Είναι σημαντικό να το διαβάσουμε γιατί τα γράφουν ιθύνοντες του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος:
Μετά την κρίση δανεισμού και τη μεγάλη ύφεση, θα φαινόταν γελοία η σκέψη να επενδύσει κανείς σε ενυπόθηκα δάνεια! Αλλά όταν εξελισσόταν αυτή η «φούσκα», όπως συνήθως συμβαίνει, κανείς δεν έβλεπε πως δίνονταν 7.5 εκατομμύρια δάνεια σε ανθρώπους που δεν υπήρχε περίπτωση να μπορέσουν να τα αποπληρώσουν.
Ένας λόγος που σχηματίζονται τέτοιος «φούσκες» είναι πως πολλοί επενδυτές συγχέουν τις έννοιες «αβεβαιότητα» και «ρίσκο». Ο οικονομολόγος Φρανκ Νάιτ (Frank Knight) εμπέδωσε τη λεπτή, αλλά κρίσιμη διαφορά μεταξύ των δύο εννοιών: η αβεβαιότητα είναι συνήθως ο χειρότερος φόβος του καλού επενδυτή, διότι δεν του επιτρέπει να μετρήσει ή τα κοστολογήσει το ρίσκο που αναλαμβάνει. Όταν οι επενδυτές συγχέουν αβεβαιότητα και ρίσκο, γίνονται ευάλωτοι στη σκέψη πως εφόσον δεν μετριέται δεν υπάρχει -και άρα μπορούν μια χαρά να το αγνοήσουν.
Το ίδιο ακριβώς ισχύει με τη «φούσκα» των ορυκτών καυσίμων: συνεχίζει να μεγαλώνει ακριβώς διότι οι περισσότεροι συμμέτοχοι στις αγορές λανθασμένα μπερδεύουν το ρίσκο της χρήσης τέτοιων καυσίμων με την αβεβαιότητα, και άρα αποτυχαίνουν να συμπεριλάβουν το κόστος της επιλογής τους στις επενδυτικές τους αναλύσεις. Αδιαφορώντας για τα δεδομένα ρίσκα που συνδέονται με τη χρήση αυτών των καυσίμων, εκθέτουν τα χαρτοφυλάκιά τους σε εξωτερικότητες που θα έπρεπε να τις είχαν συμπεριλάβει στην εκτίμηση των κεφαλαιακών τους αποδόσεων.
Ιδού πώς σχετίζονται τα ορυκτά καύσιμα με τις επενδύσεις: στην επιστημονική κοινότητα υπάρχει πλατιά συναίνεση πως η άνοδος της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη κατά περισσότερο από 2οC θα προκαλούσε καταστροφικές και ανεπίστρεπτες ζημιές στον πλανήτη. Έγκυρες μετρήσεις προειδοποιούν πως με τον τρέχοντα ρυθμό εκπομπών CO2 αυτό το όριο θα ξεπεραστεί σύντομα -και κατά πολύ. Σε μια προσπάθεια να αποτραπεί αυτή η εξέλιξη, η «διεθνής υπηρεσία ενέργειας» (IEA) συνέταξε έναν «ανθρακικό προϋπολογισμό» σύμφωνα με τον οποίο ως το 2050 θα έχει χρησιμοποιηθεί μόλις το 1/3 των σημερινών αποθεμάτων ορυκτών καυσίμων. Με άλλα λόγια, όταν η παγκόσμια θερμοκρασία θα έχει αυξηθεί κατά 2οC, τουλάχιστο τα 2/3 των αποθεμάτων σε ορυκτά καύσιμα θα παραμένουν ανεκμετάλλευτα και κινδυνεύουν να παραμείνουν εκτός αγοράς, δημιουργώντας «απαξιωμένα ανθρακικά αποθέματα».
