Μέχρι τώρα η καθημερινότητά μας σαν πολίτες που ζούμε σε ένα συγκεκριμένο τόπο καθορίζονταν σε μεγάλο βαθμό από θεσμούς έξω και μακριά από μας με αρχικά όπως Ε.Ε., ΠΟΕ, ΔΝΤ, Π.Τρ. κ.λπ. Από δω και στο εξής θα προστεθούν και άλλα τέτοια αρχικά όπως τα ΤΤΙΡ, TISA, CETA, JEFTA κ.λπ., τα οποία διεκδικούν το ίδιο, να μας ορίζουν δηλαδή την καθημερινή μας ζωή.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση συζητάει και υπογράφει πολλές και με διαφορετικά μέρη εμπορικές συμφωνίες[1]. Δεν είναι μόνο οι γνωστές στο κίνημα πολιτών που διαμορφώθηκε ενάντιά τους όπως:
Μια από αυτές, η πιο σημαντική ίσως είναι και η JEFTA, η εμπορική συμφωνία της ΕΕ με την Ιαπωνία, την οποία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει διαπραγματευθεί με πλήρη αδιαφάνεια και στη σύνοδο κορυφής των G20 στο Αμβούργο της Γερμανίας, στις 07-08/07/2017, η Μέρκελ ήθελε να πετύχει σε ανώτερο επίπεδο τη συμφωνία αυτή. Δεν ξέρουμε τι έγινε στο Αμβούργο. Το σίγουρο είναι ότι ενώ η ΤΤΙΡ είναι στον πάγο, με την JEFTA οι εταιρείες αρπάζουν την ευκαιρία να πάρουν στα χέρια τους τρομαχτική εξουσία και φυσικά να πραγματοποιούν θαυμάσια κέρδη: Εντέλει, στην Ιαπωνία και την ΕΕ υλοποιείται το ένα τρίτο της παγκόσμιας οικονομικής παραγωγής. Και η JEFTA είναι μόνο η πρώτη από μια σειρά Συμφωνιών των Πολυεθνικών Ομίλων, που θέλει να ολοκληρώσει η Ε. Επιτροπή.
Συμφωνίες που έχουν οριστικοποιηθεί αλλά δεν έχουν ακόμη εφαρμοστεί:
Επισήμως δηλώνεται ότι σκοπεύουν στο διευκολύνουν τις επενδύσεις και να άρουν τα «περιττά γραφειοκρατικά εμπόδια». Ο πραγματικός όμως στόχος των συμφωνιών είναι να παραμερίσουν τους κανόνες και τις ρυθμίσεις εκείνες των κρατών και κυβερνήσεων που αποτελούν «εμπόδιο» στην κερδοφορία των πολυεθνικών επιχειρήσεων. Στην πραγματικότητα, «εμπόδια» για αυτές αποτελούν οι μέχρι τώρα κοινωνικές κατακτήσεις: εργασιακά δικαιώματα, περιβαλλοντικές ρυθμίσεις, κανόνες ασφάλειας για τα τρόφιμα, προστασία των προσωπικών δεδομένων στο διαδίκτυο κ.ά.
Οι προτεινόμενες συμφωνίες αφορούν λιγότερο στο εμπόριο και στους δασμούς και περισσότερο σε ρυθμίσεις για τα εμπορικά πρότυπα, τα εταιρικά δικαιώματα και τις εγγυήσεις επενδύσεων.
Για την εξασφάλιση των παραπάνω ρυθμίσεων προτείνεται και ένας ιδιαίτερος Μηχανισμός Διαιτησίας Επίλυσης Διαφορών μεταξύ Επενδυτών και Κρατών, το ISDS (Investor-State Dispute Settlement). Σε αυτόν θα καταφεύγουν οι εταιρείες, οι πολυεθνικές και οι επενδυτικοί όμιλοι, εναντίον κρατών, αν αυτά παίρνουν μέτρα που μπορεί να μειώνουν την κερδοφορία τους. Κάθε νέα απαραίτητη νομοθεσία και ρυθμιστική παρέμβαση από τη μεριά των κοινωνιών, θα επικυρώνεται μόνο όταν είναι σύμφωνη με τις παραπάνω συμφωνίες και όταν υιοθετεί τα εμπορικά συμφέροντα των πολυεθνικών εταιριών.
Έτσι με αυτές τις συμφωνίες, αν επικυρωθούν τελικά, οι επενδυτές και οι πολυεθνικές θα είναι το ίδιο κυρίαρχες με τα κράτη και τους λαούς! Θα έχουν τα ίδια, αν όχι και υπέρτατα δικαιώματα.
Θα σταθούμε ιδιαιτέρως στη νομοθεσία για τα τρόφιμα που μας ενδιαφέρει περισσότερο σαν χώρα, αλλά και μας που ασχολούμαστε με τον διατροφικό τομέα. Η νομοθεσία για τα τρόφιμα στην Ευρώπη δεν είναι και ιδιαίτερα υψηλού επιπέδου και στην ουσία απαιτείται περαιτέρω θετική αναβάθμιση για την ασφάλεια στις επιλογές των παραγωγών και καταναλωτών. Στην Αμερική, στην Αυστραλία ή την Ιαπωνία είναι όμως ακόμη χειρότερα τα πράγματα. Για παράδειγμα, για την αποφυγή του κινδύνου από τις σαλμονέλες, τα πουλερικά και το χοιρινό κρέας στα αμερικανικά σφαγεία απολυμαίνονται με χλώριο. Τα χλωριωμένα αυτά κοτόπουλα ή χοιρινά δεν επιθυμεί να εισάγει η Ευρώπη. Το ίδιο και το μοσχαρίσιο κρέας με αυξητική ορμόνη ή από κλωνοποιημένα ζώα που στις ΗΠΑ επιτρέπεται.
