By Γιώργος ΚυριακούΠροδημοσίευση αποσπασμάτων μπροσούρας για τα Βαλκάνια: Στο Ηφαίστειο του Αίμου πριν την επόμενη έκρηξη
Το κείμενο της μπροσούρας, σε μια εποχή που η ρευστότητα είναι ο μοναδικός κανόνας για την ευρύτερη περιοχή, ήταν βάση για μια από τις εισηγήσεις σε εκδήλωση για τα Βαλκάνια, στη διεθνή διοργάνωση αναρχικών συλλογικοτήτων με την ονομασία «3 γέφυρες», το φθινόπωρο του 2015. Οι αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν, οι προσθήκες και οι διορθώσεις δεν άγγιξαν καθόλου τον πυρήνα του σκεπτικού που αναπτύχθηκε ενοχλητικά στην εκδήλωση.
Κράτος και Κοινωνία στα Βαλκάνια
«Ελευθερία ανάπηρη πάλι σου τάζουν»
Μ. Κατσαρός
Το εθνικό κράτος ήταν μια αναπόδραστη πραγματικότητα διότι ήταν το πρότυπο-σύμβολο και η μοναδική εφαρμογή προόδου, τακτοποίησης, δικαιοσύνης και ελευθερίας. Είχε ήδη δοκιμαστεί, είχε επιβιώσει παρ’ όλες τις μεταλλάξεις του μετά τη Γαλλική Επανάσταση, είχε ισοπεδώσει κάθε άλλη αντίσταση που αφορούσε τη συνέχεια της επανάστασης και των συνθέσεών της μέχρι και την Παρισινή Κομούνα, είχε φέρει κοινωνικές και ταξικές ανακατατάξεις που εν μέρει βασίζονταν στις επαναστατικές αρχές κι επιπλέον ήταν το εξαγώγιμο ιδεολογικό φρούτο που συνδύαζε τη νεωτερικότητα και την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού. Αν συμπεριλάβουμε τη βοήθεια που δόθηκε σε όπλα και χρήματα, την τεχνογνωσία που δόθηκε, την ρητή θέση για την διάδοση του πολιτισμού, τότε μπορούμε να αντιληφθούμε τόσο τις δυνατότητες μιας νέας πολιτικής τάξης πραγμάτων και τις αδυναμίες που φανερώθηκαν στην πορεία μετά τη στυγνή δολοφονία του του Βελεστινλή. Η ίδια η διασπορά των καταπιεσμένων εθνών από τα Βαλκάνια, η οποία συμμετείχε με τον Α ή Β τρόπο στην οικονομία, σε στρατούς και στην πνευματική κίνηση της Ευρώπης ήταν αυτή που μετέφερε τα εφόδια για τη δημιουργία ενός ενιαίου σχεδόν προτύπου θεμελίωσης του κράτους. Οι εσωτερικές πολυπλοκότητες στις νέες χώρες, η ποικιλία ηθών, οικονομικών προτύπων, ιδεολογιών, δεν θα έβρισκαν άλλο πρότυπο συνοχής παρά ένα συγκεντρωτικό κράτος που θα μπορούσε να επιβάλει μια ενιαία τάξη από την οποία θα μπορούσαν οι άνθρωποι να αντλήσουν για την ελευθερία τους, την παραγωγή αγαθών και την ανάπτυξη του πολιτισμού. Κάθε άλλη εκδοχή δεν ήταν παρά το τραγικό παρελθόν της δουλείας, της κεφαλικής φορολόγησης, της τρομοκρατίας της οθωμανικής διοίκησης, της διαρκούς ανασφάλειας. Για αυτό ακόμα και ο εσωτερικός διχασμός μπροστά στη δημιουργία των νέων κρατών δεν είναι τυχαία περιστατικά. Δεν είναι τυχαίοι οι εσωτερικοί πόλεμοι και οι εμφύλιοι όπως π.χ. μεταξύ Καραγεώργιεβιτς και Ομπρένοβιτς κατά τη διάρκεια της σερβικής αναγέννησης για το πρότυπο το οποίο έπρεπε να ακολουθηθεί ακόμα και κατά τη διάρκεια της εθνικής τους αναγέννησης, παράλληλα με έναν πόλεμο που φαίνεται απλά ως πόλεμος ιδιοτελών συμφερόντων.
Η ίδρυση των κρατών και η οργάνωση συγκεντρωτικής διοίκησης ενταφίασε το βαλκανικό κοινοτισμό στο χρονοντούλαπο αποδίδοντάς του εθνικές τιμές. Όμως ο βαλκανικός κοινοτισμός ήταν αυτός που ανέπτυξε δεσμούς αλληλεγγύης σε συνθήκες καταπίεσης ήταν αυτός που ήταν προσανατολισμένος στην παραγωγική διαδικασία. Η κοινοτική οικονομία ήταν ένα εργαλείο ικανοποίησης των αναγκών της κοινωνίας κι όχι για την απόκτηση του κέρδους. Ο κοινοτισμός επέζησε σε δύσκολες συνθήκες κρατώντας κι ανανεώνοντας τον λαϊκό πολιτισμό μακριά από τις πόλεις που ήταν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της Οθωμανικής γραφειοκρατίας, των εμπόρων, του στρατού, του παρασιτικού κόσμου, μακριά από τους κάμπους των ραγιάδων υποταγμένων. Ο κοινοτισμός ήταν αυτός που βοήθησε την ανάπτυξη των τεχνών και των γραμμάτων, που στήριξε την πρώτη διανόηση, που αποτέλεσε το υλικό και τη μαγιά για τις εθνικές εξεγέρσεις, για κάθε αποφασιστική δραστηριότητα που περιόριζε την οθωμανική διοίκηση σε ένα ρόλο δευτερεύοντα. Ο κοινοτισμός ήταν αυτός που προσάρμοσε τη θρησκεία στις ανθρώπινες δυνάμεις της επιβίωσης και της συνεργασίας. Μέσα σε αυτό το πεδίο η ανταλλαγή ιδεών, στάσεων ζωής μπορούσε να έχει μια σημασία παρά τις διακριτές γραμμές. Από κει άλλωστε και η σύμφυση του ισλάμ με την ορθοδοξία ως κρυπτοχριστιανισμός απέναντι στον εξισλαμισμό, από κει και η υποδοχή του μπεκτασισμού ως συγκριτική θεολογική ανθρωποσοφία. Ενάντια σε αυτά ήταν, την περίοδο των εθνικών αναγεννήσεων ήταν η ελληνική πρωτοκαθεδρία στο Πατριαρχείο (παρ’ όλη την προσπάθεια ανάδειξης και διάσωσης της σλαβικής γλώσσας), πρωτογενής αιτία διάσπασης και εθνικής σύγκρουσης μεταξύ βουλγαρικής Εξαρχίας και ελληνικού Πατριαρχείου ή ο ισλαμισμός ως το προνομιακό στοιχείο του μετέπειτα νέου αλβανικού ή του νέου τουρκικού έθνους.
Ο κοινοτισμός όμως χωρίς πολιτικό σχέδιο ανάπτυξης εντάχθηκε κακήν κακώς στους πρώτους σχεδιασμούς για τα εθνικά κράτη. Εξοντώθηκε από τις ανταλλαγές πληθυσμών, εξοντώθηκε εκεί που μπήκαν τα σύνορα και χώρισαν τις διαφιλονικούμενες περιοχές σε εθνικά κράτη, όταν έδωσαν ένα νέο υπήκοο της νέας εθνικής ιδέας, αυστηρά ταξινομημένο, προορισμένο να υπακούει μια νέα γραφειοκρατία στο όνομα της ελευθερίας της εθνικής του κοινότητας. Επίσης παρέδωσαν κι έναν υπήκοο μειονοτικό που θα ήταν πάντα υποδεέστερος από την πλειοψηφική εθνική κοινότητα. Ο βαλκάνιος «μπήκε σε τάξη», έγινε «ευρωπαίος», γνώρισε ένα «ανώτερο πολιτισμό» σύμφωνα με αυτά που του μάθαινε η εκπαίδευσή του, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα των πρώτων εφημερίδων. Έτσι, οι εθνικές κοινότητες, ξεχωριστά κι όχι μαζί κατάφεραν να κερδίσουν ανάπηρες ελευθερίες κι ενώ ανιδιοτελείς εθνικοί αγώνες αποτελούν τις ξεχωριστές παρακαταθήκες, εν τούτοις αυτές τέθηκαν σε χρήση μιας διφορούμενης ανάγνωσης: από τη μια ως επίφαση ελευθερίας κι από την άλλη ως πλήρης υποταγή στους αντιπροσώπους της κυβερνητικής εξουσίας, εμπλέκοντας ακόμα περισσότερο τον ψυχισμό του νέου υπηκόου. Έτσι ο τύπος του βαλκάνιου προσαρμόστηκε στις ανάγκες της κρατικής τάξης, η επαναστατικότητά του και η ορμή του διοχετεύτηκε στη μεγάλη ιδέα για τη λύτρωση της πατρίδας υπό την αιγίδα μιας διχοτομημένης τάξης βγαλμένης από την εθνική του κοινότητα, εξαρτημένης από ξένες ηγεμονίες, που στο εξής θα διαφέντευε τον εθνικό του τόπο και θα έθετε όρια για τη λύτρωση εδαφών με βάση τις έξωθεν οδηγίες. Η νέα εξουσία σε κάθε της στιγμή τον πότιζε με την ιδεολογία της υποταγής στην νέα ευρωπαϊκή κουλτούρα της μεγάλης δύναμης που θα βοηθούσε στην εθνική ιδέα. Ένας συμπλεγματικός βαλκάνιος υπήκοος πήρε τη θέση του φορολογούμενου της αυτοκρατορίας.
