Από το:
http://greeklish.info/gr/greece/economics/168
Roosevelt
Ακούγεται ωραίο. Τι θα λέγατε για 2 μήνες διακοπές το Καλοκαίρι πληρωμένες; Και η Παρασκευή αργία, χωρίς να μειωθεί ο μισθός σας; Τον δρόμο έδειξε ο Αμερικανός Πρόεδρος Ρούσβελτ μειώνοντας τις ώρες εργασίας όταν οι ΗΠΑ προσπαθούσανε να συνέλθουνε από την μεγαλύτερη οικονομική κρίση όλων των εποχών. Τότε οι ΗΠΑ τα καταφέρανε αλλά η υπό κρίση Ελλάδα αλλού βαδίζει, με τις εργασιακές κατακτήσεις δεκαετιών να απειλούνται σήμερα άμεσα.
Μιλάμε συχνά για το Νιου Ντιλ, αλλά ξεχνάμε μια ακόμα σημαντικότερη μεταρρύθμιση του Ρούσβελτ στην διάρκεια της Μεγάλης Κρίσης, όταν πρώτος στον κόσμο εισήγαγε το πενθήμερο, μειώνοντας τις εβδομαδιαίες ώρες εργασίας από 48 σε 40. Η λογική ήταν απλή. Αν ο καθένας δουλέψει λιγότερο, τότε θα υπάρχει περισσότερη εργασία για όλους και η ανεργία θα μειωθεί. Οι εργοδότες δεχθήκαν το νέο εργασιακό νόμο, όταν ο Ρούσβελτ τους απείλησε με χειρότερα μέτρα σε περίπτωση που αρνούνταν. Οι μελέτες των Neumann, Taylor κ.α., δημοσιευμένες στο Economic Journal και το πλέον έγκυρο American Economic Review, υπολογίζουν ότι από την πολιτική του Ρούσβελτ δημιουργήθηκαν μακροπρόθεσμα 1.1 εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας (αρχικά φτάσαν τα 2.7 εκατομμύρια), ενώ οι μηνιαίοι μισθοί δεν μειώθηκαν, δηλαδή η ωριαία αμοιβή των εργαζομένων αυξήθηκε. Μετά τον πόλεμο μία-μία όλες οι προηγμένες οικονομίες ακολούθησαν το παράδειγμα των ΗΠΑ κάνοντας το Σάββατο αργία. Από τους τελευταίους κι εμείς στην Ελλάδα, σε μία από τις πρώτες «αλλαγές» της κυβέρνησης Ανδρέα Παπανδρέου. Θυμάμαι την χαρά όταν μου είπαν οι γονείς μου, μαθητή του δημοτικού τότε, ότι δεν θα έχει σχολείο το Σάββατο.
Κεκτημένα δεκαετιών απειλούνται σήμερα. Μέσα στον Αύγουστο η κυβέρνηση εισήγαγε νομοσχέδιο το οποίο θέλει τα μαγαζιά ανοικτά τις Κυριακές (το δικαίωμα του Σαββάτου έχει προ πολλού απεμποληθεί), προκαλώντας την αντίδραση της εκκλησίας. Δημοσιεύματα τους προηγούμενους μήνες ήθελαν στο πακέτο της τρόικας την επιστροφή του 6μερου, ή με πιο «όμορφα» λόγια, την «ελαστικοποίηση» του ωραρίου. Φυσικά σε συνθήκες κρίσης και ανεργίας, ελαστικοποίηση σημαίνει «ο εργοδότης αποφασίζει». Ήδη το πενθήμερο αποτελεί ντε φάκτο παρελθόν για πολλούς εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα, ενώ οι διακοπές ολόκληρο τον Αύγουστο αποτελούν μακριά ανάμνηση για τους περισσοτέρους, που ζήτημα είναι να έχουν μία-δύο βδομάδες ελεύθερες.
