του Στέφανου Σταμέλλου
Η ζωή, και η τύχη, με έφερε να μεγαλώσω μέσα στο δάσος. Γι‘ αυτό και η ιδιαίτερη σχέση μου με τα δέντρα και περισσότερο με τις βελανιδιές, καθότι μεγάλωσα σ’ ένα τόπο, στην «εξοχή», που μας έζωνε από παντού το δάσος∙ και τις βελανιδιές τις έβλεπες παντού, ακόμα και σκόρπιες στα χωράφια.
Μπορώ να πω ότι οι εικόνες που έχω από την παιδική και εφηβική ηλικία για τα δέντρα είναι περισσότερο γύρω από τις βελανιδιές, και λιγότερο γύρω από τα πουρνάρια, τα έλατα και τα κέδρα. Ήταν αυτή η βιωματική σχέση, καθημερινή και αλληλοσυμπληρωματική, μια σχέση ουσιαστική. Και ήμασταν «παιδιά του δάσους λεύτερα, θρεμμένα από τον ήλιο, μεγαλωμένα στου βουνού το μυρωμένο αγέρι…» που λέει η Μυρτιώτισσα.
Το σπίτι μας ήταν ντυμένο με βελανιδιές. Τα χωράφια μας ήταν ντυμένα κι αυτά με βελανιδιές ολόγυρα. Σε κάθε όχτο και ρεματιά κυριαρχούσαν τα «δέντρα», αυτό ήταν το όνομά τους. Μικρά και μεγάλα, πολλά αιωνόβια, γιατί είναι σκληρά δέντρα και αντέχουν σε δύσκολες συνθήκες
Δρύς, βελανιδιά ή σχέτο «δέντρο» σε διάφορα είδη. Εμείς το ξέραμε «δέντρο» - και έτσι το λέγαμε. Στην περιοχή μας κυριαρχούσε η πλατύφυλλη βελανιδιά και πολύ λιγότερο το τσιρνόκι. Το τσιρνόκι(σαρακατσάνικη λέξη) ή τσέρο είναι ένα είδος βελανιδιάς με μικρό φύλλωμα και πολύ σκληρό κορμό. Το φύλλωμά του αντέχει περισσότερο και είναι αυτό που ξηραίνεται πιο αργά το φθινόπωρο.
Σε ορισμένα δέντρα δίναμε - και είχαν - ιδιαίτερη αξία και ονομαστικά χαρακτηριστικά, όπως τα δέντρα στις Αλαταρές, τα δέντρα στον Αη-λιά, στ’ Καλογέρου, το δέντρο στ’ αλώνι, τα δέντρα στην εκκλησία, ο Σταυρωμένος δέντρος κλπ
Ήταν αυτά που μας ζέσταιναν το χειμώνα, γιατί κάνουν πολύ καλή φωτιά και κρατάνε. Όλο σχεδόν το χρόνο ο πατέρας, κι όλοι μαζί, φροντίζαμε να ετοιμάσουμε τα ξύλα και τα κούτσουρα για το τζάκι. Κόβαμε γέρικα δέντρα με το τσεκούρι ή με την κόφτρα και τα κουβαλούσαμε με το άλογο και με το γαϊδούρι. Η απόσταση ήταν αρκετά μεγάλη πολλές φορές και αρκετά επίπονη η διαδρομή και για τα ζώα και για μας. Τα ξύλα είναι δύσκολα στο φόρτωμα στο σαμάρι. Θέλεις φορτωτήρες, υποστυλώματα δηλαδή και να φτιάξεις καλή ισορροπία να μη γέρνει το σαμάρι. Πόσες φορές δεν έφυγαν φορτωμένα ζώα σε σάρες και σε απότομα και στενά μονοπάτια και σκοτώθηκαν, γιατί έγερνε το σαμάρι.
