Ο Rob Hopkins, συνιδρυτής του Κινήματος της Μετάβασης, παρέχει στοιχεία και αριθμούς που αποδεικνύουν κατηγορηματικά γιατί η επανα-τοπικοποίηση ωφελεί την οικονομία. Διαβάστε αυτό το κείμενο – τα επιχειρήματα είναι αδιάσειστα! Επίσης, προκαλεί τους γευστικούς αισθητήρες μας περιγράφοντας μια επίσκεψη σε αγορά νοστιμότατων τροφίμων στη βόρεια Ισπανία.
Οκτώ χιλιάδες υποκαταστήματα σουπερμάρκετ πραγματοποιούν πλέον περισσότερο από το 97 τοις εκατό του συνόλου των πωλήσεων τροφίμων στο Ηνωμένο Βασίλειο. Αυτό το σχήμα αναπαράγεται όλο και περισσότερο και σε άλλα σημεία του πλανήτη. Είναι μια τάση την οποία το πρώην αφεντικό της Tesco, ο Sir Terry Leahy πρόσφατα αποκάλεσε “τμήμα της προόδου”, χαρακτηρίζοντας “μεσαιωνικά” τα μικρά καταστήματα. Ωστόσο, ένα πλήθος ερευνών μας δείχνει πως υπάρχουν πολύ περισσότερα οφέλη προερχόμενα από τις τοπικές, ανεξάρτητες οικονομίες.
Για παράδειγμα, μια μελέτη της Ομοσπονδίας Μικρών Επιχειρήσεων της Σκωτίας ανακάλυψε πως η ανάπτυξη μεγάλων σουπερμάρκετ οδήγησε στη μείωση του αριθμού των παραδοσιακών καταστημάτων λιανικής στο κέντρο της πόλης, στην αύξηση του αριθμού των ξενοίκιαστων καταστημάτων και σε σημαντική πτώση της επιχειρηματικής δραστηριότητας όσων λιανεμπόρων απέμειναν στην περιοχή. Μια έρευνα της Civic Economics στο Salt Lake City στη Γιούτα των ΗΠΑ, πραγματοποιώντας σύγκριση μεταξύ των ανεξάρτητων καταστημάτων λιανικής και εστιατορίων και των εθνικών αλυσίδων εστίασης, κατέληξε πως οι τοπικοί καταστηματάρχες λιανικής επέστρεφαν το 52 τοις εκατό των εσόδων τους στην τοπική οικονομία, ενώ οι αλυσίδες μόνο το 14 τοις εκατό. Επίσης, τα τοπικά εστιατόρια επανατροφοδοτούσαν την τοπική οικονομία σε ρευστό με το 79% των εσόδων τους, σε αντίθεση με τις αλυσίδες που παρείχαν μόνο το 30%.
Μια μελέτη που επικεντρώνεται στη Νέα Ορλεάνη, συγκρίνει 16.600 τετραγωνικά μέτρα εμβαδού λιανικών καταστημάτων τα οποία φιλοξενούν 100 ανεξάρτητες επιχειρήσεις, με χώρο ίσου εμβαδού στον οποίο στεγάζεται ένα και μόνο σουπερμάρκετ. Τα πρώτα πραγματοποίησαν τζίρο ύψους 105 εκατομμυρίων δολαρίων από τα οποία 34 εκατομμύρια παρέμειναν στην τοπική οικονομία, ενώ το δεύτερο πραγματοποίησε τζίρο 50 εκατομμυρίων δολαρίων από τα οποία μόνο 8 εκατομμύρια παρέμειναν στην τοπική αγορά ενώ ταυτόχρονα απαιτούσε και επιπλέον 27.870 τετραγωνικά μέτρα για χώρους στάθμευσης. Άλλη έρευνα, εξετάζοντας 2.953 αστικές και αγροτικές κομητείες των ΗΠΑ, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι κομητείες με υψηλότερη πυκνότητα σε μικρές, τοπικής ιδιοκτησίας επιχειρήσεις εμφάνιζαν υψηλότερη αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος, ενώ αντίθετα οι κομητείες με υψηλότερα ποσοστά επιχειρηματικών αλυσίδων αντιμετώπιζαν αρνητικές τάσεις στην αύξηση του εισοδήματος. Όπως σημειώνεται στην έρευνα, “το άνοιγμα ενός και μόνο καταστήματος της αλυσίδας Wal-Mart κατεβάζει το μέσο μισθό του λιανεμπορίου στην περιβάλλουσα κομητεία κατά 0.5 – 0.9%”.
