Από το περιοδικό Black Out http://www.blackout.gr/keimena/102
Kριτική στην ανάπτυξη βιώσιµη – αειφόρος – άγρια – διαρκής – βίαιη - αποανάπτυξη – οικοανάπτυξη
Υπάρχουν λέξεις που συγκροτούν πόλους, που έλκουν ακατανίκητα το ετερογενές και το συνθέτουν ανάγοντάς το αβίαστα στο οµογενές και στο απλό. Μια τέτοια λέξη, είναι η «ανάπτυξη», η οποία δεν µπορεί να αποσυνδεθεί από τις λέξεις αύξηση, εξέλιξη, ωρίµανση: υποδηλώνει πάντοτε µια ευνοϊκή αλλαγή, ένα άλµα από το κατώτερο στο ανώτερο, από το απλό στο σύνθετο. Η ανάπτυξη φιλοδοξεί να ερµηνεύσει τα µυστήρια, να λύσει τους γρίφους, να καταργήσει τα ερωτήµατα.
Στις αρχές του περασµένου αιώνα, µετά την εποχή της αποικιοκρατίας, κυριάρχησε ο µύθος ότι όλα τα κράτη της γης ταξίδευαν τον ίδιο δρόµο ή ανέβαιναν την ίδια σκάλα της προόδου (στάδια ανάπτυξης). Το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν ήταν ο µετρήσιµος και αναµφισβήτητος δείκτης ευτυχίας. Η οικονοµική ισχύς υλοποίησε επί του εδάφους την ουτοπία µεταφρασµένη σε εµπορεύµατα και εισοδήµατα. Οι κοινωνίες δεν είχαν παρά να συµµορφωθούν µε τις επιταγές της θεωρίας των σταδίων. Η θεωρία της ανάπτυξης βλέπει µια ιστορική γραµµικότητα όπου τα εξελικτικά στάδια είναι συνάρτηση του χρόνου. Τα στάδια της ανάπτυξης είναι η απόληξη της ιστορικότητας του Ένγκελς αλλά και η εκσυγχρονισµένη έκδοση της δαρβινικής εξέλιξης, της διαδοχής των τρόπων παραγωγής του Μαρξ, της προόδου του Διαφωτισµού. Ο άνθρωπος νιώθει ήδη από την Αναγέννηση ότι βρίσκεται στο επίκεντρο της εξέλιξης, η κοινωνία υποτάσσει τη φύση και κυριαρχεί επί αυτής. Η ισορροπία της φύσης τίθεται σε παρένθεση, τα οικοσυστήµατα ανατρέπονται, η βιολογική σφαίρα υποτάσσεται στην οικονοµική.
Ωστόσο, η έννοια της ανάπτυξης ήταν εξαρχής κυρίως µια ιδεολογική κατασκευή, και για να εγκαθιδρυθεί επινόησε παράλληλα τον αντίποδά της, την ιδεολογία της υπανάπτυξης, της φτώχειας. Ο πλανήτης µετατρέπεται σε ενιαίο γεωοικονοµικό χώρο και η υπανάπτυξη προβάλλει ως διανοητική κατασκευή που προηγείται χρονικά της ανάπτυξης – έχει νόηµα µόνο αφού ορισθεί και κυριαρχήσει στο πεδίο των ιδεών η ανάπτυξη. Με ένα περίεργο δε παιχνίδι του διαλεκτικού λόγου, αυτό συµβαίνει και στην πραγµατικότητα: η υπανάπτυξη έπεται χρονικά της ανάπτυξης σε όλα τα σηµεία του πλανήτη, αποτελεί συνέπειά της. Έτσι η φτώχεια άνθησε στη σκιά του πλούτου. Σε καµία περίπτωση η υπανάπτυξη δεν προηγήθηκε της ανάπτυξης· εφευρέθηκε ή κατασκευάστηκε από τους φορείς της. Δηµιουργείται η φτώχεια των άλλων, άποψη ενισχυµένη από µια λανθασµένη υπόθεση ότι οι κοινωνίες που βλέπουµε σήµερα ως εξαθλιωµένες και λιµοκτονούσες ήταν έτσι ανέκαθεν, µάλλον δεν ήταν έτσι ουδέποτε. Εντούτοις η ιδεολογία της ανάπτυξης µας επιβάλλει να βλέπουµε τους άλλους ως στατικούς και οµοιόµορφους, οι εξαθλιωµένες µάζες της Βοµβάης, οι λιµοκτονούντες του Λάγος και τα υποβαθµισµένα γκέτο των δυτικών µητροπόλεων σύµφωνα µε αυτήν την άποψη ήταν πάντοτε έτσι και όλοι τους οι όµοιοι είναι έτσι. Στην πραγµατικότητα η εξαθλίωση είναι νεαρότατη, πρόκειται για την άλλη όψη του νοµίσµατος της προόδου.
Ωστόσο, µε το τέλος του β΄ παγκόσµιου πόλεµου, περνώντας από µισό αιώνα απρόσκοπτης και διαρκούς ανάπτυξης, ήταν πλέον φανερή η ανεπανόρθωτη καταστροφή του περιβάλλοντος. Έτσι τη δεκαετία του ’70 τα αυτόνοµα κινήµατα σε Ευρώπη και Αµερική θέτουν µε δυναµικό τρόπο τα οικολογικά ζητήµατα αµφισβητώντας και σαµποτάροντας έµπρακτα το καπιταλιστικό µοντέλο ανάπτυξης. Άµεσες δράσεις, µαζικές πορείες δεκάδων χιλιάδων διαδηλωτών, καταλήψεις, σαµποτάζ και συγκρούσεις σε εργοτάξια πυρηνικών εργοστασίων, αγώνες ενάντια στην αποδάσωση και την καταστροφή βιοτόπων, ενάντια στην επέκταση αεροδροµίων, αυτοκινητοδρόµων και µεγάλων έργων υποδοµής. Ακόµα, µέσα στις µητροπόλεις ξεπηδούν κινήµατα καταλήψεων σπιτιών ενάντια στις γενικευµένες αναπλάσεις και τις πολιτικές γης. Ταυτόχρονα σπάνε οι διαχωρισµοί µεταξύ πολιτικού και προσωπικού και η «επανάσταση της καθηµερινής ζωής» µπαίνει στο επίκεντρο των κινηµάτων. Μεταξύ άλλων, ανανεώσιµες πηγές ενέργειας, χορτοφαγία, ανακύκλωση, ποδήλατα, κοµποστοποίηση, βιολογικές καλλιέργειες γίνονται καθηµερινότητα για χιλιάδες νέους στα κατειληµµένα εδάφη των δυτικών µητροπόλεων. Φαίνεται λοιπόν να κλονίζεται η κοινωνική νοµιµοποίηση του µεταπολεµικού αναπτυξιακού µοντέλου, και τα επόµενα χρόνια οι οικολογικές ιδέες θα βρουν γόνιµο έδαφος στα µικροµεσαία κοινωνικά στρώµατα των δυτικών κοινωνιών, το περιβάλλον και η ποιότητα ζωής των οποίων είχε υποβαθµιστεί δραµατικά. Θα ακολουθήσει στις αρχές της δεκαετίας του ’80 σηµαντική µερίδα νέων επιστηµόνων που κατήγγειλαν την άγρια καπιταλιστική ανάπτυξη και προειδοποιούσαν ότι σύντοµα ο πλανήτης πρόκειται να αντιµετωπίσει κρίση βιωσιµότητας.
Η απάντηση στην οικολογική και αναπτυξιακή κρίση δίνεται το 1987 µε την έκθεση Brudland 1 του ΟΗΕ που φιλοδοξεί να προσδώσει νόηµα σε µια νέου τύπου ανάπτυξη µε οικολογικό προσωπείο και την ονοµάζει βιώσιµη ανάπτυξη 2. Η «επιτροπή σοφών» επιβεβαιώνει τους κινδύνους που απειλούν τον πλανήτη και κουνά απειλητικά το δάκτυλο λέγοντας πως εάν επιµείνουν οι παρούσες τάσεις οικονοµικής δραστηριότητας, η ανθρωπότητα και ο έµβιος κόσµος δεν έχουν καµία ελπίδα. Αλλά ταυτόχρονα µε τις παραπάνω απειλές, η επιτροπή είχε έτοιµη την απάντηση. Η βιώσιµη ανάπτυξη θα δώσει τη λύση στα παγκόσµια προβλήµατα, λέει και κλείνει πονηρά το µάτι σε όσους διεκδικήσουν µερίδιο από την νέου τύπου ανάπτυξη. Βιοµήχανοι και συνδικάτα, εργοδότες και εργαζόµενοι, όλοι µπορούν, «αρκεί να προσέξουν» για να αποφευχθούν οι υπερβολές της µεταπολεµικής περιόδου. Υπάρχει θέση για όλους στον κοινό µας πλανήτη, αρκεί να ασπασθούν την νέα µαγική έννοια: «sustainable development». Φτάνουµε λοιπόν στο καρναβάλι ή αλλιώς Συνδιάσκεψη του Ρίο για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη τον Ιούνη του 1992 όπου χειροκροτήθηκε πως έκλεισε η ιστορική περίοδος της «εποχής της ανάπτυξης» για να περάσουµε στην νέα εποχή της «βιώσιµης ανάπτυξης».
Η ιστορία είναι γνωστή. Κάθε φορά που η αναπτυξιακή ιδεολογία υφίσταται έντονη κριτική µε βάση τα αρνητικά της αποτελέσµατα, το περίγραµµά της διαστέλλεται ώστε να συµπεριλάβει άγνωστες µέχρι εκείνη τη στιγµή ποιότητες. Έτσι της έχουν προσδοθεί κατά καιρούς διάφορα κοσµητικά επίθετα όπως «εναλλακτική», «δίκαιη», «ήπια», και πλέον «βιώσιµη - αειφόρος ανάπτυξη». Με τους όρους αυτούς επιχειρήθηκε να συµβιβαστούν τα ασυµβίβαστα: να επεκταθεί η ανάπτυξη ώστε να συµπεριλάβει έθνη, φυλές και κοινωνικές τάξεις απανταχού της γης, να γίνει «συµβατή µε τη περιβαλλοντική προστασία», να πάψει να αναλώνει τους φυσικούς πόρους, να γίνει διαρκής, βιώσιµη και αειφόρος, ανεξάρτητα από γεωγραφικούς, γεωφυσικούς, κοινωνικούς, κλιµατικούς και άλλους περιορισµούς. Στην πραγµατικότητα, η ανάπτυξη είναι και σήµερα αυτό που ήταν πάντοτε: συσσώρευση και αύξηση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος. Βέβαια λαµβάνεται πλέον υπ’ όψιν και η οικολογική διάσταση: «δεν υπάρχει ανάπτυξη χωρίς βιωσιµότητα και δεν υπάρχει βιωσιµότητα χωρίς ανάπτυξη». Η ιδεολογία της ανάπτυξης εµφανίζεται λοιπόν αποκαθαρµένη από όλες τις κατηγορίες των οικολογικών κινηµάτων, έτοιµη να αντεπιτεθεί. Διεθνείς οργανισµοί, υπουργεία και πολυεθνικές συναγωνίζονται για τη χρήση της µαγικής έννοιας. Τα άτια χλιµιντρίζουν ανυπόµονα, καθώς ένας νέος κύκλος κεφαλαιοποίησης της φύσης θα αντιµετωπίσει όλα τα δείνα. Αρκεί να προφέρεις τη λέξη «sustainable». «Όταν συνειδητοποιήσουµε ότι µπορούµε να βγάλουµε φράγκα καθαρίζοντας το περιβάλλον θα το κάνουµε». Η βιώσιµη ανάπτυξη είναι λοιπόν µια ιδιοφυής έννοια. Καταφέρνει να υποσχεθεί καταστροφή του περιβάλλοντος και ταυτόχρονα θεραπεία των κακών της παραδοσιακής ανάπτυξης. Η βελτιστοποίηση της καταστροφής αποτελεί τον µοναδικό τρόπο να γίνει η ανάπτυξη βιώσιµη. Οι τοπικές κοινότητες καλούνται επειγόντως να υιοθετήσουν τον πιο πάνω ρασιοναλισµό, βελτιστοποιώντας την αποδάσωση, τη διάβρωση, την απώλεια γενετικής ποικιλότητας. Όλοι επιχειρούν να βρουν αυτό το βέλτιστο σηµείο µέχρι το οποίο η καταστροφή της φύσης είναι επιτρεπτή!
Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 µια ακόµα προσδοκώµενη επιτυχία του νέου όρου ήταν ότι ο εξωραϊσµός της ανάπτυξης µε τον έννοια της αειφορίας ήρθε να υποκαταστήσει ιδεολογήµατα που ξόφλησαν τους λογαριασµούς τους. Τείνει κυρίως να υποκαταστήσει την έννοια της οικοανάπτυξης και υπερβαίνει την «ισόρροπη», «κοινωνικά δίκαιη», «οικολογικά αποδεκτή». Όλες αυτές οι έννοιες επιχειρήθηκε κατά καιρούς να χρησιµοποιηθούν ως άλλοθι για την βαρβαρότητα της αναπτυξιακής διαδικασίας, τις οικολογικές καταστροφές και την κοινωνική αποδιάρθρωση. Σήµερα, η έννοια της αειφορίας συµπεριλαµβάνει µια σειρά από «πράσινες αρχές» µε βάση τις οποίες η προηγούµενη ανάπτυξη κρίνεται ως διαρκής –βίαιη και άγρια–, ενώ τώρα θα περάσουµε σε µια εποχή φιλική στο περιβάλλον. Βασικές αρχές το τρίπτυχο Οικονοµική Ανάπτυξη – Κοινωνική Δικαιοσύνη – Προστασία του Περιβάλλοντος, και οι αντίστοιχες επιδιώξεις για διεθνοποίηση και χωρική συνοχή, ανταγωνιστικότητα και καινοτοµία, ισότητα ευκαιριών και κοινωνική συνοχή, οικολογική ισορροπία και ποιότητα ζωής.
Ταυτόχρονα, βρισκόµαστε στην εποχή που παρακµάζει η κινηµατική διάσταση του οικολογικού χώρου, πολλά στελέχη του επαγγελµατοποιούνται καταλαµβάνοντας κρατικές θέσεις και η θεσµοποίησή του φτάνει στο σηµείο που αρκετά πράσινα κόµµατα συµµετέχουν σε κυβερνητικούς συνασπισµούς. Το πολιτικό κατεστηµένο αγκάλιασε λοιπόν τον νέο όρο στερώντας τον από το πρωταρχικό του νόηµα: την οικολογική σταθερότητα. Σήµερα, ο όρος βιώσιµη ανάπτυξη δεν διακυβεύει την ουσία της αναπτυξιακής λογικής αλλά την εµπλουτίζει. Ο πράσινος καπιταλισµός, συνδυάζοντας καινοτοµία και αφοµοίωση των οικολογικών αιτηµάτων, και προσθέτοντας στην ανάπτυξη κοσµητικά επίθετα, µοιάζει ο αδιαµφισβήτητος νικητής. Ωστόσο, το γεγονός ότι το οικολογικό λεξιλόγιο απόκτησε σταδιακά κυρίαρχη θέση αυτοαναιρείται από τη στιγµή που το επαναστατικό του κήρυγµα απορρίπτεται.
