Θεόδωρος Ι. Ζιάκας
Το έργο του Ζιράρ προκάλεσε κάποιο ενδιαφέρον και στην χώρα μας. Όχι η θεωρία του καθεαυτή, τι διαπραγματεύεται και αν είναι ή όχι επιστημονική και σωστότερη από τις προϋφιστάμενες φιλοσοφικές. Το ενδιαφέρον εστιάζεται αποκλειστικά στα εντυπωσιακά, θρησκευτικής τάξεως συμπεράσματα, που φαίνεται να προκύπτουν απ’ αυτήν. Είναι δύο κυρίως: Αφ’ ενός, η απόλυτη αντίθεση ανάμεσα στον χριστιανισμό και στο σύνολο των θρησκειών της ανθρωπότητας. Και αφ’ ετέρου, ότι δεν νίκησε η νεωτερική «εκκοσμίκευση» τον χριστιανισμό, εκδιώκοντάς τον από το πεδίο των κοινωνικών σχέσεων, αλλά «έπαιξε το παιγνίδι» του, επειδή δεν κατάλαβε, ότι ο χριστιανισμός επιτυγχάνει τους στόχους τουαποπεμπόμενος! Εντυπωσιακά ασφαλώς και τα δύο, αλλά αν πρόκειται να μη μείνουμε στην επιφάνεια των εφήμερων εντυπώσεων, χρειάζεται να κατανοήσουμε την προκείμενη θεωρία, η οποία κάθε άλλο παρά θρησκευτική είναι. Ό,τι είναι η ηλιοκεντρική θεωρία για την αστρονομία, είναι η θυματική θεωρία για την κοινωνική οντολογία: μετα-νεωτερική επιστημολογική τομή. Για να κατανοηθεί όμως η σημασία της πρέπει να συζητηθεί. Κι αυτό είναι θαρρώ πολύ πιο σημαντικό από οιοδήποτε θρησκευτικό συμπέρασμα, το οποίο μπορεί κάλλιστα να είναι και βεβιασμένο. Άλλωστε η χριστιανική πίστη δεν έχει ανάγκη την επιδοκιμασία του θύραθεν λόγου, εκτός και δεν στηρίζεται στα πόδια της και ψάχνει για επιστημονικά δεκανίκια.
Με αφορμή τον πρόσφατο θάνατο του ΡΖ διακινδύνευσα μια σύντομη αποτίμηση του έργου του, συνοψίζοντας παλιότερη ατέλειωτη μελέτη μου σε τρία μέρη, που για λόγους διαδικτυακής οικονομίας, θα δημοσιευτούν χωριστά. Το πρώτο και το δεύτερο αναφέρονται στο πώς η σκέψη του Ζιράρ μας επιτρέπει να προσεγγίσουμε τα βασικά προβλήματα της κοινωνικής οντολογίας. Το τρίτο αναφέρεται στην προκαλούμενη από το έργο του ανα-κατανόηση του χριστιανισμού.
ΜΕΡΟΣ Ι
Η γενεση του συλλογικού ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ
Στον Ζιράρ ανήκει η τιμή ότι έλυσε το επιστημονικό πρόβλημα της γένεσης του συλλογικού υποκειμένου, θέτοντας συνάμα τη βάση για την επιστημονική προσέγγιση και στα άλλα δύο, την ανάπτυξη και την κατάρρευσή του. Πριν όμως μπούμε στο θέμα είναι σκόπιμες ορισμένες διευκρινίσεις γνωσιολογικού χαρακτήρα.
1.- Επιστημολογικές διευκρινίσεις
Οι διευκρινίσεις, που είναι απαραίτητο να προηγηθούν, αναφέρονται στο πεδίο ορισμού της θεωρίας του Ζιράρ, στο τι εννοούμε όταν μιλάμε για «επιστημονική προσέγγιση» και τι «περιμένουμε» απ’ αυτήν και τελικά στην αποσαφήνιση των προς απάντηση ερωτημάτων.
1.1 Θύμα - Θυσία
Ο Ζιράρ ονομάζει «θυματικό μηχανισμό» την κεντρική έννοια της θεωρίας του («mécanisme victimaire», victime|θύμα). Ως αντικειμενική δε βάση της επικαλείται το φαινόμενο τουαποδιοπομπαίου τράγου, την καθολικότητα του οποίου αποδεικνύει με το υλικό που έχει συγκεντρώσει από τα πιο διαφορετικά πεδία: από την εθνολογία, ως την ψυχολογία και τη λογοτεχνία.
Η καθολικότητα του φαινομένου του παρέχει τη δυνατότητα να θεμελιώσει μια θεωρία καθολικών - διεπιστημονικών αξιώσεων. Όπερ και έπραξε, καλύπτοντας σχεδόν όλες τις περιοχές του πολιτισμικού επιστητού, μεταξύ των οποίων και την κοινωνική οντολογία. Η κεντρική του όμως έννοια, ο «θυματικός μηχανισμός», συνάδει με το επίπεδο γενικότητας, που απαιτεί ο διεπιστημονικός χαρακτήρας της θεωρίας. Οπότε, αν θέλουμε να υπεισέλθουμε σε κάθε μια από τις ιδιαίτερες γνωστικές περιοχές που καλύπτει, πρέπει να προβούμε στην κατάλληλη εξειδίκευση-προσαρμογή της υπερκείμενης αυτής γενικής έννοιας. Πρέπει να την «προβάλλουμε», εν προκειμένω, στο κοινωνιο-οντολογικό επίπεδο, ώστε να κρατήσουμε το επ’ αυτού «αποτύπωμά» της.
Προκρίνω ως πρόσφορη προσαρμογή την «θυσία» αντί της «θυματοποίησης» και τον «θυσιαστικό μηχανισμό» αντί του «θυματικού μηχανισμού». Η «θυματοποίηση» εκβάλλοντας στην κοινωνική θέσμιση μετατρέπεται σε «θυσία», όπως θα δούμε.
1.2 Προσεγγίσεις: μυθική, φιλοσοφική, επιστημονική
Μιλώντας για επιστημονική προσέγγιση, πρέπει να διευκρινίσω τι εννοώ:
α) Αναφέρομαι στη διαφορά της από τη φιλοσοφική και τη μυθική προσέγγιση. Ενώ η μυθική χρησιμοποιεί την εικόνα ως γνωστικό εργαλείο και η φιλοσοφική την έννοια, η επιστημονική προσέγγιση χρησιμοποιεί τη γειωμένη στην εμπειρία λογική «υπόθεση», με στόχο να κατασκευάσει τον «αλγόριθμο που δουλεύει». Δηλαδή ένα μαθηματικό σχήμα εφοδιασμένο με ορισμένες εξηγήσεις, για το πώς και το γιατί «δουλεύει».
β) Η επιστημονική προσέγγιση προϋποθέτει και εντάσσεται σε κάποια προδεδομένη φιλοσοφική –συνήθως χωρίς να το ξέρει. Ομοίως και η φιλοσοφική, η οποία προϋποθέτει κάποια μυθική, στο πλαίσιο της οποίας -αδήλως κατά κανόνα- «λειτουργεί».
γ) Η διαφορά των τριών προσεγγίσεων δεν έχει να κάνει με την «αντικειμενική αλήθεια». Επίσης, επειδή η μια προσέγγιση διαδέχτηκε ιστορικά την άλλη, δεν σημαίνει ότι η τελευταία (η επιστημονική), «ακυρώνει» τη νομιμότητα των δύο προγενέστερων, όπως εν γένει νομίζεται. Και οι τρεις δύνανται να είναι «αληθείς», όχι ως προς την «αλήθεια γενικά», αλλά ως προς το προσεγγιζόμενο «πρόβλημα». Που στο κοινωνιο-οντολογικό επίπεδο είναι και για τις τρεις το αυτό.