Τα ξεχωριστά συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων είχαν εφαρμογή στη δημιουργία των πρώτων κομμάτων στην Ελλάδα: το αγγλικό, το γαλλικό και το ρωσικό. Αντίστοιχα, επιρροές των ίδιων δυνάμεων αλλά και άλλων όπως της Αυστρίας ή της Ιταλίας ή και της Γερμανίας κυριάρχησαν στα Βαλκάνια σε επίπεδο τακτικής ή στρατηγικής. Ο ανταγωνισμός των επιρροών έφερνε, το ίδιο το απελευθερωμένο εθνικά κοινό σε μια εγχώρια σύγκρουση συμφερόντων που εντεινόταν από τον παρασιτισμό και τη ρεμούλα που χαρακτήριζε τις εγχώριες άρχουσες τάξεις-η περίπτωση δανεισμού του ελλαδικού κράτους και η νόμιμη καταλήστευση των χρημάτων που το συνόδευαν, είναι χαρακτηριστική. Αυτές ήταν οι βασικοί μοχλοί για την περεταίρω διείσδυση των οικονομικών, πολιτικών και στρατιωτικών μέτρων των μεγάλων δυνάμεων στις χώρες τους. Από την άλλη αυτή η αστάθεια και η έλλειψη συνεκτικού δημοκρατικού πολιτικού κλίματος δημιουργούσε την αίσθηση του προσωρινού και η προσαρμογή σε αυτό ήταν και η ευκαιριακή υποστήριξη του ενός ή του άλλου πολιτικάντη, τσιφλικά που βρισκόταν στην επιρροή μιας ξένης δύναμης ή απλά ήταν κομματάρχης της περιοχής. Ο αγρότης, ο καθημερινός άνθρωπος έμαθε να υποκλίνεται στον άνθρωπο της εξουσίας που ως μορφωμένος και σπουδαγμένος θα τον βοηθούσε αυτόν και την οικογένεια του ή το χωριό του να γλιτώσει από τη μιζέρια. Το κρατικό μοντέλο στα χέρια κυρίως διεφθαρμένων, αυταρχικών τυχοδιωκτών που ενάλλασσαν δημοκρατία με μοναρχίες, που από την πρώτη στιγμή εκμεταλλεύτηκαν τη θέση τους για να αναπαράγουν την εξουσία τους και τον πλούτο, που ήταν σκύβαλα της μιας ή της άλλης ηγεμονίας δημιούργησε μια απαξία για την πολιτική. Πλέον, οι μάζες διχάζονταν απέναντι σε δυο ή τριών λογιών υποσχέσεις. Από την πλήρη οθωμανική κατοχή, όπου ο τοπικός ορίζοντας ήταν ο βασικός, η επίφαση ελευθερίας σε μια εθνική επικράτεια και μάλιστα σε συνθήκες όπου οι μεγάλες φίλιες δυνάμεις μπορούν να επεμβαίνουν όταν το επιθυμούν ήταν ένα σημαντικό βήμα για την έλλειψη αυτογνωσίας του βαλκάνιου και της σύγχυσής του. Έμαθε να περιμένει και να μην αντιστέκεται παρά μόνο σε μεγάλες στιγμές τις οποίες του τις ετοίμαζαν είτε για τη λύτρωση της πατρίδας του είτε για την απελευθέρωση άλλων εδαφών της αποκλειστικά των εγκεκριμένων από αυτές. Έμαθε να τιμωρείται όταν πραγματοποιούσε εθνικές εκστρατείες χωρίς την έγκριση των μεγάλων δυνάμεων. Έμαθε να προσαρμόζεται ή με τις πρώτες υποσχέσεις να ετοιμάζεται για πόλεμο. Έμαθε να διχάζεται ανάμεσα στην Ελλάδα της Μελούνας και στη Μεγάλη Ιδέα, ανάμεσα στο μακεδονισμό και στο βουλγαρισμό, ανάμεσα στο «περίμενε» και στο «εδώ και τώρα». Το εθνικό ζήτημα έγινε η καρδιά των ζητημάτων, ως ζήτημα που διαπερνά όλα τα υπόλοιπα: της οικονομίας, της πολιτικής και της κοινωνίας. Ποιο εθνικό ζήτημα όμως πέρα από αυτό που επέβαλλαν ως νόμιμο δικαίωμα οι μεγάλες δυνάμεις; Εκεί βρίσκεται και η μεγαλειώδης αντίφαση των χωρών της περιφέρειας και μάλιστα των Βαλκανίων: ότι η προϋπόθεση της προώθησης του εθνικού ζητήματος είναι η διεύρυνση της εξάρτησης από τις μεγάλες δυνάμεις.
Απέναντι σε αυτήν την αλλαγή της ζωής και επιβιώνοντας σε καρικατούρες αστικών κρατών ο βαλκάνιος βρέθηκε στη δίνη των νέων επαναστατικών ιδεών. Η επανάσταση στη Ρωσία και η δημιουργία της Σοβιετικής Ένωσης έδωσε τη δυνατότητα στο βαλκάνιο να σκεφτεί διαφορετικά για τη ζωή την ίδια, για τους αγώνες του προλεταριάτου ενάντια στην άρχουσα τάξη, για μια συνεργασία των λαών, για τη Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία με επίκεντρο τη Μακεδονία. Όμως ήταν αδύνατον να έχει πολύ σοβαρή διάδοση αυτή η ιδέα αφού το συντριπτικό τμήμα της βαλκανικής κοινωνίας ήταν αγρότες-κτηνοτρόφοι και τεχνίτες ενώ από την άλλη πλευρά του εθνικού ζητήματος οι αλλαγές που προέκυψαν με τις μετεγκαταστάσεις πληθυσμών τα κράτη ομογενοποιήθηκαν άρδην. Εξ’ άλλου το σύνθημα για την αυτοδιάθεση των εθνών του Λένιν (με μπροστάρη την εργατική-αγροτική τάξη) αντίστοιχο του Γουίλσον (με μπροστάρη την αστική τάξη) εμπεριείχε αυτή θεμελιώδη αντίφαση: δηλαδή της συνεργασίας και ταυτόχρονα της διεκδίκησης διαφιλονικούμενων εθνικών εδαφικών δικαίων για τις κρατικές επικράτειες κι αυτό φάνηκε έντονα στο μακεδονικό ζήτημα, το απόλυτο δείγμα των βαλκανικών αντιφάσεων.
Έτσι η σύνδεση αυτών ανατρεπτικών ιδεών με την εθνική ιδέα ήταν αναπότρεπτη. Η μοναδική αυτή αντίσταση στους στρατούς κατοχής του άξονα, στους συνεργάτες τους και στους συνεργάτες των μοναρχιών με εξέχοντα τα κινήματα στην Ελλάδα και στη Σερβία ανέπτυξε έναν άλλο πολιτισμό. Ήταν η τελευταία φορά που ο αγώνας της αντίστασης όχι μόνο έβαλε φραγμό στο φασισμό αλλά αναδιοργάνωσε την ίδια τη ζωή και την καθημερινότητα σε κατευθύνσεις δικαιοσύνης, δημοκρατίας και ισότητας. Παρ’ όλο που έδωσε την υπόσχεση μιας άλλης ειρηνικής ζωής, η προσήλωση στο εθνικό κράτος και μάλιστα η υπαγωγή του στην σοσιαλιστική πατρίδα δημιούργησαν τις αντίστοιχες εθνικές αναφορές. Εξ’ άλλου οι αναρχικές ιδέες είχαν ήδη περάσει ξώφαλτσα για μια μικρή περίοδο στην Ελλάδα και στη Βουλγαρία χωρίς να ριζώσουν, στην Ευρώπη μετά τον 1ο ΠΠ δέχτηκαν τεράστια κρίση και υποχώρησαν μπροστά στην δημιουργία της σοσιαλιστικής πατρίδας που έδινε κουράγιο στους αγωνιστές-η δε σφαγή της ισπανικής αναρχίας έδρασε καταλυτικά για την περιθωριοποίηση τους. Από την άλλη, όμως, η νέα κομμουνιστική ιδέα δημιούργησε τον τύπο του επαναστάτη που υπόκειται σε μια άλλη ιεραρχία, αυτήν που θα απελευθερώσει την ανθρωπότητα ακούοντας πιστά την ηγεσία του κόμματος και θέτοντας εαυτόν υπερασπιστή της γραμμής απέναντι στον έτερο κομουνιστή εχθρό οπαδό της άλλης τάσης. Αυτό το φαινόμενο την μεταπολεμική περίοδο όταν οι ιδέες έγιναν η επίσημη ιδεολογία κρατών υποκείμενων στην ΕΣΣΔ, η πίστη απέκτησε τα χαρακτηριστικά μιας παραληρηματικής ενίσχυσής της αφού υπήρχε και ο φόβος της κατηγορίας για προδοσία των σοσιαλιστικών αρχών που είχε σοβαρότατες συνέπειες. Η αδυναμία των καθεστώτων αυτών να δώσουν συνολική λύση στο κοινωνικό ζήτημα, καθεστώτα τα οποία συντηρούσαν τη διαφθορά στο εσωτερικό των διευθυνουσών τους τάξεων -μοντέλο στο οποίο προσαρμόστηκε και ο κόσμος- και η επιδίωξη των κρατούντων σε αυτές τις χώρες να δημιουργούν εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς προκειμένου να συσπειρώνουν το σύνολο των υπηκόων τους δημιούργησαν ένα υποκείμενο φοβισμένο, υποτακτικό και συνεργατικό προς αυτήν την ολοκληρωτική δομή. Σε μάλιστα καίριες στιγμές κάνοντας χρήση του εθνικού ζητήματος στο όνομα του προλεταριακού διεθνισμού κατοχύρωσαν έναν νέο τύπο εθνικισμού με σοσιαλιστικό επικάλυμμα. Σκεπάζοντας τις εθνικές και θρησκευτικές διαφορές συσπείρωναν γύρω από τις εθνικές ιδέες είτε απροκάλυπτα είτε μυστικά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση της «Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας» της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας που διατήρησε στο ακέραιο κατά τη διάρκεια ζωής της όλη τη φαρέτρα του «μακεδονικού» αλυτρωτισμού υπό το ιδεολογικό κάλυμμα του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Στο εσωτερικό των σοσιαλιστικών δημοκρατιών της Ομοσπονδίας, ο προλεταριακός διεθνισμός ως επίσημη και υποχρεωτική ιδεολογία δημιουργούσε μια επίφαση που βεβαίως εξανεμίστηκε στις αρχές του ‘90. Αντίστοιχα και στις υπόλοιπες σοσιαλιστικές χώρες των Βαλκανίων όπως π.χ στην Αλβανία, η ιδεολογική καταπίεση είχε ως στοιχείο συνοχής τον εθνικό παράγοντα με το περιτύλιγμα της εργατικής τάξης και των συμμάχων της. Από στην άλλη στην Ελλάδα, η οποία ήταν πιστή στη Δύση σύμφωνα με τα κυρίαρχα δυτικά δόγματα και εναντίον των υπολοίπων βαλκανικών κρατών, δημιουργήθηκε ένα υποκείμενο αποσυνδεδεμένο από τα Βαλκάνια με προσανατολισμό προς την Ευρώπη. Αυτό ήρθε κι έδεσε με την υπόθεση του κυπριακού όπου η Δύση οριστικοποιούνταν ως ο ηγεμονικός παράγοντας που θα μπορούσε να δημιουργήσει μια ασφάλεια στα σύνορα που ήδη απειλούνταν από την Τουρκία. Η αριστερά βεβαίως ήταν αντίθετη σε όλα αυτά αλλά όχι τόσο δυνατή ώστε να πείσει και σχετικά προσανατολισμένη σε δυνάμεις είτε της ΕΣΣΔ, της Κίνας ή σε διάφορες άλλες «σχολές».