Αντίθετα από τα λεγόμενα περί τεμπέληδων Ελλήνων, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ από το 2008, δηλαδή πριν την κρίση, οι Έλληνες δούλευαν ήδη περισσότερες ώρες από κάθε άλλη χωρά της ΕΕ των 15, περίπου 2100 ανά εργαζόμενο τον χρόνο, σε σύγκριση με 1400 ώρες για τους Γερμανούς και τους Ολλανδούς, τις δύο χώρες με τις λιγότερες ώρες εργασίας
Υποτίθεται ότι όλα αυτά γίνονται για να πέσει το κόστος εργασίας και να γίνει ξανά η Ελληνική οικονομία ανταγωνιστική. Δύο ανείπωτες υποθέσεις διέπουν αυτή την ιδέα. Πρώτον, ότι η κρίση στην Ελλάδα είναι αποτέλεσμα χαμηλής παραγωγικότητας που καθιστά την Ελληνική οικονομία μη ανταγωνιστική. Δεύτερον, ότι η παραγωγικότητα θα αυξηθεί αν αυξήσουμε τις ώρες εργασίας. Και οι δύο είναι λάθος, όπως επιχειρηματολογούμε στο πρόσφατο άρθρο μας δημοσιευμένο στο European Financial Review, με τον Nicholas Ashford, καθηγητή στο MIT.
Πρώτον, η υπερχρέωση της Ελλάδας έχει να κάνει με το φτηνό κόστος δανεισμού μετά την είσοδό μας στο Ευρώ και την ανάγκη για ροή φτηνού χρήματος, μέσω του δημοσίου ή μέσω των νοικοκυριών, χωρίς το οποίο δεν θα ήταν δυνατή η αύξηση του ΑΕΠ. Αν ήμασταν μόνο εμείς υπερχρεωμένοι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτό κάτι έχει να κάνει με την αδιαμφισβήτητα χαμηλή παραγωγικότητά μας. Αλλά το ίδιο πρόβλημα αντιμετωπίζει η παραδοσιακά βιομηχανική Ιταλία ή η έως προσφάτως ανερχόμενη Ισπανία, οι οποίες έχουν άκρως ανταγωνιστικές εταιρείες κολοσσούς. Στην ίδια κρίση υπερχρέωσης έπεσε και η Ιρλανδία, η οποία έως προσφάτως παρουσιαζόταν ως θαύμα παραγωγικότητας και μετάβασης στην οικονομία της πληροφορίας, ή για να μην ξεχνιόμαστε και η Μεγάλη Βρετανία ή οι ΗΠΑ. Η μόνη διαφορά μας είναι ότι ενώ όλοι αυτοί δανείζονταν απευθείας από τις τράπεζες, εμείς το κάναμε μέσω του Κράτους δεδομένων των ιδιαιτεροτήτων της Ελληνικής οικονομίας. Η φούσκα του εύκολου χρήματος δεν έχει να κάνει τίποτα με την παραγωγικότητα της κάθε χώρας. Ήταν απλά η πρόσκαιρη λύση του καπιταλιστικού συστήματος στην ανάγκη να διατηρήσει τους αφύσικους ρυθμούς ανάπτυξης που χρειάζεται για την αναπαραγωγή του. Η υπερχρέωση δεν σχετίζεται με την εργατικότητα ή την τεμπελιά ενός λαού, αλλιώς δεν θα ήταν οι Ιάπωνες τόσο χρεωμένοι!
Δεύτερον, αντίθετα από τα λεγόμενα περί τεμπέληδων Ελλήνων, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ από το 2008, δηλαδή πριν την κρίση, οι Έλληνες δούλευαν ήδη περισσότερες ώρες από κάθε άλλη χωρά της ΕΕ των 15, περίπου 2100 ανά εργαζόμενο τον χρόνο, σε σύγκριση με 1400 ώρες για τους Γερμανούς και τους Ολλανδούς, τις δύο χώρες με τις λιγότερες ώρες εργασίας. Σημαίνει αυτό ότι οι Γερμανοί ή οι Ολλανδοί είναι οι τεμπέληδες; Φυσικά και όχι. Απλά όσο πιο προηγμένη και πολιτισμένη είναι μια χώρα τόσο περισσότερες ώρες απελευθερώνει για τους πολίτες της. Οι πολλές ώρες εργασίας και η παροχή φτηνού εργατικού δυναμικού είναι δείκτης υπανάπτυξης και εξάρτησης, όχι ανταγωνιστικότητας μιας οικονομίας.