Κυβερνήσεις, συνδικάτα, το επιστηµονικό και βιοµηχανικό λόµπι υιοθετούν το οικολογικό λεξιλόγιο κάνοντάς το κιµά στα αδηφάγα δόντια ενός τροχού που επιµένει να περιστρέφεται. Έτσι, ενώ η βιοµηχανία έβλεπε µέχρι τώρα το περιβάλλον ως ένα ενοχλητικό εµπόδιο για την πραγµάτωση κερδών, σήµερα αντιλαµβάνεται ότι µπορεί να αποτελέσει τον κινητήριο µοχλό µιας νέας τεχνολογικής επανάστασης. Υβριδικά πράσινα αυτοκίνητα, ανανεώσιµες πήγες ενέργειας, πράσινη τεχνολογία, έξυπνες οικολογικές συσκευές, και η οικολογική βιοµηχανία στην Ε.Ε. αυξάνεται κατά 8% κάθε χρόνο.
Ταυτόχρονα, η αφοµοίωση των οικολογικών αιτηµάτων προχωράει σε µεταµοντέρνες εκδοχές Οι µεγαλύτερες εταιρείες «πρασινίζουν» την επικοινωνιακή τους πολιτική: η Virgin συνδράµει µε 3 δισ. δολάρια στην ανάπτυξη ανανεώσιµων πηγών ενέργειας, η Wal-Mart αντικαθιστά τον στόλο των αυτοκινήτων της µε υβριδικά και διανέµει 60.000 ηλεκτρικούς λαµπτήρες χαµηλής κατανάλωσης στους εργαζόµενούς της, η ΙΚΕΑ θέτει ως στόχο τη χρήση ανανεώσιµων πηγών ενέργειας για την ηλεκτροδότηση των καταστηµάτων της ως το 2012, η πετρελαϊκή Royal Dutch Shell ανακοινώνει επενδύσεις στην αιολική και την ηλιακή ενέργεια και η ΒΡ έβαλε τον ήλιο στο εµπορικό της σήµα. Οι πωλήσεις βιολογικών προϊόντων γνωρίζουν αλµατώδη αύξηση και ο οικοτουρισµός γίνεται η νέα βαριά αλλά και έξυπνη βιοµηχανία των δυτικών µεσογειακών χωρών. Τέλος, οι παλαιές οικοκοινότητες των ριζοσπαστών αναρχοοικολόγων µοιάζουν γραφικές µπροστά στις οικολογικές µεταπόλεις του 21ου αιώνα. Το 2010 θα είναι έτοιµη η πρώτη οικολογική πράσινη πόλη στον πλανήτη η οποία θα µπορεί να φιλοξενήσει 500.000 «οικολογικούς κατοίκους» στην Κίνα του «πράσινου δρόµου» και των «πράσινων ολυµπιακών», αλλά και των µεγαλύτερων οικολογικών εγκληµάτων και των 50.000 κοινωνικών συγκρούσεων µόνο για το 2006 µε αφορµή περιβαλλοντικά προβλήµατα. Έως το 2020 αναµένονται 30 παρόµοιες πόλεις σε όλο τον κόσµο.
Θα ακολουθήσουν, τέλος, η ενεργοποίηση του πρωτοκόλλου του Κιότο (2005) που θα απαντήσει στο εάν ο καπιταλισµός µπορεί να γίνει οικολογικός, µετατρέποντας τον πλανήτη σε ενιαία «αγορά ρύπανσης» η οποία διαχειρίζεται το διεθνές χρηµατιστήριο-εµπόριο ρύπων, και περιλαµβάνει πράσινους φόρους, οικολογικά πρόστιµα, «δικαιώµατα στη ρύπανση» και «παραδείσους ρύπανσης». Το πρωτόκολλο προβλέπει µείωση των θερµοκηπιακών αερίων κατά 5,2% έως το 2012 σε σχέση µε τα επίπεδα του 1990, και ως µηχανισµό ρύθµισης υιοθετεί την αγοροπωλησία ρύπων µε βάση την οποία µια εταιρεία ή ένα κράτος µπορεί να πουλήσει και να αγοράσει δικαιώµατα ρύπανσης. Δηµιουργείται λοιπόν µια νέα γενιά εταιρειών, οι «πιστωτές άνθρακος», η οποία κερδίζει µυθικά πλούτη επενδύοντας στην οικολογική ευαισθησία προσώπων και επιχειρήσεων. Όσοι υπερκαταναλώνουν ορυκτά καύσιµα συµβάλλοντας στην κλιµατική αλλαγή µπορούν να εξαγοράσουν την περιβαλλοντική τους αµαρτία προσφέροντας ένα χρηµατικό ποσό, κάτι σαν οικολογικό πρόστιµο, προκειµένου να επενδυθεί σε ανανεώσιµες πηγές ενέργειας. Όλοι λοιπόν τζογάρουν στο πράσινο. Έτσι τα δάση ανάγονται σε «απορροφητήρες» των εκποµπών διοξειδίου του άνθρακα και αγοράζονται από εταιρείες ώστε να δικαιολογούν τις εκποµπές ρύπων σε άλλα σηµεία του πλανήτη. Δηµιουργείται µια νέα γεωγραφία της ρύπανσης. Στο όνοµα της «καθαρής ανάπτυξης» η φύση εµπορευµατοποιείται και η κλιµατική αλλαγή µετατρέπεται σε µπίζνα. Η «δηµιουργική» καταστροφή του περιβάλλοντος συνεχίζεται µε τον «πράσινο πυρετό» να αναζωογονεί τον καπιταλισµό.
H χρεοκοπία της ανάπτυξης και η βιοπολιτική ανάπτυξη εκτάκτου ανάγκης
Ήδη από τη δεκαετία του ’80 αναγγέλθηκε η χρεοκοπία της οικονοµικής θεωρίας της ανάπτυξης και τώρα πολλοί υποστηρίζουν ότι βρισκόµαστε στην τελική φάση απόρριψής της. Στην τελευταία σύνοδο των G8 στη Γερµανία δεν αναφέρθηκε κανείς σε αυτήν. Ούτε οι διεθνείς οργανισµοί, όπως ΔΝΤ, ΠΟΕ, ή η Παγκόσµια Τράπεζα ασχολούνται πλέον µαζί της. Όλοι φοβούνται ότι η συνέχιση του αναπτυξιακού µοντέλου που έχει ως συνέπεια την κλιµατική αλλαγή µπορεί σαν οικολογική βόµβα να προκαλέσει διεθνή οικονοµική καταστροφή ισοδύναµη µε το κραχ του 1929. Αυτό ωστόσο που επιβιώνει είναι η ανάπτυξη µε «επιθετικό προσδιορισµό». Η «βιώσιµη» ή η «αειφόρος» ανάπτυξη είναι η πιο επιτυχής έκφραση στο µαστόρεµα των λέξεων. Αυτή που σέβεται τη φύση και τον άνθρωπο και θα πετύχει την ευηµερία µέσα από την «καλή» µεγέθυνση. Δεν πρόκειται όµως απλώς για ένα παιχνίδι των λέξεων…
Ενώ λοιπόν πολλοί διαισθάνονται ότι η ιδέα της ανάπτυξης δεν αποτελεί παρά ένα σκελετικό αποµεινάρι στο διανοητικό τοπίο, η αντίσταση της κυρίαρχης αυτής ιδεολογίας την καθιστά κάτι πολύ περισσότερο από ένα µνηµείο στους θεούς του 20ου αιώνα. Εάν η ανάπτυξη χρησιµοποιείται σήµερα για να µας προστατεύσει από την ανάπτυξη, ο κύκλος έχει κλείσει, η έννοια αυτή βρίσκεται ήδη θρυµµατισµένη στο έδαφος. Τα ιδεολογικά ερείπια του σύγχρονου κόσµου κλείνουν εντούτοις τη µατιά µέσα στο αποψιλωµένο τοπίο στην νέου τύπου ανάπτυξη. Ο καπιταλισµός αναγεννιέται µέσα από τις στάχτες του.
Από το «Βρισκόµαστε µπροστά σε µία εδαφική τροµοκρατία», δήλωση του προέδρου της «Ευρωπαϊκής Επιτροπής για ζητήµατα δικαιοσύνης, ελευθερίας και ασφάλειας» αναφορικά µε τις φονικές πυρκαγιές στη Μεσόγειο, µέχρι την «ασύµµετρη απειλή» της ελληνικής κυβέρνησης είναι φανερή η διεύρυνση του «κράτους πληθυσµού» µε επιπρόσθετα βιολογικά χαρακτηριστικά. Ο πλανήτης εισέρχεται σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, όλοι το γνωρίζουν. Το ενδιαφέρον όµως είναι ότι οι «οικολογικές καταστροφές» βαφτίζονται «εθνικές τραγωδίες» και το κράτος βγαίνει ενισχυµένο µέσα από τον βιολογικό θάνατο. Η βιοπολιτική διαχείριση όχι µόνο των πληθυσµών αλλά όλων των ζωντανών οργανισµών µπαίνει σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και ενισχύεται η εγγραφή της ζωής στην κρατική εξουσία. Ο πλανήτης, ωστόσο, γυµνός από βιοπολιτικά και περιβαλλοντικά δικαιώµατα, φαίνεται όλο και περισσότερο ανίσχυρος να απαντήσει καθώς η έµβια ζωή υπάγεται και ενσωµατώνεται σταδιακά και καθ’ ολοκληρία στους µηχανισµούς, στους υπολογισµούς και στα σχέδια της εξουσίας. Η αειφόρος ανάπτυξη, κατασκευάζοντας σύνορα µεταξύ ζωής και θανάτου, διαρρηγνύει τον βιοπολιτικό ιστό του πλανήτη και γίνεται ο δούρειος ίππος για την άλωση όλων των έµβιων οργανισµών. Ίσως κάνοντας παραλληλισµό των όρων του Agamben από τη «γυµνή ζωή» του homo sacer θα πρέπει να µιλάµε πλέον για τον «γυµνό πλανήτη» του «καπιταλισµού της καταστροφής». Ο γυµνός πλανήτης είναι η φονεύσιµη, άθυτη αλλά και ιερή ζωή των οικοσυστηµάτων της φύσης και του ανθρώπου που µπορεί να θανατωθεί και να εξαλειφθεί ατιµωρητί.
Ο καπιταλισµός χρεοκοπηµένος από όλες τις πρότερες ιδεολογίες του διαφωτισµού περί ατοµικής ελευθερίας, ισότητας στις επιλογές και ευτυχίας, αλλά διαβλέποντας και τα όρια της µετανεωτερικής ιδεολογίας της ασφάλειας, αρχίζει να χρησιµοποιεί πλέον την οικολογική κρίση και τις περιβαλλοντικές καταστροφές ως την κατάσταση πλήρους αποπροσανατολισµού. Οι απρόσµενες συµφορές ανοίγουν ένα πολύ βολικό παράθυρο για να προωθηθούν πολιτικές που δεν µπορούσε το κράτος να προωθήσει υπό φυσιολογικές συνθήκες. Εργαλείο σε αυτή τη στρατηγική αποτελεί η βιώσιµη - αειφόρος ανάπτυξη, η οποία µε τους µηχανισµούς χαρτογράφησης, αποκλεισµού και περίληψης της έµβιας ζωής επανακωδικοποιεί την κατάσταση εξαίρεσης επεκτείνοντάς την σε όλες τις µορφές της ζωής. Η άνοδος της κατάστασης εξαίρεσης όπως εµφανίστηκε µε τον πόλεµο ενάντια στην τροµοκρατία επεκτείνεται τώρα στον ολοκληρωµένο έλεγχο του πλανητικού περιβάλλοντος. Το «δόγµα του σοκ» και ο «καπιταλισµός της συµφοράς» στόχο έχουν την βιοπολιτική εκµετάλλευση ενός κατακλυσµιαίου γεγονότος, που προκαλεί στη χώρα και στους πολίτες ένα τεράστιο και ενίοτε αξεπέραστο σοκ. Μιλάµε για έναν πόλεµο, και όλο και πιο συχνά για µια µεγάλη φυσική καταστροφή (όπως οι πρόσφατες πυρκαγιές). Έτσι, στο όνοµα της περιβαλλοντικής προστασίας νοµιµοποιείται το ολοκαύτωµα.
Ενώ λοιπόν η είσοδος της οικολογίας στην πολιτική σφαίρα ξεκίνησε από τα κινήµατα χειραφέτησης και αυτονοµίας, σήµερα η πολιτική κρατική διαχείριση του περιβάλλοντος επεκτείνει την βιοπολιτική ετερονοµία. Η πολιτικοποίηση όλων των έµβιων οργανισµών σηµατοδοτεί τη νέα ριζική µεταβολή. Η αειφόρος – βιώσιµη ανάπτυξη είναι µέρος της σύγκρουσης για βιοεξουσία, διότι ο πλανήτης στο σύνολό του παρουσιάζεται όχι πλέον ως το αντικείµενο αλλά ως το υποκείµενο της πολιτικής εξουσίας. Το νέο βιοπολιτικό σώµα συµπεριλαµβάνει όλους τους έµβιους οργανισµούς, αλλά επίσης εγκολπώνει όλο και περισσότερο τα ενεργειακά αποθέµατα, τα αποθέµατα νερού, τα προστατευτικά στρώµατα της ατµόσφαιρας. Τα παραπάνω αποτελούν και τα βιοµετρικά συστατικά του θυσιαστηρίου σώµατος του γυµνού πλανήτη. Το διακύβευµα είναι λοιπόν η διεκδίκηση και απελευθέρωση του βιοπολιτικού πλανήτη. Η απόφαση για την γυµνή ζωή του πλανήτη θα αποτελεί το πολιτικό κριτήριο για τα επόµενα χρόνια, και αυτό διότι η αµφισβήτηση των ιδιοτήτων της ζωής προκαλεί µια σχεδόν βιολογική διεκδίκηση του ανήκειν. Ο κίνδυνος να µετατραπεί ο πλανήτης σε ένα πειραµατικό βιοπολιτικό στρατόπεδο είναι ορατός. Και αυτό διότι η γυµνή ζωή του πλανήτη λαµβάνει τη µορφή της εξαίρεσης, δηλαδή διατηρείται ως κάτι το οποίο περιλαµβάνεται µόνο διαµέσου µιας εξαίρεσης. Το τεχνητό περιβάλλον των αστικών τοπίων γίνεται ο κυρίαρχος κανόνας και η φύση το υποκείµενο της καταστολής, της απέλασης ή της απρόβλεπτης λαθραίας εξέγερσης.
Το ερώτηµα, έχει πραγµατικά ανάγκη ο πλανήτης να πολιτικοποιηθεί ή µήπως το πολιτικό στοιχείο εµπεριέχεται εντός του ως ο πλέον πολύτιµος πυρήνας του, θα δώσει την απάντηση στο αναπτυξιακό µοντέλο των επόµενων δεκαετιών.