Συμφωνίες σαν την TTIP θα επηρεάσουν τα υφιστάμενα πρότυπα της Ε.Ε., για την ασφάλεια και την επισήμανση των τροφίμων. Συγκεκριμένα, στην ΕΕ, η «αρχή της προφύλαξης » αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο της διαχείρισης των κινδύνων, που προέρχονται, από τα τρόφιμα, ενώ αλλού υιοθετούν μια προσέγγιση κόστους-ωφέλειας. Π.χ. ενώ η ρακτοπαμίνη και άλλα παρόμοια φάρμακα, χρησιμοποιούνται στις ΗΠΑ για την πάχυνση των ζώων, έχουν απαγορευτεί στην Ε.Ε.
Βασικά χαρακτηριστικά της νομοθεσίας της Ε.Ε. για τα τρόφιμα, είναι ο σεβασμός στο δικαίωμα των καταναλωτών στην επιλογή. Και πέρα από την ασφάλεια, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και άλλοι παράγοντες κατά τη διαμόρφωση της πολιτικής για τα τρόφιμα, όπως οι κοινωνικές, οικονομικές, δεοντολογικές, ή περιβαλλοντικές ανησυχίες και οι προσδοκίες των καταναλωτών. Αυτό απαιτεί επισήμανση π.χ. για την ενημέρωση των Ευρωπαίων καταναλωτών, σχετικά με την παρουσία γενετικά τροποποιημένων οργανισμών (Γ.Τ.Ο.), ή νανοσυστατικών, στα τρόφιμά τους. Αντιθέτως, στις Η.Π.Α. π.χ. δεν υπάρχει σήμανση για περιεκτικότητα σε γ.τ. οργανισμούς. Περίπου το 70% των τροφίμων που πωλούνται στα αμερικανικά σουπερμάρκετ περιέχουν γενετικά τροποποιημένα συστατικά (GMOs), χωρίς να το ξέρουν οι καταναλωτές.
Στο πλαίσιο των συμφωνιών, το λόμπυ των βιομηχανιών τροφίμων ασκεί πιέσεις και προσβλέπει στην άμβλυνση των κανονισμών που ισχύουν στην Ευρώπη, καθώς μέχρι στιγμής το 40% των προϊόντων τους στις ΗΠΑ ή Καναδά δεν μπορούν να εισαχθούν στην ΕΕ.
Η ευρωπαϊκή αγροτική πολιτική με μια απαράδεκτη μεθόδευση προωθεί για δεκαετίες τα βιομηχανοποιημένα αγροτικά προϊόντα με ανταγωνιστικές χαμηλές τιμές, υποβαθμίζοντας τα καλλιεργήσιμα εδάφη, τη ποιότητα του πόσιμου νερού, καταστρέφοντας την βιοποικιλότητα στη τοπική παραγωγή και τη ποιότητα των ειδών διατροφής, αλλά η εναρμόνιση των κανονισμών, μέσα από την οποία τα πρότυπα ασφαλείας τροφίμων της Ευρώπης θα πρέπει να μειωθούν στα επίπεδα των ΗΠΑ, του Καναδά ή της Ιαπωνίας, θα χειροτερέψει ακόμα περισσότερο την κατάσταση.
Θα αρθούν όλοι, οι έστω και ανεπαρκείς, περιορισμοί που έχει θέσει η Ευρώπη για τους γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς, τα φυτοφάρμακα και τις ορμόνες βοδινού κρέατος κ.ά. Οι συμφωνίες θα είναι καταστροφική για την οικογενειακή γεωργία και τους μικρούς αγρότες, που παράγουν ποιοτικά προϊόντα, ονομασίας προέλευσης (ΠΟΠ) και προστατευόμενης γεωγραφικής ένδειξης (ΠΓΕ), φέτα, λάδι, κρασί κλπ και φυσικά για τους βιοκαλλιεργητές και τη βιολογική γεωργία.
Το ίδιο ισχύει και για τους περιβαλλοντικούς κανονισμούς, επιτρέποντας για παράδειγμα την εξόρυξη φυσικού αερίου με την επικίνδυνη μέθοδο fracking. Tα δικαιώματα των εργαζομένων θα μπορούσαν να μειωθούν στα πρότυπα των ΗΠΑ και οι επιχειρήσεις θα μπορούσαν να μετεγκατασταθούν σε χώρες με τα χαμηλότερα πρότυπα εργασίας.
Επίσης και κάτι που δεν αφορά μόνο στις κυβερνήσεις, αλλά και τους θεσμούς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης: Με τη CETA για παράδειγμα υποχρεώνεται η Ε.Ε και ο Καναδάς να μην αναιρούν πλέον τυχόν απορυθμίσεις ή ιδιωτικοποιήσεις που έχουν εφαρμόσει στο παρελθόν( ρήτρα «lock-in» ή «ratchet»). Όταν μια Κοινότητα, Δήμος ή Περιφέρεια ή και Κράτος ακόμα αποφασίσει να επαναφέρει στον δημόσιο τομέα ιδιωτικοποιημένες επιχειρήσεις Κοινής Ωφέλειας, θα καταγγέλλεται από τους επενδυτές τους για διαφυγόντα κέρδη. Οι επαναδημοσιοποιήσεις απλά θα είναι πολύ ασύμφορες, αν όχι αδύνατες.
Και να έλθουμε στο ζήτημα των σπόρων και της αγροτικής βιοποικιλότητας:
Σήμερα στον αποκαλούμενο αναπτυγμένο κόσμο οι περισσότεροι αγρότες δεν κρατάνε σπόρο για να τον σπείρουν την επόμενη χρονιά, τον παράγει για αυτούς κάποια πολυεθνική από την οποία είναι υποχρεωμένοι να τον ξανα-αγοράσουν κάθε χρόνο.
Στη διεθνή αγορά υπάρχει σχεδόν μονοπώλιο και συγκεντρωτικός έλεγχος του σπόρου, καθώς δέκα μόνον εταιρίες καλύπτουν το 75% της παγκόσμιας αγοράς σπόρων. Ειδικότερα στην Ευρώπη, το 95% της αγοράς σπόρων για κηπευτικά καλύπτεται από 5 εταιρίες και στην περίπτωση του καλαμποκιού το 74% της αγοράς σπόρων καλύπτεται επίσης από 5 εταιρίες. Ως αποτέλεσμα από το 2000 έως το 2009 οι τιμές σπόρων στην Ευρώπη αυξήθηκαν κατά μέσο όρο 30%. .
