Οι μεγάλες δυνάμεις ευνόησαν τον σχηματισμό ενός μικρού και οικονομικά φτωχού κράτους ώστε αυτό ποτέ να μην μπορεί να ξεφύγει από τον έλεγχό τους και για να το χρησιμοποιούν κατά το δοκούν στην προώθηση των συμφερόντων τους
Γιώργος Πετρόπουλος
Από το 1879 ώς το 1893 η Ελλάδα σύναψε 9 δάνεια από το εξωτερικό, εκ των οποίων τα 8 ήταν επίτευγμα των κυβερνήσεων του Τρικούπη. Ουσιαστικά επρόκειτο για ένα δάνειο κάθε ενάμιση χρόνο. Το ονομαστικό ποσό αυτών των δανείων έφτασε συνολικά τα 640 εκατομμύρια χρυσά φράγκα. Δεδομένου όμως ότι η τιμή έκδοσης ήταν κατά μέσο όρο 72,68%, στη χώρα έφτασαν τα 465,2 εκατομμύρια. Η διαφορά αυτή ανάμεσα στην τιμή έκδοσης και στην ονομαστική τιμή των δανείων ήταν όντως πολύ μεγάλη. Υψηλός ήταν, επίσης, ο ονομαστικός τόκος δανειοδότησης και ακόμη υψηλότερος ο πραγματικός. Πάντως, με μέσο τόκο 5% και μέσο ποσοστό χρεολυτικών πληρωμών 0,5%, η Ελλάδα μέσα σε μία δεκαετία είχε επιστρέψει στους δανειστές της αυτά που πραγματικά είχε δανειστεί.
Εντούτοις, στο τέλος της δεκαετίας αυτής το χρωστούμενο κεφάλαιο είχε μειωθεί ελάχιστα (μόλις 5%). Πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι οι τόκοι και τα χρεολύσια έφταναν τα 40 εκατομμύρια δρχ. τον χρόνο.
Ποιοι μας δάνειζαν;
Οι συστηματικοί δανειστές της Ελλάδας που κατά κανόνα αγόραζαν ελληνικά χρεόγραφα εκδιδόμενα σε ευρωπαϊκά χρηματιστήρια ήταν οι οίκοι Hampro του Λονδίνου, το Comptoir d' Escompt του Παρισιού (με υποδιοικητή τον Α. Βλαστό, φίλο του… εθνικού ευεργέτη Συγγρού) και η National bank Fur Deutschland του Βερολίνου, με τους οποίους είχαν στενότατες σχέσεις και συνεργασία οι Ελληνες κεφαλαιούχοι. Ενα σεβαστό επίσης ποσό δανείων καλυπτόταν από Ελληνες κεφαλαιούχους του εσωτερικού και του εξωτερικού. Ξεχωριστό ρόλο σ' αυτή την υπόθεση είχε παίξει ο Α. Συγγρός, που μέσω της τράπεζάς του, της Ηπειροθεσσαλίας, αλλά και της τράπεζας Κωνσταντινουπόλεως διευκόλυνε Ελληνες που επιθυμούσαν να αγοράσουν ελληνικά χρεόγραφα.
Μελετητές του θέματος υπολογίζουν ότι σε χέρια Ελλήνων κεφαλαιούχων βρίσκονταν χρεόγραφα που αντιπροσώπευαν από το 15% έως το 30% του συνολικού ποσού των δανείων που έλαβε η χώρα.
Σημαντικός ήταν και ο εσωτερικός δανεισμός του ελληνικού κράτους, που αντιπροσώπευε το ποσό των 211 εκατομμυρίων δρχ. και ήταν ίσος με τις δαπάνες δύο προϋπολογισμών του κράτους.
Αξίζει να σημειωθεί ότι την εποχή εκείνη που τα επιτόκια στην Ευρώπη ήταν κάτω από 2%, στην Ελλάδα έφταναν το 8% με 9%. Ακόμη, οι όροι του δανεισμού ήταν τέτοιοι που οι Ευρωπαίοι κεφαλαιούχοι και Ελληνες συνάδελφοί τους μπορούσαν σε σύντομο χρονικό διάστημα, μιας δεκαετία το πολύ, να πάρουν πίσω τα κεφάλαιά τους που έδωσαν σε δάνεια και από εκεί και πέρα να εισπράττουν καθαρό κέρδος ξεζουμίζοντας τον ελληνικό λαό.