δ) Υπ’ αυτή την (γ) έννοια, η επιστημονική προσέγγιση «υπερτερεί», στο μέτρο που είναι «πιο κοντά» στην τελείως διαφορετική και από τις τρεις, «επιχειρησιακή» προσέγγιση, την οποία είναι υποχρεωμένος να εκπονήσει ο επειγόμενος να λύσει το «πρόβλημα» στην πράξη.
1.3 Τα ερωτήματα
Τούτων δοθέντων, τα ερωτήματα ως προς την εν προκειμένω επιστημονική προσέγγιση, διαμορφώνονται ως εξής: Διαθέτει «αλγόριθμο» η θυσιαστική θεωρία; Αν ναι, «δουλεύει», ώστε να απεικονίζει τον τρόπο, με τον οποίο υποτίθεται ότι έγινε το μπιγκ μπαγκ της μετάβασης από την αθέσμιστη στη θεσμισμένη κοινωνική κατάσταση; Φωτίζει την έκτοτε πολυσχιδήιστορική ανάπτυξη της κοινωνικής θέσμισης, αλλά και την παρατηρούμενη αστάθειά της, καθώς και την συχνή κατάρρευσή της;
Για τη θετική απάντηση στα ερωτήματα αυτά πείθεται κανείς, αν μάθει ποιος ακριβώς είναι ο θυσιαστικός αλγόριθμος (ή «μηχανισμός»), πώς λειτουργεί, ποια εμπειρικά δεδομένα τον στηρίζουν και γιατί εν τέλει λειτουργεί.
2.- Ο θυσιαστικός αλγόριθμος
Υποτίθεται, λοιπόν, ότι αν εντός μιας προπολιτισμικής κοινωνικής ομάδας εισαχθεί ο «θυσιαστικός αλγόριθμος», θα προκληθεί η μετάλλαξή της από αθέσμιστη σε αυτοθεσμιζόμενη ομάδα-κοινότητα.
2.1 Ο αλγόριθμος - ποιος είναι, πώς λειτουργεί και σε ποια δεδομένα στηρίζεται.
Ποιος είναι: Ο θυσιαστικός αλγόριθμος συγκροτείται από τρία βήματα. Βήμα 1ο: πόλεμος όλων εναντίον όλων. Βήμα 2ο: πόλεμος όλων εναντίον ενός - λυντσάρισμα του «μιάσματος». Βήμα 3ο: ιεροποίηση του θύματος – θέσμιση της συμφιλίωσης των εμπολέμων.
Πώς λειτουργεί: Εντός του αρχικώς αθέσμιστου κοινωνικού πεδίου ξεσπά αλληλομαχία. Αν δεν βρεθεί θύμα, η αλληλομαχία εξελίσσεται σε αλληλοεξόντωση. (Όπως στους «σπαρτούς» πολεμιστές του αργοναυτικού μύθου.) Αν βρεθεί θύμα (βήμα 2) αλλά η ιεροποίησή του δεν ευδοκιμήσει, έχουμε υποστροφή στο βήμα 1. Αν ευδοκιμήσει, αρχίζει η κοινωνική αυτοθέσμιση. Συμπέρασμα: Πρόκειται για ανακυκλική διαδικασία –αλγοριθμική- γιατί ενέχει νόμο προόδου (προς την θεσμισμένη κοινωνική κατάσταση) και συνάμα νόμο υποστροφής (προς το θεσμικό μηδέν).
Υποστηρικτικά δεδομένα: Κοινωνικό πεδίο υπήρχε και πριν πρωτοθεσμιστεί. Πώς ακριβώς δεν το ξέρουμε. Δεν έχουμε κανένα χειροπιαστό στοιχείο. Ό,τι στοιχεία και τεκμήρια έχουμε για τον άνθρωπο, είναι στοιχεία ανθρώπινου πολιτισμού (τάφοι, ζωγραφιές, κ.λπ.).
Έχουμε όμως στοιχεία και τεκμήρια: α) Για το ότι οι πολιτισμοί και οι ανθρώπινες κοινωνίες κάποια στιγμή αποσαθρώνονται και καταρρέουν, πέφτοντας τότε σε μια αθέσμιστη κατάσταση. β) Για το τι συμβαίνει όταν πέφτουν (πόλεμος όλων εναντίον όλων). γ) Για το πώς βγαίνουν από εκεί, όταν βγαίνουν (όλοι εναντίον ενός, θυματοποίηση), αναθεσμίζοντας το κοινωνικό πεδίο. Και δ) για το τι κάνουν αμέσως μετά (τελετουργικά, θυσία, ταμπού, κ.λπ.).
Από την παρατήρηση αυτών των στοιχείων, μπορούμε να κάνουμε την εύλογη και θεμιτή υπόθεση, ότι τα εν λόγω «βήματα» περιγράφουν αυτό που συνέβαινε «πάντα» ή «από καταβολής κόσμου», μιας και το παρατηρούμε από τότε που ξεκινούν τα πρώτα μας τεκμήρια μέχρι σήμερα. Υπ’ αυτή την έννοια μπορούμε να μιλάμε για την «αθέσμιστη κοινωνική κατάσταση» και για την «γένεση του συλλογικού υποκειμένου» γενικά.
Τα διαθέσιμα στοιχεία είναι, πριν απ’ όλα, οι θησαυρισμένοι από την εθνολογία καταγωγικοί μύθοι της ανθρωπότητας, που πάντοτε κρύβουν κάποιο θυσιαστικό συμβάν. Είναι επίσης η καθολικότητα του θρησκευτικού φαινομένου, που κοινός παρονομαστής του είναι η θυσία. Είναι επίσης τα πολιτισμικά «κείμενα διωγμών» της νεώτερης εποχής. Με δυο λόγια: Είναι το φαινόμενο του «αποδιοπομπαίου τράγου». Ή αλλιώς, ο «νόμος του λυντς» (το γνωστό από τη διαδικασία γένεσης και διαμόρφωσης των ΗΠΑ «λυντσάρισμα»).
2.2. Γιατί λειτουργεί
Γιατί πυροδοτείται ο «πόλεμος όλων εναντίον όλων»; Γιατί και πώς ο πόλεμος αυτός δύναται να μεταμορφωθεί σε πόλεμο «όλων εναντίον ενός»; Γιατί συμφιλιώνονται οι θύτες πάνω στο πτώμα του θύματος; Πού οφείλεται η απαραίτητη «παραγνώριση» για να γίνει η μετάβαση από το βήμα 1, στο 2 και στο 3, καθώς και η αντίστροφη κίνηση; Ποιο ακριβώς είναι τολογικό της νόημα;
Στα ερωτήματα αυτά ο Ζιράρ απαντά, αποκαλύπτοντας το ρίζωμα του θυσιαστικού μηχανισμού στον συγκρουσιακό μιμητισμό. Τον οποίο περιγράφει ως πάθος του επιθυμητικού οργάνου της ψυχής. Το πάθος συνίσταται στην έως αυτονομήσεως μιμητική έξαρση του εριστικού ταραγμού. Έχει δε παρασιτικό χαρακτήρα: συναναπτύσσεται με την επιθυμία, πυροδοτώντας τον θυσιαστικό μηχανισμό, από την ενέργεια του οποίου τρέφεται. Ο συγκρουσιακός μιμητισμός και η «παραγνώριση», που τον συνοδεύει, εξηγεί έτσι το πέρασμα από το ένα βήμα του θυσιαστικού αλγορίθμου στο άλλο.