Ήταν ένα δάσος πηγή πλούτου για μας και για την περιοχή. Γεμάτο πουλιά, φωλιές παντού, όλων των ειδών τα ερπετά, κυρίως φίδια και σαύρες, πολλά άγρια ζώα, κυρίως αλεπούδες και λαγούς, όλων των ειδών τα λουλούδια και μανιτάρια. Κρατούσε το χώμα και περιόριζε τα πλημμυρικά φαινόμενα και τις κατολισθήσεις του εδάφους, γιατί μιλάμε για ορεινό ανάγλυφο με απότομες πλαγιές και το λόφο του Γλα με την αρχαία ακρόπολη να δεσπόζει στην κορυφή. Ο λόφος του Γλα έχει σχήμα κόλουρου κώνου. Εμείς ήμασταν στις νότιες παρυφές του με ανατολικό προσανατολισμό. Το δικό μας δάσος δεν το έκρυβε ο ουρανός…
Πηγές ανέβλυζαν όλο το χρόνο ή κάποιες εποχιακά. Όλο το χρόνο ήταν: η πηγή στου Καλογέρου(Καλοέρ’), η δική μας η βρύση στο Βασιλέϊκο(στου Βασιλείου το χωράφι) και στο Ζωρέϊκο, η Βρύση στης Κεραμαρονίκαινας, στο Μουσχόκλημα και η Γραβανόβρυση, η βρύση στη Μαντζιούκα, στου Χιονά κλπ. Εποχιακές πηγές ήταν παντού. Αυτές που χαιρόμασταν περισσότερο ήταν αυτή πίσω από τη Διασέλα και στον πάτο στον Γλα, στης Κουτούς.
Λέω πάντα ότι το δάσος δεν απειλείται από την πρόχειρη ξύλευση για την εξασφάλιση των απαραίτητων της ζωής των «αυτόχθονων». Όσα και να κόψει ο κάτοικος του χωριού για να κάψει το χειμώνα ή να ταίσει τα ζώα του, δεν θα πάθει το δάσος. Αυτό που προκαλεί ανεπανόρθωτες φθορές είναι η πυρκαγιά, η παράνομη καταπάτηση για οικοπεδοποίηση και το εμπόριο με την παράνομη υλοτομία. Στην ορεινή Ευρυτανία έζησαν εκατοντάδες χρόνια οι μόνιμοι κάτοικοι με μεγάλους αριθμούς ζώων και με λειτουργία κλειστής οικονομίας ιδιοπαραγωγής για ιδιοκατανάλωση. Κόβαμε δέντρα και τα κουβαλούσαμε για να ζεσταθούμε, κόβαμε δέντρα για να φτιάξουμε σανίδια(πέταβρα) και ντουβάρια(πάτερα) για τα σπίτια, παλούκια και στρουπίνες για τις κληματαριές και τα χωράφια μας. Το δάσος ανανεώνεται διαρκώς. Όχι όμως στις πόλεις και κοντά στις πόλεις, στα νησιά και στις περιοχές που η γη απόκτησε και αποκτά ιδιαίτερη οικονομική αξία «Κάλλιο να πέφτει κεραυνός μεμιάς να σας ρημάζει / παρά να μαραζώνετε σε μάντρα νοικοκύρη, / να νιώθετε πως στο βουνό πέρα γλυκοχαράζει, / κι όμως το φως δε δύναται σ’ εσάς να πρωτογείρει» λέει η Μυρτιώτισσα.
