Στο άρθρο μου «Θέσεις για τον ελευθεριακό κοινοτισμό" έκφρασα την άποψη ότι, μαζί με οποιαδήποτε αντικουλτούρα που υπάρχει παράλληλα με την κυρίαρχη κουλτούρα, θα πρέπει επίσης να αναπτυχθούν αντι-θεσμοί απέναντι των επικρατούντων υφιστάμενων θεσμών, έτσι ώστε να μπορεί να συσταθεί μία δύναμη εξουσίας, αποκεντρωμένη, ομοσπονδιακή και προερχόμενη από τους πολίτες του δήμου, η οποία θα αποκτήσει τον έλεγχο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, τον οποίο έλεγχο εξακολουθεί προς το παρόν να κρατά για τον εαυτό του το συγκεντρωτικό, γραφειοκρατικό εθνικό κράτος.
Για ένα μεγάλο μέρος του 19ου και σχεδόν το μισό του 20ου αιώνα, οι ριζοσπαστικές ιδεολογίες είχαν βάση τα εργοστάσια, που ήταν επί μακρόν το κέντρο μιας προερχόμενης από το λαό εξουσίας. Εκεί έλαβαν χώρα οι αγώνες μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου. Η αντιμετώπιση του εργοστασίου σαν τόπου όπου έμπαινε το ζήτημα της εξουσίας, βασιζόταν στην άποψη ότι η βιομηχανική εργατική τάξη ήταν η ηγεμονική εκπρόσωπος για μια ριζική κοινωνική αλλαγή και ότι ήταν αυτή που θα «ανέτρεπε» τον καπιταλισμό, "οδηγημένη" από τα δικά της ταξικά συμφέροντα- για να χρησιμοποιήσω τη γλώσσα του ριζοσπαστισμού εκείνης της εποχής- ως επί το πλείστον μέσα από τις ένοπλες εξεγέρσεις και τις επαναστατικές γενικές απεργίες. Στη συνέχεια, θα δημιουργούσε το δικό της σύστημα κοινωνικής διοίκησης - είτε με τη μορφή ενός εργατικού κράτους (Μαρξισμός) ή με τη μορφή των ομοσπονδιακών εργοστασιακών συμβουλίων (αναρχο-συνδικαλισμός).
Κοιτάζοντας σήμερα προς τα πίσω στην ιστορία, μπορεί να καταλάβει ότι ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος του 1936-1939, ήταν η τελευταία ιστορική προσπάθεια μιας κατά τα φαινόμενα επαναστατικής ευρωπαϊκής εργατικής τάξης, να ακολουθήσει αυτό το μοντέλο. Στα 50 χρόνια που έχουν περάσει από τότε (σχεδόν μέχρι το μήνα που γράφεται αυτό το κείμενο)[1], έχει καταστεί προφανές ότι το μεγάλο επαναστατικό κύμα στα τέλη της δεκαετίας του τριάντα, αποτελεί ταυτόχρονα τη κορύφωση και το τέλος της εποχής του προλεταριακού σοσιαλισμού και του αναρχισμού. Μια εποχή που εκτείνεται προς τα πίσω μέχρι τις πρώτες εξεγέρσεις των εργαζομένων της ιστορίας: για παράδειγμα, την εξέγερση των τεχνιτών και εργατών της Παρισινής Κομμούνας, τον Ιούνιο του 1848, όπου στήθηκαν οδοφράγματα στη γαλλική πρωτεύουσα κάτω από τις κόκκινες σημαίες. Στα επόμενα χρόνια, ιδιαίτερα μετά το 1930, απέτυχαν οι περιορισμένες προσπάθειες για να επαναληφθεί αυτό το μοντέλο της προλεταριακής επανάστασης (Ουγγαρία, Τσεχοσλοβακία, Ανατολική Γερμανία και Πολωνία). Στην πραγματικότητα εξαφανίσθηκαν οι τραγικοί ήχοι αυτών των εξαιρετικών κινήτρων για το Κίνημα , τα ιδανικά και οι προσπάθειες στα βιβλία της ιστορίας.
Εκτός από τα αντάρτικα κινήματα των αγροτών στον τρίτο κόσμο, κανείς δεν παίρνει στα σοβαρά, εκτός από ορισμένες δογματικές σέχτες, τα μοντέλα του Ιουνίου του 1848, της Παρισινής Κομμούνας του 1871, της Ρωσικής Επανάστασης του 1917 και της Ισπανικής Επανάστασης του 1936. Οι λόγοι γι 'αυτό βρίσκονται εν μέρει στο γεγονός, ότι ο τύπος της εργατικής τάξης, που διεξήγε αυτές τις επαναστάσεις, σχεδόν έχει εξαφανιστεί εντελώς από την τεχνολογική και κοινωνική αλλαγή, αλλά επίσης εν μέρει στο γεγονός ότι τα όπλα και τα οδοφράγματα που εξασφάλιζαν κάποια ελάχιστη δύναμη στις επαναστάσεις αυτές, σε σχέση με την τεράστια στρατιωτική μηχανή των σημερινών εθνών-κρατών, έχουν μόνο συμβολικό χαρακτήρα.
Ωστόσο, υπάρχει και μια άλλη παράδοση, που ήταν για μεγάλο χρονικό διάστημα μέρος του ευρωπαϊκού και του αμερικάνικου ριζοσπαστισμού: η διαμόρφωση μιας ελευθεριακής κοινοτικής-δημοτικής πολιτικής. Μιας νέας πολιτικής, η οποία συστάθηκε στις μικρές πόλεις, στις γειτονιές και τις μεγαλουπόλεις και συμπεριέλαβε δημοτικές –κοινοτικές συνελεύσεις. Μια ελεύθερη ομοσπονδία τοπικών, περιφερειακών και τελικά ηπειρωτικών δικτύων. Αυτό το μοντέλο, το οποίο αναπτύχθηκε περαιτέρω εδώ και έναν αιώνα, μεταξύ άλλων, από τον Προυντόν, Μπακούνιν και Κροπότκιν, εκφράζει κάτι περισσότερο από μια ιδεολογική παράδοση: εμφανίστηκε επανειλημμένα ως μια αξιόπιστη και συνηθισμένη πρακτική μεταξύ των κοινοτιστών στην Ισπανία τον 16ο αιώνα, στο κίνημα των συνελεύσεων στις αμερικάνικες πόλεις, το οποίο επεκτάθηκε στη δεκαετία του 1770 από τη Νέα Αγγλία μέχρι το Τσάρλεστον, στις συνελεύσεις των συνοικιώ ν του Παρισιού στις αρχές του 1790 και κατ 'επανάληψη στο διάστημα μεταξύ της Παρισινής Κομμούνας του 1871 και του Κινήματος των πολιτών της Μαδρίτης στη δεκαετία του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970.
Ο ελευθεριακός κοινοτισμός-κομμουναλισμός έρχεται, σχεδόν ακατανίκητος, ξανά και ξανά ως ένα κίνημα από τα κάτω, κάθε φορά που οι άνθρωποι θέλουν να αλλάξει κάτι – ανεξάρτητα από όλες τις ριζοσπαστικές θεωρίες που βασίζονται στο προλεταριάτο - όπως για παράδειγμα με τον «κοινοτικό σοσιαλισμό», προς τον οποίο στρέφονται οι άνθρωποι στην Αγγλία σήμερα , τις ριζοσπαστικές κοινοτικές ή δημοτικές οργανώσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες και στα εκτεταμένα αστικά κινήματα σε όλη τη Δυτική Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική γενικότερα.