Γιατί μας δάνειζαν;
Γιατί, όμως, δανειζόταν η χώρα και κυρίως γιατί τη δάνειζαν οι ξένοι; Είναι γνωστό ότι το νεοελληνικό κράτος, από την πρώτη στιγμή που συγκροτήθηκε, ήταν ένα πλήρως εξαρτημένο κράτος, υπό τον έλεγχο -υπό την προστασία έλεγαν τότε- των τριών μεγάλων δυνάμεων της εποχής: της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας. Οι μεγάλες δυνάμεις ευνόησαν τον σχηματισμό ενός μικρού και οικονομικά φτωχού κράτους ώστε αυτό ποτέ να μην μπορεί να ξεφύγει από τον έλεγχό τους και για να το χρησιμοποιούν κατά το δοκούν στην προώθηση των συμφερόντων τους. Σημειωτέον ότι το μεγάλο ζήτημα της εποχής ήταν το Ανατολικό ζήτημα, δηλαδή η διάδοχη κατάσταση στην Οθωμανική αυτοκρατορία, η οποία βρισκόταν σε κρίση και αργά ή γρήγορα θα οδηγούνταν και σε αποσύνθεση. Σ’ αυτό το πλαίσιο, κρατίδια σαν αυτό της Ελλάδας ήταν άκρως χρήσιμα για τους ισχυρούς του τότε κόσμου, δηλαδή του ευρωπαϊκού. Τα δάνεια προς την Ελλάδα χρησίμευαν για δύο λόγους. Ο ένας ήταν η βιωσιμότητα του κράτους και των αρχουσών τάξεων. Ο δεύτερος λόγος ήταν η διατήρηση της χώρας σε καθεστώς εξάρτησης. Πάντοτε το εξωτερικό χρέος ήταν ένα ισχυρό -και στις περιόδους κρίσης το ισχυρότερο- εργαλείο διατήρησης και διαιώνισης της εξάρτησης.
Στην τρικουπική περίοδο, που οδήγησε στην τρίτη ελληνική χρεοκοπία, ο εξωτερικός δανεισμός έχει μια ιδιαιτερότητα. Είναι ευρύτερα γνωστό ότι από το 1873 το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, που μέχρι τότε κινούνταν στη βάση του ελεύθερου ανταγωνισμού, μπήκε σε μια βαθιά κρίση. Η κρίση που κράτησε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1890 επιτάχυνε τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου με αποτέλεσμα την εμφάνιση των καρτέλ και των μονοπωλίων, την ανασυγκρότηση, δηλαδή, όλων των παραγωγικών και κοινωνικών σχέσεων στη βάση ενός νέου υψηλότερου επιπέδου συσσώρευσης του κεφαλαίου.
Η παγκόσμια κρίση του καπιταλισμού, η καθυστέρηση που παρουσίαζε η Ελλάδα στην ανάπτυξη των παραγωγικών της δυνάμεων, σε συνδυασμό με τον εξαρτημένο χαρακτήρα της οικονομίας της, έδιναν τη δυνατότητα στο ξένο και ντόπιο κεφάλαιο για κερδοσκοπικές επενδύσεις. Ετσι εξηγείται το γεγονός ότι οι ξένοι χρηματιστηριακοί κύκλοι το 1875 προχώρησαν σε ρύθμιση των παλιών ελληνικών χρεών ώστε να μπορούν στη συνέχεια να δανείζουν τη χώρα.
Ετσι, επίσης, εξηγείται το γεγονός ότι από το 1873 και μετά μια σειρά Ελληνες μεγαλοεπιχειρηματίες της διασποράς μετέφεραν μέρος ή το σύνολο των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων στη χώρα - υπό αυτό το πρίσμα ερμηνεύεται μια σχετική βιομηχανική ανάπτυξη που παρουσιάζεται από το 1870 και ύστερα. Οι μεγαλοεπιχειρηματίες αυτοί ανέπτυξαν διάφορες δραστηριότητες στη χώρα ενώ παράλληλα υπήρξαν και δανειστές της μέσω ξένων χρηματοπιστωτικών οίκων. Ορισμένους απ’ αυτούς μάς τους φόρτωσαν στη συλλογική ιστορική μνήμη και ως εθνικούς ευεργέτες. Εν πάση περιπτώσει, τα δάνεια της τρικούπικης περιόδου χρηματοδότησαν -πέραν της κερδοσκοπίας- μια κάποια βιομηχανική ανάπτυξη και μια σειρά έργα που ήταν απαραίτητα για την ανάπτυξη του καπιταλισμού στην Ελλάδα. Ηταν το πρώτο μεγάλο βήμα του αστικού νεοελληνικού εκσυγχρονισμού, που ο ελληνικός λαός το πλήρωσε πανάκριβα.