Καταστήματα που κλείνουν στο εμπορικό κέντρο του Altrincham στο Manchester.
Πίσω στο Ηνωμένο Βασίλειο, το Εθνικό Συνέδριο Σχεδιασμού Λιανικού Εμπορίου, σε έκθεση η οποία κατά ειρωνεία της τύχης χρηματοδοτείται εν μέρει από τα σουπερμάρκετ, διαπιστώνει ότι για κάθε μεγάλο σουπερμάρκετ που ανοίγει, χάνονται κατά μέσο όρο 276 τοπικές θέσεις εργασίας, με αντίκτυπο που γίνεται αισθητός σε ακτίνα “έως και 15 χιλιομέτρων μακριά”. Οπότε, εάν οι αλυσίδες επιχειρήσεων είναι ελάχιστα αποδοτικές στη δημιουργία θέσεων εργασίας στις τοπικές κοινωνίες, τι θα μπορούσαμε να πούμε για την ικανότητά τους να φτιάξουν δυνατότερες, ευτυχέστερες κοινωνίες; Σε μια εντυπωσιακά εκτεταμένη μελέτη από τις ΗΠΑ το 2001, τα ευρήματα ανέφεραν πως οι κοινότητες στις οποίες λειτουργούσαν μεγάλα σουπερμάρκετ είχαν λιγότερες μη-κερδοσκοπικές ομάδες και οργανισμούς δημιουργίας κοινωνικού κεφαλαίου (όπως οι πολιτικές, θρησκευτικές και επιχειρηματικές ομάδες). Η έκθεση συνέδεε ακόμα και το χαμηλό επίπεδο ψηφοφορίας στις εκλογές με την παρουσία καταστημάτων σουπερμάρκετ! Διατύπωνε την υπόθεση πως αυτή η πτώση στη συνοχή της κοινότητας οφείλεται στην εξαφάνιση των τοπικών επιχειρήσεων, οι οποίες επιτελούν μια ζωτική λειτουργία στην κοινότητα, επιδρώντας σαν ένα είδος “κοινοτικής κόλλας”.
Φαίνεται πως έχουμε μείνει δεμένοι σε ένα ιμάντα μεταφοράς προς κάτι το οποίο δεν λειτουργεί και δεν καλύπτει τις ανάγκες μας, κάτι το οποίο συγκεντρώνει τον πλούτο και τη δύναμη μακριά από τις κοινότητες μας. Όπως το θέτει τo New Economics Foundation:
Το πρόβλημα είναι πως ενώ οι ίδιοι οι καταναλωτές θρηνούν την απώλεια των τοπικών καταστημάτων, ταυτόχρονα βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε ένα φαύλο κύκλο στον οποίο η επιλογή και η τιμή, τα σχήματα εργασίας και μετακίνησης, οι μάρκες και η διαφήμιση, όλα συνωμοτούν για να υπονομεύσουν την επιθυμία για μια ζωντανή τοπική οικονομία.
Σε μια τοπική και ανθεκτική οικονομία, το χρήμα που ξεφεύγει από την τοπική οικονομία θεωρείται χαμένη ευκαιρία. Ένα αυξανόμενο ποσοστό χρήματος (το οποίο παραδοσιακά διέφευγε προς τα σουπερμάρκετ, το ηλεκτρονικό εμπόριο και τους λογαριασμούς του ηλεκτρικού) παραμένει αντίθετα στην τοπική αγορά δημιουργεί ευκαιρίες κατάρτισης, νέες επιχειρήσεις, νέες επενδυτικές ευκαιρίες και νέα μέσα διαβίωσης, ενισχύει την υπάρχουσα οικονομία και επιτρέπει σε κάθε είδους νέες δημιουργικές ιδέες να καρποφορήσουν: με λίγα λόγια εξυπηρετεί καλύτερα τις ανάγκες μας. Πρόκειται για μείωση της απόστασης μεταξύ παραγωγού και καταναλωτή, και σαν τέτοια, είναι ζωτικής σημασίας ώστε να μειωθεί η εξάρτησή μας από το πετρέλαιο και τις εκπομπές άνθρακα. Εύκολα καταλαβαίνουμε πως αυτή η αντίληψη εφαρμόζεται στα τρόφιμα, αλλά αν την επεκτείνουμε ώστε να καλύπτει επίσης και τα υλικά δόμησης, παραγωγής ενέργειας και άλλες βασικές πτυχές της τοπικής οικονομίας μας, τότε θα αρχίσουμε να βλέπουμε τεράστιο δυναμικό.
