Προέρχονται, πιθανόν, από χημικές βιομηχανίες
Πρόκειται για τρεις χλωροφθοράνθρακες (CFCs) και έναν υδροχλωροφθοράνθρακα (HCFC), η προέλευση των οποίων, θεωρείται σχεδόν σίγουρο, είναι κάποιες χημικές βιομηχανίες. Είναι ακόμη άγνωστο αν η παραγωγή τους παραβαίνει τη διεθνή περιβαλλοντική νομοθεσία ή γίνεται με βάση κάποιο «παραθυράκι» των κανονισμών του Πρωτοκόλλου του Μόντρεαλ.
Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου East Anglia, που έκαναν τη δημοσίευση στο περιοδικό γεωεπιστημών «Nature Geoscience», δήλωσαν ότι «αυτά τα αέρια δεν υπήρχαν στην ατμόσφαιρα καθόλου έως τη δεκαετία του ’60, πράγμα που δείχνει ότι είναι ανθρωπογενή».
Τα αέρια έχουν τις ονομασίες CFC-112, CFC-112a, CFC-113a και HCFC-133a. Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι μέχρι σήμερα πάνω από 74.000 τόνοι αυτών των τεσσάρων νέων αερίων έχουν απελευθερωθεί. Δύο από αυτά εμφανίζουν σημαντική τάση συσσώρευσης στην ατμόσφαιρα (το πιο ανησυχητικό από τα τέσσερα είναι το CFC-113a, που αυξάνεται με τον πιο ταχύ ρυθμό).
Οι χλωροφθοράνθρακες, που εφερεύθηκαν στον μεσοπόλεμο και βρήκαν ευρείες πρακτικές εφαρμογές (στα ψυγεία, στα κλιματιστικά, στα σπρέι κ.α.), είναι χημικές αέριες ουσίες που καταστρέφουν το στρώμα του όζοντος πάνω από τις πολικές περιοχές, προκαλώντας ιδίως την «τρύπα» πάνω από την Ανταρκτική, η οποία για πρώτη φορά είχε ανακαλυφθεί το 1985. Οι εκπομπές τους είχαν φθάσει στο ύψος-ρεκόρ του ενός εκατομμυρίου τόννων ετησίως.
Το διεθνές Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ (1987) και οι έλεγχοι που τέθηκαν στην παραγωγή αυτών των ουσιών από το τέλος της δεκαετίας του ΄80, επέτρεψαν να βελτιωθεί η κατάσταση διεθνώς. Όμως, αν και το 2010 υπήρξε σχεδόν καθολική απαγόρευση αυτών των ουσιών, υπάρχουν ακόμα «παραθυράκια» στη διεθνή νομοθεσία, τα οποία επιτρέπουν την παραγωγή χλωροφθορανθράκων για κάποιες περιπτώσεις που έχουν εξαιρεθεί.
Οι πιθανές πηγές προέλευσης είναι η χρήση χημικών ουσιών για την παραγωγή εντομοκτόνων και η χρήση διαλυτικών ουσιών για τον καθαρισμό εξαρτημάτων από τις βιομηχανίες ηλεκτρονικών.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, «οι τρεις χλωροφθοράνθρακες καταστρέφονται πολύ αργά στην ατμόσφαιρα, έτσι ακόμα κι αν επρόκειτο να σταματήσουν αμέσως οι εκπομπές τους, θα συνεχίσουν να παραμένουν στην ατμόσφαιρα για πολλές δεκαετίες ακόμη».
Το στρώμα του όζοντος, σε ύψος 15 έως 30 χιλιομέτρων πάνω από την επιφάνεια της Γης, παίζει ζωτικό ρόλο στην προστασία από τις επικίνδυνες για την υγεία υπεριώδεις ηλιακές ακτίνες, οι οποίες προκαλούν καρκίνο του δέρματος και καταρράκτη στα μάτια στους ανθρώπους, καθώς και προβλήματα αναπαραγωγής στα ζώα.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, πέρα από την καταστροφή του όζοντος, τα τέσσερα νέα αέρια πιθανότατα λειτουργούν και ως «αέρια του θερμοκηπίου», επιδεινώνοντας την κλιματική αλλαγή. Δεν απέκλεισαν δε ότι η ανακάλυψή τους να είναι μόνο η «κορυφή του παγόβουνου» και να ανιχνευθούν και άλλα άγνωστα ως τώρα παρόμοια αέρια.
