Ελένη Προκοπίου
Η σημερινή κυβέρνηση καλείται να οδηγήσει τη χώρα σε παραγωγική ανασυγκρότηση και ανάπτυξη, μέσα στις συνθήκες ενός τεχνοκρατικού καπιταλισμού, όπως εκφράζεται από την νεοφιλελεύθερη θεωρία της αγοράς - την πλήρη απελευθέρωση δηλαδή των φυσικών μηχανισμών της αγοράς, (τιμών, μισθών, κερδών) υπέρ του ελεύθερου ανταγωνισμού των επιχειρήσεων –και συνοδεύεται από τον περιορισμό της παρέμβασης του κράτους στην οικονομία.
Συνέπεια του οικονομικού προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής είναι ο σταδιακά αυξανόμενος περιορισμός και η «ιδιωτικοποίηση» του κράτους, που σε συνδυασμό με την έλλειψη κρατικής νομισματικής πολιτικής πλήττουν θανάσιμα όχι μόνο τον ρυθμιστικό χαρακτήρα του κράτους, αλλά και τον ίδιο τον κοινωνικό χαρακτήρα του, αφού η οικονομική πολιτική προσέλκυσης επενδύσεων και ιδιωτικοποιήσεων λειτουργεί με σκοπό την ενίσχυση των δικαιωμάτων των επενδυτών και της μεγάλης ατομικής ιδιοκτησίας, σε βάρος των πολύπαθων «κοινωνικών δικαιωμάτων», όπως είναι το δικαίωμα στην εργασία, στην υγεία, στην παιδεία κλπ. αλλά και το κατεξοχήν κοινωνικό δικαίωμα σε ένα «δίκαιο μισθό».
Εδώ ανακύπτει το επόμενο ερώτημα: πως θα μπορούσε ένα τέτοιο οικονομικό πρόγραμμα να οδηγήσει στην οικονομική ανάπτυξη την ελληνική οικονομία; Όπως γνωρίζουμε, η άντληση οικονομικής βοήθειας από τους εταίρους δεν έχει σχέση με την οικονομική ανάπτυξη, διότι το μεγαλύτερο μέρος της πηγαίνει στους τόκους και το χρέος προς τους δανειστές. Αλλά όταν η πρωτοβουλία στις επενδύσεις αφήνεται στις ιδιωτικές επιχειρήσεις και το κέρδος, αυτές στρέφονται σε επικερδείς τομείς όπως το εμπόριο (εξαγωγικό και ειδών πολυτελείας κυρίως) και σε τομείς που ευνοούν την κερδοσκοπία.
Αυτές οι επενδύσεις κεφαλαίων όμως δεν είναι αναπτυξιακές, διότι τα κεφάλαια αυτά δεν χρησιμοποιούνται σε βιομηχανικές επενδύσεις, που είναι ο πραγματικά δυναμικός παράγοντας της σύγχρονης οικονομικής ανάπτυξης και τα κέρδη τους δεν επανεπενδύονται, αλλά επιστρέφουν στις χώρες προέλευσής τους.
Για να υπάρξει όμως ανάπτυξη απαιτείται ένας σοβαρός όγκος κρατικών επενδύσεων και ένας δημόσιος τομέας εθνικοποιημένων βιομηχανιών και υπηρεσιών, που να στηρίζουν τη χρηματοδότηση των επενδύσεων και την επέκτασή τους. Χωρίς μέτρα οικονομικού σχεδιασμού δεν μπορεί να δοθεί ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη. Η ανάπτυξη άλλωστε εξαρτάται από το πώς θα χρησιμοποιηθεί το πλεόνασμα, δηλαδή από την επανεπένδυσή του.
Δεν μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη με την πρωτοβουλία ιδιωτών, με στρατό ανέργων, απελευθέρωση της αγοράς εργασίας, πτώση του κατώτατου μισθού, ανασφάλιστη εργασία, οριζόντιες περικοπές μισθών και συντάξεων, κατάσχεση τραπεζικών λογαριασμών, επαχθή φορολόγηση ακινήτων και εισοδημάτων. Αλλιώς θα πρέπει να θέσουμε το ερώτημα: ανάπτυξη για ποιόν;
Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε και την κάθετη αύξηση του πληθυσμού, λόγω της αθρόας εγκατάστασης μεταναστών στη χώρα μας, που αυξάνει έτι περαιτέρω τον στρατό των μισθωτών εργατών και της ανεργίας, έχουμε ως συνέπεια την περαιτέρω μείωση των μισθών σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Στην παρούσα συγκυρία, πληρούνται οι δύο βασικές προϋποθέσεις που καθιστούν τη χώρα μας πλήρως υπανάπτυκτη, δηλαδή ανεπάρκεια κεφαλαίου και μεγάλο πλεόνασμα εργατικού δυναμικού, το οποίο γίνεται όλο και μεγαλύτερο με την αύξηση της μεταναστευτικής ροής.
