ΕΥΔΑΙΜΟΝΙΑ
Εξαρτάται από την κατανόηση του σύμπαντος και του τι σημαίνει να είναι κανείς άνθρωπος.
Την ευδαιμονία και τη μακαριότητα δεν τις φέρνουν τα μεγάλα πλούτη, ούτε η πληθωρική δραστηριότητα, ούτε οι εξουσίες, ούτε η ισχύς, αλλά η αλυπία, η πραότητα των συναισθημάτων κι η ψυχική διάθεση που αναγνωρίζει τα όρια που έχει θέσει η φύση.
Αιτία της ανθρώπινης δυστυχίας είναι οι εσφαλμένες δοξασίες.
ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΗ ΖΩΗ
Είναι εκείνη που δεν την ταράζουν ούτε ο πόνος ούτε οι πολιτικές περιπέτειες, ούτε οι μεταφυσικές ανησυχίες για την ύπαρξη Θεού και τη συνέχιση της ζωής πέρα από τον τάφο.
ΗΔΟΝΗ
Ο Χ. Θεοδωρίδης γράφει: «Όταν ο άνθρωπος παραμερίσει κάθε συναίσθημα που τον ερεθίζει, λύπη, είτε χαρά, αναβλύζει από την βαθύτερη ουσία του ανθρώπου η καλή διάθεση, το δημιουργικό χάδι, και αυτό του δίνει την ευκαιρία να αξιοποιήσει τον άφθονο πλούτο που έχει μέσα του. Το βασικό αυτό για την ανθρώπινη ζωή, για την ευτυχία, την καλή διάθεση, την ευεξία, την ευθυμία, ο Επίκουρος την ονόμασε ηδονή, λέξη παρεξηγήσιμη, για τους γνωστούς λόγους, που παρανοήθηκε και έδωσε αφορμή στις πιο ηλίθιες ή κακόβουλες διαστροφές».
Ο Επίκουρος έλεγε: «Όταν λέμε ότι η ηδονή αποτελεί το υπέρτατο αγαθό δεν σκεπτόμαστε τις χαρές των παραλυμένων, ούτε αυτές που συνίστανται στη φυσική απόλαυση, όπως μερικοί ισχυρίζονται, είτε γιατί δεν συμφωνούν με τη διδασκαλία μας είτε γιατί την παρανοούν. Η ηδονή για την οποία μιλάμε συνίσταται στην απουσία του φυσικού πόνου και της ψυχικής ταραχής». Δηλαδή, όπως μας εξηγεί ο Χ. Θεοδωρίδης, ηδονή είναι να μη πονάει το σώμα και να μη ταράζεται η ψυχή.
Καμιά ηδονή δεν μπορεί να μην είναι καλή, αφού καλό (αγαθό) είναι εκείνο που προκαλεί την ηδονή. Η ηδονή νοείται ως το πρωταρχικό και έμφυτο αγαθό, κριτήριο του ελέγχου της πραγματικότητας, δηλαδή, της προσωπικής αποτίμησης των επιθυμητών ή των ανεπιθυμήτων.
Η ηδονή είναι αφετηρία και σκοπός του ΜΑΚΑΡΙΩΣ
ΖΗΝ.
Μέτρο της ηδονής είναι η απουσία πόνου. Ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ ηδονής και πόνου δεν υπάρχει. Η παρουσία της μίας κατάστασης συνεπάγεται την απουσία της άλλης. Όλα τα ζωντανά πλάσματα έχουν έμφυτη την ικανότητα να αναζητούν αυτά που προκαλούν ηδονή και να αποφεύγουν αυτά που προκαλούν πόνο.
Οι χυδαίες ηδονές, δηλαδή από το ποτό, την πολυφαγία, την πολυτέλεια ή την ανέλεγκτη σεξουαλική επαφή, δεν θεωρούνται ως στόχοι του φιλοσόφου.
Ο Επίκουρος διαφωνεί με τους Κυρηναϊκους (Φιλοσοφική Σχολή που την ίδρυσε ο Αρίστιππος από την Κυρήνη) για την ηδονή. Αυτοί δεν αποδέχονται την καταστηματική ηδονή παρά μόνο την κινητική. Εδώ θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι καταστηματική ηδονή είναι η σταθερή, μόνιμη, ευχάριστη διάθεση. Ο Επίκουρος για να την ξεχωρίσει από τις κοινές ηδονές (από φαΐ, ποτό, θεάματα κλπ) την είπε «καταστηματική ηδονή», λέξη που δε λέει τίποτα σε μας. Εμείς θα λέγαμε το πολύ καταστασιακή ηδονή, όμως στα αρχαία κατάστημα σημαίνει κατάσταση. Ενώ τις κοινές ηδονές τις είπε «εν κινήσει ή κινητικές». Ο Επίκουρος δέχεται και τις δύο, στην ψυχή και στο σώμα. Διαφωνεί και σε ένα ακόμη σημείο με τους Κυρηναϊκούς: αυτοί θεωρούν τους σωματικούς πόνους χειρότερους από τους ψυχικούς, και πράγματι οι ένοχοι τιμωρούνται με σωματικές ποινές. Ο Δάσκαλος, αντίθετα, θεωρεί χειρότερους τους ψυχικούς πόνους, γιατί η σάρκα υποφέρει προσωρινά, ενώ η ψυχή στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον. Γ ι’ αυτό και οι ηδονές της ψυχής είναι μεγαλύτερες απ’ αυτές του σώματος. Για να αποδείξει ότι σκοπός της ζωής είναι η ηδονή, παρατηρεί ότι τα ζωντανά όντα αποφεύγουν τον πόνο ενστικτωδώς και χωρίς να το σκέφτονται. Επομένως, αποφεύγουμε τον πόνο αυθόρμητα.