Σύντοµη κριτική της ανάπτυξης στην Ελλάδα
Θα εξετάσουµε το αναπτυξιακό παράδειγµα της Ελλάδας του τελευταίου µισό αιώνα. Στην διχασµένη µεταεµφυλιακή Ελλάδα για να εξασφαλιστεί η κοινωνική συνοχή επινοείται το σχέδιο της αντιπαροχής ως εδαφική και πολιτική επέκταση του σχεδίου Μάρσαλ για τον καπιταλιστικό δρόµο ανάπτυξης της χώρας. Η ιδεολογία της ανάπτυξης, η ενίσχυση της µικροϊδιοκτησίας και η εµφάνιση των πρώτων καταναλωτικών αγαθών προσέδωσαν ένα ανταγωνιστικό όραµα στον πληθυσµό απέναντι στις κοµµουνιστικές απειλές και αποτέλεσαν το εργαλείο του κράτους ώστε να διαχειριστεί την οργή, τις φοβίες και τις ανασφάλειες ενός κόσµου µε ανοιχτές τις πληγές του εµφυλίου και έχοντας ακόµα αιχµαλώτους σε ξερονήσια. Η επιλογή της άναρχης αυθαίρετης ανάπτυξης των µεταεµφυλιακών πόλεων ήταν σαφώς το πιο πετυχηµένο κρατικό µέσο διαχείρισης των κοινωνικών συγκρούσεων. Η στρατηγική των αυθαιρέτων γέννησε µια ιδιότυπη µορφή αστικής «κοινωνικής αυτοοργάνωσης» που αντικατέστησε τις πρότερες αγροτικές µορφές αλληλεγγύης αλλά ταυτόχρονα ενίσχυσε και το πελατειακό κράτος. Κατά κάποιον τρόπο το κράτος για αρκετές δεκαετίες χρησιµοποίησε το έντονο έλλειµµα νοµιµοποίησης του µεταεµφυλιακού πολιτικού συστήµατος επιτρέποντας την αυθαίρετη δόµηση ως µέσο οικονοµικής και κοινωνικής αναζωογόνησης. Η βαθιά δυσπιστία απέναντι στο κράτος και η κοινωνική αποδοχή της παραβατικότητας ενίσχυσε την ατοµική πρωτοβουλία και ο κατασκευαστικός τοµέας µέσω της ανοχής της παρανοµίας έγινε η κινητήριος δύναµη του ελληνικού καπιταλισµού. Έτσι λοιπόν φτάνει το 1969 η Ελλάδα να κατέχει την πρώτη θέση στην κατασκευή σπιτιών στον «καπιταλιστικό κόσµο», χωρίς φυσικά να υπάρχει καµία περιβαλλοντική πολιτική. Βιάζοντας το αστικό τοπίο αυξάνονται υπέρµετρα οι συντελεστές δόµησης, οι καλύψεις των οικοπέδων, τα ύψη των κτιρίων, χωρίς να υπάρχει καµία µέριµνα για κοινόχρηστους και κοινωφελείς χώρους, χτίζονται τα ρέµατα, καταπατούνται οι παραλίες, µολύνεται και υποβαθµίζεται το χερσαίο και θαλάσσιο περιβάλλον της χώρας.
Ταυτόχρονα, η µαζική εισροή των εξαθλιωµένων αγροτικών πληθυσµών στις πόλεις οφείλεται σε ένα πλέγµα διαρθρωτικών µεταβολών στη γεωργία, στην τριτογενοποίηση της οικονοµίας και την αποδιάρθρωση των κοινωνικών δοµών της υπαίθρου. Καθώς η αναπτυξιακή διαδικασία πόλωσε τον γεωγραφικό χώρο, το επιπλέον χρήµα που συσσωρεύτηκε στα αστικά κέντρα δηµιούργησε προσδοκίες εύκολου πλουτισµού. Επίσης, συγκεντρώνονται στις πόλεις οι εξυπηρετήσεις, οι κοινωνικές παροχές, η πολιτική ισχύς, οι πολιτιστικές διέξοδοι, οι δηµόσιες επενδύσεις και ταυτόχρονα διογκώνεται ακόµα περισσότερο το πελατειακό κράτος. Αυτή η υπερσυγκεντρωτική διαδικασία και ο έλεγχος του πληθυσµού µέσω της διαπλοκής, της ανοχής αλλά και του δέλεαρ της αυθαίρετης δόµησης είναι η αιτία της πληθυσµιακής γιγάντωσης της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης και όχι η περιορισµένης κλίµακας εκβιοµηχάνιση. Εξάλλου, από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, η χωροθέτηση των αστικών λειτουργιών της χώρας σχεδόν αποκλειστικά στην πρωτεύουσα υπακούει περισσότερο στη λογική του πειθαρχικού βιοπολιτικού κράτους ελέγχου της εποχής της αποικιοκρατίας. Οι µεγάλες ευρωπαϊκές δυνάµεις εγκατέστησαν τις πρώτες αποικιακές πόλεις µε κριτήρια διεισδυτικότητας και ελέγχου, ώστε αφενός να γίνεται δυνατή η εκµετάλλευση των πρώτων υλών (και γι’ αυτό όλα τα δίκτυα υποδοµής της χώρας καταλήγουν στην πρωτεύουσα) και αφετέρου να υπακούει στις απαιτήσεις της οικονοµικής αποδοτικότητας η πρωτογενής επεξεργασία και µετέπειτα εξαγωγή τους. Αδιαφορία λοιπόν για την αστική ανάπτυξη της ενδοχώρας, ερήµωση της υπαίθρου και δηµιουργία ενός ελεγχόµενου προλεταριάτου στο υπερτροφικό κέντρο, το οποίο χρησιµοποιείται ως διαµετακοµιστικός κόµβος για την µεταφορά των αγροτικών κυρίως πρώτων υλών στις δυτικές µητροπόλεις. Η πολιτική σταθερότητα αυτού του µοντέλου ανάπτυξης επιτυγχάνεται τόσο µε αστυνοµικές µεθόδους, δηλαδή µε την ανάδυση ολοκληρωτικών δικτατορικών καθεστώτων, αλλά κυρίως µέσω ενίσχυσης της ατοµικής ιδιοκτησίας και των εξαρτήσεων του πληθυσµού από την πελατειακή δοµή του πολιτικού συστήµατος.
Θα ακολουθήσει η δεκαετία του ’80 µε την οικολογική προβληµατική να εµφανίζεται στο προσκήνιο περισσότερο «από τα πάνω», εισαγόµενη από τις αρχές περιβαλλοντικής προστασίας της ΕΟΚ, παρά από την ίδια την κίνηση των υποκειµένων των οποίων η πολιτικοποίηση περιορίζεται κυρίως σε εργατικούς, φοιτητικούς και αντιιµπεριαλιστικούς αγώνες. Το οικολογικό κίνηµα ήταν πάντα ισχνό στην Ελλάδα και δεν είναι υπερβολή να πούµε ότι η νοµοθεσία της εποχής υπερβαίνει σε περιβαλλοντική ευαισθησία τις καθηµερινές αναζητήσεις του κοινωνικού σώµατος. Ταυτόχρονα, το σοσιαλδηµοκρατικό κράτος ενσωµατώνει την επιστηµονική ελίτ της αριστεράς και προβάλλεται για πρώτη φορά µια ανάπτυξη µε ανθρώπινο πρόσωπο. Το ρυθµιστικό του 1983 µε τίτλο «Αθήνα και πάλι Αθήνα» είναι χαρακτηριστικό, αφού ανάµεσα στα άλλα πρότεινε την «κατάλυση της ταξικής διάρθρωσης της πόλης και τη δηµιουργία επιτροπών γειτονιάς». Βέβαια πολύ γρήγορα η διαβρωτική επήρεια της εξουσίας και οι αναγκαίοι συµβιβασµοί εκτόνωσαν αυτόν τον ψευδεπίγραφο επαναστατικό οίστρο ώστε στο τέλος αυτό που απόµεινε ήταν κάποιες αναπλάσεις περιοχών ή αναπαλαιώσεις, και η συντήρηση νεοκλασικών και βιοµηχανικών κτιρίων. «Η υποστήριξη µάλιστα τέτοιων εγχειρηµάτων και η µετατροπή τους σε πολυχώρους τέχνης από την αριστερά, δεν έκανε τίποτα άλλο από το να διεκδικεί το µεσολαβητικό της ρόλο στη συλλογική µνήµη του προλεταριάτου» 3.
Φτάνοντας στη νέα χιλιετία αρχίζει να οργανώνεται για πρώτη φορά ο στρατηγικός χωροταξικός σχεδιασµός της χώρας µε την εκπόνηση αναπτυξιακών χωροταξικών πλαισίων, µε πρώτο το Ειδικό Χωροταξικό Αειφόρου Ανάπτυξης Καταστηµάτων Κράτησης 4 και θα ακολουθήσουν το χωροταξικό για τον Τουρισµό, για τις Ανανεώσιµες Πήγες Ενέργειας, για την Βιοµηχανία και τέλος το Εθνικό Χωροταξικό. Όλα τα παραπάνω χωροταξικά υπογραµµίζονται από αλαζονικούς τίτλους για την προστασία του περιβάλλοντος και την αειφόρο ανάπτυξη.
Ενδεικτικά, αρκεί να αναφερθούµε στο χωροταξικό τουρισµού, σύµφωνα µε το οποίο η παραθεριστική κατοικία είναι πρώτιστη αναπτυξιακή προτεραιότητα και στρατηγική επιλογή για τη µετάβαση του ελλαδικού χώρου στο µοντέλο “Φλόριδα της Ευρώπης”. Σύµφωνα µε τις εκτιµήσεις του «υπάρχουν 4.000.000 αλλοδαποί υποψήφιοι αγοραστές για εξοχικές κατοικίες, µε πρώτο πλάνο ανέγερσης 1.000.000 κατοικίες». Υπολογίζεται ότι τα επόµενα χρόνια πάνω από 10 δις ευρώ θα δαπανηθούν από εγχώριες και ξένες κατασκευαστικές εταιρείες. Έτσι λοιπόν προωθείται η µαζική τσιµεντοποίηση των ακτών και των ορεινών όγκων (επιτρέπεται η κατασκευή ιδιωτικών χωριών µε συντελεστές τετραπλάσιους της εκτός σχεδίου δόµησης). Πρόκειται για καταστροφή µε κρατική επιδότηση. Επίσης, ακατοίκητα νησιά και βραχονησίδες που αποτελούν κιβωτούς φυσικού πλούτου κινδυνεύουν να γίνουν αγκυροβοληµένα κρουαζιερόπλοια. Ουσιαστικά, µε το χωροταξικό τουρισµού όλο το παραλιακό µέτωπο της χώρας αποτελεί µία δυνάµει ζώνη πολεοδόµησης. Αλλά ακόµα και οι περιοχές που «προστατεύονται» από τη συνθήκη Natura (υδροβιότοποι, δέλτα ποταµών, δασικές περιοχές) µπορούν να υποστούν τουριστικές επενδύσεις, αν οι επιχειρηµατίες δώσουν «κάτι παραπάνω», δηλαδή ένα επιπλέον τέλος. «Σε λίγο η εποχή των rooms to let θα φαίνεται αγροτουρισµός» επισηµαίνει ο µελετητής του χωροταξικού για τον τουρισµό, ο οποίος µάλιστα διαχωρίζει τη θέση του από το τελικό σχέδιο λέγοντας ότι «πρόκειται για χωροταξικό κατασκευών, real estate και όχι τουρισµού», το οποίο ακολουθεί το ισπανικό µοντέλο 5 που οδήγησε στην καθολική τσιµεντοποίηση των µεσογειακών ακτών της ιβηρικής (στο 90% εκτιµάται) µε πρόσκαιρα οικονοµικά οφέλη και µακροπρόθεσµες δυσµενείς συνέπειες ερηµοποίησης. Στην ουσία, πριµοδοτείται η τουριστική µονοκαλλιέργεια και η άγρια ανάπτυξη υπό τον υποκριτικό τίτλο της αειφορίας και της βιωσιµότητας.
Παράλληλα, µε το χωροταξικό βιοµηχανίας διευρύνεται η γεωγραφική βάση της βιοµηχανίας καθώς επεκτείνονται και δηµιουργούνται νέες βιοµηχανικές περιοχές. Επίσης εντατικοποιούνται οι υποστηρικτικές µεταλλευτικές και λιµενικές δραστηριότητες, αλλάζοντας τις χρήσεις γης ακόµα και σε δασικές περιοχές ή σε περιοχές υψηλής περιβαλλοντικής προστασίας (Natura) όταν πρόκειται για επενδύσεις εθνικού συµφέροντος (χαρακτηριστικό το παράδειγµα των µεταλλείων χρυσού στη Β. Χαλκιδική).
Φυσικά, σε όλα τα παραπάνω χωροταξικά τονίζεται ότι τα έργα πρέπει να συνοδεύονται από περιβαλλοντικές µελέτες, οι οποίες βέβαια δεν είναι τίποτα άλλο από τυποποιηµένα συγχωροχάρτια, απαραίτητα πιστοποιητικά οικολογικών φρονηµάτων που δικαιολογούν µονάχα τους εργολήπτες. Σχεδόν όλα τα µεγάλα έργα µιλούν για την οικολογική τους διάσταση, µετριάζουν τις επιπτώσεις στο περιβάλλον, εξυµνούν την κοινωνική τους προσφορά. Τα παραπάνω λοιπόν «αειφόρα χωροταξικά» βασίζονται στη λογική ότι «Πρέπει να δοθεί χώρος στις επενδύσεις και να βρούµε τα όρια στα οποία θα κινηθεί η προστασία του περιβάλλοντος» 6. Ίσως λοιπόν συνέπεια του παραπάνω ρασιοναλισµού αποτελούν και οι πυρκαγιές που κατέκαψαν την Πελοπόννησο, οι οποίες εάν δεν υπήρχαν έπρεπε να εφευρεθούν ώστε να εφαρµοστεί το οικο-καταστροφικό θεσµικό πλαίσιο του χωροταξικού για τον τουρισµό. Εάν λοιπόν τις δεκαετίας του ’70-’80 η κρατική ρύθµιση αφορούσε κυρίως την µικροκλίµακα της πολεοδοµικής οργάνωσης του χώρου, περνάµε στην νέα χιλιετία όπου δίνεται κυρίως βαρύτητα στην χωροταξία και στην συνολική ρύθµιση των εδαφών της χώρας. Οι επιστήµες της χαρτογραφίας, της γεωλογίας, της ανθρωπογεωγραφίας, των οικονοµικών επιστηµών, της τοπογραφίας καταγράφουν, µετρούν και αναλύουν τους φυσικούς, πολιτιστικούς, ενεργειακούς και αρχαιολογικούς πόρους της χώρας. Η επικράτεια εισέρχεται στο µικροσκόπιο του κτηµατολογίου. Ωστόσο, σαν ένα πετυχηµένο παιχνίδι βιοπολιτικού πολέµου η διαχείριση της αειφορίας εκφράστηκε στη χώρα πρώτα µε το χωροταξικό φυλακών, τη ρύθµιση δηλαδή των απαγορευµένων στρατοπέδων εγκλεισµού και κράτησης, για να ακολουθήσει ο σχεδιασµός του τουρισµού, της βιοµηχανίας και της ενέργειας. Σταδιακά λοιπόν οι φυσικοί και ανθρώπινοι πόροι της χώρας χαρτογραφούνται, ρυθµίζονται, ελέγχονται και εµπορευµατοποιούνται. Οικιστική έκρηξη περιαστικής και παραθεριστικής κατοικίας, real estate, ενεργειακά δίκτυα (αγωγοί πετρελαίου και φυσικού αερίου), εκτροπές και φράγµατα ποταµών (Αχελώος, Άραχθος), νέα δίκτυα µεταφορών (Εγνατία οδός, Ιόνια οδός, Θεσσαλική οδός), τουριστικές επενδύσεις κλίµακας στα καµένα από τις πυρκαγιές εδάφη, έργα υποδοµής στο καρκίνωµα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, λιµάνι logistics στο Τυµπάκι, µερικά από τα µεγάλης κλίµακας βιοπολιτικά αναπτυξιακά έργα στην Ελλάδα και η κατηφόρος ανάπτυξη επελαύνει.