Η αποδυνάμωση λοιπόν του ρυθμιστικού ρόλου του κράτους και των θεσμών ελέγχου των δυνάμεων της αγοράς, οδηγεί στην εξάλειψη του κράτους πρόνοιας στην Ελλάδα, παρά τα όσα διατείνεται η κυβέρνηση, αλλά και στην απόσυρση του κράτους από τους περισσότερους τομείς της μέχρι τώρα δικαιοδοσίας του, με αποτέλεσμα αρχικά την συρρίκνωση των δημοσίων δαπανών.
Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι η παρουσίαση των οικονομικών αξιών ως αναπότρεπτων, η υποταγή δηλαδή του κράτους στις αξίες της οικονομίας, η ενσωμάτωση των κρατικών λειτουργιών σε μια «πραγματιστική» εκσυγχρονισμένη δεοντολογία της θεωρίας κόστους- οφέλους, που δημιουργεί τεράστιο χάσμα μεταξύ οικονομίας και κοινωνικής πραγματικότητας.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πολιτική προώθησης και υλοποίησης των επενδύσεων είναι προϊόν υποταγής στον καθαυτό οικονομικό τρόπο θεώρησης των πραγμάτων, ο οποίος υπάγει τα πάντα σε μια λογιστική θεώρηση κόστους/κέρδους, με την γενικευμένη ιδιωτικοποίηση δημοσίων υπηρεσιών και τη μείωση των δημοσίων δαπανών, συνιστά το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα του αυταρχικού τεχνοκρατισμού, με το οποίο επιδιώκει να συμφιλιωθεί η κυβέρνηση, παρά τις περί του αντιθέτου διακηρύξεις της.
Το είδος αυτό διακυβέρνησης, που εμφανίζει την οικονομική θεώρηση ως αναγκαιότητα, ως πεπρωμένο, στο οποίο πρέπει να υποταχθούν τα πάντα, ακυρώνοντας την πολιτική διάσταση της κοινωνίας, δημιουργεί χάσμα ανάμεσα στην τεχνοκρατική κοινωνία και την δημοκρατία.
Η ρήξη ανάμεσα στην οικονομική μοιρολατρία και την δημοκρατική διακυβέρνηση είναι από καιρό έκδηλη στις ίδιες τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες, μέσω των οποίων έγινε δυνατή η σταδιακή εξουδετέρωση όλων των ριζοσπαστικών δυνάμεων, ομάδων ή ατόμων, εντός του κοινοβουλίου και οδήγησε στην πλήρη νέκρωση της εθνικής αντιπροσωπείας, στην πλήρη υποταγή της στην εκτελεστική εξουσία.
Συνεπώς ανακύπτει με ένταση και το αίτημα νομιμοποίησης της πολιτικής τάξης απέναντι στην επίφαση ομοφωνίας ή πλειοψηφίας των αποφάσεων, διότι η δημοκρατική διακυβέρνηση δεν συνίσταται μόνον στην θέσπιση και εφαρμογή διαδικαστικών κανόνων, αλλά θεμελιώνεται στον κανόνα δικαιοσύνης, είναι δηλαδή στενά συνυφασμένη με το αίτημα δικαιοσύνης.
Η κυβέρνηση δεν θα πρέπει λοιπόν να ξεχνάει αυτό που ο ίδιος ο Άνταμ Σμιθ, πατέρας του οικονομικού φιλελευθερισμού, επεσήμανε, στον Πλούτο των Εθνών (βιβλίο 1, κεφ.11) : «Το συμφέρον των επιχειρηματιών σε οποιοδήποτε κλάδο του εμπορίου, είναι πάντα διαφορετικό, ακόμη και αντίθετο από το κοινό συμφέρον…το συμφέρον τους δεν είναι ποτέ ακριβώς το ίδιο με αυτό της κοινωνίας…έχουν συμφέρον να εξαπατούν την κοινωνία».