Θα επιχειρήσω τώρα την «ελληνική μετάφραση» των εξηγήσεων αυτών για την σχέση έριδας και επιθυμία, για την παραγνώριση και για τον μιμητισμό ως πολλαπλασιαστή τους.
2.2.1 Οι αιτίες της έριδας
Γιατί τσακωνόμαστε; Αποδέκτης του ερωτήματος είναι η «ψυχή». (Αφού, ως γνωστόν, ο ανίκανος για τσακωμό «δεν έχει ψυχή μέσα του».) Οι Έλληνες, πρωταθλητές του πολέμου όλων εναντίον όλων, αποφάνθηκαν και οι πλέον ειδήμονες εξ αυτών, οι ασκητές του «αοράτου πολέμου» επιμαρτύρησαν, ότι η ψυχή έχει τρία «μόρια»: το επιθυμητικό, το θυμικό και τολογ(ιστ)ικό. Τρία λοιπόν τα κέντρα λήψης του ερωτήματος. Άρα τριπλή και η απάντηση.
- Το λογικό ειρηνεύει όταν συμπέσουν οι γνώμες. Το θυμικό όταν συμπέσουν τα συναισθήματα. Ο εριστικός ερεθισμός τους προϋποθέτει αντίθεση απόψεων και αντίθεση συναισθημάτων: Όταν εσύ θεωρείς σωστό το άλφα κι εγώ το πλην άλφα. Όταν εσύ θλίβεσαι για την αναποδιά που σε βρήκε και εγώ δεν κρύβω τη χαρά μου.
(Πριν πάμε στο επιθυμητικό, ας αφαιρέσουμε από τον ορίζοντα της επιθυμίας τα απεριορίστως παρεχόμενα και ανεμποδίστως προσβάσιμα «αγαθά». Δεν θα πω, λ.χ. «επιθυμώ» τον αέρα που αναπνέω, αφού τον έχω ήδη στη διάθεσή μου. Αν βέβαια μου τον στερήσεις θα τον «επιθυμήσω». Η επιθυμία ζητά κάτι το μη αφειδώς διαθέσιμο που της λείπει. Είναιέλλειμμα που ζητά πλήρωση. Ή κατ’ άλλη διατύπωση: πληγή που γυρεύει θεραπεία.)
- Στο επιθυμητικό, συμβαίνει το ανάποδο απ’ ό,τι στο λογικό και στο θυμικό. Η εδώ έριδα κατοικοεδρεύει στην ομο-επιθυμία. Όταν επιθυμήσουμε το ίδιο αντικείμενο (πρόσωπο, πράγμα, σχέση, κατάσταση) και κινηθούμε προς αυτό, πυροδοτείται ακαριαία ο εριστικός ταραγμός. Τουναντίον: επιθυμητικά ελκόμενα από αντίθετα «αντικείμενα του πόθου», είναι εξαιρετικά απίθανο να πυροδοτήσουν τον εριστικό ταραγμό. Αν μάλιστα η ετερο-επιθυμία, τυχαίνει να συνοδεύεται από σύμπτωση απόψεων και συναισθημάτων, τότε η φιλότητα βρίσκει το ευνοϊκότερο δυνατό έδαφος για να εκτοπίσει το νείκος.
Η έρις που έχει μητέρα τη μίμηση είναι «υπερτέρου γένους» από την έριδα που έχει μητέρα την «ανάγκη». Ο οικονομικός ανταγωνισμός, λ.χ., επικουρούμενος από τη διαφήμιση και τη μόδα-μίμηση, γεννά ατελεύτητο πλήθος «αναγκών» εκ του μηδενός. Επομένως και την επακόλουθη της μη «κάλυψής» τους έριδα. Όπως επίσης ο υποσκελισμός της αναγκαιο-κρατικής έριδας από την μιμητική έριδα, κατά την πορεία της μιμητικής κλιμάκωσής της, όπου η «ανάγκη» ξεχνιέται και το κόστος της αλληλομαχίας την υπερβαίνει, όπως ο όγκος της χιονοστιβάδας το εντός της χαλικάκι.
2.2.2 Η θυσιαστική παραγνώριση
Ας σημειώσουμε τώρα ότι το θυμικό και το λογικό έχουν την τάση να στοιχίζονται στην υπηρεσία του επιθυμητικού. Το μεν λογικό να δικαιολογεί την επιθυμία. Ο δε θυμός να αγριεύει και σαν το μαντρόσκυλο να καταλαμβάνεται από επιθετική μανία. Όταν τα «ηνία της ψυχής» τα έχει αδράξει ο θυμός η παραγνώριση είναι δεδομένη. Και να «θέλει» το λογικό να αντιδράσει, απλά δεν προλαβαίνει, καθώς (όπως θα μας πει η επιστήμη του εγκεφάλου) λειτουργεί με υπο-πολλαπλάσια εκείνου ταχύτητα. Η παραγνώριση (η «σκέψη» του «μαντρόσκυλου») έχει αναγνωρίσει σαν «εχθρικό τέρας» το άτυχο θύμα και αφού το «έκανε κομμάτια», παραχώνει όπως-όπως το πτώμα του και ανακαλεί την φιλότητα, αναπέμποντας ευχαριστήριους ύμνους στο τέρας-θύμα, που ευδόκησε να πάρει πάνω του το αλληλοκτονικό μίασμα. Θα κλείσει δε τον κύκλο, εντυπώνοντας στη συλλογική μνήμη την εικόνα του θύματος ως κακοποιού –μιαρού- και συγχρόνως ως αγαθοποιού –ιερού- όντος.
Είναι ακριβώς η εικόνα της αρχαϊκής θεότητας. Και προσοχή. Τη «συλλογική» μνήμη την ιδρύει η συγκλονιστική «επιτυχία» του θυσιαστικού συμβάντος.
2.2.3 Ο μιμητισμός ως πολλαπλασιαστής
Ας έρθουμε τώρα στον μιμητισμό, τον σύμφυτο με τον κοινωνικό χαρακτήρα της ανθρώπινης φύσης, όπου και η πιο σκοτεινή πτυχή.
Παρά τα όσα κανοναρχούν οι νόμοι και οι προφήτες της νεωτερικότητας, οντολογικώς το υποκείμενο δεν είναι «άτομο». Αν υποτεθεί, ότι η «ατομική» αντίληψη ισχύει για το λογικό και το θυμικό (εγώ και το αντικείμενο της σκέψης μου, εγώ και το αντικείμενο του συναισθήματός μου), αυτό με τίποτα δεν μπορεί να ειπωθεί για το επιθυμητικό. Εκεί το καθεστώς είναι ριζικά διαφορετικό, διότι η επιθυμία, εξηγεί ο Ζιράρ, δεν είναι διπολική («αυτή» και το «αντικείμενό» της), αλλά τριπολική: «αυτή», το «πρότυπό» της και το «αντικείμενό» της. Ή σύμφωνα με την ακριβέστερη «ελληνική» διατύπωση: το επιθυμητικό, το πρότυπο και το αντικείμενο.
Ο άνθρωπος, αν και «επιθυμητικό» ον, δεν γεννιέται γνωρίζοντας τι ακριβώς «αξίζει» να επιθυμεί. Μαθαίνει μιμούμενος τον Άλλο, ο οποίος υπεισέρχεται ως πρότυπο. Το επιθυμητικό βλέπει τι επιθυμεί ο άλλος-πρότυπο και έτσι αντιλαμβάνεται τι εστί επιθυμητό, οπότε και πυροδοτείται η γένεση της επιθυμίας, η οποία είναι ενέργεια και ως ενέργεια διαρρέει ολόκληρο το επιθυμητικό τρίγωνο.
