Το άρθρο αυτό έχει γραφτεί πριν από ένα μήνα, είναι όμως σαν να έχει γραφτεί σήμερα 14/8/2015 μετά την ψήφιση του Γ' Μνημόνιου:
Μπροστά στο ενδεχόμενο του αποκλεισμού της χώρας από την χρηματοδότηση των στοιχειωδών αναγκών της και την απειλή της εκδίωξής της από την Ευρωπαϊκή Ένωση, το ελληνικό κοινοβούλιο έχει πλέον επικυρώσει δια της ψήφου του την αποδοχή ενός ακόμη τροϊκανού μνημονίου. Ο Έλληνας πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας αναγνώρισε –σε αντίθεση με την επιλογή της σοσιαλδημοκρατίας να εφαρμόζει τον νεοφιλελευθερισμό ως μέρος του «εκσυγχρονιστικού» της προγράμματος– ότι πρόκειται για «μια κακή συμφωνία», η οποία επιβλήθηκε στους έλληνες. Τα μέλη της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ διχάστηκαν, παρόλο που τα τρία τέταρτα εξ αυτών ακολούθησαν τον Τσίπρα ψηφίζοντας ναι. Την ίδια ώρα, χιλιάδες οργισμένοι διαδηλωτές συγκεντρώθηκαν στην πλατεία Συντάγματος και στη συνέχεια διαδήλωσαν στο κέντρο της Αθήνας. Αυτή τη φορά το ΟΧΙ αφορούσε στην απόρριψη του νέου μνημονίου. Από την άλλη μεριά, στο εσωτερικό της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος, η οποία δεν έχει ακόμη συνεδριάσει, εκδηλώνεται ήδη ένα αρκετό ισχυρό ρεύμα διαφωνίας. Ταυτόχρονα όμως, υπάρχει μια γενική αίσθηση, η οποία αντλείται από τα μέλη του κόμματος και τους υποστηρικτές του, όλων των βαθμίδων, σύμφωνα με την οποία η κυβέρνηση πρέπει να υποστηριχτεί και να συνεχίσει την άσκηση των καθηκόντων της.
Μπροστά σε αυτού του είδους τις διαιρέσεις και τις απογοητεύσεις, το βασικό ερώτημα αφορά το τι θα μπορούσε να γίνει στην κατεύθυνση της αναζωογόνησης και της συνέχισης της πάλης του ΣΥΡΙΖΑ ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό. Και στο βαθμό που ο νεοφιλελευθερισμός είναι ο σημερινός καπιταλισμός –δεν υπάρχει κάποιο άλλο είδος–, τι θα μπορούσε να γίνει ώστε να τεθεί μια ισχυρή βάση για το τέλος του ίδιου του καπιταλισμού. Μολονότι κρίσιμες πτυχές του εν λόγω διλήμματος εξειδικεύονται στο πλαίσιο της ελληνικής περίπτωσης, δεν πρόκειται για ένα ερώτημα που αφορά μόνο τους Έλληνες, αλλά στο πώς η απανταχού αριστερά σκέφτεται και αποκρίνεται στην πρόκληση του ερχομού της στα πράγματα, εντός ενός απολύτως εχθρικού περιβάλλοντος, για να επιχειρήσει την προστασία του λαού από τη χειρότερη νεοφιλελεύθερη λεηλασία και να προσπαθήσει να εκκινήσει «μια πραγματικά υπαρκτή μετάβαση» προς έναν πιο εξισωτικό, αλληλέγγυο και ουσιωδώς δημοκρατικό κόσμο.
Τμήματα της ελληνικής αριστεράς και ένα μεγάλο μέρος της διεθνούς αριστεράς υποστηρίζουν ότι η συμφωνία δεν έπρεπε να γίνει αποδεκτή, υιοθετώντας την προοπτική του Grexit. Οι θιασώτες αυτής της άποψης είναι ανοιχτοί σε μια σειρά σεναρίων, με κυρίαρχο την παραίτηση της κυβέρνησης, την συνακόλουθη αυτής προκήρυξη εκλογών, και την εκπόνηση εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ ενός προγράμματος, το οποίο θα αντιστρέφει την μέχρι τώρα κυρίαρχη θέση περί παραμονής στην ευρωζώνη. Σύμφωνα με το συγκεκριμένο επιχείρημα, ανεξαρτήτως της εκλογικής του νίκης ή ήττας, το κόμμα θα καταφέρει τουλάχιστον να διατηρήσει την πολιτική του αξιοπιστία, παραμένοντας ζωντανό και μεταθέτοντας την καθοριστική μάχη σε κάποιον μελλοντικό χρόνο.
Έξοδος από το Ευρώ, Αποχώρηση από το Κράτος
Το παραπάνω επιχείρημα σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί απορριπτέο από χέρι. Αντανακλά την εύλογη συγκινησιακή μας φόρτιση και φέρει συνδηλώσεις αναφορικά με τον προσανατολισμό τής στρατηγικής μας. Ωστόσο, μέχρι πρόσφατα, τρεις στους τέσσερις αντιτίθονταν στο ενδεχόμενο του Grexit, κι ακόμη κι αν αυτό έχεί αναστραφεί δραματικά με το δημοψήφισμα και ότι ακολούθησε, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί την ύπαρξη μιας βαθιάς και καθαρής συναίνεσης στο ενδεχόμενο της αποχώρησης. Απ’ αυτή την άποψη, ο Τσίπρας κι ένα μεγάλο τμήμα τής ηγεσίας δεν μπορεί να αντικρίζονται ως «λαοπλάνοι», αλλά βαθιά αγκυρωμένοι στο έδαφος της Ευρώπης, τόσο από οικονομικής όσο και από ιδεολογικής άποψης. Για εκείνους εξ ημών που καιρό τώρα έχουμε υποστηρίξει ότι η ενδεχόμενη έξοδος είναι απαραίτητη, ειδικά από μία σοσιαλιστική προοπτική, η πρόκληση δεν είναι τόσο να καταδικάσουμε αλλά να αναρωτηθούμε: Πότε είναι η κατάλληλη στιγμή να επισυμβεί κάτι τέτοιο; Ποιά είναι τα πρακτικά βήματα, τόσο στο πεδίο των κρατικών δυνατοτήτων όσο και σε ιδεολογικό επίπεδο, που θα μπορούσαν να μετατοπίσουν το κόμμα και τη βάση του προς την ουσιαστική εξοικείωση με το συγκεκριμένο ενδεχόμενο;
Όσο για εκείνους που έχουν τη γνώμη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να ρισκάρει να χάσει το κυβερνητικό του status, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αναμετρήθηκε με το συγκεκριμένο ερώτημα στην πορεία προς τις εκλογές του 2012 και κατέληξε ότι η υπεύθυνη απάντηση ήταν να διεκδικήσει την είσοδό του στο κράτος και να κάνει ότι μπορεί για αναχαιτίσει την νεοφιλελεύθερη επίθεση από τα μέσα. Η εκλογική έκρηξη εκείνης της χρονιάς οφείλεται κυρίως στη δήλωση του Τσίπρα ότι, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν διεκδικεί απλώς την καταγραφή ενός υψηλότερου εκλογικού ποσοστού αλλά είναι αποφασισμένος να σχηματίσει κυβέρνηση με οποιονδήποτε δεχόταν να συνταχθεί μαζί του για να ανακόψει το οικονομικό μαρτύριο της χώρας, παραμένοντας όμως στην Ευρώπη. Ήταν τότε που, πλησιάζοντας την εκλογική επικράτηση σε μια τέτοια βάση, ο ΣΥΡΙΖΑ ανήλθε στην πρώτη γραμμή της προσοχής της παγκόσμιας αριστεράς, και το επόμενο καλοκαίρι ο Τσίπρας επιλέχτηκε από τα ευρωπαϊκά αριστερά κόμματα να ηγηθεί της καμπάνιας τους για τις Ευρωεκλογές του 2014. Η μετέπειτα καθαρή νίκη του ΣΥΡΙΖΑ σε αυτές τις εκλογές προδιέγραψε την νίκη του στις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015, όταν αναδείχθηκε στο πρώτο και στο μοναδικό αριστερό ευρωπαϊκό κόμμα, το οποίο αναλαμβάνει κυβερνητική εξουσία.
