Δημήτρης Μπάλλιος*
Οι στιγμές τις οποίες ζούμε, πέρα από βαθιά ιστορικές είναι και απολύτως κρίσιμες. Ενδέχεται μάλιστα, τη στιγμή που διαβάζεται αυτό το άρθρο, οι πληροφορίες οι οποίες δίνει να είναι ήδη ξεπερασμένες. Η Κυβέρνηση, μετά από 5 μήνες έντονων και πιεστικών διαπραγματεύσεων έφτασε μπροστά από ένα εκβιαστικό τελεσίγραφο.
Μπροστά σε αυτήν την αντιευρωπαϊκή εκτροπή αποφάσισε να κάνει έναν τολμηρό πολιτικό ελιγμό, και να ζητήσει δημοψήφισμα για την απάντηση σε αυτό. Πολύ ορθώς δήλωσαν πολλοί «στους εκβιασμούς απαντάμε με Δημοκρατία».
Ωστόσο, από αυτή την ιστορία, εξάγεται (μεταξύ άλλων) και ένα πολύ σημαντικό συμπέρασμα: Οι Θεσμοί είτε δε θέλουν, είτε δείχνουν να μη θέλουν τη συμφωνία.
Λαμβάνοντας ως υπόθεση εργασίας το ενδεχόμενο οι Θεσμοί πραγματικά να μη θέλουν τη συμφωνία, η ελληνική κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ μένουν να είναι οι ύστατοι υπερασπιστές ενός ευρωπαϊκού κεκτημένου και μιας ευρωπαϊκής αλληλεγγύης που υπάρχει πλέον μόνο σε ευχολόγια και στα χαρτιά, όσον αφορά το θεσμικό επίπεδο.
Σε εξωθεσμικό επίπεδο, η αλληλεγγύη είναι ηχηρά παρούσα σε κάθε πόλη και κάθε πλατεία των μεγάλων πόλεων της Γηραιάς Ηπείρου.
Έτσι λοιπόν, μένει να αναρωτηθούμε ποιο θα είναι το επόμενο βήμα της χώρας. Αναμφισβήτητα, ρήξη.
Ενδεχομένως, εξωτερική στάση πληρωμών, χρεωκοπία και (ενδεχομένως πάλι) επιστροφή σε εθνικό νόμισμα. Είτε έτσι, είτε αλλιώς, το λογαριασμό εν τέλει θα κληθεί να πληρώσει και πάλι ο ελληνικός λαός. Και ίσως ματώσει πολύ απότομα.
Ποιος είπε όμως πως ο ελληνικός λαός δε θέλει να πληρώνει τα σπασμένα του; Το μόνο που ζητάει είναι το αυτονόητο, δηλαδή, όταν πληρώνει για κάτι, να παίρνει και κάτι άλλο ως αντάλλαγμα.
Τι θέλω να πω: Πολλοί από εμάς, που είτε δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε, είτε είχαμε και τα χάσαμε όλα, και ιδιαίτερα εμείς οι νέοι, μάθαμε από καιρό να είμαστε έτοιμοι για όλα.
Δεν θα έχουμε πρόβλημα ούτε να ζούμε με δελτία για δύο, έξι, δώδεκα μήνες, ούτε να δουλέψουμε χωρίς αμοιβή τον πρώτο καιρό, ούτε τίποτα.
Αρκεί να γνωρίζουμε πως ο πλούτος που θα παραχθεί από το μόχθο μας κάποια στιγμή να επιστρέψει σε εμάς.
Και πώς θα γίνει αυτό; Πολύ απλά με το να κατευθύνεται στο κράτος και δη στο κοινωνικό κράτος, και όχι στις χρεοκοπημένες τράπεζες, τα χρέη των οποίων έχουμε χρυσοπληρώσει τα τελευταία χρόνια, χωρίς ποτέ να ρωτηθούμε για αυτό.
Αρκεί να μπει ένα οριστικό τέλος στο βαρέλι δίχως πάτο που ονομάζεται χρέος, έτσι ώστε όταν αποφασίσουμε να κάνουμε οικογένεια, να μη χρειαστεί να πούμε στο νεογέννητο παιδί μας «χρωστάς 28.885 €, και ας μη δανείστηκες ποτέ».