«Απαξιωμένοι» (stranded) ονομάζονται οι πόροι που χάνουν κάθε οικονομική αξία πολύ πριν ολοκληρώσουν τον αξιοποιήσιμο κύκλο ζωής τους. Οι απαξιωμένοι ανθρακικοί πόροι συμπεριλαμβάνουν τα ορυκτά καύσιμα αλλά και όλους τους πόρους που λόγω της εξάρτησής τους από τα ορυκτά καύσιμα εμφανίζουν εντατικές εκπομπές CO2. Δεν είναι όλες ίδιες, αλλά είναι εύλογο να υποθέτουμε πως σε περίπτωση περιορισμού της χρήσης καυσίμων με ανθρακικές εκπομπές, θα «αχρηστευθούν» πρώτες οι επενδύσεις με το μεγαλύτερο κόστος και τις εντονότερες θερμοκηπικές εκπομπές (όπως π.χ. η εξόρυξη άνθρακα ή η πισσούχος άμμος).
Πολλοί επενδυτές εκτιμούν πως αυτή μας η ανάλυση είναι λανθασμένη και πως τα ορυκτά καύσιμα δεν πρόκειται να εκτεθούν στον κίνδυνο της «απαξίωσης», επειδή θα επιβληθεί από κάποια παγκόσμια συμφωνία μια εύλογη τιμή στα ορυκτά καύσιμα. Όσο σημαντικό ρόλο θα μπορούσε να παίξει μια τέτοια τιμολόγηση, θεωρούμε πως το λάθος που κάνουν οι επενδυτές είναι πως υποθέτουν πως η τιμολογιακή πολιτική είναι ο μόνος δρόμος προς την (ελεγχόμενη) «απαξίωση» των πόρων αυτών. Εκτιμούμε πως αυτή η στρατηγική είναι λανθασμένη και επιπόλαιη. Κι αυτό για τρεις φανερούς λόγους:
Πρώτον, υπάρχουν πολλοί εναλλακτικοί τρόποι «απαξίωσης» των ανθρακικών αποθεμάτων: ο άμεσος έλεγχός τους από τις τοπικές, περιφερειακές ή παγκόσμιες αρχές· ή έμμεση ρύθμιση της χρήσης τους μέσω των αυξανόμενων έλεγχων της ρύπανσης, των περιορισμών στη χρήση ύδατος και της εντολής για επέκταση της χρήσης των «ανανεώσιμων πηγών ενέργειας» (ΑΠΕ) ή η υιοθέτηση αυστηρότερων περιβαλλοντικών προδιαγραφών. Ακόμα και οι αναμενόμενες ρυθμίσεις θα μπορούσαν να απειλήσουν μακροπρόθεσμα τη χρήση των ανθρακικών πόρων.
Δεύτερον, η «απαξίωση» θα μπορούσε να επιβληθεί από τις δυνάμεις της αγοράς. Ήδη σήμερα, χωρίς επιδοτήσεις οι ΑΠΕ είναι σε αρκετές χώρες ανταγωνιστικές σε σχέση με τη χρήση ορυκτών καυσίμων. Οι απώλειες σε ανταγωνιστικότητα, σε συνδυασμό με την αδυναμία να διατηρηθεί σταθερή η τιμή της ενέργειας και τη βελτίωση στα δίκτυα διανομής ηλεκτρικής ενέργειας θα μπορούσε να απομακρύνει τη κεφαλαιακή ροή από τα ορυκτά καύσιμα.
Τρίτον, η κοινωνικοπολιτική πίεση (με τη μορφή εκστρατειών κατά της χρήσης ορυκτών καυσίμων, μέτρων προστασίας του περιβάλλοντος και μεταβολών στις διαθέσεις της κοινής γνώμης) θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο ο κλάδος της εντατικής εξόρυξης ορυκτών καυσίμων θα έχανε τη δυνατότητά του να λειτουργεί, πράγμα που θα οδηγούσε πολλούς πόρους στην απαξίωση.
