωνικό φαντασιακό το οποίο αυτή αντιπροσωπεύει.
Η άλλη όψη αυτού του ρεύματος στο κίνημα της αποανάπτυξης είναι η κριτική στον «οικονομικό άνθρωπο» (homo economicus), και στο να θεωρείται η μεγιστοποίηση της ωφελιμότητας ως η υπέρτατη κινητήρια δύναμη της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Αυτή η κριτική εμπνεύστηκε από τον Marcel Mauss τη δεκαετία του 1920 και αναπτύχθηκε περαιτέρω τα τελευταία 30 χρόνια από τους Serge Latouche, Alain Caillé και άλλα μέλη του MAUSS (Mouvement Anti-Utilitariste dans les Sciences Sociales) (Mauss 1924, Caillé 1989). Το κίνημα εναντιώνεται στην κυρίαρχη επιρροή των αγορών πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις και την κοινωνία, γνωστή ως «εμπορευματοποίηση των ανθρώπινων σχέσεων». Άλλοι συγγραφείς που συχνά αναφέρονται είναι ο κοινωνικός και οικονομικός ιστορικός Karl Polanyi (1944) και ο ανθρωπολόγος Marshall Sahlins (1972).
Η αντίληψη των ανθρώπων ως οικονομικών παραγόντων που καθοδηγούνται από ιδιοτέλεια και μεγιστοποίηση της ωφελιμότητας είναι μια απεικόνιση του κόσμου, ή ένα ιστορικό-κοινωνικό κατασκεύασμα, το οποίο έχει «εμφυτευτεί» με σχολαστικότητα στο μυαλό πολλών γενεών σπουδαστών των οικονομικών. Με αυτήν την έννοια η αποανάπτυξη είναι ένα κάλεσμα για ευρύτερες θεωρήσεις που δίνουν μεγαλύτερη σημασία στις οικονομικές σχέσεις βασισμένες στα δώρα και την αμοιβαιότητα και όπου οι κοινωνικές σχέσεις και η συμβιωτικότητα διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο. Οι θεμελιώδεις ιδέες που βρίσκονται πίσω από αυτήν την πηγή της αποανάπτυξης είναι η αλλαγή στην δομή των αξιών και η αλλαγή στους θεσμούς που διαμορφώνουν τις αξίες. Συνεπώς η αποανάπτυξη είναι ένας τρόπος για την προώθηση ενός νέου φαντασιακού το οποίο συνεπάγεται μια αλλαγή κουλτούρας και επανεύρεση της ανθρώπινης ταυτότητας αποδεσμευμένης από τις οικονομικές αναπαραστάσεις.
Νόημα της ζωής και ευημερία
Αυτή η πηγή της αποανάπτυξης προέρχεται από την ψυχολογία και σχετίζεται με την πνευματικότητα. Ουσία της είναι η αναδυόμενη ανάγκη για περισσότερο νόημα στην ζωή (και της ζωής) στις σύγχρονες κοινωνίες. Είναι μια κριτική των τρόπων ζωής που βασίζονται στις αρχές του να δουλεύεις περισσότερο, να κερδίζεις περισσότερο, να πουλάς περισσότερο και να αγοράζεις περισσότερο. Αυτή η πηγή τονίζει την ανάγκη μιας εσωτερικής επανάστασης για να συνοδεύσει τις αλλαγές που είναι απαραίτητες στον εξωτερικό κόσμο, αναζητώντας την αρμονία με την φύση και τους ανθρώπους αντί για την συσσώρευση υλικών αγαθών και την επιδίωξη ανέλιξης στην κοινωνική ιεραρχία.
Η πηγή σχετικά με το «νόημα της ζωής» προέρχεται από την προσπάθεια συγκερασμού αντιφατικών κοινωνικών ρόλων (π.χ. ανάμεσα στην ανάγκη για συμβιωτικότητα και επαφή με την φύση και μια καλά αμειβόμενη εργασία). Αυτή η πηγή της αποανάπτυξης επίσης χρησιμοποιεί βιβλιογραφικά ευρήματα σχετικά με την οικονομία και την ευτυχία. Δύο σημαντικές αναφορές αποτελούν ο διαχωρισμός ανάμεσα στην αύξηση του εισοδήματος και την ευτυχία, ένα φαινόμενο γνωστό ως το παράδοξο του Easterlin (Easterlin 1974), καθώς και η σύνδεση ανάμεσα στην σημασία που κάποιος αποδίδει στις υλικές απολαβές και στην συναισθηματική διαταραχή (Kasser 2002).
Το κίνημα για την εθελούσια απλότητα, το οποίο βλέπει την απλή ζωή ως απελευθερωτική και πιο ουσιαστική αντί για δεσμευτική και περιοριστική, είναι μια σημαντική πηγή ή επιχειρηματολογία για την αποανάπτυξη (Mon- geau 1985). Εδώ μπορούμε επίσης να αναφέρουμε την απολογία της επάρκειας (enoughness) του Schumacher (Schumacher 1973), καθώς και την οικονομία της μονιμότητας[11] του επηρεασμένου από τον Γκάντι οικονομολόγου Kumarappa. Άλλοι συγγραφείς που σχετίζονται με αυτό το φιλοσοφικό ρεύμα της αποανάπτυξης είναι οι Henry David Thoreau και Pierre Rabhi.
Βιο-οικονομικά
Τα οικολογικά οικονομικά και η βιομηχανική οικολογία είναι επίσης θεωρητικές πηγές της αποανάπτυξης. Οι περισσότεροι οικολόγοι-οικονομολόγοι είναι συνεχιστές του Georgescu-Roegen ο οποίος εισήγαγε τον όρο «βιο- οικονομικά» και έγραψε υπέρ της αποανάπτυξης[12]. Αυτή η σχολή σκέψης τονίζει τη σημασία της διαθεσιμότητας πόρων και της απορρόφησης ρύπων. Μια κλασσική αναφορά εδώ είναι «Τα Όρια της Ανάπτυξης» (Meadows et al. 1972, 2004). Εδώ βρίσκουμε δύο βασικές απόψεις οι οποίες εμπνέουν και αποτελούν την βάση της αποανάπτυξης. Η μία είναι του Georgescu-Roegen σχετικά με την εντροπία και τη μη αναστρέψιμη μείωση της διαθεσιμότητας των ορυκτών καυσίμων και άλλων πρώτων υλών (Bonaiuti 2011). Η άλλη είναι του Odum (2001), ο οποίος υπερασπίζεται την θεωρία της κορύφωσης και πτώσης στις οποίες πάντα φτάνει η χρήση των φυσικών πόρων.
Σύμφωνα με τον Georgescu-Roegen, η ανθρώπινη δραστηριότητα μετατρέπει ενέργεια και ύλες χαμηλής εντροπίας ή καλής ποιότητας σε απόβλητα και ρύπους που είναι άχρηστα και έχουν υψηλή εντροπία. Λαμβάνοντας υπόψη ότι τα αποθέματα ορυκτών καυσίμων και φυσικών πόρων που είναι διαθέσιμα στον φλοιό της γης είναι περιορισμένα και ότι η διαθεσιμότητα τους μειώνεται, η ανακύκλωση τους σε υψηλής ποιότητας ύλη δεν είναι εφικτή. Η ενέργεια διασπείρεται και τα υλικά μπορούν να ανακυκλωθούν μόνο σε περιορισμένο βαθμό επειδή μια ολοκληρωτική ανακύκλωση είναι υπερβολικά ενεργοβόρα. Ακόμα και η εισροή ηλιακής ενέργειας χαμηλής εντροπίας είναι περιορισμένη με την έννοια ότι πέφτει στη γη διασκορπισμένα. Η αποανάπτυξη μπορεί επομένως να επιβραδύνει την διαδικασία υποβάθμι- σης της ύλης. Μια οικονομία σταθερής κατάστασης (όπως προτείνει ο Herman Daly) δεν αρκεί.
Τα βιο-οικονομικά επιχειρήματα υπέρ της αποανάπτυξης συμπεριλαμβανομένων της μειωμένης ενεργειακής επιστροφής επί της ενεργειακής επένδυσης (EROI = energy return on investment), και της επικείμενης κορύφωσης παραγωγής πετρελαίου (peak oil)[13], είναι πιο συγκεκριμένα και γίνονται ευκολότερα κατανοητά από ορισμένους ανθρώπους από ότι τα αντίστοιχα ανθρωπολογικά και πολιτισμικά επιχειρήματα και γι' αυτόν τον λόγο αναφέρονται συχνότερα στον ακαδημαϊκό και πολιτικό δημόσιο διάλογο. Οι οικολόγοι-οικονομολόγοι επικαλούνται εδώ και καιρό τα οικονομικά γραπτά του Frederick Soddy (Soddy 1926, Daly 1980, Martinez-Alier 1987). Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και η ιδέα της «χρεοκρατίας» αναβίωσαν το ενδιαφέρον για τον συγκεκριμένο συγγραφέα ο οποίος τόνιζε πως το χρηματοπιστωτικό σύστημα συγχέει την επέκταση της πίστωσης με την δημιουργία αληθινού πλούτου, ενώ η πραγματική οικονομία της ενέργειας και των πρώτων υλών δεν μπορεί να αναπτυχθεί με το επιτόκιο που είναι αναγκαίο για την αποπληρωμή των χρεών. Όπως εξηγούν ο Georgescu- Roegen και ο Odum, οι διαθέσιμοι φυσικοί πόροι στην πραγματικότητα μειώνονται. Η αύξηση των ιδιωτικών και δημόσιων χρεών είναι επομένως η τέλεια συνταγή για οικονομικές κρίσεις (βλέπε κεφάλαιο 1).
Οι πρώιμοι οικολόγοι-οικονομολόγοι εμπνέονταν επίσης από την ιδέα του οικολογικού εκσυγχρονισμού. Ισχυρίζονταν ότι ο οικονομικός εκσυγχρονισμός (οι δραστικές μειώσεις στην χρήση υλών προερχόμενες από νέες τεχνολογίες και βελτιώσεις στην αποδοτικότητα) θα μπορούσε να προσφέρει λύσεις. Ενώ οι τεχνολογικές καινοτομίες αποτελούν μια πηγή αντιπαραθέσεις μεταξύ των υποστηρικτών της αποανάπτυξης, όλοι αμφισβητούν την ικανότητα των τεχνολογικών καινοτομιών να υπερκεράσουν τα βιοφυσικά όρια και να διατηρήσουν την οικονομική ανάπτυξη επ’ αόριστον. Σύμφωνα με το παράδοξο του Jevons η οικο-αποδοτικότητα μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένη κατανάλωση ή παραγωγή επειδή οι νέες τεχνολογίες απελευθερώνουν όρια στην παραγωγή και την κατανάλωση (Polimeni et al 2008, Schneider 2008). Για παράδειγμα, οικονομίες στην ενέργεια και τις πρώτες ύλες μπορούν να επανεπενδυθούν σε αγορές νέων υλών και ενέργειας εξουδετερώνοντας με αυτόν τον τρόπο τα κέρδη από τη μείωση της χρήσης υλών και ενέργειας που συνδέονται με τα μέτρα αποδοτικότητας. Η αποανάπτυξη έχει τα βιο-οικονομικά ως πηγή καθώς υποστηρίζει πολλές «μη τεχνικές» προτάσεις για την μείωση των πρώτων υλών και των ενεργειακών ροών πέρα από την προσέγγιση του εκσυγχρονισμού η οποία έχει την τάση να απορρίπτει τα όρια της τεχνολογίας.