Η επιθυμία γεννάται στον τόπο του άλλου ως προτύπου. Ή πράγμα που είναι περίπου το ίδιο: «το υποκείμενο γεννιέται στον τόπο του άλλου» (κατά Λακάν). Όσο περισσότερους μάλιστα βλέπει να επιθυμούν το υποδειχθέν ως επιθυμητό, τόσο ανεβαίνει στα μάτια του επιθυμητικού η «επιθυμητική αξία» του επιθυμητού. Η σφοδρότητα της επιθυμίας αυξάνει την «αξία» του ποθουμένου. Αν τώρα ο άλλος-πρότυπο είναι κοντινό πρόσωπο και η επιθυμία μας έχει τον ίδιο στόχο, είναι εύλογο να αντικρίσουμε αλλήλους ως αντιπάλους. Ο άλλος εισέρχεται στο τρίγωνο της επιθυμίας με δύο όψεις: ως πρότυπο και ως εμπόδιο. Ως πρότυπο προκαλεί την μίμηση και ως εμπόδιο την αντιπαλότητα. Το μήνυμά του είναι αντιφατικό. «Δισσή επιταγή»: «αυτό πρέπει να κάνεις, αλλά μην τολμήσεις, γιατί σε έφαγα»!
Αν τώρα τοποθετήσουμε τον μιμητικό μηχανισμό εντός της αθέσμιστης κοινωνικής αφετηρίας μας, είναι λογικό να αναμένουμε μιμητική έξαρση του εριστικού ταραγμού. Μια «αφ-ορμή» χρειάζεται για να κλιμακωθεί ο εριστικός ταραγμός ως τη δυνητική κορύφωσή του, τον «πόλεμο όλων εναντίον όλων». Από τα όπλα της κριτικής ως την κριτική των όπλων, η απόσταση δεν είναι αδιάβατη.
Αν επίσης, στη διάρκεια της μιμητικής κλιμάκωσης, υποδείξω «τις πταίει» και υπάρξει ο «πρώτος τον λίθον βαλέτω», λογικό είναι να αναμένεται, ως εξαιρετικά πιθανή, η μιμητική σύγκλιση της δολοφονικής μανίας σε βάρος του -συμπτωματικώς ή μη- στοχοποιηθέντος.
Εύλογη, τέλος, είναι η ομόθυμη «ιερή» επικύρωση του «συμφιλιωτικού» αποτελέσματος, αφού η μανική έριδα εκτονώθηκε ήδη πάνω στο πτώμα του θύματος. Εύλογη -δεδομένης της παραγνώρισης-, η ιανόμορφη «θεοποίηση» του θύματος, η απόδοσή του ως αγαθού και συγχρόνως μοχθηρού όντος (: το θείον φθονερόν).
3.- Θυσία και αυτοθέσμιση
Η ιεροποίηση του θύματος πυροδοτεί την κοινωνική αυτοθέσμιση. Κι αυτή αναπτύσσεται, αποδιδόμενη από τον Ζιράρ στην παράλληλη εκλέπτυνση της τελετουργικής θυσίας.
Παρατηρούμε κατ’ αρχάς ότι στην ιστορική διαδρομή της η τελετουργική θυσία περνά, πράγματι, από τέσσερις αναβαθμούς «εκλέπτυνσης»: ανθρωποθυσία, ζωοθυσία, θυσία της αμαρτίας, Θεοθυσία. Στη διαδρομή της αυτή, αντιστοιχεί η μετάβαση από την πρωταρχική-αρχαϊκή αυτοθέσμιση ως την τελική δικαιοπολιτική κορύφωσή της. Ο Ζιράρ διαβλέπει σ’ αυτή την παραλληλία μια διαδραστική συνάρτηση ανάμεσα στη θυσιαστική και την θεσμική επεξεργασία, με την πρώτη να παίζει τον καθοριστικό ρόλο, τουλάχιστον στα πρώτα βήματα.
Πιο συγκεκριμένα. Οι νόμοι και η εξουσία, έχουν θρησκευτική καταγωγή. Πηγή των νόμων είναι τα θρησκευτικά «ταμπού». Αυτά απαγορεύουν ό,τι η «άγρια σκέψη» υπολαμβάνει ως ικανό να πυροδοτήσει την αλληλοκτονία. Θυσιαστική είναι επίσης η καταγωγή της εξουσίας. Ο αρχαϊκός «βασιλέας» ήταν άτομο που είχε επιλεγεί για την προβλεπόμενη τελετουργική ανθρωποθυσία. Στο μεταξύ απολάμβανε τις «προνομίες του θύματος», -την ελευθερία έναντι των απαγορεύσεων. Κάποια στιγμή το υποψήφιο θύμα αξιοποίησε τις προνομίες του και αυτονομήθηκε. Οι προνομίες έγιναν εξουσία. Έμεινε όμως έντονη, ως σήμερα, η αταβιστική απαίτηση ο Ηγέτης να θυσιάζεται για τον λαό του. Τόσο βαθιά ριζωμένος στην κοινωνική φύση του ανθρώπου είναι ο θυσιαστικός μηχανισμός.
Μέσα από την συνάρτηση θυσιαστικής και νομο-εξουσιαστικής εκλέπτυνσης, η κοινωνική θέσμιση εφοδιάζεται με ισχύ, ήτοι κοινωνική δύναμη, ικανή να διασφαλίζει την βιωσιμότητά της. Ο νόμος προόδου, δηλαδή η ανάπτυξη της κοινωνικής αυτοθέσμισης, αποδίδεται έτσι στην επιτυχή θυσιαστική ανάσχεση του νόμου της υποστροφής.
«Τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν», θα παραγγείλει ο Θεός-θύμα στους φίλους του. Θεσπίζοντας έτσι τη «λογική και αναίμακτη» επανάληψη της δικής του σταυρικής θυσίας. Προφανώς δεν πρόκειται απλώς για «ανάμνηση», αλλά για ομοιοπαθητική κοινωνικο-θεραπευτική επαναπρόσληψη του αρχαϊκού κανιβαλισμού και όλων των έκτοτε ημι-κανιβαλικών αναβαθμών του. «Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει, καγώ εν αυτώ.»
Στην υψηλότερη, λοιπόν, θυσιαστική βαθμίδα, αυτήν της ομοιοπαθητικής επαναπρόσληψης της θυσιαστικής ιστορίας της ανθρωπότητας, την Θεία Ευχαριστία, ο Ζιράρ θα δει το ρητώς διαυγαζόμενο «κεκρυμμένο από καταβολής», θυσιαστικό θεμέλιο του πολιτισμού.
Τελετουργικά «εξημερωμένος», λοιπόν, και θεσμικά «μπλοκαρισμένος», ο θυσιαστικός μηχανισμός λειτουργεί, εντός του συλλογικού υποκειμένου, σαν απορροφητήρας και μετασχηματιστής του παραγόμενου εριστικού χαοτικού δυναμικού. Η προσομοιωτική θυσιαστική εφευρετικότητα (παιγνιώδεις πρακτικές προσωρινού εκτονωτικού παροπλισμού των απαγορεύσεων), αφ’ ενός, και η θεσμική λειτουργική-ιεραρχική εφευρετικότητα, αφ’ ετέρου, συντελούν στην αποκρυστάλλωση, ενός εορτο-χρονο-λειτουργικού αλγορίθμου,ριζωμένου στον υπαρξιακό κύκλο (γέννηση-γάμος-θάνατος) και στο γύρισμα των εποχών. Το τόσο κοινότοπο αυτό το φαινόμενο έχει κεφαλαιώδη σημασία, διότι μετατρέπει το θεσμισμένο κοινωνικό πεδίο σε μεταβιολογική ζωντανή οντότητα, με διαχρονική ταυτότητα. Δηλαδή συλλογικό υποκείμενο.