Πώς επιβλήθηκε ο Διεθνής Οικονομικός Ελεγχος
Η παγκόσμια καπιταλιστική οικονομική κρίση σε συνδυασμό με τη χαμηλή ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στην Ελλάδα, την κερδοσκοπία του κεφαλαίου σε βάρος του ελληνικού λαού, την οικονομικοπολιτική εξάρτηση την οποία ενέτεινε ο υπέρογκος δανεισμός, ήταν οι βασικοί παράγοντες που οδήγησαν στην τρίτη κατά σειρά πτώχευση της χώρας, το 1893, και στη συνέχεια στην επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου. Ο ΔΟΕ επιβλήθηκε σαν ώριμο φρούτο μετά την ήττα της Ελλάδας στον πόλεμο με την Τουρκία (1897), αφού αυτός ο πόλεμος ήταν ό,τι χρειαζόταν για να καμφθούν οι εσωτερικές αντιδράσεις στην ξένη απροκάλυπτη επικυριαρχία.
Μετά την ήττα, η Ελλάδα με διακοίνωσή της από τις 29 Απριλίου/11 Μαΐου 1897 εναπόθεσε τις τύχες της στις μεγάλες δυνάμεις της εποχής (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία, Γερμανία, Ιταλία και Αυστρία) από τις οποίες και ζήτησε να μεσολαβήσουν για τη σύναψη ανακωχής και ειρήνης με την Τουρκία. Οι Μεγάλες Δυνάμεις ανταποκρίθηκαν κατά τον τρόπο που νόμιζαν. Πατώντας πάνω στην ήττα της χώρας, την υποχρέωσαν να πληρώσει πολεμική αποζημίωση στην Τουρκία ύψους 4 εκατομμυρίων τουρκικών λιρών (95 εκατομμύρια χρυσά φράγκα), ποσό που μόνο μέσω δανεισμού μπορούσε να εξευρεθεί. Υστερα, ως «καλοί φιλέλληνες» προθυμοποιήθηκαν να παραχωρήσουν αυτό το δάνειο με αντάλλαγμα τον διεθνή οικονομικό έλεγχο της χώρας μας. Ετσι στην προκαταρκτική συνθήκη ειρήνης που ετοίμασαν (6/18 Σεπτεμβρίου 1897), στο άρθρο 2, όρισαν τα εξής: «Ο σχετικός διά την διευκόλυνσιν της ταχείας πληρωμής της αποζημιώσεως διακανονισμός θέλει γίνη τη συναινέσει των Δυνάμεων κατά τρόπον μη θίγοντα κεκτημένα δικαιώματα των παλαιών δανειστών της Ελλάδος, κατόχων ομολογιών του ελληνικού δημοσίου χρέους. Προς τον σκοπόν τούτον θέλει ιδρυθή εν Αθήναις Διεθνής Επιτροπή εξ αντιπροσώπων των μεσολαβησασών δυνάμεων. Η ελληνική κυβέρνησις θέλει επιτύχη την ψήφισιν νόμου εγκριθέντος προηγουμένως υπό των Δυνάμεων κανονίζοντος την λειτουργίαν της Επιτροπής και δυνάμει του οποίου η είσπραξις και διάθεσις προσόδων επαρκών διά την υπηρεσία του Δανείου της πολεμικής αποζημιώσεως και των άλλων εθνικών χρεών θα τεθή υπό τον απόλυτον έλεγχον της Επιτροπής».
Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους έφτασαν στην Αθήνα οι απεσταλμένοι των μεγάλων δυνάμεων για τις σχετικές διαπραγματεύσεις και στις 21/2/1898 ψηφίστηκε από την ελληνική Βουλή ο νόμος που προέβλεπε η προαναφερόμενη συμφωνία (Νόμος ΒΦΙΘ), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ από τις 28/4/1898. Η επίσημη ονομασία του οργανισμού για τον έλεγχο αρχικά ήταν Διεθνής Επιτροπή Ελέγχου. Ενα χρόνο μετά, όμως, υπήρξε μετονομασία επί το... ευπρεπέστερον και ο οργανισμός αποκλήθηκε Διεθνής Οικονομική Επιτροπή. Στην ιστορία, όμως, αλλά και στη συνείδηση του ελληνικού λαού τα αρχικά ΔΟΕ καταγράφηκαν ως Διεθνής Οικονομικός Ελεγχος.