Κοιτάζοντας τα πράγματα υπό αυτό το πρίσμα, αρχίζουμε να αναγνωρίζουμε την αναγκαιότητα του να ζούμε υπό συγκεκριμένους περιορισμούς, αλλά ταυτόχρονα -από αυτές ακριβώς τις περιοριστικές συνθήκες- η ζωή μας θα βελτιωθεί και ακόμη περισσότερο, στην προσπάθεια μας να καταλάβουμε πως θα είναι η οικονομία της μετά-ανάπτυξης θα ανακαλύψουμε που βρίσκεται η πραγματική ενέργεια, η δημιουργικότητα και ο δυναμισμός. Αυτή η θεώρηση αναγνωρίζει ότι μπορούμε να γίνουμε εξαιρετικά ευφυείς και διορατικοί, αλλά αυτά τα δώρα της φύσης μας θα πρέπει να τα εφαρμόσουμε σε ένα μέλλον το οποίο θα είναι πολύ διαφορετικό από το παρελθόν μας. Μπορούμε, σε τελική ανάλυση, να δημιουργήσουμε οποιονδήποτε κόσμο θελήσουμε…
Σε αυτό που μπορούμε να αποκαλέσουμε Ιστορία της Μετάβασης, αντικαθιστούμε το στόχο της οικονομικής ανάπτυξης με τους στόχους της ευημερίας, της ευτυχίας, της κοινότητας και της συνεκτικότητας. Στην καθημερινότητά μας, έχουμε απομακρυνθεί τόσο πολύ από αυτούς τους στόχους που μας είναι όλο και πιο δύσκολο να οραματιστούμε. Ελπίζω η ιστορία που ακολουθεί να βοηθήσει “ζωντανέψουν” οι παραπάνω στόχοι και για εσάς.
Η Αγορά της Ελπίδας
Η αναφορά που έκανα πιο πάνω στα 16.600 τετραγωνικά μέτρα χώρου λιανικού εμπορίου στη Νέα Ορλεάνη μου θύμισε την πρόσφατη επίσκεψή μου στο El Mercado de la Esperanza, ή αλλιώς την “Αγορά της Ελπίδας” στην πόλη Santander στη βόρεια ακτή της Ισπανίας: τη μεγαλύτερη εσωτερική σκεπαστή αγορά του είδους της στην Κανταβρία.
Στο κατώτερο επίπεδο βρίσκονται φρέσκα θαλασσινά και ψάρια από τη θάλασσα της Κανταβρίας. Γαρίδες, καραβίδες, μύδια, καλαμάρια, σουπιές, γλώσσες, σολομός, τόνος, σαρδέλες και άλλα απίστευτης εμφάνισης πλάσματα τα οποία είχα ξαναδεί μόνο σε απολιθώματα.
Στους επάνω ορόφους υπάρχουν ακόμα πιο εκλεκτές σειρές τροφίμων. Φρούτα, λαχανικά, αξιοσημείωτη ποικιλία τυριών, ψωμί και γλυκίσματα, κρεατικά, πίτες, αυγά, μέλι, μαρμελάδες, τεράστια χοιρομέρια, όλων των ειδών τα όσπρια τοποθετημένα σε καλάθια. Αντίθετα από τις αγορές τροφίμων που γνωρίζω, στημένες σε συναρμολογούμενους πάγκους που μαζεύονται στο τέλος της ημέρας, αυτή εδώ είναι μόνιμη. Ανοιχτή έξι μέρες τη βδομάδα, όλη μέρα, κάθε πάγκος είναι μια ξεχωριστή επιχείρηση, η οποία πιθανότατα είναι οικογενειακή εδώ και πολλές γενιές. Δεν υπήρχαν κενοί πάγκοι.