Ακόμη κι αν δεν λάβουμε υπόψη τα ανθρωπιστικά μέτρα που ελήφθησαν άμεσα από τη νέα κυβέρνηση χωρίς την άδεια των εκπροσώπων της Τρόικας, η ίδια αυτή η προσπάθεια αμφισβήτησης των τροϊκανών βοήθησε στην ανάδειξη του νεοφιλελεύθερου πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πυροδοτώντας ταυτόχρονα τη συζήτηση γύρω από τυχόν εναλλακτικές, όσο δύσκολο κι αν είναι να τις φανταστούμε. Έτσι, μας φαίνεται κάπως ανώριμο το συμπέρασμα που παράγεται από την τελική έκβαση της πεντάμηνης αυτής πορείας αμφισβήτησης την περασμένη εβδομάδα, όσο απογοητευτική κι αν αυτή υπήρξε, ότι δηλαδή είναι καλύτερο ο ΣΥΡΙΖΑ να εγκαταλείψει το κράτος στους αστούς αντιπάλους του. Μοιάζει εποικοδομητικότερο να κινηθούμε πέρα από την κατακραυγή και τη διαμαρτυρία, αφήνοντας κατά μέρους τα σενάρια περί παραίτησης και δίνοντας τη μάχη, με όσα μέσα είναι πλέον διαθέσιμα στο επίπεδο του κράτους, για την υποστήριξη των αναγκών του κόσμου του ΟΧΙ, συνεισφέροντας ταυτόχρονα στην τόσο απαραίτητη ανάπτυξη των ήδη ισχυρά εκδηλούμενων δυνατοτήτων του για αλληλεγγύη και καινοτομία. Ελλείψει αυτών ένα παραγωγικό μοτίβο για την έξοδο από την ευρωζώνη, ίσως ακόμη κι από την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση, φαντάζει ως κάτι ασύλληπτο. Εδώ ακριβώς έγκειται, κι όχι στα κρυφίως εκπονούμενα σχέδια για ένα νέο νόμισμα, η κατάλληλη προετοιμασία ενός κοινωνικά βιώσιμου Grexit.
Εκείνοι που υποστηρίζουν την έξοδο από το ευρώ αναγνωρίζουν ανοικτά το ενδεχόμενο κόστος. Ωστόσο, ορισμένες φορές τείνουν, κάπως απερίσκεπτα, στην υποεκτίμηση του κοινωνικού χάους που αυτό συνεπάγεται ιδιαίτερα για ένα κράτος που εδώ και δύο αιώνες αρθρώνεται στο έδαφος πελατειακών πρακτικών. Σύστοιχη αυτού είναι μια κάποιου είδους υπερβολή αναφορικά με όσα μπορεί να επιτύχει, από μόνη της, μια έξοδος από το ευρώ. Τα οικονομικά ενός υποτιμημένου νομίσματος οδηγούν με βεβαιότητα σε άνοδο του πληθωρισμού και σε περαιτέρω μείωση του βιοτικού επιπέδου, αφήνοντας ελάχιστα περιθώρια ανάπτυξης μιας νέας ανταγωνιστικής βιομηχανίας. Εκεί όπου το βάθος της κρίσης είναι τόσο σοβαρό όσο είναι στην Ελλάδα, κι εν μέρει οφειλόμενο στην ίδια την αναδιάρθρωση της οικονομίας που επήλθε ως συνέπεια της βαθύτερης ενσωμάτωσης στην Ευρώπη, αλλαγές στο νομισματικό πεδίο είναι απίθανο να αποκαταστήσουν παλιές βιομηχανίες ή να αναπτύξουν νέες. Αρκεί να αναλογιστούμε πόσα κράτη με το δικό τους νόμισμα καθίστανται ανίκανα να αντιπαλέψουν τα δεινά του νεοφιλελευθερισμού.
Είναι αρκετά φανερό ότι οι επιλογές της κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ, εντός του αρνητικού περιβάλλοντος του νέου μνημονίου και της ακόμη πιο σκληρής συνθήκης ενσωμάτωσης της χώρας στη νεοφιλελεύθερη Ευρώπη, καθίστανται αρκετά περιορισμένες. Θα πρέπει επίσης να έχει γίνει πλέον σαφές, σε όλα εκείνα τα μέλη του κόμματος, των οποίων η δέσμευση προς την Ευρώπη καθίστατο θεμελιακή, ότι η παραμονή στην Ευρωζώνη είναι πλήρως ασυμβίβαστη με την αναχαίτιση του αρνητικού αντίκτυπου του νεοφιλελεύθερων πολιτικών στις ζωές των περισσοτέρων Ελλήνων. Κάτι τέτοιο ενισχύει την ελπίδα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, και τα ευρωπαϊκά αριστερά κόμματα γενικά, θα εγκαταλείψουν την ιδέα ότι ένα ακόμη περισσότερο κεντρικοποιημένο διακρατικό ευρωπαϊκό κράτος θα είναι και προοδευτικότερο. Όμως όλα αυτά σε καμία περίπτωση δεν οδηγούν στο συμπέρασμα ότι, θα ήταν ορθό για το ΣΥΡΙΖΑ, να πυροδοτήσει ένα Grexit τη δεδομένη στιγμή, δίχως μια αρκετά βαθύτερη προετοιμασία για την αναμέτρηση με τις συνέπειές του.