Αυτά τα κινήματα δεν βασίζονται πλέον στα συνήθη θεμελιώδη ταξικά θέματα, που προήλθαν από τα εργοστάσια, αλλά σε συνολικά, εξελιγμένα ζητήματα, τα οποία κυμαίνονται από τα περιβαλλοντικά προβλήματα, τα προβλήματα της ανάπτυξης, της στέγης και φθάνουν μέχρι και τα προβλήματα της μέριμνας - προβλήματα που κινητοποιούν όλες τις κοινότητες στον κόσμο. Υπερβαίνουν τα παραδοσιακά ταξικά όρια και να φέρνουν -στα συμβούλια, στις συνελεύσεις και στις πρωτοβουλίες πολιτών- συνήθως ανθρώπους σε επαφή, ανεξάρτητα από το επάγγελμα και οικονομικά τους συμφέροντα.
Έχουν πετύχει κάτι που ο παραδοσιακός προλεταριακός σοσιαλισμός και αναρχισμός ποτέ δεν κατάφεραν: Φέρνουν μαζί ανθρώπους τόσο από τη μεσαία τάξη όσο και από την εργατική τάξη, από αγροτικούς όσο και από αστικούς πληθυσμούς, ειδικευμένα όσο και ανειδίκευτα άτομα, ακόμα συντηρητικούς και φιλελεύθερους ανθρώπους όσο και ριζοσπαστικές παραδόσεις στις κοινές κινήσεις μαζί, έτσι ώστε να μπορεί πραγματικά να μιλήσει κανείς για τη δυνατότητα ενός αληθινού λαϊκού κινήματος και όχι απλά για ένα ταξικά προσανατολισμένο κίνημα, στο οποίο οι βιομηχανικοί εργάτες εξακολουθούν να αποτελούν μόνο μια μειοψηφία του πληθυσμού. Σε αυτό το είδος κινήματος αποκαθίσταται εμμέσως η πραγματικότητα του «λαού», πάνω στην οποία βασίζονταν ιδεολογικά οι μεγάλες δημοκρατικές επαναστάσεις, μέχρι που χωρίσθηκαν σε τάξεις και ομάδες συμφερόντων.
Η ιστορία δείχνει πραγματικά ότι στον κόσμο σήμερα αναβιώνει αυτό, που κάποτε ήταν ένα προσωρινό και εφήμερο ιδανικό του Διαφωτισμού και από το οποίο προήλθαν οι αμερικανικές και γαλλικές επαναστάσεις του 18ου αιώνα. Για πρώτη φορά είναι εφικτή η ιδέα, να προχωρήσει σε μια σημαντική κοινωνική αλλαγή, η πλειοψηφία και όχι μόνο κινήματα των μειονοτήτων, τα οποία υπήρχαν κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων του προλεταριακού σοσιαλισμού και του αναρχισμού.
Ριζοσπάστες ιδεολόγοι έχουν την τάση να εξετάζουν αυτά τα ασυνήθιστα κοινοτικά κινήματα με σκεπτικισμό και να προσπαθούν, όταν είναι δυνατόν, να τα αναλύσουν και να τα κατατάξουν με βάση τα παραδοσιακά ταξικά προγράμματα. Το κίνημα πολιτών της Μαδρίτης της δεκαετίας του 1960 σχεδόν καταστράφηκε από ριζοσπάστες όλων των τομέων του πολιτικού φάσματος, επειδή προσπάθησαν να επηρεάσουν ένα σωστό, πολύ διευρυμένο και διαδεδομένο κοινοτικό εγχείρημα, το οποίο επρόκειτο να εκδημοκρατίσει την Ισπανία και να δώσει μια νέα συνεργατική και ηθική σημασία στην ανθρώπινη τοπική κοινότητα. Το κίνημα πολιτών της Μαδρίτης έγινε ένα πεδίο παρέμβασης για την ενίσχυση των πολιτικών φιλοδοξιών των σοσιαλιστών, κομμουνιστών και άλλων μαρξιστικών-λενινιστικών ομάδων, μέχρι που υπονομεύθηκε σχεδόν εντελώς από τα συμφέροντα των κομμάτων τους.
Αυτά τα κινήματα του ελευθεριακού κοινοτισμού αντιπροσωπεύουν σήμερα τη μόνη δυνατή εναλλακτική λύση στο έθνος-κράτος και, επομένως, αποτελούν ένα σημαντικό τομέα για τη διαμόρφωση του ενεργού πολίτη και μιας νέας μορφής πολιτικής, η οποία είναι κοντά στους ανθρώπους και προσωπική και πραγματικά πηγάζει από τους πολίτες. Αυτή η νέα μορφή της πολιτική δεν θα πρέπει να εξεταστεί και πάλι σε αυτό το σημείο, επειδή υπάρχουν ήδη άλλα γραπτά του συγγραφέα σχετικά με το θέμα. Όσον αφορά στο παρόν ωστόσο, είναι απαραίτητο να μπει ένα πολύ σημαντικό ερώτημα: Είναι ο ελευθεριακός κοινοτισμός απλώς ένα πολιτικό "μοντέλο", με την γενικότερη έννοια του όρου «πολιτική», ή συμπεριλαμβάνει και την οικονομική ζωή;
Το γεγονός ότι η κατεύθυνση του ελευθεριακού κοινοτισμού είναι ασυμβίβαστη με την «εθνικοποίηση της οικονομίας», η οποία ενισχύει μόνο την εξουσία του έθνους-κράτους στην οικονομική δύναμη, είναι πολύ προφανές για να αμφισβητηθεί. Ούτε μπορεί η λέξη «ελευθεριακός», όπως συμβαίνει με τους υπερ-φιλελεύθερους υποστηρικτές της ελεύθερης αγοράς (για παράδειγμα, οι οπαδοί του Ayn Rand και άλλοι), να χρησιμοποιηθεί για να δικαιολογήσει την ατομική ιδιοκτησία και μια "ελεύθερη αγορά". Ο Μαρξ από τη μεριά του έδειξε σαφώς ότι η ελεύθερη αγορά κατ 'ανάγκην προάγει την ολιγαρχική και μονοπωλιακή αγορά με τις επιχειρηματικές μηχανορραφίες, η οποία από όλες τις απόψεις είναι συγκρίσιμη με τον έλεγχο του κράτους και τελικά το πλησιάζει.