Η αναβλητικότητα στα μέτρα τιθάσευσης της κλιματικής αλλαγής δεν πρόκειται να αναβάλει την ίδια την κλιματική αλλαγή. Ως εκ τούτου οι επενδυτές θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνουν από σήμερα το κόστος της «απαξίωσης» των ανθρακικών πόρων ή να προσπαθήσουν να απορροφήσουν το κόστος της αδράνειας στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, συμπεριλαμβάνοντας από σήμερα το κόστος της μελλοντικής «απαξίωσης» στη λειτουργία όλων των επιχειρήσεων των κλάδων που στηρίζονται στα ορυκτά καύσιμα. Το να συμπεριλαμβάνεις από σήμερα το ρίσκο της χρήσης ορυκτών καυσίμων στην αξία των μετοχών και τους ισολογισμούς είναι στην πραγματικότητα μια βραχυπρόθεσμη και μεσοπρόθεσμη στρατηγική διαχείρισης κινδύνων. Υπάρχουν τέσσερις κυρίως τρόποι που μπορούν οι επενδυτές να το κάνουν αυτό:
Πρώτον, να συνυπολογίσουμε τους κινδύνους που θέτει η χρήση υδρογονανθράκων στα διάφορα χαρτοφυλάκια. Το ελάχιστο είναι οι επενδυτές να γνωρίζουν σε ποιο βαθμό το ανθρακικό ρίσκο εμπεριέχεται στις σημερινές και αυριανές επενδύσεις τους. Αυτό π.χ. μπορεί να επιτευχθεί συμπεριλαμβάνοντας το ανθρακικό ρίσκο στη σημερινή και αυριανή εκτίμηση των περιουσιακών στοιχείων τους και στην ανάπτυξη εργαλείων που ποσοτικοποιούν αυτό το ρίσκο. Σημειώστε πως ακόμα και τα πιο παθητικά κεφάλαια είναι επίσης εκτεθειμένα στην «απαξίωση» των ορυκτών καυσίμων, καθώς ο κλάδος των ορυκτών καυσίμων συχνά εκπροσωπεί μεταξύ 10% και 30% του κύκλου δραστηριοτήτων τους.
Δεύτερον, να πιεστούν τα διοικητικά συμβούλια και οι διευθύνοντες σύμβουλοι των επιχειρήσεων να εκπονήσουν σχέδια διάγνωσης και αντιμετώπισης του ανθρακικού ρίσκου. Οι επενδυτές οφείλουν να ρωτήσουν π.χ. αν οι επιχειρήσεις τους διαθέτουν «σκιώδη τιμολόγηση» των ορυκτών καυσίμων (κι αν όχι, γιατί;) και ποιο είναι το αποτέλεσμα στους ισολογισμούς τους, πόσα ορυκτά καύσιμα σχεδιάζουν να χρησιμοποιήσουν και πώς συνδέεται αυτή τους η επιλογή με τους μακροπρόθεσμους επιχειρηματικούς τους σχεδιασμούς κ.λπ. Οι επενδυτές οφείλουν να πιέζουν τις διευθυντικές ομάδες ώστε να μειώνουν τις κεφαλαιακές ροές προς τα ορυκτά καύσιμα προς πιο παραγωγικές μορφές ενέργειας, στο πλαίσιο της μετάβασης προς μια οικονομία χαμηλών ανθρακικών ρύπων.
Τρίτον, να διαφοροποιηθούν οι επενδύσεις τους με τοποθετήσεις στις ευκαιρίες που προσφέρει η οικονομία χαμηλών ανθρακικών ρύπων. Οι επενδυτές οφείλουν να μειώνουν στα χαρτοφυλάκιά τους το βάρος των εμπεδωμένων κινδύνων που συνδέονται με το ανθρακικό ρίσκο και να αυξάνουν εκείνο των μορφών ενέργειας με λίγες ή καθόλου θερμοκηπικές εκπομπές. Οι επενδυτές έχουν την ευκαιρία να κεφαλαιοποιήσουν σε ανερχόμενους τομείς όπως οι «ανανεώσιμες πηγές ενέργειας» (ΑΠΕ) (ηλιακή, αιολική, γεωθερμία), η αναβάθμιση του κτιριακού αποθέματος (μόνωση, φωτισμός, κ.λπ), οι μετακινήσεις (ηλεκτρική αυτοκίνηση, μέσα μαζικής μετακίνησης κ.λπ). Αυτή η επενδυτική στρατηγική θωρακίζει τα επενδυτικά χαρτοφυλάκια που είναι ακραία εκτεθειμένα στο ανθρακικό ρίσκο, ενώ τους δίνει τη δυνατότητα να αντεπεξέρθουν στην απαξίωση εκείνα τα στοιχεία του ενεργητικού τους που συνδέονται με τον κλάδο των ορυκτών καυσίμων.