Ποιος θα ήταν όμως ο αντίλογος στην πρόταση για παραίτηση της κυβέρνησης ώστε να απεγκλωβιστεί από την εφαρμογή του μνημονίου; Έχοντας εισέλθει στο κράτος στη βάση τής υπόσχεσης για την προσπάθεια ανακούφισης των ανθρώπων από τις επιπτώσεις του νεοφιλελευθερισμού, θα ήταν εξαιρετικά ανεύθυνη μια παραίτηση μετά από όσα επιβλήθηκαν στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ για τον αντινεοφιλελεύθερο προσανατολισμό της και τη δημοκρατική της τόλμη να καλέσει το δημοψήφισμα. Αυτό από μόνο του βαθαίνει την ευθύνη της να κάνει ότι μπορεί να γίνει για να αναχαιτίσει τον αντίκτυπο του νεοφιλελευθερισμού. Το να έπραττε διαφορετικά θα ήταν σαν να συναινεί με τους στόχους όλων εκείνων που επιχείρησαν να χρησιμοποιήσουν τις διαπραγματεύσεις σαν μοχλό πίεσης για την πτώση της κυβέρνησης.
Προς ένα πραγματικό Plan B
Το σημείο εκκίνησής μας αφορά στην πεποίθηση ότι, οι όροι της αντίθεσης ανάμεσα σε ένα εξαντληθέν Plan A (τη διαπραγμάτευση με την Ευρώπη) και στην απόρριψη του ευρώ (Plan B) δημιουργούν ένα αρκετά στενό πλαίσιο για να κατανοήσουμε το πραγματικό δίλλημα με το οποίο βρίσκεται αντιμέτωπος ο ΣΥΡΙΖΑ. Η υπέρβαση του απλοϊκού αυτού διλήμματος οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η βαθύτερη προετοιμασία για μια έξοδο από την ευρωζώνη, και πιθανόν και από την Ευρωπαϊκή Ένωση, στην πραγματικότητα συνεπάγεται την αξιοποίηση των αλληλέγγυων δικτύων, τα οποία αποτέλεσαν την απάντηση της κοινωνίας απέναντι στην κρίση, ως βάση για την εκκίνηση του μετασχηματισμού των εν Ελλάδι κοινωνικών σχέσεων. Αυτό είναι το πραγματικό Plan B, το έδαφος στο οποίο τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και τα κοινωνικά κινήματα δύνανται ίσως να αποκτήσουν μια νέα ώθηση. Αλλά πως θα μπορούσε άραγε μια τέτοια θέση να λάβει κάπως πιο συγκεκριμένα χαρακτηριστικά;
Μια ιδιαίτερη έκφανση της πάλης των τάξεων κατά την πρόσφατη περίοδο αφορά στην ανάπτυξη του περίφημου από-τα-κάτω κινήματος της αλληλεγγύης, το οποίο συγκροτήθηκε –όπως κάθε οργανωμένη συλλογικότητα θα όφειλε– για την αντιμετώπιση των αναγκών των οικονομικά πληττόμενων τμημάτων του πληθυσμού. Μέσω της ανάπτυξής του, οι περίπου 400 αλληλεγγύες δομές στο σύνολο της ελληνικής επικράτειας συμβάλλουν στην αντιμετώπιση των βασικών κοινωνικών αναγκών στη βάση δημοκρατικά αυτοοργανωμένων συλλογικοτήτων, οι οποίες παρέχουν υποστήριξη σε ότι αφορά την υγειονομική περίθαλψη, τη σίτιση, τη στέγαση και πολλές άλλες ανάγκες. Τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ συγκαταλέγονται στους βαθιά εμπλεκόμενους στην υπόθεση της εγκαθίδρυσης και της διατήρησης των αλληλέγγυων δικτύων, ενώ οι εκλεγμένοι/ες το 2012 βουλευτές του συνεισέφεραν σε αυτά το 20% του μισθού τους. Αλλά από την εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση στις αρχές της φετινής χρονιάς, ελάχιστα έχουν γίνει στην κατεύθυνση του να χρησιμοποιήσει το κράτος έτσι ώστε να διατηρήσει και να διευρύνει αυτό το τόσο αξιόλογο κίνημα.
Είναι χαρακτηριστική η απογοήτευση που μας εξέφρασαν δύο εκ των συντονιστών της συνέλευσης του «Αλληλεγγύη για Όλους» αναφορικά με τη μη ανταπόκριση του Υπουργείου Γεωργίας στο αίτημά τους για πληροφορίες που αφορούσαν στις τοποθεσίες ορισμένων ειδικών καλλιεργειών, ώστε να έρθουν σε επαφή με ένα ευρύτερο πλήθος αγροτών και να αναπτύξουν πιο άμεσους συνδέσμους ανάμεσα σε αυτούς και στους ανθρώπους που έχουν ανάγκη. Μόνο 12 άνθρωποι απασχολούνται επαγγελματικά στην Αλληλεγγύη για Όλους, αν και ο αριθμός τους θα έπρεπε να είναι πολλαπλάσιος μέσω της κρατικής αρωγής. Τα στρατιωτικά οχήματα, τα οποία μένουν αχρησιμοποίητα στο ενδιάμεσο των στρατιωτικών παρελάσεων, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να διευκολυνθεί η διανομή του φαγητού μέσω των δικτύων ως ένας τρόπος αντιστάθμισης ορισμένων εκ των περικοπών στους φτωχότερους εκ των συνταξιούχων, και αποζημίωσης για τον αυξημένο ΦΠΑ στην τροφή που επιβάλλει το τελευταίο μνημόνιο. Ένα πλήθος κρατικών υπηρεσιών θα μπορούσε να συμβάλλει στην προσπάθεια εντοπισμού γης σε αχρησία -εκ της οποίας υπάρχει μπόλικη τόσο στην ύπαιθρο όσο και στα μετά την κρίση αστικά κέντρα- η οποία θα μπορούσε να δοθεί σε κοινοτικούς συνεταιρισμούς για την δημιουργία παραγωγής τροφίμων που θα αναλάβουν και τον συντονισμό των επιμέρους υποπεριοχών.
Το Υπουργείο Παιδείας, από την άλλη μεριά, θα πρέπει να εμπλακεί ενεργά στην ανάδειξη των σχολικών μονάδων ως κοινωνικών κόμβων, οι οποίοι θα παρέχουν στα κοινωνικά κινήματα το χώρο για την οργάνωση των υπηρεσιών της σίτισης και της υγειονομικής περίθαλψης, αλλά και το χώρο της τεχνικής εκπαίδευσης των ανθρώπων γύρω από αυτού του είδους τις κοινωνικές υπηρεσίες. Συζητώντας με πολιτικά ενεργούς φοιτητές του αριστερού χώρου, γύρω από τη συγκεκριμένη προβληματική, καταλάβαμε ότι, ενώ η αποτελεσματικότητα της παρέμβασής τους στο πλαίσιο της φοιτητικής κοινότητας, η οποία αφορά από τις φοιτητικές εκλογές μέχρι τη διανομή πολιτικού υλικού και τη διοργάνωση διαδηλώσεων, βρίσκεται σε αρκετά καλό επίπεδο, οι δυνατότητες παρέμβασής τους σε ευρύτερες σφαίρες του κοινωνικού είναι αρκετά περιορισμένες. Το Υπουργείο Παιδείας θα μπορούσε να συνεισφέρει στην υπέρβαση των όποιων δυσκολιών, μέσω της σύστασης προγραμμάτων προετοιμασίας των σπουδαστών για τη συμμετοχή τους στη λειτουργία ευρύτερων κοινοτήτων, όπου θα μπορούσαν να συνεισφέρουν στον τομέα της εκπαίδευσης ενηλίκων και πολλών άλλων κοινωφελών υπηρεσιών.