Τότε είχαμε διαρκώς το φόβο του δασικού και του δασαρχείου. Ο δασικός(δασοφύλακας) ήταν παντού και πουθενά. Ήλεγχε τι δέντρο θα κόψεις, πώς θα κλαρίσεις αν θα κλαρίσεις και ακόμα το πόσα γίδια θα έχεις. Στην περίοδο 1960-1970 και ιδιαίτερα στην περίοδο της χούντας είχε ενταθεί η απαγόρευση της βοσκής των γιδιών, που υποτίθεται ήταν απειλή για το δάσος. Απαγορεύονταν να έχεις πάνω από 12 γίδια. Εμείς είχαμε περισσότερα, δεν θυμάμαι πόσα. Για να αποφύγουμε τον δασικό, θυμάμαι σαν τώρα, του δώσαμε ένα μεγάλο τενεκέ βούτυρο. Το λάδωμα(βουτύρωμα) ποτέ δεν έλειψε…
Κι εμείς όμως όλο το καλοκαίρι μέχρι αργά το φθινόπωρο κλαρίζαμε για να τρώνε τα ζώα μας. Την εποχή του καλοκαιριού ήταν ελάχιστα τα χόρτα και την έβγαζαν δύσκολα, τα πρόβατα κυρίως. Οπότε ένα φαγητό την ημέρα ή και δύο το εξασφάλιζαν από τα κλαδιά των δέντρων που τους κόβαμε. Κόβαμε ακόμα και τις κορυφές. Γι’ αυτό ο Χρίστος κάθε φορά μου λέει «εσύ οικολόγος… που είχες ρημάξει τα δέντρα. Στο χοντρό τα έκοβες…»
Δεν κλαρίζαμε μόνο για να φάνε τα ζώα. Κόβαμε κλαρί/κλαριά και το βάζαμε δεμάτια στις αχυρώνες και στο καλύβι στην Ασβεσταριά για το χειμώνα. Μέρες ολόκληρες ανεβαινοκατεβαίναμε στα δέντρα σαν τους πιθήκους και κόβαμε ή με το χαντζάρι ή με την κλαδευτήρα. Και η μάνα από κάτω να το μαζεύει και να το κάνει δεμάτια. Άντε να ξεραθεί και μετά να κουβαληθεί στο καλύβι ή στην αχυρώνα ή κάναμε «θημωνιές», μεγάλους σωρούς, που τους σκεπάζαμε με νάϋλον για να μην βρέχονται και σαπίζουν.
Οι κλάρες από τα κλαρίσματα και τα δεμάτια ήταν ό,τι πρέπει για τη γάστρα και για το προσάναμμα στο τζάκι. Τις κουβαλούσαμε κοντά στην κουζίνα, πάνω από το σπίτι, για να τις έχει η μάνα για το τζάκι της κουζίνας για να φτιάξει τη θράκα για τη γάστρα ή ακόμα και για να μαγειρέψει με τον τέντζερη στην σιδεροστιά
Στα περισσότερα δέντρα, που ήταν κοντά στα χωράφια μας, ανέβαιναν τα κλήματα, τα ψηλάδια που λέγαμε. Σε κάθε δέντρο στη ρίζα του ήταν το κλήμα, που το σκαλίζαμε και το κλαδεύαμε και στην περίοδο της συγκομιδής, στον τρύγο, ανεβαίναμε να μαζέψουμε τα σταφύλια που τα κατεβάζαμε στα ντρουβάδια με τριχιά. Από κάτω η μάνα ή η γιαγιά να τα αδειάζει στα κοφίνια ή στις μεγάλες σακούλες. Τώρα δυστυχώς όλα αυτά έχουν ξεραθεί, τους έλειψε η περιποίηση και η παρουσία των ανθρώπων και των ζώων. Όλα είναι μια αλυσίδα. Μόνο μερικά φράουλα έχουν μείνει, αν έχουν μείνει, και κάπου κάπου τσουπάκια(τσ’πάκια), μια άσπρη ποικιλία αρκετά ανθεκτική. Όλα μας σχεδόν τα σταφύλια ήταν ψηλάδια και είχαμε ελάχιστες κληματαριές. Φτιάχναμε μέχρι 700 κιλά κρασί στα ξύλινα βαρέλια. Ήταν κι αυτή μια αρκετά επίπονη διαδικασία, κυρίως για τον πατέρα.
Τελικά φαίνεται, έστω και στη μνήμη, «…Έχουμε ανάγκη το τονωτικό της άγριας φύσης – να τσαλαβουτήσουμε κάποιες φορές σε βάλτους όπου παραμονεύει ο νυχτοκόρακας και η αγριόκοτα, να ακούσουμε το βροντερό κρώξιμο της βαλτομπεκάτσας∙ να μυρίσουμε το σπαθόχορτο που θροίζει στον άνεμο, στα μέρη όπου μονάχα τα πιο άγρια και μοναχικά πουλιά χτίζουν τις φωλιές τους, εκεί όπου το κουνάβι σέρνεται με την κοιλιά στο έδαφος…» όπως γράφει ο Henry David Thoreau
… Εγώ είμαι από τα «μαύρα δάση», κακώς κουβαλήθηκα στις «ασφάλτινες πολιτείες»…
Λαμία, Απρίλης 2016
Η ζωή, και η τύχη, με έφερε να μεγαλώσω μέσα στο δάσος. Γι‘ αυτό και η ιδιαίτερη σχέση μου με τα δέντρα και περισσότερο με τις βελανιδιές, καθότι μεγάλωσα σ’ ένα τόπο, στην «εξοχή», που μας έζωνε από παντού το δάσος∙ και τις βελανιδιές τις έβλεπες παντού, ακόμα και σκόρπιες στα χωράφια.