Δημοκρατία
Η επόμενη πηγή του κινήματος της αποανάπτυξης ξεπηδάει από τις εκκλήσεις για «βαθύτερη» δημοκρατία (Deriu 2008, Cattaneo et al 2012, Asara et al 2013). Ενδιαφέρουσες προτάσεις προερχόμενες από το πεδίο των ριζοσπαστικών πράσινων πολιτικών περιλαμβάνουν μια αποκεντρωμένη συμμετοχική δημοκρατία, ισότιμες οικονομικές σχέσεις βασισμένες στην αυτάρκεια, τεχνολογίες φιλικές προς τον χρήστη καθώς και έναν πληθυσμό αποφασισμένο να εφαρμόσει ειρηνικές μεθόδους για να υπερασπιστεί τον ίδιο αλλά και το περιβάλλον (Carter 2004). Πιο συγκεκριμένα, η αποανάπτυξη είναι μια αντίδραση στην έλλειψη δημοκρατικών διαβουλεύσεων πάνω στην οικονομική ανάπτυξη και την τεχνολογική καινοτομία. Μέσα σε αυτήν την πηγή βρίσκουμε αντικρουόμενες τοποθετήσεις ανάμεσα σε αυτούς που υποστηρίζουν τους υπάρχοντες δημοκρατικούς θεσμούς αναλογιζόμενοι τα ρίσκα του να χάσουμε τα κεκτημένα (μια πιο ρεφορμιστική άποψη), και αυτούς που απαιτούν καινούργιους θεσμούς που θα βασίζονται στην άμεση και συμμετοχική δημοκρατία (ένα πιο εναλλακτικό, μετά-καπιταλιστικό όραμα). Κάποιοι από τους συγγραφείς-κλειδιά αυτής της πηγής της αποανάπτυξης είναι οι Ivan Illich, Jacques Ellul Κορνήλιος Καστοριάδης και Serge Latouche. Όπως ισχυρίστηκε ο Illich (1973), μετά από ένα συγκεκριμένο όριο, η τεχνολογία δεν μπορεί πια να ελεγχθεί από τους ανθρώπους. Γ ια τον Illich μόνο όταν περιορίσουμε το τεχνολογικό σύστημα κάτω από ένα δεδομένο πολυδιάστατο όριο μπορούμε να κάνουμε την πραγματική δημοκρατία εφικτή. Σύμφωνα με την έννοια του ριζοσπαστικού μονοπωλίου που εισή- γαγε ο Illich, αν και οι νέες τεχνικές μπορεί να φαίνεται ότι διευρύνουν το φάσμα των επιλογών και των ελευθεριών μας, καταλήγουν στο να τις μειώνουν, περιορίζοντας στην πραγματικότητα τη δυνατότητα μας να επιλέξου- με άλλες νέες, πιο απλές τεχνικές. Ο Ellul (1977) από την άλλη μεριά, που μελέτησε την τεχνολογία σε βάθος, την περιγράφει ως ένα σύστημα που επεκτείνεται και ακολουθεί ανεξάρτητη πορεία χωρίς να αμφισβητείται ή να δέχεται δημοκρατική κριτική και περιορισμό. Προκειμένου να αμφισβητήσουμε τις τεχνολογίες, τις οποίες ο Ellul αντιλαμβάνεται ως αυτόνομες και αυτο-αναπαραγόμενες, χρειαζόμαστε δημοκρατική κριτική η οποία θα είναι ανεξάρτητη του τεχνικού συστήματος. Τέλος, ένας άλλος συγγραφέας-κλειδί για την αποανάπτυξη είναι ο Καστοριάδης, ο οποίος στο έργο του υπερασπίστηκε την ιδέα μιας αυτόνομης, «αυτο-θεσμισμένης κοινωνίας» ως μιας οντότητας που αυτοκυβερνείται με τους δικούς της νόμους.
Δικαιοσύνη
Η δικαιοσύνη ως πηγή της αποανάπτυξης έχει πολλές πτυχές που σχετίζονται με το παγκόσμιο κίνημα δικαιοσύνης. Για τον Paul Aries, το πρώτο μέ- λημα της αποανάπτυξης είναι οι ανισότητες. Ο Dobson (2003) αμφισβητεί τον όρο «δίκαιες αειφορίες» (just sustainabilities) (Agyeman et al. 2003), ο οποίος στηρίζεται πάνω στην σύμπραξη της περιβαλλοντική αειφορίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Η αποανάπτυξη δεν λαμβάνει ως δεδομένη τη σχέση αυτή και αμφισβητεί το γεγονός ότι η μία αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση της άλλης. Αντιθέτως σκόπιμα διερευνά τρόπους για να καταστούν οι δυο συμβατές.
Μια κοινή παραδοχή μεταξύ οικονομολόγων όπως ο Sala-i-Martin (Snowdon 2006), ο οποίος στηρίζεται στην υπόθεση του «φαινομένου της διάχυσης προς τα κάτω» (trickle-down effect), δηλαδή ότι αν οι πλούσιοι γίνουν πλουσιότεροι, ένα μέρος από αυτόν τον πλούτο θα φτάσει και στους υπόλοιπους, είναι ότι μόνο η οικονομική ανάπτυξη μπορεί να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης των φτωχών ανθρώπων στον πλανήτη. Με δεδομένη τη φιλελεύθερη υπόθεση ότι η εθελοντική μείωση του εισοδήματος και η αναδιανομή είναι αδύνατη, η μόνη στρατηγική για την καταπολέμηση της φτώχειας είναι η οικονομική ανάπτυξη η οποία θα έχει ως αποτέλεσμα λίγες σταγόνες πλούτου οι οποίες θα φτάσουν τελικά και στους φτωχούς.
Απέναντι σε αυτή την θέση, η αποανάπτυξη επιλέγει τη μείωση του ανταγωνισμού, την αναδιανομή σε μεγάλη κλίμακα, την ανταλλαγή και την μείωση των υπερβολικών εισοδημάτων. Αν η φτώχεια γίνεται αντιληπτή από την άποψη της σχετικής κατανάλωσης δεν μπορεί ποτέ να «εξαλειφθεί» από την οικονομική ανάπτυξη καθώς αυτή αλλάζει μόνο το μέγεθος αλλά όχι τις αναλογίες του πλούτου που κατέχουν ιδιώτες. Οι ανάγκες, ωστόσο, μπορούν να ικανοποιηθούν από πολλαπλές πηγές (Max-Neef 2001). Η εκλαϊκευμένη βιβλιογραφία για την αποανάπτυξη, για παράδειγμα, περιλαμβάνει ένα μεγάλο αριθμό από ιστορίες ανθρώπων που επιλέγουν τη λιτότητα εκπληρώνοντας όλες τις ανάγκες τους χωρίς να λαμβάνουν υψηλά εισοδήματα (downshifters) (Conill et al. 2012, Carlsson 2008).
Όπως περιγράφει ο Ikeme (2003) εδώ μπορούμε να εντοπίσουμε δύο φιλοσοφικές προσεγγίσεις: την συνεπειοκρατική (consequentialist), η οποία τοποθετεί τα τελικά αποτελέσματα πάνω από τα μέσα, και τη δεοντολογική (deontobgical) που τοποθετεί τα μέσα πάνω από τα αποτελέσματα. Γ ια παράδειγμα, εστιάζοντας μόνο στους δείκτες ευημερίας ή ανισότητας, είναι συνέπεια της εφαρμογής μόνο της πρώτης τάσης, ενώ δίνοντας προτεραιότητα στην εφαρμογή μόνο ενός συγκεκριμένου κοινωνικού κανόνα, όπως η μη-βία, είναι αποτέλεσμα της χρησιμοποίησης μόνο της δεύτερης τάσης. Στην συνέχεια παραθέτουμε μερικά οράματα στα πλαίσια αυτής της πηγής της αποανάπτυξης, ενώ εξερευνούμε την δυαδικότητα μεταξύ συνεπειοκρα- τικών - δεοντολογικών τάσεων.
Το πρώτο όραμα σχετίζεται με την κοινωνική σύγκριση και τον φθόνο. Σύμφωνα με τον Herve Kempf, δημοσιογράφο της εφημερίδας Le Monde και επηρεασμένο από τον Veblen (1899), η κοινωνική σύγκριση με βάση την προβολή του τρόπου ζωής των πλούσιων ανθρώπων, είναι υπεύθυνη για την κοινωνική και περιβαλλοντική κρίση (Kempf 2007). Από μια συνεπειοκρατική σκοπιά η αποανάπτυξη μπορεί να κάνει την κοινωνική σύγκριση λιγότερο προβληματική, μειώνοντας τους λόγους για φθόνο και τον ανταγωνισμό «τύπου Δαρβίνου». Μερικές από τις προτάσεις που συζητήθηκαν κατά το δεύτερο διεθνές συνέδριο για την αποανάπτυξη περιλαμβάνουν τη θέσπιση μέγιστου εισοδήματος ή μέγιστου ατομικού πλούτου για να αποδυναμωθεί ο φθόνος ως κινητήρια δύναμη του καταναλωτισμού, καθώς και το άνοιγμα των συνόρων για την αποφυγή του πειρασμού μιας σύγκρουσης ανάμεσα στις πλούσιες και τις φτωχές χώρες. Από δεοντολογική άποψη η αποανάπτυξη συνεπάγεται μια αλλαγή κουλτούρας που θα μας κάνει μη ευάλωτους στους πειρασμούς ενός τρόπου ζωής βασισμένου στην υψηλή κατανάλωση, όπως προτείνεται από την αντι-ωφελιμιστική σχολή. Γ ια να υπάρξει δικαιοσύνη απαιτείται η αποανάπτυξη του βιοτικού επιπέδου των πλούσιων τάξεων τόσο στον Βορρά όσο και στον Νότο. Αυτό το σημείο συχνά παρεξηγείται από εκείνους που θεωρούν τον πληθυσμό ως το κεντρικό ζήτημα και που φαίνεται να αγνοούν τη διαφορά μεταξύ του τρόπου ζωής ενός ψαρά στην Ινδία και ενός τραπεζίτη στη Νέα Υόρκη ή τη Βομβάη.
Το δεύτερο όραμα συνεπάγεται τη διόρθωση της παρελθούσας αδικίας. Ένα καλό παράδειγμα είναι η έννοια του οικολογικού χρέους ή η απαίτηση ότι ο Παγκόσμιος Βορράς πρέπει να πληρώσει για την παρελθούσα αλλά και νυν αποικιακή εκμετάλλευση του Νότου (βλέπε την πρόταση Yasuni ITT για να μείνουν οι φυσικοί πόροι στο έδαφος στον Ισημερινό). Ένα άλλο είναι το κίνημα για την περιβαλλοντική δικαιοσύνη, ωθούμενη από την αύξηση του κοινωνικού μεταβολισμού και την ιστορική ανισότητα στην κατά κεφαλή εκπομπή διοξειδίου του άνθρακα. Οι αγώνες για την περιβαλλοντική δικαιοσύνη στον Βορρά (αυθόρμητα κινήματα, οργανώσεις και δίκτυα όπως η Κλιματική Δικαιοσύνη Τώρα!) αποτελούν μέρος της αποανάπτυξης, ενώ αυτοί του Νότου αποτελούν σημαντικούς συμμάχους (Martinez-Alier 2010, βλ. κεφάλαιο 7), συμπεριλαμβανομένων και των κινημάτων μετα- εξαγωγισμού (post-extractivism) και ευ ζην (buen vivir) στη Λατινική Αμερι-
κή (Acosta και Martinez 2009, Gudynas 2011).