Έτσι η σημερινή κατάσταση χαρακτηρίζεται από εκτεταμένη συγκέντρωση διατροφικής εξουσίας. Το φαινόμενο έχει σοβαρές κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις. Οι εταιρίες αυτές έχουν μετατραπεί σε παντοδύναμα λόμπυ και επηρεάζουν καθοριστικά τη θέσπιση της διεθνούς νομοθεσίας για την εμπορία των σπόρων η οποία αφαιρεί από τον αγρότη τη δημιουργικότητα του και τον μετατρέπει σε απλό καταναλωτή περιορισμένων επιλογών.
Τα ονόματα είναι γνωστά Monsanto , Syngenta, Bayer, Limagrain, ChemChina κλπ. Υπάρχουν πολλοί πολίτες που πιστεύουν ότι αυτές οι εταιρίες ασχολούνται μόνο με τους γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς. Αυτό είναι λάθος διότι αντίθετα, ασχολούνται και με τους συμβατικούς σπόρους έχοντας όπως αναφέρθηκε μια τεράστια διείσδυση στην παγκόσμια αγορά.
Καμία από αυτές τις πολυεθνικές που ελέγχουν σήμερα το σπόρο, δεν ξεκίνησε ως εταιρία σπόρων. ‘Όλες έχουν άμεση σχέση με χημικές η φαρμακευτικές ουσίες. Η κύρια και αρχική παραγωγή τους ήταν πάντα αυτές οι ουσίες. Μπήκαν όμως σταδιακά και στο χώρο των σπόρων με συνεχείς εξαγορές μικρών εταιριών που είχαν δημιουργήσει γεωπόνοι, γιατί με αυτόν τον τρόπο μπορούν να πωλούν και τα χημικά τους.
Με ποιους μηχανισμούς κατάφεραν να ελέγχουν σήμερα τον σπόρο οι πολυεθνικές;
Κυρίως με το μονοπώλιο της δημιουργίας νέων φυτικών ποικιλιών που στην επίσημη ορολογία αποκαλείται βελτίωση φυτικών ποικιλιών. Ως ζωντανός οργανισμός ο σπόρος εξελίσσεται ανάλογα με τις συνθήκες του περιβάλλοντος και την επίδραση των ανθρώπων. Από τότε που υπάρχει η γεωργία οι αγρότες βελτίωναν συνεχώς τον διατροφικό σπόρο μέσω παρατήρησης επιλογής και διασταύρωσης. Οι νέες ποικιλίες που δημιουργούσαν γίνονταν σταδιακά ελεύθερες για όλους. Πρόκειται για ποικιλίες «ανοικτής πηγής». Είναι αυτές που κληρονομήσαμε και σήμερα τους αποδίδονται διάφορα ονόματα όπως τοπικές ποικιλίες, επειδή είναι τοπικά προσαρμοσμένες, ή παραδοσιακές ή αβελτίωτες ή διατηρητέες ή ετερογενές φυτικό υλικό.
Οι αγρότες σήμερα, πέρα από το ότι δεν κρατούν τον σπόρο για σπορά, δεν τον βελτιώνουν πλέον οι ίδιοι, τον βελτιώνει η πολυεθνική και στη συνέχεια του βάζει νομική προστασία για να τον ελέγχει. Στις νέες αυτές ποικιλίες ή στα υβρίδια (τύπου F1) μπαίνουν πνευματικά δικαιώματα ή πατέντες. Οι εμπορικοί σπόροι των εταιριών που πωλούνται στην αγορά που αποκαλούνται «βελτιωμένοι» και καλύπτονται από πνευματικά δικαιώματα όπως η μουσική ο κινηματογράφος και οι τεχνολογικές ανακαλύψεις. Αν αγοράσεις και φυτεύσεις μια φορά τον σπόρο έχεις δικαίωμα να συγκομίσεις τον καρπό αλλά δεν έχεις δικαίωμα να συγκομίσεις τον σπόρο για επανα-φύτευση. Μόνον να τον φας μπορείς, αν τρώγεται και αν ταυτίζεται με τον καρπό, όπως πχ. στην περίπτωση των φασολιών.
Αυτό που έχει μεγάλη πολιτική σημασία είναι ότι στη δημιουργία μιας νέας ποικιλίας ο βελτιωτής εφαρμόζει κάποια κριτήρια που έχει ο ίδιος διαλέξει. Οι Εταιρίες έχουν διαφορετικά κριτήρια από εκείνα που είχαν οι αγρότες τότε που βελτίωναν τις ποικιλίες. Τις εταιρίες τις ενδιαφέρει να πωλείται η κύρια παραγωγή τους δηλαδή οι χημικές και φαρμακευτικές τους ουσίες επομένως οι νέες ποικιλίες και τα υβρίδια που δημιουργούν, είναι μεν παραγωγικά αλλά με την προϋπόθεση ότι χρησιμοποιείς τα χημικά τους και ότι υιοθετείς την εντατική χημική γεωργία ρυπαίνοντας ασύστολα το περιβάλλον.
Επομένως μέσω της νομικής προστασίας των βελτιωτών και της ντε φάκτο απαγόρευσης στον αγρότη να συνεχίσει να είναι βελτιωτής, στη γεωργία πλέον εφαρμόζονται τα κριτήρια των αγροχημικών εταιριών και έτσι συνεχίζει να μεγαλώνει η ήδη τεράστια αγορά για τα προϊόντα τους. Δίνοντας οι εταιρικοί βελτιωτές μεγάλη σημασία σε εμπορικά χαρακτηριστικά όπως η παραγωγικότητα και η συμβατότητα με τα αγροχημικά συχνά ξεχνούν ακόμα και τη θρεπτική αξία του φυτού. Σύμφωνα με πολλές βιβλιογραφικές αναφορές πχ. στην περίπτωση των λαχανικών οι βελτιωμένοι σπόροι δείχνουν να έχουν καρπό με μειωμένη θρεπτική αξία ή, με θρεπτική αξία που έχει χαθεί, σε σχέση με τις τοπικές ποικιλίες.