Αρκεί η σημερινή κυβέρνηση να μας πει με βεβαιότητα ότι ναι, έχει πλάνο, και δεν πάει για ρήξη «και όπου βγει».
Aρκεί να καταλάβουμε, όχι στα λόγια, αλλά στην πράξη, ότι αυτή η χώρα επιτέλους ανήκει στο λαό της, θα καλλιεργείται, θα εκμεταλλεύεται και θα παράγει πλούτο από το λαό, και κυρίως, για το λαό. Για κανένα τοκογλύφο, καμία κυβέρνηση, κανέναν τραπεζίτη.
Το πλάνο αυτό λοιπόν, της ρήξης, απαιτεί μια τεράστια σύμπνοια, κοινωνική αλληλεγγύη, και κυρίως αυτοοργάνωση. Και εκεί τίθεται το σημερινό στοίχημα για την Αριστερά.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δε ψηφίστηκε για να γίνει ένα ακόμα «κόμμα στελεχών», με μια μικρή ελίτ να αποφασίζει πίσω από κλειστές πόρτες. Ψηφίστηκε για να κάνει την ιδεολογία της Αριστεράς πράξη.
Και αυτό απαιτεί αγώνα σε κάθε πλατεία, και κάθε γειτονιά. Αυτό είναι άλλωστε η ουσία της Αριστεράς.
Πέτυχε σε αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ; Ίσως όχι. Αυτό δε σημαίνει βέβαια πως η μάχη χάθηκε. Ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να εξορμήσει στις γειτονιές, στις πλατείες, στους δρόμους. Εκεί όπου υπάρχει ο πραγματικός πόνος των συνανθρώπων μας.
Είναι, αλήθεια, ωραία τα σαλόνια της Κομισιόν και τα νεοκλασσικά της Αθήνας. Ας μην ξεχάσει όμως, η Αριστερά τις ρίζες της.
Ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει, πρωτίστως, να έχει πλάνο, να έχει σχέδιο Β. Αλλιώς, διαπραγματεύεται άσκοπα. Και κυρίως, διαπραγματεύεται μόνος του.
*φοιτητής Πολιτικών Επιστημών στο ΑΠΘ.
Οι στιγμές τις οποίες ζούμε, πέρα από βαθιά ιστορικές είναι και απολύτως κρίσιμες. Ενδέχεται μάλιστα, τη στιγμή που διαβάζεται αυτό το άρθρο, οι πληροφορίες οι οποίες δίνει να είναι ήδη ξεπερασμένες. Η Κυβέρνηση, μετά από 5 μήνες έντονων και πιεστικών διαπραγματεύσεων έφτασε μπροστά από ένα εκβιαστικό τελεσίγραφο.
Μπροστά σε αυτήν την αντιευρωπαϊκή εκτροπή αποφάσισε να κάνει έναν τολμηρό πολιτικό ελιγμό, και να ζητήσει δημοψήφισμα για την απάντηση σε αυτό. Πολύ ορθώς δήλωσαν πολλοί «στους εκβιασμούς απαντάμε με Δημοκρατία».
Ωστόσο, από αυτή την ιστορία, εξάγεται (μεταξύ άλλων) και ένα πολύ σημαντικό συμπέρασμα: Οι Θεσμοί είτε δε θέλουν, είτε δείχνουν να μη θέλουν τη συμφωνία.
Λαμβάνοντας ως υπόθεση εργασίας το ενδεχόμενο οι Θεσμοί πραγματικά να μη θέλουν τη συμφωνία, η ελληνική κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ μένουν να είναι οι ύστατοι υπερασπιστές ενός ευρωπαϊκού κεκτημένου και μιας ευρωπαϊκής αλληλεγγύης που υπάρχει πλέον μόνο σε ευχολόγια και στα χαρτιά, όσον αφορά το θεσμικό επίπεδο.
Σε εξωθεσμικό επίπεδο, η αλληλεγγύη είναι ηχηρά παρούσα σε κάθε πόλη και κάθε πλατεία των μεγάλων πόλεων της Γηραιάς Ηπείρου.
Έτσι λοιπόν, μένει να αναρωτηθούμε ποιο θα είναι το επόμενο βήμα της χώρας. Αναμφισβήτητα, ρήξη.