Ομοίως, οι ιδιωτικοποιήσεις που επιβλήθηκαν στο ελληνικό κράτος θα μπορούσαν να συνοδεύονται από την απαίτηση προς τους νέους ιδιοκτήτες για την αποδοχή εκ μέρους τους αντισταθμιστικών δεσμεύσεων που θα αφορούν στη δημιουργία βιομηχανικών ζωνών, ικανών να παράσχουν νέες θέσεις εργασίας. Οι ιδιωτικοποιημένες εταιρίες θα μπορούσε να απαιτηθεί να προμηθεύουν με προϊόντα την ελληνική αγορά, ενώ οι κρατικές δαπάνες σε υλικά και εφόδια (σαν αυτά που αφορούν τις υποδομές των σχολείων και των νοσοκομείων) θα μπορούσαν να υποβοηθηθούν από τις νέες παραγωγικές μονάδες που θα εγκαθιδρυθούν κάτω από αυτού του είδους τη συνθήκη. Από την άλλη μεριά, το πλήθος των υλικοτεχνικών υποδομών που αυτή τη στιγμή καθίστανται λειτουργικά αδρανείς (όπως για παράδειγμα οι ολυμπιακές εγκαταστάσεις), θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την υποστήριξη της λειτουργίας κάθε είδους συνεταιρισμών και επιχειρήσεων μικρής κλίμακας. Στην αναδιαμόρφωση των συγκεκριμένων χώρων, ώστε να καταστούν λειτουργικά βιώσιμοι, θα μπορούσε να απασχοληθεί ένα πλήθος νέων αρχιτεκτόνων και μηχανικών. Το Work Project Administration που εφαρμόστηκε από το αμερικανικό κράτος την περίοδο του New Deal θα μπορούσε να αποτελέσει το παράδειγμα όχι μόνο σε ότι αφορά τα ως εδώ αναφερόμενα, αλλά και για την υποστήριξη ενός ευρέως φάσματος καλλιτεχνικών, θεατρικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων, στις οποίες εμπλέκεται ήδη ένας αξιοσημείωτος αριθμός άνεργων νέων ανθρώπων.
Σε καμία περίπτωση δεν θα θέλαμε να υπερεκτιμήσουμε τις δυνατότητες της παρούσας κατάστασης. Γνωρίζουμε καλά ότι τέτοιου είδους πειραματισμοί δεν θα μπορούσαν να καταστούν από μόνοι τους «λύσεις». Κι είναι καθόλα εύλογη η αντίρρηση ότι έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τις απαιτήσεις προσαρμογής του νέου μνημονίου. Ωστόσο, θα πρέπει να ειδωθούν, από στρατηγικής σκοπιάς, ως το κάλεσμα προς μια εποικοδομητική προσέγγιση νέων τρόπων διασύνδεσης του κράτους με την κοινότητα, οι οποίοι θα μπορούσαν να αντισταθμίσουν το γκρι και το μαύρο των αγορών που διαφορετικά θα καταπνίξει μια οικονομία που βρίσκεται ήδη σε τροχιά εξόδου από την ευρωζώνη. Ταυτόχρονα, θα μπορούσαν να βοηθήσουν σημαντικά στο να τεθούν τα θεμέλια για μια νέου είδους διευθέτηση των αντικειμενικών εγχώριων δυσκολιών που επιβάλλουν οι ανισότητες του πλούτο και η ιδιωτική περιουσία, καθώς και στην συγκεκριμενοποίηση της ανάγκης για επενδυτικό σχεδιασμό και δημοσία ιδιοκτησία, έτσι ώστε το κοινωνικά παραγόμενο πλεόνασμα ανακυκλώνεται κατά κοινωνικά ελεγχόμενο τρόπο σε τοπικό, περιφερειακό και κλαδικό επίπεδο.
Συμπέρασμα: Μια ηγεσία νέου τύπου
Επί του παρόντος η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ διατηρεί ακόμη ένα ισχυρό απόθεμα αναγνώρισης καλής θέλησης ακόμα και μετά το σοβαρό πλήγμα που έχει επιφέρει το μνημόνιο. Για να αποτραπεί η περαιτέρω διάβρωση της λαϊκής υποστήριξης είναι αναγκαία η συγκεκριμένη αντιμετώπιση τής επιβαλλόμενης από την Τρόικα νομοθεσίας. Για κάθε αρνητικό μέτρο που η κυβέρνηση θα κληθεί να πάρει θα πρέπει να υπάρχει ένα θετικό αντιστάθμισμα που θα αποδεικνύει την αδιατάρακτη δέσμευσή της στη μάχη κατά του νεοφιλελευθερισμού. Οι υπουργοί του ΣΥΡΙΖΑ δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αποπειραθούν να παρουσιάσουν τις καταστροφικές επιβολές του μνημονίου ως κάτι θετικό, αλλά δρώντας, όπως οφείλουν, σαν σοσιαλιστές δάσκαλοι, να βοηθούν το λαό να αντιληφθεί ότι τον εμποδίζει να βελτιώσει τη ζωή του και να ενισχύουν τις μακροπρόθεσμες προσδοκίες του συνεχίζοντας να αντιτίθενται στον νεοφιλελευθερισμό και διαπλάθοντας μαζί το σοσιαλιστικό όραμα της αλληλεγγύης και της δημοκρατίας. Κι είναι αυτό ακριβώς που θα μπορούσε να εμπνεύσει και να καθοδηγήσει τον μετασχηματισμό των κρατικών δομών σε μια κατεύθυνση εντελώς διαφορετική από εκείνη του πελατειακού παρελθόντος τους.
Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν μπορεί να συμβεί, αν ο ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα δεν καταφέρει να αναπτύξει τον προσανατολισμό και τις δυνατότητες μεταστροφής του κράτους και της κοινωνίας προς αυτή την κατεύθυνση. Συναντήσαμε πολλούς ανθρώπους τόσο στο κόμμα και στα κοινωνικά κινήματα, όσο και σε κυβερνητικές θέσεις στο κράτος, των οποίων η βασική ανησυχία είναι ότι ΣΥΡΙΖΑ υπολείπεται κατά πολύ από αυτήν ακριβώς την άποψη. Ανάμεσα στους πολλούς λόγους που έχει κανείς για να σταθεί κριτικά απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ, αυτός είναι, κατά τη γνώμη μας, ο σημαντικότερος.