Τριγυρίζαμε, αγοράζοντας κρεμώδες κατσικίσιο τυρί, κάτι πανέμορφα επίπεδα ροδακινοειδή τα οποία βρίσκονται μόνο σε αυτή την περιοχή, μια σακούλα νόστιμα πράσινα δαμάσκηνα που έσταζαν ένα ζουμί γλυκό σα μέλι, κάποια ντόπια τυριά ανώτερης ποιότητας με άρωμα αθλητικών παπουτσιών εφήβου, και λίγο ψωμί. Έχω βρεθεί σε παρόμοιες αγορές, την Αγγλική αγορά του Κορκ στην Ιρλανδία, την αγορά St Nicholas στο Μπρίστολ και ίσως κάνα-δύο άλλες, αλλά η Mercado de la Esperanza ήταν εξαιρετική.
Με εντυπωσίασε το γεγονός ότι το συνολικό εμβαδόν της αγοράς ήταν περίπου το ίδιο με ενός σουπερμάρκετ στο κέντρο της πόλης Σανταντέρ. Ωστόσο, αντί για μία και μόνη επιχείρηση η οποία θα χρησιμοποιούσε το χώρο για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα μακρινών μετόχων και επενδυτών, εδώ υπάρχει ένα μοντέλο το οποίο τροφοδοτεί μια ολόκληρη πόλη και από το οποίο πολλές εκατοντάδες οικογένειες κερδίζουν τα προς το ζην, με τρόπο που τους επιτρέπει να ελέγχουν τη μοίρα των επιχειρήσεων τους. Ενώ θα μπορούσε κάποιος, εφόσον το επιθυμούσε να αγοράσει και εκεί τις πασίγνωστες μάρκες ανθρακούχων αναψυκτικών και σνακ, αυτά τα είδη βρίσκονταν τοποθετημένα σε ράφια στο βάθος. Η συντριπτική πλειοψηφία των διαθέσιμων προϊόντων ήταν τοπικής προέλευσης, άμεσα συνδεδεμένων με τους γεωργούς, τους παραγωγούς και τους ψαράδες της περιοχής.
Αυτή ήταν μια αγορά της ελπίδας. Ήταν επίσης μια αγορά της ανθεκτικότητας και ενσωματώνει όλα αυτά που όλοι μας ζητάμε: να συναντιόμαστε με ανθρώπους, να γελάμε και να χαμογελάμε, να ακούμε τα τοπικά νέα, να ρωτάμε για αυτά που αγοράζουμε και πως να τα μαγειρέψουμε. Έχτισε μια κοινότητα, δημιούργησε θέσεις εργασίας, ενίσχυσε την τοπική οικονομία, τίμησε τις τοπικές παραδόσεις, την τοπική κουλτούρα και ήταν ζωντανή και συναρπαστική. Ήταν ένα μοντέλο ικανό να λειτουργήσει κατά τη διάρκεια μιας πετρελαϊκής κρίσης, κατά την ύφεση, όπως έκανε πολυάριθμες φορές στην ιστορία της (άνοιξε το 1904). Αντί να αποτελέσει μνημείο του παρελθόντος και να κρεμαστεί σαν μουσειακό έκθεμα, αποτελεί για μένα ισχυρότατο υπόδειγμα της οικονομίας του μέλλοντος. Δείχνει πως οι πόλεις, οι μεγαλουπόλεις και οι ανθεκτικές τοπικές οικονομίες τους μπορούν να εξελιχθούν.
http://www.permaculturegreece.gr/gr/2013/07/11/the-economics-of-the-future-relocalisation/
Το παραπάνω απόσπασμα, προέρχεται από το βιβλίο The Power of Just Doing Stuff του συγγραφέα Rob Hopkins, διαθέσιμο από το www.permaculture.co.uk
O Rob Hopkins είναι συνιδρυτής του Transition Town Totnes και του Transition Network. Έχει δικό του blog, είναι συγγραφέας του βιβλίου The Power of Just Doing Stuff, βρίσκεται στο twitter ως @robintransition, και ασχολείται με την permaculture από το 1991. Ψηφίστηκε σαν ένας από τους κορυφαίους 100 περιβαλλοντολόγους από τον Independent, είναι Ashoka Fellow, και ενθουσιώδης κηπουρός.