Καμία ηδονή δεν είναι κακό πράγμα αυτή καθαυτή. Όμως ορισμένες ηδονές παράγονται με μέσα που επιφέρουν πολύ περισσότερες ενοχλήσεις παρά ηδονές.
«Η Επικούρεια Ηδονή ως απόκλιση από την οδύνη»
Σκοπός της Ηθικής φιλοσοφίας του Επίκουρου είναι το Μακαρίως Ζην, δηλαδή η χαρά της ζωής. Ο φιλόσοφος έλεγε «Δεν είναι δυνατόν να ζει κανείς ευχάριστα, αν δεν ζει φρόνημα, ηθικά και δίκαια, όπως και δεν μπορεί να ζει φρόνιμα, ηθικά και δίκαια, αν δεν ζει ευχάριστα».
Όπως γράφει ο καθηγητής Θεοδωρίδης: ο Επίκουρος είδε καθαρά και αντίκρισε θαρρετά και εξαντλητικά το πρόβλημα. Ο άνθρωπος είναι μοναδικό γέννημα της φύσης, προικισμένο με ικανότητες να υψωθεί σε προσωπικότητα και να γίνει χαρά του εαυτού του και των άλλων που ζουν μαζί του. Για να γίνει αυτό πρέπει να γλιτώσει από το αιώνιο μαρτύριο, από τις μικρές και μεγάλες ταραχές που ενοχλούν την ομαλή λειτουργία της ουσίας του και κάνουν φαρμάκι το ζωικό χυμό μέσα του. Αυτό πρέπει να το επιδιώξει με όλα τα μέσα, με την επιστήμη του, τη φυσιολογία ιδιαίτερα με το διαφωτισμό πάνω στα ουράνια και τα επίγεια, με τη δύναμη της ψυχής του. Όταν λείψουν τα εμπόδια, οι σωματικοί πόνοι από αρρώστιες ή από τη στέρηση, ταραχές ψυχικές, ιδιαίτερα ο φόβος των θεών και του θανάτου, το μαρτύριο από την έρμη φιλοδοξία, η ψυχή γαληνεύει κι ο άνθρωπος φτάνει στη μακαρισμένη «αταραξία», όπως είπε με μία λέξη που είχε πλατύτατο αντίλαλο. Όταν παραμεριστεί κάθε συναίσθημα που τον ερεθίζει, λύπη είτε χαρά, αναβλύζει από τη βαθύτερη ουσία του ανθρώπου η καλή διάθεση, το δημιουργικό χάδι, κι αυτό του δίνει την ευκαιρία ν’ αξιοποιήσει τον άφθονο πλούτο που έχει μέσα του. Το βασικό αυτό για την ανθρώπινη ζωή, για την ευτυχία και τον υψωμό της, την καλή διάθεση την ευεξία, την ευθυμία, ο Επίκουρος την ονόμασε ηδονή, λέξη παρεξηγήσιμη για τους γνωστούς λόγους που παρανοήθηκε κι έδωσε αφορμή στις πιο ηλίθιες ή κακόβουλες διαστροφές.
Κεντρώα θέση του ιδρυτή του Κήπου κατείχε η άποψη ότι η ηδονή αποτελεί ύψιστο αγαθό. Καθώς συντροφεύει τον άνθρωπο σε όλες του τις επιλογές. Ως αρχή και σκοπό, την χαρακτηρίζει ο ίδιος στην επιστολή του προς Μενοικέα. Και την θέτει έτσι αξιωματικά ως αρχή και σκοπό του μακαρίως ζην. Με τον όρο λοιπόν ηδονή δεν εννοούσε τις αισθησιακές απολαύσεις, αλλά την αποφυγή πόνου από την ψυχή και το σώμα. Απομακρυσμένος από τις δοξασίες των πολλών περί θείου και πεπρωμένου, και απαλλαγμένος από τις περιττές επιθυμίες που απορρέουν από την κενοδοξία, κατάφερε να προσδιορίσει τον σκοπό του ανθρώπου και χάραξε τον δρόμο προς την αταραξία της ψυχής.
Ο Επίκουρος, υποστήριξε ότι κατανόηση της ηθικής διδασκαλίας, προϋποθέτει την κατανόηση της φυσικής γνώσης. Αρχή και πηγή της ηδονής είναι η Φύση. Θεώρησε πως, αν ο άνθρωπος δεν κατανοήσει την ύπαρξη του ως φυσική ακολουθία, και αν δεν αποδεσμευτεί από την ιδέα ότι βρίσκεται από την εποπτεία των δημιουργών θεών, δεν θα καταφέρει να ζήσει ατάραχος και ευτυχισμένος, διότι οι σκέψεις, περί υπερβατικών και μεταφυσικών υπάρξεων θα του στερούν διαρκώς την ελεύθερη βούληση. Η ζωή για τους επικούρειους ρυθμίζεται από τους νόμους του φυσικού κόσμου. Για τον λόγο αυτό διατύπωσε, ότι δεν πρέπει να παραβιάζουμε την φύση μας, αλλά να υποτασσόμαστε σ’ αυτή. Υπακούοντας σ’ αυτήν, (την φύση μας) ικανοποιούμε τις απαραίτητες και τις φυσιολογικές επιθυμίες, εφ’ όσον δεν είναι βλαβερές, ενώ τις επιζήμιες τις καταπνίγουμε. Η φύση έχει προσφέρει απλόχερα όλα όσα χρειάζεται ο άνθρωπος για να ζει ευχάριστα. Τα αναγκαία αγαθά τα έκανε να αποκτούνται εύκολα, σε αντίθεση με τα μη αναγκαία τα οποία για να αποκτηθούν χρειάζεται αγώνας και ταραχή ψυχής και σώματος.