Ταυτόχρονα µε τα παραπάνω, ας µη ξεχνάµε ότι η υλοποίηση της αειφόρου ανάπτυξης, πέρα από την κακοποίηση του περιβάλλοντος και την αγνόηση των κλιµατικών αλλαγών, βασίζεται στην χαµηλόµισθη και υποβαθµισµένη εργασία. Η εκµετάλλευση της φτηνής εργατικής δύναµης των µεταναστών και η γενίκευση της επισφάλειας στο καθεστώς εργασίας, σε συνδυασµό µε το δίληµµα θέσεις εργασίας ή καθαρό περιβάλλον, ξεσκεπάζουν το προσωπείο της κοινωνικής ισότητας, συνοχής και ευηµερίας του «πράσινου καπιταλισµού» της χώρας.
Εκτός όµως από τη θεσµική κατοχύρωση της οικοκαταστροφικής αειφόρου ανάπτυξης, έχει ιδιαίτερη σηµασία να εξετάσουµε και τον τρόπο λήψης αποφάσεων στον πολεοδοµικό σχεδιασµό. Τη δεκαετία του ’80 ασκήθηκε έντονη κριτική από αριστερούς και οικολόγους, η οποία εστίαζε στο βαθύ συγκεντρωτικό αθηνοκεντρικό κράτος που δεν λαµβάνει υπόψη τις τοπικές ιδιαιτερότητες και τους κατοίκους για τους οποίους σχεδίαζε το µέλλον, και έθεταν ως αντιπρόταση την ενίσχυση της τοπικής αυτοδιοίκησης. Σήµερα ωστόσο βλέπουµε την τραγωδία να µεγεθύνεται καθώς οι αυξηµένοι µε αρµοδιότητες τοπικοί άρχοντες, σχεδόν τυφλωµένοι από την εξουσία που τους έχει δοθεί, ανεξέλεγκτοι πραγµατοποιούν πολλαπλάσια οικολογικά εγκλήµατα από το πρότερο συγκεντρωτικό κράτος. Η λογική είναι απλή: ο κάθε κάτοικος βλέπει το χωράφι του ως ένα δυνάµει οικόπεδο, στη συνέχεια ο κάθε δήµαρχος για λόγους και µόνο ψηφοθηρικούς υπόσχεται στο εκλογικό σώµα περισσότερες επεκτάσεις, ώστε να ενταχθούν στο νέο σχέδιο πόλης περισσότερα χωράφια που θα του φέρουν περισσότερους ψηφοφόρους. Η µελετητική εταιρεία η οποία αναλαµβάνει τον σχεδιασµό του γενικού πολεοδοµικού σχεδίου συµφωνεί µε τον δήµαρχο και επαυξάνει καθώς η αµοιβή της µελλοντικής πολεοδοµικής µελέτης είναι ανάλογη των στρεµµάτων των επεκτάσεων. Έτσι λοιπόν οι τοπικές κοινωνίες νόµιµα, ακόµα και µέσα από όλες τις προβλεπόµενες διαδικασίες της «διαβούλευσης», της «διαφάνειας» και του «δηµόσιου διάλογου» µε τη σύσσωµη συµµετοχή της «κοινωνίας των πολιτών» επεκτείνουν τους οικισµούς τους µέσα σε παραποτάµιες ζώνες, µετατρέπουν την αγροτική γη σε βιοµηχανική, τσιµεντοποιούν τα παραλιακά µέτωπα, καταπατούν τις ζώνες απόλυτης προστασίας που προστατεύονται από διεθνείς συµβάσεις (Natura, Ramsar). Συνεπώς φτάνουµε στο σηµείο οι τελευταίοι «προστάτες του περιβάλλοντος» που πηγαίνουν ενάντια στη «λαϊκή βούληση» και βάζουν ορισµένους ελάχιστους φραγµούς στην ανεξέλεγκτη ανάπτυξη να είναι µόνο οι ανώτεροι κρατικοί υπάλληλοι (των περιφερειών ή του ΥΠΕΧΩΔΕ) που ενδέχεται να ελέγξουν τον αποκεντρωµένο πλέον πολεοδοµικό σχεδιασµό ή το Συµβούλιο Επικρατείας το οποίο θεωρείται το µεγαλύτερο αγκάθι στην αναπτυξιακή πορεία της χώρας. Και όλα αυτά γίνονται στο όνοµα της αειφόρου ανάπτυξης και µε τη χρηµατοδότηση προγραµµάτων προστασίας του περιβάλλοντος.
Συνεπώς, δεν αρκεί καµία αειφόρος ανάπτυξη ώστε να διασωθεί το φυσικό περιβάλλον, όσο ο καπιταλιστικός τρόπος ζωής είναι εγκαθιδρυµένος στις ζωές και τις συνειδήσεις των κατοίκων. Μάλιστα, εδώ είναι που φαίνεται η βιοπολιτική δύναµη και η αποτελεσµατικότητα της µοριοποίησης του καπιταλισµού, η οποία είναι σαφώς πιο καταστρεπτική από την ολιγαρχική συγκεντρωτική διαχείριση των πληθυσµών. Σήµερα µπορούµε πια άφοβα να ισχυριστούµε ότι η επιτυχία αυτού του µοντέλου ανάπτυξης προϋποθέτει την καταστροφή της συλλογικής υποκειµενικότητας. Για να το πετύχει αυτό, ο αποκεντρωµένος καπιταλισµός τείνει να αποδοµεί ολοένα και περισσότερο τις εστίες εξουσίας. Χαρακτηριστικό παράδειγµα της διεισδυτικής του ικανότητας αποτελεί η ελληνική ιδιαιτερότητα όπου η διαδικασία υποκειµενοποίησης και κατασκευής κοινωνικών ταυτοτήτων περνά µέσα από την αυξηµένη µικροϊδιοκτησία. Εάν λοιπόν δεν ασκηθεί µια συνολική κριτική στην αναπτυξιακή ιδεολογία και τις καπιταλιστικές σχέσεις, φαίνεται η αφέλεια της grass-root επιχειρηµατολογίας, η φάρσα της «κοινωνίας των πολιτών» και καταρρέει ολόκληρη η εργαλειοθήκη περί αυτοοργάνωσης των κοινωνιών. Οι κοινωνίες, γυµνές από σχέσεις αλληλεγγύης, αµοιβαιότητας και µοιράσµατος, αυτοκαταστρέφονται συλλογικά, µολυσµένες και τυφλωµένες από το φαντασιακό της ανάπτυξης.
Έξοδος από την αειφόρο ανάπτυξη
Υπάρχουν λέξεις γλυκές, λέξεις που χύνουν βάλσαµο στην καρδιά, και λέξεις που πληγώνουν. Υπάρχουν λέξεις που σπέρνουν ταραχή στους πληθυσµούς και αναστατώνουν τον κόσµο. Κι ύστερα, υπάρχουν λέξεις δηλητήριο, λέξεις που εισχωρούν στο αίµα σαν ναρκωτικό, αλλοιώνουν την επιθυµία και θολώνουν την κρίση. Η ανάπτυξη είναι µια από αυτές τις τοξικές λέξεις. Το δίληµµα άγρια ανάπτυξη ή αειφόρος - βιώσιµη ανάπτυξη δεν υπάρχει. Είτε το θέλουµε είτε όχι, δεν µπορούµε να κάνουµε την ανάπτυξη κάτι διαφορετικό από αυτό που υπήρξε πάντα: η βιοπολιτική διαχείριση του γυµνού πλανήτη. Η διαρκής δηµιουργία µιας κατάστασης εξαίρεσης υπό τη µορφή της ιδεολογίας της υπανάπτυξης και η επακόλουθη αναίρεση όλων των πρότερων φυσικών και κοινωνικών νόµων µε την επαναχάραξη των ορίων µεταξύ ζωής και θανάτου των οικοσυστηµάτων. Το καινούργιο µε την επίκληση της αειφορίας ως ποιοτικό χαρακτηριστικό της νέας ανάπτυξης υποδηλώνει ότι η αειφορία χάνεται τελειωτικά, οπότε µεταπηδάει στη σκηνή του λόγου σαν σύµβολο του ελλείποντος. Ωστόσο, η νέα λέξη δεν αναδύεται απλώς τη στιγµή που το µέλλον του πλανήτη φαντάζει αβέβαιο, αλλά ενσαρκώνει τη δικαιική µετάβαση στη βιολογική πολιτική. Το δίκαιο της αειφόρου ανάπτυξης κρατικοποιεί τη φύση και εγκολπώνει εντός του όλους τους έµβιους οργανισµούς καθιστώντας αειφόρα την κυρίαρχη εξουσία.
Εµείς δεν θέλουµε ένα οικολογικό κράτος, ούτε να προσδώσουµε βιοπολιτικά δικαιώµατα στον γυµνό πλανήτη. Η κρατική διαχείριση των βιοπολιτικών χαρακτηριστικών του πλανήτη θα συνεπάγεται καταρχήν την υποχρέωση κάθε βιολογικού οργανισµού στην υπακοή, υπό τη δύναµη της οποίας οι πολιτικοί νόµοι θα είναι έγκυροι. Συνεπώς, στο όνοµα της βιωσιµότητας του πλανήτη η κρατική θεσµοποίηση της γενετικής ποικιλότητας του ανθρωπογενούς και φυσικού περιβάλλοντος θα οδηγήσει στην ολοκληρωµένη βιο-κυριαρχία.
Εµείς λοιπόν θέλουµε να σαµποτάρουµε τις καµπύλες της ανάπτυξης και να ενδυναµώσουµε τις γραµµώσεις της αυτονοµίας. Γι’ αυτό οφείλουµε να αναµετρηθούµε µε την βιοπολιτική ηγεµονία της αειφόρου ανάπτυξης, αναζητώντας εκείνη την πολιτισµική και πολιτική επιλογή λιποταξίας και εξόδου από την αναπτυξιακή κούρσα. Σε αυτή την προοπτική οι διαδικασίες υποκειµενοποίησης και κατασκευής ταυτοτήτων δεν µένει παρά να αποσπαστούν από την ενσφήνωσή τους στην ιδεολογία της ανάπτυξης. Για να γίνει αυτό πρέπει να θέσουµε το µαχαίρι βαθιά µέσα στο κοινωνικό υλικό, να δηµιουργήσουµε τη βιοπολιτική και οικολογική αντιεξουσία, νέα συλλογικά υπαρξιακά εδάφη επανεισάγοντας το κοινωνικό και το πολιτικό στη σχέση εξουσίας - φύσης. Γνωρίζουµε ωστόσο ότι δεν θα υπάρξει αληθινή απάντηση στην οικολογική και αναπτυξιακή κρίση παρά µόνο σε πλανητική κλίµακα και µόνο αν πραγµατωθεί µια πολιτική, κοινωνική και πολιτιστική επανάσταση η οποία θα αφορά κυρίως τα µοριακά πεδία ευαισθησίας, νοηµοσύνης και επιθυµίας. Όσο για την αειφόρο ανάπτυξη, αυτή µας αφαιρεί κάθε προοπτική εξόδου, µας υπόσχεται την αιώνια ανάπτυξη! Ας βεβηλώσουµε λοιπόν τα έργα και τις ηµέρες της αειφόρου ανάπτυξης.
Σηµειώσεις
1. Πρωθυπουργός της Νορβηγίας και πρόεδρος της Παγκόσµιας Επιτροπής για το περιβάλλον και την ανάπτυξη που παρέδωσε την αναφορά της στην γενική συνέλευση των Ηνωµένων Εθνών.
2. sustainable: αρχικά αποδόθηκε στα ελληνικά µε τον όρο αυτοσυντηρούµενη.
3. Από την µπροσούρα «µητρόπολη νοτιοβαλκανικού τύπου», µητροπολιτικά συµβούλια 2003.
4. Το πρώτο χωροταξικό που εκπονήθηκε ήταν το 2001 για τη δηµιουργία 17 νέων «αειφόρων φυλακών» και την κατάργηση 10 απαρχαιωµένων σηµερινών φυλακών.
5. Ένα τσιµεντένιο τείχος απειλεί τη Μεσόγειο. Το τσιµεντένιο τείχος σύµφωνα µε τον Ευρωπαϊκό Οργανισµό Περιβάλλοντος δηµιουργείται όπου οι χτισµένες επιφάνειες καταλαµβάνουν πάνω από το 50% της ακτογραµµής. Στη Μεσόγειο η δόµηση έχει καταλάβει τις ακτές σε µια πολύ εκτεταµένη ζώνη, ειδικά στα παράλια της Ισπανίας, της Γαλλίας και της δυτικής Ιταλίας. Το χειρότερο είναι ότι το φαινόµενο επεκτείνεται προς τα ανατολικά. Σύµφωνα µε πρόσφατη έρευνα, οι τεχνητές κτισµένες επιφάνειες παρουσίασαν αύξηση της τάξεως των 190 τετρ. χιλ. κάθε χρόνο, τη δεκαετία του 1990 – 2000, και σήµερα υπολογίζεται ότι το 26% των παραλιών της Μεσογείου είναι ήδη χτισµένο. Αν συνεχιστεί η τάση, το 50% των ακτών της Μεσογείου θα έχει χτιστεί έως το 2025. Σήµερα η µεσογειακή λεκάνη είναι ο πρώτος τουριστικός προορισµός στον κόσµο, καθώς δέχεται το 1/3 της παγκόσµιας τουριστικής κίνησης. Ο ΕΟΠ τονίζει και προειδοποιεί πως «Δεν µπορούµε να αξιοποιούµε έναν τόπο για 20 χρόνια και να τον καταστρέφουµε για πάντα. Ήδη στη Μεσόγειο εµφανίζονται περιοχές µε µεγάλη τουριστική άνθηση στο παρελθόν, που βιώνουν την παρακµή».
6. Δήλωση του υπουργού οικονοµίας Αλογοσκούφη.