Οκτώ χιλιάδες υποκαταστήματα σουπερμάρκετ πραγματοποιούν πλέον περισσότερο από το 97 τοις εκατό του συνόλου των πωλήσεων τροφίμων στο Ηνωμένο Βασίλειο. Αυτό το σχήμα αναπαράγεται όλο και περισσότερο και σε άλλα σημεία του πλανήτη. Είναι μια τάση την οποία το πρώην αφεντικό της Tesco, ο Sir Terry Leahy πρόσφατα αποκάλεσε “τμήμα της προόδου”, χαρακτηρίζοντας “μεσαιωνικά” τα μικρά καταστήματα. Ωστόσο, ένα πλήθος ερευνών μας δείχνει πως υπάρχουν πολύ περισσότερα οφέλη προερχόμενα από τις τοπικές, ανεξάρτητες οικονομίες.
Για παράδειγμα, μια μελέτη της Ομοσπονδίας Μικρών Επιχειρήσεων της Σκωτίας ανακάλυψε πως η ανάπτυξη μεγάλων σουπερμάρκετ οδήγησε στη μείωση του αριθμού των παραδοσιακών καταστημάτων λιανικής στο κέντρο της πόλης, στην αύξηση του αριθμού των ξενοίκιαστων καταστημάτων και σε σημαντική πτώση της επιχειρηματικής δραστηριότητας όσων λιανεμπόρων απέμειναν στην περιοχή. Μια έρευνα της Civic Economics στο Salt Lake City στη Γιούτα των ΗΠΑ, πραγματοποιώντας σύγκριση μεταξύ των ανεξάρτητων καταστημάτων λιανικής και εστιατορίων και των εθνικών αλυσίδων εστίασης, κατέληξε πως οι τοπικοί καταστηματάρχες λιανικής επέστρεφαν το 52 τοις εκατό των εσόδων τους στην τοπική οικονομία, ενώ οι αλυσίδες μόνο το 14 τοις εκατό. Επίσης, τα τοπικά εστιατόρια επανατροφοδοτούσαν την τοπική οικονομία σε ρευστό με το 79% των εσόδων τους, σε αντίθεση με τις αλυσίδες που παρείχαν μόνο το 30%.
Μια μελέτη που επικεντρώνεται στη Νέα Ορλεάνη, συγκρίνει 16.600 τετραγωνικά μέτρα εμβαδού λιανικών καταστημάτων τα οποία φιλοξενούν 100 ανεξάρτητες επιχειρήσεις, με χώρο ίσου εμβαδού στον οποίο στεγάζεται ένα και μόνο σουπερμάρκετ. Τα πρώτα πραγματοποίησαν τζίρο ύψους 105 εκατομμυρίων δολαρίων από τα οποία 34 εκατομμύρια παρέμειναν στην τοπική οικονομία, ενώ το δεύτερο πραγματοποίησε τζίρο 50 εκατομμυρίων δολαρίων από τα οποία μόνο 8 εκατομμύρια παρέμειναν στην τοπική αγορά ενώ ταυτόχρονα απαιτούσε και επιπλέον 27.870 τετραγωνικά μέτρα για χώρους στάθμευσης. Άλλη έρευνα, εξετάζοντας 2.953 αστικές και αγροτικές κομητείες των ΗΠΑ, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι κομητείες με υψηλότερη πυκνότητα σε μικρές, τοπικής ιδιοκτησίας επιχειρήσεις εμφάνιζαν υψηλότερη αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος, ενώ αντίθετα οι κομητείες με υψηλότερα ποσοστά επιχειρηματικών αλυσίδων αντιμετώπιζαν αρνητικές τάσεις στην αύξηση του εισοδήματος. Όπως σημειώνεται στην έρευνα, “το άνοιγμα ενός και μόνο καταστήματος της αλυσίδας Wal-Mart κατεβάζει το μέσο μισθό του λιανεμπορίου στην περιβάλλουσα κομητεία κατά 0.5 – 0.9%”.