Οι εμπορικοί σπόροι, οι μόνοι που βρίσκεις στην αγορά είναι φτιαγμένοι για την εντατική χημική γεωργία. Αυτό συνεπάγεται υποβάθμιση του εδάφους εξόντωση ωφέλιμων μικροοργανισμών, μείωση της απορρόφησης του διοξειδίου του άνθρακα από την ατμόσφαιρα, που θα ήταν μια λύση για την κλιματική αλλαγή που είναι ήδη εδώ. Σημαίνει ότι μας υποχρεώνουν να μολύνουμε το έδαφος τον αέρα και τα νερά, αλλιώς δεν θα έχουμε να φάμε.
Είμαστε εγκλωβισμένοι στη ρυπογόνα εντατική παγκοσμιοποιημένη χημική γεωργία με όλη την ρύπανση και όλη τη νοσηρότητα που αυτό συνεπάγεται. Ο έλεγχος της τροφής μας έχει φύγει από τα χέρια μας επειδή έφυγε από τα χέρια μας ο έλεγχος του σπόρου. Η αλλαγή της σχέσης μας με τους σπόρους αποτελεί προϋπόθεση για τη δυνατότητα εκτεταμένης εφαρμογής μια πιο φιλικής προς τις τοπικές κοινωνίες και το περιβάλλον, γεωργίας. Όποιος ελέγχει τον σπόρο ελέγχει και τη διατροφή μας
Στην ευρύτερη κοινωνία δεν έχει περάσει αυτή η συνειδητοποίηση
Όποιος ελέγχει τη διατροφή μας έχει τεράστια πολιτική δύναμη. Μπορεί να μας εκβιάσει, και στην εποχή μας ο εκβιασμός -στο παρασκήνιο κυρίως- γίνεται από τα λόμπυ των εταιρειών. Αυτά τα λόμπυ έχουν δημιουργήσει και για τους σπόρους μια νομοθεσία-τέρας. Αυτά είναι που προτείνουν και στους διαπραγματευτές των διεθνών συμφωνιών σαν τις παραπάνω, το τι αυτές θα συμπεριλαμβάνουν, προωθώντας τα συμφέροντά τους.
Ας αλλάξουμε αυτήν την κατάσταση, πριν να είναι αργά. Οι σπόροι και οι ποικιλίες είναι κοινή μας κληρονομιά, ανήκουν στα «Κοινά»!
Χρειαζόμαστε πάλι σπόρους «Ανοικτής Πηγής»[2], ώστε ο έλεγχος της διατροφής μας να αποκεντρωθεί ξανά στο πλαίσιο των τοπικών κοινοτήτων. Ώστε να διασφαλιστεί η χωρίς περιορισμό αντιγραφή, αναπαραγωγή, πώληση και διανομή τους ελεύθερα.
Το Ελληνικό, αλλά και το Πανευρωπαϊκό Κίνημα που έχει αναπτυχθεί από το 2014 και μετά ενάντια στις ληστρικές συμφωνίες, οφείλει να αναπροσαρμόσει την πολιτική και τη στρατηγική του και να εξετάσει ολιστικά το θέμα των εμπορικών συμφωνιών.
Σε αυτή την κατεύθυνση έχουν ήδη ξεκινήσει συζητήσεις σε Πανευρωπαϊκό επίπεδο στη συνάντηση που έγινε στις Βρυξέλλες 11 -12 Μαΐου 2017 και έχουν δρομολογηθεί διάφορες δράσεις για αμέσως μετά το καλοκαίρι. Το κίνημα αυτό διεκδικεί:
Α) Ένα δίκαιο και διαφανές πολυμερές διεθνές εμπόριο σεβασμού του ανθρώπου, των κοινοτήτων του και του περιβάλλοντος, με την συμμετοχή των οργανώσεων των πολιτών, της αυτοδιοίκησης και των κοινοβουλίων και με συντονισμό στα πλαίσια του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ.
Β) Tην μη έγκριση της CETA από τα Εθνικά κοινοβούλια των χωρών μελών της ΕΕ.
Γ) Μία δημοκρατική Ευρώπη της αλληλεγγύης και της στήριξης στους τοπικούς πόρους, στα τοπικά παραγωγικά και καταναλωτικά πρότυπα, με περιφερειακή ανάπτυξη(αποανάπτυξη).
[1] Εμπορικές συμφωνίες που ισχύουν ήδη, είναι αυτές της λίστας των συμφωνιών του ΠΟΕ
[2] «OpenSourceSeeds» ( «Σπόροι ελεύθερης προέλευσης ή ανοικτού κώδικα»), σύμφωνα με την αρχή του ανοικτού κώδικα για τη νομική προστασία των σπόρων και των φυτών μας, είναι η αντιπρότασή μας για ελεύθερους σπόρους και ποικιλίες, ενάντια στα διπλώματα ευρεσιτεχνίας και τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας επί του γενετικού υλικού και των φυτικών ποικιλιών, που αποδίδονται από το νομικό σύστημα στον ιδιωτικό τομέα των σπόρων.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση συζητάει και υπογράφει πολλές και με διαφορετικά μέρη εμπορικές συμφωνίες[1]. Δεν είναι μόνο οι γνωστές στο κίνημα πολιτών που διαμορφώθηκε ενάντιά τους όπως:
- ΤΤΙΡ: Διατλαντική Εταιρική Σχέση Εμπορίου και Επενδύσεων (Transatlantic Trade and Investment Partnership) μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ. Προς το παρόν την έχει βάλει στον πάγο ο Τραμπ, αφού λόγω της μεγάλης αντίδρασης του κινήματος και στις δυό πλευρές του Ατλαντικού, δεν στάθηκε δυνατόν να την υπογράψει ο Ομπάμα.