Τότε που διαφάνηκε ότι θα μπορούσε αυτός ο χώρος να αποκτήσει μια νέα προοπτική, δεν ήταν άλλη περίοδος από αυτήν της μεταπολίτευσης στον κύριο κορμό των Βαλκανίων που ξεκίνησε ραγδαία και δραματικά στις αρχές της δεκαετίας του ‘90. Με όχημα τη Γιουγκοσλαβία ξεκίνησε ο πυρετός των αποσχίσεων κατά το σοβιετικό πρότυπο με την ενίσχυση της ΕΕ, του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ. Έτσι, με όχημα την Ελλάδα ξεκίνησε η προσπάθεια της ΕΕ για την ενσωμάτωση των αναθεωρημένων χωρών στην οικονομία της αγοράς σε μια μακράς διαρκείας μεταπολίτευση που φτάνει μέχρι και σήμερα. Οι πόλεμοι, οι μεταναστεύσεις και οι εθνοκαθάρσεις ανέδειξαν ένα νέο εθνικισμό που κρατούσε στη μνήμη του ό,τι επιδίωξαν τα καθεστώτα να του αποβάλουν χρησιμοποιώντας μέρος της μνήμης χρηστικά. Το βαλκανικό κράτος σε γενικές γραμμές δημιούργησε ένα κοινωνικό υποκείμενο ευάλωτο στη διαφθορά, στον αυταρχισμό και στην ιδεολογία του εξαρτημένου εθνικισμού. Με πρότυπα μακράν των δημοκρατικών ακόμα και των αστικών όπως αυτών που εμπεδώθηκαν στη Δύση, με οικονομική διευθυντική τάξη συνονθύλευμα που επένδυσε στη λογική του παρασιτισμού-εργαλείο ξένων ηγεμονικών συμφερόντων, με αντιθετικούς άρχοντες πόλους, κληρονόμους των δικτατοριών και των νέων επενδυτών με τις πλάτες της Δύσης, με την εμφανή δραστηριότητα της δυτικής ηγεμονίας και την επιρροή της Ρωσίας, ο βαλκανικός κόσμος βρίσκεται μετέωρος. Μη έχοντας αναπτύξει οριζόντια κινήματα συνθετικά σ’ αυτήν την σύνθετη συγκυρία, αυτά αρκούνται στις φιλελεύθερες εκδοχές ενός αντιφασισμού-αντιρατσισμού-αντιεθνικισμού, διασκορπίζονται νέες διεκδικήσεις δικαιωμάτων και ακολουθούν το δρόμο της κοινωνικής αποσύνθεσης.
Ο ανταγωνισμός των δυνάμεων για τα Βαλκάνια
«Ποιος απ’ τους προστάτες θα μας προστατέψει, ποιος;» από το «Λαός Προστάτης» του Θ. Μπακαλάκου
Η κυβέρνηση των ΗΠΑ μετά από μια περίοδο «αποχής», μετά την κρίση του 2007 κι αφού μάζεψε την οικονομία της, διέλυσε το 2010 τη Λιβύη. Το Ιράκ βρέθηκε στο έλεος του ΙΚΙΛ αφού η απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων που τελικά ήταν μια υπόθεση «χωρίς κέρδος, κέρατα» διέλυσε τη Συρία σε μια συγκυρία που οι «αραβικές ανοίξεις» άφησαν το κενό στις δυνάμεις που απεργάζονταν την καταστροφή σε ένα σύνθετο και αντιφατικό τοπίο συσχετισμών. Στη συνέχεια επενέβη στην Ουκρανία καθιστώντας το ουκρανικό ζήτημα από περιφερειακό σε παγκόσμιο αναγκάζοντας την ΕΕ και ιδιαίτερα τη Γερμανία να γίνει επίσημος συνομιλητής με τους ναζί για την αποδόμηση της προηγούμενης κυβέρνησης. Καταστρέφοντας τη σχέση της Ρωσίας με την ΕΕ, έχει περάσει σε ένα σχέδιο ασφυκτικής περικύκλωσης της Ρωσίας: Βουλγαρία και Ρουμανία από την πλευρά της Βαλκανικής είναι πλέον χώροι για τη δημιουργία στρατιωτικών βάσεων και διοικήσεων από πλευράς ΝΑΤΟ. Μέσα από διπλωματικές κινήσεις μέσα στο 2015 η κυβέρνηση των ΗΠΑ κατάφερε να ακυρώσει στην ουσία την εγκατάσταση του ρωσικού αγωγού ο οποίος προοριζόταν για τις χώρες της ΕΕ ακυρώνοντας και τις προσυμφωνημένες διαδικασίες μεταξύ Τουρκίας-Ελλάδας-πΓΔΜ-Σερβίας-Ουγγαρίας. Παρ’ όλο όμως που υπήρξε μια προσπάθεια εκ μέρους του Τραμπ για συμβιβασμό με τη Ρωσία, το αντίπαλο κατεστημένο στην ίδια την Αμερική την υπονόμευσε μέσω διαρροών με τις κατηγορίες για παρέμβαση της Ρωσίας στις εκλογές. Από την άλλη η ΕΕ μέσω της Γερμανίας-Γαλλίας έκαναν ό,τι μπόρεσαν για τη βελτίωση της κατάστασης στο ουκρανικό ζήτημα με στόχο την επαναπροσέγγισης ΕΕ-Ρωσίας, οι ευρωπαίοι αγρότες κινητοποιήθηκαν δυναμικά αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Οι ΗΠΑ, έχουν στήσει στα Βαλκάνια προγεφυρώματα κι έχουν αποδυθεί σε ένα παιχνίδι νομής ρόλων. Την περίοδο αυτή ο αλβανικός παράγοντας παίζει το ρόλο του πολιορκητικού κριού. Εμβολίζοντας τη βαλκανική σταθερότητα διαμέσου των διεκδικήσεων της Αλβανίας εξασφαλίζουν τη μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση στην απαίτησή τους να ενταχθούν οι χώρες των Βαλκανίων στη δυτική συμμαχία και να παίξουν ενεργό ρόλο στις βασικές τους στοχεύσεις. Στην ίδια πλεύση, αναγνωρίζουν το Κόσσοβο ως ανεξάρτητο προτεκτοράτο και ειδικά αυτήν την περίοδο με την απειλή της διάλυσης του κράτους της πΓΔΜ επιχειρούν να επισπεύσουν τις διαδικασίες εξομάλυνσης των σχέσεων της Ελλάδας με τη «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Βασικός στόχος δεν είναι μια «Μεγάλη Αλβανία» αλλά χρήσιμες μικρές «Αλβανίες» που θα θέσουν στο ίδιο πλαίσιο δικαιωμάτων της δεκαετίας του ’90 την υπόθεση της αυτονόμησή τους για να χρησιμοποιηθούν ως στρατιωτικά εδάφη.
Για τη δημιουργία χρήσιμων κυβερνήσεων έχουν επενδύσει στην εκπαίδευση στελεχών με το πρόσχημα της αναβάθμισης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης για την ανάπτυξη. Στο Μαυροβούνιο, ο Τζουγκάνοβιτς έχει ιδρύσει πανεπιστήμιο ιδιωτικό για τα κατάρτιση των στελεχών της κυβέρνησής του καθώς και για τη στελέχωση του δημοσίου τομέα με νικηφόρα την έκβαση ενός αμφίρροπου αγώνα για την ένταξη του Μαυροβουνίου στο ΝΑΤΟ. Αντίστοιχα το ίδρυμα Σόρος στην Αλβανία αλλά και σε άλλες χώρες όπως στην πΓΔΜ ή στη Βουλγαρία, δίκτυα εκπαίδευσης ή δομές της διαβόητης «κοινωνίας των πολιτών» προετοιμάζουν στελέχη που θα αναπαράγουν την αμερικανική πολιτική. Οι ΗΠΑ είναι η μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη στον κόσμο και επιβάλει τις επιλογές της δια της απειλής και της στρατιωτικής προσάρτησης χωρών μέσω του ΝΑΤΟ για προστασία και επιστασία.
Παρ’ όλες τις διεθνείς πρωτοβουλίες όπως των συμφωνιών του Μινσκ, παρ’ όλες τις κινήσεις απελπισίας όπως της γερμανικής ρητορείας περί ενός πλήρους ευρωστρατού, παρά τις βαλκανικές διασκέψεις υπό τη Γερμανία, η ΕΕ έχει γίνει ουρά της Αμερικής και είναι ο βασικός χρηματοδότης των φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων στα Βαλκάνια αν εξαιρέσουμε τον συνεργατικό και ταυτοχρόνως αποσταθεροποιητικό ρόλο του ΔΝΤ που ελέγχεται άμεσα από τις ΗΠΑ. Απέναντι σε αυτές τις επεμβάσεις, η γηραιά Ευρώπη βλέπει με αρνητικό τρόπο τις τάσεις απόσχισης, στο βαθμό που αυτές ενισχύονται από τις διαθέσεις των ΗΠΑ στο να έχουν τον πρώτο λόγο στην Ευρώπη και καθότι διαβλέπουν σοβαρά προβλήματα ελέγχου από αναθεωρήσεις στον ίδιο τον πυρήνα της ΕΕ. Περιπτώσεις όπως του «καταλανικού φθινοπώρου» αλλά και άλλων ευρωπαϊκών «επαρχιών» είναι χαρακτηριστικές (Ιταλία, Γαλλία, Μ. Βρετανία κλπ). Αν εξαιρέσουμε την περίπτωση του Κοσόβου, οι ούγγροι για παράδειγμα έχουν μειονότητες σε πέντε όμορες χώρες και σήμερα συζητούν για αναθεώρηση της συμφωνίας Τριανόν του 1920.