Τι είναι λοιπόν η ηδονή; Είναι η ευχάριστη αυτή αίσθηση που έχει ο άνθρωπος, όταν έχει απαλλαγεί από κάθε σωματικό και πνευματικό πόνο. Όριζε λοιπόν πως το ανώτατο όριο της ηδονής είναι η εξάλειψη όλων των πηγών του πόνου. Όπου υπάρχει ηδονή, και για όσο χρόνο διαρκεί δεν υπάρχει πόνος ή λύπη ή και τα δύο μαζί, έλεγε ο Δάσκαλος στην 3 Κύρια Δόξα του.
Προκειμένου να διακρίνει τις κατάλληλες ηδονές από τις ακατάλληλες, αλλά και να διαχωρίσει την θέση του από τον Αρίστιππο τον Κυριναίο, χώρισε τις ηδονές σε δύο κατηγορίες. Τις κινητικές ή εν κινήσει και τις καταστηματικές ηδονές. (Οι τελευταίες προέρχονται από το ρήμα Καθίσταμαι. Κατάστημα σημαίνει κατάσταση). Οι πρώτες (κινητικές) ηδονές είναι εκείνες, οι οποίες βιώνοντάς τες, ξεπερνάμε τον πόνο που έχει προκληθεί από μία ανεκπλήρωτη επιθυμία, όπως η ικανοποίηση της πείνας ή της δίψας. Ενώ αναφερόμενος στις καταστηματικές ηδονές εννοούσε την αταραξία, την κατάσταση γαλήνης που βιώνει ο άνθρωπος μετά την ικανοποίηση της εκάστοτε επιθυμίας. Πρόκειται για μία κατάσταση ηρεμίας που οδηγεί τον άνθρωπο στην ευτυχία. Ο Γιώργος Ζωγραφίδης στο βιβλίο του «Επίκουρος, Ηθική, η θεραπεία της ψυχής», αναφέρει ένα παράδειγμα για να γίνει κατανοητή η διαφορά των δύο μορφών της ηδονής. Όσο τρώω και απομακρύνεται ο πόνος της έλλειψης, και της πείνας, νιώθω μία ηδονή που είναι φευγαλέα (κινητική). Όταν όμως έχω φάει, η πληρότητα που νιώθω, η έλλειψη του πόνου και της ανάγκης που βιώνω, όταν είμαι χορτάτος, είναι μία σταθερή (καταστηματική) ηδονή. Καταστηματική ηδονή λοιπόν, είναι η σταθερή, μόνιμη ευχάριστη διάθεση.
Ο Επίκουρος θεωρούσε τις καταστηματικές ηδονές ποιοτικά πολύ ανώτερες από τις κινητικές ηδονές, αναφέροντας ότι στοχεύοντας σε καταστηματικές ηδονές ο άνθρωπος, αποφεύγει τις υπερβολές και πορεύεται προς την ευδαιμονία.
Για τον μεγάλο στοχαστή, καμία ηδονή δεν είναι κακή αυτή καθαυτή. Συμβαίνει, αν και η ηδονή συγγενεύει με την φύση του ανθρώπου, η απόκτησή της ορισμένες φορές να δημιουργεί προβλήματα και να γεννάει πόνο, είτε στη ψυχή είτε στο σώμα. Τότε πρέπει να αποφεύγονται. Αναφέρει χαρακτηριστικά σε μία από τις προσφωνήσεις του «Ακούω να μου λες πως οι ανησυχίες της σάρκας σ’ έχουν κάνει επιρρεπή στις σεξουαλικές ηδονές. Εφ’ όσον δεν παραβαίνεις κανένα νόμο και δεν μετακινείς τα ήθη και τα καλώς κείμενα, εφ’ όσον δεν προκαλείς στεναχώρια σε κανένα άνθρωπο γύρω σου, εφ’ όσον δεν επιβαρύνεις το σώμα σου και δεν σπαταλάς οτιδήποτε σου είναι αναγκαίο, τότε χρησιμοποίησε όπως θέλεις αυτή σου την κλίση. Δεν γίνεται όμως να μη σε εμποδίζει κάποιο από τα παραπάνω. Το σεξ δεν ωφέλησε ποτέ. Ας είμαστε ευχαριστημένοι αν δεν σε βλάψει κιόλας.
Εφαρμόζοντας την αρχή της ηδονής, το άτομο μαθαίνει πώς να βάζει σε τάξη τη ζωή του και τη δραστηριότητά του. Αρχίζοντας με έναν υπολογισμό των επιθυμιών η ικανοποίηση των οποίων είναι αναγκαία για την ίδια τη ζωή, προχωρούμε στην επιδίωξη των αγαθών που είναι απαραίτητα για την του σώματος υγεία και, τελικά για την γαλήνη του νου. Θα θυμόμαστε ότι τα δύο τελευταία στάδια αυτής της προοδευτικής πορείας αποτελούν το εποικοδόμημα της ηθικής θεωρίας του Επίκουρου καθώς αφορούν κυρίως στην θεραπεία παρά στην πρόληψη.