Η έκρηξη του δανεισμού
Η τέταρτη μεγάλη χρεοκοπία στην ιστορία του ελληνικού κράτους είναι η πτώχευση του 1932. Ορισμένοι θεωρούν αυτή την πτώχευση δημιούργημα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης του 1929. Τα στοιχεία άλλο μαρτυρούν. Στο διάστημα 1922-1932 παρουσιάζεται στην Ελλάδα τεράστια εισβολή ξένων κεφαλαίων, σχεδόν διπλάσια απ' αυτήν που είχαμε την εποχή του Τρικούπη.
Το εξωτερικό χρέος της χώρας έφτανε τα 1.022 εκατομμύρια χρυσά φράγκα, ενώ το εσωτερικό ήταν 144 εκατομμύρια χρυσά φράγκα. Το 67,42% του εξωτερικού χρέους ήταν αγγλικά κεφάλαια, το 9,88% ήταν κεφάλαια των ΗΠΑ, το 7,52% ήταν γαλλικά κεφάλαια, το 5,40% σουηδικά, το 3,44% βελγικά, το 1,7% γερμανικά και το 1,65% ιταλικά. Επίσης, ένα ποσό 108 εκατομμυρίων δολαρίων (περίπου το 20% του συνολικού εξωτερικού χρέους) ήταν χρεόγραφα, οι κάτοχοι των οποίων ζούσαν στην Ελλάδα.
Πώς εξηγείται αυτή η έκρηξη δανεισμού; Προ του 1922 είχαμε τη συμμετοχή της Ελλάδας στους Βαλκανικούς πολέμους, στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην ουκρανική εκστρατεία με στόχο τη συντριβή της Οκτωβριανής Επανάστασης, στη μικρασιατική εκστρατεία που κατέληξε σε καταστροφή, με στόχο να εξασφαλιστούν τα συμφέροντα των Αγγλογάλλων στη Μέση Ανατολή και στις πλουτοπαραγωγικές της πηγές. Το αποτέλεσμα ήταν η χώρα να φτάσει στην πλήρη εξαθλίωση, με εκατομμύρια πεινασμένους, ανάπηρους και πρόσφυγες. Εκεί ακριβώς οικοδομήθηκαν οι προϋποθέσεις της εκτόξευσης του χρέους και η χρεοκοπία του 1932. Η χρεοκοπία του ’32 οδήγησε στη μεταξική δικτατορία.
Αντί επιλόγου
Το χρέος και οι χρεοκοπίες στη νεότερη και σύγχρονη ελληνική Ιστορία στοίχισαν πάντοτε πανάκριβα στον ελληνικό λαό. Απομύζησαν τον πλούτο που παρήγε. Οδήγησαν στη λεηλασία του φυσικού πλούτου της χώρας, στην εκμετάλλευση προς όφελος των δανειστών όλων των πλεονεκτημάτων της. Εφεραν πολιτικές και κοινωνικές τραγωδίες. Παρ' όλα αυτά η χώρα συνέχισε να δανείζεται αδιαλείπτως και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με αποτέλεσμα να φτάσει στη σημερινή κατάσταση. Οι αιτίες ήταν ίδιες, όπως και στο παρελθόν.
Η ιστορία του χρέους και των χρεοκοπιών φανερώνει πως ουδέποτε οι δανειστές μπόρεσαν να εξευμενιστούν, να συνετιστούν ή να υπολογίσουν τις τραγωδίες του ελληνικού λαού. Μέθοδος συνεννόησης μαζί τους ή εξευμενισμού τους δεν υπάρχει. Η Ιστορία φανερώνει πως η σχέση με τους δανειστές ήταν πάντοτε αυστηρώς διλημματική: ή υποταγή σ’ αυτούς και στα συμφέροντά τους ή σύγκρουση.
Σήμερα η Ελλάδα βρίσκεται και πάλι στο ίδιο σταυροδρόμι. Ή θα υποταχθεί μετατρέποντας τον λαό της σε υποζύγιο των δανειστών ή θα συγκρουστεί μαζί τους με όποιο κόστος. Ο ραγιαδισμός, πάντως, ουδέποτε έφερε θετικό αποτέλεσμα.