pigi
Το έργο του Ζιράρ προκάλεσε κάποιο ενδιαφέρον και στην χώρα μας. Όχι η θεωρία του καθεαυτή, τι διαπραγματεύεται και αν είναι ή όχι επιστημονική και σωστότερη από τις προϋφιστάμενες φιλοσοφικές. Το ενδιαφέρον εστιάζεται αποκλειστικά στα εντυπωσιακά, θρησκευτικής τάξεως συμπεράσματα, που φαίνεται να προκύπτουν απ’ αυτήν. Είναι δύο κυρίως: Αφ’ ενός, η απόλυτη αντίθεση ανάμεσα στον χριστιανισμό και στο σύνολο των θρησκειών της ανθρωπότητας. Και αφ’ ετέρου, ότι δεν νίκησε η νεωτερική «εκκοσμίκευση» τον χριστιανισμό, εκδιώκοντάς τον από το πεδίο των κοινωνικών σχέσεων, αλλά «έπαιξε το παιγνίδι» του, επειδή δεν κατάλαβε, ότι ο χριστιανισμός επιτυγχάνει τους στόχους τουαποπεμπόμενος! Εντυπωσιακά ασφαλώς και τα δύο, αλλά αν πρόκειται να μη μείνουμε στην επιφάνεια των εφήμερων εντυπώσεων, χρειάζεται να κατανοήσουμε την προκείμενη θεωρία, η οποία κάθε άλλο παρά θρησκευτική είναι. Ό,τι είναι η ηλιοκεντρική θεωρία για την αστρονομία, είναι η θυματική θεωρία για την κοινωνική οντολογία: μετα-νεωτερική επιστημολογική τομή. Για να κατανοηθεί όμως η σημασία της πρέπει να συζητηθεί. Κι αυτό είναι θαρρώ πολύ πιο σημαντικό από οιοδήποτε θρησκευτικό συμπέρασμα, το οποίο μπορεί κάλλιστα να είναι και βεβιασμένο. Άλλωστε η χριστιανική πίστη δεν έχει ανάγκη την επιδοκιμασία του θύραθεν λόγου, εκτός και δεν στηρίζεται στα πόδια της και ψάχνει για επιστημονικά δεκανίκια.
Με αφορμή τον πρόσφατο θάνατο του ΡΖ διακινδύνευσα μια σύντομη αποτίμηση του έργου του, συνοψίζοντας παλιότερη ατέλειωτη μελέτη μου σε τρία μέρη, που για λόγους διαδικτυακής οικονομίας, θα δημοσιευτούν χωριστά. Το πρώτο και το δεύτερο αναφέρονται στο πώς η σκέψη του Ζιράρ μας επιτρέπει να προσεγγίσουμε τα βασικά προβλήματα της κοινωνικής οντολογίας. Το τρίτο αναφέρεται στην προκαλούμενη από το έργο του ανα-κατανόηση του χριστιανισμού.
ΜΕΡΟΣ Ι
Η γενεση του συλλογικού ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ
Στον Ζιράρ ανήκει η τιμή ότι έλυσε το επιστημονικό πρόβλημα της γένεσης του συλλογικού υποκειμένου, θέτοντας συνάμα τη βάση για την επιστημονική προσέγγιση και στα άλλα δύο, την ανάπτυξη και την κατάρρευσή του. Πριν όμως μπούμε στο θέμα είναι σκόπιμες ορισμένες διευκρινίσεις γνωσιολογικού χαρακτήρα.
1.- Επιστημολογικές διευκρινίσεις
Οι διευκρινίσεις, που είναι απαραίτητο να προηγηθούν, αναφέρονται στο πεδίο ορισμού της θεωρίας του Ζιράρ, στο τι εννοούμε όταν μιλάμε για «επιστημονική προσέγγιση» και τι «περιμένουμε» απ’ αυτήν και τελικά στην αποσαφήνιση των προς απάντηση ερωτημάτων.
1.1 Θύμα - Θυσία
Ο Ζιράρ ονομάζει «θυματικό μηχανισμό» την κεντρική έννοια της θεωρίας του («mécanisme victimaire», victime|θύμα). Ως αντικειμενική δε βάση της επικαλείται το φαινόμενο τουαποδιοπομπαίου τράγου, την καθολικότητα του οποίου αποδεικνύει με το υλικό που έχει συγκεντρώσει από τα πιο διαφορετικά πεδία: από την εθνολογία, ως την ψυχολογία και τη λογοτεχνία.
Η καθολικότητα του φαινομένου του παρέχει τη δυνατότητα να θεμελιώσει μια θεωρία καθολικών - διεπιστημονικών αξιώσεων. Όπερ και έπραξε, καλύπτοντας σχεδόν όλες τις περιοχές του πολιτισμικού επιστητού, μεταξύ των οποίων και την κοινωνική οντολογία. Η κεντρική του όμως έννοια, ο «θυματικός μηχανισμός», συνάδει με το επίπεδο γενικότητας, που απαιτεί ο διεπιστημονικός χαρακτήρας της θεωρίας. Οπότε, αν θέλουμε να υπεισέλθουμε σε κάθε μια από τις ιδιαίτερες γνωστικές περιοχές που καλύπτει, πρέπει να προβούμε στην κατάλληλη εξειδίκευση-προσαρμογή της υπερκείμενης αυτής γενικής έννοιας. Πρέπει να την «προβάλλουμε», εν προκειμένω, στο κοινωνιο-οντολογικό επίπεδο, ώστε να κρατήσουμε το επ’ αυτού «αποτύπωμά» της.
Προκρίνω ως πρόσφορη προσαρμογή την «θυσία» αντί της «θυματοποίησης» και τον «θυσιαστικό μηχανισμό» αντί του «θυματικού μηχανισμού». Η «θυματοποίηση» εκβάλλοντας στην κοινωνική θέσμιση μετατρέπεται σε «θυσία», όπως θα δούμε.
1.2 Προσεγγίσεις: μυθική, φιλοσοφική, επιστημονική
Μιλώντας για επιστημονική προσέγγιση, πρέπει να διευκρινίσω τι εννοώ:
α) Αναφέρομαι στη διαφορά της από τη φιλοσοφική και τη μυθική προσέγγιση. Ενώ η μυθική χρησιμοποιεί την εικόνα ως γνωστικό εργαλείο και η φιλοσοφική την έννοια, η επιστημονική προσέγγιση χρησιμοποιεί τη γειωμένη στην εμπειρία λογική «υπόθεση», με στόχο να κατασκευάσει τον «αλγόριθμο που δουλεύει». Δηλαδή ένα μαθηματικό σχήμα εφοδιασμένο με ορισμένες εξηγήσεις, για το πώς και το γιατί «δουλεύει».
β) Η επιστημονική προσέγγιση προϋποθέτει και εντάσσεται σε κάποια προδεδομένη φιλοσοφική –συνήθως χωρίς να το ξέρει. Ομοίως και η φιλοσοφική, η οποία προϋποθέτει κάποια μυθική, στο πλαίσιο της οποίας -αδήλως κατά κανόνα- «λειτουργεί».
γ) Η διαφορά των τριών προσεγγίσεων δεν έχει να κάνει με την «αντικειμενική αλήθεια». Επίσης, επειδή η μια προσέγγιση διαδέχτηκε ιστορικά την άλλη, δεν σημαίνει ότι η τελευταία (η επιστημονική), «ακυρώνει» τη νομιμότητα των δύο προγενέστερων, όπως εν γένει νομίζεται. Και οι τρεις δύνανται να είναι «αληθείς», όχι ως προς την «αλήθεια γενικά», αλλά ως προς το προσεγγιζόμενο «πρόβλημα». Που στο κοινωνιο-οντολογικό επίπεδο είναι και για τις τρεις το αυτό.
