Το βιβλίο μας για τον Σύγχρονο Κοινοτισμό αναφέρεται κυρίως στην ανάδυση του κοινοτικού πνεύματος στις σύγχρονες συνθήκες.
Σαν ιδεολογικο-πολιτικό ρεύμα ξεκινά όμως ο Κοινοτισμός από πιο παλιά, από την εποχή που ο καπιταλισμός δεν ήταν κυρίαρχο ακόμα κοινωνικό σύστημα.
Το ίδιο το κοινοτικό πνεύμα ξεκινά από την απαρχή της ανθρώπινης ιστορίας. Μαζί με την αντίληψη για τη «μάνα θεά φύση», κυριάρχησε και η αντίληψη για τη «μάνα κοινότητα». Στη βάση αυτών των δύο βασικών αντιλήψεων για τις δύο «μαμάδες» ενηλικιώθηκε ο άνθρωπος σαν όν και είδος, περνώντας από τις πρωτόγονες εξισωτικές κοινωνίες στις πιο σύνθετες, στις οποίες υπήρξαν διαφοροποιήσεις, λόγω της ανισοκατανομής της εξουσίας.
Το δίλημμα γύρω από το οποίο διεξάγεται σήμερα η συζήτηση είναι αν ο άνθρωπος διαμορφώνεται κύρια από τη βιολογία του ή την κοινωνικοποίησή του και την οικογεωγραφία του
Υπάρχει το αξίωμα της «ιδιοτέλειας»: ο κινητήρας της κοινωνικής ζωής του ανθρώπου να αποκτήσει πλεονέκτημα έναντι των άλλων, είναι κληρονομημένο από πάντα στο ανθρώπινο DNA. Από φυσικού του ο άνθρωπος «είναι όπως είναι» και δεν είναι και κοινωνική κατασκευή. Οι νεοφιλελεύθεροι μάλιστα το πήγαν παραπέρα: επειδή ο σημερινός κυρίαρχος ανθρωπολογικός τύπος είναι από τη φύση του και από πάντα έτσι, το ανταγωνιστικό καπιταλιστικό σύστημα της αγοράς του ταιριάζει περισσότερο και δεν μπορούμε να δημιουργήσουμε κάτι καλύτερο, γι αυτό και έχει έλθει το «τέλος της ιστορίας και της πολιτικής».
Το λάθος αυτό ξεκίνησε με τον Δαρβίνο στην Καταγωγή των Ειδών(1859) με την έκφραση: υπάρχει αγώνας για την ύπαρξη και επιβίωση του ισχυρότερου.
Σε αυτό στηρίχθηκε ο Κοινωνικός Δαρβινισμός για να υποστηρίξει: είναι φυσικό φαινόμενο να επικρατεί ο ισχυτότερος, ο εξυπνότερος κ.λπ. Μετέφρασε τους ασαφείς όρους του Δαρβίνου σε « αγώνα όλων εναντίον όλων», όπως το έκανε ο Χομπς.
Την ίδια εποχή όμως ο Κροπότκιν κατάγγειλε την εκμετάλλευση αυτών των «σκοτεινών» όρων από τους κοινωνικούς δαρβινιστές και αναρωτιόταν: γιατί να μεταφράζεται ο αγώνας για την ύπαρξη σε αγώνα όλων εναντίον όλων και όχι στον αγώνα στα πλαίσια δυσμενών φυσικών συνθηκών επιβίωσης και ότι κερδιζόταν όχι στρεφόμενος ο ένας εναντίον του άλλου, αλλά αντίθετα συνεργαζόμενος με τους άλλους; (το βίωσε ο ίδιος στις δύσκολες συνθήκες στη Σιβηρία).
Η εξελικτική ανθρωπολογία σήμερα αποδείχνει με μοντέρνα πειράματα ότι ο άνθρωπος μπορεί να μη γεννιέται εγωιστής, αλλά να φτιάχνεται. Η επιγενετική υποστηρίζει ότι στη διαμόρφωση του χαρακτήρα και των ιδιαιτεροτήτων των ανθρώπων συμβάλουν και η βιολογία (γονίδια) και το περιβάλλον (δηλαδή η εκπαίδευση και η κοινωνικοποίηση) μαζί. Οι εξελικτικοί βιολόγοι στο Max-Planck-Institut της Λειψίας δειχνουν σε πειράματα με παιδιά 18 μηνών ότι τα παιδιά βοηθούν το ένα το άλλο ανιδιοτελώς, ανεξάρτητα ανταμοιβής, ακόμα και όταν υπάρχουν δυσκολίες.