- TISA(Trade in Services Agreement).Εμπόριο Υπηρεσιών, μεταξύ ΕΕ και 23 άλλων κρατών και αφορά στο περίπου 70% του παγκόσμιου εμπορίου. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή την διαπραγματεύεται ακόμα βάσει εντολής των κυβερνήσεων των 28 χωρών μελών της ΕΕ. Τον Μάρτιο του 2015, οι κυβερνήσεις της ΕΕ συμφώνησαν να δημοσιεύσουν την εντολή αυτή που μέχρι τότε ήταν μυστική.
- CETA (Comprehensive Economic and Trade Agreement), μεταξύ ΕΕ και Καναδά. Τέλος των διαπραγματεύσεων 14 Σεπτεμβρίου 2016, οριστικοποιήθηκε αλλά ακόμα δεν έχει εφαρμοσθεί γιατί πρέπει να περάσει και από τα εθνικά κοινοβούλια στην ΕΕ.
Μια από αυτές, η πιο σημαντική ίσως είναι και η JEFTA, η εμπορική συμφωνία της ΕΕ με την Ιαπωνία, την οποία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει διαπραγματευθεί με πλήρη αδιαφάνεια και στη σύνοδο κορυφής των G20 στο Αμβούργο της Γερμανίας, στις 07-08/07/2017, η Μέρκελ ήθελε να πετύχει σε ανώτερο επίπεδο τη συμφωνία αυτή. Δεν ξέρουμε τι έγινε στο Αμβούργο. Το σίγουρο είναι ότι ενώ η ΤΤΙΡ είναι στον πάγο, με την JEFTA οι εταιρείες αρπάζουν την ευκαιρία να πάρουν στα χέρια τους τρομαχτική εξουσία και φυσικά να πραγματοποιούν θαυμάσια κέρδη: Εντέλει, στην Ιαπωνία και την ΕΕ υλοποιείται το ένα τρίτο της παγκόσμιας οικονομικής παραγωγής. Και η JEFTA είναι μόνο η πρώτη από μια σειρά Συμφωνιών των Πολυεθνικών Ομίλων, που θέλει να ολοκληρώσει η Ε. Επιτροπή.
Συμφωνίες που έχουν οριστικοποιηθεί αλλά δεν έχουν ακόμη εφαρμοστεί:
- EAC (East African Countries) με τις χώρες της Ανατολικής Αφρικής - Ενδιάμεση συμφωνία οικονομικής εταιρικής σχέσης, τέλος των διαπραγματεύσεων στις 16 Οκτωβρίου 2014
- Σιγκαπούρη - Συμφωνία Ελευθέρων Συναλλαγών, η οποία μονογραφήθηκε στις 17 Οκτωβρίου 2014
- Βιετνάμ - Συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών, διαπραγματεύσεις που ολοκληρώθηκαν την 1η Φεβρουαρίου 2016
- Δυτική Αφρική - Συμφωνία οικονομικής εταιρικής σχέσης, μονογραφή, 10 Ιουλίου 2014
Επισήμως δηλώνεται ότι σκοπεύουν στο διευκολύνουν τις επενδύσεις και να άρουν τα «περιττά γραφειοκρατικά εμπόδια». Ο πραγματικός όμως στόχος των συμφωνιών είναι να παραμερίσουν τους κανόνες και τις ρυθμίσεις εκείνες των κρατών και κυβερνήσεων που αποτελούν «εμπόδιο» στην κερδοφορία των πολυεθνικών επιχειρήσεων. Στην πραγματικότητα, «εμπόδια» για αυτές αποτελούν οι μέχρι τώρα κοινωνικές κατακτήσεις: εργασιακά δικαιώματα, περιβαλλοντικές ρυθμίσεις, κανόνες ασφάλειας για τα τρόφιμα, προστασία των προσωπικών δεδομένων στο διαδίκτυο κ.ά.
Οι προτεινόμενες συμφωνίες αφορούν λιγότερο στο εμπόριο και στους δασμούς και περισσότερο σε ρυθμίσεις για τα εμπορικά πρότυπα, τα εταιρικά δικαιώματα και τις εγγυήσεις επενδύσεων.
Για την εξασφάλιση των παραπάνω ρυθμίσεων προτείνεται και ένας ιδιαίτερος Μηχανισμός Διαιτησίας Επίλυσης Διαφορών μεταξύ Επενδυτών και Κρατών, το ISDS (Investor-State Dispute Settlement). Σε αυτόν θα καταφεύγουν οι εταιρείες, οι πολυεθνικές και οι επενδυτικοί όμιλοι, εναντίον κρατών, αν αυτά παίρνουν μέτρα που μπορεί να μειώνουν την κερδοφορία τους. Κάθε νέα απαραίτητη νομοθεσία και ρυθμιστική παρέμβαση από τη μεριά των κοινωνιών, θα επικυρώνεται μόνο όταν είναι σύμφωνη με τις παραπάνω συμφωνίες και όταν υιοθετεί τα εμπορικά συμφέροντα των πολυεθνικών εταιριών.
Έτσι με αυτές τις συμφωνίες, αν επικυρωθούν τελικά, οι επενδυτές και οι πολυεθνικές θα είναι το ίδιο κυρίαρχες με τα κράτη και τους λαούς! Θα έχουν τα ίδια, αν όχι και υπέρτατα δικαιώματα.
Θα σταθούμε ιδιαιτέρως στη νομοθεσία για τα τρόφιμα που μας ενδιαφέρει περισσότερο σαν χώρα, αλλά και μας που ασχολούμαστε με τον διατροφικό τομέα. Η νομοθεσία για τα τρόφιμα στην Ευρώπη δεν είναι και ιδιαίτερα υψηλού επιπέδου και στην ουσία απαιτείται περαιτέρω θετική αναβάθμιση για την ασφάλεια στις επιλογές των παραγωγών και καταναλωτών. Στην Αμερική, στην Αυστραλία ή την Ιαπωνία είναι όμως ακόμη χειρότερα τα πράγματα. Για παράδειγμα, για την αποφυγή του κινδύνου από τις σαλμονέλες, τα πουλερικά και το χοιρινό κρέας στα αμερικανικά σφαγεία απολυμαίνονται με χλώριο. Τα χλωριωμένα αυτά κοτόπουλα ή χοιρινά δεν επιθυμεί να εισάγει η Ευρώπη. Το ίδιο και το μοσχαρίσιο κρέας με αυξητική ορμόνη ή από κλωνοποιημένα ζώα που στις ΗΠΑ επιτρέπεται.