δ) Υπ’ αυτή την (γ) έννοια, η επιστημονική προσέγγιση «υπερτερεί», στο μέτρο που είναι «πιο κοντά» στην τελείως διαφορετική και από τις τρεις, «επιχειρησιακή» προσέγγιση, την οποία είναι υποχρεωμένος να εκπονήσει ο επειγόμενος να λύσει το «πρόβλημα» στην πράξη.
1.3 Τα ερωτήματα
Τούτων δοθέντων, τα ερωτήματα ως προς την εν προκειμένω επιστημονική προσέγγιση, διαμορφώνονται ως εξής: Διαθέτει «αλγόριθμο» η θυσιαστική θεωρία; Αν ναι, «δουλεύει», ώστε να απεικονίζει τον τρόπο, με τον οποίο υποτίθεται ότι έγινε το μπιγκ μπαγκ της μετάβασης από την αθέσμιστη στη θεσμισμένη κοινωνική κατάσταση; Φωτίζει την έκτοτε πολυσχιδήιστορική ανάπτυξη της κοινωνικής θέσμισης, αλλά και την παρατηρούμενη αστάθειά της, καθώς και την συχνή κατάρρευσή της;
Για τη θετική απάντηση στα ερωτήματα αυτά πείθεται κανείς, αν μάθει ποιος ακριβώς είναι ο θυσιαστικός αλγόριθμος (ή «μηχανισμός»), πώς λειτουργεί, ποια εμπειρικά δεδομένα τον στηρίζουν και γιατί εν τέλει λειτουργεί.
2.- Ο θυσιαστικός αλγόριθμος
Υποτίθεται, λοιπόν, ότι αν εντός μιας προπολιτισμικής κοινωνικής ομάδας εισαχθεί ο «θυσιαστικός αλγόριθμος», θα προκληθεί η μετάλλαξή της από αθέσμιστη σε αυτοθεσμιζόμενη ομάδα-κοινότητα.
2.1 Ο αλγόριθμος - ποιος είναι, πώς λειτουργεί και σε ποια δεδομένα στηρίζεται.
Ποιος είναι: Ο θυσιαστικός αλγόριθμος συγκροτείται από τρία βήματα. Βήμα 1ο: πόλεμος όλων εναντίον όλων. Βήμα 2ο: πόλεμος όλων εναντίον ενός - λυντσάρισμα του «μιάσματος». Βήμα 3ο: ιεροποίηση του θύματος – θέσμιση της συμφιλίωσης των εμπολέμων.
Πώς λειτουργεί: Εντός του αρχικώς αθέσμιστου κοινωνικού πεδίου ξεσπά αλληλομαχία. Αν δεν βρεθεί θύμα, η αλληλομαχία εξελίσσεται σε αλληλοεξόντωση. (Όπως στους «σπαρτούς» πολεμιστές του αργοναυτικού μύθου.) Αν βρεθεί θύμα (βήμα 2) αλλά η ιεροποίησή του δεν ευδοκιμήσει, έχουμε υποστροφή στο βήμα 1. Αν ευδοκιμήσει, αρχίζει η κοινωνική αυτοθέσμιση. Συμπέρασμα: Πρόκειται για ανακυκλική διαδικασία –αλγοριθμική- γιατί ενέχει νόμο προόδου (προς την θεσμισμένη κοινωνική κατάσταση) και συνάμα νόμο υποστροφής (προς το θεσμικό μηδέν).
Υποστηρικτικά δεδομένα: Κοινωνικό πεδίο υπήρχε και πριν πρωτοθεσμιστεί. Πώς ακριβώς δεν το ξέρουμε. Δεν έχουμε κανένα χειροπιαστό στοιχείο. Ό,τι στοιχεία και τεκμήρια έχουμε για τον άνθρωπο, είναι στοιχεία ανθρώπινου πολιτισμού (τάφοι, ζωγραφιές, κ.λπ.).
Έχουμε όμως στοιχεία και τεκμήρια: α) Για το ότι οι πολιτισμοί και οι ανθρώπινες κοινωνίες κάποια στιγμή αποσαθρώνονται και καταρρέουν, πέφτοντας τότε σε μια αθέσμιστη κατάσταση. β) Για το τι συμβαίνει όταν πέφτουν (πόλεμος όλων εναντίον όλων). γ) Για το πώς βγαίνουν από εκεί, όταν βγαίνουν (όλοι εναντίον ενός, θυματοποίηση), αναθεσμίζοντας το κοινωνικό πεδίο. Και δ) για το τι κάνουν αμέσως μετά (τελετουργικά, θυσία, ταμπού, κ.λπ.).
Από την παρατήρηση αυτών των στοιχείων, μπορούμε να κάνουμε την εύλογη και θεμιτή υπόθεση, ότι τα εν λόγω «βήματα» περιγράφουν αυτό που συνέβαινε «πάντα» ή «από καταβολής κόσμου», μιας και το παρατηρούμε από τότε που ξεκινούν τα πρώτα μας τεκμήρια μέχρι σήμερα. Υπ’ αυτή την έννοια μπορούμε να μιλάμε για την «αθέσμιστη κοινωνική κατάσταση» και για την «γένεση του συλλογικού υποκειμένου» γενικά.
Τα διαθέσιμα στοιχεία είναι, πριν απ’ όλα, οι θησαυρισμένοι από την εθνολογία καταγωγικοί μύθοι της ανθρωπότητας, που πάντοτε κρύβουν κάποιο θυσιαστικό συμβάν. Είναι επίσης η καθολικότητα του θρησκευτικού φαινομένου, που κοινός παρονομαστής του είναι η θυσία. Είναι επίσης τα πολιτισμικά «κείμενα διωγμών» της νεώτερης εποχής. Με δυο λόγια: Είναι το φαινόμενο του «αποδιοπομπαίου τράγου». Ή αλλιώς, ο «νόμος του λυντς» (το γνωστό από τη διαδικασία γένεσης και διαμόρφωσης των ΗΠΑ «λυντσάρισμα»).
2.2. Γιατί λειτουργεί
Γιατί πυροδοτείται ο «πόλεμος όλων εναντίον όλων»; Γιατί και πώς ο πόλεμος αυτός δύναται να μεταμορφωθεί σε πόλεμο «όλων εναντίον ενός»; Γιατί συμφιλιώνονται οι θύτες πάνω στο πτώμα του θύματος; Πού οφείλεται η απαραίτητη «παραγνώριση» για να γίνει η μετάβαση από το βήμα 1, στο 2 και στο 3, καθώς και η αντίστροφη κίνηση; Ποιο ακριβώς είναι τολογικό της νόημα;
Στα ερωτήματα αυτά ο Ζιράρ απαντά, αποκαλύπτοντας το ρίζωμα του θυσιαστικού μηχανισμού στον συγκρουσιακό μιμητισμό. Τον οποίο περιγράφει ως πάθος του επιθυμητικού οργάνου της ψυχής. Το πάθος συνίσταται στην έως αυτονομήσεως μιμητική έξαρση του εριστικού ταραγμού. Έχει δε παρασιτικό χαρακτήρα: συναναπτύσσεται με την επιθυμία, πυροδοτώντας τον θυσιαστικό μηχανισμό, από την ενέργεια του οποίου τρέφεται. Ο συγκρουσιακός μιμητισμός και η «παραγνώριση», που τον συνοδεύει, εξηγεί έτσι το πέρασμα από το ένα βήμα του θυσιαστικού αλγορίθμου στο άλλο.