Τέταρτον, να απαλλαγούν από τα στοιχεία του ισολογισμού τους που συνδέονται με τα ορυκτά καύσιμα. Αυτός είναι ασφαλώς ο ασφαλέστερος τρόπος να μειωθεί το ανθρακικό ρίσκο, αν και αναγνωρίζουμε πλήρως πως αυτή η απαλλαγή μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά περίπλοκη για πολλούς κεφαλαιοκράτες. Αλλά πρόκειται για μια πολυετή επιχείρηση, που έχει διαβαθμίσεις· τα πιο πρώιμα και ευκολότερα βήματα μπορούν να αφορούν την απομάκρυνση τουλάχιστο από τις μορφές ενέργειας με τις εντονότερες εκπομπές θερμοκηπικών αερίων, πόσο μάλλον που η «απαξίωση» των ορυκτών καυσίμων μπορεί να τους προφτάσει πολύ πριν εμφανιστούν «καθαρότερες» μορφές ανθρακικών καυσίμων.
Όπως είχε πει ο πρόεδρος Τζον Κένεντι (John F. Kennedy) «κάθε πρόγραμμα δράσης εμπεριέχει ρίσκα και δαπάνες, που όμως είναι απείρως λιγότερα από τα ρίσκα και τις δαπάνες της βολικής αδράνειας». Η μετάβαση προς μια οικονομία χαμηλών ανθρακικών εκπομπών θα ισοδυναμεί με επανάσταση στην παγκόσμια οικονομία και θα προσφέρει σημαντικές ευκαιρίες για αυξημένες επενδυτικές αποδόσεις. Εντούτοις, οι επενδυτές οφείλουν πια να αναγνωρίσουν πως το ανθρακικό ρίσκο είναι πραγματικό και αυξανόμενο. Η αδράνεια, δεν είναι πια ένδειξη σωφροσύνης.
Ο Al Gore είναι πρώην αντιπρόεδρος των ΗΠΑ και πρόεδρος συμβουλευτικής επιχείρησης επενδύσεων· ο David Blood είναι συνεργάτης του στην εταιρεία συμβούλων επενδύσεων «GIΜ» που διευθύνει
http://www.ppol.gr/cm/index.php?Datain=8893&LID=1
Μετά την κρίση δανεισμού και τη μεγάλη ύφεση, θα φαινόταν γελοία η σκέψη να επενδύσει κανείς σε ενυπόθηκα δάνεια! Αλλά όταν εξελισσόταν αυτή η «φούσκα», όπως συνήθως συμβαίνει, κανείς δεν έβλεπε πως δίνονταν 7.5 εκατομμύρια δάνεια σε ανθρώπους που δεν υπήρχε περίπτωση να μπορέσουν να τα αποπληρώσουν.
Ένας λόγος που σχηματίζονται τέτοιος «φούσκες» είναι πως πολλοί επενδυτές συγχέουν τις έννοιες «αβεβαιότητα» και «ρίσκο». Ο οικονομολόγος Φρανκ Νάιτ (Frank Knight) εμπέδωσε τη λεπτή, αλλά κρίσιμη διαφορά μεταξύ των δύο εννοιών: η αβεβαιότητα είναι συνήθως ο χειρότερος φόβος του καλού επενδυτή, διότι δεν του επιτρέπει να μετρήσει ή τα κοστολογήσει το ρίσκο που αναλαμβάνει. Όταν οι επενδυτές συγχέουν αβεβαιότητα και ρίσκο, γίνονται ευάλωτοι στη σκέψη πως εφόσον δεν μετριέται δεν υπάρχει -και άρα μπορούν μια χαρά να το αγνοήσουν.
Το ίδιο ακριβώς ισχύει με τη «φούσκα» των ορυκτών καυσίμων: συνεχίζει να μεγαλώνει ακριβώς διότι οι περισσότεροι συμμέτοχοι στις αγορές λανθασμένα μπερδεύουν το ρίσκο της χρήσης τέτοιων καυσίμων με την αβεβαιότητα, και άρα αποτυχαίνουν να συμπεριλάβουν το κόστος της επιλογής τους στις επενδυτικές τους αναλύσεις. Αδιαφορώντας για τα δεδομένα ρίσκα που συνδέονται με τη χρήση αυτών των καυσίμων, εκθέτουν τα χαρτοφυλάκιά τους σε εξωτερικότητες που θα έπρεπε να τις είχαν συμπεριλάβει στην εκτίμηση των κεφαλαιακών τους αποδόσεων.