Γιώργος Πετρόπουλος
Από το 1879 ώς το 1893 η Ελλάδα σύναψε 9 δάνεια από το εξωτερικό, εκ των οποίων τα 8 ήταν επίτευγμα των κυβερνήσεων του Τρικούπη. Ουσιαστικά επρόκειτο για ένα δάνειο κάθε ενάμιση χρόνο. Το ονομαστικό ποσό αυτών των δανείων έφτασε συνολικά τα 640 εκατομμύρια χρυσά φράγκα. Δεδομένου όμως ότι η τιμή έκδοσης ήταν κατά μέσο όρο 72,68%, στη χώρα έφτασαν τα 465,2 εκατομμύρια. Η διαφορά αυτή ανάμεσα στην τιμή έκδοσης και στην ονομαστική τιμή των δανείων ήταν όντως πολύ μεγάλη. Υψηλός ήταν, επίσης, ο ονομαστικός τόκος δανειοδότησης και ακόμη υψηλότερος ο πραγματικός. Πάντως, με μέσο τόκο 5% και μέσο ποσοστό χρεολυτικών πληρωμών 0,5%, η Ελλάδα μέσα σε μία δεκαετία είχε επιστρέψει στους δανειστές της αυτά που πραγματικά είχε δανειστεί.
Εντούτοις, στο τέλος της δεκαετίας αυτής το χρωστούμενο κεφάλαιο είχε μειωθεί ελάχιστα (μόλις 5%). Πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι οι τόκοι και τα χρεολύσια έφταναν τα 40 εκατομμύρια δρχ. τον χρόνο.
Ποιοι μας δάνειζαν;
Οι συστηματικοί δανειστές της Ελλάδας που κατά κανόνα αγόραζαν ελληνικά χρεόγραφα εκδιδόμενα σε ευρωπαϊκά χρηματιστήρια ήταν οι οίκοι Hampro του Λονδίνου, το Comptoir d' Escompt του Παρισιού (με υποδιοικητή τον Α. Βλαστό, φίλο του… εθνικού ευεργέτη Συγγρού) και η National bank Fur Deutschland του Βερολίνου, με τους οποίους είχαν στενότατες σχέσεις και συνεργασία οι Ελληνες κεφαλαιούχοι. Ενα σεβαστό επίσης ποσό δανείων καλυπτόταν από Ελληνες κεφαλαιούχους του εσωτερικού και του εξωτερικού. Ξεχωριστό ρόλο σ' αυτή την υπόθεση είχε παίξει ο Α. Συγγρός, που μέσω της τράπεζάς του, της Ηπειροθεσσαλίας, αλλά και της τράπεζας Κωνσταντινουπόλεως διευκόλυνε Ελληνες που επιθυμούσαν να αγοράσουν ελληνικά χρεόγραφα.
Μελετητές του θέματος υπολογίζουν ότι σε χέρια Ελλήνων κεφαλαιούχων βρίσκονταν χρεόγραφα που αντιπροσώπευαν από το 15% έως το 30% του συνολικού ποσού των δανείων που έλαβε η χώρα.
Σημαντικός ήταν και ο εσωτερικός δανεισμός του ελληνικού κράτους, που αντιπροσώπευε το ποσό των 211 εκατομμυρίων δρχ. και ήταν ίσος με τις δαπάνες δύο προϋπολογισμών του κράτους.
Αξίζει να σημειωθεί ότι την εποχή εκείνη που τα επιτόκια στην Ευρώπη ήταν κάτω από 2%, στην Ελλάδα έφταναν το 8% με 9%. Ακόμη, οι όροι του δανεισμού ήταν τέτοιοι που οι Ευρωπαίοι κεφαλαιούχοι και Ελληνες συνάδελφοί τους μπορούσαν σε σύντομο χρονικό διάστημα, μιας δεκαετία το πολύ, να πάρουν πίσω τα κεφάλαιά τους που έδωσαν σε δάνεια και από εκεί και πέρα να εισπράττουν καθαρό κέρδος ξεζουμίζοντας τον ελληνικό λαό.