Θα επιχειρήσω τώρα την «ελληνική μετάφραση» των εξηγήσεων αυτών για την σχέση έριδας και επιθυμία, για την παραγνώριση και για τον μιμητισμό ως πολλαπλασιαστή τους.
2.2.1 Οι αιτίες της έριδας
Γιατί τσακωνόμαστε; Αποδέκτης του ερωτήματος είναι η «ψυχή». (Αφού, ως γνωστόν, ο ανίκανος για τσακωμό «δεν έχει ψυχή μέσα του».) Οι Έλληνες, πρωταθλητές του πολέμου όλων εναντίον όλων, αποφάνθηκαν και οι πλέον ειδήμονες εξ αυτών, οι ασκητές του «αοράτου πολέμου» επιμαρτύρησαν, ότι η ψυχή έχει τρία «μόρια»: το επιθυμητικό, το θυμικό και τολογ(ιστ)ικό. Τρία λοιπόν τα κέντρα λήψης του ερωτήματος. Άρα τριπλή και η απάντηση.
- Το λογικό ειρηνεύει όταν συμπέσουν οι γνώμες. Το θυμικό όταν συμπέσουν τα συναισθήματα. Ο εριστικός ερεθισμός τους προϋποθέτει αντίθεση απόψεων και αντίθεση συναισθημάτων: Όταν εσύ θεωρείς σωστό το άλφα κι εγώ το πλην άλφα. Όταν εσύ θλίβεσαι για την αναποδιά που σε βρήκε και εγώ δεν κρύβω τη χαρά μου.
(Πριν πάμε στο επιθυμητικό, ας αφαιρέσουμε από τον ορίζοντα της επιθυμίας τα απεριορίστως παρεχόμενα και ανεμποδίστως προσβάσιμα «αγαθά». Δεν θα πω, λ.χ. «επιθυμώ» τον αέρα που αναπνέω, αφού τον έχω ήδη στη διάθεσή μου. Αν βέβαια μου τον στερήσεις θα τον «επιθυμήσω». Η επιθυμία ζητά κάτι το μη αφειδώς διαθέσιμο που της λείπει. Είναιέλλειμμα που ζητά πλήρωση. Ή κατ’ άλλη διατύπωση: πληγή που γυρεύει θεραπεία.)
- Στο επιθυμητικό, συμβαίνει το ανάποδο απ’ ό,τι στο λογικό και στο θυμικό. Η εδώ έριδα κατοικοεδρεύει στην ομο-επιθυμία. Όταν επιθυμήσουμε το ίδιο αντικείμενο (πρόσωπο, πράγμα, σχέση, κατάσταση) και κινηθούμε προς αυτό, πυροδοτείται ακαριαία ο εριστικός ταραγμός. Τουναντίον: επιθυμητικά ελκόμενα από αντίθετα «αντικείμενα του πόθου», είναι εξαιρετικά απίθανο να πυροδοτήσουν τον εριστικό ταραγμό. Αν μάλιστα η ετερο-επιθυμία, τυχαίνει να συνοδεύεται από σύμπτωση απόψεων και συναισθημάτων, τότε η φιλότητα βρίσκει το ευνοϊκότερο δυνατό έδαφος για να εκτοπίσει το νείκος.
Η έρις που έχει μητέρα τη μίμηση είναι «υπερτέρου γένους» από την έριδα που έχει μητέρα την «ανάγκη». Ο οικονομικός ανταγωνισμός, λ.χ., επικουρούμενος από τη διαφήμιση και τη μόδα-μίμηση, γεννά ατελεύτητο πλήθος «αναγκών» εκ του μηδενός. Επομένως και την επακόλουθη της μη «κάλυψής» τους έριδα. Όπως επίσης ο υποσκελισμός της αναγκαιο-κρατικής έριδας από την μιμητική έριδα, κατά την πορεία της μιμητικής κλιμάκωσής της, όπου η «ανάγκη» ξεχνιέται και το κόστος της αλληλομαχίας την υπερβαίνει, όπως ο όγκος της χιονοστιβάδας το εντός της χαλικάκι.
2.2.2 Η θυσιαστική παραγνώριση
Ας σημειώσουμε τώρα ότι το θυμικό και το λογικό έχουν την τάση να στοιχίζονται στην υπηρεσία του επιθυμητικού. Το μεν λογικό να δικαιολογεί την επιθυμία. Ο δε θυμός να αγριεύει και σαν το μαντρόσκυλο να καταλαμβάνεται από επιθετική μανία. Όταν τα «ηνία της ψυχής» τα έχει αδράξει ο θυμός η παραγνώριση είναι δεδομένη. Και να «θέλει» το λογικό να αντιδράσει, απλά δεν προλαβαίνει, καθώς (όπως θα μας πει η επιστήμη του εγκεφάλου) λειτουργεί με υπο-πολλαπλάσια εκείνου ταχύτητα. Η παραγνώριση (η «σκέψη» του «μαντρόσκυλου») έχει αναγνωρίσει σαν «εχθρικό τέρας» το άτυχο θύμα και αφού το «έκανε κομμάτια», παραχώνει όπως-όπως το πτώμα του και ανακαλεί την φιλότητα, αναπέμποντας ευχαριστήριους ύμνους στο τέρας-θύμα, που ευδόκησε να πάρει πάνω του το αλληλοκτονικό μίασμα. Θα κλείσει δε τον κύκλο, εντυπώνοντας στη συλλογική μνήμη την εικόνα του θύματος ως κακοποιού –μιαρού- και συγχρόνως ως αγαθοποιού –ιερού- όντος.
Είναι ακριβώς η εικόνα της αρχαϊκής θεότητας. Και προσοχή. Τη «συλλογική» μνήμη την ιδρύει η συγκλονιστική «επιτυχία» του θυσιαστικού συμβάντος.
2.2.3 Ο μιμητισμός ως πολλαπλασιαστής
Ας έρθουμε τώρα στον μιμητισμό, τον σύμφυτο με τον κοινωνικό χαρακτήρα της ανθρώπινης φύσης, όπου και η πιο σκοτεινή πτυχή.
Παρά τα όσα κανοναρχούν οι νόμοι και οι προφήτες της νεωτερικότητας, οντολογικώς το υποκείμενο δεν είναι «άτομο». Αν υποτεθεί, ότι η «ατομική» αντίληψη ισχύει για το λογικό και το θυμικό (εγώ και το αντικείμενο της σκέψης μου, εγώ και το αντικείμενο του συναισθήματός μου), αυτό με τίποτα δεν μπορεί να ειπωθεί για το επιθυμητικό. Εκεί το καθεστώς είναι ριζικά διαφορετικό, διότι η επιθυμία, εξηγεί ο Ζιράρ, δεν είναι διπολική («αυτή» και το «αντικείμενό» της), αλλά τριπολική: «αυτή», το «πρότυπό» της και το «αντικείμενό» της. Ή σύμφωνα με την ακριβέστερη «ελληνική» διατύπωση: το επιθυμητικό, το πρότυπο και το αντικείμενο.
Ο άνθρωπος, αν και «επιθυμητικό» ον, δεν γεννιέται γνωρίζοντας τι ακριβώς «αξίζει» να επιθυμεί. Μαθαίνει μιμούμενος τον Άλλο, ο οποίος υπεισέρχεται ως πρότυπο. Το επιθυμητικό βλέπει τι επιθυμεί ο άλλος-πρότυπο και έτσι αντιλαμβάνεται τι εστί επιθυμητό, οπότε και πυροδοτείται η γένεση της επιθυμίας, η οποία είναι ενέργεια και ως ενέργεια διαρρέει ολόκληρο το επιθυμητικό τρίγωνο.