Ο Επίκουρος αναφερόμενος στην ηδονή, ως ύψιστο αγαθό, όπως είπαμε παραπάνω, εννοούσε την καθαρή ευχαρίστηση η οποία φέρνει αταραξία και γαλήνη. Όσον αφορά τις ηδονές των ασώτων καθώς και τις αδιάκοπες και αμέτρητες διασκεδάσεις, οι οποίες γεμίζουν το πνεύμα με πόνο και πάθη, τις απαρνήθηκε κατηγορηματικά διότι γνώριζε πως απέχουν κατά πολύ από την πραγματική ηδονή.
Η διδασκαλία του επίκουρου περί ηδονής, όντας πρωτόγνωρη για την εποχή της, δέχθηκε σκληρής κριτικής και απόλυτη διαστρέβλωση. Ταυτίστηκε με την διδασκαλία των Κυρηναϊκών φιλοσόφων ή Ηδονιστών όπως αποκαλούντο. Εκατό περίπου χρόνια πριν την γέννηση του Επίκουρου ο Αρίστιππος διακήρυξε ότι το μεγαλύτερο από όλα τα αγαθά είναι η τέρψις. Ισχυρίσθηκε ότι ο άνθρωπος πρέπει να αποφεύγει τους μακροπρόθεσμους στόχους, διότι τον αποπροσανατολίζουν και δεν του επιτρέπουν να απολαύσει τα αγαθά της ζωής. Η διαφορά των δύο φιλοσοφικών θεωριών είναι πραγματικά πού σημαντική. Ο Επίκουρος δέχεται ότι η ηδονή βρίσκεται σε όλες τις καταστάσεις, ακόμα και σ’ αυτήν της ακινησίας και επιδιώκει μέσω της ηδονής την αταραξία της ψυχής, όχι την παροδική απόλαυση, η οποία έπειτα ενδέχεται να προκαλέσει πόνο. Οι Κυρηναϊκοί, αντίθετα, υποστήριζαν ότι μόνο η σωματική ηδονή οδηγεί στην ευτυχία, αποκλείοντας έτσι την ψυχική και πνευματική. Αποδέχονταν μόνο την κινητική ηδονή
Η συνωνυμία της επικούρειας ηδονής για την ψυχική γαλήνη με αυτή για τις αισθησιακές απολαύσεις, έδωσε αφορμή σε ατέλειωτες αντιλογίες και ειρωνικά σχόλια. Την πληθωρική τους απήχηση τη βρίσκουμε σε μερικά συγγράμματα του Κικέρωνα, ο οποίος στο έργο του « Ο δρόμος προς την ευτυχία» αποκαλεί τον Επίκουρο άνανδρο και ηδονιστή, αποδοκιμάζοντας τις απόψεις του λέγοντας, πως δεν είναι δυνατό να υπάρξει συσχέτιση της ενάρετης, σοφής και δίκαιης ζωής με την ηδονική ζωή. Και αυτό γιατί δεν κατανόησε ή δεν ήθελε να κατανόηση ποτέ του την καταστηματική ηδονή. Επίσης, και σε αντιεπικουρικά συγγράμματα του Πλούταρχου, ο οποίος στο έργο του «Ότι ουδέ ηδέως ζην εστίν κατ’ Επίκουρον» έκρινε τη διδασκαλία των Επικουρείων για την ηδονή και αναφέρθηκε με ειρωνεία στην πεποίθηση τους, ότι ύψιστο αγαθό είναι η ηδονή της ψυχής.
Ο Επίκουρος το έλεγε ξεκάθαρα: «Η ηδονή είναι η αρχή και ο σκοπός της ευτυχισμένης ζωής». Ωστόσο, πρόσθετε, ότι δεν επιζητάμε μόνο τις χαρές. Αλλά μερικές φορές κάτι ευχάριστο μπορεί να προκαλέσει μεγαλύτερες δυσκολίες ενώ ένα βάσανο να φέρει τελικά μεγαλύτερη χαρά. Οι άνθρωποι μπορούν να ελαχιστοποιήσουν τη μία και να μεγιστοποιήσουν την άλλη. Αλλά για να κρίνουμε ποια θα επιλέξουμε σε κάθε περίσταση, πρέπει να σκεπτόμαστε ποια συμβάλλει περισσότερο στην ευτυχία μας, αλλιώς η χαρά του σήμερα θα φέρει την ταλαιπωρία του αύριο.
Η επικούρεια ηδονή είναι ξεκάθαρη και δεν χωρά καμία αμφισβήτηση γι’ αυτό. Όπως χαρακτηριστικά λέει ο Χ. Θεοδωρίδης: Το επικουρικό δόγμα για την καταστηματική ηδονή είναι από τις ξάστερες εκείνες αλήθειες, που, βρίσκονται μπρος στα μάτια μας και ανάμεσα στα δάχτυλά μας. Για να φθάσουμε εκείνο που ορίζει η ανθρώπινη φύση, στην ευγένεια της ψυχής και το υψηλό φρόνημα, είναι ανάγκη πρώτα να γαληνέψουμε παραμερίζοντας καθετί που μας ενοχλεί, ανάγκες υλικές, ανθρώπους που για τον ένα ή τον άλλο λόγο μας κάνουν κακό, στραβές ιδέες, και τις άπειρες μικρότητες που πολιορκούν τη ζωή
Εξαρτάται από την κατανόηση του σύμπαντος και του τι σημαίνει να είναι κανείς άνθρωπος.