Γιατί μας δάνειζαν;
Γιατί, όμως, δανειζόταν η χώρα και κυρίως γιατί τη δάνειζαν οι ξένοι; Είναι γνωστό ότι το νεοελληνικό κράτος, από την πρώτη στιγμή που συγκροτήθηκε, ήταν ένα πλήρως εξαρτημένο κράτος, υπό τον έλεγχο -υπό την προστασία έλεγαν τότε- των τριών μεγάλων δυνάμεων της εποχής: της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας. Οι μεγάλες δυνάμεις ευνόησαν τον σχηματισμό ενός μικρού και οικονομικά φτωχού κράτους ώστε αυτό ποτέ να μην μπορεί να ξεφύγει από τον έλεγχό τους και για να το χρησιμοποιούν κατά το δοκούν στην προώθηση των συμφερόντων τους. Σημειωτέον ότι το μεγάλο ζήτημα της εποχής ήταν το Ανατολικό ζήτημα, δηλαδή η διάδοχη κατάσταση στην Οθωμανική αυτοκρατορία, η οποία βρισκόταν σε κρίση και αργά ή γρήγορα θα οδηγούνταν και σε αποσύνθεση. Σ’ αυτό το πλαίσιο, κρατίδια σαν αυτό της Ελλάδας ήταν άκρως χρήσιμα για τους ισχυρούς του τότε κόσμου, δηλαδή του ευρωπαϊκού. Τα δάνεια προς την Ελλάδα χρησίμευαν για δύο λόγους. Ο ένας ήταν η βιωσιμότητα του κράτους και των αρχουσών τάξεων. Ο δεύτερος λόγος ήταν η διατήρηση της χώρας σε καθεστώς εξάρτησης. Πάντοτε το εξωτερικό χρέος ήταν ένα ισχυρό -και στις περιόδους κρίσης το ισχυρότερο- εργαλείο διατήρησης και διαιώνισης της εξάρτησης.
Στην τρικουπική περίοδο, που οδήγησε στην τρίτη ελληνική χρεοκοπία, ο εξωτερικός δανεισμός έχει μια ιδιαιτερότητα. Είναι ευρύτερα γνωστό ότι από το 1873 το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, που μέχρι τότε κινούνταν στη βάση του ελεύθερου ανταγωνισμού, μπήκε σε μια βαθιά κρίση. Η κρίση που κράτησε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1890 επιτάχυνε τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου με αποτέλεσμα την εμφάνιση των καρτέλ και των μονοπωλίων, την ανασυγκρότηση, δηλαδή, όλων των παραγωγικών και κοινωνικών σχέσεων στη βάση ενός νέου υψηλότερου επιπέδου συσσώρευσης του κεφαλαίου.
Η παγκόσμια κρίση του καπιταλισμού, η καθυστέρηση που παρουσίαζε η Ελλάδα στην ανάπτυξη των παραγωγικών της δυνάμεων, σε συνδυασμό με τον εξαρτημένο χαρακτήρα της οικονομίας της, έδιναν τη δυνατότητα στο ξένο και ντόπιο κεφάλαιο για κερδοσκοπικές επενδύσεις. Ετσι εξηγείται το γεγονός ότι οι ξένοι χρηματιστηριακοί κύκλοι το 1875 προχώρησαν σε ρύθμιση των παλιών ελληνικών χρεών ώστε να μπορούν στη συνέχεια να δανείζουν τη χώρα.
Ετσι, επίσης, εξηγείται το γεγονός ότι από το 1873 και μετά μια σειρά Ελληνες μεγαλοεπιχειρηματίες της διασποράς μετέφεραν μέρος ή το σύνολο των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων στη χώρα - υπό αυτό το πρίσμα ερμηνεύεται μια σχετική βιομηχανική ανάπτυξη που παρουσιάζεται από το 1870 και ύστερα. Οι μεγαλοεπιχειρηματίες αυτοί ανέπτυξαν διάφορες δραστηριότητες στη χώρα ενώ παράλληλα υπήρξαν και δανειστές της μέσω ξένων χρηματοπιστωτικών οίκων. Ορισμένους απ’ αυτούς μάς τους φόρτωσαν στη συλλογική ιστορική μνήμη και ως εθνικούς ευεργέτες. Εν πάση περιπτώσει, τα δάνεια της τρικούπικης περιόδου χρηματοδότησαν -πέραν της κερδοσκοπίας- μια κάποια βιομηχανική ανάπτυξη και μια σειρά έργα που ήταν απαραίτητα για την ανάπτυξη του καπιταλισμού στην Ελλάδα. Ηταν το πρώτο μεγάλο βήμα του αστικού νεοελληνικού εκσυγχρονισμού, που ο ελληνικός λαός το πλήρωσε πανάκριβα.