Έτσι από το 1993 και τις συμφωνίες Βανς-Όουεν κι αργότερα με τη συμφωνία του Νταίητον του 1995 η κυβέρνηση των ΗΠΑ έγινε ο κύριος στρατιωτικός και πολιτικός ρυθμιστής, με τη ΕΕ-Γερμανία ακόλουθο-χρηματοδότη στην προσπάθειά της να συνεχίσει την κάθοδό της προς τα Βαλκάνια, διαμέσου αυτής της οδού. Από τη διαδικασία διαμελισμού των Βαλκανίων σε μικρές και ανεξάρτητες χώρες, με τάσεις που αποβλέπουν στην ΕΕ την πολιτική τους ένταξη προσποιούνται πως δε γνωρίζουν ότι αυτή προϋποθέτει διαδικασίες απόλυτης φιλελευθεροποίησης με ανυπολόγιστες συνέπειες προς τα λαϊκά στρώματα ενώ είναι αυτές, οι διαδικασίες, οι οποίες ώθησαν και ενίσχυσαν τις αποσχιστικές τάσεις μέσα στις ίδιες τις χώρες των Βαλκανίων. Εδώ είναι και η μεγαλειώδης αντίφαση που υπεισήλθαν οι βαλκανικοί εθνικισμοί και θα συνεχίσουν να υπεισέρχονται.
Από την άλλη η Ρωσία ως μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας αντιδρά στις αναθεωρητικές τάσεις που ενισχύονται από τις ΗΠΑ. Ως ηγεμονική δύναμη υποστηρίζεται από αντιπολιτεύσεις στα Βαλκάνια ενώ με τη μέθοδο της σκληρής διπλωματίας και της επίδειξης του ισχυρού της στρατού συνεχίζει να επενδύει διασαλεύοντας όσο μπορεί την «αμερικανική ειρήνη». Η θέση της έχει γίνει πιο δύσκολη παρ’ όλες τις προσπάθειες της Γερμανίας -και της Γαλλίας δευτερευόντως- αφού έχει αποκλειστεί κι από μη εχθρικά διακείμενες πολιτικές (Βουλγαρία, Ελλάδα). Μοναδική της διέξοδος είναι η μακρινή της Σερβία η οποία διατηρεί κρατά ίσες αποστάσεις ενώ ενισχύεται στρατιωτικά και συμβολικά συμμετέχει στην αντιΝΑΤΟϊκή «Σλαβική Αδελφότητα» με τη Ρωσία και τη Λευκορωσία. Μετά από μια απότομη είσοδο στην υπόθεση της εκδίωξης του ΙΚΙΛ από στη Συρία, επιδιώκοντας να υποστηρίξει τον παραδοσιακό σύμμαχο Άσαντ, συμμαχώντας με τους κούρδους στη συνέχεια έκανε μια στροφή 180ο πράττοντας στρατηγική συμμαχία με την Τουρκία. Προσελκύοντάς την σε ένα παιχνίδι υπονόμευσης του ΝΑΤΟ όταν ήδη η Τουρκία έχει έναν ηγεμονικό αυτόνομο ρόλο σε σημείο που να απειλεί τις αμερικανικές δυνάμεις κατά τη διάρκεια της επέμβασης στο Αφρίν έχει ήδη καταφέρει ένα σοβαρό πλήγμα στην ΝΑ πλευρά αντισταθμίζοντας τον ΒΑ αποκλεισμό της στα Βαλκάνια.
Ο ρόλος του ΟΗΕ στα Βαλκάνια δεν είναι παρά ο ρόλος καταπατητή των ψηφισμάτων του που αποτρέπουν τις αποσχιστικές τάσεις, με βάση την υποστήριξη της πλειοψηφίας των μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας. Έτσι και στην περίπτωση της ανεξαρτησίας του Κοσσόβου ακολουθεί την τακτική της καταπάτησης των ψηφισμάτων του. Οι διαμεσολαβητές ακολουθούν την πεπατημένη οδό για το κυπριακό ή για το παλαιστινιακό, των πολλών ψηφισμάτων που καταδικάζουν την εισβολή, την κατοχή και τον εποικισμό, όπου ναι μεν καταδικάζουν τις επεμβάσεις αλλά αναγνωρίζουν τον επεμβαίνοντα ως νόμιμο και ισότιμο παράγοντα για την «οικοδόμηση μέτρων εμπιστοσύνης» και «επαναπροσέγγισης». Έτσι καταπατώντας το ψήφισμα 1244/1999 προώθησαν και προωθούν τη λύση της ανεξαρτητοποίησης του Κοσόβου σε αντίθεση βεβαίως με τη Ρωσία.
Από την άλλη, η Τουρκία, με στρατηγικό σύμμαχο τις ΗΠΑ στα Βαλκάνια, διεισδύει, συνεχίζοντας την πολιτική που ξεκίνησε μετά την κατάρρευση του ανατολικού συνασπισμού. Με τακτικές συμμαχίες ενισχύει το ισλαμικό στοιχείο ενώ από την άλλη αυξάνει τις προκλητικές διαθέσεις της απέναντι της ανίσχυρης, σήμερα, Ελλάδας. Μετατρέποντας το προσφυγικό σε ένα ιδιότυπο γεωπολιτικό ζήτημα επιδιώκει δίπλα στις άμεσες απειλές να αποδιαρθρώσει την Ευρώπη με όχημα την Ελλάδα. Από την περίοδο Νετσμεντίν Ερμπακάν του ’90 και με αποκορύφωμα την περίοδο προεδρίας Αμπτουλάχ Γκιουλ του 2000, έχει δημιουργήσει ένα αριθμητικά αξιόλογο γκιουλενικό (FETO) δίκτυο θρησκευτικών σχολείων, τραπεζών, εμπορικών επιχειρήσεων για φθηνά προϊόντα. Με τη στρατιωτική βοήθεια προς τις χώρες που έχουν κυρίαρχο ή πολυπληθές το μουσουλμανικό στοιχείο (Αλβανία, Βοσνία, πΓΔΜ, Κόσοβο) αλλά και με τη στήριξή τους σε στρατιωτικές και οικονομικές υποδομές αποκτά μια επιρροή που ανταποκρίνεται στη σύνθεση ισλαμικού και κεμαλικού παράγοντα. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα Τίρανα, μετά από μια περίοδο καθαρμού των γκιουλενικών δομών, χτίζεται το μεγαλύτερο τέμενος των Βαλκανίων με χρηματοδότηση της Τουρκίας ενώ επίσης κατασκευάζεται λιμάνι και αεροδρόμιο στην ίδια τη χώρα.
Οι μουσουλμανικές μειονότητες από την άλλη σε ορθόδοξες χώρες τις οποίες επιδιώκει συστηματικά να εκτουρκίζει γίνονται έδαφος για την αποσταθεροποίηση στο βαθμό που δεν ενοχλούνται οι στρατηγικές επιδιώξεις των ΗΠΑ και ταυτοχρόνως διατηρεί τις ενταξιακές διαδικασίες στην ΕΕ, με το ΑΚΡ του Ερντογάν να είναι μέλος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (στο οποίο είναι η ΝΔ και ο κυπριακός ΔΗΣΥ). Από την περίοδο της διάλυσης της ΕΣΣΔ, η Τουρκία, όταν έχασε το ρόλο της επένδυσε τόσο στα πρώην σοβιετικά τουρκογενή κράτη της Μαύρης Θάλασσας και του Καυκάσου όσο και στις βαλκανικές καταρρέουσες πρώην «λαϊκές δημοκρατίες» διαμέσου του μουσουλμανικού στοιχείου τους ενισχύοντας τόσο τη δική της επιρροή όσο και σε συνέργεια με τις επιλογές των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ.
Τέλος, αυτήν την περίοδο το ΙΚΙΛ επίσης επενδύει σε ένα βαθμό στα Βαλκάνια στα υπάρχοντα μουσουλμανικά δίκτυα που έχουν οι χώρες. Είτε για λόγους πίστης είτε για λόγους εξεύρεσης εργασίας, πολλοί μουσουλμάνοι από τα Βαλκάνια στρατεύτηκαν στην υπόθεση επέκτασης του ΙΚΙΛ κι αυτός αποτελεί έναν επιπρόσθετο λόγο παρέμβασης από πλευράς της Δύσης για «την πάταξη της τρομοκρατίας», δίπλα στους λόγους για τη «διαφθορά» και την «εγκληματικότητα». Η διπλοπρόσωπη στάση που κρατά η Δύση σε σχέση με την ανάπτυξή του, αφού έχει τη λειτουργία του σε μια υποτίθεται ελεγχόμενη αποσταθεροποίηση, αδυνατεί να εμποδίσει τις προσβάσεις του στο βαλκανικό Ισλάμ. Η περίοδος αυτή μετά από ένα σύνολο ενεργειών από πλευράς ΙΚΙΛ μέσα στην καρδιά της Ευρώπης έχει εξανεμίσει κάθε ψευδαίσθηση για ένα ευρωπαϊκό Ισλάμ, κοσμικό. Έτσι το Ισλάμ από την μεταπολεμική περίοδο που μέχρι και τη δεκαετία του ‘90 που ήταν ο βασικός πρωταγωνιστής της πολυπολιτισμικής Ευρώπης, ραγδαία πραγματοποιεί ένα άλμα προς τα πίσω αξιοποιώντας τα διαπολιτισμικά παράλληλα τείχη που υψώθηκαν στο όνομα της συνοχής του κεφαλαίου και της παγκοσμιοποίησης. Αντίστοιχα και στα Βαλκάνια, το Ισλάμ ως ο καταπιεσμένος για δεκαετίες παράγοντας του χτισίματος μιας προλεταριακής συνείδησης ξεπροβάλει στην ακραία εκδοχή του ως αυτός που ενσαρκώνει μια νέα επέκταση.