Μπορώ να πω ότι οι εικόνες που έχω από την παιδική και εφηβική ηλικία για τα δέντρα είναι περισσότερο γύρω από τις βελανιδιές, και λιγότερο γύρω από τα πουρνάρια, τα έλατα και τα κέδρα. Ήταν αυτή η βιωματική σχέση, καθημερινή και αλληλοσυμπληρωματική, μια σχέση ουσιαστική. Και ήμασταν «παιδιά του δάσους λεύτερα, θρεμμένα από τον ήλιο, μεγαλωμένα στου βουνού το μυρωμένο αγέρι…» που λέει η Μυρτιώτισσα.
Το σπίτι μας ήταν ντυμένο με βελανιδιές. Τα χωράφια μας ήταν ντυμένα κι αυτά με βελανιδιές ολόγυρα. Σε κάθε όχτο και ρεματιά κυριαρχούσαν τα «δέντρα», αυτό ήταν το όνομά τους. Μικρά και μεγάλα, πολλά αιωνόβια, γιατί είναι σκληρά δέντρα και αντέχουν σε δύσκολες συνθήκες
Δρύς, βελανιδιά ή σχέτο «δέντρο» σε διάφορα είδη. Εμείς το ξέραμε «δέντρο» - και έτσι το λέγαμε. Στην περιοχή μας κυριαρχούσε η πλατύφυλλη βελανιδιά και πολύ λιγότερο το τσιρνόκι. Το τσιρνόκι(σαρακατσάνικη λέξη) ή τσέρο είναι ένα είδος βελανιδιάς με μικρό φύλλωμα και πολύ σκληρό κορμό. Το φύλλωμά του αντέχει περισσότερο και είναι αυτό που ξηραίνεται πιο αργά το φθινόπωρο.
Σε ορισμένα δέντρα δίναμε - και είχαν - ιδιαίτερη αξία και ονομαστικά χαρακτηριστικά, όπως τα δέντρα στις Αλαταρές, τα δέντρα στον Αη-λιά, στ’ Καλογέρου, το δέντρο στ’ αλώνι, τα δέντρα στην εκκλησία, ο Σταυρωμένος δέντρος κλπ
Ήταν αυτά που μας ζέσταιναν το χειμώνα, γιατί κάνουν πολύ καλή φωτιά και κρατάνε. Όλο σχεδόν το χρόνο ο πατέρας, κι όλοι μαζί, φροντίζαμε να ετοιμάσουμε τα ξύλα και τα κούτσουρα για το τζάκι. Κόβαμε γέρικα δέντρα με το τσεκούρι ή με την κόφτρα και τα κουβαλούσαμε με το άλογο και με το γαϊδούρι. Η απόσταση ήταν αρκετά μεγάλη πολλές φορές και αρκετά επίπονη η διαδρομή και για τα ζώα και για μας. Τα ξύλα είναι δύσκολα στο φόρτωμα στο σαμάρι. Θέλεις φορτωτήρες, υποστυλώματα δηλαδή και να φτιάξεις καλή ισορροπία να μη γέρνει το σαμάρι. Πόσες φορές δεν έφυγαν φορτωμένα ζώα σε σάρες και σε απότομα και στενά μονοπάτια και σκοτώθηκαν, γιατί έγερνε το σαμάρι.