Πώς επιβλήθηκε ο Διεθνής Οικονομικός Ελεγχος
Η παγκόσμια καπιταλιστική οικονομική κρίση σε συνδυασμό με τη χαμηλή ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στην Ελλάδα, την κερδοσκοπία του κεφαλαίου σε βάρος του ελληνικού λαού, την οικονομικοπολιτική εξάρτηση την οποία ενέτεινε ο υπέρογκος δανεισμός, ήταν οι βασικοί παράγοντες που οδήγησαν στην τρίτη κατά σειρά πτώχευση της χώρας, το 1893, και στη συνέχεια στην επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου. Ο ΔΟΕ επιβλήθηκε σαν ώριμο φρούτο μετά την ήττα της Ελλάδας στον πόλεμο με την Τουρκία (1897), αφού αυτός ο πόλεμος ήταν ό,τι χρειαζόταν για να καμφθούν οι εσωτερικές αντιδράσεις στην ξένη απροκάλυπτη επικυριαρχία.
Μετά την ήττα, η Ελλάδα με διακοίνωσή της από τις 29 Απριλίου/11 Μαΐου 1897 εναπόθεσε τις τύχες της στις μεγάλες δυνάμεις της εποχής (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία, Γερμανία, Ιταλία και Αυστρία) από τις οποίες και ζήτησε να μεσολαβήσουν για τη σύναψη ανακωχής και ειρήνης με την Τουρκία. Οι Μεγάλες Δυνάμεις ανταποκρίθηκαν κατά τον τρόπο που νόμιζαν. Πατώντας πάνω στην ήττα της χώρας, την υποχρέωσαν να πληρώσει πολεμική αποζημίωση στην Τουρκία ύψους 4 εκατομμυρίων τουρκικών λιρών (95 εκατομμύρια χρυσά φράγκα), ποσό που μόνο μέσω δανεισμού μπορούσε να εξευρεθεί. Υστερα, ως «καλοί φιλέλληνες» προθυμοποιήθηκαν να παραχωρήσουν αυτό το δάνειο με αντάλλαγμα τον διεθνή οικονομικό έλεγχο της χώρας μας. Ετσι στην προκαταρκτική συνθήκη ειρήνης που ετοίμασαν (6/18 Σεπτεμβρίου 1897), στο άρθρο 2, όρισαν τα εξής: «Ο σχετικός διά την διευκόλυνσιν της ταχείας πληρωμής της αποζημιώσεως διακανονισμός θέλει γίνη τη συναινέσει των Δυνάμεων κατά τρόπον μη θίγοντα κεκτημένα δικαιώματα των παλαιών δανειστών της Ελλάδος, κατόχων ομολογιών του ελληνικού δημοσίου χρέους. Προς τον σκοπόν τούτον θέλει ιδρυθή εν Αθήναις Διεθνής Επιτροπή εξ αντιπροσώπων των μεσολαβησασών δυνάμεων. Η ελληνική κυβέρνησις θέλει επιτύχη την ψήφισιν νόμου εγκριθέντος προηγουμένως υπό των Δυνάμεων κανονίζοντος την λειτουργίαν της Επιτροπής και δυνάμει του οποίου η είσπραξις και διάθεσις προσόδων επαρκών διά την υπηρεσία του Δανείου της πολεμικής αποζημιώσεως και των άλλων εθνικών χρεών θα τεθή υπό τον απόλυτον έλεγχον της Επιτροπής».
Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους έφτασαν στην Αθήνα οι απεσταλμένοι των μεγάλων δυνάμεων για τις σχετικές διαπραγματεύσεις και στις 21/2/1898 ψηφίστηκε από την ελληνική Βουλή ο νόμος που προέβλεπε η προαναφερόμενη συμφωνία (Νόμος ΒΦΙΘ), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ από τις 28/4/1898. Η επίσημη ονομασία του οργανισμού για τον έλεγχο αρχικά ήταν Διεθνής Επιτροπή Ελέγχου. Ενα χρόνο μετά, όμως, υπήρξε μετονομασία επί το... ευπρεπέστερον και ο οργανισμός αποκλήθηκε Διεθνής Οικονομική Επιτροπή. Στην ιστορία, όμως, αλλά και στη συνείδηση του ελληνικού λαού τα αρχικά ΔΟΕ καταγράφηκαν ως Διεθνής Οικονομικός Ελεγχος.