Πηγή
Kριτική στην ανάπτυξη βιώσιµη – αειφόρος – άγρια – διαρκής – βίαιη - αποανάπτυξη – οικοανάπτυξη
Υπάρχουν λέξεις που συγκροτούν πόλους, που έλκουν ακατανίκητα το ετερογενές και το συνθέτουν ανάγοντάς το αβίαστα στο οµογενές και στο απλό. Μια τέτοια λέξη, είναι η «ανάπτυξη», η οποία δεν µπορεί να αποσυνδεθεί από τις λέξεις αύξηση, εξέλιξη, ωρίµανση: υποδηλώνει πάντοτε µια ευνοϊκή αλλαγή, ένα άλµα από το κατώτερο στο ανώτερο, από το απλό στο σύνθετο. Η ανάπτυξη φιλοδοξεί να ερµηνεύσει τα µυστήρια, να λύσει τους γρίφους, να καταργήσει τα ερωτήµατα.
Στις αρχές του περασµένου αιώνα, µετά την εποχή της αποικιοκρατίας, κυριάρχησε ο µύθος ότι όλα τα κράτη της γης ταξίδευαν τον ίδιο δρόµο ή ανέβαιναν την ίδια σκάλα της προόδου (στάδια ανάπτυξης). Το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν ήταν ο µετρήσιµος και αναµφισβήτητος δείκτης ευτυχίας. Η οικονοµική ισχύς υλοποίησε επί του εδάφους την ουτοπία µεταφρασµένη σε εµπορεύµατα και εισοδήµατα. Οι κοινωνίες δεν είχαν παρά να συµµορφωθούν µε τις επιταγές της θεωρίας των σταδίων. Η θεωρία της ανάπτυξης βλέπει µια ιστορική γραµµικότητα όπου τα εξελικτικά στάδια είναι συνάρτηση του χρόνου. Τα στάδια της ανάπτυξης είναι η απόληξη της ιστορικότητας του Ένγκελς αλλά και η εκσυγχρονισµένη έκδοση της δαρβινικής εξέλιξης, της διαδοχής των τρόπων παραγωγής του Μαρξ, της προόδου του Διαφωτισµού. Ο άνθρωπος νιώθει ήδη από την Αναγέννηση ότι βρίσκεται στο επίκεντρο της εξέλιξης, η κοινωνία υποτάσσει τη φύση και κυριαρχεί επί αυτής. Η ισορροπία της φύσης τίθεται σε παρένθεση, τα οικοσυστήµατα ανατρέπονται, η βιολογική σφαίρα υποτάσσεται στην οικονοµική.
Ωστόσο, η έννοια της ανάπτυξης ήταν εξαρχής κυρίως µια ιδεολογική κατασκευή, και για να εγκαθιδρυθεί επινόησε παράλληλα τον αντίποδά της, την ιδεολογία της υπανάπτυξης, της φτώχειας. Ο πλανήτης µετατρέπεται σε ενιαίο γεωοικονοµικό χώρο και η υπανάπτυξη προβάλλει ως διανοητική κατασκευή που προηγείται χρονικά της ανάπτυξης – έχει νόηµα µόνο αφού ορισθεί και κυριαρχήσει στο πεδίο των ιδεών η ανάπτυξη. Με ένα περίεργο δε παιχνίδι του διαλεκτικού λόγου, αυτό συµβαίνει και στην πραγµατικότητα: η υπανάπτυξη έπεται χρονικά της ανάπτυξης σε όλα τα σηµεία του πλανήτη, αποτελεί συνέπειά της. Έτσι η φτώχεια άνθησε στη σκιά του πλούτου. Σε καµία περίπτωση η υπανάπτυξη δεν προηγήθηκε της ανάπτυξης· εφευρέθηκε ή κατασκευάστηκε από τους φορείς της. Δηµιουργείται η φτώχεια των άλλων, άποψη ενισχυµένη από µια λανθασµένη υπόθεση ότι οι κοινωνίες που βλέπουµε σήµερα ως εξαθλιωµένες και λιµοκτονούσες ήταν έτσι ανέκαθεν, µάλλον δεν ήταν έτσι ουδέποτε. Εντούτοις η ιδεολογία της ανάπτυξης µας επιβάλλει να βλέπουµε τους άλλους ως στατικούς και οµοιόµορφους, οι εξαθλιωµένες µάζες της Βοµβάης, οι λιµοκτονούντες του Λάγος και τα υποβαθµισµένα γκέτο των δυτικών µητροπόλεων σύµφωνα µε αυτήν την άποψη ήταν πάντοτε έτσι και όλοι τους οι όµοιοι είναι έτσι. Στην πραγµατικότητα η εξαθλίωση είναι νεαρότατη, πρόκειται για την άλλη όψη του νοµίσµατος της προόδου.
Ωστόσο, µε το τέλος του β΄ παγκόσµιου πόλεµου, περνώντας από µισό αιώνα απρόσκοπτης και διαρκούς ανάπτυξης, ήταν πλέον φανερή η ανεπανόρθωτη καταστροφή του περιβάλλοντος. Έτσι τη δεκαετία του ’70 τα αυτόνοµα κινήµατα σε Ευρώπη και Αµερική θέτουν µε δυναµικό τρόπο τα οικολογικά ζητήµατα αµφισβητώντας και σαµποτάροντας έµπρακτα το καπιταλιστικό µοντέλο ανάπτυξης. Άµεσες δράσεις, µαζικές πορείες δεκάδων χιλιάδων διαδηλωτών, καταλήψεις, σαµποτάζ και συγκρούσεις σε εργοτάξια πυρηνικών εργοστασίων, αγώνες ενάντια στην αποδάσωση και την καταστροφή βιοτόπων, ενάντια στην επέκταση αεροδροµίων, αυτοκινητοδρόµων και µεγάλων έργων υποδοµής. Ακόµα, µέσα στις µητροπόλεις ξεπηδούν κινήµατα καταλήψεων σπιτιών ενάντια στις γενικευµένες αναπλάσεις και τις πολιτικές γης. Ταυτόχρονα σπάνε οι διαχωρισµοί µεταξύ πολιτικού και προσωπικού και η «επανάσταση της καθηµερινής ζωής» µπαίνει στο επίκεντρο των κινηµάτων. Μεταξύ άλλων, ανανεώσιµες πηγές ενέργειας, χορτοφαγία, ανακύκλωση, ποδήλατα, κοµποστοποίηση, βιολογικές καλλιέργειες γίνονται καθηµερινότητα για χιλιάδες νέους στα κατειληµµένα εδάφη των δυτικών µητροπόλεων. Φαίνεται λοιπόν να κλονίζεται η κοινωνική νοµιµοποίηση του µεταπολεµικού αναπτυξιακού µοντέλου, και τα επόµενα χρόνια οι οικολογικές ιδέες θα βρουν γόνιµο έδαφος στα µικροµεσαία κοινωνικά στρώµατα των δυτικών κοινωνιών, το περιβάλλον και η ποιότητα ζωής των οποίων είχε υποβαθµιστεί δραµατικά. Θα ακολουθήσει στις αρχές της δεκαετίας του ’80 σηµαντική µερίδα νέων επιστηµόνων που κατήγγειλαν την άγρια καπιταλιστική ανάπτυξη και προειδοποιούσαν ότι σύντοµα ο πλανήτης πρόκειται να αντιµετωπίσει κρίση βιωσιµότητας.
Η απάντηση στην οικολογική και αναπτυξιακή κρίση δίνεται το 1987 µε την έκθεση Brudland 1 του ΟΗΕ που φιλοδοξεί να προσδώσει νόηµα σε µια νέου τύπου ανάπτυξη µε οικολογικό προσωπείο και την ονοµάζει βιώσιµη ανάπτυξη 2. Η «επιτροπή σοφών» επιβεβαιώνει τους κινδύνους που απειλούν τον πλανήτη και κουνά απειλητικά το δάκτυλο λέγοντας πως εάν επιµείνουν οι παρούσες τάσεις οικονοµικής δραστηριότητας, η ανθρωπότητα και ο έµβιος κόσµος δεν έχουν καµία ελπίδα. Αλλά ταυτόχρονα µε τις παραπάνω απειλές, η επιτροπή είχε έτοιµη την απάντηση. Η βιώσιµη ανάπτυξη θα δώσει τη λύση στα παγκόσµια προβλήµατα, λέει και κλείνει πονηρά το µάτι σε όσους διεκδικήσουν µερίδιο από την νέου τύπου ανάπτυξη. Βιοµήχανοι και συνδικάτα, εργοδότες και εργαζόµενοι, όλοι µπορούν, «αρκεί να προσέξουν» για να αποφευχθούν οι υπερβολές της µεταπολεµικής περιόδου. Υπάρχει θέση για όλους στον κοινό µας πλανήτη, αρκεί να ασπασθούν την νέα µαγική έννοια: «sustainable development». Φτάνουµε λοιπόν στο καρναβάλι ή αλλιώς Συνδιάσκεψη του Ρίο για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη τον Ιούνη του 1992 όπου χειροκροτήθηκε πως έκλεισε η ιστορική περίοδος της «εποχής της ανάπτυξης» για να περάσουµε στην νέα εποχή της «βιώσιµης ανάπτυξης».
Η ιστορία είναι γνωστή. Κάθε φορά που η αναπτυξιακή ιδεολογία υφίσταται έντονη κριτική µε βάση τα αρνητικά της αποτελέσµατα, το περίγραµµά της διαστέλλεται ώστε να συµπεριλάβει άγνωστες µέχρι εκείνη τη στιγµή ποιότητες. Έτσι της έχουν προσδοθεί κατά καιρούς διάφορα κοσµητικά επίθετα όπως «εναλλακτική», «δίκαιη», «ήπια», και πλέον «βιώσιµη - αειφόρος ανάπτυξη». Με τους όρους αυτούς επιχειρήθηκε να συµβιβαστούν τα ασυµβίβαστα: να επεκταθεί η ανάπτυξη ώστε να συµπεριλάβει έθνη, φυλές και κοινωνικές τάξεις απανταχού της γης, να γίνει «συµβατή µε τη περιβαλλοντική προστασία», να πάψει να αναλώνει τους φυσικούς πόρους, να γίνει διαρκής, βιώσιµη και αειφόρος, ανεξάρτητα από γεωγραφικούς, γεωφυσικούς, κοινωνικούς, κλιµατικούς και άλλους περιορισµούς. Στην πραγµατικότητα, η ανάπτυξη είναι και σήµερα αυτό που ήταν πάντοτε: συσσώρευση και αύξηση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος. Βέβαια λαµβάνεται πλέον υπ’ όψιν και η οικολογική διάσταση: «δεν υπάρχει ανάπτυξη χωρίς βιωσιµότητα και δεν υπάρχει βιωσιµότητα χωρίς ανάπτυξη». Η ιδεολογία της ανάπτυξης εµφανίζεται λοιπόν αποκαθαρµένη από όλες τις κατηγορίες των οικολογικών κινηµάτων, έτοιµη να αντεπιτεθεί. Διεθνείς οργανισµοί, υπουργεία και πολυεθνικές συναγωνίζονται για τη χρήση της µαγικής έννοιας. Τα άτια χλιµιντρίζουν ανυπόµονα, καθώς ένας νέος κύκλος κεφαλαιοποίησης της φύσης θα αντιµετωπίσει όλα τα δείνα. Αρκεί να προφέρεις τη λέξη «sustainable». «Όταν συνειδητοποιήσουµε ότι µπορούµε να βγάλουµε φράγκα καθαρίζοντας το περιβάλλον θα το κάνουµε». Η βιώσιµη ανάπτυξη είναι λοιπόν µια ιδιοφυής έννοια. Καταφέρνει να υποσχεθεί καταστροφή του περιβάλλοντος και ταυτόχρονα θεραπεία των κακών της παραδοσιακής ανάπτυξης. Η βελτιστοποίηση της καταστροφής αποτελεί τον µοναδικό τρόπο να γίνει η ανάπτυξη βιώσιµη. Οι τοπικές κοινότητες καλούνται επειγόντως να υιοθετήσουν τον πιο πάνω ρασιοναλισµό, βελτιστοποιώντας την αποδάσωση, τη διάβρωση, την απώλεια γενετικής ποικιλότητας. Όλοι επιχειρούν να βρουν αυτό το βέλτιστο σηµείο µέχρι το οποίο η καταστροφή της φύσης είναι επιτρεπτή!
Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 µια ακόµα προσδοκώµενη επιτυχία του νέου όρου ήταν ότι ο εξωραϊσµός της ανάπτυξης µε τον έννοια της αειφορίας ήρθε να υποκαταστήσει ιδεολογήµατα που ξόφλησαν τους λογαριασµούς τους. Τείνει κυρίως να υποκαταστήσει την έννοια της οικοανάπτυξης και υπερβαίνει την «ισόρροπη», «κοινωνικά δίκαιη», «οικολογικά αποδεκτή». Όλες αυτές οι έννοιες επιχειρήθηκε κατά καιρούς να χρησιµοποιηθούν ως άλλοθι για την βαρβαρότητα της αναπτυξιακής διαδικασίας, τις οικολογικές καταστροφές και την κοινωνική αποδιάρθρωση. Σήµερα, η έννοια της αειφορίας συµπεριλαµβάνει µια σειρά από «πράσινες αρχές» µε βάση τις οποίες η προηγούµενη ανάπτυξη κρίνεται ως διαρκής –βίαιη και άγρια–, ενώ τώρα θα περάσουµε σε µια εποχή φιλική στο περιβάλλον. Βασικές αρχές το τρίπτυχο Οικονοµική Ανάπτυξη – Κοινωνική Δικαιοσύνη – Προστασία του Περιβάλλοντος, και οι αντίστοιχες επιδιώξεις για διεθνοποίηση και χωρική συνοχή, ανταγωνιστικότητα και καινοτοµία, ισότητα ευκαιριών και κοινωνική συνοχή, οικολογική ισορροπία και ποιότητα ζωής.
Ταυτόχρονα, βρισκόµαστε στην εποχή που παρακµάζει η κινηµατική διάσταση του οικολογικού χώρου, πολλά στελέχη του επαγγελµατοποιούνται καταλαµβάνοντας κρατικές θέσεις και η θεσµοποίησή του φτάνει στο σηµείο που αρκετά πράσινα κόµµατα συµµετέχουν σε κυβερνητικούς συνασπισµούς. Το πολιτικό κατεστηµένο αγκάλιασε λοιπόν τον νέο όρο στερώντας τον από το πρωταρχικό του νόηµα: την οικολογική σταθερότητα. Σήµερα, ο όρος βιώσιµη ανάπτυξη δεν διακυβεύει την ουσία της αναπτυξιακής λογικής αλλά την εµπλουτίζει. Ο πράσινος καπιταλισµός, συνδυάζοντας καινοτοµία και αφοµοίωση των οικολογικών αιτηµάτων, και προσθέτοντας στην ανάπτυξη κοσµητικά επίθετα, µοιάζει ο αδιαµφισβήτητος νικητής. Ωστόσο, το γεγονός ότι το οικολογικό λεξιλόγιο απόκτησε σταδιακά κυρίαρχη θέση αυτοαναιρείται από τη στιγµή που το επαναστατικό του κήρυγµα απορρίπτεται.