Τρίτον, η προσέγγιση της ισότητας στη δικαιοσύνη μέσα στο πλαίσιο της αποανάπτυξης προϋποθέτει την αναδιανομή πόρων και πλούτου τόσο εντός όσο και μεταξύ των οικονομιών Βορρά και Νότου. Η δικαιοσύνη εδώ γίνεται κατανοητή ως μια δίκαιη κατανομή των οικονομικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών αγαθών και αποβλήτων σε όλους τους χρονικούς ορίζοντες (δηλαδή εντός των γενεών και μεταξύ των γενεών). Έρχεται σε αντίθεση με την «ηθική της σωσίβιας λέμβου» του Garrett Hardin, μέσω της οποίας περιβαλλοντικές και πληθυσμιακές ανησυχίες οδηγούν εύκολα στον ρατσισμό. Μεγαλύτερη συναίνεση μοιάζει να υπάρχει γύρω από την υποστήριξη της αποανάπτυξης της εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων που θα εξασφαλίσει μια βασική πρόσβαση στις υπηρεσίες του οικοσυστήματος από τον παγκόσμιο Νότο και τα φτωχότερα στρώματα. Θα πρέπει όμως να αναφέρουμε ότι η ισότητα συχνά παρερμηνεύεται ως οικουμενισμός ή ως έκκληση για τυποποίηση των δυτικών τρόπων ζωής.
Τέλος, κάποιοι βλέπουν τη δικαιοσύνη ως την πρόληψη της ανθρώπινης δυστυχίας με την καθιέρωση ελάχιστων κριτηρίων και βασικού εισοδήματος για όλους (με τη μορφή φυσικών πόρων, δημόσιων υπηρεσιών ή/και χρημάτων). Άλλοι αμφισβητούν την ιδέα ενός βασικού εισοδήματος και υπογραμμίζουν τη σημασία της αξιοκρατίας και της συνεισφοράς στην κοινωνία (Bayon et al. 2010). Άλλα βασικά θέματα προς συζήτηση μέσα στο πλαίσιο της δικαιοσύνης για την αποανάπτυξη, τα οποία θα απαιτούσαν εκτεταμένη επεξήγηση, είναι ο φεμινισμός[14], ο ταξικός διαχωρισμός[15] και η μη-βία[16].
5. Στρατηγικές και φορείς αποανάπτυξης
Όπως αναφέρθηκε νωρίτερα, ακόμη και αν οι ακτιβιστές δεν εφηύραν τον όρο «αποανάπτυξη», ήταν αυτοί που τον προώθησαν σαν ένα σλόγκαν για την εθελοντική και δημοκρατική κοινωνική αλλαγή. Το σλόγκαν της αποα- νάπτυξης εξελίχθηκε αντλώντας από διάφορες πηγές. Κάθε μία από αυτές όμως, μπορεί να εμπνεύσει μια διαφορετική σειρά από στρατηγικές δράσης σε τοπικό, περιφερειακό ή παγκόσμιο επίπεδο. Το πλαίσιο της αποανάπτυξης παρέχει μια διάγνωση, όπου οι πηγές μπορούν να συσχετιστούν με καθημερινές πρακτικές, αλλά και με τη θεωρητική εργασία των διανοουμένων, εντός και εκτός πανεπιστημίων. Οι στρατηγικές δράσης ποικίλουν από την αντίδραση μέχρι το χτίσιμο εναλλακτικών (δημιουργία νέων θεσμών) και τον ρεφορμισμό (δράσεις στο πλαίσιο των υφιστάμενων θεσμών για να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για τον κοινωνικό μετασχηματισμό) - από το τοπικό έως το παγκόσμιο επίπεδο (για μια παρόμοια ανάλυση, δες: Dobson 2007). Μεταξύ των πρώτων υποστηρικτών της αποανάπτυξης βρίσκουμε ακτιβιστές βάσης ταγμένους στην αντίδραση και δρώντες που αναπτύσσουν εναλλακτικές. Ορισμένοι δρώντες καλούν για μια πλήρη αναθεώρηση των υπαρχόντων θεσμών, ενώ άλλοι ζητούν τη μεταρρύθμισή τους ή τη μερική διατήρηση τους τόσο σε τοπικό όσο και σε ευρύτερο επίπεδο (με την πολιτική συμμετοχή και τη συμβολή ακαδημαϊκής έρευνας). Από τη συνύπαρξη των διαφόρων δρώντων υποκειμένων υπό την αιγίδα της αποανάπτυξης δεν έχουν λείψει ούτε οι συγκρούσεις, ούτε η συμπληρωματικότητα. Αναλύουμε μερικές από αυτές παρακάτω.
Συγκρουσιακός ακτιβισμός
Οι δρώντες της αποανάπτυξης εμπλέκονται συχνά με τον συγκρουσιακό ακτιβισμό, όπως η αντίδραση στην επέκταση αυτοκινητοδρόμων, αεροδρομίων, τρένων μεγάλης ταχύτητας και άλλων υποδομών. Η αντίσταση μπορεί να λαμβάνει διάφορες μορφές: διαδηλώσεις, μποϊκοτάζ, πολιτική ανυπακοή, άμεση δράση και τραγούδια διαμαρτυρίας. Ένα καλό παράδειγμα αντίστασης στον χρηματοπιστωτικό τομέα είναι η δράση του Καταλανού ακτιβιστή για την αποανάπτυξη Enric Duran. Το Σεπτέμβριο του 2008, ο Duran ανακοίνωσε δημοσίως ότι είχε «ληστέψει» σχεδόν μισό εκατομμύριο ευρώ λαμ- βάνοντας νόμιμα, σχετικά μικρά δάνεια από διάφορες τράπεζες, χωρίς να έχει καμία πρόθεση να τα επιστρέψει (καθώς τα είχε δαπανήσει για ευγενείς σκοπούς). Αυτή ήταν μια πολιτική δράση για να καταγγείλει όπως αποκά- λεσε το «ληστρικό καπιταλιστικό σύστημα». Ένας από τους σκοπούς της πράξης του ήταν να καταγγείλει τη μη βιωσιμότητα του τραπεζικού συστήματος. Αναφερόμενος στη δημιουργία του χρήματος ως χρέους, ο Duran δήλωσε ότι αν οι τράπεζες μπορούν να δημιουργούν χρήμα από το τίποτα, «εγώ θα τα κάνω να εξαφανιστούν στην ανυπαρξία». Από το 2006 έως το 2008 χρηματοδότησε διάφορα αντι-καπιταλιστικά κινήματα, συμπεριλαμβανομένων περιοδικών που εκτυπώθηκαν σε εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα με θέματα όπως η ενεργειακή κρίση (δηλαδή η κορύφωση παραγωγής πετρελαίου), κριτικές πάνω στην οικονομία που είναι βασισμένη στο χρέος, και η παρουσίαση συγκεκριμένων εναλλακτικών προτάσεων για μια βιώσιμη αλληλέγγυα οικονομία[17].
Χτίσιμο εναλλακτικών
Άλλοι δρώντες προωθούν τοπικές, αποκεντρωμένες και συμμετοχικές εναλλακτικές μικρής κλίμακας όπως η ποδηλασία, η επαναχρησιμοποίηση, η χορτοφαγία, οι συνεταιρισμοί κατοικίας, η αγρο-οικολογία, τα οικολογικά χωριά και οι οικοκοινότητες, η αλληλέγγυα οικονομία, οι συνεταιρισμοί καταναλωτών, οι εναλλακτικές (λεγόμενες ηθικές) τράπεζες ή πιστωτικοί συνεταιρισμοί και οι αποκεντρωμένοι συνεταιρισμοί ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Αυτά είναι παραδείγματα «ουτοπιών του τώρα» (nowtopias) του
Chris Carlsson (2008), ή ανάπτυξης εναλλακτικών λύσεων εκτός των υπαρχόντων θεσμών, εδώ και τώρα. Τα κινήματα των Οικολογικών Χωριών και Πόλεων σε Μετάβαση αποτελούν σημαντικές εμπειρίες προς αυτήν την κατεύθυνση και συχνά διασταυρώνονται με την αποανάπτυξη[18]. Μερικοί δρώ- ντες που εργάζονται για την ανάπτυξη εναλλακτικών υποστηρίζουν ότι η αλλαγή συμπεριφοράς και αξιών σε ατομικό επίπεδο θα πρέπει να είναι ο κύριος στόχος της αποανάπτυξης. Αυτό καθίσταται προφανές στον τρόπο ζωής των ανθρώπων αυτών οι οποίοι ασκούν εθελούσια απλότητα, ζουν καλύτερα με λιγότερα, και επιβραδύνουν το ρυθμό της ζωής τους. Ιδιαίτερη προσοχή δίνεται στο πως η συνειδητή ηθική κατανάλωση μπορεί να προκα- λέσει έναν μετασχηματισμό τόσο σε ατομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Η κύρια ιδέα είναι ότι αν δαπανάται λιγότερος χρόνος για επίσημη εργασία και κατανάλωση, μπορεί να αφιερωθεί περισσότερος χρόνος σε άλλες δραστηριότητες θεμελιώδεις για την ευημερία όπως οι κοινωνικές σχέσεις, η πολιτική συμμετοχή, η σωματική άσκηση, η πνευματικότητα και ο στοχασμός. Μια τέτοια αλλαγή θα είναι ενδεχομένως λιγότερο επιβλαβής για το περιβάλλον.
Τα ιταλικά «Reti di Economia Solidale» (Δίκτυα Αλληλέγγυας Οικονομίας) είναι ένα χρήσιμο παράδειγμα. Γεννήθηκαν το 2002, ως ένα πείραμα για την κυκλοφορία και την εδραίωση υπαρχουσών εμπειριών μέσω της δημιουργίας οικονομικών δικτύων, όπου διαφορετικά έργα ενισχύονται αμοιβαία, δημιουργώντας αγορές, στοχεύοντας παράλληλα στην ευημερία και την βιωσιμότητα. Υπάρχουν ήδη περισσότερα από είκοσι «Distretti di Economia Solidale» (Περιοχές Αλληλέγγυας Οικονομίας) όπου εκατοντάδες μικρές επιχειρήσεις εργάζονται ως συμπλέγματα κάτω από ρητές κοινωνικο- οικολογικές αρχές. Στην Ισπανία ο Enric Duran, ο Didac Costa και οι συνεργάτες τους έχουν αναπτύξει τον «Ολοκληρωμένο Συνεταιρισμό της Καταλο- νίας» (Cooperativa Integral Catalana, CIC). Ο CIC βασίζεται στην οικονομική και πολιτική αυτοδιαχείριση με ισότιμη συμμετοχή των μελών του και προσπαθεί να επινοήσει τρόπους για να ικανοποιήσουν όλες τις βασικές ανθρώπινες ανάγκες, συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας ενός τοπικού νομίσματος (τα «ECOS»).[19]
Ρεφορμισμός:
διατήρηση και δράση μέσα στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο
Σύμφωνα με τα λόγια του Latouche (2007) δεν ζούμε απλά σε μια οικονομία ανάπτυξης, αλλά σε μια κοινωνία ανάπτυξης. Ως εκ τούτου η αποανάπτυξη προϋποθέτει τον κοινωνικό μετασχηματισμό. Ενώ πολλοί δρώντες αντιτίθενται ή αμφισβητούν κάποιους θεσμούς, συχνά προτείνουν ενέργειες και δράσεις εντός του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου. Για παράδειγμα πολλοί ριζοσπαστικοί βιοκαλλιεργητές, ενώ αμφισβητούν τον καπιταλισμό μέσω ορισμένων δράσεων τους, εξακολουθούν να οργανώνουν την ζωή τους γύρω από τα αυτοκίνητα και τους υπολογιστές, πράγμα που μπορεί να θεωρηθεί «ρεφορμιστικό». Σε γενικές γραμμές, θα συμφωνήσουμε ότι πρέπει να υπερασπιστούμε ορισμένους θεσμούς (όπως η κοινωνική ασφάλεια και η δημόσια υγεία, τα δημόσια νηπιαγωγεία και σχολεία και άλλα στοιχεία του κράτους πρόνοιας). Η φεμινιστική βιβλιογραφία, για παράδειγμα, τονίζει πως «πράσινες έννοιες όπως η αυτάρκεια, οι βιώσιμες κοινότητες και το 'να βοηθήσει καθένας από λίγο’ στις δουλειές του σπιτιού και για το δημόσιο όφελος, απειλούν να εντείνουν το ήδη δυσβάσταχτο βάρος των γυναικών όσον αφορά την ευθύνη της φροντίδας» (MacGregor 2004: 77-78). Η μείωση της εξάρτησης από την τεχνολογία στα νοικοκυριά, για παράδειγμα, είναι ένας ακόμα λόγος για μια πιο ισότιμη κατανομή της εργασίας ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες.