Το κείμενο της μπροσούρας, σε μια εποχή που η ρευστότητα είναι ο μοναδικός κανόνας για την ευρύτερη περιοχή, ήταν βάση για μια από τις εισηγήσεις σε εκδήλωση για τα Βαλκάνια, στη διεθνή διοργάνωση αναρχικών συλλογικοτήτων με την ονομασία «3 γέφυρες», το φθινόπωρο του 2015. Οι αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν, οι προσθήκες και οι διορθώσεις δεν άγγιξαν καθόλου τον πυρήνα του σκεπτικού που αναπτύχθηκε ενοχλητικά στην εκδήλωση.
Κράτος και Κοινωνία στα Βαλκάνια
«Ελευθερία ανάπηρη πάλι σου τάζουν»
Μ. Κατσαρός
Το εθνικό κράτος ήταν μια αναπόδραστη πραγματικότητα διότι ήταν το πρότυπο-σύμβολο και η μοναδική εφαρμογή προόδου, τακτοποίησης, δικαιοσύνης και ελευθερίας. Είχε ήδη δοκιμαστεί, είχε επιβιώσει παρ’ όλες τις μεταλλάξεις του μετά τη Γαλλική Επανάσταση, είχε ισοπεδώσει κάθε άλλη αντίσταση που αφορούσε τη συνέχεια της επανάστασης και των συνθέσεών της μέχρι και την Παρισινή Κομούνα, είχε φέρει κοινωνικές και ταξικές ανακατατάξεις που εν μέρει βασίζονταν στις επαναστατικές αρχές κι επιπλέον ήταν το εξαγώγιμο ιδεολογικό φρούτο που συνδύαζε τη νεωτερικότητα και την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού. Αν συμπεριλάβουμε τη βοήθεια που δόθηκε σε όπλα και χρήματα, την τεχνογνωσία που δόθηκε, την ρητή θέση για την διάδοση του πολιτισμού, τότε μπορούμε να αντιληφθούμε τόσο τις δυνατότητες μιας νέας πολιτικής τάξης πραγμάτων και τις αδυναμίες που φανερώθηκαν στην πορεία μετά τη στυγνή δολοφονία του του Βελεστινλή. Η ίδια η διασπορά των καταπιεσμένων εθνών από τα Βαλκάνια, η οποία συμμετείχε με τον Α ή Β τρόπο στην οικονομία, σε στρατούς και στην πνευματική κίνηση της Ευρώπης ήταν αυτή που μετέφερε τα εφόδια για τη δημιουργία ενός ενιαίου σχεδόν προτύπου θεμελίωσης του κράτους. Οι εσωτερικές πολυπλοκότητες στις νέες χώρες, η ποικιλία ηθών, οικονομικών προτύπων, ιδεολογιών, δεν θα έβρισκαν άλλο πρότυπο συνοχής παρά ένα συγκεντρωτικό κράτος που θα μπορούσε να επιβάλει μια ενιαία τάξη από την οποία θα μπορούσαν οι άνθρωποι να αντλήσουν για την ελευθερία τους, την παραγωγή αγαθών και την ανάπτυξη του πολιτισμού. Κάθε άλλη εκδοχή δεν ήταν παρά το τραγικό παρελθόν της δουλείας, της κεφαλικής φορολόγησης, της τρομοκρατίας της οθωμανικής διοίκησης, της διαρκούς ανασφάλειας. Για αυτό ακόμα και ο εσωτερικός διχασμός μπροστά στη δημιουργία των νέων κρατών δεν είναι τυχαία περιστατικά. Δεν είναι τυχαίοι οι εσωτερικοί πόλεμοι και οι εμφύλιοι όπως π.χ. μεταξύ Καραγεώργιεβιτς και Ομπρένοβιτς κατά τη διάρκεια της σερβικής αναγέννησης για το πρότυπο το οποίο έπρεπε να ακολουθηθεί ακόμα και κατά τη διάρκεια της εθνικής τους αναγέννησης, παράλληλα με έναν πόλεμο που φαίνεται απλά ως πόλεμος ιδιοτελών συμφερόντων.
Η ίδρυση των κρατών και η οργάνωση συγκεντρωτικής διοίκησης ενταφίασε το βαλκανικό κοινοτισμό στο χρονοντούλαπο αποδίδοντάς του εθνικές τιμές. Όμως ο βαλκανικός κοινοτισμός ήταν αυτός που ανέπτυξε δεσμούς αλληλεγγύης σε συνθήκες καταπίεσης ήταν αυτός που ήταν προσανατολισμένος στην παραγωγική διαδικασία. Η κοινοτική οικονομία ήταν ένα εργαλείο ικανοποίησης των αναγκών της κοινωνίας κι όχι για την απόκτηση του κέρδους. Ο κοινοτισμός επέζησε σε δύσκολες συνθήκες κρατώντας κι ανανεώνοντας τον λαϊκό πολιτισμό μακριά από τις πόλεις που ήταν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της Οθωμανικής γραφειοκρατίας, των εμπόρων, του στρατού, του παρασιτικού κόσμου, μακριά από τους κάμπους των ραγιάδων υποταγμένων. Ο κοινοτισμός ήταν αυτός που βοήθησε την ανάπτυξη των τεχνών και των γραμμάτων, που στήριξε την πρώτη διανόηση, που αποτέλεσε το υλικό και τη μαγιά για τις εθνικές εξεγέρσεις, για κάθε αποφασιστική δραστηριότητα που περιόριζε την οθωμανική διοίκηση σε ένα ρόλο δευτερεύοντα. Ο κοινοτισμός ήταν αυτός που προσάρμοσε τη θρησκεία στις ανθρώπινες δυνάμεις της επιβίωσης και της συνεργασίας. Μέσα σε αυτό το πεδίο η ανταλλαγή ιδεών, στάσεων ζωής μπορούσε να έχει μια σημασία παρά τις διακριτές γραμμές. Από κει άλλωστε και η σύμφυση του ισλάμ με την ορθοδοξία ως κρυπτοχριστιανισμός απέναντι στον εξισλαμισμό, από κει και η υποδοχή του μπεκτασισμού ως συγκριτική θεολογική ανθρωποσοφία. Ενάντια σε αυτά ήταν, την περίοδο των εθνικών αναγεννήσεων ήταν η ελληνική πρωτοκαθεδρία στο Πατριαρχείο (παρ’ όλη την προσπάθεια ανάδειξης και διάσωσης της σλαβικής γλώσσας), πρωτογενής αιτία διάσπασης και εθνικής σύγκρουσης μεταξύ βουλγαρικής Εξαρχίας και ελληνικού Πατριαρχείου ή ο ισλαμισμός ως το προνομιακό στοιχείο του μετέπειτα νέου αλβανικού ή του νέου τουρκικού έθνους.
Ο κοινοτισμός όμως χωρίς πολιτικό σχέδιο ανάπτυξης εντάχθηκε κακήν κακώς στους πρώτους σχεδιασμούς για τα εθνικά κράτη. Εξοντώθηκε από τις ανταλλαγές πληθυσμών, εξοντώθηκε εκεί που μπήκαν τα σύνορα και χώρισαν τις διαφιλονικούμενες περιοχές σε εθνικά κράτη, όταν έδωσαν ένα νέο υπήκοο της νέας εθνικής ιδέας, αυστηρά ταξινομημένο, προορισμένο να υπακούει μια νέα γραφειοκρατία στο όνομα της ελευθερίας της εθνικής του κοινότητας. Επίσης παρέδωσαν κι έναν υπήκοο μειονοτικό που θα ήταν πάντα υποδεέστερος από την πλειοψηφική εθνική κοινότητα. Ο βαλκάνιος «μπήκε σε τάξη», έγινε «ευρωπαίος», γνώρισε ένα «ανώτερο πολιτισμό» σύμφωνα με αυτά που του μάθαινε η εκπαίδευσή του, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα των πρώτων εφημερίδων. Έτσι, οι εθνικές κοινότητες, ξεχωριστά κι όχι μαζί κατάφεραν να κερδίσουν ανάπηρες ελευθερίες κι ενώ ανιδιοτελείς εθνικοί αγώνες αποτελούν τις ξεχωριστές παρακαταθήκες, εν τούτοις αυτές τέθηκαν σε χρήση μιας διφορούμενης ανάγνωσης: από τη μια ως επίφαση ελευθερίας κι από την άλλη ως πλήρης υποταγή στους αντιπροσώπους της κυβερνητικής εξουσίας, εμπλέκοντας ακόμα περισσότερο τον ψυχισμό του νέου υπηκόου. Έτσι ο τύπος του βαλκάνιου προσαρμόστηκε στις ανάγκες της κρατικής τάξης, η επαναστατικότητά του και η ορμή του διοχετεύτηκε στη μεγάλη ιδέα για τη λύτρωση της πατρίδας υπό την αιγίδα μιας διχοτομημένης τάξης βγαλμένης από την εθνική του κοινότητα, εξαρτημένης από ξένες ηγεμονίες, που στο εξής θα διαφέντευε τον εθνικό του τόπο και θα έθετε όρια για τη λύτρωση εδαφών με βάση τις έξωθεν οδηγίες. Η νέα εξουσία σε κάθε της στιγμή τον πότιζε με την ιδεολογία της υποταγής στην νέα ευρωπαϊκή κουλτούρα της μεγάλης δύναμης που θα βοηθούσε στην εθνική ιδέα. Ένας συμπλεγματικός βαλκάνιος υπήκοος πήρε τη θέση του φορολογούμενου της αυτοκρατορίας.