Πρόκειται για τρεις χλωροφθοράνθρακες (CFCs) και έναν υδροχλωροφθοράνθρακα (HCFC), η προέλευση των οποίων, θεωρείται σχεδόν σίγουρο, είναι κάποιες χημικές βιομηχανίες. Είναι ακόμη άγνωστο αν η παραγωγή τους παραβαίνει τη διεθνή περιβαλλοντική νομοθεσία ή γίνεται με βάση κάποιο «παραθυράκι» των κανονισμών του Πρωτοκόλλου του Μόντρεαλ.
Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου East Anglia, που έκαναν τη δημοσίευση στο περιοδικό γεωεπιστημών «Nature Geoscience», δήλωσαν ότι «αυτά τα αέρια δεν υπήρχαν στην ατμόσφαιρα καθόλου έως τη δεκαετία του ’60, πράγμα που δείχνει ότι είναι ανθρωπογενή».
Τα αέρια έχουν τις ονομασίες CFC-112, CFC-112a, CFC-113a και HCFC-133a. Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι μέχρι σήμερα πάνω από 74.000 τόνοι αυτών των τεσσάρων νέων αερίων έχουν απελευθερωθεί. Δύο από αυτά εμφανίζουν σημαντική τάση συσσώρευσης στην ατμόσφαιρα (το πιο ανησυχητικό από τα τέσσερα είναι το CFC-113a, που αυξάνεται με τον πιο ταχύ ρυθμό).
Οι χλωροφθοράνθρακες, που εφερεύθηκαν στον μεσοπόλεμο και βρήκαν ευρείες πρακτικές εφαρμογές (στα ψυγεία, στα κλιματιστικά, στα σπρέι κ.α.), είναι χημικές αέριες ουσίες που καταστρέφουν το στρώμα του όζοντος πάνω από τις πολικές περιοχές, προκαλώντας ιδίως την «τρύπα» πάνω από την Ανταρκτική, η οποία για πρώτη φορά είχε ανακαλυφθεί το 1985. Οι εκπομπές τους είχαν φθάσει στο ύψος-ρεκόρ του ενός εκατομμυρίου τόννων ετησίως.
Το διεθνές Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ (1987) και οι έλεγχοι που τέθηκαν στην παραγωγή αυτών των ουσιών από το τέλος της δεκαετίας του ΄80, επέτρεψαν να βελτιωθεί η κατάσταση διεθνώς. Όμως, αν και το 2010 υπήρξε σχεδόν καθολική απαγόρευση αυτών των ουσιών, υπάρχουν ακόμα «παραθυράκια» στη διεθνή νομοθεσία, τα οποία επιτρέπουν την παραγωγή χλωροφθορανθράκων για κάποιες περιπτώσεις που έχουν εξαιρεθεί.
Οι πιθανές πηγές προέλευσης είναι η χρήση χημικών ουσιών για την παραγωγή εντομοκτόνων και η χρήση διαλυτικών ουσιών για τον καθαρισμό εξαρτημάτων από τις βιομηχανίες ηλεκτρονικών.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, «οι τρεις χλωροφθοράνθρακες καταστρέφονται πολύ αργά στην ατμόσφαιρα, έτσι ακόμα κι αν επρόκειτο να σταματήσουν αμέσως οι εκπομπές τους, θα συνεχίσουν να παραμένουν στην ατμόσφαιρα για πολλές δεκαετίες ακόμη».
Το στρώμα του όζοντος, σε ύψος 15 έως 30 χιλιομέτρων πάνω από την επιφάνεια της Γης, παίζει ζωτικό ρόλο στην προστασία από τις επικίνδυνες για την υγεία υπεριώδεις ηλιακές ακτίνες, οι οποίες προκαλούν καρκίνο του δέρματος και καταρράκτη στα μάτια στους ανθρώπους, καθώς και προβλήματα αναπαραγωγής στα ζώα.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, πέρα από την καταστροφή του όζοντος, τα τέσσερα νέα αέρια πιθανότατα λειτουργούν και ως «αέρια του θερμοκηπίου», επιδεινώνοντας την κλιματική αλλαγή. Δεν απέκλεισαν δε ότι η ανακάλυψή τους να είναι μόνο η «κορυφή του παγόβουνου» και να ανιχνευθούν και άλλα άγνωστα ως τώρα παρόμοια αέρια.