Μια άλλη κουβέντα έχει να κάνει με τον τύπο του δημοκρατικού συστήματος. Από την μια μεριά χρειάζεται να υπερασπιστούμε δημοκρατικούς θεσμούς που κινδυνεύουν λόγω της οικονομικής κρίσης, και την ίδια στιγμή να υποστηρίξουμε την ανάπτυξη πιο συμμετοχικών δομών. Ομοίως, ενώ κάποιοι υιοθετούν μια παραδοσιακή αναρχική αντίληψη υπέρ της εγκατάλειψης του κράτους, άλλοι πιστεύουν ότι το κράτος θα πρέπει να διατηρηθεί και να βελτιωθεί.
Σε πολλές περιπτώσεις, ωστόσο, επαναστατικές θέσεις μπορούν να συνυπάρξουν με ρεφορμιστικές (ή ακόμη και να ενισχύσουν η μια την άλλη). Για παράδειγμα, προτάσεις για τη δημιουργία νέων θεσμών στο πλαίσιο της άμεσης δημοκρατίας που θα αντικαταστήσουν τους σημερινούς είναι συμβατές με την υπεράσπιση και τη μεταρρύθμιση μερικών από τους ήδη υπάρχοντες. Η θέσπιση βασικού εισοδήματος για όλους τους πολίτες, η εξάλειψη χρημάτων βασισμένα στο χρέος (χρήματα που δεν αποθηκεύονται 100% από καταθέσεις ή πραγματικά υλικά), καθώς και η προστασία και ενίσχυση των κοινών, μπορούν να θεωρηθούν ως μεταρρυθμίσεις υφισταμένων θεσμών που υπερβαίνουν αυτές που εδραιώνουν το ισχύον σύστημα.
Έρευνα
Όλες οι προηγούμενες προσεγγίσεις απαιτούν τη σωστή κατανόηση των δεσμών μεταξύ των διαφόρων επιπέδων και πηγών και σε αυτό μπορεί να βοηθήσει τόσο η ακαδημαϊκή όσο και η μη ακαδημαϊκή έρευνα. Για τους Martinez-Alier et al. (2011) η αποανάπτυξη είναι ένα παράδειγμα επιστήμης εμπνευσμένης από τον ακτιβισμό. Ομοίως, ο Arturo Escobar γράφει για τη «γνώση των ακτιβιστών», ο Les Levidow για την «ερευνητική συνεργασία» μεταξύ ακαδημαϊκών και οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, ο Andrew Stirling για την «συνεργατική έρευνα», και άλλοι για «έρευνα δράσης» (Martinez-Alier et al 2011). Η ακτιβιστική γνώση αναφέρεται σε διάφορες εμπειρικές έννοιες προερχόμενες από κοινότητες, ομάδες της κοινωνίας των πολιτών, ομάδες γυναικών, συνδικαλιστικών οργανώσεων, λαϊκών οργανώσεων και ούτω καθεξής. Στον κλάδο σπουδών αειφορίας, όπως και σε άλλους κλάδους, η γνώση που αποκτήθηκε από εμπειρίες βάσης και ακτιβισμού έχει οδηγήσει στη δημιουργία νέων εννοιών, όπως το οικολογικό χρέος, το κλιματικό χρέος ή η εταιρική ευθύνη (Martinez Alier 2002, Simms 2005) . Αυτές οι έννοιες πολλές φορές χρησιμοποιούνται, εξευγενίζονται και επαναπροσδιορίζονται από τους ακαδημαϊκούς ενώ, αντιστρόφως, πολλές ακαδημαϊκές έννοιες χρησιμοποιούνται και διαδίδονται από κινήματα πολιτών (Martinez-Alier et al. 2011).
Η αποανάπτυξη, ξεκινώντας από ακτιβιστές, εισήλθε στην διεθνή ακαδημαϊκή ατζέντα γύρω στο 2008. Έκτοτε η σχετική βιβλιογραφία αναπτύσσεται, με άρθρα και ειδικά τεύχη σε διάφορα περιοδικά. Όπως προαναφέρθηκε, τα «Διεθνή Συνέδρια Οικονομικής Αποανάπτυξης για την Οικολογική Βιωσιμότητα και την Κοινωνική Ισότητα» στο Παρίσι (2008), την Βαρκελώνη (2010), το Μόντρεαλ και τη Βενετία (2012), προσέλκυσαν εκατοντάδες ερευνητές από πολλές χώρες[20]. Το συνέδριο της Βαρκελώνης, για παράδειγμα, είχε ως στόχο να προωθήσει τη συνεργατική έρευνα φέρνοντας σε επαφή επιστήμονες, ακτιβιστές και άλλους δρώντες της αποανάπτυξης. Η οργάνωση του συνεδρίου διέφερε από τα παραδοσιακά ακαδημαϊκά πρότυπα, καθώς χρησιμοποιήθηκαν τεχνικές άμεσης δημοκρατίας για να συζητηθούν και να αναπτυχτούν πολιτικές και ερευνητικές προτάσεις σε διάφορους τομείς.
Η συζήτηση και η έρευνα εντός του κινήματος της αποανάπτυξης έχει μόλις αρχίσει. Δεν αρκούν μόνο οι συμφωνίες για το τί υποστηρίζει, αλλά χρειάζονται και ιδέες για το πώς μπορούν να εφαρμοστούν οι προτάσεις της. Περισσότερη έρευνα είναι απαραίτητη σχετικά με το τί είδος αποανάπτυξης, και πόσο από αυτή χρειαζόμαστε. Υπάρχουν αμφιβολίες για το κατά πόσον το τελικό αποτέλεσμα θα εξακολουθεί να αποτελεί μια καπιταλιστική οικονομία και κοινωνία ή όχι (Gorz 1972, Jackson 2011). Ο Tim Jackson συμβουλεύει τους αναγνώστες να μην παλεύουν με τις λέξεις και υποστηρίζει ότι δεν έχουμε την πολυτέλεια (οικολογικά ή κοινωνικά) να αντέξουμε περισσότερη οικονομική ανάπτυξη στις πλούσιες χώρες, είτε αυτή είναι καπιταλιστική ή όχι. Ωστόσο, αυτή η πραγματιστική προσέγγιση δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλής μεταξύ των οπαδών της αποανάπτυξης.
Ενεργώντας σε διαφορετικά επίπεδα: τοπικό, εθνικό, παγκόσμιο
Το κίνημα της αποανάπτυξης απασχολείται επίσης με το ποιά αποτελεί την κατάλληλη κλίμακα δράσης. Υπάρχει επίγνωση ότι πρέπει να αναληφθεί δράση σε όλα τα επίπεδα. Οι περισσότερες δραστηριότητες λαμβάνουν χώρα σε τοπικό επίπεδο, και συχνά συγκροτούνται μέσω τυπικών και άτυπων δικτύων. Οι «πόλεις σε μετάβαση» (Μεγάλη Βρετανία), τα «Rete del Nuovo Municipio» και «Comuni Virtuosi» (Ιταλία) αποτελούν καλά παραδείγματα αστικών προσεγγίσεων. [21] Δίκτυα αποανάπτυξης και δράσεις, ωστόσο, υπάρχουν επίσης σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο.[22] Ένα άτυπο δίκτυο εδραιώνεται επίσης και σε διεθνές επίπεδο γύρω από εκδηλώσεις όπως τα συνέδρια αποανάπτυξης. Τα πιο παγιωμένα δίκτυα αφορούν ειδικά θέματα (για παράδειγμα αγρο-οικολογία), αλλά η αποανάπτυξη, ως πλαίσιο, προσφέρει τη δυνατότητα δημιουργίας ενός δικτύου των δικτύων που θα περιλαμβάνει ακτιβιστές, επαγγελματίες, ερευνητές, πολιτικούς και επιστήμονες[23]. Διάφοροι πιθανοί τρόποι οργάνωσης ενός τέτοιου δικτύου είναι υπό συζήτηση.
Παρά το γεγονός ότι το θέμα της δικτύωσης βρίσκεται στο επίκεντρο της αποανάπτυξης, το κίνημα απέχει ακόμα πολύ από το να μπορεί να συντονίσει δράσεις για την απόλυτη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας και υλικών σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Τι θα συμβεί αν ένα έθνος υποστηρίξει ανεξάρτητα πολιτικές αποανάπτυξης; Μπορούν οι εναλλακτικές της αποανάπτυξης να λάβουν χώρα σε ένα κοινωνικό πλαίσιο οικονομικής ανάπτυξης και καπιταλισμού βασισμένου στο χρέος; Τι θα πρέπει να γίνει με τα χρέη σε ένα πλαίσιο «χρεοκρατίας»; Αυτά τα ανοιχτά ζητήματα σχετίζονται με τις κατάλληλες πολιτικές συνθήκες που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν την εφαρμογή ορισμένων πολιτικών. Παραμένει ασαφές πώς μπορεί να λάβει χώρα ο κοινωνικό-οικολογικός μετασχηματισμός σε μια ευρύτερη κλίμακα και υπό ποιό θεσμικό πλαίσιο. Γ ια παράδειγμα, όσοι υποστηρίζουν την άμεση δημοκρατία με βάση τις συνελεύσεις ή το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας (Φωτόπουλος 1997) δεν έχουν μέχρι στιγμής προτείνει πειστικά πως αυτό μπορεί να οργανωθεί πέραν από το επίπεδο των δήμων. Ίσως, ακολουθώντας τον Murray Bookchin, μια συνομοσπονδία των κοινοτήτων θα μπορούσε να αναλάβει τους διοικητικούς ρόλους ενός κράτους το οποίο δεν θα επικεντρώνεται πλέον στην οικονομική ανάπτυξη. Αυτή είναι μια άποψη που συμμερίζονται πολλοί στο κίνημα της αποανάπτυξης.
6. Συζήτηση
Πηγές της αποανάπτυξης
Η προηγούμενη ανάλυση των πηγών της αποανάπτυξης έδειξε την ποικιλο- μορφία των επιχειρημάτων τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την υπεράσπιση της αποανάπτυξης. Μερικά σημεία συζητούνται παρακάτω. Πρώτον, η ταξινόμηση των πηγών που παρουσιάζονται σε αυτό το άρθρο γίνεται για αναλυτικούς σκοπούς και δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ότι συνεπάγεται ασύνδετες απόψεις. Αντ’ αυτού, αναδεικνύει διαφορετικές εστίες προσοχής από διαφορετικούς συγγραφείς ή δρώντες, ανάλογα με το κοινωνικό, πολιτιστικό ή πολιτικό τους υπόβαθρο.
Δεύτερον, η επισκόπηση των ρευμάτων σκέψης που τροφοδοτούν το κίνημα της αποανάπτυξης δεν είναι διεξοδική. Θέματα όπως ο φεμινισμός, η πολιτική οικολογία, η μη-βία (συμπεριλαμβανομένης της κριτικής στο μιλιταρισμό), ο ριζοσπαστικός από τα κάτω νέο-Μαλθουσιανισμός (Ronsin 1980, Martinez-Alier και Masjuan 2005), οι ταξικές διαιρέσεις και οι τοποθετήσεις υπέρ των ανοιχτών συνόρων πρέπει να τύχουν περαιτέρω επεξεργασίας μέσα στο ευρύτερο πεδίο της δικαιοσύνης. Αντιστοίχως, ούτε οι κριτικές που παραθέτονται είναι εξαντλητικές. Περαιτέρω επεξεργασία απαιτείται πάνω στις φυλετικές διαστάσεις της αποανάπτυξης. Οι πρώτες και ισχυρότερες κριτικές σε δείκτες όπως το ΑΕΠ προήλθαν από τα φεμινιστικά οικονομικά, σε συμμαχία με τα οικολογικά οικονομικά (Waring 1988). Για παράδειγμα, ο φεμινιστικός περιβαλλοντισμός (Agarwal 1992) τόνισε τις φυλετικές πρακτικές και πολιτιστικές αξίες της φύσης έξω από την αγορά.