Καταστήματα που κλείνουν στο εμπορικό κέντρο του Altrincham στο Manchester.
Πίσω στο Ηνωμένο Βασίλειο, το Εθνικό Συνέδριο Σχεδιασμού Λιανικού Εμπορίου, σε έκθεση η οποία κατά ειρωνεία της τύχης χρηματοδοτείται εν μέρει από τα σουπερμάρκετ, διαπιστώνει ότι για κάθε μεγάλο σουπερμάρκετ που ανοίγει, χάνονται κατά μέσο όρο 276 τοπικές θέσεις εργασίας, με αντίκτυπο που γίνεται αισθητός σε ακτίνα “έως και 15 χιλιομέτρων μακριά”. Οπότε, εάν οι αλυσίδες επιχειρήσεων είναι ελάχιστα αποδοτικές στη δημιουργία θέσεων εργασίας στις τοπικές κοινωνίες, τι θα μπορούσαμε να πούμε για την ικανότητά τους να φτιάξουν δυνατότερες, ευτυχέστερες κοινωνίες; Σε μια εντυπωσιακά εκτεταμένη μελέτη από τις ΗΠΑ το 2001, τα ευρήματα ανέφεραν πως οι κοινότητες στις οποίες λειτουργούσαν μεγάλα σουπερμάρκετ είχαν λιγότερες μη-κερδοσκοπικές ομάδες και οργανισμούς δημιουργίας κοινωνικού κεφαλαίου (όπως οι πολιτικές, θρησκευτικές και επιχειρηματικές ομάδες). Η έκθεση συνέδεε ακόμα και το χαμηλό επίπεδο ψηφοφορίας στις εκλογές με την παρουσία καταστημάτων σουπερμάρκετ! Διατύπωνε την υπόθεση πως αυτή η πτώση στη συνοχή της κοινότητας οφείλεται στην εξαφάνιση των τοπικών επιχειρήσεων, οι οποίες επιτελούν μια ζωτική λειτουργία στην κοινότητα, επιδρώντας σαν ένα είδος “κοινοτικής κόλλας”.
Φαίνεται πως έχουμε μείνει δεμένοι σε ένα ιμάντα μεταφοράς προς κάτι το οποίο δεν λειτουργεί και δεν καλύπτει τις ανάγκες μας, κάτι το οποίο συγκεντρώνει τον πλούτο και τη δύναμη μακριά από τις κοινότητες μας. Όπως το θέτει τo New Economics Foundation:
Το πρόβλημα είναι πως ενώ οι ίδιοι οι καταναλωτές θρηνούν την απώλεια των τοπικών καταστημάτων, ταυτόχρονα βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε ένα φαύλο κύκλο στον οποίο η επιλογή και η τιμή, τα σχήματα εργασίας και μετακίνησης, οι μάρκες και η διαφήμιση, όλα συνωμοτούν για να υπονομεύσουν την επιθυμία για μια ζωντανή τοπική οικονομία.
Σε μια τοπική και ανθεκτική οικονομία, το χρήμα που ξεφεύγει από την τοπική οικονομία θεωρείται χαμένη ευκαιρία. Ένα αυξανόμενο ποσοστό χρήματος (το οποίο παραδοσιακά διέφευγε προς τα σουπερμάρκετ, το ηλεκτρονικό εμπόριο και τους λογαριασμούς του ηλεκτρικού) παραμένει αντίθετα στην τοπική αγορά δημιουργεί ευκαιρίες κατάρτισης, νέες επιχειρήσεις, νέες επενδυτικές ευκαιρίες και νέα μέσα διαβίωσης, ενισχύει την υπάρχουσα οικονομία και επιτρέπει σε κάθε είδους νέες δημιουργικές ιδέες να καρποφορήσουν: με λίγα λόγια εξυπηρετεί καλύτερα τις ανάγκες μας. Πρόκειται για μείωση της απόστασης μεταξύ παραγωγού και καταναλωτή, και σαν τέτοια, είναι ζωτικής σημασίας ώστε να μειωθεί η εξάρτησή μας από το πετρέλαιο και τις εκπομπές άνθρακα. Εύκολα καταλαβαίνουμε πως αυτή η αντίληψη εφαρμόζεται στα τρόφιμα, αλλά αν την επεκτείνουμε ώστε να καλύπτει επίσης και τα υλικά δόμησης, παραγωγής ενέργειας και άλλες βασικές πτυχές της τοπικής οικονομίας μας, τότε θα αρχίσουμε να βλέπουμε τεράστιο δυναμικό.