Αλλά τι γίνεται με το συνδικαλιστικό ιδεώδες των «κολεκτιβίστικων" αυτοδιαχειριζόμενων επιχειρήσεων, οι οποίες συντονίζονται μέσω επαγγελματικών συγχωνεύσεων σε εθνικό και μέσω «κολεκτίβων» σε τοπικό επίπεδο; Σε αυτό το σημείο ισχύει η παραδοσιακή σοσιαλιστική κριτική σε αυτής της μορφής τη συνδικαλιστική οικονομική δραστηριότητα: Ο βιομηχανικός ή ιδιώτης καπιταλιστής, είτε ελέγχεται από τους εργαζομένους είτε όχι, κατά ειρωνεία της τύχης ανήκει σε μια μέθοδο διαχείρισης, που σήμερα μέσω της «δημοκρατίας στους χώρους εργασίας" και της "συμμετοχής των εργαζομένων ", είναι πολύ στη μόδα και δεν αποτελεί απειλή για την ατομική ιδιοκτησία και τον καπιταλισμό. Οι ισπανικές επίσης αναρχοσυνδικαλιστικές κολεκτίβες του 1936-1937 ήταν υπό τον έλεγχο των συνδικάτων και αποδείχθηκε ότι ήταν πολύ επιρρεπή στον συγκεντρωτισμό και την γραφειοκρατικοποίηση, η οποία συνέβη σε πολλές καλοπροαίρετες επιχειρήσεις μετά από ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. Στα μέσα του 1937 οι εργαζόμενοι είχαν ήδη χάσει τον έλεγχο της παραγωγής από τα συνδικάτα, παρά τις αντίθετες αιτιάσεις των υπέρμαχων της CNT. Υπό την πίεση των αναρχικών Υπουργών της καταλάνικης κυβέρνησης, όπως ο [Diego] Abad de Santillan, προσέγγισαν την εθνικοποιημένη οικονομία, η οποία υπερασπίστηκε από τα μαρξιστικά στοιχεία στην ισπανική αριστερά.
Όπως και να είναι, οικονομική δημοκρατία δεν σημαίνει μόνο «δημοκρατία στο χώρο εργασίας" και "συμμετοχή των εργαζομένων". Πολλοί εργαζόμενοι, αν θα μπορούσαν, μάλλον θα γύριζαν τις πλάτες στις επιχειρήσεις τους και θα ακολουθούσαν μια πιο δημιουργική, χειρωνακτική εργασία, από το να συμμετέχουν μόνο στο "σχεδιασμό" της δικής τους δυστυχίας. Οικονομική δημοκρατία σημαίνει στην βαθύτερή της έννοια την ελεύθερη, δημοκρατική πρόσβαση σε όλους τους ζωτικούς πόρους και ως εκ τούτου αποτελεί το αντιστάθμισμα της πολιτικής δημοκρατίας, η οποία εγγυάται την ελευθερία από τις υλικές ανάγκες. Το να θεωρήσει κανείς εκ νέου την οικονομική δημοκρατία ως "κατοχή εργατικού δυναμικού» και «δημοκρατία στο χώρο εργασίας" είναι μια νέα πανουργία της αστικής τάξης, στην οποία συμμετέχουν ασυνείδητα πολλοί ριζοσπάστες. Αυτό οδηγεί τόσο μακριά, που η οικονομική δημοκρατία δεν σημαίνει πλέον ελευθερία από την τυραννία των επιχειρήσεων, εξορθολογισμό της εργασίας και πλάνο παραγωγής , αλλά τη συμμετοχή των εργαζομένων στα κέρδη και τη διαχείριση, η οποία είναι συνήθως εκμεταλλευτική παραγωγή με τη συμμετοχή των εργαζομένων.
Ο ελευθεριακός κοινοτισμός αντιπροσωπεύει μια σημαντική πρόοδο σε σχέση με όλα αυτά τα σχέδια, μιλώντας για κοινοτικοποίηση και για διαχείριση της οικονομίας από τους δήμους, σαν μέρος μιας πολιτικής της δημόσιας αυτοδιοίκησης των πολιτών. Ενώ οι συνδικαλιστικές εναλλακτικές επαναϊδιωτικοποιούν (reprivatise) την οικονομία σε αυτοδιοικούμενες κολεκτίβες και έτσι ανοίγουν το δρόμο για τη διάσπασή της σε παραδοσιακές μορφές ατομικής ιδιοκτησίας, είτε πρόκειται για συλλογική κατοχή είτε όχι, ο ελευθεριακός κοινοτισμός πολιτικοποιεί την οικονομία και τη μετατρέπει σε κοινή δημοτική περιουσία. Ούτε οι επιχειρήσεις, ούτε η γεωργία θεωρούνται ως ξεχωριστά ζητήματα εντός της τοπικής κοινότητας. Ακόμα λιγότερο μπορούν να διαχωρίσουν την επαγγελματική τους ταυτότητα από τα γενικά συμφέροντα των πολιτών της κοινότητας οι εργάτες, αγρότες, τεχνίτες, μηχανικοί, ειδικευμένοι εργάτες κ.λπ. Η ιδιοκτησία, σαν υλικό βασικό στοιχείο του ελευθεριακού θεσμικού πλαισίου, έχει ενσωματωθεί ως μέρος ενός μεγαλύτερου συνόλου στην κοινότητακαι ελέγχεται από την κοινωνία των πολιτών μέσω των συνελεύσεων, όπου οι άνθρωποι συμμετέχουν ως πολίτες και όχι ως εκπρόσωποι μιας επαγγελματικής ομάδας.
Η αντίθεση ανάμεσα στην πόλη και την ύπαιθρο είναι επίσης μεγάλης σημασίας και ένα ουσιαστικό μέρος της ριζοσπαστικής θεωρίας καθώς και της κοινωνικής ιστορίας. Η αντίθεση μεταξύ της πόλης και της υπαίθρου ακυρώνεται σε δήμους, σαν τις παραδοσιακές διοικητικές μονάδες στη Νέα Αγγλία("Townships"), στους οποίους μια πόλη λειτουργεί σαν πυρήνας της γεωργικής περιοχής και των χωριών που την περιβάλλουν, όταν αυτό δεν αποκλείεται. Ένας δήμος είναι στην πραγματικότητα μια μικρή περιοχή μέσα σε μεγαλύτερες περιοχές, όπως η «Περιφέρεια» και η «βιο-περιφέρεια".
Η έννοια της κοινοτικοποίησης της οικονομίας που περιγράφεται, πρέπει να διακρίνεται από την εθνικοποίηση καθώς και την κοινωνικοποίηση - η πρώτη οδηγεί σε γραφειοκρατικό και ιεραρχικό έλεγχο και η τελευταία στην πιθανή εμφάνιση μιας ιδιωτικοποιημένης οικονομίας σε μια κολεκτιβιστική μορφή και την διατήρηση των τάξεων ή των καστών. Η κοινοτικοποίηση επιδρά έτσι, ώστε στην πραγματικότητα η οικονομία από μια ιδιωτική ή ατομική επιρροή να περνά στην επιρροή μιας δημόσιας σφαίρας, όπου η οικονομική πολιτική διαμορφώνεται από την κοινωνία ως σύνολο - ιδίως, επειδή οι πολίτες εργάζονται πρόσωπο με πρόσωπο για την επίτευξη των γενικών ανθρωπίνων συμφερόντων και συνεπώς, ξεπερνιούνται τα ιδιαίτερα επαγγελματικά συμφέροντα. Με αυτόν τον τρόπο η οικονομία παύει να είναι απλώς μια οικονομία με την κυριολεκτική έννοια του όρου - είτε πρόκειται για εμπορικό κατάστημα, είτε για λαϊκή αγορά, καπιταλιστική ή ελεγχόμενη από εργαζόμενους επιχείρηση. Γίνεται μια πραγματική πολιτική οικονομία, μια οικονομία της Polis (πόλεως με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου, του δήμου). Με αυτή την έννοια, η οικονομία γίνεται πραγματικά κοινοτικοποιημένη και πολιτικοποιημένη. Η Κομμούνα, πιο συγκεκριμένα, το σώμα των πολιτών στη δημοτική συνέλευση, την ενσωματώνει ως μια πτυχή των δημόσιων υποθέσεων και έτσι αποτρέπει το ενδεχόμενο ιδιωτικοποίησης της οικονομίας για ιδιοτελείς οικονομικές δραστηριότητες.