Τρίτον, ορισμένοι οπαδοί της Μαρξιστικής θεωρίας έχουν υποστηρίξει ότι η αποανάπτυξη δεν τοποθετείται ρητά ή επαρκώς απέναντι στον καπιταλισμό[24]. Ωστόσο, ορισμένοι Μαρξιστές συντάσσονται με την ιδέα ότι τα καταναλωτικά αγαθά (τα οποία είναι προϊόντα του ίδιου του καπιταλισμού) θα πρέπει να είναι ευρέως και ευκόλως προσβάσιμα, παραμένοντας έτσι συν- δεδεμένοι με τον παραγωγισμό, όπου ο στόχος είναι η μεγιστοποίηση της παραγωγής και της ανάπτυξης (Altvater 1993). Άλλες ερμηνείες του Μαρξ επικρίνουν τη γραμμική εξέλιξη, όπως έκανε ο Walter Benjamin της σχολής της Φρανκφούρτης (Postone 2009, Jappe 2003). Επίσης νεο-μαρξιστές, όπως ο David Harvey ή οικο-σοσιαλιστές, όπως οι Joel Kovel και Michael Lowy, συμφωνούν περισσότερο με την αποανάπτυξη. Άλλοι μαρξιστές έχουν ξεκινήσει πρόσφατα να υιοθετούν τις ιδέες της αποανάπτυξης στα γραπτά τους (Tanuro 2009, Bontempelli και Badiale 2010, Altvater 2011). Ενώ ο οι- κο-μαρξιστής J. B. Foster επέκρινε ανοιχτά την αποανάπτυξη (Foster 2011), το περιοδικό Capitalism, Nature, Socialism δημοσίευσε ένα ειδικό τεύχος σχετικά με την αποανάπτυξη το 2012.
Τέλος, η πολυπλοκότητα και το πολυδιάστατο της αποανάπτυξης μπορεί μερικές φορές να την κάνει δύσκολη να μεταβιβαστεί, και να δυσχεραίνει ανθρώπους που αναζητούν μια συγκεκριμένη πρακτική δράση. Ωστόσο, παραβλέποντας μία από τις πηγές μπορεί να προκαλέσει προβλήματα. Ο Jean-Claude Decourt, δημιουργός πολλών ντοκιμαντέρ για την αποανάπτυξη, λέει ότι η ανάπτυξη θα ήταν προβληματική ακόμη και αν απεριόριστοι πόροι ήταν διαθέσιμοι[25]. Η αποανάπτυξη αποκτά νόημα μόνον όταν λαμβάνονται υπόψη όλες οι πηγές της: όχι μόνο η οικολογία και τα βιο-οικονομικά, αλλά και το νόημα της ζωής και της ευημερίας, ο αντι-ωφελιμισμός, η δικαιοσύνη και η δημοκρατία. Το να ληφθούν ανεξάρτητα μπορεί να οδηγήσει σε ελλιπείς και απλουστευτικές ερμηνείες θεμελιωδώς ασύμβατες με τις ιδέες του κινήματος της αποανάπτυξης. Η ευαισθησία για τη σπανιότητα των πόρων ή την καταστροφή των οικοσυστημάτων, αλλά όχι για την παγκόσμια δικαιοσύνη μπορεί να οδηγήσει σε απολυταρχικές αντικοινωνικές προτάσεις ξενοφοβικού χαρακτήρα. Η δικαιοσύνη χωρίς τη δημοκρατία μπορεί να οδηγήσει σε αυταρχικές λύσεις. Η βελτίωση της δημοκρατίας ή της δικαιοσύνης χωρίς να μας απασχολεί το νόημα της ζωής μπορεί να μας οδηγήσει σε τε- χνο-κεντρικές λύσεις κλπ. Με αυτό το σκεπτικό, ο Carter (2004) τονίζει τη σημασία του συνδυασμού των προβληματισμών προκειμένου να δημιουρ- γηθούν οι κατάλληλες συνθήκες για μια ριζοσπαστική πράσινη κοινωνία. Αν και δεν είναι δυνατόν να εμπλακούν όλοι οι δρώντες στο σύνολο των προβληματισμών αυτών χωρίς να εξαντληθούν, είναι εφικτό να κατανοήσουν τουλάχιστον τις ανησυχίες των άλλων.
Στρατηγικές αποανάπτυξης
Έχουν υπάρξει έντονες συζητήσεις και διαμάχες σχετικά με τις στρατηγικές που χρησιμοποιούνται σε κάθε μια από τις πηγές του κινήματος της αποα- νάπτυξης. Στρατηγικές αντίδρασης μπορεί να θεωρηθούν ως αντικρουόμε- νες με τους δρώντες που προωθούν εναλλακτικές, ή με τους ερευνητές που φέρνουν μόνο μια διάγνωση (και μερικές φορές μια ασαφή πρόγνωση). Στον κόσμο της πολιτικής, η στρατηγική της σύγκρουσης είναι μια επαναστατικότερη στάση που αντιτίθεται στον ρεφορμισμό.
Αυτό που προσπαθήσαμε να τονίσουμε προηγουμένως, ωστόσο, είναι η δυνατότητα για την συμβατότητα μεταξύ των στρατηγικών που χρησιμοποιούνται από το κίνημα καθώς όλο και περισσότεροι δρώντες συνειδητοποιούν τη σημασία του συνδυασμού στρατηγικών σε τοπικό ή/και παγκόσμιο επίπεδο (Chatterton και Pickerill 2010). Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι κοινωνίες μας είναι τόσο μεγάλες που η διαφορετικότητα είναι μια απαραίτητη πηγή πλούτου - εφόσον οι συμμετέχοντες έχουν επίγνωση των περιορισμών των δραστηριοτήτων τους και είναι αρκετά ταπεινοί έτσι ώστε να παραμένουν ανοιχτοί στην εποικοδομητική κριτική και στις βελτιώσεις.
Στην πραγματικότητα, αυτές οι εντάσεις μεταξύ των στρατηγικών μπορεί να αποτελέσουν μία από τις δυνάμεις για να κρατήσουν ζωντανή τη δημιουργικότητα και την πολυμορφία, με την προϋπόθεση ότι τα κανάλια επικοινωνίας παραμένουν ανοιχτά.
Συνδυάζοντας τις σωστές στρατηγικές μπορεί να επισπεύσουμε τη διαδικασία μετασχηματισμού. Αυτό μπορεί να αναλυθεί και να κατανοηθεί καλύτερα αν διαχωρίσουμε την βραχυπρόθεσμη από την μακροπρόθεσμη προοπτική. Το κίνημα έχει ένα επείγον καθήκον: να επεξεργαστεί τον δρόμο της μετάβασης (ή καλύτερα του μετασχηματισμό) των πλούσιων κοινωνιών από την υπαρκτή κρίση της οικονομικής ανάπτυξης στην αποανάπτυξη. Υπό αυτό το πρίσμα, οι στρατηγικές μπορούν να συνδυαστούν σύμφωνα με ένα καθορισμένο χρονοδιάγραμμα για τη διαμόρφωση σεναρίων. Οι άνθρωποι που χρησιμοποιούν συγκρουσιακές στρατηγικές αντιδρούν στην «ανάπτυξη» στους δρόμους και τις πλατείες - σταματώντας «επιβλαβή» έργα και ξεκινώντας θεμελιώδεις δημόσιες συζητήσεις. Οι επιστήμονες και διανοούμενοι που αφιερώνουν περισσότερες από τις προσπάθειές τους στον αγώνα των ιδεών, μπορούν να ανοίξουν νέα φαντασιακά και να δημιουργήσουν δεσμούς μεταξύ των επιπέδων και των προσεγγίσεων. Οι δρώντες σε πρακτικό επίπεδο πειραματίζονται με νέες δυνατότητες στην καθημερινή ζωή, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Ακτιβιστές της αποανάπτυ- ξης, διανοούμενοι και φορείς χάραξης πολιτικής που ασχολούνται με ευρύτερες κλίμακες μπορούν να διευκολύνουν την κοινωνική προσαρμογή στις ενέργειες των δρώντων σε τοπικό, πρακτικό επίπεδο (Schneider 2010). Η αντίδραση δεν θα είναι επιτυχής εάν οι συνθήκες για κοινωνική αλλαγή δεν είναι πρόσφορες. Εδώ είναι που μπορούν να βοηθήσουν οι λεγόμενοι «ρε- φορμιστές». Θα μπορούσαμε να τους αποκαλέσουμε «επαναστατικούς ρε- φορμιστές». Όλοι οι δρώντες μαζί αμφισβητούν την ηγεμονία, με οδοφράγματα ή λέξεις, ενώ φαντάζονται και χτίζουν εναλλακτικά κοινωνικό- περιβαλλοντικά μελλοντικά σενάρια. Γ ια τον Latouche (2009) η αποανάπτυ- ξη δεν είναι μια συγκεκριμένη και καθολική εναλλακτική λύση ενάντια στην ανάπτυξη, αλλά ένα πλέγμα πολλών εναλλακτικών λύσεων που θα ανοίξει το χώρο για την ανθρώπινη δημιουργικότητα, μετά την αφαίρεση του «γύψου» του οικονομικού ολοκληρωτισμού. Η επιτυχία και δημοτικότητα της αποανάπτυξης στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, την ακαδημαϊκή κοινότητα και την κοινωνία θα μπορούσε πράγματι να οφείλεται εν μέρει στη μεγάλη ποικιλία στρατηγικών μέσα στο κίνημα.
Δρώντες της αποανάπτυξης
Ποιο είναι το πολιτικό υποκείμενο της αποανάπτυξης; Αυτό είναι ένα ανοικτό ζήτημα που θα καθορίσει τις μορφές των συγκρούσεων και την αντοχή του κινήματος κατά την πάροδο του χρόνου (για μια ενδιαφέρουσα συζήτηση, δες: Romano 2012). Η αποανάπτυξη μπορεί να εκληφθεί ως ένα νέο κοινωνικό κίνημα, όπου μια νέα μεσαία τάξη (άτομα με υψηλή εκπαίδευση που συχνά εργάζονται στον τομέα των υπηρεσιών) διαδραματίζει σημαντικό ρόλο (Habermas 1981). Νέα κοινωνικά κινήματα συμμετέχουν σε διενέξεις που έχουν να κάνουν με την παραγωγή της γνώσης, συμπεριλαμβανομένης και της συμβολικής παραγωγής (Touraine 1981). Παρά το γεγονός ότι η αποανάπτυξη αμφισβητεί το κοινωνικό φαντασιακό θεμάτων όπως η ανάπτυξη, η δημοκρατία και η «καλή ζωή» - όπου τα άτομα, οι κοινότητες ή οι κοινωνίες παλεύουν για τη δυνατότητα να ορίζουν τον εαυτό τους αυτόνομα (Melucci 1996) - δεν αποτελεί ένα μη-υλικό, ή μετά-υλιστικό κίνημα, καθώς ασχολείται επίσης με τη δυναμική οικονομικών και πολιτικών εξουσιών (δικαιοσύνη), καθώς και με τη σπανιότητα των φυσικών πόρων (βιοοικονομ ικά). Η αποανάπτυξη μπορεί λοιπόν να εξηγηθεί καλύτερα σαν ένας συνδυασμός ‘παλιών’ και ‘νέων’ κοινωνικών κινημάτων που εμπλέκεται σε ‘παλιές’ και ‘νέες’ δομικές συγκρούσεις (Della Porta και Diani 2006).