Ήταν ένα δάσος πηγή πλούτου για μας και για την περιοχή. Γεμάτο πουλιά, φωλιές παντού, όλων των ειδών τα ερπετά, κυρίως φίδια και σαύρες, πολλά άγρια ζώα, κυρίως αλεπούδες και λαγούς, όλων των ειδών τα λουλούδια και μανιτάρια. Κρατούσε το χώμα και περιόριζε τα πλημμυρικά φαινόμενα και τις κατολισθήσεις του εδάφους, γιατί μιλάμε για ορεινό ανάγλυφο με απότομες πλαγιές και το λόφο του Γλα με την αρχαία ακρόπολη να δεσπόζει στην κορυφή. Ο λόφος του Γλα έχει σχήμα κόλουρου κώνου. Εμείς ήμασταν στις νότιες παρυφές του με ανατολικό προσανατολισμό. Το δικό μας δάσος δεν το έκρυβε ο ουρανός…
Πηγές ανέβλυζαν όλο το χρόνο ή κάποιες εποχιακά. Όλο το χρόνο ήταν: η πηγή στου Καλογέρου(Καλοέρ’), η δική μας η βρύση στο Βασιλέϊκο(στου Βασιλείου το χωράφι) και στο Ζωρέϊκο, η Βρύση στης Κεραμαρονίκαινας, στο Μουσχόκλημα και η Γραβανόβρυση, η βρύση στη Μαντζιούκα, στου Χιονά κλπ. Εποχιακές πηγές ήταν παντού. Αυτές που χαιρόμασταν περισσότερο ήταν αυτή πίσω από τη Διασέλα και στον πάτο στον Γλα, στης Κουτούς.
Λέω πάντα ότι το δάσος δεν απειλείται από την πρόχειρη ξύλευση για την εξασφάλιση των απαραίτητων της ζωής των «αυτόχθονων». Όσα και να κόψει ο κάτοικος του χωριού για να κάψει το χειμώνα ή να ταίσει τα ζώα του, δεν θα πάθει το δάσος. Αυτό που προκαλεί ανεπανόρθωτες φθορές είναι η πυρκαγιά, η παράνομη καταπάτηση για οικοπεδοποίηση και το εμπόριο με την παράνομη υλοτομία. Στην ορεινή Ευρυτανία έζησαν εκατοντάδες χρόνια οι μόνιμοι κάτοικοι με μεγάλους αριθμούς ζώων και με λειτουργία κλειστής οικονομίας ιδιοπαραγωγής για ιδιοκατανάλωση. Κόβαμε δέντρα και τα κουβαλούσαμε για να ζεσταθούμε, κόβαμε δέντρα για να φτιάξουμε σανίδια(πέταβρα) και ντουβάρια(πάτερα) για τα σπίτια, παλούκια και στρουπίνες για τις κληματαριές και τα χωράφια μας. Το δάσος ανανεώνεται διαρκώς. Όχι όμως στις πόλεις και κοντά στις πόλεις, στα νησιά και στις περιοχές που η γη απόκτησε και αποκτά ιδιαίτερη οικονομική αξία «Κάλλιο να πέφτει κεραυνός μεμιάς να σας ρημάζει / παρά να μαραζώνετε σε μάντρα νοικοκύρη, / να νιώθετε πως στο βουνό πέρα γλυκοχαράζει, / κι όμως το φως δε δύναται σ’ εσάς να πρωτογείρει» λέει η Μυρτιώτισσα.