Αλλά τι μπορεί να προφυλάξει την κοινοτικοποίηση ενός δήμου, από το να γίνει μια κλειστή πόλη-κράτος του είδους, όπως συνέβη στα τέλη του Μεσαίωνα; Όποιος αναμένει σε αυτό το σημείο εγγυημένες λύσεις αυτού του προβλήματος, δεν θα βρει, εκτός από τον καθοδηγητικό ρόλο της συνείδησης και της ηθικής των διανθρώπινων σχέσεων. Αν όμως κάποιος υποπτεύεται αντιθετικές τάσεις, τότε υπάρχει μια πολύ θεωρητική απάντηση. Ο πιο σημαντικός παράγοντας που οδήγησε στην ύστερη μεσαιωνική πόλη-κράτος, ήταν η εσωτερική ιεραρχική υποδιαίρεσή της. Αυτή δεν ήταν μόνο αποτέλεσμα των διαφορών στον πλούτο, αλλά και της κοινωνικής θέσης, που είχε την προέλευσή της εν μέρει στην καταγωγή, αλλά επίσης και των επαγγελματικών διαφορών. Έτσι, καθώς η πόλη έχασε τη συλλογική ενότητα, μοιράσθηκαν επίσης και οι υποθέσεις της σε ιδιωτικές και δημόσιες επιχειρήσεις, ακόμη και η ίδια η δημόσια ζωή ως τέτοια ιδιωτικοποιήθηκε και χωρίσθηκαν σε "μπλε νύχια" ή πληβείους, που έβαφαν τα υφάσματα σε πόλεις όπως η Φλωρεντία και στο αλαζονικό στρώμα των τεχνιτών , οι οποίοι κατασκεύαζαν τα υψηλής ποιότητας προϊόντα. Στην ιδιωτικοποιημένη οικονομία το επίπεδο της περιουσίας ήταν πολύ κρίσιμο, επειδή οι υλικές διαφορές μπορούσαν να επεκτείνουν και να προωθήσουν το είδος των ιεραρχικών διαφορών.
Η κοινοτικοποίηση της οικονομίας εξουδετερώνει όχι μόνο τις επαγγελματικές διαφορές που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την από το δήμο ελεγχόμενη οικονομία, δημιουργεί επίσης τοπικά κοινοτικά δίκτυα διανομής των αναγκαίων για τη ζωή υλικών πόρων. Το «Από τον καθένα ανάλογα με τις δυνατότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του», θα έχει θεσμοθετηθεί ως μέρος της λεγόμενης δημόσιας σφαίρας και όχι μόνο ως δημοτικό ιδεολογικό πιστεύω. Δεν είναι μόνο ένας στόχος, αλλά ένα είδος πολιτικής δραστηριότητας - ένα είδος που υλοποιείται δομικά από τον δήμο με τις συνελεύσεις και τις εκπροσώπους τους.
Επιπλέον, καμία κοινότητα δε μπορεί να ελπίζει να επιτύχει οικονομική ανεξαρτησία, ή να την επιδιώξει, αν ελπίζει να εγκλειστεί σε κάψουλα και να περιοριστεί, αν δεν είναι αυτάρκης. Ως εκ τούτου είναι σημαντικό ότι η Ομοσπονδία των δήμων - η κοινότητα των κοινοτήτων – θα μετατραπεί, τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά, σε μια κοινή σφαίρα δημόσιας διαχείρισης των πόρων. Ακριβώς επειδή η διαχείριση της οικονομίας είναι μια δημόσια πράξη, δεν θα μετατραπεί σε ένα ιδιωτικοποιημένο παιγνίδι αλληλεπίδρασης των επιχειρήσεων, αλλά θα εξελίσσεται σε μια ομοσπονδιακή συνεργασία των τοπικών κοινοτήτων. Αυτό σημαίνει ότι τα πραγματικά στοιχεία της κοινωνικής αλληλεπίδρασης από τα υπάρχοντα, τα εν δυνάμει ή τα ιδιωτικά συστατικά, θα επεκταθούν και σε θεσμικά πραγματικά, δημόσια συστατικά. Η Ομοσπονδία είναι εξ ορισμού ένα δημόσιο εγχείρημα και αυτό όχι μόνο εξαιτίας των κοινών αναγκών και πόρων. Αν υπάρχει ένας τρόπος για να αποτραπεί η δημιουργία μιας πόλης-κράτους, για να μην μιλήσουμε για ιδιοτελείς, αστικούς "συνεταιρισμούς", τότε αυτός είναι η κοινοτικοποίηση της πολιτικής ζωής, η οποία είναι τόσο πλήρης, που η πολιτική δεν καλύπτει μόνο τη δημόσια σφαίρα, αλλά και τα ζωτικής σημασίας υλικά μέσα.
Δεν είναι ουτοπικό να επιδιώξουμε την κοινοτικοποίηση της οικονομίας. Αντιθέτως, είναι κοντά στην πράξη και εφικτή, αρκεί μόνο να χρησιμοποιήσουμε το μυαλό μας, τόσο ελεύθερα, όσο προσπαθούμε στη ζωή μας να επιτύχουμε την ελευθερία. Ο ζωτικός μας χώρος δεν είναι μόνο ο τόπος όπου ζούμε την καθημερινότητά μας, είναι επίσης ο πραγματικός οικονομικός χώρος όπου εργαζόμαστε, και το φυσικό του περιβάλλον είναι το πραγματικό οικολογικό περιβάλλον, που απαιτεί από μας να ζήσουμε σε αρμονία με τη φύση. Εκεί μπορούμε να αρχίσουμε να αναπτύσσουμε όχι μόνο τους ηθικούς δεσμούς, που θα μας συνδέσουν με μια ειλικρινή οικολογική κοινωνία, αλλά και τους υλικούς δεσμούς που μπορεί να μας κάνουν ικανούς, αυτεξούσιους και αυτάρκεις - αν όχι ανεξάρτητους - ανθρώπους. Όσο και αν ένας δήμος ή μια τοπική ομοσπονδία δήμων είναι πολιτικά ενωμένη, εξακολουθεί να παραμένει μια πολύ εύθραυστη μορφή κοινότητας. Όσο όμως έχει τον έλεγχο της ίδιας της οικονομικής ζωής της-όχι βέβαια με την έννοια μιας κοινότητας που μετατρέπεται σε μια ιδιωτικοποιημένη πόλη κράτος- έχει και την οικονομική δύναμη και έτσι έχει επίσης μια αποφασιστική ενίσχυση της πολιτικής της εξουσίας.
[1] Το κείμενο έχει γραφεί το 1986
* Τμήματα αυτού του άρθρου επιλέχθηκαν από τη νέα και συμπληρωμένη έκδοση του βιβλίου "The Limits of the City" («Τα Όρια της Πόλης») του Murray Bookchin (Montreal, Black Rose Books, 3981 Ste.-Laurent Blvd., Montreal H2W IY5, Quebec, Canada, 1986).