Η Ελένη Προκοπίου είναι διδάκτωρ της Φιλοσοφίας του Δικαίου και συγγραφέας
Pigi
Η σημερινή κυβέρνηση καλείται να οδηγήσει τη χώρα σε παραγωγική ανασυγκρότηση και ανάπτυξη, μέσα στις συνθήκες ενός τεχνοκρατικού καπιταλισμού, όπως εκφράζεται από την νεοφιλελεύθερη θεωρία της αγοράς - την πλήρη απελευθέρωση δηλαδή των φυσικών μηχανισμών της αγοράς, (τιμών, μισθών, κερδών) υπέρ του ελεύθερου ανταγωνισμού των επιχειρήσεων –και συνοδεύεται από τον περιορισμό της παρέμβασης του κράτους στην οικονομία.
Συνέπεια του οικονομικού προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής είναι ο σταδιακά αυξανόμενος περιορισμός και η «ιδιωτικοποίηση» του κράτους, που σε συνδυασμό με την έλλειψη κρατικής νομισματικής πολιτικής πλήττουν θανάσιμα όχι μόνο τον ρυθμιστικό χαρακτήρα του κράτους, αλλά και τον ίδιο τον κοινωνικό χαρακτήρα του, αφού η οικονομική πολιτική προσέλκυσης επενδύσεων και ιδιωτικοποιήσεων λειτουργεί με σκοπό την ενίσχυση των δικαιωμάτων των επενδυτών και της μεγάλης ατομικής ιδιοκτησίας, σε βάρος των πολύπαθων «κοινωνικών δικαιωμάτων», όπως είναι το δικαίωμα στην εργασία, στην υγεία, στην παιδεία κλπ. αλλά και το κατεξοχήν κοινωνικό δικαίωμα σε ένα «δίκαιο μισθό».
Εδώ ανακύπτει το επόμενο ερώτημα: πως θα μπορούσε ένα τέτοιο οικονομικό πρόγραμμα να οδηγήσει στην οικονομική ανάπτυξη την ελληνική οικονομία; Όπως γνωρίζουμε, η άντληση οικονομικής βοήθειας από τους εταίρους δεν έχει σχέση με την οικονομική ανάπτυξη, διότι το μεγαλύτερο μέρος της πηγαίνει στους τόκους και το χρέος προς τους δανειστές. Αλλά όταν η πρωτοβουλία στις επενδύσεις αφήνεται στις ιδιωτικές επιχειρήσεις και το κέρδος, αυτές στρέφονται σε επικερδείς τομείς όπως το εμπόριο (εξαγωγικό και ειδών πολυτελείας κυρίως) και σε τομείς που ευνοούν την κερδοσκοπία.
Αυτές οι επενδύσεις κεφαλαίων όμως δεν είναι αναπτυξιακές, διότι τα κεφάλαια αυτά δεν χρησιμοποιούνται σε βιομηχανικές επενδύσεις, που είναι ο πραγματικά δυναμικός παράγοντας της σύγχρονης οικονομικής ανάπτυξης και τα κέρδη τους δεν επανεπενδύονται, αλλά επιστρέφουν στις χώρες προέλευσής τους.
Για να υπάρξει όμως ανάπτυξη απαιτείται ένας σοβαρός όγκος κρατικών επενδύσεων και ένας δημόσιος τομέας εθνικοποιημένων βιομηχανιών και υπηρεσιών, που να στηρίζουν τη χρηματοδότηση των επενδύσεων και την επέκτασή τους. Χωρίς μέτρα οικονομικού σχεδιασμού δεν μπορεί να δοθεί ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη. Η ανάπτυξη άλλωστε εξαρτάται από το πώς θα χρησιμοποιηθεί το πλεόνασμα, δηλαδή από την επανεπένδυσή του.
Δεν μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη με την πρωτοβουλία ιδιωτών, με στρατό ανέργων, απελευθέρωση της αγοράς εργασίας, πτώση του κατώτατου μισθού, ανασφάλιστη εργασία, οριζόντιες περικοπές μισθών και συντάξεων, κατάσχεση τραπεζικών λογαριασμών, επαχθή φορολόγηση ακινήτων και εισοδημάτων. Αλλιώς θα πρέπει να θέσουμε το ερώτημα: ανάπτυξη για ποιόν;
Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε και την κάθετη αύξηση του πληθυσμού, λόγω της αθρόας εγκατάστασης μεταναστών στη χώρα μας, που αυξάνει έτι περαιτέρω τον στρατό των μισθωτών εργατών και της ανεργίας, έχουμε ως συνέπεια την περαιτέρω μείωση των μισθών σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Στην παρούσα συγκυρία, πληρούνται οι δύο βασικές προϋποθέσεις που καθιστούν τη χώρα μας πλήρως υπανάπτυκτη, δηλαδή ανεπάρκεια κεφαλαίου και μεγάλο πλεόνασμα εργατικού δυναμικού, το οποίο γίνεται όλο και μεγαλύτερο με την αύξηση της μεταναστευτικής ροής.