Την ευδαιμονία και τη μακαριότητα δεν τις φέρνουν τα μεγάλα πλούτη, ούτε η πληθωρική δραστηριότητα, ούτε οι εξουσίες, ούτε η ισχύς, αλλά η αλυπία, η πραότητα των συναισθημάτων κι η ψυχική διάθεση που αναγνωρίζει τα όρια που έχει θέσει η φύση.
Αιτία της ανθρώπινης δυστυχίας είναι οι εσφαλμένες δοξασίες.
ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΗ ΖΩΗ
Είναι εκείνη που δεν την ταράζουν ούτε ο πόνος ούτε οι πολιτικές περιπέτειες, ούτε οι μεταφυσικές ανησυχίες για την ύπαρξη Θεού και τη συνέχιση της ζωής πέρα από τον τάφο.
ΗΔΟΝΗ
Ο Χ. Θεοδωρίδης γράφει: «Όταν ο άνθρωπος παραμερίσει κάθε συναίσθημα που τον ερεθίζει, λύπη, είτε χαρά, αναβλύζει από την βαθύτερη ουσία του ανθρώπου η καλή διάθεση, το δημιουργικό χάδι, και αυτό του δίνει την ευκαιρία να αξιοποιήσει τον άφθονο πλούτο που έχει μέσα του. Το βασικό αυτό για την ανθρώπινη ζωή, για την ευτυχία, την καλή διάθεση, την ευεξία, την ευθυμία, ο Επίκουρος την ονόμασε ηδονή, λέξη παρεξηγήσιμη, για τους γνωστούς λόγους, που παρανοήθηκε και έδωσε αφορμή στις πιο ηλίθιες ή κακόβουλες διαστροφές».
Ο Επίκουρος έλεγε: «Όταν λέμε ότι η ηδονή αποτελεί το υπέρτατο αγαθό δεν σκεπτόμαστε τις χαρές των παραλυμένων, ούτε αυτές που συνίστανται στη φυσική απόλαυση, όπως μερικοί ισχυρίζονται, είτε γιατί δεν συμφωνούν με τη διδασκαλία μας είτε γιατί την παρανοούν. Η ηδονή για την οποία μιλάμε συνίσταται στην απουσία του φυσικού πόνου και της ψυχικής ταραχής». Δηλαδή, όπως μας εξηγεί ο Χ. Θεοδωρίδης, ηδονή είναι να μη πονάει το σώμα και να μη ταράζεται η ψυχή.
Καμιά ηδονή δεν μπορεί να μην είναι καλή, αφού καλό (αγαθό) είναι εκείνο που προκαλεί την ηδονή. Η ηδονή νοείται ως το πρωταρχικό και έμφυτο αγαθό, κριτήριο του ελέγχου της πραγματικότητας, δηλαδή, της προσωπικής αποτίμησης των επιθυμητών ή των ανεπιθυμήτων.
Η ηδονή είναι αφετηρία και σκοπός του ΜΑΚΑΡΙΩΣ
ΖΗΝ.
Μέτρο της ηδονής είναι η απουσία πόνου. Ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ ηδονής και πόνου δεν υπάρχει. Η παρουσία της μίας κατάστασης συνεπάγεται την απουσία της άλλης. Όλα τα ζωντανά πλάσματα έχουν έμφυτη την ικανότητα να αναζητούν αυτά που προκαλούν ηδονή και να αποφεύγουν αυτά που προκαλούν πόνο.
Οι χυδαίες ηδονές, δηλαδή από το ποτό, την πολυφαγία, την πολυτέλεια ή την ανέλεγκτη σεξουαλική επαφή, δεν θεωρούνται ως στόχοι του φιλοσόφου.
Ο Επίκουρος διαφωνεί με τους Κυρηναϊκους (Φιλοσοφική Σχολή που την ίδρυσε ο Αρίστιππος από την Κυρήνη) για την ηδονή. Αυτοί δεν αποδέχονται την καταστηματική ηδονή παρά μόνο την κινητική. Εδώ θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι καταστηματική ηδονή είναι η σταθερή, μόνιμη, ευχάριστη διάθεση. Ο Επίκουρος για να την ξεχωρίσει από τις κοινές ηδονές (από φαΐ, ποτό, θεάματα κλπ) την είπε «καταστηματική ηδονή», λέξη που δε λέει τίποτα σε μας. Εμείς θα λέγαμε το πολύ καταστασιακή ηδονή, όμως στα αρχαία κατάστημα σημαίνει κατάσταση. Ενώ τις κοινές ηδονές τις είπε «εν κινήσει ή κινητικές». Ο Επίκουρος δέχεται και τις δύο, στην ψυχή και στο σώμα. Διαφωνεί και σε ένα ακόμη σημείο με τους Κυρηναϊκούς: αυτοί θεωρούν τους σωματικούς πόνους χειρότερους από τους ψυχικούς, και πράγματι οι ένοχοι τιμωρούνται με σωματικές ποινές. Ο Δάσκαλος, αντίθετα, θεωρεί χειρότερους τους ψυχικούς πόνους, γιατί η σάρκα υποφέρει προσωρινά, ενώ η ψυχή στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον. Γ ι’ αυτό και οι ηδονές της ψυχής είναι μεγαλύτερες απ’ αυτές του σώματος. Για να αποδείξει ότι σκοπός της ζωής είναι η ηδονή, παρατηρεί ότι τα ζωντανά όντα αποφεύγουν τον πόνο ενστικτωδώς και χωρίς να το σκέφτονται. Επομένως, αποφεύγουμε τον πόνο αυθόρμητα.