Κυβερνήσεις, συνδικάτα, το επιστηµονικό και βιοµηχανικό λόµπι υιοθετούν το οικολογικό λεξιλόγιο κάνοντάς το κιµά στα αδηφάγα δόντια ενός τροχού που επιµένει να περιστρέφεται. Έτσι, ενώ η βιοµηχανία έβλεπε µέχρι τώρα το περιβάλλον ως ένα ενοχλητικό εµπόδιο για την πραγµάτωση κερδών, σήµερα αντιλαµβάνεται ότι µπορεί να αποτελέσει τον κινητήριο µοχλό µιας νέας τεχνολογικής επανάστασης. Υβριδικά πράσινα αυτοκίνητα, ανανεώσιµες πήγες ενέργειας, πράσινη τεχνολογία, έξυπνες οικολογικές συσκευές, και η οικολογική βιοµηχανία στην Ε.Ε. αυξάνεται κατά 8% κάθε χρόνο.
Ταυτόχρονα, η αφοµοίωση των οικολογικών αιτηµάτων προχωράει σε µεταµοντέρνες εκδοχές Οι µεγαλύτερες εταιρείες «πρασινίζουν» την επικοινωνιακή τους πολιτική: η Virgin συνδράµει µε 3 δισ. δολάρια στην ανάπτυξη ανανεώσιµων πηγών ενέργειας, η Wal-Mart αντικαθιστά τον στόλο των αυτοκινήτων της µε υβριδικά και διανέµει 60.000 ηλεκτρικούς λαµπτήρες χαµηλής κατανάλωσης στους εργαζόµενούς της, η ΙΚΕΑ θέτει ως στόχο τη χρήση ανανεώσιµων πηγών ενέργειας για την ηλεκτροδότηση των καταστηµάτων της ως το 2012, η πετρελαϊκή Royal Dutch Shell ανακοινώνει επενδύσεις στην αιολική και την ηλιακή ενέργεια και η ΒΡ έβαλε τον ήλιο στο εµπορικό της σήµα. Οι πωλήσεις βιολογικών προϊόντων γνωρίζουν αλµατώδη αύξηση και ο οικοτουρισµός γίνεται η νέα βαριά αλλά και έξυπνη βιοµηχανία των δυτικών µεσογειακών χωρών. Τέλος, οι παλαιές οικοκοινότητες των ριζοσπαστών αναρχοοικολόγων µοιάζουν γραφικές µπροστά στις οικολογικές µεταπόλεις του 21ου αιώνα. Το 2010 θα είναι έτοιµη η πρώτη οικολογική πράσινη πόλη στον πλανήτη η οποία θα µπορεί να φιλοξενήσει 500.000 «οικολογικούς κατοίκους» στην Κίνα του «πράσινου δρόµου» και των «πράσινων ολυµπιακών», αλλά και των µεγαλύτερων οικολογικών εγκληµάτων και των 50.000 κοινωνικών συγκρούσεων µόνο για το 2006 µε αφορµή περιβαλλοντικά προβλήµατα. Έως το 2020 αναµένονται 30 παρόµοιες πόλεις σε όλο τον κόσµο.
Θα ακολουθήσουν, τέλος, η ενεργοποίηση του πρωτοκόλλου του Κιότο (2005) που θα απαντήσει στο εάν ο καπιταλισµός µπορεί να γίνει οικολογικός, µετατρέποντας τον πλανήτη σε ενιαία «αγορά ρύπανσης» η οποία διαχειρίζεται το διεθνές χρηµατιστήριο-εµπόριο ρύπων, και περιλαµβάνει πράσινους φόρους, οικολογικά πρόστιµα, «δικαιώµατα στη ρύπανση» και «παραδείσους ρύπανσης». Το πρωτόκολλο προβλέπει µείωση των θερµοκηπιακών αερίων κατά 5,2% έως το 2012 σε σχέση µε τα επίπεδα του 1990, και ως µηχανισµό ρύθµισης υιοθετεί την αγοροπωλησία ρύπων µε βάση την οποία µια εταιρεία ή ένα κράτος µπορεί να πουλήσει και να αγοράσει δικαιώµατα ρύπανσης. Δηµιουργείται λοιπόν µια νέα γενιά εταιρειών, οι «πιστωτές άνθρακος», η οποία κερδίζει µυθικά πλούτη επενδύοντας στην οικολογική ευαισθησία προσώπων και επιχειρήσεων. Όσοι υπερκαταναλώνουν ορυκτά καύσιµα συµβάλλοντας στην κλιµατική αλλαγή µπορούν να εξαγοράσουν την περιβαλλοντική τους αµαρτία προσφέροντας ένα χρηµατικό ποσό, κάτι σαν οικολογικό πρόστιµο, προκειµένου να επενδυθεί σε ανανεώσιµες πηγές ενέργειας. Όλοι λοιπόν τζογάρουν στο πράσινο. Έτσι τα δάση ανάγονται σε «απορροφητήρες» των εκποµπών διοξειδίου του άνθρακα και αγοράζονται από εταιρείες ώστε να δικαιολογούν τις εκποµπές ρύπων σε άλλα σηµεία του πλανήτη. Δηµιουργείται µια νέα γεωγραφία της ρύπανσης. Στο όνοµα της «καθαρής ανάπτυξης» η φύση εµπορευµατοποιείται και η κλιµατική αλλαγή µετατρέπεται σε µπίζνα. Η «δηµιουργική» καταστροφή του περιβάλλοντος συνεχίζεται µε τον «πράσινο πυρετό» να αναζωογονεί τον καπιταλισµό.
H χρεοκοπία της ανάπτυξης και η βιοπολιτική ανάπτυξη εκτάκτου ανάγκης
Ήδη από τη δεκαετία του ’80 αναγγέλθηκε η χρεοκοπία της οικονοµικής θεωρίας της ανάπτυξης και τώρα πολλοί υποστηρίζουν ότι βρισκόµαστε στην τελική φάση απόρριψής της. Στην τελευταία σύνοδο των G8 στη Γερµανία δεν αναφέρθηκε κανείς σε αυτήν. Ούτε οι διεθνείς οργανισµοί, όπως ΔΝΤ, ΠΟΕ, ή η Παγκόσµια Τράπεζα ασχολούνται πλέον µαζί της. Όλοι φοβούνται ότι η συνέχιση του αναπτυξιακού µοντέλου που έχει ως συνέπεια την κλιµατική αλλαγή µπορεί σαν οικολογική βόµβα να προκαλέσει διεθνή οικονοµική καταστροφή ισοδύναµη µε το κραχ του 1929. Αυτό ωστόσο που επιβιώνει είναι η ανάπτυξη µε «επιθετικό προσδιορισµό». Η «βιώσιµη» ή η «αειφόρος» ανάπτυξη είναι η πιο επιτυχής έκφραση στο µαστόρεµα των λέξεων. Αυτή που σέβεται τη φύση και τον άνθρωπο και θα πετύχει την ευηµερία µέσα από την «καλή» µεγέθυνση. Δεν πρόκειται όµως απλώς για ένα παιχνίδι των λέξεων…
Ενώ λοιπόν πολλοί διαισθάνονται ότι η ιδέα της ανάπτυξης δεν αποτελεί παρά ένα σκελετικό αποµεινάρι στο διανοητικό τοπίο, η αντίσταση της κυρίαρχης αυτής ιδεολογίας την καθιστά κάτι πολύ περισσότερο από ένα µνηµείο στους θεούς του 20ου αιώνα. Εάν η ανάπτυξη χρησιµοποιείται σήµερα για να µας προστατεύσει από την ανάπτυξη, ο κύκλος έχει κλείσει, η έννοια αυτή βρίσκεται ήδη θρυµµατισµένη στο έδαφος. Τα ιδεολογικά ερείπια του σύγχρονου κόσµου κλείνουν εντούτοις τη µατιά µέσα στο αποψιλωµένο τοπίο στην νέου τύπου ανάπτυξη. Ο καπιταλισµός αναγεννιέται µέσα από τις στάχτες του.
Από το «Βρισκόµαστε µπροστά σε µία εδαφική τροµοκρατία», δήλωση του προέδρου της «Ευρωπαϊκής Επιτροπής για ζητήµατα δικαιοσύνης, ελευθερίας και ασφάλειας» αναφορικά µε τις φονικές πυρκαγιές στη Μεσόγειο, µέχρι την «ασύµµετρη απειλή» της ελληνικής κυβέρνησης είναι φανερή η διεύρυνση του «κράτους πληθυσµού» µε επιπρόσθετα βιολογικά χαρακτηριστικά. Ο πλανήτης εισέρχεται σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, όλοι το γνωρίζουν. Το ενδιαφέρον όµως είναι ότι οι «οικολογικές καταστροφές» βαφτίζονται «εθνικές τραγωδίες» και το κράτος βγαίνει ενισχυµένο µέσα από τον βιολογικό θάνατο. Η βιοπολιτική διαχείριση όχι µόνο των πληθυσµών αλλά όλων των ζωντανών οργανισµών µπαίνει σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και ενισχύεται η εγγραφή της ζωής στην κρατική εξουσία. Ο πλανήτης, ωστόσο, γυµνός από βιοπολιτικά και περιβαλλοντικά δικαιώµατα, φαίνεται όλο και περισσότερο ανίσχυρος να απαντήσει καθώς η έµβια ζωή υπάγεται και ενσωµατώνεται σταδιακά και καθ’ ολοκληρία στους µηχανισµούς, στους υπολογισµούς και στα σχέδια της εξουσίας. Η αειφόρος ανάπτυξη, κατασκευάζοντας σύνορα µεταξύ ζωής και θανάτου, διαρρηγνύει τον βιοπολιτικό ιστό του πλανήτη και γίνεται ο δούρειος ίππος για την άλωση όλων των έµβιων οργανισµών. Ίσως κάνοντας παραλληλισµό των όρων του Agamben από τη «γυµνή ζωή» του homo sacer θα πρέπει να µιλάµε πλέον για τον «γυµνό πλανήτη» του «καπιταλισµού της καταστροφής». Ο γυµνός πλανήτης είναι η φονεύσιµη, άθυτη αλλά και ιερή ζωή των οικοσυστηµάτων της φύσης και του ανθρώπου που µπορεί να θανατωθεί και να εξαλειφθεί ατιµωρητί.
Ο καπιταλισµός χρεοκοπηµένος από όλες τις πρότερες ιδεολογίες του διαφωτισµού περί ατοµικής ελευθερίας, ισότητας στις επιλογές και ευτυχίας, αλλά διαβλέποντας και τα όρια της µετανεωτερικής ιδεολογίας της ασφάλειας, αρχίζει να χρησιµοποιεί πλέον την οικολογική κρίση και τις περιβαλλοντικές καταστροφές ως την κατάσταση πλήρους αποπροσανατολισµού. Οι απρόσµενες συµφορές ανοίγουν ένα πολύ βολικό παράθυρο για να προωθηθούν πολιτικές που δεν µπορούσε το κράτος να προωθήσει υπό φυσιολογικές συνθήκες. Εργαλείο σε αυτή τη στρατηγική αποτελεί η βιώσιµη - αειφόρος ανάπτυξη, η οποία µε τους µηχανισµούς χαρτογράφησης, αποκλεισµού και περίληψης της έµβιας ζωής επανακωδικοποιεί την κατάσταση εξαίρεσης επεκτείνοντάς την σε όλες τις µορφές της ζωής. Η άνοδος της κατάστασης εξαίρεσης όπως εµφανίστηκε µε τον πόλεµο ενάντια στην τροµοκρατία επεκτείνεται τώρα στον ολοκληρωµένο έλεγχο του πλανητικού περιβάλλοντος. Το «δόγµα του σοκ» και ο «καπιταλισµός της συµφοράς» στόχο έχουν την βιοπολιτική εκµετάλλευση ενός κατακλυσµιαίου γεγονότος, που προκαλεί στη χώρα και στους πολίτες ένα τεράστιο και ενίοτε αξεπέραστο σοκ. Μιλάµε για έναν πόλεµο, και όλο και πιο συχνά για µια µεγάλη φυσική καταστροφή (όπως οι πρόσφατες πυρκαγιές). Έτσι, στο όνοµα της περιβαλλοντικής προστασίας νοµιµοποιείται το ολοκαύτωµα.
Ενώ λοιπόν η είσοδος της οικολογίας στην πολιτική σφαίρα ξεκίνησε από τα κινήµατα χειραφέτησης και αυτονοµίας, σήµερα η πολιτική κρατική διαχείριση του περιβάλλοντος επεκτείνει την βιοπολιτική ετερονοµία. Η πολιτικοποίηση όλων των έµβιων οργανισµών σηµατοδοτεί τη νέα ριζική µεταβολή. Η αειφόρος – βιώσιµη ανάπτυξη είναι µέρος της σύγκρουσης για βιοεξουσία, διότι ο πλανήτης στο σύνολό του παρουσιάζεται όχι πλέον ως το αντικείµενο αλλά ως το υποκείµενο της πολιτικής εξουσίας. Το νέο βιοπολιτικό σώµα συµπεριλαµβάνει όλους τους έµβιους οργανισµούς, αλλά επίσης εγκολπώνει όλο και περισσότερο τα ενεργειακά αποθέµατα, τα αποθέµατα νερού, τα προστατευτικά στρώµατα της ατµόσφαιρας. Τα παραπάνω αποτελούν και τα βιοµετρικά συστατικά του θυσιαστηρίου σώµατος του γυµνού πλανήτη. Το διακύβευµα είναι λοιπόν η διεκδίκηση και απελευθέρωση του βιοπολιτικού πλανήτη. Η απόφαση για την γυµνή ζωή του πλανήτη θα αποτελεί το πολιτικό κριτήριο για τα επόµενα χρόνια, και αυτό διότι η αµφισβήτηση των ιδιοτήτων της ζωής προκαλεί µια σχεδόν βιολογική διεκδίκηση του ανήκειν. Ο κίνδυνος να µετατραπεί ο πλανήτης σε ένα πειραµατικό βιοπολιτικό στρατόπεδο είναι ορατός. Και αυτό διότι η γυµνή ζωή του πλανήτη λαµβάνει τη µορφή της εξαίρεσης, δηλαδή διατηρείται ως κάτι το οποίο περιλαµβάνεται µόνο διαµέσου µιας εξαίρεσης. Το τεχνητό περιβάλλον των αστικών τοπίων γίνεται ο κυρίαρχος κανόνας και η φύση το υποκείµενο της καταστολής, της απέλασης ή της απρόβλεπτης λαθραίας εξέγερσης.
Το ερώτηµα, έχει πραγµατικά ανάγκη ο πλανήτης να πολιτικοποιηθεί ή µήπως το πολιτικό στοιχείο εµπεριέχεται εντός του ως ο πλέον πολύτιµος πυρήνας του, θα δώσει την απάντηση στο αναπτυξιακό µοντέλο των επόµενων δεκαετιών.