Συμφωνίες σαν την TTIP θα επηρεάσουν τα υφιστάμενα πρότυπα της Ε.Ε., για την ασφάλεια και την επισήμανση των τροφίμων. Συγκεκριμένα, στην ΕΕ, η «αρχή της προφύλαξης » αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο της διαχείρισης των κινδύνων, που προέρχονται, από τα τρόφιμα, ενώ αλλού υιοθετούν μια προσέγγιση κόστους-ωφέλειας. Π.χ. ενώ η ρακτοπαμίνη και άλλα παρόμοια φάρμακα, χρησιμοποιούνται στις ΗΠΑ για την πάχυνση των ζώων, έχουν απαγορευτεί στην Ε.Ε.
Βασικά χαρακτηριστικά της νομοθεσίας της Ε.Ε. για τα τρόφιμα, είναι ο σεβασμός στο δικαίωμα των καταναλωτών στην επιλογή. Και πέρα από την ασφάλεια, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και άλλοι παράγοντες κατά τη διαμόρφωση της πολιτικής για τα τρόφιμα, όπως οι κοινωνικές, οικονομικές, δεοντολογικές, ή περιβαλλοντικές ανησυχίες και οι προσδοκίες των καταναλωτών. Αυτό απαιτεί επισήμανση π.χ. για την ενημέρωση των Ευρωπαίων καταναλωτών, σχετικά με την παρουσία γενετικά τροποποιημένων οργανισμών (Γ.Τ.Ο.), ή νανοσυστατικών, στα τρόφιμά τους. Αντιθέτως, στις Η.Π.Α. π.χ. δεν υπάρχει σήμανση για περιεκτικότητα σε γ.τ. οργανισμούς. Περίπου το 70% των τροφίμων που πωλούνται στα αμερικανικά σουπερμάρκετ περιέχουν γενετικά τροποποιημένα συστατικά (GMOs), χωρίς να το ξέρουν οι καταναλωτές.
Στο πλαίσιο των συμφωνιών, το λόμπυ των βιομηχανιών τροφίμων ασκεί πιέσεις και προσβλέπει στην άμβλυνση των κανονισμών που ισχύουν στην Ευρώπη, καθώς μέχρι στιγμής το 40% των προϊόντων τους στις ΗΠΑ ή Καναδά δεν μπορούν να εισαχθούν στην ΕΕ.
Η ευρωπαϊκή αγροτική πολιτική με μια απαράδεκτη μεθόδευση προωθεί για δεκαετίες τα βιομηχανοποιημένα αγροτικά προϊόντα με ανταγωνιστικές χαμηλές τιμές, υποβαθμίζοντας τα καλλιεργήσιμα εδάφη, τη ποιότητα του πόσιμου νερού, καταστρέφοντας την βιοποικιλότητα στη τοπική παραγωγή και τη ποιότητα των ειδών διατροφής, αλλά η εναρμόνιση των κανονισμών, μέσα από την οποία τα πρότυπα ασφαλείας τροφίμων της Ευρώπης θα πρέπει να μειωθούν στα επίπεδα των ΗΠΑ, του Καναδά ή της Ιαπωνίας, θα χειροτερέψει ακόμα περισσότερο την κατάσταση.
Θα αρθούν όλοι, οι έστω και ανεπαρκείς, περιορισμοί που έχει θέσει η Ευρώπη για τους γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς, τα φυτοφάρμακα και τις ορμόνες βοδινού κρέατος κ.ά. Οι συμφωνίες θα είναι καταστροφική για την οικογενειακή γεωργία και τους μικρούς αγρότες, που παράγουν ποιοτικά προϊόντα, ονομασίας προέλευσης (ΠΟΠ) και προστατευόμενης γεωγραφικής ένδειξης (ΠΓΕ), φέτα, λάδι, κρασί κλπ και φυσικά για τους βιοκαλλιεργητές και τη βιολογική γεωργία.
Το ίδιο ισχύει και για τους περιβαλλοντικούς κανονισμούς, επιτρέποντας για παράδειγμα την εξόρυξη φυσικού αερίου με την επικίνδυνη μέθοδο fracking. Tα δικαιώματα των εργαζομένων θα μπορούσαν να μειωθούν στα πρότυπα των ΗΠΑ και οι επιχειρήσεις θα μπορούσαν να μετεγκατασταθούν σε χώρες με τα χαμηλότερα πρότυπα εργασίας.
Επίσης και κάτι που δεν αφορά μόνο στις κυβερνήσεις, αλλά και τους θεσμούς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης: Με τη CETA για παράδειγμα υποχρεώνεται η Ε.Ε και ο Καναδάς να μην αναιρούν πλέον τυχόν απορυθμίσεις ή ιδιωτικοποιήσεις που έχουν εφαρμόσει στο παρελθόν( ρήτρα «lock-in» ή «ratchet»). Όταν μια Κοινότητα, Δήμος ή Περιφέρεια ή και Κράτος ακόμα αποφασίσει να επαναφέρει στον δημόσιο τομέα ιδιωτικοποιημένες επιχειρήσεις Κοινής Ωφέλειας, θα καταγγέλλεται από τους επενδυτές τους για διαφυγόντα κέρδη. Οι επαναδημοσιοποιήσεις απλά θα είναι πολύ ασύμφορες, αν όχι αδύνατες.