Ο Duverger (2011) περιγράφει καλά τις διενέξεις μέσα στο γαλλικό κίνημα για την αποανάπτυξη μεταξύ δρώντων που υιοθετούν και υπερασπίζονται μία μόνο στρατηγική. Επίσης, το συνέδριο της Βαρκελώνης (2010), μια συνάντηση μεταξύ επιστημόνων, ακτιβιστών και άλλων δρώντων, αποκάλυψε ορισμένες διαφορές, ενώ οδήγησε ακόμα και σε τριβές, αλλά τελικά βρέθηκε μια κοινή γλώσσα επικοινωνίας. Αυτό που τελικά συνέβαλε στη δημιουργία ενός υγιούς διαλόγου μεταξύ διαφορετικών δρώντων ήταν το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ότι πολλοί από τους συμμετέχοντες είχαν πολλαπλές ιδιότητες: πολλοί από τους ακτιβιστές που συμμετείχαν εργάζονται ταυτόχρονα ως ερευνητές εντός ή εκτός της ακαδημαϊκής κοινότητας, ενώ πολλοί ερευνητές διατηρούν παράλληλα μια ακτιβιστική δράση. Επιπλέον, οι περισσότεροι ασκούν τις ιδέες της αποανάπτυξης στην καθημερινή προσωπική ή επαγγελματική τους ζωή. Το κίνημα παλεύει να ανταπεξέλθει τις δυσκολίες που προκύπτουν από την προσπάθεια συνοχής διαφορετικών πρακτικών και παίζει τον ρόλο της «γέφυρας» για να εδραιώσει τη συνεργασία και τη μάθηση μεταξύ των διαφορετικών επιπέδων. Παρούσες εντάσεις και αντιπαραθέσεις οφείλονται στη συμμετοχή πολλών δρώντων με πολλαπλές ταυτότητες αν και, όπως επεσήμανε ο Duverger (2011), αυτό μπορεί να έχει και θετικά αποτελέσματα. Αυτό το χαρακτηριστικό των δρώντων της αποανάπτυξης είναι στο ίδιο μήκος κύματος με εκείνους που θέτουν υπό αμφισβήτηση τον δυαδικό διαχωρισμό ανάμεσα σε ακτιβιστές και μη-ακτιβιστές (Askins 2012), ή τις τάσεις που παρατηρούνται στην Αγγλία από τους Chatterton και Pickerill (2010).[26]
Μια βασική παρατήρηση σε αυτό το σημείο είναι ότι η ρητή απαίτηση για τον συνδυασμό των παραπάνω προβληματισμών συνδυάζεται με τον αποκλεισμό ομάδων που ερμηνεύουν τις κριτικές στην ανάπτυξη απλουστευτι- κά, όπως ξενόφοβων, δεξιών περιβαλλοντιστών (π.χ. η Nouvelle Droite του Alain De Benoist στη Γαλλία), ομάδων με μηδενιστική προοπτική (π.χ. νεο- πριμιτιβιστές όπως ο John Zerzan), οργανώσεων ρατσιστικών και κατά των μεταναστών (π.χ. το Carrying Capacity Network στις ΗΠΑ) ή εκείνων που θα υποστήριζαν τα κυρίαρχα δυτικά πρότυπα ζωής προτείνοντας μια δραστική μείωση του πληθυσμού. Όλοι αυτοί απλά αποτυγχάνουν να συνδυάσουν τις πηγές της αποανάπτυξης.
7. Συμπεράσματα
Το παρόν κείμενο αποτελεί μια προσπάθεια αναζήτησης ενός «καλύτερου» ορισμού της αποανάπτυξης. Η αποανάπτυξη αμφισβητεί την ηγεμονία της ανάπτυξης και καλεί για μια δημοκρατικά ωθούμενη αναδιανεμητική συρρίκνωση της παραγωγής και της κατανάλωσης στις βιομηχανικές χώρες ως μέσο για την επίτευξη της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ευημερίας. Αν και εμπεριέχει έννοιες προερχόμενες από τα βιο-οικονομικά και τα οικολογικά μακροοικονομικά (Victor 2009, Jackson 2011), η αποανάπτυξη είναι κατά βάση μια μη-οικονομική έννοια. Από την μια πλευρά, η αποανάπτυξη είναι η μείωση της χρήσης ενέργειας και υλικών, απαραίτητη προκειμένου να αντιμετωπίσουμε τα υπάρχοντα βιοφυσικά όρια (σε σχέση με τους φυσικούς πόρους αλλά και με την αφομοιωτική ικανότητα των οικοσυστημάτων). Από την άλλη μεριά, η αποανάπτυξη είναι μια προσπάθεια αμφισβήτησης των πανταχού παρόντων κοινωνικών σχέσεων που βασίζονται και ορίζονται από την αγορά καθώς και του κοινωνικού φαντασιακού της διαρκούς ανάπτυξης, αντικαθιστώντας τα με την ιδέα της λιτής αφθονίας.[27] Είναι επίσης ένα κάλεσμα για βαθύτερη δημοκρατία, η οποία θα εφαρμόζεται επίσης σε θέματα που βρίσκονται έξω από την βασική δημοκρατική σφαίρα επιρροής, όπως η τεχνολογία. Τέλος, η αποανάπτυξη προϋποθέτει μια δίκαιη αναδιανομή του πλούτου τόσο εντός όσο και μεταξύ του παγκόσμιου Βορρά και Νότου, καθώς και μεταξύ των σημερινών και των μελλοντικών γενεών.
Το παρόν άρθρο επίσης παρουσίασε, συζήτησε και ανέλυσε την ιστορία της αποανάπτυξης δείχνοντας ότι εμφανίστηκε για πρώτη φορά ως ένα ακτιβι- στικό σλόγκαν και σύντομα έγινε ένα ερμηνευτικό πλαίσιο ενός κοινωνικού κινήματος. Επεξηγήσαμε ότι η ποικιλομορφία μπορεί να συνυπάρχει μέσα σε αυτό το πλαίσιο, όχι μόνο για την πρόγνωση (στρατηγικές), αλλά και για τη διάγνωση (πηγές), γεγονός που συχνά παραβλέπεται στη θεωρία των κοινωνικών κινημάτων. Έτσι η αποανάπτυξη δεν είναι ούτε απλώς μια κριτική στην οικονομική ανάπτυξη, ούτε μια πρόταση για «οικονομική αποανάπτυξη» με την κυριολεκτική έννοια (π.χ. μια μείωση του ΑΕΠ[28]). Η ελκυστικότη- τα της αποανάπτυξης προκύπτει από τη δύναμη της να αντλεί από διαφορετικές πηγές και ρεύματα σκέψης και να διαμορφώνει στρατηγικές σε διαφορετικά επίπεδα. Φέρνει κοντά μια ετερογενή ομάδα δρώντων που επικεντρώνονται σε θέματα όπως: αστικός και οικιακός σχεδιασμός, οικονομικά θέματα και εναλλακτικά νομισματικά συστήματα, αγρο-οικολογία και θέματα διατροφής, διεθνές εμπόριο, κλιματική δικαιοσύνη, εκπαίδευση και οικιακή εργασία, ουσιώδης εργασία και συνεταιρισμοί, μεταφορές και εναλλακτικά ενεργειακά συστήματα. Υποστηρίξαμε ότι η αποανάπτυξη θα μπορούσε να συμπληρώσει και να ενισχύσει αυτές τις θεματικές περιοχές, λειτουργώντας ως συνδετικός ιστός (δηλαδή μια πλατφόρμα για ένα δίκτυο δικτύων). Ακτιβιστές για την αποανάπτυξη προσπαθούν να επαναπολιτικοποιή- σουν τον δημόσιο διάλογο αναγνωρίζοντας και προσδιορίζοντας διαφορετικά κοινωνικο-περιβαλλοντικά μελλοντικά σενάρια (Swyngedouw 2007), με δύο τρόπους. Πρώτον, εκφράζουν συγκεκριμένες ανησυχίες, αιτήματα και μέσα για την επίτευξη των επιθυμητών κοινωνικο-περιβαλλοντικών ρυθμίσεων (θεωρία ως πολιτική). Δεύτερον, αντιτάσσονται σε κάθε μορφή εξουσίας, χρησιμοποιώντας έναν προκλητικό λόγο ο οποίος αμφισβητεί τη συναίνεση για οικονομική ανάπτυξη στο κοινοβούλιο, στις επιχειρήσεις, στο μεγαλύτερο μέρος του εργατικού κινήματος και στο κοινωνικό φαντασιακό. Αντί να αποδεχτεί μια επίπλαστη συναίνεση (όπως η ανάγκη για ανάπτυξη προκειμένου να πληρωθούν τα χρέη, η βιώσιμη ανάπτυξη, ή συζητήσεις για την κλιματική αλλαγή στα πρότυπα του Al Gore) όπου όλοι υποτίθεται ότι είναι στην ίδια βάρκα, η αποανάπτυξη αποκαλύπτει και ξεγυμνώνει τις αντιφάσεις και τις συγκρούσεις σε διαφορετικές κλίμακες.
Τέλος, η αποανάπτυξη είναι ένα παράδειγμα επιστήμης ωθούμενης από τον ακτιβισμό, όπου ένα ακτιβιστικό σλόγκαν παγιώνεται σταδιακά σε μια έννοια που μπορεί να αναλυθεί και να συζητηθεί στον ακαδημαϊκό χώρο. Οι πηγές από όπου αντλεί η αποανάπτυξη, οι στρατηγικές και οι πολιτικές προτάσεις που η αποανάπτυξη προβάλλει, δεν είναι πάντα καινούργιες, αλλά ο συνδυασμός τους είναι καινοτομικός και, κατά την άποψή μας, συνεκτικός. Επιχειρηματολογήσαμε υπέρ της συμβατότητας και της συμπληρω- ματικότητας τους για δύο λόγους. Καταρχάς, δεν υπάρχει ουσιαστική σύγκρουση συμφερόντων μα συνδυασμός, όταν εισαγάγουμε έναν μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Δεύτερον, η ποικιλομορφία διατηρεί ένα είδος «έντασης» που διεγείρει εποικοδομητικές συζητήσεις και ανταλλαγές, προσφέροντας ένα κίνητρο για συνεχή βελτίωση τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο. Επομένως, οι εσωτερικές διαφορές και συγκρούσεις θα πρέπει να αναγνωρίζονται και να αξιολογούνται ως δυνάμεις που κρατούν το κίνημα ανοιχτό και ζωντανό στη συνεχή εξέλιξη του.
έννοια που κάποιος μπορεί να είναι άθεος. Υπάρχει μια ατέρμονη συζήτηση σχετικά με το σλόγκαν, αλλά αναμφίβολα η αποανάπτυξη είναι πολύ πιο πιασάρικη από το α-ανάπτυξη ή άλλες προτεινόμενες λέξεις.
Αναφορές
Acosta, A., Martinez, E. 2009. El buen vivir. Una via para el desarrollo. Quito: Abya-Yala.
ACSALF (Association canadienne des sociologues et des anthropologues de langue française), 1983. Les enjeux sociaux de la décroissance : actes du colloque. Montréal, Quebec: Editions coopératives Albert Saint-Martin; Saint-Laurent [Québec] : Diffusion Prologue, c1983. 258 p.
Agarwal, B., 1992. The Gender and Environment Debate: Lessons from India. Feminist Studies, 18(1): 119-158.
Altvater, E., 1993. The Future of the Market. London: Verso.
Altvater, E., 2011. Crecimiento econômico y acumulaciôn de capital después de fuku- shima. Forum 2: 13-40.
Amar, A., 1973 (Sep-Nov). La croissance et le problème moral. Cahiers de la Nef, « Les objecteurs de croissance», n° 52, p.133.