Σύντοµη κριτική της ανάπτυξης στην Ελλάδα
Θα εξετάσουµε το αναπτυξιακό παράδειγµα της Ελλάδας του τελευταίου µισό αιώνα. Στην διχασµένη µεταεµφυλιακή Ελλάδα για να εξασφαλιστεί η κοινωνική συνοχή επινοείται το σχέδιο της αντιπαροχής ως εδαφική και πολιτική επέκταση του σχεδίου Μάρσαλ για τον καπιταλιστικό δρόµο ανάπτυξης της χώρας. Η ιδεολογία της ανάπτυξης, η ενίσχυση της µικροϊδιοκτησίας και η εµφάνιση των πρώτων καταναλωτικών αγαθών προσέδωσαν ένα ανταγωνιστικό όραµα στον πληθυσµό απέναντι στις κοµµουνιστικές απειλές και αποτέλεσαν το εργαλείο του κράτους ώστε να διαχειριστεί την οργή, τις φοβίες και τις ανασφάλειες ενός κόσµου µε ανοιχτές τις πληγές του εµφυλίου και έχοντας ακόµα αιχµαλώτους σε ξερονήσια. Η επιλογή της άναρχης αυθαίρετης ανάπτυξης των µεταεµφυλιακών πόλεων ήταν σαφώς το πιο πετυχηµένο κρατικό µέσο διαχείρισης των κοινωνικών συγκρούσεων. Η στρατηγική των αυθαιρέτων γέννησε µια ιδιότυπη µορφή αστικής «κοινωνικής αυτοοργάνωσης» που αντικατέστησε τις πρότερες αγροτικές µορφές αλληλεγγύης αλλά ταυτόχρονα ενίσχυσε και το πελατειακό κράτος. Κατά κάποιον τρόπο το κράτος για αρκετές δεκαετίες χρησιµοποίησε το έντονο έλλειµµα νοµιµοποίησης του µεταεµφυλιακού πολιτικού συστήµατος επιτρέποντας την αυθαίρετη δόµηση ως µέσο οικονοµικής και κοινωνικής αναζωογόνησης. Η βαθιά δυσπιστία απέναντι στο κράτος και η κοινωνική αποδοχή της παραβατικότητας ενίσχυσε την ατοµική πρωτοβουλία και ο κατασκευαστικός τοµέας µέσω της ανοχής της παρανοµίας έγινε η κινητήριος δύναµη του ελληνικού καπιταλισµού. Έτσι λοιπόν φτάνει το 1969 η Ελλάδα να κατέχει την πρώτη θέση στην κατασκευή σπιτιών στον «καπιταλιστικό κόσµο», χωρίς φυσικά να υπάρχει καµία περιβαλλοντική πολιτική. Βιάζοντας το αστικό τοπίο αυξάνονται υπέρµετρα οι συντελεστές δόµησης, οι καλύψεις των οικοπέδων, τα ύψη των κτιρίων, χωρίς να υπάρχει καµία µέριµνα για κοινόχρηστους και κοινωφελείς χώρους, χτίζονται τα ρέµατα, καταπατούνται οι παραλίες, µολύνεται και υποβαθµίζεται το χερσαίο και θαλάσσιο περιβάλλον της χώρας.
Ταυτόχρονα, η µαζική εισροή των εξαθλιωµένων αγροτικών πληθυσµών στις πόλεις οφείλεται σε ένα πλέγµα διαρθρωτικών µεταβολών στη γεωργία, στην τριτογενοποίηση της οικονοµίας και την αποδιάρθρωση των κοινωνικών δοµών της υπαίθρου. Καθώς η αναπτυξιακή διαδικασία πόλωσε τον γεωγραφικό χώρο, το επιπλέον χρήµα που συσσωρεύτηκε στα αστικά κέντρα δηµιούργησε προσδοκίες εύκολου πλουτισµού. Επίσης, συγκεντρώνονται στις πόλεις οι εξυπηρετήσεις, οι κοινωνικές παροχές, η πολιτική ισχύς, οι πολιτιστικές διέξοδοι, οι δηµόσιες επενδύσεις και ταυτόχρονα διογκώνεται ακόµα περισσότερο το πελατειακό κράτος. Αυτή η υπερσυγκεντρωτική διαδικασία και ο έλεγχος του πληθυσµού µέσω της διαπλοκής, της ανοχής αλλά και του δέλεαρ της αυθαίρετης δόµησης είναι η αιτία της πληθυσµιακής γιγάντωσης της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης και όχι η περιορισµένης κλίµακας εκβιοµηχάνιση. Εξάλλου, από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, η χωροθέτηση των αστικών λειτουργιών της χώρας σχεδόν αποκλειστικά στην πρωτεύουσα υπακούει περισσότερο στη λογική του πειθαρχικού βιοπολιτικού κράτους ελέγχου της εποχής της αποικιοκρατίας. Οι µεγάλες ευρωπαϊκές δυνάµεις εγκατέστησαν τις πρώτες αποικιακές πόλεις µε κριτήρια διεισδυτικότητας και ελέγχου, ώστε αφενός να γίνεται δυνατή η εκµετάλλευση των πρώτων υλών (και γι’ αυτό όλα τα δίκτυα υποδοµής της χώρας καταλήγουν στην πρωτεύουσα) και αφετέρου να υπακούει στις απαιτήσεις της οικονοµικής αποδοτικότητας η πρωτογενής επεξεργασία και µετέπειτα εξαγωγή τους. Αδιαφορία λοιπόν για την αστική ανάπτυξη της ενδοχώρας, ερήµωση της υπαίθρου και δηµιουργία ενός ελεγχόµενου προλεταριάτου στο υπερτροφικό κέντρο, το οποίο χρησιµοποιείται ως διαµετακοµιστικός κόµβος για την µεταφορά των αγροτικών κυρίως πρώτων υλών στις δυτικές µητροπόλεις. Η πολιτική σταθερότητα αυτού του µοντέλου ανάπτυξης επιτυγχάνεται τόσο µε αστυνοµικές µεθόδους, δηλαδή µε την ανάδυση ολοκληρωτικών δικτατορικών καθεστώτων, αλλά κυρίως µέσω ενίσχυσης της ατοµικής ιδιοκτησίας και των εξαρτήσεων του πληθυσµού από την πελατειακή δοµή του πολιτικού συστήµατος.
Θα ακολουθήσει η δεκαετία του ’80 µε την οικολογική προβληµατική να εµφανίζεται στο προσκήνιο περισσότερο «από τα πάνω», εισαγόµενη από τις αρχές περιβαλλοντικής προστασίας της ΕΟΚ, παρά από την ίδια την κίνηση των υποκειµένων των οποίων η πολιτικοποίηση περιορίζεται κυρίως σε εργατικούς, φοιτητικούς και αντιιµπεριαλιστικούς αγώνες. Το οικολογικό κίνηµα ήταν πάντα ισχνό στην Ελλάδα και δεν είναι υπερβολή να πούµε ότι η νοµοθεσία της εποχής υπερβαίνει σε περιβαλλοντική ευαισθησία τις καθηµερινές αναζητήσεις του κοινωνικού σώµατος. Ταυτόχρονα, το σοσιαλδηµοκρατικό κράτος ενσωµατώνει την επιστηµονική ελίτ της αριστεράς και προβάλλεται για πρώτη φορά µια ανάπτυξη µε ανθρώπινο πρόσωπο. Το ρυθµιστικό του 1983 µε τίτλο «Αθήνα και πάλι Αθήνα» είναι χαρακτηριστικό, αφού ανάµεσα στα άλλα πρότεινε την «κατάλυση της ταξικής διάρθρωσης της πόλης και τη δηµιουργία επιτροπών γειτονιάς». Βέβαια πολύ γρήγορα η διαβρωτική επήρεια της εξουσίας και οι αναγκαίοι συµβιβασµοί εκτόνωσαν αυτόν τον ψευδεπίγραφο επαναστατικό οίστρο ώστε στο τέλος αυτό που απόµεινε ήταν κάποιες αναπλάσεις περιοχών ή αναπαλαιώσεις, και η συντήρηση νεοκλασικών και βιοµηχανικών κτιρίων. «Η υποστήριξη µάλιστα τέτοιων εγχειρηµάτων και η µετατροπή τους σε πολυχώρους τέχνης από την αριστερά, δεν έκανε τίποτα άλλο από το να διεκδικεί το µεσολαβητικό της ρόλο στη συλλογική µνήµη του προλεταριάτου» 3.
Φτάνοντας στη νέα χιλιετία αρχίζει να οργανώνεται για πρώτη φορά ο στρατηγικός χωροταξικός σχεδιασµός της χώρας µε την εκπόνηση αναπτυξιακών χωροταξικών πλαισίων, µε πρώτο το Ειδικό Χωροταξικό Αειφόρου Ανάπτυξης Καταστηµάτων Κράτησης 4 και θα ακολουθήσουν το χωροταξικό για τον Τουρισµό, για τις Ανανεώσιµες Πήγες Ενέργειας, για την Βιοµηχανία και τέλος το Εθνικό Χωροταξικό. Όλα τα παραπάνω χωροταξικά υπογραµµίζονται από αλαζονικούς τίτλους για την προστασία του περιβάλλοντος και την αειφόρο ανάπτυξη.
Ενδεικτικά, αρκεί να αναφερθούµε στο χωροταξικό τουρισµού, σύµφωνα µε το οποίο η παραθεριστική κατοικία είναι πρώτιστη αναπτυξιακή προτεραιότητα και στρατηγική επιλογή για τη µετάβαση του ελλαδικού χώρου στο µοντέλο “Φλόριδα της Ευρώπης”. Σύµφωνα µε τις εκτιµήσεις του «υπάρχουν 4.000.000 αλλοδαποί υποψήφιοι αγοραστές για εξοχικές κατοικίες, µε πρώτο πλάνο ανέγερσης 1.000.000 κατοικίες». Υπολογίζεται ότι τα επόµενα χρόνια πάνω από 10 δις ευρώ θα δαπανηθούν από εγχώριες και ξένες κατασκευαστικές εταιρείες. Έτσι λοιπόν προωθείται η µαζική τσιµεντοποίηση των ακτών και των ορεινών όγκων (επιτρέπεται η κατασκευή ιδιωτικών χωριών µε συντελεστές τετραπλάσιους της εκτός σχεδίου δόµησης). Πρόκειται για καταστροφή µε κρατική επιδότηση. Επίσης, ακατοίκητα νησιά και βραχονησίδες που αποτελούν κιβωτούς φυσικού πλούτου κινδυνεύουν να γίνουν αγκυροβοληµένα κρουαζιερόπλοια. Ουσιαστικά, µε το χωροταξικό τουρισµού όλο το παραλιακό µέτωπο της χώρας αποτελεί µία δυνάµει ζώνη πολεοδόµησης. Αλλά ακόµα και οι περιοχές που «προστατεύονται» από τη συνθήκη Natura (υδροβιότοποι, δέλτα ποταµών, δασικές περιοχές) µπορούν να υποστούν τουριστικές επενδύσεις, αν οι επιχειρηµατίες δώσουν «κάτι παραπάνω», δηλαδή ένα επιπλέον τέλος. «Σε λίγο η εποχή των rooms to let θα φαίνεται αγροτουρισµός» επισηµαίνει ο µελετητής του χωροταξικού για τον τουρισµό, ο οποίος µάλιστα διαχωρίζει τη θέση του από το τελικό σχέδιο λέγοντας ότι «πρόκειται για χωροταξικό κατασκευών, real estate και όχι τουρισµού», το οποίο ακολουθεί το ισπανικό µοντέλο 5 που οδήγησε στην καθολική τσιµεντοποίηση των µεσογειακών ακτών της ιβηρικής (στο 90% εκτιµάται) µε πρόσκαιρα οικονοµικά οφέλη και µακροπρόθεσµες δυσµενείς συνέπειες ερηµοποίησης. Στην ουσία, πριµοδοτείται η τουριστική µονοκαλλιέργεια και η άγρια ανάπτυξη υπό τον υποκριτικό τίτλο της αειφορίας και της βιωσιµότητας.
Παράλληλα, µε το χωροταξικό βιοµηχανίας διευρύνεται η γεωγραφική βάση της βιοµηχανίας καθώς επεκτείνονται και δηµιουργούνται νέες βιοµηχανικές περιοχές. Επίσης εντατικοποιούνται οι υποστηρικτικές µεταλλευτικές και λιµενικές δραστηριότητες, αλλάζοντας τις χρήσεις γης ακόµα και σε δασικές περιοχές ή σε περιοχές υψηλής περιβαλλοντικής προστασίας (Natura) όταν πρόκειται για επενδύσεις εθνικού συµφέροντος (χαρακτηριστικό το παράδειγµα των µεταλλείων χρυσού στη Β. Χαλκιδική).
Φυσικά, σε όλα τα παραπάνω χωροταξικά τονίζεται ότι τα έργα πρέπει να συνοδεύονται από περιβαλλοντικές µελέτες, οι οποίες βέβαια δεν είναι τίποτα άλλο από τυποποιηµένα συγχωροχάρτια, απαραίτητα πιστοποιητικά οικολογικών φρονηµάτων που δικαιολογούν µονάχα τους εργολήπτες. Σχεδόν όλα τα µεγάλα έργα µιλούν για την οικολογική τους διάσταση, µετριάζουν τις επιπτώσεις στο περιβάλλον, εξυµνούν την κοινωνική τους προσφορά. Τα παραπάνω λοιπόν «αειφόρα χωροταξικά» βασίζονται στη λογική ότι «Πρέπει να δοθεί χώρος στις επενδύσεις και να βρούµε τα όρια στα οποία θα κινηθεί η προστασία του περιβάλλοντος» 6. Ίσως λοιπόν συνέπεια του παραπάνω ρασιοναλισµού αποτελούν και οι πυρκαγιές που κατέκαψαν την Πελοπόννησο, οι οποίες εάν δεν υπήρχαν έπρεπε να εφευρεθούν ώστε να εφαρµοστεί το οικο-καταστροφικό θεσµικό πλαίσιο του χωροταξικού για τον τουρισµό. Εάν λοιπόν τις δεκαετίας του ’70-’80 η κρατική ρύθµιση αφορούσε κυρίως την µικροκλίµακα της πολεοδοµικής οργάνωσης του χώρου, περνάµε στην νέα χιλιετία όπου δίνεται κυρίως βαρύτητα στην χωροταξία και στην συνολική ρύθµιση των εδαφών της χώρας. Οι επιστήµες της χαρτογραφίας, της γεωλογίας, της ανθρωπογεωγραφίας, των οικονοµικών επιστηµών, της τοπογραφίας καταγράφουν, µετρούν και αναλύουν τους φυσικούς, πολιτιστικούς, ενεργειακούς και αρχαιολογικούς πόρους της χώρας. Η επικράτεια εισέρχεται στο µικροσκόπιο του κτηµατολογίου. Ωστόσο, σαν ένα πετυχηµένο παιχνίδι βιοπολιτικού πολέµου η διαχείριση της αειφορίας εκφράστηκε στη χώρα πρώτα µε το χωροταξικό φυλακών, τη ρύθµιση δηλαδή των απαγορευµένων στρατοπέδων εγκλεισµού και κράτησης, για να ακολουθήσει ο σχεδιασµός του τουρισµού, της βιοµηχανίας και της ενέργειας. Σταδιακά λοιπόν οι φυσικοί και ανθρώπινοι πόροι της χώρας χαρτογραφούνται, ρυθµίζονται, ελέγχονται και εµπορευµατοποιούνται. Οικιστική έκρηξη περιαστικής και παραθεριστικής κατοικίας, real estate, ενεργειακά δίκτυα (αγωγοί πετρελαίου και φυσικού αερίου), εκτροπές και φράγµατα ποταµών (Αχελώος, Άραχθος), νέα δίκτυα µεταφορών (Εγνατία οδός, Ιόνια οδός, Θεσσαλική οδός), τουριστικές επενδύσεις κλίµακας στα καµένα από τις πυρκαγιές εδάφη, έργα υποδοµής στο καρκίνωµα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, λιµάνι logistics στο Τυµπάκι, µερικά από τα µεγάλης κλίµακας βιοπολιτικά αναπτυξιακά έργα στην Ελλάδα και η κατηφόρος ανάπτυξη επελαύνει.
