Καθώς απολαμβάνω τον καφέ μου, ράθυμος σε μια αγροτουριστική μονάδα, κάπου στους πρόποδες των ορέων, μελετώ μια συμμορία πιτσιρικάδων που παίζουν από ώρα στο διπλανό πλάτωμα κι έχουν κεντρίσει το ενδιαφέρον μου. Το μεγαλύτερο είναι πέντε – έξι χρονώ, το μικρότερο ίσα που έχει κλείσει τα δυόμισι.
Ολα με τις ζακετούλες και τα καπελάκια τους, καθότι ναι μεν έσκασε τα πρώτα του χαμόγελα ο ανοιξιάτικος ήλιος αλλά στη σκιά ακόμα έχει ψύχρα και οι μαμάδες αγχώνονται.
Κάθονται κάτω από έναν πλάτανο και δείχνουν πολύ απορροφημένα από τη δραστηριότητά τους. Δεν έχουν μαζί τους κανένα απολύτως εργοστασιακό παιχνίδι· τα παράτησαν στην πόλη μαζί με την πλήξη τους.
Η φύση τούς προσφέρει απλόχερα ό,τι χρειάζονται για να παίξουν: κλαδιά, ξυλαράκια, ξερά και χλωρά φύλλα, χώμα και νερό.
Αφράτεψαν το χώμα, έσκαψαν έναν μικρό λάκκο και τον γεμίζουν με νερό.
Πηγαίνουν εναλλάξ σε μια βρυσούλα εκεί κοντά και ανεφοδιάζονται μ’ ένα πλαστικό μπουκάλι.
Αφού φτιάξουν λάσπη, την πλάθουν σε μικρούς σβόλους, που τους απλώνουν στη συνέχεια στη λιακάδα για να ξεραθούν και να γίνουν μικρές μπάλες.
Δεν ξέρω τι σκοπεύουν να τις κάνουν, δεν φαίνεται να τα έχει απασχολήσει το ζήτημα. Δεν έχει σημασία άλλωστε· απολαμβάνουν τη δημιουργική τους ενασχόληση και την παρέα.
Λίγα μέτρα πιο πέρα, ένα μωρό δοκιμάζει τα πρώτα του αβέβαια βήματα.
Πέφτει, σηκώνεται, κάνει πως ξεσκονίζεται και συνεχίζει. Βρίσκει κάποια στιγμή ένα ξερόκλαδο κι ένα φυλλαράκι, τ’ αρπάζει και κάθεται κατάχαμα να τα μελετήσει με την ησυχία του.
Τα παρατηρεί με ύφος περισπούδαστο, τα κόβει κομματάκια, λες και προσπαθεί να επιβεβαιώσει τον Δημόκριτο και την ατομική του θεωρία. Δίνει την εντύπωση πως καλύτερα παιχνίδια δεν έπιασε ποτέ.
Ολα τα παιδάκια δείχνουν ευτυχισμένα, πλήρως ενταγμένα μέσα στο τοπίο, σαν να ήταν εκεί από πάντα. Στο φυσικό τους περιβάλλον. Αν και γνωρίστηκαν επιτόπου, δεν υπάρχουν γκρίνιες και υπερτροφικοί εγωισμοί. Μου έχει λείψει αυτό το παιδικό χάρισμα· της αβίαστης γνωριμίας και επαφής, χωρίς συστάσεις και καχυποψίες.
Της ομαλής συνύπαρξης, της απλότητας στην επικοινωνία.
Μεγαλώνοντας δεν ξέρω τι μας συμβαίνει και χάνουμε αυτήν την κοινωνική δεξιότητα· ίσως δηλητηριαζόμαστε από τα φαρμάκια του σύγχρονου τρόπου ζωής και περιχαρακωνόμαστε στον εαυτό μας, νιώθοντας πως τάχα μάς βαραίνουν οι σκοτούρες κι οι ευθύνες.
Μου έχει λείψει κι η ανεμελιά του φυσικού τους παιχνιδιού.
Μα πάνω απ’ όλα συνειδητοποιώ ότι, σε μικρούς και μεγάλους, μας έχει λείψει η επαφή με την ανόθευτη φύση.
Το καθαρό, το ατόφιο χώμα, που δεν έχει εμποτιστεί με δηλητήρια και φυτοφάρμακα, που δεν πνίγεται στα σκουπίδια, που δεν υποφέρει από εντατικές καλλιέργειες.
Ο ορίζοντας που δεν βιάζεται από τερατώδεις ανθρώπινες κατασκευές και παρεμβάσεις.
Η μουσική της φύσης, που σαν συμφωνική γαληνεύει τις ψυχές μας. Σε λίγο φεύγουμε όλοι για την πόλη.
Θ’ αφήσουμε το σπίτι μας με την ψευδαίσθηση πως γυρίζουμε σπίτι μας.