Η μετάφραση έγινε από τον Γιώργο Κολέμπα, αλλά από το γερμανικό κείμενο, το οποίο μπορεί να βρεθεί εδώ: http://www.freigeistmusic.org/Bookchin-deutsch.pdf
Για ένα μεγάλο μέρος του 19ου και σχεδόν το μισό του 20ου αιώνα, οι ριζοσπαστικές ιδεολογίες είχαν βάση τα εργοστάσια, που ήταν επί μακρόν το κέντρο μιας προερχόμενης από το λαό εξουσίας. Εκεί έλαβαν χώρα οι αγώνες μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου. Η αντιμετώπιση του εργοστασίου σαν τόπου όπου έμπαινε το ζήτημα της εξουσίας, βασιζόταν στην άποψη ότι η βιομηχανική εργατική τάξη ήταν η ηγεμονική εκπρόσωπος για μια ριζική κοινωνική αλλαγή και ότι ήταν αυτή που θα «ανέτρεπε» τον καπιταλισμό, "οδηγημένη" από τα δικά της ταξικά συμφέροντα- για να χρησιμοποιήσω τη γλώσσα του ριζοσπαστισμού εκείνης της εποχής- ως επί το πλείστον μέσα από τις ένοπλες εξεγέρσεις και τις επαναστατικές γενικές απεργίες. Στη συνέχεια, θα δημιουργούσε το δικό της σύστημα κοινωνικής διοίκησης - είτε με τη μορφή ενός εργατικού κράτους (Μαρξισμός) ή με τη μορφή των ομοσπονδιακών εργοστασιακών συμβουλίων (αναρχο-συνδικαλισμός).
Κοιτάζοντας σήμερα προς τα πίσω στην ιστορία, μπορεί να καταλάβει ότι ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος του 1936-1939, ήταν η τελευταία ιστορική προσπάθεια μιας κατά τα φαινόμενα επαναστατικής ευρωπαϊκής εργατικής τάξης, να ακολουθήσει αυτό το μοντέλο. Στα 50 χρόνια που έχουν περάσει από τότε (σχεδόν μέχρι το μήνα που γράφεται αυτό το κείμενο)[1], έχει καταστεί προφανές ότι το μεγάλο επαναστατικό κύμα στα τέλη της δεκαετίας του τριάντα, αποτελεί ταυτόχρονα τη κορύφωση και το τέλος της εποχής του προλεταριακού σοσιαλισμού και του αναρχισμού. Μια εποχή που εκτείνεται προς τα πίσω μέχρι τις πρώτες εξεγέρσεις των εργαζομένων της ιστορίας: για παράδειγμα, την εξέγερση των τεχνιτών και εργατών της Παρισινής Κομμούνας, τον Ιούνιο του 1848, όπου στήθηκαν οδοφράγματα στη γαλλική πρωτεύουσα κάτω από τις κόκκινες σημαίες. Στα επόμενα χρόνια, ιδιαίτερα μετά το 1930, απέτυχαν οι περιορισμένες προσπάθειες για να επαναληφθεί αυτό το μοντέλο της προλεταριακής επανάστασης (Ουγγαρία, Τσεχοσλοβακία, Ανατολική Γερμανία και Πολωνία). Στην πραγματικότητα εξαφανίσθηκαν οι τραγικοί ήχοι αυτών των εξαιρετικών κινήτρων για το Κίνημα , τα ιδανικά και οι προσπάθειες στα βιβλία της ιστορίας.
Εκτός από τα αντάρτικα κινήματα των αγροτών στον τρίτο κόσμο, κανείς δεν παίρνει στα σοβαρά, εκτός από ορισμένες δογματικές σέχτες, τα μοντέλα του Ιουνίου του 1848, της Παρισινής Κομμούνας του 1871, της Ρωσικής Επανάστασης του 1917 και της Ισπανικής Επανάστασης του 1936. Οι λόγοι γι 'αυτό βρίσκονται εν μέρει στο γεγονός, ότι ο τύπος της εργατικής τάξης, που διεξήγε αυτές τις επαναστάσεις, σχεδόν έχει εξαφανιστεί εντελώς από την τεχνολογική και κοινωνική αλλαγή, αλλά επίσης εν μέρει στο γεγονός ότι τα όπλα και τα οδοφράγματα που εξασφάλιζαν κάποια ελάχιστη δύναμη στις επαναστάσεις αυτές, σε σχέση με την τεράστια στρατιωτική μηχανή των σημερινών εθνών-κρατών, έχουν μόνο συμβολικό χαρακτήρα.
Ωστόσο, υπάρχει και μια άλλη παράδοση, που ήταν για μεγάλο χρονικό διάστημα μέρος του ευρωπαϊκού και του αμερικάνικου ριζοσπαστισμού: η διαμόρφωση μιας ελευθεριακής κοινοτικής-δημοτικής πολιτικής. Μιας νέας πολιτικής, η οποία συστάθηκε στις μικρές πόλεις, στις γειτονιές και τις μεγαλουπόλεις και συμπεριέλαβε δημοτικές –κοινοτικές συνελεύσεις. Μια ελεύθερη ομοσπονδία τοπικών, περιφερειακών και τελικά ηπειρωτικών δικτύων. Αυτό το μοντέλο, το οποίο αναπτύχθηκε περαιτέρω εδώ και έναν αιώνα, μεταξύ άλλων, από τον Προυντόν, Μπακούνιν και Κροπότκιν, εκφράζει κάτι περισσότερο από μια ιδεολογική παράδοση: εμφανίστηκε επανειλημμένα ως μια αξιόπιστη και συνηθισμένη πρακτική μεταξύ των κοινοτιστών στην Ισπανία τον 16ο αιώνα, στο κίνημα των συνελεύσεων στις αμερικάνικες πόλεις, το οποίο επεκτάθηκε στη δεκαετία του 1770 από τη Νέα Αγγλία μέχρι το Τσάρλεστον, στις συνελεύσεις των συνοικιώ ν του Παρισιού στις αρχές του 1790 και κατ 'επανάληψη στο διάστημα μεταξύ της Παρισινής Κομμούνας του 1871 και του Κινήματος των πολιτών της Μαδρίτης στη δεκαετία του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970.
Ο ελευθεριακός κοινοτισμός-κομμουναλισμός έρχεται, σχεδόν ακατανίκητος, ξανά και ξανά ως ένα κίνημα από τα κάτω, κάθε φορά που οι άνθρωποι θέλουν να αλλάξει κάτι – ανεξάρτητα από όλες τις ριζοσπαστικές θεωρίες που βασίζονται στο προλεταριάτο - όπως για παράδειγμα με τον «κοινοτικό σοσιαλισμό», προς τον οποίο στρέφονται οι άνθρωποι στην Αγγλία σήμερα , τις ριζοσπαστικές κοινοτικές ή δημοτικές οργανώσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες και στα εκτεταμένα αστικά κινήματα σε όλη τη Δυτική Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική γενικότερα.