Καμία ηδονή δεν είναι κακό πράγμα αυτή καθαυτή. Όμως ορισμένες ηδονές παράγονται με μέσα που επιφέρουν πολύ περισσότερες ενοχλήσεις παρά ηδονές.
«Η Επικούρεια Ηδονή ως απόκλιση από την οδύνη»
Σκοπός της Ηθικής φιλοσοφίας του Επίκουρου είναι το Μακαρίως Ζην, δηλαδή η χαρά της ζωής. Ο φιλόσοφος έλεγε «Δεν είναι δυνατόν να ζει κανείς ευχάριστα, αν δεν ζει φρόνημα, ηθικά και δίκαια, όπως και δεν μπορεί να ζει φρόνιμα, ηθικά και δίκαια, αν δεν ζει ευχάριστα».
Όπως γράφει ο καθηγητής Θεοδωρίδης: ο Επίκουρος είδε καθαρά και αντίκρισε θαρρετά και εξαντλητικά το πρόβλημα. Ο άνθρωπος είναι μοναδικό γέννημα της φύσης, προικισμένο με ικανότητες να υψωθεί σε προσωπικότητα και να γίνει χαρά του εαυτού του και των άλλων που ζουν μαζί του. Για να γίνει αυτό πρέπει να γλιτώσει από το αιώνιο μαρτύριο, από τις μικρές και μεγάλες ταραχές που ενοχλούν την ομαλή λειτουργία της ουσίας του και κάνουν φαρμάκι το ζωικό χυμό μέσα του. Αυτό πρέπει να το επιδιώξει με όλα τα μέσα, με την επιστήμη του, τη φυσιολογία ιδιαίτερα με το διαφωτισμό πάνω στα ουράνια και τα επίγεια, με τη δύναμη της ψυχής του. Όταν λείψουν τα εμπόδια, οι σωματικοί πόνοι από αρρώστιες ή από τη στέρηση, ταραχές ψυχικές, ιδιαίτερα ο φόβος των θεών και του θανάτου, το μαρτύριο από την έρμη φιλοδοξία, η ψυχή γαληνεύει κι ο άνθρωπος φτάνει στη μακαρισμένη «αταραξία», όπως είπε με μία λέξη που είχε πλατύτατο αντίλαλο. Όταν παραμεριστεί κάθε συναίσθημα που τον ερεθίζει, λύπη είτε χαρά, αναβλύζει από τη βαθύτερη ουσία του ανθρώπου η καλή διάθεση, το δημιουργικό χάδι, κι αυτό του δίνει την ευκαιρία ν’ αξιοποιήσει τον άφθονο πλούτο που έχει μέσα του. Το βασικό αυτό για την ανθρώπινη ζωή, για την ευτυχία και τον υψωμό της, την καλή διάθεση την ευεξία, την ευθυμία, ο Επίκουρος την ονόμασε ηδονή, λέξη παρεξηγήσιμη για τους γνωστούς λόγους που παρανοήθηκε κι έδωσε αφορμή στις πιο ηλίθιες ή κακόβουλες διαστροφές.
Κεντρώα θέση του ιδρυτή του Κήπου κατείχε η άποψη ότι η ηδονή αποτελεί ύψιστο αγαθό. Καθώς συντροφεύει τον άνθρωπο σε όλες του τις επιλογές. Ως αρχή και σκοπό, την χαρακτηρίζει ο ίδιος στην επιστολή του προς Μενοικέα. Και την θέτει έτσι αξιωματικά ως αρχή και σκοπό του μακαρίως ζην. Με τον όρο λοιπόν ηδονή δεν εννοούσε τις αισθησιακές απολαύσεις, αλλά την αποφυγή πόνου από την ψυχή και το σώμα. Απομακρυσμένος από τις δοξασίες των πολλών περί θείου και πεπρωμένου, και απαλλαγμένος από τις περιττές επιθυμίες που απορρέουν από την κενοδοξία, κατάφερε να προσδιορίσει τον σκοπό του ανθρώπου και χάραξε τον δρόμο προς την αταραξία της ψυχής.
Ο Επίκουρος, υποστήριξε ότι κατανόηση της ηθικής διδασκαλίας, προϋποθέτει την κατανόηση της φυσικής γνώσης. Αρχή και πηγή της ηδονής είναι η Φύση. Θεώρησε πως, αν ο άνθρωπος δεν κατανοήσει την ύπαρξη του ως φυσική ακολουθία, και αν δεν αποδεσμευτεί από την ιδέα ότι βρίσκεται από την εποπτεία των δημιουργών θεών, δεν θα καταφέρει να ζήσει ατάραχος και ευτυχισμένος, διότι οι σκέψεις, περί υπερβατικών και μεταφυσικών υπάρξεων θα του στερούν διαρκώς την ελεύθερη βούληση. Η ζωή για τους επικούρειους ρυθμίζεται από τους νόμους του φυσικού κόσμου. Για τον λόγο αυτό διατύπωσε, ότι δεν πρέπει να παραβιάζουμε την φύση μας, αλλά να υποτασσόμαστε σ’ αυτή. Υπακούοντας σ’ αυτήν, (την φύση μας) ικανοποιούμε τις απαραίτητες και τις φυσιολογικές επιθυμίες, εφ’ όσον δεν είναι βλαβερές, ενώ τις επιζήμιες τις καταπνίγουμε. Η φύση έχει προσφέρει απλόχερα όλα όσα χρειάζεται ο άνθρωπος για να ζει ευχάριστα. Τα αναγκαία αγαθά τα έκανε να αποκτούνται εύκολα, σε αντίθεση με τα μη αναγκαία τα οποία για να αποκτηθούν χρειάζεται αγώνας και ταραχή ψυχής και σώματος.