Και να έλθουμε στο ζήτημα των σπόρων και της αγροτικής βιοποικιλότητας:
Σήμερα στον αποκαλούμενο αναπτυγμένο κόσμο οι περισσότεροι αγρότες δεν κρατάνε σπόρο για να τον σπείρουν την επόμενη χρονιά, τον παράγει για αυτούς κάποια πολυεθνική από την οποία είναι υποχρεωμένοι να τον ξανα-αγοράσουν κάθε χρόνο.
Στη διεθνή αγορά υπάρχει σχεδόν μονοπώλιο και συγκεντρωτικός έλεγχος του σπόρου, καθώς δέκα μόνον εταιρίες καλύπτουν το 75% της παγκόσμιας αγοράς σπόρων. Ειδικότερα στην Ευρώπη, το 95% της αγοράς σπόρων για κηπευτικά καλύπτεται από 5 εταιρίες και στην περίπτωση του καλαμποκιού το 74% της αγοράς σπόρων καλύπτεται επίσης από 5 εταιρίες. Ως αποτέλεσμα από το 2000 έως το 2009 οι τιμές σπόρων στην Ευρώπη αυξήθηκαν κατά μέσο όρο 30%. .
Έτσι η σημερινή κατάσταση χαρακτηρίζεται από εκτεταμένη συγκέντρωση διατροφικής εξουσίας. Το φαινόμενο έχει σοβαρές κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις. Οι εταιρίες αυτές έχουν μετατραπεί σε παντοδύναμα λόμπυ και επηρεάζουν καθοριστικά τη θέσπιση της διεθνούς νομοθεσίας για την εμπορία των σπόρων η οποία αφαιρεί από τον αγρότη τη δημιουργικότητα του και τον μετατρέπει σε απλό καταναλωτή περιορισμένων επιλογών.
Τα ονόματα είναι γνωστά Monsanto , Syngenta, Bayer, Limagrain, ChemChina κλπ. Υπάρχουν πολλοί πολίτες που πιστεύουν ότι αυτές οι εταιρίες ασχολούνται μόνο με τους γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς. Αυτό είναι λάθος διότι αντίθετα, ασχολούνται και με τους συμβατικούς σπόρους έχοντας όπως αναφέρθηκε μια τεράστια διείσδυση στην παγκόσμια αγορά.
Καμία από αυτές τις πολυεθνικές που ελέγχουν σήμερα το σπόρο, δεν ξεκίνησε ως εταιρία σπόρων. ‘Όλες έχουν άμεση σχέση με χημικές η φαρμακευτικές ουσίες. Η κύρια και αρχική παραγωγή τους ήταν πάντα αυτές οι ουσίες. Μπήκαν όμως σταδιακά και στο χώρο των σπόρων με συνεχείς εξαγορές μικρών εταιριών που είχαν δημιουργήσει γεωπόνοι, γιατί με αυτόν τον τρόπο μπορούν να πωλούν και τα χημικά τους.
Με ποιους μηχανισμούς κατάφεραν να ελέγχουν σήμερα τον σπόρο οι πολυεθνικές;
Κυρίως με το μονοπώλιο της δημιουργίας νέων φυτικών ποικιλιών που στην επίσημη ορολογία αποκαλείται βελτίωση φυτικών ποικιλιών. Ως ζωντανός οργανισμός ο σπόρος εξελίσσεται ανάλογα με τις συνθήκες του περιβάλλοντος και την επίδραση των ανθρώπων. Από τότε που υπάρχει η γεωργία οι αγρότες βελτίωναν συνεχώς τον διατροφικό σπόρο μέσω παρατήρησης επιλογής και διασταύρωσης. Οι νέες ποικιλίες που δημιουργούσαν γίνονταν σταδιακά ελεύθερες για όλους. Πρόκειται για ποικιλίες «ανοικτής πηγής». Είναι αυτές που κληρονομήσαμε και σήμερα τους αποδίδονται διάφορα ονόματα όπως τοπικές ποικιλίες, επειδή είναι τοπικά προσαρμοσμένες, ή παραδοσιακές ή αβελτίωτες ή διατηρητέες ή ετερογενές φυτικό υλικό.
Οι αγρότες σήμερα, πέρα από το ότι δεν κρατούν τον σπόρο για σπορά, δεν τον βελτιώνουν πλέον οι ίδιοι, τον βελτιώνει η πολυεθνική και στη συνέχεια του βάζει νομική προστασία για να τον ελέγχει. Στις νέες αυτές ποικιλίες ή στα υβρίδια (τύπου F1) μπαίνουν πνευματικά δικαιώματα ή πατέντες. Οι εμπορικοί σπόροι των εταιριών που πωλούνται στην αγορά που αποκαλούνται «βελτιωμένοι» και καλύπτονται από πνευματικά δικαιώματα όπως η μουσική ο κινηματογράφος και οι τεχνολογικές ανακαλύψεις. Αν αγοράσεις και φυτεύσεις μια φορά τον σπόρο έχεις δικαίωμα να συγκομίσεις τον καρπό αλλά δεν έχεις δικαίωμα να συγκομίσεις τον σπόρο για επανα-φύτευση. Μόνον να τον φας μπορείς, αν τρώγεται και αν ταυτίζεται με τον καρπό, όπως πχ. στην περίπτωση των φασολιών.
Αυτό που έχει μεγάλη πολιτική σημασία είναι ότι στη δημιουργία μιας νέας ποικιλίας ο βελτιωτής εφαρμόζει κάποια κριτήρια που έχει ο ίδιος διαλέξει. Οι Εταιρίες έχουν διαφορετικά κριτήρια από εκείνα που είχαν οι αγρότες τότε που βελτίωναν τις ποικιλίες. Τις εταιρίες τις ενδιαφέρει να πωλείται η κύρια παραγωγή τους δηλαδή οι χημικές και φαρμακευτικές τους ουσίες επομένως οι νέες ποικιλίες και τα υβρίδια που δημιουργούν, είναι μεν παραγωγικά αλλά με την προϋπόθεση ότι χρησιμοποιείς τα χημικά τους και ότι υιοθετείς την εντατική χημική γεωργία ρυπαίνοντας ασύστολα το περιβάλλον.