Μετάφραση: Γιάννης Μανώλης
*Οι Sam Gindin και Leo Panitch είναι μαρξιστές κοινωνικοί επιστήμονες στο York University του Καναδά, με σημαντική συνεισφορά στη σύγχρονη συζήτηση. Βρέθηκαν στην Αθήνα την εβδομάδα που ακολούθησε την υπογραφή της συμφωνίας, συμ-μετέχοντας στο Democracy Rising World Conference. To πρωτότυπο του κειμένου βρίσκεται εδώ:http://www.socialistproject.ca/bullet/1145.php
Μπροστά στο ενδεχόμενο του αποκλεισμού της χώρας από την χρηματοδότηση των στοιχειωδών αναγκών της και την απειλή της εκδίωξής της από την Ευρωπαϊκή Ένωση, το ελληνικό κοινοβούλιο έχει πλέον επικυρώσει δια της ψήφου του την αποδοχή ενός ακόμη τροϊκανού μνημονίου. Ο Έλληνας πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας αναγνώρισε –σε αντίθεση με την επιλογή της σοσιαλδημοκρατίας να εφαρμόζει τον νεοφιλελευθερισμό ως μέρος του «εκσυγχρονιστικού» της προγράμματος– ότι πρόκειται για «μια κακή συμφωνία», η οποία επιβλήθηκε στους έλληνες. Τα μέλη της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ διχάστηκαν, παρόλο που τα τρία τέταρτα εξ αυτών ακολούθησαν τον Τσίπρα ψηφίζοντας ναι. Την ίδια ώρα, χιλιάδες οργισμένοι διαδηλωτές συγκεντρώθηκαν στην πλατεία Συντάγματος και στη συνέχεια διαδήλωσαν στο κέντρο της Αθήνας. Αυτή τη φορά το ΟΧΙ αφορούσε στην απόρριψη του νέου μνημονίου. Από την άλλη μεριά, στο εσωτερικό της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος, η οποία δεν έχει ακόμη συνεδριάσει, εκδηλώνεται ήδη ένα αρκετό ισχυρό ρεύμα διαφωνίας. Ταυτόχρονα όμως, υπάρχει μια γενική αίσθηση, η οποία αντλείται από τα μέλη του κόμματος και τους υποστηρικτές του, όλων των βαθμίδων, σύμφωνα με την οποία η κυβέρνηση πρέπει να υποστηριχτεί και να συνεχίσει την άσκηση των καθηκόντων της.
Μπροστά σε αυτού του είδους τις διαιρέσεις και τις απογοητεύσεις, το βασικό ερώτημα αφορά το τι θα μπορούσε να γίνει στην κατεύθυνση της αναζωογόνησης και της συνέχισης της πάλης του ΣΥΡΙΖΑ ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό. Και στο βαθμό που ο νεοφιλελευθερισμός είναι ο σημερινός καπιταλισμός –δεν υπάρχει κάποιο άλλο είδος–, τι θα μπορούσε να γίνει ώστε να τεθεί μια ισχυρή βάση για το τέλος του ίδιου του καπιταλισμού. Μολονότι κρίσιμες πτυχές του εν λόγω διλήμματος εξειδικεύονται στο πλαίσιο της ελληνικής περίπτωσης, δεν πρόκειται για ένα ερώτημα που αφορά μόνο τους Έλληνες, αλλά στο πώς η απανταχού αριστερά σκέφτεται και αποκρίνεται στην πρόκληση του ερχομού της στα πράγματα, εντός ενός απολύτως εχθρικού περιβάλλοντος, για να επιχειρήσει την προστασία του λαού από τη χειρότερη νεοφιλελεύθερη λεηλασία και να προσπαθήσει να εκκινήσει «μια πραγματικά υπαρκτή μετάβαση» προς έναν πιο εξισωτικό, αλληλέγγυο και ουσιωδώς δημοκρατικό κόσμο.
Τμήματα της ελληνικής αριστεράς και ένα μεγάλο μέρος της διεθνούς αριστεράς υποστηρίζουν ότι η συμφωνία δεν έπρεπε να γίνει αποδεκτή, υιοθετώντας την προοπτική του Grexit. Οι θιασώτες αυτής της άποψης είναι ανοιχτοί σε μια σειρά σεναρίων, με κυρίαρχο την παραίτηση της κυβέρνησης, την συνακόλουθη αυτής προκήρυξη εκλογών, και την εκπόνηση εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ ενός προγράμματος, το οποίο θα αντιστρέφει την μέχρι τώρα κυρίαρχη θέση περί παραμονής στην ευρωζώνη. Σύμφωνα με το συγκεκριμένο επιχείρημα, ανεξαρτήτως της εκλογικής του νίκης ή ήττας, το κόμμα θα καταφέρει τουλάχιστον να διατηρήσει την πολιτική του αξιοπιστία, παραμένοντας ζωντανό και μεταθέτοντας την καθοριστική μάχη σε κάποιον μελλοντικό χρόνο.
Έξοδος από το Ευρώ, Αποχώρηση από το Κράτος
Το παραπάνω επιχείρημα σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί απορριπτέο από χέρι. Αντανακλά την εύλογη συγκινησιακή μας φόρτιση και φέρει συνδηλώσεις αναφορικά με τον προσανατολισμό τής στρατηγικής μας. Ωστόσο, μέχρι πρόσφατα, τρεις στους τέσσερις αντιτίθονταν στο ενδεχόμενο του Grexit, κι ακόμη κι αν αυτό έχεί αναστραφεί δραματικά με το δημοψήφισμα και ότι ακολούθησε, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί την ύπαρξη μιας βαθιάς και καθαρής συναίνεσης στο ενδεχόμενο της αποχώρησης. Απ’ αυτή την άποψη, ο Τσίπρας κι ένα μεγάλο τμήμα τής ηγεσίας δεν μπορεί να αντικρίζονται ως «λαοπλάνοι», αλλά βαθιά αγκυρωμένοι στο έδαφος της Ευρώπης, τόσο από οικονομικής όσο και από ιδεολογικής άποψης. Για εκείνους εξ ημών που καιρό τώρα έχουμε υποστηρίξει ότι η ενδεχόμενη έξοδος είναι απαραίτητη, ειδικά από μία σοσιαλιστική προοπτική, η πρόκληση δεν είναι τόσο να καταδικάσουμε αλλά να αναρωτηθούμε: Πότε είναι η κατάλληλη στιγμή να επισυμβεί κάτι τέτοιο; Ποιά είναι τα πρακτικά βήματα, τόσο στο πεδίο των κρατικών δυνατοτήτων όσο και σε ιδεολογικό επίπεδο, που θα μπορούσαν να μετατοπίσουν το κόμμα και τη βάση του προς την ουσιαστική εξοικείωση με το συγκεκριμένο ενδεχόμενο;
Όσο για εκείνους που έχουν τη γνώμη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να ρισκάρει να χάσει το κυβερνητικό του status, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αναμετρήθηκε με το συγκεκριμένο ερώτημα στην πορεία προς τις εκλογές του 2012 και κατέληξε ότι η υπεύθυνη απάντηση ήταν να διεκδικήσει την είσοδό του στο κράτος και να κάνει ότι μπορεί για αναχαιτίσει την νεοφιλελεύθερη επίθεση από τα μέσα. Η εκλογική έκρηξη εκείνης της χρονιάς οφείλεται κυρίως στη δήλωση του Τσίπρα ότι, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν διεκδικεί απλώς την καταγραφή ενός υψηλότερου εκλογικού ποσοστού αλλά είναι αποφασισμένος να σχηματίσει κυβέρνηση με οποιονδήποτε δεχόταν να συνταχθεί μαζί του για να ανακόψει το οικονομικό μαρτύριο της χώρας, παραμένοντας όμως στην Ευρώπη. Ήταν τότε που, πλησιάζοντας την εκλογική επικράτηση σε μια τέτοια βάση, ο ΣΥΡΙΖΑ ανήλθε στην πρώτη γραμμή της προσοχής της παγκόσμιας αριστεράς, και το επόμενο καλοκαίρι ο Τσίπρας επιλέχτηκε από τα ευρωπαϊκά αριστερά κόμματα να ηγηθεί της καμπάνιας τους για τις Ευρωεκλογές του 2014. Η μετέπειτα καθαρή νίκη του ΣΥΡΙΖΑ σε αυτές τις εκλογές προδιέγραψε την νίκη του στις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015, όταν αναδείχθηκε στο πρώτο και στο μοναδικό αριστερό ευρωπαϊκό κόμμα, το οποίο αναλαμβάνει κυβερνητική εξουσία.