Η μελέτη μας με τον Nicholas Ashford συζητά επίσης σύγχρονες στατιστικές μελέτες, σύμφωνα με τις οποίες οι χώρες που έχουν λιγότερες ώρες εργασίας επιβαρύνουν λιγότερο το περιβάλλον και έχουν πιο ευτυχισμένους πολίτες (ανεξαρτήτως επιπέδου ανάπτυξης ή άλλων κοινωνικο-οικονομικών διαφορών). Η μείωση των ωρών εργασίας όχι μόνο ανοίγει νέες θέσεις εργασίας, αλλά και απελευθερώνει χρόνο ο οποίος μπορεί να διοχετευθεί σε δημιουργικές δραστηριότητες, οι οποίες βελτιώνουν το πολιτισμικό επίπεδο μιας χώρας. Ο ελεύθερος χρόνος είναι αρωγός καινοτομίας και νέων ιδεών, πολιτικής συζήτησης, καλλιτεχνικής δημιουργίας και κοινωνικής συναναστροφής και δεσμών, στοιχεία απαραίτητα για υγιείς κοινωνίες.
Τι απαντούν σε όλα αυτά οι οικονομολόγοι, οι «ιερείς» αυτοί του νεοφιλελευθερισμού για τους οποίους οποιαδήποτε παραχώρηση στους εργαζόμενους είναι ανάθεμα; Τα ζητήματα περιβάλλοντος, ψυχολογικής υγείας ή πολιτισμού λίγο τους ενδιαφέρουν. Εκεί που επικεντρώνονται είναι στο ότι η μείωση των ωρών εργασίας θα οδηγήσει σε αύξηση του κόστους των εργαζόμενων για τις επιχειρήσεις. Μακροχρόνια, αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της απασχόλησης είτε γιατί οι επιχειρήσεις θα μειώσουν την παραγωγή τους λόγω κόστους είτε γιατί θα προχωρήσουν σε αντικατάσταση των εργαζομένων με μηχανές. Όντως μελέτες όπως αυτές των Neumann, Taylor κ.α., επιβεβαιώνουν ότι μακροχρόνια τα οφέλη στην αγορά εργασίας από την μείωση του ωραρίου μειώνονται, αλλά ακόμα και έτσι κάποιες έξτρα θέσεις εργασίας μένουν (1.1 εκατομμύρια στην περίπτωση του Νιου Ντιλ). Με λίγα λόγια, αν στην θεωρία η μετάβαση από το πενθήμερο στο τετραήμερο θα δημιουργούσε 1 νέα θέση εργασίας ανά 5 εργαζόμενους, στην πραγματικότητα δημιουργείται ας πούμε 1 νέα θέση εργασίας ανά π.χ. 20 εργαζόμενους. Μα ακόμα και έτσι, αυτή είναι μια νέα θέση εργασίας! Αυτό είναι πολύ σημαντικό σε περιόδους κρίσης όπου νέοι άνθρωποι κινδυνεύουν να μείνουν μόνιμα άνεργοι. Πόσο μάλλον αφού η μείωση των ωρών εργασίας έχει και άλλα οφέλη πέρα από τα καθαρά οικονομικά.