Ιδού πώς σχετίζονται τα ορυκτά καύσιμα με τις επενδύσεις: στην επιστημονική κοινότητα υπάρχει πλατιά συναίνεση πως η άνοδος της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη κατά περισσότερο από 2οC θα προκαλούσε καταστροφικές και ανεπίστρεπτες ζημιές στον πλανήτη. Έγκυρες μετρήσεις προειδοποιούν πως με τον τρέχοντα ρυθμό εκπομπών CO2 αυτό το όριο θα ξεπεραστεί σύντομα -και κατά πολύ. Σε μια προσπάθεια να αποτραπεί αυτή η εξέλιξη, η «διεθνής υπηρεσία ενέργειας» (IEA) συνέταξε έναν «ανθρακικό προϋπολογισμό» σύμφωνα με τον οποίο ως το 2050 θα έχει χρησιμοποιηθεί μόλις το 1/3 των σημερινών αποθεμάτων ορυκτών καυσίμων. Με άλλα λόγια, όταν η παγκόσμια θερμοκρασία θα έχει αυξηθεί κατά 2οC, τουλάχιστο τα 2/3 των αποθεμάτων σε ορυκτά καύσιμα θα παραμένουν ανεκμετάλλευτα και κινδυνεύουν να παραμείνουν εκτός αγοράς, δημιουργώντας «απαξιωμένα ανθρακικά αποθέματα».
«Απαξιωμένοι» (stranded) ονομάζονται οι πόροι που χάνουν κάθε οικονομική αξία πολύ πριν ολοκληρώσουν τον αξιοποιήσιμο κύκλο ζωής τους. Οι απαξιωμένοι ανθρακικοί πόροι συμπεριλαμβάνουν τα ορυκτά καύσιμα αλλά και όλους τους πόρους που λόγω της εξάρτησής τους από τα ορυκτά καύσιμα εμφανίζουν εντατικές εκπομπές CO2. Δεν είναι όλες ίδιες, αλλά είναι εύλογο να υποθέτουμε πως σε περίπτωση περιορισμού της χρήσης καυσίμων με ανθρακικές εκπομπές, θα «αχρηστευθούν» πρώτες οι επενδύσεις με το μεγαλύτερο κόστος και τις εντονότερες θερμοκηπικές εκπομπές (όπως π.χ. η εξόρυξη άνθρακα ή η πισσούχος άμμος).
Πολλοί επενδυτές εκτιμούν πως αυτή μας η ανάλυση είναι λανθασμένη και πως τα ορυκτά καύσιμα δεν πρόκειται να εκτεθούν στον κίνδυνο της «απαξίωσης», επειδή θα επιβληθεί από κάποια παγκόσμια συμφωνία μια εύλογη τιμή στα ορυκτά καύσιμα. Όσο σημαντικό ρόλο θα μπορούσε να παίξει μια τέτοια τιμολόγηση, θεωρούμε πως το λάθος που κάνουν οι επενδυτές είναι πως υποθέτουν πως η τιμολογιακή πολιτική είναι ο μόνος δρόμος προς την (ελεγχόμενη) «απαξίωση» των πόρων αυτών. Εκτιμούμε πως αυτή η στρατηγική είναι λανθασμένη και επιπόλαιη. Κι αυτό για τρεις φανερούς λόγους:
Πρώτον, υπάρχουν πολλοί εναλλακτικοί τρόποι «απαξίωσης» των ανθρακικών αποθεμάτων: ο άμεσος έλεγχός τους από τις τοπικές, περιφερειακές ή παγκόσμιες αρχές· ή έμμεση ρύθμιση της χρήσης τους μέσω των αυξανόμενων έλεγχων της ρύπανσης, των περιορισμών στη χρήση ύδατος και της εντολής για επέκταση της χρήσης των «ανανεώσιμων πηγών ενέργειας» (ΑΠΕ) ή η υιοθέτηση αυστηρότερων περιβαλλοντικών προδιαγραφών. Ακόμα και οι αναμενόμενες ρυθμίσεις θα μπορούσαν να απειλήσουν μακροπρόθεσμα τη χρήση των ανθρακικών πόρων.