Η επιθυμία γεννάται στον τόπο του άλλου ως προτύπου. Ή πράγμα που είναι περίπου το ίδιο: «το υποκείμενο γεννιέται στον τόπο του άλλου» (κατά Λακάν). Όσο περισσότερους μάλιστα βλέπει να επιθυμούν το υποδειχθέν ως επιθυμητό, τόσο ανεβαίνει στα μάτια του επιθυμητικού η «επιθυμητική αξία» του επιθυμητού. Η σφοδρότητα της επιθυμίας αυξάνει την «αξία» του ποθουμένου. Αν τώρα ο άλλος-πρότυπο είναι κοντινό πρόσωπο και η επιθυμία μας έχει τον ίδιο στόχο, είναι εύλογο να αντικρίσουμε αλλήλους ως αντιπάλους. Ο άλλος εισέρχεται στο τρίγωνο της επιθυμίας με δύο όψεις: ως πρότυπο και ως εμπόδιο. Ως πρότυπο προκαλεί την μίμηση και ως εμπόδιο την αντιπαλότητα. Το μήνυμά του είναι αντιφατικό. «Δισσή επιταγή»: «αυτό πρέπει να κάνεις, αλλά μην τολμήσεις, γιατί σε έφαγα»!
Αν τώρα τοποθετήσουμε τον μιμητικό μηχανισμό εντός της αθέσμιστης κοινωνικής αφετηρίας μας, είναι λογικό να αναμένουμε μιμητική έξαρση του εριστικού ταραγμού. Μια «αφ-ορμή» χρειάζεται για να κλιμακωθεί ο εριστικός ταραγμός ως τη δυνητική κορύφωσή του, τον «πόλεμο όλων εναντίον όλων». Από τα όπλα της κριτικής ως την κριτική των όπλων, η απόσταση δεν είναι αδιάβατη.
Αν επίσης, στη διάρκεια της μιμητικής κλιμάκωσης, υποδείξω «τις πταίει» και υπάρξει ο «πρώτος τον λίθον βαλέτω», λογικό είναι να αναμένεται, ως εξαιρετικά πιθανή, η μιμητική σύγκλιση της δολοφονικής μανίας σε βάρος του -συμπτωματικώς ή μη- στοχοποιηθέντος.
Εύλογη, τέλος, είναι η ομόθυμη «ιερή» επικύρωση του «συμφιλιωτικού» αποτελέσματος, αφού η μανική έριδα εκτονώθηκε ήδη πάνω στο πτώμα του θύματος. Εύλογη -δεδομένης της παραγνώρισης-, η ιανόμορφη «θεοποίηση» του θύματος, η απόδοσή του ως αγαθού και συγχρόνως μοχθηρού όντος (: το θείον φθονερόν).
3.- Θυσία και αυτοθέσμιση
Η ιεροποίηση του θύματος πυροδοτεί την κοινωνική αυτοθέσμιση. Κι αυτή αναπτύσσεται, αποδιδόμενη από τον Ζιράρ στην παράλληλη εκλέπτυνση της τελετουργικής θυσίας.
Παρατηρούμε κατ’ αρχάς ότι στην ιστορική διαδρομή της η τελετουργική θυσία περνά, πράγματι, από τέσσερις αναβαθμούς «εκλέπτυνσης»: ανθρωποθυσία, ζωοθυσία, θυσία της αμαρτίας, Θεοθυσία. Στη διαδρομή της αυτή, αντιστοιχεί η μετάβαση από την πρωταρχική-αρχαϊκή αυτοθέσμιση ως την τελική δικαιοπολιτική κορύφωσή της. Ο Ζιράρ διαβλέπει σ’ αυτή την παραλληλία μια διαδραστική συνάρτηση ανάμεσα στη θυσιαστική και την θεσμική επεξεργασία, με την πρώτη να παίζει τον καθοριστικό ρόλο, τουλάχιστον στα πρώτα βήματα.
Πιο συγκεκριμένα. Οι νόμοι και η εξουσία, έχουν θρησκευτική καταγωγή. Πηγή των νόμων είναι τα θρησκευτικά «ταμπού». Αυτά απαγορεύουν ό,τι η «άγρια σκέψη» υπολαμβάνει ως ικανό να πυροδοτήσει την αλληλοκτονία. Θυσιαστική είναι επίσης η καταγωγή της εξουσίας. Ο αρχαϊκός «βασιλέας» ήταν άτομο που είχε επιλεγεί για την προβλεπόμενη τελετουργική ανθρωποθυσία. Στο μεταξύ απολάμβανε τις «προνομίες του θύματος», -την ελευθερία έναντι των απαγορεύσεων. Κάποια στιγμή το υποψήφιο θύμα αξιοποίησε τις προνομίες του και αυτονομήθηκε. Οι προνομίες έγιναν εξουσία. Έμεινε όμως έντονη, ως σήμερα, η αταβιστική απαίτηση ο Ηγέτης να θυσιάζεται για τον λαό του. Τόσο βαθιά ριζωμένος στην κοινωνική φύση του ανθρώπου είναι ο θυσιαστικός μηχανισμός.
Μέσα από την συνάρτηση θυσιαστικής και νομο-εξουσιαστικής εκλέπτυνσης, η κοινωνική θέσμιση εφοδιάζεται με ισχύ, ήτοι κοινωνική δύναμη, ικανή να διασφαλίζει την βιωσιμότητά της. Ο νόμος προόδου, δηλαδή η ανάπτυξη της κοινωνικής αυτοθέσμισης, αποδίδεται έτσι στην επιτυχή θυσιαστική ανάσχεση του νόμου της υποστροφής.
«Τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν», θα παραγγείλει ο Θεός-θύμα στους φίλους του. Θεσπίζοντας έτσι τη «λογική και αναίμακτη» επανάληψη της δικής του σταυρικής θυσίας. Προφανώς δεν πρόκειται απλώς για «ανάμνηση», αλλά για ομοιοπαθητική κοινωνικο-θεραπευτική επαναπρόσληψη του αρχαϊκού κανιβαλισμού και όλων των έκτοτε ημι-κανιβαλικών αναβαθμών του. «Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει, καγώ εν αυτώ.»
Στην υψηλότερη, λοιπόν, θυσιαστική βαθμίδα, αυτήν της ομοιοπαθητικής επαναπρόσληψης της θυσιαστικής ιστορίας της ανθρωπότητας, την Θεία Ευχαριστία, ο Ζιράρ θα δει το ρητώς διαυγαζόμενο «κεκρυμμένο από καταβολής», θυσιαστικό θεμέλιο του πολιτισμού.
Τελετουργικά «εξημερωμένος», λοιπόν, και θεσμικά «μπλοκαρισμένος», ο θυσιαστικός μηχανισμός λειτουργεί, εντός του συλλογικού υποκειμένου, σαν απορροφητήρας και μετασχηματιστής του παραγόμενου εριστικού χαοτικού δυναμικού. Η προσομοιωτική θυσιαστική εφευρετικότητα (παιγνιώδεις πρακτικές προσωρινού εκτονωτικού παροπλισμού των απαγορεύσεων), αφ’ ενός, και η θεσμική λειτουργική-ιεραρχική εφευρετικότητα, αφ’ ετέρου, συντελούν στην αποκρυστάλλωση, ενός εορτο-χρονο-λειτουργικού αλγορίθμου,ριζωμένου στον υπαρξιακό κύκλο (γέννηση-γάμος-θάνατος) και στο γύρισμα των εποχών. Το τόσο κοινότοπο αυτό το φαινόμενο έχει κεφαλαιώδη σημασία, διότι μετατρέπει το θεσμισμένο κοινωνικό πεδίο σε μεταβιολογική ζωντανή οντότητα, με διαχρονική ταυτότητα. Δηλαδή συλλογικό υποκείμενο.
pigi