Θέλοντας να πικάρει ίσως τον πεθερό του Καρλ Μαρξ, ο Πωλ Λαφάργκ υποστήριζε ότι η εργατική τάξη αντί να ζητάει το δικαίωμα στην εργασία θα έπρεπε να αγωνίζεται για την απελευθέρωσή από την μισθωτή εργασία διεκδικώντας το «δικαίωμά της στην τεμπελιά», το οποίο ως τότε μόνο οι καπιταλιστές είχαν. Ο προπάτορας του κινήματος για την απο-ανάπτυξη, Αντρέ Γκορζ, ανέπτυξε θεωρητικά αυτή την θέση, υποστηρίζοντας ότι ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να έρθει μέσω του κοινωνικού έλεγχου της παραγωγής, αφού στις πολύπλοκες σύγχρονες μονάδες παραγωγής, η αλλοτρίωση του εργαζόμενου από την διοίκηση και από το προϊόν της εργασίας είναι αναπόφευκτη. Ο σοσιαλισμός θα έρθει μόνο μέσα από την ελάττωση και εν τέλει ελαχιστοποίηση της μισθωτής εργασίας. Ο Κέυνς κάποτε είχε προβλέψει ότι με την επερχόμενη πρόοδο της τεχνολογίας, την οποία διέβλεψε σωστά, τα εγγόνια του θα δουλεύουν λίγες ώρες την εβδομάδα. Αυτό φάνταζε άμεσο στις αρχές της δεκαετίας του 80 όταν πολλοί ειδικοί προέβλεπαν το «τέλος της εργασίας». Αντ’ αυτού το αντίστροφο συνέβη, και από τότε δουλεύουμε όλο και περισσότερο. Γιατί; Επειδή η διατήρηση των κερδών απαιτεί να υπάρχουν εργαζόμενοι, ει το δυνατόν φτηνοί, από τους οποίους να αντλείται υπερκέρδος.
Θα ευοδωθεί η πρόβλεψη του Κέυνς και θα γευτούμε συλλογικά τα φρούτα της τεχνολογικής προόδου δουλεύοντας όλοι όλο και λιγότερο, ή θα επιστρέψουμε στο 19ο αιώνα, με στρατιές ανέργων, απάνθρωπα εργαζομένων μαζών, και λίγων πλούσιων τεμπέληδων; Φωνές αντίστασης ενάντια στην επανάκτηση από την αγορά του ελεύθερου χρόνου υπάρχουν, ακόμα και στην Ελλάδα, και εκτείνονται από τα κόμματα της αριστεράς και τα κοινωνικά κινήματα βάσης έως και την εκκλησία. Από αυτούς, και εν τέλει από όλους εμάς εξαρτάται αν σε λίγα χρόνια θα δουλεύουμε 48 και βάλε ώρες την βδομάδα ή 30 (βλέπε πρωτοβουλία 30/900, http://plano30900.gr/).
http://greeklish.info/gr/greece/economics/168
Roosevelt
Ακούγεται ωραίο. Τι θα λέγατε για 2 μήνες διακοπές το Καλοκαίρι πληρωμένες; Και η Παρασκευή αργία, χωρίς να μειωθεί ο μισθός σας; Τον δρόμο έδειξε ο Αμερικανός Πρόεδρος Ρούσβελτ μειώνοντας τις ώρες εργασίας όταν οι ΗΠΑ προσπαθούσανε να συνέλθουνε από την μεγαλύτερη οικονομική κρίση όλων των εποχών. Τότε οι ΗΠΑ τα καταφέρανε αλλά η υπό κρίση Ελλάδα αλλού βαδίζει, με τις εργασιακές κατακτήσεις δεκαετιών να απειλούνται σήμερα άμεσα.
Μιλάμε συχνά για το Νιου Ντιλ, αλλά ξεχνάμε μια ακόμα σημαντικότερη μεταρρύθμιση του Ρούσβελτ στην διάρκεια της Μεγάλης Κρίσης, όταν πρώτος στον κόσμο εισήγαγε το πενθήμερο, μειώνοντας τις εβδομαδιαίες ώρες εργασίας από 48 σε 40. Η λογική ήταν απλή. Αν ο καθένας δουλέψει λιγότερο, τότε θα υπάρχει περισσότερη εργασία για όλους και η ανεργία θα μειωθεί. Οι εργοδότες δεχθήκαν το νέο εργασιακό νόμο, όταν ο Ρούσβελτ τους απείλησε με χειρότερα μέτρα σε περίπτωση που αρνούνταν. Οι μελέτες των Neumann, Taylor κ.α., δημοσιευμένες στο Economic Journal και το πλέον έγκυρο American Economic Review, υπολογίζουν ότι από την πολιτική του Ρούσβελτ δημιουργήθηκαν μακροπρόθεσμα 1.1 εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας (αρχικά φτάσαν τα 2.7 εκατομμύρια), ενώ οι μηνιαίοι μισθοί δεν μειώθηκαν, δηλαδή η ωριαία αμοιβή των εργαζομένων αυξήθηκε. Μετά τον πόλεμο μία-μία όλες οι προηγμένες οικονομίες ακολούθησαν το παράδειγμα των ΗΠΑ κάνοντας το Σάββατο αργία. Από τους τελευταίους κι εμείς στην Ελλάδα, σε μία από τις πρώτες «αλλαγές» της κυβέρνησης Ανδρέα Παπανδρέου. Θυμάμαι την χαρά όταν μου είπαν οι γονείς μου, μαθητή του δημοτικού τότε, ότι δεν θα έχει σχολείο το Σάββατο.