Ενδεχομένως, εξωτερική στάση πληρωμών, χρεωκοπία και (ενδεχομένως πάλι) επιστροφή σε εθνικό νόμισμα. Είτε έτσι, είτε αλλιώς, το λογαριασμό εν τέλει θα κληθεί να πληρώσει και πάλι ο ελληνικός λαός. Και ίσως ματώσει πολύ απότομα.
Ποιος είπε όμως πως ο ελληνικός λαός δε θέλει να πληρώνει τα σπασμένα του; Το μόνο που ζητάει είναι το αυτονόητο, δηλαδή, όταν πληρώνει για κάτι, να παίρνει και κάτι άλλο ως αντάλλαγμα.
Τι θέλω να πω: Πολλοί από εμάς, που είτε δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε, είτε είχαμε και τα χάσαμε όλα, και ιδιαίτερα εμείς οι νέοι, μάθαμε από καιρό να είμαστε έτοιμοι για όλα.
Δεν θα έχουμε πρόβλημα ούτε να ζούμε με δελτία για δύο, έξι, δώδεκα μήνες, ούτε να δουλέψουμε χωρίς αμοιβή τον πρώτο καιρό, ούτε τίποτα.
Αρκεί να γνωρίζουμε πως ο πλούτος που θα παραχθεί από το μόχθο μας κάποια στιγμή να επιστρέψει σε εμάς.
Και πώς θα γίνει αυτό; Πολύ απλά με το να κατευθύνεται στο κράτος και δη στο κοινωνικό κράτος, και όχι στις χρεοκοπημένες τράπεζες, τα χρέη των οποίων έχουμε χρυσοπληρώσει τα τελευταία χρόνια, χωρίς ποτέ να ρωτηθούμε για αυτό.
Αρκεί να μπει ένα οριστικό τέλος στο βαρέλι δίχως πάτο που ονομάζεται χρέος, έτσι ώστε όταν αποφασίσουμε να κάνουμε οικογένεια, να μη χρειαστεί να πούμε στο νεογέννητο παιδί μας «χρωστάς 28.885 €, και ας μη δανείστηκες ποτέ».
Αρκεί η σημερινή κυβέρνηση να μας πει με βεβαιότητα ότι ναι, έχει πλάνο, και δεν πάει για ρήξη «και όπου βγει».
Aρκεί να καταλάβουμε, όχι στα λόγια, αλλά στην πράξη, ότι αυτή η χώρα επιτέλους ανήκει στο λαό της, θα καλλιεργείται, θα εκμεταλλεύεται και θα παράγει πλούτο από το λαό, και κυρίως, για το λαό. Για κανένα τοκογλύφο, καμία κυβέρνηση, κανέναν τραπεζίτη.
Το πλάνο αυτό λοιπόν, της ρήξης, απαιτεί μια τεράστια σύμπνοια, κοινωνική αλληλεγγύη, και κυρίως αυτοοργάνωση. Και εκεί τίθεται το σημερινό στοίχημα για την Αριστερά.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δε ψηφίστηκε για να γίνει ένα ακόμα «κόμμα στελεχών», με μια μικρή ελίτ να αποφασίζει πίσω από κλειστές πόρτες. Ψηφίστηκε για να κάνει την ιδεολογία της Αριστεράς πράξη.
Και αυτό απαιτεί αγώνα σε κάθε πλατεία, και κάθε γειτονιά. Αυτό είναι άλλωστε η ουσία της Αριστεράς.
Πέτυχε σε αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ; Ίσως όχι. Αυτό δε σημαίνει βέβαια πως η μάχη χάθηκε. Ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να εξορμήσει στις γειτονιές, στις πλατείες, στους δρόμους. Εκεί όπου υπάρχει ο πραγματικός πόνος των συνανθρώπων μας.
Είναι, αλήθεια, ωραία τα σαλόνια της Κομισιόν και τα νεοκλασσικά της Αθήνας. Ας μην ξεχάσει όμως, η Αριστερά τις ρίζες της.
Ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει, πρωτίστως, να έχει πλάνο, να έχει σχέδιο Β. Αλλιώς, διαπραγματεύεται άσκοπα. Και κυρίως, διαπραγματεύεται μόνος του.
*φοιτητής Πολιτικών Επιστημών στο ΑΠΘ.