Δεύτερον, η «απαξίωση» θα μπορούσε να επιβληθεί από τις δυνάμεις της αγοράς. Ήδη σήμερα, χωρίς επιδοτήσεις οι ΑΠΕ είναι σε αρκετές χώρες ανταγωνιστικές σε σχέση με τη χρήση ορυκτών καυσίμων. Οι απώλειες σε ανταγωνιστικότητα, σε συνδυασμό με την αδυναμία να διατηρηθεί σταθερή η τιμή της ενέργειας και τη βελτίωση στα δίκτυα διανομής ηλεκτρικής ενέργειας θα μπορούσε να απομακρύνει τη κεφαλαιακή ροή από τα ορυκτά καύσιμα.
Τρίτον, η κοινωνικοπολιτική πίεση (με τη μορφή εκστρατειών κατά της χρήσης ορυκτών καυσίμων, μέτρων προστασίας του περιβάλλοντος και μεταβολών στις διαθέσεις της κοινής γνώμης) θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο ο κλάδος της εντατικής εξόρυξης ορυκτών καυσίμων θα έχανε τη δυνατότητά του να λειτουργεί, πράγμα που θα οδηγούσε πολλούς πόρους στην απαξίωση.
Η αναβλητικότητα στα μέτρα τιθάσευσης της κλιματικής αλλαγής δεν πρόκειται να αναβάλει την ίδια την κλιματική αλλαγή. Ως εκ τούτου οι επενδυτές θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνουν από σήμερα το κόστος της «απαξίωσης» των ανθρακικών πόρων ή να προσπαθήσουν να απορροφήσουν το κόστος της αδράνειας στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, συμπεριλαμβάνοντας από σήμερα το κόστος της μελλοντικής «απαξίωσης» στη λειτουργία όλων των επιχειρήσεων των κλάδων που στηρίζονται στα ορυκτά καύσιμα. Το να συμπεριλαμβάνεις από σήμερα το ρίσκο της χρήσης ορυκτών καυσίμων στην αξία των μετοχών και τους ισολογισμούς είναι στην πραγματικότητα μια βραχυπρόθεσμη και μεσοπρόθεσμη στρατηγική διαχείρισης κινδύνων. Υπάρχουν τέσσερις κυρίως τρόποι που μπορούν οι επενδυτές να το κάνουν αυτό:
Πρώτον, να συνυπολογίσουμε τους κινδύνους που θέτει η χρήση υδρογονανθράκων στα διάφορα χαρτοφυλάκια. Το ελάχιστο είναι οι επενδυτές να γνωρίζουν σε ποιο βαθμό το ανθρακικό ρίσκο εμπεριέχεται στις σημερινές και αυριανές επενδύσεις τους. Αυτό π.χ. μπορεί να επιτευχθεί συμπεριλαμβάνοντας το ανθρακικό ρίσκο στη σημερινή και αυριανή εκτίμηση των περιουσιακών στοιχείων τους και στην ανάπτυξη εργαλείων που ποσοτικοποιούν αυτό το ρίσκο. Σημειώστε πως ακόμα και τα πιο παθητικά κεφάλαια είναι επίσης εκτεθειμένα στην «απαξίωση» των ορυκτών καυσίμων, καθώς ο κλάδος των ορυκτών καυσίμων συχνά εκπροσωπεί μεταξύ 10% και 30% του κύκλου δραστηριοτήτων τους.
Δεύτερον, να πιεστούν τα διοικητικά συμβούλια και οι διευθύνοντες σύμβουλοι των επιχειρήσεων να εκπονήσουν σχέδια διάγνωσης και αντιμετώπισης του ανθρακικού ρίσκου. Οι επενδυτές οφείλουν να ρωτήσουν π.χ. αν οι επιχειρήσεις τους διαθέτουν «σκιώδη τιμολόγηση» των ορυκτών καυσίμων (κι αν όχι, γιατί;) και ποιο είναι το αποτέλεσμα στους ισολογισμούς τους, πόσα ορυκτά καύσιμα σχεδιάζουν να χρησιμοποιήσουν και πώς συνδέεται αυτή τους η επιλογή με τους μακροπρόθεσμους επιχειρηματικούς τους σχεδιασμούς κ.λπ. Οι επενδυτές οφείλουν να πιέζουν τις διευθυντικές ομάδες ώστε να μειώνουν τις κεφαλαιακές ροές προς τα ορυκτά καύσιμα προς πιο παραγωγικές μορφές ενέργειας, στο πλαίσιο της μετάβασης προς μια οικονομία χαμηλών ανθρακικών ρύπων.