Αυτά τα κινήματα δεν βασίζονται πλέον στα συνήθη θεμελιώδη ταξικά θέματα, που προήλθαν από τα εργοστάσια, αλλά σε συνολικά, εξελιγμένα ζητήματα, τα οποία κυμαίνονται από τα περιβαλλοντικά προβλήματα, τα προβλήματα της ανάπτυξης, της στέγης και φθάνουν μέχρι και τα προβλήματα της μέριμνας - προβλήματα που κινητοποιούν όλες τις κοινότητες στον κόσμο. Υπερβαίνουν τα παραδοσιακά ταξικά όρια και να φέρνουν -στα συμβούλια, στις συνελεύσεις και στις πρωτοβουλίες πολιτών- συνήθως ανθρώπους σε επαφή, ανεξάρτητα από το επάγγελμα και οικονομικά τους συμφέροντα.
Έχουν πετύχει κάτι που ο παραδοσιακός προλεταριακός σοσιαλισμός και αναρχισμός ποτέ δεν κατάφεραν: Φέρνουν μαζί ανθρώπους τόσο από τη μεσαία τάξη όσο και από την εργατική τάξη, από αγροτικούς όσο και από αστικούς πληθυσμούς, ειδικευμένα όσο και ανειδίκευτα άτομα, ακόμα συντηρητικούς και φιλελεύθερους ανθρώπους όσο και ριζοσπαστικές παραδόσεις στις κοινές κινήσεις μαζί, έτσι ώστε να μπορεί πραγματικά να μιλήσει κανείς για τη δυνατότητα ενός αληθινού λαϊκού κινήματος και όχι απλά για ένα ταξικά προσανατολισμένο κίνημα, στο οποίο οι βιομηχανικοί εργάτες εξακολουθούν να αποτελούν μόνο μια μειοψηφία του πληθυσμού. Σε αυτό το είδος κινήματος αποκαθίσταται εμμέσως η πραγματικότητα του «λαού», πάνω στην οποία βασίζονταν ιδεολογικά οι μεγάλες δημοκρατικές επαναστάσεις, μέχρι που χωρίσθηκαν σε τάξεις και ομάδες συμφερόντων.
Η ιστορία δείχνει πραγματικά ότι στον κόσμο σήμερα αναβιώνει αυτό, που κάποτε ήταν ένα προσωρινό και εφήμερο ιδανικό του Διαφωτισμού και από το οποίο προήλθαν οι αμερικανικές και γαλλικές επαναστάσεις του 18ου αιώνα. Για πρώτη φορά είναι εφικτή η ιδέα, να προχωρήσει σε μια σημαντική κοινωνική αλλαγή, η πλειοψηφία και όχι μόνο κινήματα των μειονοτήτων, τα οποία υπήρχαν κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων του προλεταριακού σοσιαλισμού και του αναρχισμού.
Ριζοσπάστες ιδεολόγοι έχουν την τάση να εξετάζουν αυτά τα ασυνήθιστα κοινοτικά κινήματα με σκεπτικισμό και να προσπαθούν, όταν είναι δυνατόν, να τα αναλύσουν και να τα κατατάξουν με βάση τα παραδοσιακά ταξικά προγράμματα. Το κίνημα πολιτών της Μαδρίτης της δεκαετίας του 1960 σχεδόν καταστράφηκε από ριζοσπάστες όλων των τομέων του πολιτικού φάσματος, επειδή προσπάθησαν να επηρεάσουν ένα σωστό, πολύ διευρυμένο και διαδεδομένο κοινοτικό εγχείρημα, το οποίο επρόκειτο να εκδημοκρατίσει την Ισπανία και να δώσει μια νέα συνεργατική και ηθική σημασία στην ανθρώπινη τοπική κοινότητα. Το κίνημα πολιτών της Μαδρίτης έγινε ένα πεδίο παρέμβασης για την ενίσχυση των πολιτικών φιλοδοξιών των σοσιαλιστών, κομμουνιστών και άλλων μαρξιστικών-λενινιστικών ομάδων, μέχρι που υπονομεύθηκε σχεδόν εντελώς από τα συμφέροντα των κομμάτων τους.
Αυτά τα κινήματα του ελευθεριακού κοινοτισμού αντιπροσωπεύουν σήμερα τη μόνη δυνατή εναλλακτική λύση στο έθνος-κράτος και, επομένως, αποτελούν ένα σημαντικό τομέα για τη διαμόρφωση του ενεργού πολίτη και μιας νέας μορφής πολιτικής, η οποία είναι κοντά στους ανθρώπους και προσωπική και πραγματικά πηγάζει από τους πολίτες. Αυτή η νέα μορφή της πολιτική δεν θα πρέπει να εξεταστεί και πάλι σε αυτό το σημείο, επειδή υπάρχουν ήδη άλλα γραπτά του συγγραφέα σχετικά με το θέμα. Όσον αφορά στο παρόν ωστόσο, είναι απαραίτητο να μπει ένα πολύ σημαντικό ερώτημα: Είναι ο ελευθεριακός κοινοτισμός απλώς ένα πολιτικό "μοντέλο", με την γενικότερη έννοια του όρου «πολιτική», ή συμπεριλαμβάνει και την οικονομική ζωή;
Το γεγονός ότι η κατεύθυνση του ελευθεριακού κοινοτισμού είναι ασυμβίβαστη με την «εθνικοποίηση της οικονομίας», η οποία ενισχύει μόνο την εξουσία του έθνους-κράτους στην οικονομική δύναμη, είναι πολύ προφανές για να αμφισβητηθεί. Ούτε μπορεί η λέξη «ελευθεριακός», όπως συμβαίνει με τους υπερ-φιλελεύθερους υποστηρικτές της ελεύθερης αγοράς (για παράδειγμα, οι οπαδοί του Ayn Rand και άλλοι), να χρησιμοποιηθεί για να δικαιολογήσει την ατομική ιδιοκτησία και μια "ελεύθερη αγορά". Ο Μαρξ από τη μεριά του έδειξε σαφώς ότι η ελεύθερη αγορά κατ 'ανάγκην προάγει την ολιγαρχική και μονοπωλιακή αγορά με τις επιχειρηματικές μηχανορραφίες, η οποία από όλες τις απόψεις είναι συγκρίσιμη με τον έλεγχο του κράτους και τελικά το πλησιάζει.
Αλλά τι γίνεται με το συνδικαλιστικό ιδεώδες των «κολεκτιβίστικων" αυτοδιαχειριζόμενων επιχειρήσεων, οι οποίες συντονίζονται μέσω επαγγελματικών συγχωνεύσεων σε εθνικό και μέσω «κολεκτίβων» σε τοπικό επίπεδο; Σε αυτό το σημείο ισχύει η παραδοσιακή σοσιαλιστική κριτική σε αυτής της μορφής τη συνδικαλιστική οικονομική δραστηριότητα: Ο βιομηχανικός ή ιδιώτης καπιταλιστής, είτε ελέγχεται από τους εργαζομένους είτε όχι, κατά ειρωνεία της τύχης ανήκει σε μια μέθοδο διαχείρισης, που σήμερα μέσω της «δημοκρατίας στους χώρους εργασίας" και της "συμμετοχής των εργαζομένων ", είναι πολύ στη μόδα και δεν αποτελεί απειλή για την ατομική ιδιοκτησία και τον καπιταλισμό. Οι ισπανικές επίσης αναρχοσυνδικαλιστικές κολεκτίβες του 1936-1937 ήταν υπό τον έλεγχο των συνδικάτων και αποδείχθηκε ότι ήταν πολύ επιρρεπή στον συγκεντρωτισμό και την γραφειοκρατικοποίηση, η οποία συνέβη σε πολλές καλοπροαίρετες επιχειρήσεις μετά από ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. Στα μέσα του 1937 οι εργαζόμενοι είχαν ήδη χάσει τον έλεγχο της παραγωγής από τα συνδικάτα, παρά τις αντίθετες αιτιάσεις των υπέρμαχων της CNT. Υπό την πίεση των αναρχικών Υπουργών της καταλάνικης κυβέρνησης, όπως ο [Diego] Abad de Santillan, προσέγγισαν την εθνικοποιημένη οικονομία, η οποία υπερασπίστηκε από τα μαρξιστικά στοιχεία στην ισπανική αριστερά.