Η έκρηξη του δανεισμού
Η τέταρτη μεγάλη χρεοκοπία στην ιστορία του ελληνικού κράτους είναι η πτώχευση του 1932. Ορισμένοι θεωρούν αυτή την πτώχευση δημιούργημα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης του 1929. Τα στοιχεία άλλο μαρτυρούν. Στο διάστημα 1922-1932 παρουσιάζεται στην Ελλάδα τεράστια εισβολή ξένων κεφαλαίων, σχεδόν διπλάσια απ' αυτήν που είχαμε την εποχή του Τρικούπη.
Το εξωτερικό χρέος της χώρας έφτανε τα 1.022 εκατομμύρια χρυσά φράγκα, ενώ το εσωτερικό ήταν 144 εκατομμύρια χρυσά φράγκα. Το 67,42% του εξωτερικού χρέους ήταν αγγλικά κεφάλαια, το 9,88% ήταν κεφάλαια των ΗΠΑ, το 7,52% ήταν γαλλικά κεφάλαια, το 5,40% σουηδικά, το 3,44% βελγικά, το 1,7% γερμανικά και το 1,65% ιταλικά. Επίσης, ένα ποσό 108 εκατομμυρίων δολαρίων (περίπου το 20% του συνολικού εξωτερικού χρέους) ήταν χρεόγραφα, οι κάτοχοι των οποίων ζούσαν στην Ελλάδα.
Πώς εξηγείται αυτή η έκρηξη δανεισμού; Προ του 1922 είχαμε τη συμμετοχή της Ελλάδας στους Βαλκανικούς πολέμους, στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην ουκρανική εκστρατεία με στόχο τη συντριβή της Οκτωβριανής Επανάστασης, στη μικρασιατική εκστρατεία που κατέληξε σε καταστροφή, με στόχο να εξασφαλιστούν τα συμφέροντα των Αγγλογάλλων στη Μέση Ανατολή και στις πλουτοπαραγωγικές της πηγές. Το αποτέλεσμα ήταν η χώρα να φτάσει στην πλήρη εξαθλίωση, με εκατομμύρια πεινασμένους, ανάπηρους και πρόσφυγες. Εκεί ακριβώς οικοδομήθηκαν οι προϋποθέσεις της εκτόξευσης του χρέους και η χρεοκοπία του 1932. Η χρεοκοπία του ’32 οδήγησε στη μεταξική δικτατορία.
Αντί επιλόγου
Το χρέος και οι χρεοκοπίες στη νεότερη και σύγχρονη ελληνική Ιστορία στοίχισαν πάντοτε πανάκριβα στον ελληνικό λαό. Απομύζησαν τον πλούτο που παρήγε. Οδήγησαν στη λεηλασία του φυσικού πλούτου της χώρας, στην εκμετάλλευση προς όφελος των δανειστών όλων των πλεονεκτημάτων της. Εφεραν πολιτικές και κοινωνικές τραγωδίες. Παρ' όλα αυτά η χώρα συνέχισε να δανείζεται αδιαλείπτως και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με αποτέλεσμα να φτάσει στη σημερινή κατάσταση. Οι αιτίες ήταν ίδιες, όπως και στο παρελθόν.
Η ιστορία του χρέους και των χρεοκοπιών φανερώνει πως ουδέποτε οι δανειστές μπόρεσαν να εξευμενιστούν, να συνετιστούν ή να υπολογίσουν τις τραγωδίες του ελληνικού λαού. Μέθοδος συνεννόησης μαζί τους ή εξευμενισμού τους δεν υπάρχει. Η Ιστορία φανερώνει πως η σχέση με τους δανειστές ήταν πάντοτε αυστηρώς διλημματική: ή υποταγή σ’ αυτούς και στα συμφέροντά τους ή σύγκρουση.
Σήμερα η Ελλάδα βρίσκεται και πάλι στο ίδιο σταυροδρόμι. Ή θα υποταχθεί μετατρέποντας τον λαό της σε υποζύγιο των δανειστών ή θα συγκρουστεί μαζί τους με όποιο κόστος. Ο ραγιαδισμός, πάντως, ουδέποτε έφερε θετικό αποτέλεσμα.