Ακόμη κι αν δεν λάβουμε υπόψη τα ανθρωπιστικά μέτρα που ελήφθησαν άμεσα από τη νέα κυβέρνηση χωρίς την άδεια των εκπροσώπων της Τρόικας, η ίδια αυτή η προσπάθεια αμφισβήτησης των τροϊκανών βοήθησε στην ανάδειξη του νεοφιλελεύθερου πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πυροδοτώντας ταυτόχρονα τη συζήτηση γύρω από τυχόν εναλλακτικές, όσο δύσκολο κι αν είναι να τις φανταστούμε. Έτσι, μας φαίνεται κάπως ανώριμο το συμπέρασμα που παράγεται από την τελική έκβαση της πεντάμηνης αυτής πορείας αμφισβήτησης την περασμένη εβδομάδα, όσο απογοητευτική κι αν αυτή υπήρξε, ότι δηλαδή είναι καλύτερο ο ΣΥΡΙΖΑ να εγκαταλείψει το κράτος στους αστούς αντιπάλους του. Μοιάζει εποικοδομητικότερο να κινηθούμε πέρα από την κατακραυγή και τη διαμαρτυρία, αφήνοντας κατά μέρους τα σενάρια περί παραίτησης και δίνοντας τη μάχη, με όσα μέσα είναι πλέον διαθέσιμα στο επίπεδο του κράτους, για την υποστήριξη των αναγκών του κόσμου του ΟΧΙ, συνεισφέροντας ταυτόχρονα στην τόσο απαραίτητη ανάπτυξη των ήδη ισχυρά εκδηλούμενων δυνατοτήτων του για αλληλεγγύη και καινοτομία. Ελλείψει αυτών ένα παραγωγικό μοτίβο για την έξοδο από την ευρωζώνη, ίσως ακόμη κι από την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση, φαντάζει ως κάτι ασύλληπτο. Εδώ ακριβώς έγκειται, κι όχι στα κρυφίως εκπονούμενα σχέδια για ένα νέο νόμισμα, η κατάλληλη προετοιμασία ενός κοινωνικά βιώσιμου Grexit.
Εκείνοι που υποστηρίζουν την έξοδο από το ευρώ αναγνωρίζουν ανοικτά το ενδεχόμενο κόστος. Ωστόσο, ορισμένες φορές τείνουν, κάπως απερίσκεπτα, στην υποεκτίμηση του κοινωνικού χάους που αυτό συνεπάγεται ιδιαίτερα για ένα κράτος που εδώ και δύο αιώνες αρθρώνεται στο έδαφος πελατειακών πρακτικών. Σύστοιχη αυτού είναι μια κάποιου είδους υπερβολή αναφορικά με όσα μπορεί να επιτύχει, από μόνη της, μια έξοδος από το ευρώ. Τα οικονομικά ενός υποτιμημένου νομίσματος οδηγούν με βεβαιότητα σε άνοδο του πληθωρισμού και σε περαιτέρω μείωση του βιοτικού επιπέδου, αφήνοντας ελάχιστα περιθώρια ανάπτυξης μιας νέας ανταγωνιστικής βιομηχανίας. Εκεί όπου το βάθος της κρίσης είναι τόσο σοβαρό όσο είναι στην Ελλάδα, κι εν μέρει οφειλόμενο στην ίδια την αναδιάρθρωση της οικονομίας που επήλθε ως συνέπεια της βαθύτερης ενσωμάτωσης στην Ευρώπη, αλλαγές στο νομισματικό πεδίο είναι απίθανο να αποκαταστήσουν παλιές βιομηχανίες ή να αναπτύξουν νέες. Αρκεί να αναλογιστούμε πόσα κράτη με το δικό τους νόμισμα καθίστανται ανίκανα να αντιπαλέψουν τα δεινά του νεοφιλελευθερισμού.
Είναι αρκετά φανερό ότι οι επιλογές της κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ, εντός του αρνητικού περιβάλλοντος του νέου μνημονίου και της ακόμη πιο σκληρής συνθήκης ενσωμάτωσης της χώρας στη νεοφιλελεύθερη Ευρώπη, καθίστανται αρκετά περιορισμένες. Θα πρέπει επίσης να έχει γίνει πλέον σαφές, σε όλα εκείνα τα μέλη του κόμματος, των οποίων η δέσμευση προς την Ευρώπη καθίστατο θεμελιακή, ότι η παραμονή στην Ευρωζώνη είναι πλήρως ασυμβίβαστη με την αναχαίτιση του αρνητικού αντίκτυπου του νεοφιλελεύθερων πολιτικών στις ζωές των περισσοτέρων Ελλήνων. Κάτι τέτοιο ενισχύει την ελπίδα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, και τα ευρωπαϊκά αριστερά κόμματα γενικά, θα εγκαταλείψουν την ιδέα ότι ένα ακόμη περισσότερο κεντρικοποιημένο διακρατικό ευρωπαϊκό κράτος θα είναι και προοδευτικότερο. Όμως όλα αυτά σε καμία περίπτωση δεν οδηγούν στο συμπέρασμα ότι, θα ήταν ορθό για το ΣΥΡΙΖΑ, να πυροδοτήσει ένα Grexit τη δεδομένη στιγμή, δίχως μια αρκετά βαθύτερη προετοιμασία για την αναμέτρηση με τις συνέπειές του.
Ποιος θα ήταν όμως ο αντίλογος στην πρόταση για παραίτηση της κυβέρνησης ώστε να απεγκλωβιστεί από την εφαρμογή του μνημονίου; Έχοντας εισέλθει στο κράτος στη βάση τής υπόσχεσης για την προσπάθεια ανακούφισης των ανθρώπων από τις επιπτώσεις του νεοφιλελευθερισμού, θα ήταν εξαιρετικά ανεύθυνη μια παραίτηση μετά από όσα επιβλήθηκαν στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ για τον αντινεοφιλελεύθερο προσανατολισμό της και τη δημοκρατική της τόλμη να καλέσει το δημοψήφισμα. Αυτό από μόνο του βαθαίνει την ευθύνη της να κάνει ότι μπορεί να γίνει για να αναχαιτίσει τον αντίκτυπο του νεοφιλελευθερισμού. Το να έπραττε διαφορετικά θα ήταν σαν να συναινεί με τους στόχους όλων εκείνων που επιχείρησαν να χρησιμοποιήσουν τις διαπραγματεύσεις σαν μοχλό πίεσης για την πτώση της κυβέρνησης.