Ταυτόχρονα µε τα παραπάνω, ας µη ξεχνάµε ότι η υλοποίηση της αειφόρου ανάπτυξης, πέρα από την κακοποίηση του περιβάλλοντος και την αγνόηση των κλιµατικών αλλαγών, βασίζεται στην χαµηλόµισθη και υποβαθµισµένη εργασία. Η εκµετάλλευση της φτηνής εργατικής δύναµης των µεταναστών και η γενίκευση της επισφάλειας στο καθεστώς εργασίας, σε συνδυασµό µε το δίληµµα θέσεις εργασίας ή καθαρό περιβάλλον, ξεσκεπάζουν το προσωπείο της κοινωνικής ισότητας, συνοχής και ευηµερίας του «πράσινου καπιταλισµού» της χώρας.
Εκτός όµως από τη θεσµική κατοχύρωση της οικοκαταστροφικής αειφόρου ανάπτυξης, έχει ιδιαίτερη σηµασία να εξετάσουµε και τον τρόπο λήψης αποφάσεων στον πολεοδοµικό σχεδιασµό. Τη δεκαετία του ’80 ασκήθηκε έντονη κριτική από αριστερούς και οικολόγους, η οποία εστίαζε στο βαθύ συγκεντρωτικό αθηνοκεντρικό κράτος που δεν λαµβάνει υπόψη τις τοπικές ιδιαιτερότητες και τους κατοίκους για τους οποίους σχεδίαζε το µέλλον, και έθεταν ως αντιπρόταση την ενίσχυση της τοπικής αυτοδιοίκησης. Σήµερα ωστόσο βλέπουµε την τραγωδία να µεγεθύνεται καθώς οι αυξηµένοι µε αρµοδιότητες τοπικοί άρχοντες, σχεδόν τυφλωµένοι από την εξουσία που τους έχει δοθεί, ανεξέλεγκτοι πραγµατοποιούν πολλαπλάσια οικολογικά εγκλήµατα από το πρότερο συγκεντρωτικό κράτος. Η λογική είναι απλή: ο κάθε κάτοικος βλέπει το χωράφι του ως ένα δυνάµει οικόπεδο, στη συνέχεια ο κάθε δήµαρχος για λόγους και µόνο ψηφοθηρικούς υπόσχεται στο εκλογικό σώµα περισσότερες επεκτάσεις, ώστε να ενταχθούν στο νέο σχέδιο πόλης περισσότερα χωράφια που θα του φέρουν περισσότερους ψηφοφόρους. Η µελετητική εταιρεία η οποία αναλαµβάνει τον σχεδιασµό του γενικού πολεοδοµικού σχεδίου συµφωνεί µε τον δήµαρχο και επαυξάνει καθώς η αµοιβή της µελλοντικής πολεοδοµικής µελέτης είναι ανάλογη των στρεµµάτων των επεκτάσεων. Έτσι λοιπόν οι τοπικές κοινωνίες νόµιµα, ακόµα και µέσα από όλες τις προβλεπόµενες διαδικασίες της «διαβούλευσης», της «διαφάνειας» και του «δηµόσιου διάλογου» µε τη σύσσωµη συµµετοχή της «κοινωνίας των πολιτών» επεκτείνουν τους οικισµούς τους µέσα σε παραποτάµιες ζώνες, µετατρέπουν την αγροτική γη σε βιοµηχανική, τσιµεντοποιούν τα παραλιακά µέτωπα, καταπατούν τις ζώνες απόλυτης προστασίας που προστατεύονται από διεθνείς συµβάσεις (Natura, Ramsar). Συνεπώς φτάνουµε στο σηµείο οι τελευταίοι «προστάτες του περιβάλλοντος» που πηγαίνουν ενάντια στη «λαϊκή βούληση» και βάζουν ορισµένους ελάχιστους φραγµούς στην ανεξέλεγκτη ανάπτυξη να είναι µόνο οι ανώτεροι κρατικοί υπάλληλοι (των περιφερειών ή του ΥΠΕΧΩΔΕ) που ενδέχεται να ελέγξουν τον αποκεντρωµένο πλέον πολεοδοµικό σχεδιασµό ή το Συµβούλιο Επικρατείας το οποίο θεωρείται το µεγαλύτερο αγκάθι στην αναπτυξιακή πορεία της χώρας. Και όλα αυτά γίνονται στο όνοµα της αειφόρου ανάπτυξης και µε τη χρηµατοδότηση προγραµµάτων προστασίας του περιβάλλοντος.
Συνεπώς, δεν αρκεί καµία αειφόρος ανάπτυξη ώστε να διασωθεί το φυσικό περιβάλλον, όσο ο καπιταλιστικός τρόπος ζωής είναι εγκαθιδρυµένος στις ζωές και τις συνειδήσεις των κατοίκων. Μάλιστα, εδώ είναι που φαίνεται η βιοπολιτική δύναµη και η αποτελεσµατικότητα της µοριοποίησης του καπιταλισµού, η οποία είναι σαφώς πιο καταστρεπτική από την ολιγαρχική συγκεντρωτική διαχείριση των πληθυσµών. Σήµερα µπορούµε πια άφοβα να ισχυριστούµε ότι η επιτυχία αυτού του µοντέλου ανάπτυξης προϋποθέτει την καταστροφή της συλλογικής υποκειµενικότητας. Για να το πετύχει αυτό, ο αποκεντρωµένος καπιταλισµός τείνει να αποδοµεί ολοένα και περισσότερο τις εστίες εξουσίας. Χαρακτηριστικό παράδειγµα της διεισδυτικής του ικανότητας αποτελεί η ελληνική ιδιαιτερότητα όπου η διαδικασία υποκειµενοποίησης και κατασκευής κοινωνικών ταυτοτήτων περνά µέσα από την αυξηµένη µικροϊδιοκτησία. Εάν λοιπόν δεν ασκηθεί µια συνολική κριτική στην αναπτυξιακή ιδεολογία και τις καπιταλιστικές σχέσεις, φαίνεται η αφέλεια της grass-root επιχειρηµατολογίας, η φάρσα της «κοινωνίας των πολιτών» και καταρρέει ολόκληρη η εργαλειοθήκη περί αυτοοργάνωσης των κοινωνιών. Οι κοινωνίες, γυµνές από σχέσεις αλληλεγγύης, αµοιβαιότητας και µοιράσµατος, αυτοκαταστρέφονται συλλογικά, µολυσµένες και τυφλωµένες από το φαντασιακό της ανάπτυξης.
Έξοδος από την αειφόρο ανάπτυξη
Υπάρχουν λέξεις γλυκές, λέξεις που χύνουν βάλσαµο στην καρδιά, και λέξεις που πληγώνουν. Υπάρχουν λέξεις που σπέρνουν ταραχή στους πληθυσµούς και αναστατώνουν τον κόσµο. Κι ύστερα, υπάρχουν λέξεις δηλητήριο, λέξεις που εισχωρούν στο αίµα σαν ναρκωτικό, αλλοιώνουν την επιθυµία και θολώνουν την κρίση. Η ανάπτυξη είναι µια από αυτές τις τοξικές λέξεις. Το δίληµµα άγρια ανάπτυξη ή αειφόρος - βιώσιµη ανάπτυξη δεν υπάρχει. Είτε το θέλουµε είτε όχι, δεν µπορούµε να κάνουµε την ανάπτυξη κάτι διαφορετικό από αυτό που υπήρξε πάντα: η βιοπολιτική διαχείριση του γυµνού πλανήτη. Η διαρκής δηµιουργία µιας κατάστασης εξαίρεσης υπό τη µορφή της ιδεολογίας της υπανάπτυξης και η επακόλουθη αναίρεση όλων των πρότερων φυσικών και κοινωνικών νόµων µε την επαναχάραξη των ορίων µεταξύ ζωής και θανάτου των οικοσυστηµάτων. Το καινούργιο µε την επίκληση της αειφορίας ως ποιοτικό χαρακτηριστικό της νέας ανάπτυξης υποδηλώνει ότι η αειφορία χάνεται τελειωτικά, οπότε µεταπηδάει στη σκηνή του λόγου σαν σύµβολο του ελλείποντος. Ωστόσο, η νέα λέξη δεν αναδύεται απλώς τη στιγµή που το µέλλον του πλανήτη φαντάζει αβέβαιο, αλλά ενσαρκώνει τη δικαιική µετάβαση στη βιολογική πολιτική. Το δίκαιο της αειφόρου ανάπτυξης κρατικοποιεί τη φύση και εγκολπώνει εντός του όλους τους έµβιους οργανισµούς καθιστώντας αειφόρα την κυρίαρχη εξουσία.
Εµείς δεν θέλουµε ένα οικολογικό κράτος, ούτε να προσδώσουµε βιοπολιτικά δικαιώµατα στον γυµνό πλανήτη. Η κρατική διαχείριση των βιοπολιτικών χαρακτηριστικών του πλανήτη θα συνεπάγεται καταρχήν την υποχρέωση κάθε βιολογικού οργανισµού στην υπακοή, υπό τη δύναµη της οποίας οι πολιτικοί νόµοι θα είναι έγκυροι. Συνεπώς, στο όνοµα της βιωσιµότητας του πλανήτη η κρατική θεσµοποίηση της γενετικής ποικιλότητας του ανθρωπογενούς και φυσικού περιβάλλοντος θα οδηγήσει στην ολοκληρωµένη βιο-κυριαρχία.
Εµείς λοιπόν θέλουµε να σαµποτάρουµε τις καµπύλες της ανάπτυξης και να ενδυναµώσουµε τις γραµµώσεις της αυτονοµίας. Γι’ αυτό οφείλουµε να αναµετρηθούµε µε την βιοπολιτική ηγεµονία της αειφόρου ανάπτυξης, αναζητώντας εκείνη την πολιτισµική και πολιτική επιλογή λιποταξίας και εξόδου από την αναπτυξιακή κούρσα. Σε αυτή την προοπτική οι διαδικασίες υποκειµενοποίησης και κατασκευής ταυτοτήτων δεν µένει παρά να αποσπαστούν από την ενσφήνωσή τους στην ιδεολογία της ανάπτυξης. Για να γίνει αυτό πρέπει να θέσουµε το µαχαίρι βαθιά µέσα στο κοινωνικό υλικό, να δηµιουργήσουµε τη βιοπολιτική και οικολογική αντιεξουσία, νέα συλλογικά υπαρξιακά εδάφη επανεισάγοντας το κοινωνικό και το πολιτικό στη σχέση εξουσίας - φύσης. Γνωρίζουµε ωστόσο ότι δεν θα υπάρξει αληθινή απάντηση στην οικολογική και αναπτυξιακή κρίση παρά µόνο σε πλανητική κλίµακα και µόνο αν πραγµατωθεί µια πολιτική, κοινωνική και πολιτιστική επανάσταση η οποία θα αφορά κυρίως τα µοριακά πεδία ευαισθησίας, νοηµοσύνης και επιθυµίας. Όσο για την αειφόρο ανάπτυξη, αυτή µας αφαιρεί κάθε προοπτική εξόδου, µας υπόσχεται την αιώνια ανάπτυξη! Ας βεβηλώσουµε λοιπόν τα έργα και τις ηµέρες της αειφόρου ανάπτυξης.
Σηµειώσεις
1. Πρωθυπουργός της Νορβηγίας και πρόεδρος της Παγκόσµιας Επιτροπής για το περιβάλλον και την ανάπτυξη που παρέδωσε την αναφορά της στην γενική συνέλευση των Ηνωµένων Εθνών.
2. sustainable: αρχικά αποδόθηκε στα ελληνικά µε τον όρο αυτοσυντηρούµενη.
3. Από την µπροσούρα «µητρόπολη νοτιοβαλκανικού τύπου», µητροπολιτικά συµβούλια 2003.
4. Το πρώτο χωροταξικό που εκπονήθηκε ήταν το 2001 για τη δηµιουργία 17 νέων «αειφόρων φυλακών» και την κατάργηση 10 απαρχαιωµένων σηµερινών φυλακών.
5. Ένα τσιµεντένιο τείχος απειλεί τη Μεσόγειο. Το τσιµεντένιο τείχος σύµφωνα µε τον Ευρωπαϊκό Οργανισµό Περιβάλλοντος δηµιουργείται όπου οι χτισµένες επιφάνειες καταλαµβάνουν πάνω από το 50% της ακτογραµµής. Στη Μεσόγειο η δόµηση έχει καταλάβει τις ακτές σε µια πολύ εκτεταµένη ζώνη, ειδικά στα παράλια της Ισπανίας, της Γαλλίας και της δυτικής Ιταλίας. Το χειρότερο είναι ότι το φαινόµενο επεκτείνεται προς τα ανατολικά. Σύµφωνα µε πρόσφατη έρευνα, οι τεχνητές κτισµένες επιφάνειες παρουσίασαν αύξηση της τάξεως των 190 τετρ. χιλ. κάθε χρόνο, τη δεκαετία του 1990 – 2000, και σήµερα υπολογίζεται ότι το 26% των παραλιών της Μεσογείου είναι ήδη χτισµένο. Αν συνεχιστεί η τάση, το 50% των ακτών της Μεσογείου θα έχει χτιστεί έως το 2025. Σήµερα η µεσογειακή λεκάνη είναι ο πρώτος τουριστικός προορισµός στον κόσµο, καθώς δέχεται το 1/3 της παγκόσµιας τουριστικής κίνησης. Ο ΕΟΠ τονίζει και προειδοποιεί πως «Δεν µπορούµε να αξιοποιούµε έναν τόπο για 20 χρόνια και να τον καταστρέφουµε για πάντα. Ήδη στη Μεσόγειο εµφανίζονται περιοχές µε µεγάλη τουριστική άνθηση στο παρελθόν, που βιώνουν την παρακµή».
6. Δήλωση του υπουργού οικονοµίας Αλογοσκούφη.
Πηγή