Κοιτάζοντας τα πράγματα υπό αυτό το πρίσμα, αρχίζουμε να αναγνωρίζουμε την αναγκαιότητα του να ζούμε υπό συγκεκριμένους περιορισμούς, αλλά ταυτόχρονα -από αυτές ακριβώς τις περιοριστικές συνθήκες- η ζωή μας θα βελτιωθεί και ακόμη περισσότερο, στην προσπάθεια μας να καταλάβουμε πως θα είναι η οικονομία της μετά-ανάπτυξης θα ανακαλύψουμε που βρίσκεται η πραγματική ενέργεια, η δημιουργικότητα και ο δυναμισμός. Αυτή η θεώρηση αναγνωρίζει ότι μπορούμε να γίνουμε εξαιρετικά ευφυείς και διορατικοί, αλλά αυτά τα δώρα της φύσης μας θα πρέπει να τα εφαρμόσουμε σε ένα μέλλον το οποίο θα είναι πολύ διαφορετικό από το παρελθόν μας. Μπορούμε, σε τελική ανάλυση, να δημιουργήσουμε οποιονδήποτε κόσμο θελήσουμε…
Σε αυτό που μπορούμε να αποκαλέσουμε Ιστορία της Μετάβασης, αντικαθιστούμε το στόχο της οικονομικής ανάπτυξης με τους στόχους της ευημερίας, της ευτυχίας, της κοινότητας και της συνεκτικότητας. Στην καθημερινότητά μας, έχουμε απομακρυνθεί τόσο πολύ από αυτούς τους στόχους που μας είναι όλο και πιο δύσκολο να οραματιστούμε. Ελπίζω η ιστορία που ακολουθεί να βοηθήσει “ζωντανέψουν” οι παραπάνω στόχοι και για εσάς.
Η Αγορά της Ελπίδας
Η αναφορά που έκανα πιο πάνω στα 16.600 τετραγωνικά μέτρα χώρου λιανικού εμπορίου στη Νέα Ορλεάνη μου θύμισε την πρόσφατη επίσκεψή μου στο El Mercado de la Esperanza, ή αλλιώς την “Αγορά της Ελπίδας” στην πόλη Santander στη βόρεια ακτή της Ισπανίας: τη μεγαλύτερη εσωτερική σκεπαστή αγορά του είδους της στην Κανταβρία.
Στο κατώτερο επίπεδο βρίσκονται φρέσκα θαλασσινά και ψάρια από τη θάλασσα της Κανταβρίας. Γαρίδες, καραβίδες, μύδια, καλαμάρια, σουπιές, γλώσσες, σολομός, τόνος, σαρδέλες και άλλα απίστευτης εμφάνισης πλάσματα τα οποία είχα ξαναδεί μόνο σε απολιθώματα.
Στους επάνω ορόφους υπάρχουν ακόμα πιο εκλεκτές σειρές τροφίμων. Φρούτα, λαχανικά, αξιοσημείωτη ποικιλία τυριών, ψωμί και γλυκίσματα, κρεατικά, πίτες, αυγά, μέλι, μαρμελάδες, τεράστια χοιρομέρια, όλων των ειδών τα όσπρια τοποθετημένα σε καλάθια. Αντίθετα από τις αγορές τροφίμων που γνωρίζω, στημένες σε συναρμολογούμενους πάγκους που μαζεύονται στο τέλος της ημέρας, αυτή εδώ είναι μόνιμη. Ανοιχτή έξι μέρες τη βδομάδα, όλη μέρα, κάθε πάγκος είναι μια ξεχωριστή επιχείρηση, η οποία πιθανότατα είναι οικογενειακή εδώ και πολλές γενιές. Δεν υπήρχαν κενοί πάγκοι.