Κεκτημένα δεκαετιών απειλούνται σήμερα. Μέσα στον Αύγουστο η κυβέρνηση εισήγαγε νομοσχέδιο το οποίο θέλει τα μαγαζιά ανοικτά τις Κυριακές (το δικαίωμα του Σαββάτου έχει προ πολλού απεμποληθεί), προκαλώντας την αντίδραση της εκκλησίας. Δημοσιεύματα τους προηγούμενους μήνες ήθελαν στο πακέτο της τρόικας την επιστροφή του 6μερου, ή με πιο «όμορφα» λόγια, την «ελαστικοποίηση» του ωραρίου. Φυσικά σε συνθήκες κρίσης και ανεργίας, ελαστικοποίηση σημαίνει «ο εργοδότης αποφασίζει». Ήδη το πενθήμερο αποτελεί ντε φάκτο παρελθόν για πολλούς εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα, ενώ οι διακοπές ολόκληρο τον Αύγουστο αποτελούν μακριά ανάμνηση για τους περισσοτέρους, που ζήτημα είναι να έχουν μία-δύο βδομάδες ελεύθερες.
Αντίθετα από τα λεγόμενα περί τεμπέληδων Ελλήνων, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ από το 2008, δηλαδή πριν την κρίση, οι Έλληνες δούλευαν ήδη περισσότερες ώρες από κάθε άλλη χωρά της ΕΕ των 15, περίπου 2100 ανά εργαζόμενο τον χρόνο, σε σύγκριση με 1400 ώρες για τους Γερμανούς και τους Ολλανδούς, τις δύο χώρες με τις λιγότερες ώρες εργασίας
Υποτίθεται ότι όλα αυτά γίνονται για να πέσει το κόστος εργασίας και να γίνει ξανά η Ελληνική οικονομία ανταγωνιστική. Δύο ανείπωτες υποθέσεις διέπουν αυτή την ιδέα. Πρώτον, ότι η κρίση στην Ελλάδα είναι αποτέλεσμα χαμηλής παραγωγικότητας που καθιστά την Ελληνική οικονομία μη ανταγωνιστική. Δεύτερον, ότι η παραγωγικότητα θα αυξηθεί αν αυξήσουμε τις ώρες εργασίας. Και οι δύο είναι λάθος, όπως επιχειρηματολογούμε στο πρόσφατο άρθρο μας δημοσιευμένο στο European Financial Review, με τον Nicholas Ashford, καθηγητή στο MIT.