Επομένως μέσω της νομικής προστασίας των βελτιωτών και της ντε φάκτο απαγόρευσης στον αγρότη να συνεχίσει να είναι βελτιωτής, στη γεωργία πλέον εφαρμόζονται τα κριτήρια των αγροχημικών εταιριών και έτσι συνεχίζει να μεγαλώνει η ήδη τεράστια αγορά για τα προϊόντα τους. Δίνοντας οι εταιρικοί βελτιωτές μεγάλη σημασία σε εμπορικά χαρακτηριστικά όπως η παραγωγικότητα και η συμβατότητα με τα αγροχημικά συχνά ξεχνούν ακόμα και τη θρεπτική αξία του φυτού. Σύμφωνα με πολλές βιβλιογραφικές αναφορές πχ. στην περίπτωση των λαχανικών οι βελτιωμένοι σπόροι δείχνουν να έχουν καρπό με μειωμένη θρεπτική αξία ή, με θρεπτική αξία που έχει χαθεί, σε σχέση με τις τοπικές ποικιλίες.
Οι εμπορικοί σπόροι, οι μόνοι που βρίσκεις στην αγορά είναι φτιαγμένοι για την εντατική χημική γεωργία. Αυτό συνεπάγεται υποβάθμιση του εδάφους εξόντωση ωφέλιμων μικροοργανισμών, μείωση της απορρόφησης του διοξειδίου του άνθρακα από την ατμόσφαιρα, που θα ήταν μια λύση για την κλιματική αλλαγή που είναι ήδη εδώ. Σημαίνει ότι μας υποχρεώνουν να μολύνουμε το έδαφος τον αέρα και τα νερά, αλλιώς δεν θα έχουμε να φάμε.
Είμαστε εγκλωβισμένοι στη ρυπογόνα εντατική παγκοσμιοποιημένη χημική γεωργία με όλη την ρύπανση και όλη τη νοσηρότητα που αυτό συνεπάγεται. Ο έλεγχος της τροφής μας έχει φύγει από τα χέρια μας επειδή έφυγε από τα χέρια μας ο έλεγχος του σπόρου. Η αλλαγή της σχέσης μας με τους σπόρους αποτελεί προϋπόθεση για τη δυνατότητα εκτεταμένης εφαρμογής μια πιο φιλικής προς τις τοπικές κοινωνίες και το περιβάλλον, γεωργίας. Όποιος ελέγχει τον σπόρο ελέγχει και τη διατροφή μας
Στην ευρύτερη κοινωνία δεν έχει περάσει αυτή η συνειδητοποίηση
Όποιος ελέγχει τη διατροφή μας έχει τεράστια πολιτική δύναμη. Μπορεί να μας εκβιάσει, και στην εποχή μας ο εκβιασμός -στο παρασκήνιο κυρίως- γίνεται από τα λόμπυ των εταιρειών. Αυτά τα λόμπυ έχουν δημιουργήσει και για τους σπόρους μια νομοθεσία-τέρας. Αυτά είναι που προτείνουν και στους διαπραγματευτές των διεθνών συμφωνιών σαν τις παραπάνω, το τι αυτές θα συμπεριλαμβάνουν, προωθώντας τα συμφέροντά τους.
Ας αλλάξουμε αυτήν την κατάσταση, πριν να είναι αργά. Οι σπόροι και οι ποικιλίες είναι κοινή μας κληρονομιά, ανήκουν στα «Κοινά»!
Χρειαζόμαστε πάλι σπόρους «Ανοικτής Πηγής»[2], ώστε ο έλεγχος της διατροφής μας να αποκεντρωθεί ξανά στο πλαίσιο των τοπικών κοινοτήτων. Ώστε να διασφαλιστεί η χωρίς περιορισμό αντιγραφή, αναπαραγωγή, πώληση και διανομή τους ελεύθερα.
Το Ελληνικό, αλλά και το Πανευρωπαϊκό Κίνημα που έχει αναπτυχθεί από το 2014 και μετά ενάντια στις ληστρικές συμφωνίες, οφείλει να αναπροσαρμόσει την πολιτική και τη στρατηγική του και να εξετάσει ολιστικά το θέμα των εμπορικών συμφωνιών.
Σε αυτή την κατεύθυνση έχουν ήδη ξεκινήσει συζητήσεις σε Πανευρωπαϊκό επίπεδο στη συνάντηση που έγινε στις Βρυξέλλες 11 -12 Μαΐου 2017 και έχουν δρομολογηθεί διάφορες δράσεις για αμέσως μετά το καλοκαίρι. Το κίνημα αυτό διεκδικεί:
Α) Ένα δίκαιο και διαφανές πολυμερές διεθνές εμπόριο σεβασμού του ανθρώπου, των κοινοτήτων του και του περιβάλλοντος, με την συμμετοχή των οργανώσεων των πολιτών, της αυτοδιοίκησης και των κοινοβουλίων και με συντονισμό στα πλαίσια του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ.
Β) Tην μη έγκριση της CETA από τα Εθνικά κοινοβούλια των χωρών μελών της ΕΕ.
Γ) Μία δημοκρατική Ευρώπη της αλληλεγγύης και της στήριξης στους τοπικούς πόρους, στα τοπικά παραγωγικά και καταναλωτικά πρότυπα, με περιφερειακή ανάπτυξη(αποανάπτυξη).
[1] Εμπορικές συμφωνίες που ισχύουν ήδη, είναι αυτές της λίστας των συμφωνιών του ΠΟΕ
[2] «OpenSourceSeeds» ( «Σπόροι ελεύθερης προέλευσης ή ανοικτού κώδικα»), σύμφωνα με την αρχή του ανοικτού κώδικα για τη νομική προστασία των σπόρων και των φυτών μας, είναι η αντιπρότασή μας για ελεύθερους σπόρους και ποικιλίες, ενάντια στα διπλώματα ευρεσιτεχνίας και τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας επί του γενετικού υλικού και των φυτικών ποικιλιών, που αποδίδονται από το νομικό σύστημα στον ιδιωτικό τομέα των σπόρων.