Τα ξεχωριστά συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων είχαν εφαρμογή στη δημιουργία των πρώτων κομμάτων στην Ελλάδα: το αγγλικό, το γαλλικό και το ρωσικό. Αντίστοιχα, επιρροές των ίδιων δυνάμεων αλλά και άλλων όπως της Αυστρίας ή της Ιταλίας ή και της Γερμανίας κυριάρχησαν στα Βαλκάνια σε επίπεδο τακτικής ή στρατηγικής. Ο ανταγωνισμός των επιρροών έφερνε, το ίδιο το απελευθερωμένο εθνικά κοινό σε μια εγχώρια σύγκρουση συμφερόντων που εντεινόταν από τον παρασιτισμό και τη ρεμούλα που χαρακτήριζε τις εγχώριες άρχουσες τάξεις-η περίπτωση δανεισμού του ελλαδικού κράτους και η νόμιμη καταλήστευση των χρημάτων που το συνόδευαν, είναι χαρακτηριστική. Αυτές ήταν οι βασικοί μοχλοί για την περεταίρω διείσδυση των οικονομικών, πολιτικών και στρατιωτικών μέτρων των μεγάλων δυνάμεων στις χώρες τους. Από την άλλη αυτή η αστάθεια και η έλλειψη συνεκτικού δημοκρατικού πολιτικού κλίματος δημιουργούσε την αίσθηση του προσωρινού και η προσαρμογή σε αυτό ήταν και η ευκαιριακή υποστήριξη του ενός ή του άλλου πολιτικάντη, τσιφλικά που βρισκόταν στην επιρροή μιας ξένης δύναμης ή απλά ήταν κομματάρχης της περιοχής. Ο αγρότης, ο καθημερινός άνθρωπος έμαθε να υποκλίνεται στον άνθρωπο της εξουσίας που ως μορφωμένος και σπουδαγμένος θα τον βοηθούσε αυτόν και την οικογένεια του ή το χωριό του να γλιτώσει από τη μιζέρια. Το κρατικό μοντέλο στα χέρια κυρίως διεφθαρμένων, αυταρχικών τυχοδιωκτών που ενάλλασσαν δημοκρατία με μοναρχίες, που από την πρώτη στιγμή εκμεταλλεύτηκαν τη θέση τους για να αναπαράγουν την εξουσία τους και τον πλούτο, που ήταν σκύβαλα της μιας ή της άλλης ηγεμονίας δημιούργησε μια απαξία για την πολιτική. Πλέον, οι μάζες διχάζονταν απέναντι σε δυο ή τριών λογιών υποσχέσεις. Από την πλήρη οθωμανική κατοχή, όπου ο τοπικός ορίζοντας ήταν ο βασικός, η επίφαση ελευθερίας σε μια εθνική επικράτεια και μάλιστα σε συνθήκες όπου οι μεγάλες φίλιες δυνάμεις μπορούν να επεμβαίνουν όταν το επιθυμούν ήταν ένα σημαντικό βήμα για την έλλειψη αυτογνωσίας του βαλκάνιου και της σύγχυσής του. Έμαθε να περιμένει και να μην αντιστέκεται παρά μόνο σε μεγάλες στιγμές τις οποίες του τις ετοίμαζαν είτε για τη λύτρωση της πατρίδας του είτε για την απελευθέρωση άλλων εδαφών της αποκλειστικά των εγκεκριμένων από αυτές. Έμαθε να τιμωρείται όταν πραγματοποιούσε εθνικές εκστρατείες χωρίς την έγκριση των μεγάλων δυνάμεων. Έμαθε να προσαρμόζεται ή με τις πρώτες υποσχέσεις να ετοιμάζεται για πόλεμο. Έμαθε να διχάζεται ανάμεσα στην Ελλάδα της Μελούνας και στη Μεγάλη Ιδέα, ανάμεσα στο μακεδονισμό και στο βουλγαρισμό, ανάμεσα στο «περίμενε» και στο «εδώ και τώρα». Το εθνικό ζήτημα έγινε η καρδιά των ζητημάτων, ως ζήτημα που διαπερνά όλα τα υπόλοιπα: της οικονομίας, της πολιτικής και της κοινωνίας. Ποιο εθνικό ζήτημα όμως πέρα από αυτό που επέβαλλαν ως νόμιμο δικαίωμα οι μεγάλες δυνάμεις; Εκεί βρίσκεται και η μεγαλειώδης αντίφαση των χωρών της περιφέρειας και μάλιστα των Βαλκανίων: ότι η προϋπόθεση της προώθησης του εθνικού ζητήματος είναι η διεύρυνση της εξάρτησης από τις μεγάλες δυνάμεις.
Απέναντι σε αυτήν την αλλαγή της ζωής και επιβιώνοντας σε καρικατούρες αστικών κρατών ο βαλκάνιος βρέθηκε στη δίνη των νέων επαναστατικών ιδεών. Η επανάσταση στη Ρωσία και η δημιουργία της Σοβιετικής Ένωσης έδωσε τη δυνατότητα στο βαλκάνιο να σκεφτεί διαφορετικά για τη ζωή την ίδια, για τους αγώνες του προλεταριάτου ενάντια στην άρχουσα τάξη, για μια συνεργασία των λαών, για τη Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία με επίκεντρο τη Μακεδονία. Όμως ήταν αδύνατον να έχει πολύ σοβαρή διάδοση αυτή η ιδέα αφού το συντριπτικό τμήμα της βαλκανικής κοινωνίας ήταν αγρότες-κτηνοτρόφοι και τεχνίτες ενώ από την άλλη πλευρά του εθνικού ζητήματος οι αλλαγές που προέκυψαν με τις μετεγκαταστάσεις πληθυσμών τα κράτη ομογενοποιήθηκαν άρδην. Εξ’ άλλου το σύνθημα για την αυτοδιάθεση των εθνών του Λένιν (με μπροστάρη την εργατική-αγροτική τάξη) αντίστοιχο του Γουίλσον (με μπροστάρη την αστική τάξη) εμπεριείχε αυτή θεμελιώδη αντίφαση: δηλαδή της συνεργασίας και ταυτόχρονα της διεκδίκησης διαφιλονικούμενων εθνικών εδαφικών δικαίων για τις κρατικές επικράτειες κι αυτό φάνηκε έντονα στο μακεδονικό ζήτημα, το απόλυτο δείγμα των βαλκανικών αντιφάσεων.
Έτσι η σύνδεση αυτών ανατρεπτικών ιδεών με την εθνική ιδέα ήταν αναπότρεπτη. Η μοναδική αυτή αντίσταση στους στρατούς κατοχής του άξονα, στους συνεργάτες τους και στους συνεργάτες των μοναρχιών με εξέχοντα τα κινήματα στην Ελλάδα και στη Σερβία ανέπτυξε έναν άλλο πολιτισμό. Ήταν η τελευταία φορά που ο αγώνας της αντίστασης όχι μόνο έβαλε φραγμό στο φασισμό αλλά αναδιοργάνωσε την ίδια τη ζωή και την καθημερινότητα σε κατευθύνσεις δικαιοσύνης, δημοκρατίας και ισότητας. Παρ’ όλο που έδωσε την υπόσχεση μιας άλλης ειρηνικής ζωής, η προσήλωση στο εθνικό κράτος και μάλιστα η υπαγωγή του στην σοσιαλιστική πατρίδα δημιούργησαν τις αντίστοιχες εθνικές αναφορές. Εξ’ άλλου οι αναρχικές ιδέες είχαν ήδη περάσει ξώφαλτσα για μια μικρή περίοδο στην Ελλάδα και στη Βουλγαρία χωρίς να ριζώσουν, στην Ευρώπη μετά τον 1ο ΠΠ δέχτηκαν τεράστια κρίση και υποχώρησαν μπροστά στην δημιουργία της σοσιαλιστικής πατρίδας που έδινε κουράγιο στους αγωνιστές-η δε σφαγή της ισπανικής αναρχίας έδρασε καταλυτικά για την περιθωριοποίηση τους. Από την άλλη, όμως, η νέα κομμουνιστική ιδέα δημιούργησε τον τύπο του επαναστάτη που υπόκειται σε μια άλλη ιεραρχία, αυτήν που θα απελευθερώσει την ανθρωπότητα ακούοντας πιστά την ηγεσία του κόμματος και θέτοντας εαυτόν υπερασπιστή της γραμμής απέναντι στον έτερο κομουνιστή εχθρό οπαδό της άλλης τάσης. Αυτό το φαινόμενο την μεταπολεμική περίοδο όταν οι ιδέες έγιναν η επίσημη ιδεολογία κρατών υποκείμενων στην ΕΣΣΔ, η πίστη απέκτησε τα χαρακτηριστικά μιας παραληρηματικής ενίσχυσής της αφού υπήρχε και ο φόβος της κατηγορίας για προδοσία των σοσιαλιστικών αρχών που είχε σοβαρότατες συνέπειες. Η αδυναμία των καθεστώτων αυτών να δώσουν συνολική λύση στο κοινωνικό ζήτημα, καθεστώτα τα οποία συντηρούσαν τη διαφθορά στο εσωτερικό των διευθυνουσών τους τάξεων -μοντέλο στο οποίο προσαρμόστηκε και ο κόσμος- και η επιδίωξη των κρατούντων σε αυτές τις χώρες να δημιουργούν εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς προκειμένου να συσπειρώνουν το σύνολο των υπηκόων τους δημιούργησαν ένα υποκείμενο φοβισμένο, υποτακτικό και συνεργατικό προς αυτήν την ολοκληρωτική δομή. Σε μάλιστα καίριες στιγμές κάνοντας χρήση του εθνικού ζητήματος στο όνομα του προλεταριακού διεθνισμού κατοχύρωσαν έναν νέο τύπο εθνικισμού με σοσιαλιστικό επικάλυμμα. Σκεπάζοντας τις εθνικές και θρησκευτικές διαφορές συσπείρωναν γύρω από τις εθνικές ιδέες είτε απροκάλυπτα είτε μυστικά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση της «Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας» της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας που διατήρησε στο ακέραιο κατά τη διάρκεια ζωής της όλη τη φαρέτρα του «μακεδονικού» αλυτρωτισμού υπό το ιδεολογικό κάλυμμα του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Στο εσωτερικό των σοσιαλιστικών δημοκρατιών της Ομοσπονδίας, ο προλεταριακός διεθνισμός ως επίσημη και υποχρεωτική ιδεολογία δημιουργούσε μια επίφαση που βεβαίως εξανεμίστηκε στις αρχές του ‘90. Αντίστοιχα και στις υπόλοιπες σοσιαλιστικές χώρες των Βαλκανίων όπως π.χ στην Αλβανία, η ιδεολογική καταπίεση είχε ως στοιχείο συνοχής τον εθνικό παράγοντα με το περιτύλιγμα της εργατικής τάξης και των συμμάχων της. Από στην άλλη στην Ελλάδα, η οποία ήταν πιστή στη Δύση σύμφωνα με τα κυρίαρχα δυτικά δόγματα και εναντίον των υπολοίπων βαλκανικών κρατών, δημιουργήθηκε ένα υποκείμενο αποσυνδεδεμένο από τα Βαλκάνια με προσανατολισμό προς την Ευρώπη. Αυτό ήρθε κι έδεσε με την υπόθεση του κυπριακού όπου η Δύση οριστικοποιούνταν ως ο ηγεμονικός παράγοντας που θα μπορούσε να δημιουργήσει μια ασφάλεια στα σύνορα που ήδη απειλούνταν από την Τουρκία. Η αριστερά βεβαίως ήταν αντίθετη σε όλα αυτά αλλά όχι τόσο δυνατή ώστε να πείσει και σχετικά προσανατολισμένη σε δυνάμεις είτε της ΕΣΣΔ, της Κίνας ή σε διάφορες άλλες «σχολές».