Τρίτον, να διαφοροποιηθούν οι επενδύσεις τους με τοποθετήσεις στις ευκαιρίες που προσφέρει η οικονομία χαμηλών ανθρακικών ρύπων. Οι επενδυτές οφείλουν να μειώνουν στα χαρτοφυλάκιά τους το βάρος των εμπεδωμένων κινδύνων που συνδέονται με το ανθρακικό ρίσκο και να αυξάνουν εκείνο των μορφών ενέργειας με λίγες ή καθόλου θερμοκηπικές εκπομπές. Οι επενδυτές έχουν την ευκαιρία να κεφαλαιοποιήσουν σε ανερχόμενους τομείς όπως οι «ανανεώσιμες πηγές ενέργειας» (ΑΠΕ) (ηλιακή, αιολική, γεωθερμία), η αναβάθμιση του κτιριακού αποθέματος (μόνωση, φωτισμός, κ.λπ), οι μετακινήσεις (ηλεκτρική αυτοκίνηση, μέσα μαζικής μετακίνησης κ.λπ). Αυτή η επενδυτική στρατηγική θωρακίζει τα επενδυτικά χαρτοφυλάκια που είναι ακραία εκτεθειμένα στο ανθρακικό ρίσκο, ενώ τους δίνει τη δυνατότητα να αντεπεξέρθουν στην απαξίωση εκείνα τα στοιχεία του ενεργητικού τους που συνδέονται με τον κλάδο των ορυκτών καυσίμων.
Τέταρτον, να απαλλαγούν από τα στοιχεία του ισολογισμού τους που συνδέονται με τα ορυκτά καύσιμα. Αυτός είναι ασφαλώς ο ασφαλέστερος τρόπος να μειωθεί το ανθρακικό ρίσκο, αν και αναγνωρίζουμε πλήρως πως αυτή η απαλλαγή μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά περίπλοκη για πολλούς κεφαλαιοκράτες. Αλλά πρόκειται για μια πολυετή επιχείρηση, που έχει διαβαθμίσεις· τα πιο πρώιμα και ευκολότερα βήματα μπορούν να αφορούν την απομάκρυνση τουλάχιστο από τις μορφές ενέργειας με τις εντονότερες εκπομπές θερμοκηπικών αερίων, πόσο μάλλον που η «απαξίωση» των ορυκτών καυσίμων μπορεί να τους προφτάσει πολύ πριν εμφανιστούν «καθαρότερες» μορφές ανθρακικών καυσίμων.
Όπως είχε πει ο πρόεδρος Τζον Κένεντι (John F. Kennedy) «κάθε πρόγραμμα δράσης εμπεριέχει ρίσκα και δαπάνες, που όμως είναι απείρως λιγότερα από τα ρίσκα και τις δαπάνες της βολικής αδράνειας». Η μετάβαση προς μια οικονομία χαμηλών ανθρακικών εκπομπών θα ισοδυναμεί με επανάσταση στην παγκόσμια οικονομία και θα προσφέρει σημαντικές ευκαιρίες για αυξημένες επενδυτικές αποδόσεις. Εντούτοις, οι επενδυτές οφείλουν πια να αναγνωρίσουν πως το ανθρακικό ρίσκο είναι πραγματικό και αυξανόμενο. Η αδράνεια, δεν είναι πια ένδειξη σωφροσύνης.
Ο Al Gore είναι πρώην αντιπρόεδρος των ΗΠΑ και πρόεδρος συμβουλευτικής επιχείρησης επενδύσεων· ο David Blood είναι συνεργάτης του στην εταιρεία συμβούλων επενδύσεων «GIΜ» που διευθύνει
http://www.ppol.gr/cm/index.php?Datain=8893&LID=1