Τι είναι λοιπόν η ηδονή; Είναι η ευχάριστη αυτή αίσθηση που έχει ο άνθρωπος, όταν έχει απαλλαγεί από κάθε σωματικό και πνευματικό πόνο. Όριζε λοιπόν πως το ανώτατο όριο της ηδονής είναι η εξάλειψη όλων των πηγών του πόνου. Όπου υπάρχει ηδονή, και για όσο χρόνο διαρκεί δεν υπάρχει πόνος ή λύπη ή και τα δύο μαζί, έλεγε ο Δάσκαλος στην 3 Κύρια Δόξα του.
Προκειμένου να διακρίνει τις κατάλληλες ηδονές από τις ακατάλληλες, αλλά και να διαχωρίσει την θέση του από τον Αρίστιππο τον Κυριναίο, χώρισε τις ηδονές σε δύο κατηγορίες. Τις κινητικές ή εν κινήσει και τις καταστηματικές ηδονές. (Οι τελευταίες προέρχονται από το ρήμα Καθίσταμαι. Κατάστημα σημαίνει κατάσταση). Οι πρώτες (κινητικές) ηδονές είναι εκείνες, οι οποίες βιώνοντάς τες, ξεπερνάμε τον πόνο που έχει προκληθεί από μία ανεκπλήρωτη επιθυμία, όπως η ικανοποίηση της πείνας ή της δίψας. Ενώ αναφερόμενος στις καταστηματικές ηδονές εννοούσε την αταραξία, την κατάσταση γαλήνης που βιώνει ο άνθρωπος μετά την ικανοποίηση της εκάστοτε επιθυμίας. Πρόκειται για μία κατάσταση ηρεμίας που οδηγεί τον άνθρωπο στην ευτυχία. Ο Γιώργος Ζωγραφίδης στο βιβλίο του «Επίκουρος, Ηθική, η θεραπεία της ψυχής», αναφέρει ένα παράδειγμα για να γίνει κατανοητή η διαφορά των δύο μορφών της ηδονής. Όσο τρώω και απομακρύνεται ο πόνος της έλλειψης, και της πείνας, νιώθω μία ηδονή που είναι φευγαλέα (κινητική). Όταν όμως έχω φάει, η πληρότητα που νιώθω, η έλλειψη του πόνου και της ανάγκης που βιώνω, όταν είμαι χορτάτος, είναι μία σταθερή (καταστηματική) ηδονή. Καταστηματική ηδονή λοιπόν, είναι η σταθερή, μόνιμη ευχάριστη διάθεση.
Ο Επίκουρος θεωρούσε τις καταστηματικές ηδονές ποιοτικά πολύ ανώτερες από τις κινητικές ηδονές, αναφέροντας ότι στοχεύοντας σε καταστηματικές ηδονές ο άνθρωπος, αποφεύγει τις υπερβολές και πορεύεται προς την ευδαιμονία.
Για τον μεγάλο στοχαστή, καμία ηδονή δεν είναι κακή αυτή καθαυτή. Συμβαίνει, αν και η ηδονή συγγενεύει με την φύση του ανθρώπου, η απόκτησή της ορισμένες φορές να δημιουργεί προβλήματα και να γεννάει πόνο, είτε στη ψυχή είτε στο σώμα. Τότε πρέπει να αποφεύγονται. Αναφέρει χαρακτηριστικά σε μία από τις προσφωνήσεις του «Ακούω να μου λες πως οι ανησυχίες της σάρκας σ’ έχουν κάνει επιρρεπή στις σεξουαλικές ηδονές. Εφ’ όσον δεν παραβαίνεις κανένα νόμο και δεν μετακινείς τα ήθη και τα καλώς κείμενα, εφ’ όσον δεν προκαλείς στεναχώρια σε κανένα άνθρωπο γύρω σου, εφ’ όσον δεν επιβαρύνεις το σώμα σου και δεν σπαταλάς οτιδήποτε σου είναι αναγκαίο, τότε χρησιμοποίησε όπως θέλεις αυτή σου την κλίση. Δεν γίνεται όμως να μη σε εμποδίζει κάποιο από τα παραπάνω. Το σεξ δεν ωφέλησε ποτέ. Ας είμαστε ευχαριστημένοι αν δεν σε βλάψει κιόλας.
Εφαρμόζοντας την αρχή της ηδονής, το άτομο μαθαίνει πώς να βάζει σε τάξη τη ζωή του και τη δραστηριότητά του. Αρχίζοντας με έναν υπολογισμό των επιθυμιών η ικανοποίηση των οποίων είναι αναγκαία για την ίδια τη ζωή, προχωρούμε στην επιδίωξη των αγαθών που είναι απαραίτητα για την του σώματος υγεία και, τελικά για την γαλήνη του νου. Θα θυμόμαστε ότι τα δύο τελευταία στάδια αυτής της προοδευτικής πορείας αποτελούν το εποικοδόμημα της ηθικής θεωρίας του Επίκουρου καθώς αφορούν κυρίως στην θεραπεία παρά στην πρόληψη.