Οι κοινοτιστές αυτό ακριβώς υποστηρίζουν: Ο Κοινοτισμός υπαγορεύεται και από τη βιολογία του ανθρώπινου είδους, σαν λογικού όντος, που έβλεπε πάντα τα πλεονεκτήματα του «συνυπάρχειν», «συμβιώνειν», «συμπράτειν» και «συναποφασίζειν». Είναι μύθος ότι ο άνθρωπος είναι από τη φύση του ανταγωνιστικός, ατομικιστής και ιδιοτελής. Απλά αυτή η εικόνα για τον εαυτό του ταιριάζει στο κυρίαρχο χαρακτηριστικό της καπιταλιστικής κοινωνίας, η οποία τον διαμορφώνει «κατ` εικόνα και καθ` ομοίωσή της». Η αλήθεια είναι ότι από τη φύση του έχει την ανάγκη να αγαπηθεί, να συνδεθεί με τους άλλους, να θωρείται και να αναγνωρίζεται από τους διπλανούς του, να είναι αποδεκτός για αυτό που είναι. Όταν ικανοποιεί αυτές του τις ανάγκες στο πλαίσιο της κοινότητάς του-σε μια κοινότητα π.χ. 50 ατόμων οι σχέσεις που προκύπτουν μόνο ανά δυο είναι 1225 και αυτός είναι ο πλούτος των σχεσιακών αγαθών, των ανθρώπινων σχέσεων- τότε εξελίσσεται σε συμπονετικό, συμπάσχοντα και συντροφικό πρόσωπο-ολόπλευρα αναπτυγμένο και όχι μονοδιάστατο οικονομικό άτομο-που τρέφει συμπάθεια και κατανόηση για τους άλλους. Αποκτά κοινοτικά και όχι ανταγωνιστικά χαρακτηριστικά, αποκτά κοινοτική συνείδηση.
Σαν ιδεολογικο-πολιτικό ρεύμα ξεκινά όμως ο Κοινοτισμός από πιο παλιά, από την εποχή που ο καπιταλισμός δεν ήταν κυρίαρχο ακόμα κοινωνικό σύστημα.
Το ίδιο το κοινοτικό πνεύμα ξεκινά από την απαρχή της ανθρώπινης ιστορίας. Μαζί με την αντίληψη για τη «μάνα θεά φύση», κυριάρχησε και η αντίληψη για τη «μάνα κοινότητα». Στη βάση αυτών των δύο βασικών αντιλήψεων για τις δύο «μαμάδες» ενηλικιώθηκε ο άνθρωπος σαν όν και είδος, περνώντας από τις πρωτόγονες εξισωτικές κοινωνίες στις πιο σύνθετες, στις οποίες υπήρξαν διαφοροποιήσεις, λόγω της ανισοκατανομής της εξουσίας.
Το δίλημμα γύρω από το οποίο διεξάγεται σήμερα η συζήτηση είναι αν ο άνθρωπος διαμορφώνεται κύρια από τη βιολογία του ή την κοινωνικοποίησή του και την οικογεωγραφία του
Υπάρχει το αξίωμα της «ιδιοτέλειας»: ο κινητήρας της κοινωνικής ζωής του ανθρώπου να αποκτήσει πλεονέκτημα έναντι των άλλων, είναι κληρονομημένο από πάντα στο ανθρώπινο DNA. Από φυσικού του ο άνθρωπος «είναι όπως είναι» και δεν είναι και κοινωνική κατασκευή. Οι νεοφιλελεύθεροι μάλιστα το πήγαν παραπέρα: επειδή ο σημερινός κυρίαρχος ανθρωπολογικός τύπος είναι από τη φύση του και από πάντα έτσι, το ανταγωνιστικό καπιταλιστικό σύστημα της αγοράς του ταιριάζει περισσότερο και δεν μπορούμε να δημιουργήσουμε κάτι καλύτερο, γι αυτό και έχει έλθει το «τέλος της ιστορίας και της πολιτικής».