Προς ένα πραγματικό Plan B
Το σημείο εκκίνησής μας αφορά στην πεποίθηση ότι, οι όροι της αντίθεσης ανάμεσα σε ένα εξαντληθέν Plan A (τη διαπραγμάτευση με την Ευρώπη) και στην απόρριψη του ευρώ (Plan B) δημιουργούν ένα αρκετά στενό πλαίσιο για να κατανοήσουμε το πραγματικό δίλλημα με το οποίο βρίσκεται αντιμέτωπος ο ΣΥΡΙΖΑ. Η υπέρβαση του απλοϊκού αυτού διλήμματος οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η βαθύτερη προετοιμασία για μια έξοδο από την ευρωζώνη, και πιθανόν και από την Ευρωπαϊκή Ένωση, στην πραγματικότητα συνεπάγεται την αξιοποίηση των αλληλέγγυων δικτύων, τα οποία αποτέλεσαν την απάντηση της κοινωνίας απέναντι στην κρίση, ως βάση για την εκκίνηση του μετασχηματισμού των εν Ελλάδι κοινωνικών σχέσεων. Αυτό είναι το πραγματικό Plan B, το έδαφος στο οποίο τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και τα κοινωνικά κινήματα δύνανται ίσως να αποκτήσουν μια νέα ώθηση. Αλλά πως θα μπορούσε άραγε μια τέτοια θέση να λάβει κάπως πιο συγκεκριμένα χαρακτηριστικά;
Μια ιδιαίτερη έκφανση της πάλης των τάξεων κατά την πρόσφατη περίοδο αφορά στην ανάπτυξη του περίφημου από-τα-κάτω κινήματος της αλληλεγγύης, το οποίο συγκροτήθηκε –όπως κάθε οργανωμένη συλλογικότητα θα όφειλε– για την αντιμετώπιση των αναγκών των οικονομικά πληττόμενων τμημάτων του πληθυσμού. Μέσω της ανάπτυξής του, οι περίπου 400 αλληλεγγύες δομές στο σύνολο της ελληνικής επικράτειας συμβάλλουν στην αντιμετώπιση των βασικών κοινωνικών αναγκών στη βάση δημοκρατικά αυτοοργανωμένων συλλογικοτήτων, οι οποίες παρέχουν υποστήριξη σε ότι αφορά την υγειονομική περίθαλψη, τη σίτιση, τη στέγαση και πολλές άλλες ανάγκες. Τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ συγκαταλέγονται στους βαθιά εμπλεκόμενους στην υπόθεση της εγκαθίδρυσης και της διατήρησης των αλληλέγγυων δικτύων, ενώ οι εκλεγμένοι/ες το 2012 βουλευτές του συνεισέφεραν σε αυτά το 20% του μισθού τους. Αλλά από την εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση στις αρχές της φετινής χρονιάς, ελάχιστα έχουν γίνει στην κατεύθυνση του να χρησιμοποιήσει το κράτος έτσι ώστε να διατηρήσει και να διευρύνει αυτό το τόσο αξιόλογο κίνημα.
Είναι χαρακτηριστική η απογοήτευση που μας εξέφρασαν δύο εκ των συντονιστών της συνέλευσης του «Αλληλεγγύη για Όλους» αναφορικά με τη μη ανταπόκριση του Υπουργείου Γεωργίας στο αίτημά τους για πληροφορίες που αφορούσαν στις τοποθεσίες ορισμένων ειδικών καλλιεργειών, ώστε να έρθουν σε επαφή με ένα ευρύτερο πλήθος αγροτών και να αναπτύξουν πιο άμεσους συνδέσμους ανάμεσα σε αυτούς και στους ανθρώπους που έχουν ανάγκη. Μόνο 12 άνθρωποι απασχολούνται επαγγελματικά στην Αλληλεγγύη για Όλους, αν και ο αριθμός τους θα έπρεπε να είναι πολλαπλάσιος μέσω της κρατικής αρωγής. Τα στρατιωτικά οχήματα, τα οποία μένουν αχρησιμοποίητα στο ενδιάμεσο των στρατιωτικών παρελάσεων, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να διευκολυνθεί η διανομή του φαγητού μέσω των δικτύων ως ένας τρόπος αντιστάθμισης ορισμένων εκ των περικοπών στους φτωχότερους εκ των συνταξιούχων, και αποζημίωσης για τον αυξημένο ΦΠΑ στην τροφή που επιβάλλει το τελευταίο μνημόνιο. Ένα πλήθος κρατικών υπηρεσιών θα μπορούσε να συμβάλλει στην προσπάθεια εντοπισμού γης σε αχρησία -εκ της οποίας υπάρχει μπόλικη τόσο στην ύπαιθρο όσο και στα μετά την κρίση αστικά κέντρα- η οποία θα μπορούσε να δοθεί σε κοινοτικούς συνεταιρισμούς για την δημιουργία παραγωγής τροφίμων που θα αναλάβουν και τον συντονισμό των επιμέρους υποπεριοχών.
Το Υπουργείο Παιδείας, από την άλλη μεριά, θα πρέπει να εμπλακεί ενεργά στην ανάδειξη των σχολικών μονάδων ως κοινωνικών κόμβων, οι οποίοι θα παρέχουν στα κοινωνικά κινήματα το χώρο για την οργάνωση των υπηρεσιών της σίτισης και της υγειονομικής περίθαλψης, αλλά και το χώρο της τεχνικής εκπαίδευσης των ανθρώπων γύρω από αυτού του είδους τις κοινωνικές υπηρεσίες. Συζητώντας με πολιτικά ενεργούς φοιτητές του αριστερού χώρου, γύρω από τη συγκεκριμένη προβληματική, καταλάβαμε ότι, ενώ η αποτελεσματικότητα της παρέμβασής τους στο πλαίσιο της φοιτητικής κοινότητας, η οποία αφορά από τις φοιτητικές εκλογές μέχρι τη διανομή πολιτικού υλικού και τη διοργάνωση διαδηλώσεων, βρίσκεται σε αρκετά καλό επίπεδο, οι δυνατότητες παρέμβασής τους σε ευρύτερες σφαίρες του κοινωνικού είναι αρκετά περιορισμένες. Το Υπουργείο Παιδείας θα μπορούσε να συνεισφέρει στην υπέρβαση των όποιων δυσκολιών, μέσω της σύστασης προγραμμάτων προετοιμασίας των σπουδαστών για τη συμμετοχή τους στη λειτουργία ευρύτερων κοινοτήτων, όπου θα μπορούσαν να συνεισφέρουν στον τομέα της εκπαίδευσης ενηλίκων και πολλών άλλων κοινωφελών υπηρεσιών.