Ο Επίκουρος αναφερόμενος στην ηδονή, ως ύψιστο αγαθό, όπως είπαμε παραπάνω, εννοούσε την καθαρή ευχαρίστηση η οποία φέρνει αταραξία και γαλήνη. Όσον αφορά τις ηδονές των ασώτων καθώς και τις αδιάκοπες και αμέτρητες διασκεδάσεις, οι οποίες γεμίζουν το πνεύμα με πόνο και πάθη, τις απαρνήθηκε κατηγορηματικά διότι γνώριζε πως απέχουν κατά πολύ από την πραγματική ηδονή.
Η διδασκαλία του επίκουρου περί ηδονής, όντας πρωτόγνωρη για την εποχή της, δέχθηκε σκληρής κριτικής και απόλυτη διαστρέβλωση. Ταυτίστηκε με την διδασκαλία των Κυρηναϊκών φιλοσόφων ή Ηδονιστών όπως αποκαλούντο. Εκατό περίπου χρόνια πριν την γέννηση του Επίκουρου ο Αρίστιππος διακήρυξε ότι το μεγαλύτερο από όλα τα αγαθά είναι η τέρψις. Ισχυρίσθηκε ότι ο άνθρωπος πρέπει να αποφεύγει τους μακροπρόθεσμους στόχους, διότι τον αποπροσανατολίζουν και δεν του επιτρέπουν να απολαύσει τα αγαθά της ζωής. Η διαφορά των δύο φιλοσοφικών θεωριών είναι πραγματικά πού σημαντική. Ο Επίκουρος δέχεται ότι η ηδονή βρίσκεται σε όλες τις καταστάσεις, ακόμα και σ’ αυτήν της ακινησίας και επιδιώκει μέσω της ηδονής την αταραξία της ψυχής, όχι την παροδική απόλαυση, η οποία έπειτα ενδέχεται να προκαλέσει πόνο. Οι Κυρηναϊκοί, αντίθετα, υποστήριζαν ότι μόνο η σωματική ηδονή οδηγεί στην ευτυχία, αποκλείοντας έτσι την ψυχική και πνευματική. Αποδέχονταν μόνο την κινητική ηδονή
Η συνωνυμία της επικούρειας ηδονής για την ψυχική γαλήνη με αυτή για τις αισθησιακές απολαύσεις, έδωσε αφορμή σε ατέλειωτες αντιλογίες και ειρωνικά σχόλια. Την πληθωρική τους απήχηση τη βρίσκουμε σε μερικά συγγράμματα του Κικέρωνα, ο οποίος στο έργο του « Ο δρόμος προς την ευτυχία» αποκαλεί τον Επίκουρο άνανδρο και ηδονιστή, αποδοκιμάζοντας τις απόψεις του λέγοντας, πως δεν είναι δυνατό να υπάρξει συσχέτιση της ενάρετης, σοφής και δίκαιης ζωής με την ηδονική ζωή. Και αυτό γιατί δεν κατανόησε ή δεν ήθελε να κατανόηση ποτέ του την καταστηματική ηδονή. Επίσης, και σε αντιεπικουρικά συγγράμματα του Πλούταρχου, ο οποίος στο έργο του «Ότι ουδέ ηδέως ζην εστίν κατ’ Επίκουρον» έκρινε τη διδασκαλία των Επικουρείων για την ηδονή και αναφέρθηκε με ειρωνεία στην πεποίθηση τους, ότι ύψιστο αγαθό είναι η ηδονή της ψυχής.
Ο Επίκουρος το έλεγε ξεκάθαρα: «Η ηδονή είναι η αρχή και ο σκοπός της ευτυχισμένης ζωής». Ωστόσο, πρόσθετε, ότι δεν επιζητάμε μόνο τις χαρές. Αλλά μερικές φορές κάτι ευχάριστο μπορεί να προκαλέσει μεγαλύτερες δυσκολίες ενώ ένα βάσανο να φέρει τελικά μεγαλύτερη χαρά. Οι άνθρωποι μπορούν να ελαχιστοποιήσουν τη μία και να μεγιστοποιήσουν την άλλη. Αλλά για να κρίνουμε ποια θα επιλέξουμε σε κάθε περίσταση, πρέπει να σκεπτόμαστε ποια συμβάλλει περισσότερο στην ευτυχία μας, αλλιώς η χαρά του σήμερα θα φέρει την ταλαιπωρία του αύριο.
Η επικούρεια ηδονή είναι ξεκάθαρη και δεν χωρά καμία αμφισβήτηση γι’ αυτό. Όπως χαρακτηριστικά λέει ο Χ. Θεοδωρίδης: Το επικουρικό δόγμα για την καταστηματική ηδονή είναι από τις ξάστερες εκείνες αλήθειες, που, βρίσκονται μπρος στα μάτια μας και ανάμεσα στα δάχτυλά μας. Για να φθάσουμε εκείνο που ορίζει η ανθρώπινη φύση, στην ευγένεια της ψυχής και το υψηλό φρόνημα, είναι ανάγκη πρώτα να γαληνέψουμε παραμερίζοντας καθετί που μας ενοχλεί, ανάγκες υλικές, ανθρώπους που για τον ένα ή τον άλλο λόγο μας κάνουν κακό, στραβές ιδέες, και τις άπειρες μικρότητες που πολιορκούν τη ζωή