Πρώτον, η υπερχρέωση της Ελλάδας έχει να κάνει με το φτηνό κόστος δανεισμού μετά την είσοδό μας στο Ευρώ και την ανάγκη για ροή φτηνού χρήματος, μέσω του δημοσίου ή μέσω των νοικοκυριών, χωρίς το οποίο δεν θα ήταν δυνατή η αύξηση του ΑΕΠ. Αν ήμασταν μόνο εμείς υπερχρεωμένοι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτό κάτι έχει να κάνει με την αδιαμφισβήτητα χαμηλή παραγωγικότητά μας. Αλλά το ίδιο πρόβλημα αντιμετωπίζει η παραδοσιακά βιομηχανική Ιταλία ή η έως προσφάτως ανερχόμενη Ισπανία, οι οποίες έχουν άκρως ανταγωνιστικές εταιρείες κολοσσούς. Στην ίδια κρίση υπερχρέωσης έπεσε και η Ιρλανδία, η οποία έως προσφάτως παρουσιαζόταν ως θαύμα παραγωγικότητας και μετάβασης στην οικονομία της πληροφορίας, ή για να μην ξεχνιόμαστε και η Μεγάλη Βρετανία ή οι ΗΠΑ. Η μόνη διαφορά μας είναι ότι ενώ όλοι αυτοί δανείζονταν απευθείας από τις τράπεζες, εμείς το κάναμε μέσω του Κράτους δεδομένων των ιδιαιτεροτήτων της Ελληνικής οικονομίας. Η φούσκα του εύκολου χρήματος δεν έχει να κάνει τίποτα με την παραγωγικότητα της κάθε χώρας. Ήταν απλά η πρόσκαιρη λύση του καπιταλιστικού συστήματος στην ανάγκη να διατηρήσει τους αφύσικους ρυθμούς ανάπτυξης που χρειάζεται για την αναπαραγωγή του. Η υπερχρέωση δεν σχετίζεται με την εργατικότητα ή την τεμπελιά ενός λαού, αλλιώς δεν θα ήταν οι Ιάπωνες τόσο χρεωμένοι!
Δεύτερον, αντίθετα από τα λεγόμενα περί τεμπέληδων Ελλήνων, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ από το 2008, δηλαδή πριν την κρίση, οι Έλληνες δούλευαν ήδη περισσότερες ώρες από κάθε άλλη χωρά της ΕΕ των 15, περίπου 2100 ανά εργαζόμενο τον χρόνο, σε σύγκριση με 1400 ώρες για τους Γερμανούς και τους Ολλανδούς, τις δύο χώρες με τις λιγότερες ώρες εργασίας. Σημαίνει αυτό ότι οι Γερμανοί ή οι Ολλανδοί είναι οι τεμπέληδες; Φυσικά και όχι. Απλά όσο πιο προηγμένη και πολιτισμένη είναι μια χώρα τόσο περισσότερες ώρες απελευθερώνει για τους πολίτες της. Οι πολλές ώρες εργασίας και η παροχή φτηνού εργατικού δυναμικού είναι δείκτης υπανάπτυξης και εξάρτησης, όχι ανταγωνιστικότητας μιας οικονομίας.
Η μελέτη μας με τον Nicholas Ashford συζητά επίσης σύγχρονες στατιστικές μελέτες, σύμφωνα με τις οποίες οι χώρες που έχουν λιγότερες ώρες εργασίας επιβαρύνουν λιγότερο το περιβάλλον και έχουν πιο ευτυχισμένους πολίτες (ανεξαρτήτως επιπέδου ανάπτυξης ή άλλων κοινωνικο-οικονομικών διαφορών). Η μείωση των ωρών εργασίας όχι μόνο ανοίγει νέες θέσεις εργασίας, αλλά και απελευθερώνει χρόνο ο οποίος μπορεί να διοχετευθεί σε δημιουργικές δραστηριότητες, οι οποίες βελτιώνουν το πολιτισμικό επίπεδο μιας χώρας. Ο ελεύθερος χρόνος είναι αρωγός καινοτομίας και νέων ιδεών, πολιτικής συζήτησης, καλλιτεχνικής δημιουργίας και κοινωνικής συναναστροφής και δεσμών, στοιχεία απαραίτητα για υγιείς κοινωνίες.