Τότε που διαφάνηκε ότι θα μπορούσε αυτός ο χώρος να αποκτήσει μια νέα προοπτική, δεν ήταν άλλη περίοδος από αυτήν της μεταπολίτευσης στον κύριο κορμό των Βαλκανίων που ξεκίνησε ραγδαία και δραματικά στις αρχές της δεκαετίας του ‘90. Με όχημα τη Γιουγκοσλαβία ξεκίνησε ο πυρετός των αποσχίσεων κατά το σοβιετικό πρότυπο με την ενίσχυση της ΕΕ, του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ. Έτσι, με όχημα την Ελλάδα ξεκίνησε η προσπάθεια της ΕΕ για την ενσωμάτωση των αναθεωρημένων χωρών στην οικονομία της αγοράς σε μια μακράς διαρκείας μεταπολίτευση που φτάνει μέχρι και σήμερα. Οι πόλεμοι, οι μεταναστεύσεις και οι εθνοκαθάρσεις ανέδειξαν ένα νέο εθνικισμό που κρατούσε στη μνήμη του ό,τι επιδίωξαν τα καθεστώτα να του αποβάλουν χρησιμοποιώντας μέρος της μνήμης χρηστικά. Το βαλκανικό κράτος σε γενικές γραμμές δημιούργησε ένα κοινωνικό υποκείμενο ευάλωτο στη διαφθορά, στον αυταρχισμό και στην ιδεολογία του εξαρτημένου εθνικισμού. Με πρότυπα μακράν των δημοκρατικών ακόμα και των αστικών όπως αυτών που εμπεδώθηκαν στη Δύση, με οικονομική διευθυντική τάξη συνονθύλευμα που επένδυσε στη λογική του παρασιτισμού-εργαλείο ξένων ηγεμονικών συμφερόντων, με αντιθετικούς άρχοντες πόλους, κληρονόμους των δικτατοριών και των νέων επενδυτών με τις πλάτες της Δύσης, με την εμφανή δραστηριότητα της δυτικής ηγεμονίας και την επιρροή της Ρωσίας, ο βαλκανικός κόσμος βρίσκεται μετέωρος. Μη έχοντας αναπτύξει οριζόντια κινήματα συνθετικά σ’ αυτήν την σύνθετη συγκυρία, αυτά αρκούνται στις φιλελεύθερες εκδοχές ενός αντιφασισμού-αντιρατσισμού-αντιεθνικισμού, διασκορπίζονται νέες διεκδικήσεις δικαιωμάτων και ακολουθούν το δρόμο της κοινωνικής αποσύνθεσης.
Ο ανταγωνισμός των δυνάμεων για τα Βαλκάνια
«Ποιος απ’ τους προστάτες θα μας προστατέψει, ποιος;» από το «Λαός Προστάτης» του Θ. Μπακαλάκου
Η κυβέρνηση των ΗΠΑ μετά από μια περίοδο «αποχής», μετά την κρίση του 2007 κι αφού μάζεψε την οικονομία της, διέλυσε το 2010 τη Λιβύη. Το Ιράκ βρέθηκε στο έλεος του ΙΚΙΛ αφού η απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων που τελικά ήταν μια υπόθεση «χωρίς κέρδος, κέρατα» διέλυσε τη Συρία σε μια συγκυρία που οι «αραβικές ανοίξεις» άφησαν το κενό στις δυνάμεις που απεργάζονταν την καταστροφή σε ένα σύνθετο και αντιφατικό τοπίο συσχετισμών. Στη συνέχεια επενέβη στην Ουκρανία καθιστώντας το ουκρανικό ζήτημα από περιφερειακό σε παγκόσμιο αναγκάζοντας την ΕΕ και ιδιαίτερα τη Γερμανία να γίνει επίσημος συνομιλητής με τους ναζί για την αποδόμηση της προηγούμενης κυβέρνησης. Καταστρέφοντας τη σχέση της Ρωσίας με την ΕΕ, έχει περάσει σε ένα σχέδιο ασφυκτικής περικύκλωσης της Ρωσίας: Βουλγαρία και Ρουμανία από την πλευρά της Βαλκανικής είναι πλέον χώροι για τη δημιουργία στρατιωτικών βάσεων και διοικήσεων από πλευράς ΝΑΤΟ. Μέσα από διπλωματικές κινήσεις μέσα στο 2015 η κυβέρνηση των ΗΠΑ κατάφερε να ακυρώσει στην ουσία την εγκατάσταση του ρωσικού αγωγού ο οποίος προοριζόταν για τις χώρες της ΕΕ ακυρώνοντας και τις προσυμφωνημένες διαδικασίες μεταξύ Τουρκίας-Ελλάδας-πΓΔΜ-Σερβίας-Ουγγαρίας. Παρ’ όλο όμως που υπήρξε μια προσπάθεια εκ μέρους του Τραμπ για συμβιβασμό με τη Ρωσία, το αντίπαλο κατεστημένο στην ίδια την Αμερική την υπονόμευσε μέσω διαρροών με τις κατηγορίες για παρέμβαση της Ρωσίας στις εκλογές. Από την άλλη η ΕΕ μέσω της Γερμανίας-Γαλλίας έκαναν ό,τι μπόρεσαν για τη βελτίωση της κατάστασης στο ουκρανικό ζήτημα με στόχο την επαναπροσέγγισης ΕΕ-Ρωσίας, οι ευρωπαίοι αγρότες κινητοποιήθηκαν δυναμικά αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Οι ΗΠΑ, έχουν στήσει στα Βαλκάνια προγεφυρώματα κι έχουν αποδυθεί σε ένα παιχνίδι νομής ρόλων. Την περίοδο αυτή ο αλβανικός παράγοντας παίζει το ρόλο του πολιορκητικού κριού. Εμβολίζοντας τη βαλκανική σταθερότητα διαμέσου των διεκδικήσεων της Αλβανίας εξασφαλίζουν τη μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση στην απαίτησή τους να ενταχθούν οι χώρες των Βαλκανίων στη δυτική συμμαχία και να παίξουν ενεργό ρόλο στις βασικές τους στοχεύσεις. Στην ίδια πλεύση, αναγνωρίζουν το Κόσσοβο ως ανεξάρτητο προτεκτοράτο και ειδικά αυτήν την περίοδο με την απειλή της διάλυσης του κράτους της πΓΔΜ επιχειρούν να επισπεύσουν τις διαδικασίες εξομάλυνσης των σχέσεων της Ελλάδας με τη «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Βασικός στόχος δεν είναι μια «Μεγάλη Αλβανία» αλλά χρήσιμες μικρές «Αλβανίες» που θα θέσουν στο ίδιο πλαίσιο δικαιωμάτων της δεκαετίας του ’90 την υπόθεση της αυτονόμησή τους για να χρησιμοποιηθούν ως στρατιωτικά εδάφη.
Για τη δημιουργία χρήσιμων κυβερνήσεων έχουν επενδύσει στην εκπαίδευση στελεχών με το πρόσχημα της αναβάθμισης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης για την ανάπτυξη. Στο Μαυροβούνιο, ο Τζουγκάνοβιτς έχει ιδρύσει πανεπιστήμιο ιδιωτικό για τα κατάρτιση των στελεχών της κυβέρνησής του καθώς και για τη στελέχωση του δημοσίου τομέα με νικηφόρα την έκβαση ενός αμφίρροπου αγώνα για την ένταξη του Μαυροβουνίου στο ΝΑΤΟ. Αντίστοιχα το ίδρυμα Σόρος στην Αλβανία αλλά και σε άλλες χώρες όπως στην πΓΔΜ ή στη Βουλγαρία, δίκτυα εκπαίδευσης ή δομές της διαβόητης «κοινωνίας των πολιτών» προετοιμάζουν στελέχη που θα αναπαράγουν την αμερικανική πολιτική. Οι ΗΠΑ είναι η μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη στον κόσμο και επιβάλει τις επιλογές της δια της απειλής και της στρατιωτικής προσάρτησης χωρών μέσω του ΝΑΤΟ για προστασία και επιστασία.
Παρ’ όλες τις διεθνείς πρωτοβουλίες όπως των συμφωνιών του Μινσκ, παρ’ όλες τις κινήσεις απελπισίας όπως της γερμανικής ρητορείας περί ενός πλήρους ευρωστρατού, παρά τις βαλκανικές διασκέψεις υπό τη Γερμανία, η ΕΕ έχει γίνει ουρά της Αμερικής και είναι ο βασικός χρηματοδότης των φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων στα Βαλκάνια αν εξαιρέσουμε τον συνεργατικό και ταυτοχρόνως αποσταθεροποιητικό ρόλο του ΔΝΤ που ελέγχεται άμεσα από τις ΗΠΑ. Απέναντι σε αυτές τις επεμβάσεις, η γηραιά Ευρώπη βλέπει με αρνητικό τρόπο τις τάσεις απόσχισης, στο βαθμό που αυτές ενισχύονται από τις διαθέσεις των ΗΠΑ στο να έχουν τον πρώτο λόγο στην Ευρώπη και καθότι διαβλέπουν σοβαρά προβλήματα ελέγχου από αναθεωρήσεις στον ίδιο τον πυρήνα της ΕΕ. Περιπτώσεις όπως του «καταλανικού φθινοπώρου» αλλά και άλλων ευρωπαϊκών «επαρχιών» είναι χαρακτηριστικές (Ιταλία, Γαλλία, Μ. Βρετανία κλπ). Αν εξαιρέσουμε την περίπτωση του Κοσόβου, οι ούγγροι για παράδειγμα έχουν μειονότητες σε πέντε όμορες χώρες και σήμερα συζητούν για αναθεώρηση της συμφωνίας Τριανόν του 1920.