Anheier, H., M. Glasius, M. Kaldor. 2001. Introducing Global Civil Society, in H. Anheier, M. Glasius, M. Kaldor (ed.), Global Civil Society 2001. Oxford: Oxford University Press, pp. 3-22.
Badiale, M., M., Bontempelli, 2010. Marx e la decrescita, Perché la decrescita ha bisogno del pensiero di Marx. Trieste: Asterios Editore.
Bayon, D., F. Flipo, F. Schneider, 2010. La décroissance, 10 questions pour comprendre et en débattre. Paris: La Découverte.
Bernard, M., V. Cheynet, B. Clémentin (ed.) 2003. Objectif decroissance. Lyon, France: Parangon/Vs.
Bonaiuti, M. 2011. From Bioeconomics to Degrowth. London: Routledge.
Brown, G. 2007. Mutinous Eruptions: Autonomous spaces of radical queer activism'. Environment and Planning A 39: 2685-2698.
Caillé, A., 1989. Critique de la raison utilitaire - Manifeste du Mauss. Paris: La Découverte.
Carlsson, C., 2008. Nowtopia: How Pirate Programmers, Outlaw Bicyclists and Vacant- lot Gardeners Are Inventing the Future Today. Oakland, CA: AK Press.
Carter, A., 2004. Some theoretical foundations for radical green politics. Environmental Values, 13 (3): 305-328.
Castoriadis, C., 1998. The Imaginary Institution of Society. Cambridge: MIT Press.
Cattaneo, C., 2006. Investigating neorurals and squatters' lifestyles: personal and epis- temological insights on participant observation and on the logic of ethnographic investigation. Athenea Digital 10: 16-40.
Cattaneo, C., D'Alisa, G.., Kallis, G., Zografos, C. (Eds). 2012. Degrowth futures and democracy, Futures.
Chatterton, P. and Pickerill, J. 2010. Everyday activism and transitions towards postcapitalist worlds. Transactions of the Institute of British Geographers, NS 35 475-490.
Conill, J., Castells, M., Cardenas, A., Servon, L., 2012. Beyond the Crisis: The Emergence of Alternative Economic Practices. In: M. Castells, J. Caraça, and G. Cardoso, eds. 2012. Aftermath: The Cultures of the Economic Crisis. Oxford: Oxford University Press. Ch.9.
D'Alisa, G., D. Burgalassi, H. Healy, M. Walter. 2010. Conflict in Campania: Waste emergency or crisis of democracy. Journal of Ecological Economics 70: 239-249.
Daly, H., 1980. The economic thought of Frederick Soddy. History of Political Economy 12 (4): 469-488.
Della Porta, D., M., Diani. 2006. Social Movements: An Introduction, 2nd ed. Oxford: Blackwell.
Demaria, F. 2010. Shipbreaking at Alang-Sosiya (India): an ecological distribution conflict. Journal of Ecological Economics 70: 250-260.
Deriu, M. 2008. Degrowth and democracy. Towards a post-developmentalist politics, in F. Flipo, F. Schneider (ed). Proceedings of the First Conference for Ecological Sustainability and Social Equity. Paris: Research & Degrowth and Telecom Sud-Paris.
Dobson, A., 2007. Green Political Thought. London: Routledge. Fourth edition.
Dupin, E., 2009. La décroissance, une idée qui chemine sous la récession. Le Monde Diplomatique, August 2009, pp 20-21.
Duverger, T. 2011. La décroissance, une idée pour demain. Une alternative au capitalisme. Synthèse des mouvements. Paris, Sang de la Terre.
Easterlin, R. A., 1974. Does Economic Growth Improve the Human Lot? In P.A. David and W. Readers, (ed.), Nations and Households in Economic Growth: Essays in Honous of MosesAbramovitz. New York: Academic Press Inc.
Ellul J., 1977. Le Système technicien. Paris: Calmann-Lévy.
Flipo, F, 2007. Voyage dans la galaxie décroissante. Mouvements, 50 (2): 143-151.
Flipo F, Schneider F, (ed.). Proceedings of the First Conference for Ecological Sustainability and Social Equity. Paris: Research & Degrowth, Telecom Sud-Paris; 2008. http://events.it-sudparis.eu/degrowthconference/en/
Foster, J.B. 2011. Capitalism and Degrowth: An Impossibility Theorem. Monthly Review 62 (8).
Fotopoulos, T., 1997. Towards an Inclusive Democracy - The Crisis of the Growth Economy and the Need for a New Liberatory Project. London: Cassell.
Fournier, V. 2008. Escaping from the economy: the politics of degrowth. International Journal of Sociology and Social Policy, 28 (11/12): 528 - 545.
Georgescu-Roegen N. 1971. The Entropy Law and the Economic Process. Cambridge: Harvard University Press.
Georgescu-Roegen N., 1975. Energy and Economic myths. Southern Economic Journal, 41(3).
Georgescu-Roegen N., 1979. Demain la décroissance : entropie-écologie-économie, preface and translation by Ivo Rens and Jacques Grinevald Lausanne : Pierre-Marcel Favre.
Goffman, E. 1974. Frame Analysis. Cambridge, MA: Harvard University Press.
Gorz, A., 1977. Écologie et liberté. Paris : Galilée.
Gudynas, E. 2011. Desarrollo, postextractivismo y "buen vivir". Revista Pueblos 49. Habermas, J. 1981. New Social Movements. Telos 49, p. 33-37.
Hornborg, A., 2009. Zero-Sum World. International Journal of Comparative Sociology 50 (3-4): 237-262.
Ikeme, J., 2003. Equity, Environmental Justice and Sustainability: Incomplete approaches in climate change politics. Global Environmental Change, 13(1), pp. 195-206.
Illich, I., 1973. Tools for Conviviality. London: Calder and Boyars.
Jackson, T. 2011. Prosperity without growth. Economics for a finite planet. London: Earthscan.
Jappe, A., 2003. Les aventures de la marchandise. Pour une nouvelle critique de la valeur. Paris: Denoël.
Kallis, G., F. Schneider, J. Martinez-Alier (ed.). 2010. Growth, Recession or Degrowth for Sustainability and Equity? Special Issue, Journal of Cleaner Production 6(18): 511-606.
Kasser, T., 2002. The High Price of Materialism. Cambridge MIT Press.
Kempf, H., 2007. Comment les riches détruisent la planète. Paris: Seuil.
Kerschner, C. 2010. Economic de-growth vs. steady-state economy. Journal of Cleaner Production 18: 544-551.
Krueger, R., D. Gibbs. Sustainable Capitalism or Capitalist Sustainabilities? New York: Guilford Press.
Kuhn, T. 1962. The structure of scientific revolutions. Third Edition, University of Chicago Press, Chicago.
Latouche, S. 2009. Farewell to Growth. Cambridge. Polity.
Levallois, C. 2010. Can de-growth be considered a policy option? A historical note on Nicholas Georgescu-Roegen and the Club of Rome. Ecological Economics 69 (11): 2271-2278.
MacGregor, S. 2004. From Care to Citizenship: Calling Ecofeminism Back to Politics. Ethics & the Environment 9 (1): 56-84.
Martinez-Alier, J. 1987. Ecological Economics. Oxford: Blackwell Publishers.
Martinez-Alier, J. 2002. The environmentalism of the poor: a study of ecological conflicts and valuation. Cheltenham: Edward Elgar.
Martinez-Alier, J., E. Masjuan, 2005. Neomalthusianism in the early 20th Century. http://www.ecoeco.org/pdf/Neo-malthusianism.pdf
Martinez-Alier, J., Healy, H., Temper, L., Walter, M., Rodriguez-Labajos, B., Gerber, J-F., Conde, M. 2011. Between Science and activism. Local Environment 16 (1): 17-36.
Mauss M. 2007 (1924). Essai sur le don. Forme et raison de l'échange dans les sociétés archaïques. Paris: PUF.
Max-Neef, M., S. Kumar. 1991. How much is enough? London: Phil Shepherd Production.
Meadows, D.H., Meadows, D.L., Randers, J. 1972. Limits to growth. Universe books.
Meadows, D.H., Meadows, D.L., Randers, J. 2004. Limits to Growth: The 30-Year Update. Chelsea Green.
Melucci, A. 1996. Challenging codes. Collective Action in the Information Age. Cambridge University Press, Cambridge, New York, pp. 450.
Millenium Ecosystem Assessment, 2005. Living Beyond Our Means : Natural Assets and Human Well-Being.
Mongeau, S., 1985 La simplicité volontaire. Montréal: Editions Québec/Amérique.
Mosangini, G., 2012. Decrecimientoy justicia Norte-Sur. Icaria, pp. 180.
Norberg-Hodge, H., 1999. The March of the Monoculture. The Ecologist 29(3): 194197.
Odum, H.T., E.C. Odum, 2001. The Prosperous Way Down. Boulder, US: University Press of Colorado.
Partant, F., 1997. La fin du développement - la naissance d'une alternative ? Paris: Actes Sud.
Polanyi, K., 1944. The great transformation. New York: Rinehart.
Polimeni, JM, K. Mayumi, M. Giampietro, B. Alcott. 2008. The Jevons Paradox and the Myth of Resource Efficiency Improvements. London: Earthscan.
Postone, M., 2009. Temps, travail et domination sociale. Paris: Editions de Minuit.
Rabhi, P., 1983. Du Sahara aux Cevennes. Paris: Albin Michel.
Rahnema, M., 2003. Quand la misère chasse la pauvreté. Paris: Fayard/Actes Sud.
Research & Degrowth, 2010. Degrowth Declaration of the Paris 2008 conference, Journal of Cleaner Production 6(18): 523-524.
Rist, G. 2003. The History of Development: From Western Origins to Global Faith. Expanded Edition, London: Zed Books.
Romano, O., 2012. How to rebuild democracy, re-thinking degrowth. Futures, 44: 6, 582-589.
Ronsin, F., 1980. La grève des ventres. Propagande neo-malthusienne et baisse de la natalite en France 19-20 siècles. Paris: Aubier-Montaigne.
Saed, 2012. Introduction to the Degrowth Symposium, Capitalism Nature Socialism, 23:1, 26-29.
Sachs, W. (ed.), 1992. The Development Dictionary: A Guide to Knowledge as Power. London: Zed Books.
Sahlins, M., 1972. Stone Age Economics. Aldine.
Schneider, F. G. Kallis, J. Martinez-Alier, 2010. Crisis or opportunity? Economic degrowth for social equity and ecological sustainability. Introduction to this special issue,
J. of Cleaner Production, 18(6), 511-518.
Schneider, F., 2010. Degrowth of Production and Consumption Capacities for social justice, well being and ecological sustainability, Proceedings of the Second conference on Economic Degrowth for Ecological Sustainability and Social Equity, University of Barcelona, 26-29 March 2010,
www.degrowth.org/fileadmin/content/documents/Proceedings/Schneider.pdf
Schneider, F., J. Martinez-Alier, G. Kallis, 2011. Sustainable Degrowth, Journal of Industrial Ecology 15: 654-656.
Schumacher, E.F., 1973. Small Is Beautiful: Economics As If People Mattered. London: Blond & Briggs.
Sekulova, F., Kallis, G., Rodriguez-Labajos, B., Schneider, F., 2013. Degrowth: From theory to practice. Journal of Cleaner Production, 28: 1-6.
Simms, A. 2005. Ecological debt. The health of the planet and the wealth of nations. London: Pluto Press.
Snow, D., B. Rochford, S. Worden, R. Benford. 1986. Frame alignment processes, micromobilization, and movement participation. American Sociological Review 51 (4): 464-481.
Snowdon, B., 2006. The Enduring Elixir of Economic Growth: Xavier Sala-i-Martin on the wealth and poverty of nations. World economics 1(7): 106.
Soddy, F., 1926. Wealth, Virtual Wealth and Debt. The solution of the economic paradox. London: George Allen & Unwin.