Η αποδυνάμωση λοιπόν του ρυθμιστικού ρόλου του κράτους και των θεσμών ελέγχου των δυνάμεων της αγοράς, οδηγεί στην εξάλειψη του κράτους πρόνοιας στην Ελλάδα, παρά τα όσα διατείνεται η κυβέρνηση, αλλά και στην απόσυρση του κράτους από τους περισσότερους τομείς της μέχρι τώρα δικαιοδοσίας του, με αποτέλεσμα αρχικά την συρρίκνωση των δημοσίων δαπανών.
Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι η παρουσίαση των οικονομικών αξιών ως αναπότρεπτων, η υποταγή δηλαδή του κράτους στις αξίες της οικονομίας, η ενσωμάτωση των κρατικών λειτουργιών σε μια «πραγματιστική» εκσυγχρονισμένη δεοντολογία της θεωρίας κόστους- οφέλους, που δημιουργεί τεράστιο χάσμα μεταξύ οικονομίας και κοινωνικής πραγματικότητας.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πολιτική προώθησης και υλοποίησης των επενδύσεων είναι προϊόν υποταγής στον καθαυτό οικονομικό τρόπο θεώρησης των πραγμάτων, ο οποίος υπάγει τα πάντα σε μια λογιστική θεώρηση κόστους/κέρδους, με την γενικευμένη ιδιωτικοποίηση δημοσίων υπηρεσιών και τη μείωση των δημοσίων δαπανών, συνιστά το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα του αυταρχικού τεχνοκρατισμού, με το οποίο επιδιώκει να συμφιλιωθεί η κυβέρνηση, παρά τις περί του αντιθέτου διακηρύξεις της.
Το είδος αυτό διακυβέρνησης, που εμφανίζει την οικονομική θεώρηση ως αναγκαιότητα, ως πεπρωμένο, στο οποίο πρέπει να υποταχθούν τα πάντα, ακυρώνοντας την πολιτική διάσταση της κοινωνίας, δημιουργεί χάσμα ανάμεσα στην τεχνοκρατική κοινωνία και την δημοκρατία.
Η ρήξη ανάμεσα στην οικονομική μοιρολατρία και την δημοκρατική διακυβέρνηση είναι από καιρό έκδηλη στις ίδιες τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες, μέσω των οποίων έγινε δυνατή η σταδιακή εξουδετέρωση όλων των ριζοσπαστικών δυνάμεων, ομάδων ή ατόμων, εντός του κοινοβουλίου και οδήγησε στην πλήρη νέκρωση της εθνικής αντιπροσωπείας, στην πλήρη υποταγή της στην εκτελεστική εξουσία.
Συνεπώς ανακύπτει με ένταση και το αίτημα νομιμοποίησης της πολιτικής τάξης απέναντι στην επίφαση ομοφωνίας ή πλειοψηφίας των αποφάσεων, διότι η δημοκρατική διακυβέρνηση δεν συνίσταται μόνον στην θέσπιση και εφαρμογή διαδικαστικών κανόνων, αλλά θεμελιώνεται στον κανόνα δικαιοσύνης, είναι δηλαδή στενά συνυφασμένη με το αίτημα δικαιοσύνης.
Η κυβέρνηση δεν θα πρέπει λοιπόν να ξεχνάει αυτό που ο ίδιος ο Άνταμ Σμιθ, πατέρας του οικονομικού φιλελευθερισμού, επεσήμανε, στον Πλούτο των Εθνών (βιβλίο 1, κεφ.11) : «Το συμφέρον των επιχειρηματιών σε οποιοδήποτε κλάδο του εμπορίου, είναι πάντα διαφορετικό, ακόμη και αντίθετο από το κοινό συμφέρον…το συμφέρον τους δεν είναι ποτέ ακριβώς το ίδιο με αυτό της κοινωνίας…έχουν συμφέρον να εξαπατούν την κοινωνία».
Η Ελένη Προκοπίου είναι διδάκτωρ της Φιλοσοφίας του Δικαίου και συγγραφέας
Pigi