Όπως και να είναι, οικονομική δημοκρατία δεν σημαίνει μόνο «δημοκρατία στο χώρο εργασίας" και "συμμετοχή των εργαζομένων". Πολλοί εργαζόμενοι, αν θα μπορούσαν, μάλλον θα γύριζαν τις πλάτες στις επιχειρήσεις τους και θα ακολουθούσαν μια πιο δημιουργική, χειρωνακτική εργασία, από το να συμμετέχουν μόνο στο "σχεδιασμό" της δικής τους δυστυχίας. Οικονομική δημοκρατία σημαίνει στην βαθύτερή της έννοια την ελεύθερη, δημοκρατική πρόσβαση σε όλους τους ζωτικούς πόρους και ως εκ τούτου αποτελεί το αντιστάθμισμα της πολιτικής δημοκρατίας, η οποία εγγυάται την ελευθερία από τις υλικές ανάγκες. Το να θεωρήσει κανείς εκ νέου την οικονομική δημοκρατία ως "κατοχή εργατικού δυναμικού» και «δημοκρατία στο χώρο εργασίας" είναι μια νέα πανουργία της αστικής τάξης, στην οποία συμμετέχουν ασυνείδητα πολλοί ριζοσπάστες. Αυτό οδηγεί τόσο μακριά, που η οικονομική δημοκρατία δεν σημαίνει πλέον ελευθερία από την τυραννία των επιχειρήσεων, εξορθολογισμό της εργασίας και πλάνο παραγωγής , αλλά τη συμμετοχή των εργαζομένων στα κέρδη και τη διαχείριση, η οποία είναι συνήθως εκμεταλλευτική παραγωγή με τη συμμετοχή των εργαζομένων.
Ο ελευθεριακός κοινοτισμός αντιπροσωπεύει μια σημαντική πρόοδο σε σχέση με όλα αυτά τα σχέδια, μιλώντας για κοινοτικοποίηση και για διαχείριση της οικονομίας από τους δήμους, σαν μέρος μιας πολιτικής της δημόσιας αυτοδιοίκησης των πολιτών. Ενώ οι συνδικαλιστικές εναλλακτικές επαναϊδιωτικοποιούν (reprivatise) την οικονομία σε αυτοδιοικούμενες κολεκτίβες και έτσι ανοίγουν το δρόμο για τη διάσπασή της σε παραδοσιακές μορφές ατομικής ιδιοκτησίας, είτε πρόκειται για συλλογική κατοχή είτε όχι, ο ελευθεριακός κοινοτισμός πολιτικοποιεί την οικονομία και τη μετατρέπει σε κοινή δημοτική περιουσία. Ούτε οι επιχειρήσεις, ούτε η γεωργία θεωρούνται ως ξεχωριστά ζητήματα εντός της τοπικής κοινότητας. Ακόμα λιγότερο μπορούν να διαχωρίσουν την επαγγελματική τους ταυτότητα από τα γενικά συμφέροντα των πολιτών της κοινότητας οι εργάτες, αγρότες, τεχνίτες, μηχανικοί, ειδικευμένοι εργάτες κ.λπ. Η ιδιοκτησία, σαν υλικό βασικό στοιχείο του ελευθεριακού θεσμικού πλαισίου, έχει ενσωματωθεί ως μέρος ενός μεγαλύτερου συνόλου στην κοινότητακαι ελέγχεται από την κοινωνία των πολιτών μέσω των συνελεύσεων, όπου οι άνθρωποι συμμετέχουν ως πολίτες και όχι ως εκπρόσωποι μιας επαγγελματικής ομάδας.
Η αντίθεση ανάμεσα στην πόλη και την ύπαιθρο είναι επίσης μεγάλης σημασίας και ένα ουσιαστικό μέρος της ριζοσπαστικής θεωρίας καθώς και της κοινωνικής ιστορίας. Η αντίθεση μεταξύ της πόλης και της υπαίθρου ακυρώνεται σε δήμους, σαν τις παραδοσιακές διοικητικές μονάδες στη Νέα Αγγλία("Townships"), στους οποίους μια πόλη λειτουργεί σαν πυρήνας της γεωργικής περιοχής και των χωριών που την περιβάλλουν, όταν αυτό δεν αποκλείεται. Ένας δήμος είναι στην πραγματικότητα μια μικρή περιοχή μέσα σε μεγαλύτερες περιοχές, όπως η «Περιφέρεια» και η «βιο-περιφέρεια".
Η έννοια της κοινοτικοποίησης της οικονομίας που περιγράφεται, πρέπει να διακρίνεται από την εθνικοποίηση καθώς και την κοινωνικοποίηση - η πρώτη οδηγεί σε γραφειοκρατικό και ιεραρχικό έλεγχο και η τελευταία στην πιθανή εμφάνιση μιας ιδιωτικοποιημένης οικονομίας σε μια κολεκτιβιστική μορφή και την διατήρηση των τάξεων ή των καστών. Η κοινοτικοποίηση επιδρά έτσι, ώστε στην πραγματικότητα η οικονομία από μια ιδιωτική ή ατομική επιρροή να περνά στην επιρροή μιας δημόσιας σφαίρας, όπου η οικονομική πολιτική διαμορφώνεται από την κοινωνία ως σύνολο - ιδίως, επειδή οι πολίτες εργάζονται πρόσωπο με πρόσωπο για την επίτευξη των γενικών ανθρωπίνων συμφερόντων και συνεπώς, ξεπερνιούνται τα ιδιαίτερα επαγγελματικά συμφέροντα. Με αυτόν τον τρόπο η οικονομία παύει να είναι απλώς μια οικονομία με την κυριολεκτική έννοια του όρου - είτε πρόκειται για εμπορικό κατάστημα, είτε για λαϊκή αγορά, καπιταλιστική ή ελεγχόμενη από εργαζόμενους επιχείρηση. Γίνεται μια πραγματική πολιτική οικονομία, μια οικονομία της Polis (πόλεως με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου, του δήμου). Με αυτή την έννοια, η οικονομία γίνεται πραγματικά κοινοτικοποιημένη και πολιτικοποιημένη. Η Κομμούνα, πιο συγκεκριμένα, το σώμα των πολιτών στη δημοτική συνέλευση, την ενσωματώνει ως μια πτυχή των δημόσιων υποθέσεων και έτσι αποτρέπει το ενδεχόμενο ιδιωτικοποίησης της οικονομίας για ιδιοτελείς οικονομικές δραστηριότητες.