Swyngedouw, E., 2007. Impossible/Undesirable Sustainability and the Post-Political Condition, in: Tanuro, D., 2009. Capitalismo, decrecimiento y ecosocialismo. Viento Sur 100: 231-238.
Touraine, A., 1981. The voice and the eye: an analysis of social movements. Cambridge: Cambridge University Press.
Trapese Collective. 2008. The rocky road to a real transition. Available at: www.trapese.org
van den Bergh, J., 2009. The GDP paradox. Journal of Economic Psychology 30 (2): 117135.
Veblen, T.B., 1899. The theory of the leisure class. Republished in 2008 by Forgotten Books, www.forgottenbooks.org.
Victor, P., 2008. Managing Without Growth: Slower by Design, Not Disaster.
Chelthenam: Edward Elgar.
Victor, P., 2010. Questioning economic growth. Nature 468: 370-371.
Waring, M., 1988. If Women Counted: A New Feminist Economics. San Francisco: Harper & Row.
Wilson, E.O., 1984. Biophilia. Cambridge: Harvard University Press.
Xue, J., Arler, F., N^ss, P. 2012. Is the degrowth debate relevant to China? Environment, Development and Sustainability 14 (1): 85-109.
Με ένα πρόχειρο υπολογισμό, η Le Monde εξέδωσε 18, η El Pais 5 και η La Repubblica 7 άρθρα για το κίνημα της αποανάπτυξης το 2011.
Ο Yves Cochet, Γάλλος πολιτικός και πρώην υπουργός, υποστηρίζει ανοιχτά την οικονομική αποανάπτυξη. Εν τω μεταξύ, ο Sarkozy μίλησε ανοιχτά «pour le nucléaire et contre la décroissance » (υπέρ της πυρηνικής ενέργειας και κατά της αποανάπτυξης) τον Απρίλιο του 2011 (Le Monde, 07/04/11).
Dupin, Eric (20/08/2009). La décroissance, une idée qui chemine sous la récession. Le Monde Diplomatique, σ. 20-21.
Assadourian, Erik. (12/06/2012). How to Shrink the French Economy. The Wall Street Journal.
Caldwell, Christopher. (15/10/2011). Décroissance: how the French counter capitalism. Financial Times.
Αυτή η μέθοδος δίνει έμφαση στο συμμετοχικό ρόλο του παρατηρητή και στο γεγονός ότι τα συμπεράσματα προκύπτουν από τη στοχαστική ικανότητα του συμμετέχοντα. Σε αυτό το πνεύμα, το κίνητρο του συμμετέχοντα είναι ο ακτιβισμός και το ακαδημαϊκό αποτέλεσμα είναι ένα υποπροϊόν αυτού του ακτιβισμού.
Οι συγγραφείς είναι επί του παρόντος μέλη του «Research & Degrowth» (Έρευνα και Αποανάπτυξη), ενός συνδέσμου αφιερωμένου στην έρευνα, την εκπαίδευση, την ευαισθητοποίηση και τη διοργάνωση εκδηλώσεων. Πιο συγκεκριμένα, ο R&D προωθεί τα Διεθνή Συνέδρια για την Αποανάπτυξη (Παρίσι 2008, Βαρκελώνη 2010, Μόντρεαλ και Βενετία 2012), www.degrowth.org.
«Η παγκόσμια ισορροπία, για την οποία η μη-ανάπτυξη - ακόμα και η απο-ανάπτυξη - της υλικής παραγωγής αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση, είναι συμβατή με την επιβίωση του (καπιταλιστικού) συστήματος;» M. Bosquet (André Gorz), Nouvel Observateur, Παρίσι, 397, 19 Ιουνίου 1972, σ. IV. Πρακτικά από μια δημόσια συζήτηση που διοργανώθηκε στο Παρίσι από το Club du Nouvel Observateur.
[9] Ο (πρώην) πρόεδρος Sarkozy σε μία ομιλία του προς το κόμμα του, υΜΡ, στις 28 Νοεμβρίου 2009, κατηγόρησε τους Πράσινους (νεΓίχ) ότι υποστηρίζουν την αποανάπτυξη. «Όταν μερικές φορές ακούω τους οικολόγους να λένε ότι πρόκειται να κάνουν εκστρατεία σχετικά με το θέμα της αποανάπτυξης, ξέρουν ότι υπάρχει ανεργία; Γνωρίζουν ότι υπάρχει φτώχεια στον κόσμο; Ξέρουν ότι υπάρχουν περίπου ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι που δεν τρώνε αρκετά και ότι η αποανάπτυξη σημαίνει περισσότερη φτώχεια για όλους αυτούς τους ανθρώπους;».
http://picnic4degrowth.wordpress.com/
[11] Στην Ινδία η έννοια της aparigraha, επάρκειας, αυτοσυγκράτησης στην κατανάλωση, είναι πολύ ζωντανή σε ορισμένους κύκλους, παρά την οικονομική άνθηση.
[12] Σε ένα φαξ προς τον Νομπελίστα οικονομολόγο Paul Samuelson στις 14 Δεκεμβρίου 1992 όπου παραπονιόταν για τη σιωπή γύρω από το έργο του, ο Georgescu-Roegen έγραψε ειρωνικά: «Δέχτηκα την ευκαιρία να αποκαλύψω πόσο προφήτης δεινών ήμουν στον
μικρό τόμο με τον εξωφρενικό τίτλο, Demain la décroissance (Παρίσι, Pierre-Marcel Fabvre, 1979)...». Δες επίσης: Levallois 2010.
Η θεωρία της κορύφωσης παραγωγής πετρελαίου του Hubbert αναφέρει ότι υπάρχει ένα ανώτατο όριο στην εξόρυξη πόρων πετρελαίου, μετά το οποίο η παραγωγή αρχίζει να μειώνεται, ενώ τόσο το ενεργειακό κόστος όσο και οι τιμές αυξάνουν.
Η αποανάπτυξη μέσω λιγότερης τεχνολογίας π.χ. στα νοικοκυριά θα απαιτούσε έναν δικαιότερο καταμερισμό εργασίας ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες. Ο ανταγωνισμός «για να έχουμε περισσότερα» έχει επικριθεί από φεμινιστές/τριες.
Ο ταξικός διαχωρισμός συζητείται με δύο τρόπους στη βιβλιογραφία σχετικά με την αποανάπτυξη: ως κριτική στο επίπεδο της ταξικής διαίρεσης και ως πρόταση για ελάχιστη και μέγιστη αναλογία στα εισοδήματα (Bayon et aL 2010).
Η αποανάπτυξη θα μπορούσε να μειώσει τις διαμάχες που προκύπτουν από τους περιορισμένους πόρους. Επίσης, η μη-βία σχετίζεται με την εθελούσια απλότητα.
Οι δημοσιεύσεις διατίθενται σε διάφορες γλώσσες στη διεύθυνση: www.17-s.info
Υποστηρίζεται (ίσως λανθασμένα) ότι το κίνημα «πόλεις και γειτονιές σε μετάβαση» είναι ένα παράδειγμα μετα-πολιτικής κατάστασης (Trapese Collective 2008). Οι πόλεις σε μετάβαση, από τη μία πλευρά επικεντρώνονται κυρίως σε μία μόνο «πηγή» ή ρεύμα σκέψης (κορύφωση παραγωγής πετρελαίου και κλιματική αλλαγής) και από την άλλη πλευρά ουδέποτε εισέρχονται σε συγκρούσεις (αν δεν υπάρχει ένας υπεύθυνος τότε δεν υπάρχουν εχθροί). Ως εκ τούτου, το κίνημα καταλήγει να προτείνει λύσεις χωρίς προηγούμενως να αναλύει τα προβλήματα, τα δομικά αίτια τους και τις πιθανές ευθύνες. Αυτό δεν μπορεί να αρνηθεί την εντυπωσιακή επιτυχία του κινήματος «πόλεις σε μετάβαση» για την κινητοποίηση των κοινοτήτων, αλλά αναφέρεται εδώ για να τονιστεί η σημασία της πολιτικής διάστασης.
Μια δραστηριότητα του CIC που βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη είναι ο Calafou, ένας νέος οικολογικός βιομηχανικός συνεταιρισμός σε ένα εγκαταλειμμένο εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας στην περιοχή του ποταμού Anoia. Το εγχείρημα παρουσιάστηκε στο συνέδριο για την αποανάπτυξη στο Μόντρεαλ, τον Μάιο 2012, στα πλαίσια της θεματικής «εμπειρίες». Περισσότερες πληροφορίες στη διεύθυνση: cooperativa.ecoxarxes.cat
Δες: www.degrowth.org
Δες: www.transitionnetwork.org,www.nuovomunicipio.org,www.comunivirtuosi.org
Μερικά παραδείγματα είναι το Rete per la Decrescita στην Ιταλία, το Réseau des Objecteurs de Croissance pour l'Après-Développement στη Γαλλία, το Réseau Objection de Croissance στην Ελβατία και το Rede pelo Decrescimento Sustentâvel στη Βραζιλία.
Π.χ. το «Δίκτυο των δικτύων» (Redes en Red), στη διεύθυνση: redesenred.net
Ο Elmar Altvater δήλωσε πρόσφατα σε μια συνέντευξή του: «δεν υπάρχει διέξοδος από το δίλημμα μεταξύ της καπιταλιστικής επιτακτικής ανάγκης για συσσώρευση και των ορίων που θέτει η φύση. Σε μακροπρόθεσμο επίπεδο, είναι αναπόφευκτη η μείωση της οικονομικής ανάπτυξης και, ως εκ τούτου, μια οικονομία της αποανάπτυξης. Ωστόσο, τείνω να αμφιβάλλω ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί εντός του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, δεδομένου ότι αυτό σημαίνει επίσης απο-συσσώρευση. Αυτό δεν είναι σαφές σε πολλούς από τους εκπροσώπους της θεωρίας της αποανάπτυξης». Ferrero, Angel (26/09/2012). «Socialism of the XXI Century can only be plural», μια συνέντευξη με τον Elmar Altvater. La Directa 287.
«Quand bien même la Terre serait illimitée, nous serions contre la croissance, parce qu'elle détruit l'humain en nous, parce qu'elle détruit la beauté» (Ακόμα και όταν η γη θα είναι απεριόριστη, θα είμαστε ενάντια στην ανάπτυξη, διότι αυτή καταστρέφει το ανθρώπινο στοιχείο του εαυτού μας, γιατί καταστρέφει την ομορφιά). utopimages.org
[26] Δες επίσης: http://teamcolors.wordpress.com/2009/06/08/workshop-what-is-militant- research
Λιτή αφθονία είναι ο όρος που χρησιμοποιείται από τον Latouche (2009). Αν θεωρούμε την αποανάπτυξη ως ένα «πλέγμα εναλλακτικών λύσεων» τότε πρέπει να λάβουμε υπόψη και άλλες προτάσεις με παρόμοια χροιά, όπως η «συμβιωτικότητα» του Ivan Illich, η «ευημερία χωρίς ανάπτυξη» του Tim Jackson, η έννοια «καλύτερα με λιγότερα» του Jose Manuel Naredo, το «ευ ζην» των κοινοτήτων αυτοχθόνων πληθυσμών, όπως αναγνωρίζονται από τα συντάγματα της Βολιβίας και του Ισημερινού, καθώς και η «ευδαιμονία» του Αριστοτέλη, η ανθρώπινη ευημερία, η χαρά της ζωής και άλλες.
Λαμβάνοντας υπόψη τον αδύναμο και αυθαίρετο χαρακτήρα του ΑΕΠ ως δείκτη (van den Bergh 2009, 2011), και ακολουθώντας τον Latouche (2009), η αδιαφορία για την αύξηση ή μείωση του ΑΕΠ εκφράζεται καλύτερα με τον όρο «α-ανάπτυξη» (a-growth) με την ίδια