Τι απαντούν σε όλα αυτά οι οικονομολόγοι, οι «ιερείς» αυτοί του νεοφιλελευθερισμού για τους οποίους οποιαδήποτε παραχώρηση στους εργαζόμενους είναι ανάθεμα; Τα ζητήματα περιβάλλοντος, ψυχολογικής υγείας ή πολιτισμού λίγο τους ενδιαφέρουν. Εκεί που επικεντρώνονται είναι στο ότι η μείωση των ωρών εργασίας θα οδηγήσει σε αύξηση του κόστους των εργαζόμενων για τις επιχειρήσεις. Μακροχρόνια, αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της απασχόλησης είτε γιατί οι επιχειρήσεις θα μειώσουν την παραγωγή τους λόγω κόστους είτε γιατί θα προχωρήσουν σε αντικατάσταση των εργαζομένων με μηχανές. Όντως μελέτες όπως αυτές των Neumann, Taylor κ.α., επιβεβαιώνουν ότι μακροχρόνια τα οφέλη στην αγορά εργασίας από την μείωση του ωραρίου μειώνονται, αλλά ακόμα και έτσι κάποιες έξτρα θέσεις εργασίας μένουν (1.1 εκατομμύρια στην περίπτωση του Νιου Ντιλ). Με λίγα λόγια, αν στην θεωρία η μετάβαση από το πενθήμερο στο τετραήμερο θα δημιουργούσε 1 νέα θέση εργασίας ανά 5 εργαζόμενους, στην πραγματικότητα δημιουργείται ας πούμε 1 νέα θέση εργασίας ανά π.χ. 20 εργαζόμενους. Μα ακόμα και έτσι, αυτή είναι μια νέα θέση εργασίας! Αυτό είναι πολύ σημαντικό σε περιόδους κρίσης όπου νέοι άνθρωποι κινδυνεύουν να μείνουν μόνιμα άνεργοι. Πόσο μάλλον αφού η μείωση των ωρών εργασίας έχει και άλλα οφέλη πέρα από τα καθαρά οικονομικά.
Θέλοντας να πικάρει ίσως τον πεθερό του Καρλ Μαρξ, ο Πωλ Λαφάργκ υποστήριζε ότι η εργατική τάξη αντί να ζητάει το δικαίωμα στην εργασία θα έπρεπε να αγωνίζεται για την απελευθέρωσή από την μισθωτή εργασία διεκδικώντας το «δικαίωμά της στην τεμπελιά», το οποίο ως τότε μόνο οι καπιταλιστές είχαν. Ο προπάτορας του κινήματος για την απο-ανάπτυξη, Αντρέ Γκορζ, ανέπτυξε θεωρητικά αυτή την θέση, υποστηρίζοντας ότι ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να έρθει μέσω του κοινωνικού έλεγχου της παραγωγής, αφού στις πολύπλοκες σύγχρονες μονάδες παραγωγής, η αλλοτρίωση του εργαζόμενου από την διοίκηση και από το προϊόν της εργασίας είναι αναπόφευκτη. Ο σοσιαλισμός θα έρθει μόνο μέσα από την ελάττωση και εν τέλει ελαχιστοποίηση της μισθωτής εργασίας. Ο Κέυνς κάποτε είχε προβλέψει ότι με την επερχόμενη πρόοδο της τεχνολογίας, την οποία διέβλεψε σωστά, τα εγγόνια του θα δουλεύουν λίγες ώρες την εβδομάδα. Αυτό φάνταζε άμεσο στις αρχές της δεκαετίας του 80 όταν πολλοί ειδικοί προέβλεπαν το «τέλος της εργασίας». Αντ’ αυτού το αντίστροφο συνέβη, και από τότε δουλεύουμε όλο και περισσότερο. Γιατί; Επειδή η διατήρηση των κερδών απαιτεί να υπάρχουν εργαζόμενοι, ει το δυνατόν φτηνοί, από τους οποίους να αντλείται υπερκέρδος.
Θα ευοδωθεί η πρόβλεψη του Κέυνς και θα γευτούμε συλλογικά τα φρούτα της τεχνολογικής προόδου δουλεύοντας όλοι όλο και λιγότερο, ή θα επιστρέψουμε στο 19ο αιώνα, με στρατιές ανέργων, απάνθρωπα εργαζομένων μαζών, και λίγων πλούσιων τεμπέληδων; Φωνές αντίστασης ενάντια στην επανάκτηση από την αγορά του ελεύθερου χρόνου υπάρχουν, ακόμα και στην Ελλάδα, και εκτείνονται από τα κόμματα της αριστεράς και τα κοινωνικά κινήματα βάσης έως και την εκκλησία. Από αυτούς, και εν τέλει από όλους εμάς εξαρτάται αν σε λίγα χρόνια θα δουλεύουμε 48 και βάλε ώρες την βδομάδα ή 30 (βλέπε πρωτοβουλία 30/900, http://plano30900.gr/).