Να κυνηγήσουμε την επιβίωση και την επιτυχία και να ξεχάσουμε τον πραγματικό μας εαυτό. Κι αν έχουμε λεφτά, να ξανάρθουμε για αγροτουρισμό και να καταναλώσουμε λίγη φύση ακόμα.
http://www.efsyn.gr/arthro/paihnidi-sti-fysi
Ολα με τις ζακετούλες και τα καπελάκια τους, καθότι ναι μεν έσκασε τα πρώτα του χαμόγελα ο ανοιξιάτικος ήλιος αλλά στη σκιά ακόμα έχει ψύχρα και οι μαμάδες αγχώνονται.
Κάθονται κάτω από έναν πλάτανο και δείχνουν πολύ απορροφημένα από τη δραστηριότητά τους. Δεν έχουν μαζί τους κανένα απολύτως εργοστασιακό παιχνίδι· τα παράτησαν στην πόλη μαζί με την πλήξη τους.
Η φύση τούς προσφέρει απλόχερα ό,τι χρειάζονται για να παίξουν: κλαδιά, ξυλαράκια, ξερά και χλωρά φύλλα, χώμα και νερό.
Αφράτεψαν το χώμα, έσκαψαν έναν μικρό λάκκο και τον γεμίζουν με νερό.
Πηγαίνουν εναλλάξ σε μια βρυσούλα εκεί κοντά και ανεφοδιάζονται μ’ ένα πλαστικό μπουκάλι.
Αφού φτιάξουν λάσπη, την πλάθουν σε μικρούς σβόλους, που τους απλώνουν στη συνέχεια στη λιακάδα για να ξεραθούν και να γίνουν μικρές μπάλες.
Δεν ξέρω τι σκοπεύουν να τις κάνουν, δεν φαίνεται να τα έχει απασχολήσει το ζήτημα. Δεν έχει σημασία άλλωστε· απολαμβάνουν τη δημιουργική τους ενασχόληση και την παρέα.
Λίγα μέτρα πιο πέρα, ένα μωρό δοκιμάζει τα πρώτα του αβέβαια βήματα.
Πέφτει, σηκώνεται, κάνει πως ξεσκονίζεται και συνεχίζει. Βρίσκει κάποια στιγμή ένα ξερόκλαδο κι ένα φυλλαράκι, τ’ αρπάζει και κάθεται κατάχαμα να τα μελετήσει με την ησυχία του.
Τα παρατηρεί με ύφος περισπούδαστο, τα κόβει κομματάκια, λες και προσπαθεί να επιβεβαιώσει τον Δημόκριτο και την ατομική του θεωρία. Δίνει την εντύπωση πως καλύτερα παιχνίδια δεν έπιασε ποτέ.
Ολα τα παιδάκια δείχνουν ευτυχισμένα, πλήρως ενταγμένα μέσα στο τοπίο, σαν να ήταν εκεί από πάντα. Στο φυσικό τους περιβάλλον. Αν και γνωρίστηκαν επιτόπου, δεν υπάρχουν γκρίνιες και υπερτροφικοί εγωισμοί. Μου έχει λείψει αυτό το παιδικό χάρισμα· της αβίαστης γνωριμίας και επαφής, χωρίς συστάσεις και καχυποψίες.
Της ομαλής συνύπαρξης, της απλότητας στην επικοινωνία.
Μεγαλώνοντας δεν ξέρω τι μας συμβαίνει και χάνουμε αυτήν την κοινωνική δεξιότητα· ίσως δηλητηριαζόμαστε από τα φαρμάκια του σύγχρονου τρόπου ζωής και περιχαρακωνόμαστε στον εαυτό μας, νιώθοντας πως τάχα μάς βαραίνουν οι σκοτούρες κι οι ευθύνες.
Μου έχει λείψει κι η ανεμελιά του φυσικού τους παιχνιδιού.
Μα πάνω απ’ όλα συνειδητοποιώ ότι, σε μικρούς και μεγάλους, μας έχει λείψει η επαφή με την ανόθευτη φύση.
Το καθαρό, το ατόφιο χώμα, που δεν έχει εμποτιστεί με δηλητήρια και φυτοφάρμακα, που δεν πνίγεται στα σκουπίδια, που δεν υποφέρει από εντατικές καλλιέργειες.
Ο ορίζοντας που δεν βιάζεται από τερατώδεις ανθρώπινες κατασκευές και παρεμβάσεις.
Η μουσική της φύσης, που σαν συμφωνική γαληνεύει τις ψυχές μας. Σε λίγο φεύγουμε όλοι για την πόλη.
Θ’ αφήσουμε το σπίτι μας με την ψευδαίσθηση πως γυρίζουμε σπίτι μας.
Να κυνηγήσουμε την επιβίωση και την επιτυχία και να ξεχάσουμε τον πραγματικό μας εαυτό. Κι αν έχουμε λεφτά, να ξανάρθουμε για αγροτουρισμό και να καταναλώσουμε λίγη φύση ακόμα.
http://www.efsyn.gr/arthro/paihnidi-sti-fysi