Το λάθος αυτό ξεκίνησε με τον Δαρβίνο στην Καταγωγή των Ειδών(1859) με την έκφραση: υπάρχει αγώνας για την ύπαρξη και επιβίωση του ισχυρότερου.
Σε αυτό στηρίχθηκε ο Κοινωνικός Δαρβινισμός για να υποστηρίξει: είναι φυσικό φαινόμενο να επικρατεί ο ισχυτότερος, ο εξυπνότερος κ.λπ. Μετέφρασε τους ασαφείς όρους του Δαρβίνου σε « αγώνα όλων εναντίον όλων», όπως το έκανε ο Χομπς.
Την ίδια εποχή όμως ο Κροπότκιν κατάγγειλε την εκμετάλλευση αυτών των «σκοτεινών» όρων από τους κοινωνικούς δαρβινιστές και αναρωτιόταν: γιατί να μεταφράζεται ο αγώνας για την ύπαρξη σε αγώνα όλων εναντίον όλων και όχι στον αγώνα στα πλαίσια δυσμενών φυσικών συνθηκών επιβίωσης και ότι κερδιζόταν όχι στρεφόμενος ο ένας εναντίον του άλλου, αλλά αντίθετα συνεργαζόμενος με τους άλλους; (το βίωσε ο ίδιος στις δύσκολες συνθήκες στη Σιβηρία).
Η εξελικτική ανθρωπολογία σήμερα αποδείχνει με μοντέρνα πειράματα ότι ο άνθρωπος μπορεί να μη γεννιέται εγωιστής, αλλά να φτιάχνεται. Η επιγενετική υποστηρίζει ότι στη διαμόρφωση του χαρακτήρα και των ιδιαιτεροτήτων των ανθρώπων συμβάλουν και η βιολογία (γονίδια) και το περιβάλλον (δηλαδή η εκπαίδευση και η κοινωνικοποίηση) μαζί. Οι εξελικτικοί βιολόγοι στο Max-Planck-Institut της Λειψίας δειχνουν σε πειράματα με παιδιά 18 μηνών ότι τα παιδιά βοηθούν το ένα το άλλο ανιδιοτελώς, ανεξάρτητα ανταμοιβής, ακόμα και όταν υπάρχουν δυσκολίες.
Οι κοινοτιστές αυτό ακριβώς υποστηρίζουν: Ο Κοινοτισμός υπαγορεύεται και από τη βιολογία του ανθρώπινου είδους, σαν λογικού όντος, που έβλεπε πάντα τα πλεονεκτήματα του «συνυπάρχειν», «συμβιώνειν», «συμπράτειν» και «συναποφασίζειν». Είναι μύθος ότι ο άνθρωπος είναι από τη φύση του ανταγωνιστικός, ατομικιστής και ιδιοτελής. Απλά αυτή η εικόνα για τον εαυτό του ταιριάζει στο κυρίαρχο χαρακτηριστικό της καπιταλιστικής κοινωνίας, η οποία τον διαμορφώνει «κατ` εικόνα και καθ` ομοίωσή της». Η αλήθεια είναι ότι από τη φύση του έχει την ανάγκη να αγαπηθεί, να συνδεθεί με τους άλλους, να θωρείται και να αναγνωρίζεται από τους διπλανούς του, να είναι αποδεκτός για αυτό που είναι. Όταν ικανοποιεί αυτές του τις ανάγκες στο πλαίσιο της κοινότητάς του-σε μια κοινότητα π.χ. 50 ατόμων οι σχέσεις που προκύπτουν μόνο ανά δυο είναι 1225 και αυτός είναι ο πλούτος των σχεσιακών αγαθών, των ανθρώπινων σχέσεων- τότε εξελίσσεται σε συμπονετικό, συμπάσχοντα και συντροφικό πρόσωπο-ολόπλευρα αναπτυγμένο και όχι μονοδιάστατο οικονομικό άτομο-που τρέφει συμπάθεια και κατανόηση για τους άλλους. Αποκτά κοινοτικά και όχι ανταγωνιστικά χαρακτηριστικά, αποκτά κοινοτική συνείδηση.