Ομοίως, οι ιδιωτικοποιήσεις που επιβλήθηκαν στο ελληνικό κράτος θα μπορούσαν να συνοδεύονται από την απαίτηση προς τους νέους ιδιοκτήτες για την αποδοχή εκ μέρους τους αντισταθμιστικών δεσμεύσεων που θα αφορούν στη δημιουργία βιομηχανικών ζωνών, ικανών να παράσχουν νέες θέσεις εργασίας. Οι ιδιωτικοποιημένες εταιρίες θα μπορούσε να απαιτηθεί να προμηθεύουν με προϊόντα την ελληνική αγορά, ενώ οι κρατικές δαπάνες σε υλικά και εφόδια (σαν αυτά που αφορούν τις υποδομές των σχολείων και των νοσοκομείων) θα μπορούσαν να υποβοηθηθούν από τις νέες παραγωγικές μονάδες που θα εγκαθιδρυθούν κάτω από αυτού του είδους τη συνθήκη. Από την άλλη μεριά, το πλήθος των υλικοτεχνικών υποδομών που αυτή τη στιγμή καθίστανται λειτουργικά αδρανείς (όπως για παράδειγμα οι ολυμπιακές εγκαταστάσεις), θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την υποστήριξη της λειτουργίας κάθε είδους συνεταιρισμών και επιχειρήσεων μικρής κλίμακας. Στην αναδιαμόρφωση των συγκεκριμένων χώρων, ώστε να καταστούν λειτουργικά βιώσιμοι, θα μπορούσε να απασχοληθεί ένα πλήθος νέων αρχιτεκτόνων και μηχανικών. Το Work Project Administration που εφαρμόστηκε από το αμερικανικό κράτος την περίοδο του New Deal θα μπορούσε να αποτελέσει το παράδειγμα όχι μόνο σε ότι αφορά τα ως εδώ αναφερόμενα, αλλά και για την υποστήριξη ενός ευρέως φάσματος καλλιτεχνικών, θεατρικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων, στις οποίες εμπλέκεται ήδη ένας αξιοσημείωτος αριθμός άνεργων νέων ανθρώπων.
Σε καμία περίπτωση δεν θα θέλαμε να υπερεκτιμήσουμε τις δυνατότητες της παρούσας κατάστασης. Γνωρίζουμε καλά ότι τέτοιου είδους πειραματισμοί δεν θα μπορούσαν να καταστούν από μόνοι τους «λύσεις». Κι είναι καθόλα εύλογη η αντίρρηση ότι έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τις απαιτήσεις προσαρμογής του νέου μνημονίου. Ωστόσο, θα πρέπει να ειδωθούν, από στρατηγικής σκοπιάς, ως το κάλεσμα προς μια εποικοδομητική προσέγγιση νέων τρόπων διασύνδεσης του κράτους με την κοινότητα, οι οποίοι θα μπορούσαν να αντισταθμίσουν το γκρι και το μαύρο των αγορών που διαφορετικά θα καταπνίξει μια οικονομία που βρίσκεται ήδη σε τροχιά εξόδου από την ευρωζώνη. Ταυτόχρονα, θα μπορούσαν να βοηθήσουν σημαντικά στο να τεθούν τα θεμέλια για μια νέου είδους διευθέτηση των αντικειμενικών εγχώριων δυσκολιών που επιβάλλουν οι ανισότητες του πλούτο και η ιδιωτική περιουσία, καθώς και στην συγκεκριμενοποίηση της ανάγκης για επενδυτικό σχεδιασμό και δημοσία ιδιοκτησία, έτσι ώστε το κοινωνικά παραγόμενο πλεόνασμα ανακυκλώνεται κατά κοινωνικά ελεγχόμενο τρόπο σε τοπικό, περιφερειακό και κλαδικό επίπεδο.
Συμπέρασμα: Μια ηγεσία νέου τύπου
Επί του παρόντος η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ διατηρεί ακόμη ένα ισχυρό απόθεμα αναγνώρισης καλής θέλησης ακόμα και μετά το σοβαρό πλήγμα που έχει επιφέρει το μνημόνιο. Για να αποτραπεί η περαιτέρω διάβρωση της λαϊκής υποστήριξης είναι αναγκαία η συγκεκριμένη αντιμετώπιση τής επιβαλλόμενης από την Τρόικα νομοθεσίας. Για κάθε αρνητικό μέτρο που η κυβέρνηση θα κληθεί να πάρει θα πρέπει να υπάρχει ένα θετικό αντιστάθμισμα που θα αποδεικνύει την αδιατάρακτη δέσμευσή της στη μάχη κατά του νεοφιλελευθερισμού. Οι υπουργοί του ΣΥΡΙΖΑ δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αποπειραθούν να παρουσιάσουν τις καταστροφικές επιβολές του μνημονίου ως κάτι θετικό, αλλά δρώντας, όπως οφείλουν, σαν σοσιαλιστές δάσκαλοι, να βοηθούν το λαό να αντιληφθεί ότι τον εμποδίζει να βελτιώσει τη ζωή του και να ενισχύουν τις μακροπρόθεσμες προσδοκίες του συνεχίζοντας να αντιτίθενται στον νεοφιλελευθερισμό και διαπλάθοντας μαζί το σοσιαλιστικό όραμα της αλληλεγγύης και της δημοκρατίας. Κι είναι αυτό ακριβώς που θα μπορούσε να εμπνεύσει και να καθοδηγήσει τον μετασχηματισμό των κρατικών δομών σε μια κατεύθυνση εντελώς διαφορετική από εκείνη του πελατειακού παρελθόντος τους.
Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν μπορεί να συμβεί, αν ο ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα δεν καταφέρει να αναπτύξει τον προσανατολισμό και τις δυνατότητες μεταστροφής του κράτους και της κοινωνίας προς αυτή την κατεύθυνση. Συναντήσαμε πολλούς ανθρώπους τόσο στο κόμμα και στα κοινωνικά κινήματα, όσο και σε κυβερνητικές θέσεις στο κράτος, των οποίων η βασική ανησυχία είναι ότι ΣΥΡΙΖΑ υπολείπεται κατά πολύ από αυτήν ακριβώς την άποψη. Ανάμεσα στους πολλούς λόγους που έχει κανείς για να σταθεί κριτικά απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ, αυτός είναι, κατά τη γνώμη μας, ο σημαντικότερος.
Μετάφραση: Γιάννης Μανώλης
*Οι Sam Gindin και Leo Panitch είναι μαρξιστές κοινωνικοί επιστήμονες στο York University του Καναδά, με σημαντική συνεισφορά στη σύγχρονη συζήτηση. Βρέθηκαν στην Αθήνα την εβδομάδα που ακολούθησε την υπογραφή της συμφωνίας, συμ-μετέχοντας στο Democracy Rising World Conference. To πρωτότυπο του κειμένου βρίσκεται εδώ:http://www.socialistproject.ca/bullet/1145.php