Τότε είχαμε διαρκώς το φόβο του δασικού και του δασαρχείου. Ο δασικός(δασοφύλακας) ήταν παντού και πουθενά. Ήλεγχε τι δέντρο θα κόψεις, πώς θα κλαρίσεις αν θα κλαρίσεις και ακόμα το πόσα γίδια θα έχεις. Στην περίοδο 1960-1970 και ιδιαίτερα στην περίοδο της χούντας είχε ενταθεί η απαγόρευση της βοσκής των γιδιών, που υποτίθεται ήταν απειλή για το δάσος. Απαγορεύονταν να έχεις πάνω από 12 γίδια. Εμείς είχαμε περισσότερα, δεν θυμάμαι πόσα. Για να αποφύγουμε τον δασικό, θυμάμαι σαν τώρα, του δώσαμε ένα μεγάλο τενεκέ βούτυρο. Το λάδωμα(βουτύρωμα) ποτέ δεν έλειψε…
Κι εμείς όμως όλο το καλοκαίρι μέχρι αργά το φθινόπωρο κλαρίζαμε για να τρώνε τα ζώα μας. Την εποχή του καλοκαιριού ήταν ελάχιστα τα χόρτα και την έβγαζαν δύσκολα, τα πρόβατα κυρίως. Οπότε ένα φαγητό την ημέρα ή και δύο το εξασφάλιζαν από τα κλαδιά των δέντρων που τους κόβαμε. Κόβαμε ακόμα και τις κορυφές. Γι’ αυτό ο Χρίστος κάθε φορά μου λέει «εσύ οικολόγος… που είχες ρημάξει τα δέντρα. Στο χοντρό τα έκοβες…»
Δεν κλαρίζαμε μόνο για να φάνε τα ζώα. Κόβαμε κλαρί/κλαριά και το βάζαμε δεμάτια στις αχυρώνες και στο καλύβι στην Ασβεσταριά για το χειμώνα. Μέρες ολόκληρες ανεβαινοκατεβαίναμε στα δέντρα σαν τους πιθήκους και κόβαμε ή με το χαντζάρι ή με την κλαδευτήρα. Και η μάνα από κάτω να το μαζεύει και να το κάνει δεμάτια. Άντε να ξεραθεί και μετά να κουβαληθεί στο καλύβι ή στην αχυρώνα ή κάναμε «θημωνιές», μεγάλους σωρούς, που τους σκεπάζαμε με νάϋλον για να μην βρέχονται και σαπίζουν.
Οι κλάρες από τα κλαρίσματα και τα δεμάτια ήταν ό,τι πρέπει για τη γάστρα και για το προσάναμμα στο τζάκι. Τις κουβαλούσαμε κοντά στην κουζίνα, πάνω από το σπίτι, για να τις έχει η μάνα για το τζάκι της κουζίνας για να φτιάξει τη θράκα για τη γάστρα ή ακόμα και για να μαγειρέψει με τον τέντζερη στην σιδεροστιά
Στα περισσότερα δέντρα, που ήταν κοντά στα χωράφια μας, ανέβαιναν τα κλήματα, τα ψηλάδια που λέγαμε. Σε κάθε δέντρο στη ρίζα του ήταν το κλήμα, που το σκαλίζαμε και το κλαδεύαμε και στην περίοδο της συγκομιδής, στον τρύγο, ανεβαίναμε να μαζέψουμε τα σταφύλια που τα κατεβάζαμε στα ντρουβάδια με τριχιά. Από κάτω η μάνα ή η γιαγιά να τα αδειάζει στα κοφίνια ή στις μεγάλες σακούλες. Τώρα δυστυχώς όλα αυτά έχουν ξεραθεί, τους έλειψε η περιποίηση και η παρουσία των ανθρώπων και των ζώων. Όλα είναι μια αλυσίδα. Μόνο μερικά φράουλα έχουν μείνει, αν έχουν μείνει, και κάπου κάπου τσουπάκια(τσ’πάκια), μια άσπρη ποικιλία αρκετά ανθεκτική. Όλα μας σχεδόν τα σταφύλια ήταν ψηλάδια και είχαμε ελάχιστες κληματαριές. Φτιάχναμε μέχρι 700 κιλά κρασί στα ξύλινα βαρέλια. Ήταν κι αυτή μια αρκετά επίπονη διαδικασία, κυρίως για τον πατέρα.
Τελικά φαίνεται, έστω και στη μνήμη, «…Έχουμε ανάγκη το τονωτικό της άγριας φύσης – να τσαλαβουτήσουμε κάποιες φορές σε βάλτους όπου παραμονεύει ο νυχτοκόρακας και η αγριόκοτα, να ακούσουμε το βροντερό κρώξιμο της βαλτομπεκάτσας∙ να μυρίσουμε το σπαθόχορτο που θροίζει στον άνεμο, στα μέρη όπου μονάχα τα πιο άγρια και μοναχικά πουλιά χτίζουν τις φωλιές τους, εκεί όπου το κουνάβι σέρνεται με την κοιλιά στο έδαφος…» όπως γράφει ο Henry David Thoreau
… Εγώ είμαι από τα «μαύρα δάση», κακώς κουβαλήθηκα στις «ασφάλτινες πολιτείες»…
Λαμία, Απρίλης 2016