Έτσι από το 1993 και τις συμφωνίες Βανς-Όουεν κι αργότερα με τη συμφωνία του Νταίητον του 1995 η κυβέρνηση των ΗΠΑ έγινε ο κύριος στρατιωτικός και πολιτικός ρυθμιστής, με τη ΕΕ-Γερμανία ακόλουθο-χρηματοδότη στην προσπάθειά της να συνεχίσει την κάθοδό της προς τα Βαλκάνια, διαμέσου αυτής της οδού. Από τη διαδικασία διαμελισμού των Βαλκανίων σε μικρές και ανεξάρτητες χώρες, με τάσεις που αποβλέπουν στην ΕΕ την πολιτική τους ένταξη προσποιούνται πως δε γνωρίζουν ότι αυτή προϋποθέτει διαδικασίες απόλυτης φιλελευθεροποίησης με ανυπολόγιστες συνέπειες προς τα λαϊκά στρώματα ενώ είναι αυτές, οι διαδικασίες, οι οποίες ώθησαν και ενίσχυσαν τις αποσχιστικές τάσεις μέσα στις ίδιες τις χώρες των Βαλκανίων. Εδώ είναι και η μεγαλειώδης αντίφαση που υπεισήλθαν οι βαλκανικοί εθνικισμοί και θα συνεχίσουν να υπεισέρχονται.
Από την άλλη η Ρωσία ως μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας αντιδρά στις αναθεωρητικές τάσεις που ενισχύονται από τις ΗΠΑ. Ως ηγεμονική δύναμη υποστηρίζεται από αντιπολιτεύσεις στα Βαλκάνια ενώ με τη μέθοδο της σκληρής διπλωματίας και της επίδειξης του ισχυρού της στρατού συνεχίζει να επενδύει διασαλεύοντας όσο μπορεί την «αμερικανική ειρήνη». Η θέση της έχει γίνει πιο δύσκολη παρ’ όλες τις προσπάθειες της Γερμανίας -και της Γαλλίας δευτερευόντως- αφού έχει αποκλειστεί κι από μη εχθρικά διακείμενες πολιτικές (Βουλγαρία, Ελλάδα). Μοναδική της διέξοδος είναι η μακρινή της Σερβία η οποία διατηρεί κρατά ίσες αποστάσεις ενώ ενισχύεται στρατιωτικά και συμβολικά συμμετέχει στην αντιΝΑΤΟϊκή «Σλαβική Αδελφότητα» με τη Ρωσία και τη Λευκορωσία. Μετά από μια απότομη είσοδο στην υπόθεση της εκδίωξης του ΙΚΙΛ από στη Συρία, επιδιώκοντας να υποστηρίξει τον παραδοσιακό σύμμαχο Άσαντ, συμμαχώντας με τους κούρδους στη συνέχεια έκανε μια στροφή 180ο πράττοντας στρατηγική συμμαχία με την Τουρκία. Προσελκύοντάς την σε ένα παιχνίδι υπονόμευσης του ΝΑΤΟ όταν ήδη η Τουρκία έχει έναν ηγεμονικό αυτόνομο ρόλο σε σημείο που να απειλεί τις αμερικανικές δυνάμεις κατά τη διάρκεια της επέμβασης στο Αφρίν έχει ήδη καταφέρει ένα σοβαρό πλήγμα στην ΝΑ πλευρά αντισταθμίζοντας τον ΒΑ αποκλεισμό της στα Βαλκάνια.
Ο ρόλος του ΟΗΕ στα Βαλκάνια δεν είναι παρά ο ρόλος καταπατητή των ψηφισμάτων του που αποτρέπουν τις αποσχιστικές τάσεις, με βάση την υποστήριξη της πλειοψηφίας των μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας. Έτσι και στην περίπτωση της ανεξαρτησίας του Κοσσόβου ακολουθεί την τακτική της καταπάτησης των ψηφισμάτων του. Οι διαμεσολαβητές ακολουθούν την πεπατημένη οδό για το κυπριακό ή για το παλαιστινιακό, των πολλών ψηφισμάτων που καταδικάζουν την εισβολή, την κατοχή και τον εποικισμό, όπου ναι μεν καταδικάζουν τις επεμβάσεις αλλά αναγνωρίζουν τον επεμβαίνοντα ως νόμιμο και ισότιμο παράγοντα για την «οικοδόμηση μέτρων εμπιστοσύνης» και «επαναπροσέγγισης». Έτσι καταπατώντας το ψήφισμα 1244/1999 προώθησαν και προωθούν τη λύση της ανεξαρτητοποίησης του Κοσόβου σε αντίθεση βεβαίως με τη Ρωσία.
Από την άλλη, η Τουρκία, με στρατηγικό σύμμαχο τις ΗΠΑ στα Βαλκάνια, διεισδύει, συνεχίζοντας την πολιτική που ξεκίνησε μετά την κατάρρευση του ανατολικού συνασπισμού. Με τακτικές συμμαχίες ενισχύει το ισλαμικό στοιχείο ενώ από την άλλη αυξάνει τις προκλητικές διαθέσεις της απέναντι της ανίσχυρης, σήμερα, Ελλάδας. Μετατρέποντας το προσφυγικό σε ένα ιδιότυπο γεωπολιτικό ζήτημα επιδιώκει δίπλα στις άμεσες απειλές να αποδιαρθρώσει την Ευρώπη με όχημα την Ελλάδα. Από την περίοδο Νετσμεντίν Ερμπακάν του ’90 και με αποκορύφωμα την περίοδο προεδρίας Αμπτουλάχ Γκιουλ του 2000, έχει δημιουργήσει ένα αριθμητικά αξιόλογο γκιουλενικό (FETO) δίκτυο θρησκευτικών σχολείων, τραπεζών, εμπορικών επιχειρήσεων για φθηνά προϊόντα. Με τη στρατιωτική βοήθεια προς τις χώρες που έχουν κυρίαρχο ή πολυπληθές το μουσουλμανικό στοιχείο (Αλβανία, Βοσνία, πΓΔΜ, Κόσοβο) αλλά και με τη στήριξή τους σε στρατιωτικές και οικονομικές υποδομές αποκτά μια επιρροή που ανταποκρίνεται στη σύνθεση ισλαμικού και κεμαλικού παράγοντα. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα Τίρανα, μετά από μια περίοδο καθαρμού των γκιουλενικών δομών, χτίζεται το μεγαλύτερο τέμενος των Βαλκανίων με χρηματοδότηση της Τουρκίας ενώ επίσης κατασκευάζεται λιμάνι και αεροδρόμιο στην ίδια τη χώρα.
Οι μουσουλμανικές μειονότητες από την άλλη σε ορθόδοξες χώρες τις οποίες επιδιώκει συστηματικά να εκτουρκίζει γίνονται έδαφος για την αποσταθεροποίηση στο βαθμό που δεν ενοχλούνται οι στρατηγικές επιδιώξεις των ΗΠΑ και ταυτοχρόνως διατηρεί τις ενταξιακές διαδικασίες στην ΕΕ, με το ΑΚΡ του Ερντογάν να είναι μέλος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (στο οποίο είναι η ΝΔ και ο κυπριακός ΔΗΣΥ). Από την περίοδο της διάλυσης της ΕΣΣΔ, η Τουρκία, όταν έχασε το ρόλο της επένδυσε τόσο στα πρώην σοβιετικά τουρκογενή κράτη της Μαύρης Θάλασσας και του Καυκάσου όσο και στις βαλκανικές καταρρέουσες πρώην «λαϊκές δημοκρατίες» διαμέσου του μουσουλμανικού στοιχείου τους ενισχύοντας τόσο τη δική της επιρροή όσο και σε συνέργεια με τις επιλογές των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ.
Τέλος, αυτήν την περίοδο το ΙΚΙΛ επίσης επενδύει σε ένα βαθμό στα Βαλκάνια στα υπάρχοντα μουσουλμανικά δίκτυα που έχουν οι χώρες. Είτε για λόγους πίστης είτε για λόγους εξεύρεσης εργασίας, πολλοί μουσουλμάνοι από τα Βαλκάνια στρατεύτηκαν στην υπόθεση επέκτασης του ΙΚΙΛ κι αυτός αποτελεί έναν επιπρόσθετο λόγο παρέμβασης από πλευράς της Δύσης για «την πάταξη της τρομοκρατίας», δίπλα στους λόγους για τη «διαφθορά» και την «εγκληματικότητα». Η διπλοπρόσωπη στάση που κρατά η Δύση σε σχέση με την ανάπτυξή του, αφού έχει τη λειτουργία του σε μια υποτίθεται ελεγχόμενη αποσταθεροποίηση, αδυνατεί να εμποδίσει τις προσβάσεις του στο βαλκανικό Ισλάμ. Η περίοδος αυτή μετά από ένα σύνολο ενεργειών από πλευράς ΙΚΙΛ μέσα στην καρδιά της Ευρώπης έχει εξανεμίσει κάθε ψευδαίσθηση για ένα ευρωπαϊκό Ισλάμ, κοσμικό. Έτσι το Ισλάμ από την μεταπολεμική περίοδο που μέχρι και τη δεκαετία του ‘90 που ήταν ο βασικός πρωταγωνιστής της πολυπολιτισμικής Ευρώπης, ραγδαία πραγματοποιεί ένα άλμα προς τα πίσω αξιοποιώντας τα διαπολιτισμικά παράλληλα τείχη που υψώθηκαν στο όνομα της συνοχής του κεφαλαίου και της παγκοσμιοποίησης. Αντίστοιχα και στα Βαλκάνια, το Ισλάμ ως ο καταπιεσμένος για δεκαετίες παράγοντας του χτισίματος μιας προλεταριακής συνείδησης ξεπροβάλει στην ακραία εκδοχή του ως αυτός που ενσαρκώνει μια νέα επέκταση.