Τριγυρίζαμε, αγοράζοντας κρεμώδες κατσικίσιο τυρί, κάτι πανέμορφα επίπεδα ροδακινοειδή τα οποία βρίσκονται μόνο σε αυτή την περιοχή, μια σακούλα νόστιμα πράσινα δαμάσκηνα που έσταζαν ένα ζουμί γλυκό σα μέλι, κάποια ντόπια τυριά ανώτερης ποιότητας με άρωμα αθλητικών παπουτσιών εφήβου, και λίγο ψωμί. Έχω βρεθεί σε παρόμοιες αγορές, την Αγγλική αγορά του Κορκ στην Ιρλανδία, την αγορά St Nicholas στο Μπρίστολ και ίσως κάνα-δύο άλλες, αλλά η Mercado de la Esperanza ήταν εξαιρετική.
Με εντυπωσίασε το γεγονός ότι το συνολικό εμβαδόν της αγοράς ήταν περίπου το ίδιο με ενός σουπερμάρκετ στο κέντρο της πόλης Σανταντέρ. Ωστόσο, αντί για μία και μόνη επιχείρηση η οποία θα χρησιμοποιούσε το χώρο για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα μακρινών μετόχων και επενδυτών, εδώ υπάρχει ένα μοντέλο το οποίο τροφοδοτεί μια ολόκληρη πόλη και από το οποίο πολλές εκατοντάδες οικογένειες κερδίζουν τα προς το ζην, με τρόπο που τους επιτρέπει να ελέγχουν τη μοίρα των επιχειρήσεων τους. Ενώ θα μπορούσε κάποιος, εφόσον το επιθυμούσε να αγοράσει και εκεί τις πασίγνωστες μάρκες ανθρακούχων αναψυκτικών και σνακ, αυτά τα είδη βρίσκονταν τοποθετημένα σε ράφια στο βάθος. Η συντριπτική πλειοψηφία των διαθέσιμων προϊόντων ήταν τοπικής προέλευσης, άμεσα συνδεδεμένων με τους γεωργούς, τους παραγωγούς και τους ψαράδες της περιοχής.
Αυτή ήταν μια αγορά της ελπίδας. Ήταν επίσης μια αγορά της ανθεκτικότητας και ενσωματώνει όλα αυτά που όλοι μας ζητάμε: να συναντιόμαστε με ανθρώπους, να γελάμε και να χαμογελάμε, να ακούμε τα τοπικά νέα, να ρωτάμε για αυτά που αγοράζουμε και πως να τα μαγειρέψουμε. Έχτισε μια κοινότητα, δημιούργησε θέσεις εργασίας, ενίσχυσε την τοπική οικονομία, τίμησε τις τοπικές παραδόσεις, την τοπική κουλτούρα και ήταν ζωντανή και συναρπαστική. Ήταν ένα μοντέλο ικανό να λειτουργήσει κατά τη διάρκεια μιας πετρελαϊκής κρίσης, κατά την ύφεση, όπως έκανε πολυάριθμες φορές στην ιστορία της (άνοιξε το 1904). Αντί να αποτελέσει μνημείο του παρελθόντος και να κρεμαστεί σαν μουσειακό έκθεμα, αποτελεί για μένα ισχυρότατο υπόδειγμα της οικονομίας του μέλλοντος. Δείχνει πως οι πόλεις, οι μεγαλουπόλεις και οι ανθεκτικές τοπικές οικονομίες τους μπορούν να εξελιχθούν.
http://www.permaculturegreece.gr/gr/2013/07/11/the-economics-of-the-future-relocalisation/
Το παραπάνω απόσπασμα, προέρχεται από το βιβλίο The Power of Just Doing Stuff του συγγραφέα Rob Hopkins, διαθέσιμο από το www.permaculture.co.uk
O Rob Hopkins είναι συνιδρυτής του Transition Town Totnes και του Transition Network. Έχει δικό του blog, είναι συγγραφέας του βιβλίου The Power of Just Doing Stuff, βρίσκεται στο twitter ως @robintransition, και ασχολείται με την permaculture από το 1991. Ψηφίστηκε σαν ένας από τους κορυφαίους 100 περιβαλλοντολόγους από τον Independent, είναι Ashoka Fellow, και ενθουσιώδης κηπουρός.
Esperanza Market (Η αγορά της ελπίδας) στη Σανταντέρ: Φωτογραφία του Rob από το βιβλίο του The Power of Just Doing Stuff