Αλλά τι μπορεί να προφυλάξει την κοινοτικοποίηση ενός δήμου, από το να γίνει μια κλειστή πόλη-κράτος του είδους, όπως συνέβη στα τέλη του Μεσαίωνα; Όποιος αναμένει σε αυτό το σημείο εγγυημένες λύσεις αυτού του προβλήματος, δεν θα βρει, εκτός από τον καθοδηγητικό ρόλο της συνείδησης και της ηθικής των διανθρώπινων σχέσεων. Αν όμως κάποιος υποπτεύεται αντιθετικές τάσεις, τότε υπάρχει μια πολύ θεωρητική απάντηση. Ο πιο σημαντικός παράγοντας που οδήγησε στην ύστερη μεσαιωνική πόλη-κράτος, ήταν η εσωτερική ιεραρχική υποδιαίρεσή της. Αυτή δεν ήταν μόνο αποτέλεσμα των διαφορών στον πλούτο, αλλά και της κοινωνικής θέσης, που είχε την προέλευσή της εν μέρει στην καταγωγή, αλλά επίσης και των επαγγελματικών διαφορών. Έτσι, καθώς η πόλη έχασε τη συλλογική ενότητα, μοιράσθηκαν επίσης και οι υποθέσεις της σε ιδιωτικές και δημόσιες επιχειρήσεις, ακόμη και η ίδια η δημόσια ζωή ως τέτοια ιδιωτικοποιήθηκε και χωρίσθηκαν σε "μπλε νύχια" ή πληβείους, που έβαφαν τα υφάσματα σε πόλεις όπως η Φλωρεντία και στο αλαζονικό στρώμα των τεχνιτών , οι οποίοι κατασκεύαζαν τα υψηλής ποιότητας προϊόντα. Στην ιδιωτικοποιημένη οικονομία το επίπεδο της περιουσίας ήταν πολύ κρίσιμο, επειδή οι υλικές διαφορές μπορούσαν να επεκτείνουν και να προωθήσουν το είδος των ιεραρχικών διαφορών.
Η κοινοτικοποίηση της οικονομίας εξουδετερώνει όχι μόνο τις επαγγελματικές διαφορές που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την από το δήμο ελεγχόμενη οικονομία, δημιουργεί επίσης τοπικά κοινοτικά δίκτυα διανομής των αναγκαίων για τη ζωή υλικών πόρων. Το «Από τον καθένα ανάλογα με τις δυνατότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του», θα έχει θεσμοθετηθεί ως μέρος της λεγόμενης δημόσιας σφαίρας και όχι μόνο ως δημοτικό ιδεολογικό πιστεύω. Δεν είναι μόνο ένας στόχος, αλλά ένα είδος πολιτικής δραστηριότητας - ένα είδος που υλοποιείται δομικά από τον δήμο με τις συνελεύσεις και τις εκπροσώπους τους.
Επιπλέον, καμία κοινότητα δε μπορεί να ελπίζει να επιτύχει οικονομική ανεξαρτησία, ή να την επιδιώξει, αν ελπίζει να εγκλειστεί σε κάψουλα και να περιοριστεί, αν δεν είναι αυτάρκης. Ως εκ τούτου είναι σημαντικό ότι η Ομοσπονδία των δήμων - η κοινότητα των κοινοτήτων – θα μετατραπεί, τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά, σε μια κοινή σφαίρα δημόσιας διαχείρισης των πόρων. Ακριβώς επειδή η διαχείριση της οικονομίας είναι μια δημόσια πράξη, δεν θα μετατραπεί σε ένα ιδιωτικοποιημένο παιγνίδι αλληλεπίδρασης των επιχειρήσεων, αλλά θα εξελίσσεται σε μια ομοσπονδιακή συνεργασία των τοπικών κοινοτήτων. Αυτό σημαίνει ότι τα πραγματικά στοιχεία της κοινωνικής αλληλεπίδρασης από τα υπάρχοντα, τα εν δυνάμει ή τα ιδιωτικά συστατικά, θα επεκταθούν και σε θεσμικά πραγματικά, δημόσια συστατικά. Η Ομοσπονδία είναι εξ ορισμού ένα δημόσιο εγχείρημα και αυτό όχι μόνο εξαιτίας των κοινών αναγκών και πόρων. Αν υπάρχει ένας τρόπος για να αποτραπεί η δημιουργία μιας πόλης-κράτους, για να μην μιλήσουμε για ιδιοτελείς, αστικούς "συνεταιρισμούς", τότε αυτός είναι η κοινοτικοποίηση της πολιτικής ζωής, η οποία είναι τόσο πλήρης, που η πολιτική δεν καλύπτει μόνο τη δημόσια σφαίρα, αλλά και τα ζωτικής σημασίας υλικά μέσα.
Δεν είναι ουτοπικό να επιδιώξουμε την κοινοτικοποίηση της οικονομίας. Αντιθέτως, είναι κοντά στην πράξη και εφικτή, αρκεί μόνο να χρησιμοποιήσουμε το μυαλό μας, τόσο ελεύθερα, όσο προσπαθούμε στη ζωή μας να επιτύχουμε την ελευθερία. Ο ζωτικός μας χώρος δεν είναι μόνο ο τόπος όπου ζούμε την καθημερινότητά μας, είναι επίσης ο πραγματικός οικονομικός χώρος όπου εργαζόμαστε, και το φυσικό του περιβάλλον είναι το πραγματικό οικολογικό περιβάλλον, που απαιτεί από μας να ζήσουμε σε αρμονία με τη φύση. Εκεί μπορούμε να αρχίσουμε να αναπτύσσουμε όχι μόνο τους ηθικούς δεσμούς, που θα μας συνδέσουν με μια ειλικρινή οικολογική κοινωνία, αλλά και τους υλικούς δεσμούς που μπορεί να μας κάνουν ικανούς, αυτεξούσιους και αυτάρκεις - αν όχι ανεξάρτητους - ανθρώπους. Όσο και αν ένας δήμος ή μια τοπική ομοσπονδία δήμων είναι πολιτικά ενωμένη, εξακολουθεί να παραμένει μια πολύ εύθραυστη μορφή κοινότητας. Όσο όμως έχει τον έλεγχο της ίδιας της οικονομικής ζωής της-όχι βέβαια με την έννοια μιας κοινότητας που μετατρέπεται σε μια ιδιωτικοποιημένη πόλη κράτος- έχει και την οικονομική δύναμη και έτσι έχει επίσης μια αποφασιστική ενίσχυση της πολιτικής της εξουσίας.
[1] Το κείμενο έχει γραφεί το 1986
* Τμήματα αυτού του άρθρου επιλέχθηκαν από τη νέα και συμπληρωμένη έκδοση του βιβλίου "The Limits of the City" («Τα Όρια της Πόλης») του Murray Bookchin (Montreal, Black Rose Books, 3981 Ste.-Laurent Blvd., Montreal H2W IY5, Quebec, Canada, 1986).
Η μετάφραση έγινε από τον Γιώργο Κολέμπα, αλλά από το γερμανικό κείμενο, το οποίο μπορεί να βρεθεί εδώ: http://www.freigeistmusic.org/Bookchin-deutsch.pdf